·
ΔΩΔΕΚΑΔΕΛΤΟΣ ΝΟΜΟΣ
Ο Δωδεκάδελτος
είναι ιδιαίτερα μακρόβιο νομοθέτημα που
ίσχυσε στα μέσα 5ου αιώνα π.Χ., μέχρι και την εποχή του Ιουστινιανού,
παρόλο που κάποιες διατάξεις του ήταν πια ξεπερασμένες.
Προέκυψε από τη διαμάχη
μεταξύ πατρικίων και πληβείων όπου οι πληβείοι διαμαρτύρονταν για την αυθαιρεσία
των αρχόντων εξαιτίας της έλλειψης νομοθεσίας.
Ύστερα από πρόταση του δημάρχου
και των πληβείων η Σύγκλητος ανέθεσε σε τριμελή επιτροπή τη μελέτη άλλων έννομων
τάξεων της Αθήνας, της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας (η ελληνική επίδραση του
Δωδεκάδελτου αμφισβητείται καθώς ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι στο νομοθέτημα
καταγράφηκαν παλαιότεροι εθιμικοί αλλά άγραφοι κανόνες του αρχαϊκού ρωμαϊκού
δικαίου).
Λίγα χρόνια αργότερα, το 451, ορίζεται από την Συνέλευση 10μελής
επιτροπή αποκλειστικά από πατρίκιους για
τη σύνταξη κώδικα. Στο διάστημα που επιτελούν το έργο της κωδικοποίησης, έπαψαν
προσωρινά όλες οι άλλες Αρχές της Ρώμης και στην συντακτική επιτροπή ανατέθηκαν
όλες οι κρατικές εξουσίες. Το έργο τους καταγράφηκε
σε 10 πινακίδες (δέλτους) πάνω στις οποίες είχαν καταγραφεί οι διατάξεις του
νομοσχεδίου.
Κρίθηκε όμως ότι το σχέδιο ήταν ελλειπές και ορίστηκε νέα 10μελής
επιτροπή τόσο από πατρίκιους όσο και από πληβείους οι οποίοι συνέταξαν ακόμα δύο
δέλτους. Μετά την ολοκλήρωση του εγχειρήματος, ο Δωδεκάδελτος Νόμος δημοσιεύθηκε
στη Ρωμαϊκή Αγορά.
Αν και δε σώθηκε ακέραιος, από μαρτυρίες προκύπτει ότι
περιελάμβανε: διατάξεις οικογενειακού
δικαίου (προϋποθέσεις σύναψης γάμου & διαζυγίου, κανόνες γνησιότητας τέκνων,
επιτροπεία και επιμέλεια, χειραφεσία=απελευθέρωση αρρένων και κατιόντων), διατάξεις εμπράγματου δικαίου (κυριότητα
επί ακινήτων, μεταβίβαση κυριότητας, παραγραφή), διατάξεις ενοχικού δικαίου (γνωρίζουμε μόνο την προσωπική εγγύηση
για χρηματικό δάνειο και τη δημιουργία ενοχικής δέσμευσης). Παράλληλα, εντοπίζονται
ρυθμίζεις για ιδιωτικά αδικήματα (κατά
προσώπου και περιουσίας και ορίζει αντίστοιχες ποινές), για διαθήκη και εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή
(η διαθήκη από πράξη πολιτική μετατράπηκε σε δικαιοπραξία του οικογενειακού
και περιουσιακού δικαίου που αφορά στην επιμέλεια των προσώπων που βρίσκονταν
υπό την εξουσία του διαθέτη και στην μετά θάνατο τύχη της περιουσίας του), για
τα δημόσια αδικήματα (ανθρωποκτονία,
εμπρησμό, ψευδομαρτυρία, μαγεία που ανάγονται σε αδικήματα κατά του κοινωνικού
συνόλου, απαγόρευση ταφής νεκρού μέσα στην πόλη, απαγόρευση νυκτερινών συναθροίσεων,
υποχρέωση θανάτωσης νεογνών με σοβαρές παραμορφώσεις).
