Καλή πίστη: Την καλή
πίστη την διακρίνουμε σε αντικειμενική και υποκειμενική από τις οποίες μόνο η
πρώτη είναι πηγή δικαίου.
Ως αντικειμενική (ή συναλλακτική) καλή πίστη
εννοείται η ευθύτητα, εντιμότητα και ειλικρίνεια που πρέπει να τηρεί κανείς
στις συναλλαγές και γενικότερα στην κοινωνική συμβίωση. Για παράδειγμα από
την καλή πίστη προκύπτει η υποχρέωση του πωλητή μηχανήματος να παραδώσει
ενημερωτικό φυλλάδιο με οδηγίες χρήσης
στον αγοραστή ακόμα κι αν αυτό δεν ορίζεται από τον νόμο ή δεν
συμφωνήθηκε στη σύμβαση. Η αντικειμενική καλή πίστη αξιολογεί την εξωτερική
συμπεριφορά του ατόμου αδιαφορώντας
για τα κίνητρά του και γενικότερα για υποκειμενικούς παράγοντες.
Ως υποκειμενική καλή πίστη εννοείται η πεποίθηση
ενός προσώπου ότι η συμπεριφορά του είναι καθόλα νόμιμη, ότι δεν αδικεί
κανένα, ότι απέκτησε νομότυπα ένα δικαίωμα κλπ (ΑΚ 1037,1042 κλπ).
|
Χρηστά ήθη: Είναι οι
κρατούσες αντιλήψεις του μέσου χρηστού και δίκαιου ανθρώπου για το ποια
συμπεριφορά ανταποκρίνεται στις επιταγές της κοινωνικής ηθικής (π.χ. αντίθετη
στα χρηστά ήθη είναι η καταγγελία συμβάσεως εργασίας νεαρής υπαλλήλου γιατί
δεν δέχθηκε ανήθικες προτάσεις του εργοδότη).
Για τον προσδιορισμό της έννοιας των χρηστών ηθών
είναι αδιάφορες οι προσωπικές αντιλήψεις του δικαστή ή των διαδίκων αντιθέτως
κρίσιμες είναι οι κρατούσες αντιλήψεις σε ορισμένο τόπο, χρόνο και κύκλο
συναλλασσομένων. Δεν υπάρχει άρα μια
ενιαία έννοια των χρηστών ηθών αλλά αυτή διαμορφώνεται και μεταβάλλεται αντικειμενικά
με αναφορά τις αντιλήψεις περί της κοινωνικής ηθικής, που επικρατούν σε
ορισμένο χρονικό πλαίσιο γενικά στην κοινωνία ή ειδικά σε κάθε χωριστό
συναλλακτικό κλάδο, και σε συνάρτηση με τις κατά περίπτωση περιστάσεις.
|
Συνήθειες και συναλλακτικά ήθη:
Οι συνήθειες αποτελούν τρόπους ενέργειας ή συμπεριφοράς που εκδηλώνονται
επί μακρό χρονικό σταθερά χωρίς όμως κοινή συνείδηση για την αναγκαιότητά
τους ως κανόνων δικαίου. Χρησιμεύουν για την ερμηνεία ή τη συμπλήρωση των
δικαιοπραξιών αφού οι συναλλασσόμενοι θεωρούνται ότι τη γνωρίζουν και την
αποδέχονται, αν δεν εκφράσθηκαν σαφώς περί του αντιθέτου. Πολλές φορές
αποτελούν το πρώτο στάδιο για τη δημιουργία εθίμου.
Οι συνήθειες που κρατούν στις συναλλαγές ή σε
ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών καλούνται «συναλλακτικά ήθη». Είναι οι
συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας ή συμπεριφοράς, οι οποίοι
ακολουθούνται σε ορισμένο τόπο, κατηγορία συναλλαγών ή επαγγελματικό κύκλο.
Όταν ο νόμος παραπέμπει ρητά στα συναλλακτικά ήθη
(ΑΚ 200,288,388), στην επιτόπια συνήθεια (ΑΚ 621,625) ή απλώς στη συνήθεια
(ΑΚ 655) οι τρόποι αυτοί συμπεριφοράς καθίστανται δευτερογενείς κανόνες
δικαίου. Τα συναλλακτικά ήθη δεν λαμβάνονται υπόψη αν είναι αντίθετα στα
χρηστά ήθη.
Παραδείγματα:
1)
Σε
ένα ορεινό χωριό οι κάτοικοι συναλλάσσονται με αυγά ή δοχεία λάδι και όχι με
χρήματα. Πρόκειται για συναλλακτική συνήθεια.
2)
Διάταξη
νόμου που απαλλοτριώνει ιδιωτική περιουσία χωρίς καταβολή αποζημίωσης είναι
ανίσχυρη γιατί αντίκειται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου, η οποία έχει κυρωθεί με νόμο και κατισχύει έναντι κάθε
αντίθετης διάταξης νόμου.
3) Διαθήκη, με την οποία ο διαθέτης
εγκαθιστά κληρονόμο την ερωμένη του αποκλείοντας από την κληρονομική
περιουσία τους στενούς συγγενείς του κατά τρόπο που συνιστά αδικαιολόγητη
περιφρόνηση προς την οικογένειά του, αντίκειται στις κρατούσες αντιλήψεις
περί ηθικής του μέσου ανθρώπου (χρηστά ήθη). Η διαθήκη κατά συνέπεια είναι
άκυρη κατά 178 ΑΚ , διότι αντίκειται στα χρηστά ήθη τα οποία μέσω της τελευταίας διάταξης
καθίστανται δευτερογενής πηγή δικαίου.
|
Νομολογία καλείται το σύνολο των
λύσεων, τις οποίες δίνουν τα δικαστήρια στα νομικά προβλήματα που τίθενται
ενώπιών τους. Αν η λύση που δίνουν τα δικαστήρια σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα
επαναλαμβάνεται κατά τρόπο ομοιόμορφο, τότε γίνεται λόγος για πάγια νομολογία.
Στο ελληνικό δίκαιο σε αντίθεση με το αγγλικό η
νομολογία δεν αποτελεί πηγή δικαίου. Δεν πρέπει όμως να παραβλέπεται το
γεγονός ότι η νομολογία και ειδικότερα των ανώτατων δικαστηρίων ακολουθείται
στις περισσότερες περιπτώσεις από τα άλλα δικαστήρια με αποτέλεσμα οι
συναλλασσόμενοι αλλά και οι δικηγόροι να προσαρμόζονται σε αυτήν.
Συνέπεια τούτου είναι η απρόοπτη μεταβολή της
πάγιας νομολογίας πλήττει την ασφάλεια δικαίου. Επίσης, η νομολογία αποτελεί
πηγή νομικών επιχειρημάτων και συχνά μέσω παραπομπής χρησιμοποιείται σε
στήριξη νομικών κρίσεων.
Τέλος, από την πάγια νομολογία μπορεί να
δημιουργηθεί έθιμο, συμβάλλει στα κενά του νόμου και επεμβαίνει κατά κάποιο
τρόπο στο νομοθετικό έργο.
Πηγή: Γενικές Αρχές Γεωργιάδη |
Γιατί η Νομική τελικά θέλει πάθος!
Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014
ΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ερωτώ αν σε μιά υπόθεση που Δικάζεταισήμερα, σε Αγωγή Αδικαιολογητου
ΑπάντησηΔιαγραφήΠλουτισμού μου, που ξεκίνησε δηθεν το 2003,οταν εισέπραξα χρηματα για
Αμοιβή μου από εκτελεσθείσες εργασίες Επίβλεψης Δημοσίου Εργου και πλη- ρώθηκα με Διαταγή πληρωμής, μπορει ο Ενάγων να χρισιμοποιήσει ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ του Αρείου Παγου που εξεδόθη πολυ μετά το 2003 π.χ το 2012.
Τα χρήματα αυτά υπήρχαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης; γιατί τα χρόνια είναι πάρα πολλά..
ΑπάντησηΔιαγραφή