Οι δύο τελευταίες και
μεταγενέστερες πινακίδες (δέλτοι) του νόμου είναι προϊόν πολιτικών διαπραγματεύσεων
μεταξύ πατρικίων και πληβείων. Στους πληβείους αναγνωρίζεται πια το δικαίωμα
του συνέρχεσθαι, απαγορεύτηκε η θανάτωση προσώπου χωρίς δίκη και κατοχυρώνεται
η δυνατότητα όσων καταδικάστηκαν σε θάνατο ή βαριές σωματικές ποινές να προσφεύγουν
στην κρίση του λαού. Μάλιστα ο Δωδεκάδελτος
νόμος απειλεί με κυρώσεις τους πάτρωνες που δεν συνδράμουν το πρόσωπο με το οποίο
συνδέονται με πελατειακή σχέση και εισάγει την αρχή σύμφωνα με την οποία ο νεότερος
νόμος καταργεί τον παλαιότερο. Πάντως,
αυτή η αρχή εφαρμόστηκε περιορισμένα, δηλαδή δεν εφαρμόστηκε σε θεμελιώδεις διατάξεις
του ρωμαϊκού δικαίου αλλά σε θέματα ρυθμιζόμενα από το νέο νόμο. Ο Δωδεκάδελτος
δεν κατάργησε κάθε προγενέστερή του διάταξη, οι νέοι νόμοι περιελάμβαναν ειδικές
ρυθμίσεις με τις οποίες καλύπτονταν κενά της έννομης τάξης, σύμφωνα με τις νέες
συνθήκες, ώστε να αποκτήσει το δίκαιο αυτόνομο προσανατολισμό και οι δε
νομοθετικές ρυθμίσεις ετερόνομο χαρακτήρα.
ΑΚΟΥΙΛΙΟΣ ΝΟΜΟΣ
Μακρόβιο και αυτό νομοθέτημα του 3ου ή
2ου αιώνα με συνοπτικό και περιπτωσιολογικό χαρακτήρα.
Αποτελείται
από τρία κεφάλαια εκ των οποίων το δεύτερο έπεσε αρκετά νωρίς σε αχρησία. Αντίθετα,
τα άλλα δύο άρθρα του αποτέλεσαν τον πυρήνα του δικαίου των αδικοπραξιών μέχρι τους
νεότερους νόμους.
Ο Ακουίλιος Νόμος ρυθμίζει τις αδικοπραξίες που αποτελούν
τη δεύτερη πηγή ενοχών (Γάϊος: οι ενοχές πηγάζουν είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία). Το
ρωμαϊκό δίκαιο διατήρησε τις περιπτώσεις αδικοπραξίας που ίσχυαν κατά τους
αρχαϊκούς χρόνους.
Ειδικότερα ρυθμίζει το αδίκημα της πρόκλησης περιουσιακής ζημιάς χωρίς να συντρέχει λόγος
που να δικαιολογεί τη συμπεριφορά του δράστη, καθιστώντας την νόμιμη λόγω ανωτέρας βίας, κατάσταση ανάγκης, άμυνα,
πράξη αρχής.
Στην αρχική του διατύπωση ο Ακουίλιος Νόμος για τον τρόπο με τον
οποίο προκλήθηκε η ζημιά είχε αυστηρές προϋποθέσεις, μετά όμως διευρύνθηκε από
τους πραίτορες, οι οποίοι χορήγησαν την ένδικη προστασία του Ακουίλιου Νόμου και σε άλλες περιπτώσεις.
Στη συνέχεια το πεδίο αυτό του νόμου επεκτάθηκε από τους κλασικούς νομικούς αλλά
και από νεότερους νομικούς οι οποίοι επεξεργάστηκαν τον νόμο αυτό και ενέταξαν
και άλλες περιπτώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου