Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΑΚ 35-38


  
 Η ανθρώπινη υπόσταση συνδέεται με δύο βιολογικά στοιχεία: το σώμα, δηλαδή το υλικό περίβλημα του φυσικού προσώπου και τη ζωή. Ο άνθρωπος που υπάρχει για μια χρονική διάρκεια, η οποία προσδιορίζεται από δύο βιολογικά περιστατικά, τη γέννηση και το θάνατο. Με τη ζωή συνδέεται το ζήτημα της αρχής και του τέλους του φυσικού προσώπου, ο ακριβής προσδιορισμός των οποίων αποτελεί αίτημα της ασφάλειας του δικαίου, έτσι ώστε να είναι απόλυτα εξακριβωμένο  το πότε υπήρξε κάποιος φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, κυρίως κληρονομικού δικαίου. Το ζήτημα της αρχής και του τέλους του ΦΠ ρυθμίζει η ΑΚ 35.
Παράδειγμα:
1.        Κατά τη διάρκεια του τοκετού πεθαίνουν η μητέρα και το παιδί. Αν αυτό συνέβη συγχρόνως, ο θάνατος του παιδιού είναι από άποψη κληρονομικού δικαίου χωρίς σημασία. Αν όμως το παιδί έζησε έστω και για μικρό χρονικό διάστημα μετά το θάνατο της μητέρας, τότε την κληρονομεί και, αφού πεθάνει, κληρονομείται και το ίδιο. Στην τελευταία περίπτωση η περιουσία της μητέρας επάγεται σε διαφορετικά πρόσωπα από ότι στην πρώτη περίπτωση.
Αρχή του φυσικού προσώπου: Σύμφωνα με ΑΚ 35 «το πρόσωπο αρχίζει να υπάρχει μόλις γεννηθεί ζωντανό». Από τη διάταξη προκύπτει α) να υπάρχει τοκετός δηλαδή αποχωρισμός του νεογνού από το μητρικό σώμα είτε φυσιολογικά  είτε με χειρουργική επέμβαση β) το νεογέννητο να γεννήθηκε ζωντανό, γεγονός που κρίνεται με βάση τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης και γ) το νεογέννητο πρέπει να έχει ανθρώπινη μορφή, δηλαδή να μην είναι  έκτρωμα. Ορθότερο είναι πάντως ενόψει των συνταγματικών διατάξεων για τον σεβασμό της αξίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της προσωπικότητας να γίνεται δεκτό ότι οτιδήποτε κατάγεται από άνθρωπο θεωρείται άνθρωπος παρά την οποιαδήποτε ελαττωματική διάπλαση και τις τυχόν αποκλίσεις του από τον κοινό τύπ. Επομένως, για να υπάρξει φυσικό πρόσωπο πρέπει να υπάρξει αυθύπαρκτη ζωή ενώ είναι αδιάφορο αν το πρόσωπο είναι βιώσιμο ή όχι.  Η ρύθμιση της ΑΚ 35 θα ήταν ανεπιεικής χωρίς τον κανόνα της ΑΚ 36 για τον κυοφορούμενο. Και αυτό γιατί συμβαίνει συχνά περιστατικά κατά τη διάρκεια της κυοφορίας που θα επηρέαζαν ουσιωδώς τις έννομες σχέσεις του κυοφορούμενου αν είχε γεννηθεί. Για αυτό ο νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψη ότι σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών γεννιούνται ζωντανοί, προβλέπει ότι το κυοφορούμενο θεωρείται ζωντανό, αν γεννηθεί ζωντανό. Επομένως, η διάταξη καθιερώνει ένα πλάσμα δικαίου που το εξομοιώνει με φυσικό πρόσωπο, μολονότι δεν έχει λάβει χώρα το γεγονός της γέννησης του φορέα αυτών των δικαιωμάτων.  Προϋποθέσεις του πλάσματος: α) να υπάρχει κυοφορούμενος β) το κυοφορούμενο να γεννηθεί ζωντανό, η προϋπόθεση αυτή αποτελεί νομική αίρεση με αποτέλεσμα, η κτήση των δικαιωμάτων από τον κυοφορούμενο να είναι προσωρινή και μετέωρη μέχρι την πλήρωση ή την οριστική ματαίωση της αίρεσης. Αν η αίρεση πληρωθεί η κτήση των δικαιωμάτων καθίσταται οριστική και αναδρομικώς από το χρονικό σημείο επαγωγής τους. Αν η αίρεση ματαιωθεί δηλαδή ο κυοφορούμενος δεν γεννηθεί ζωντανός, τότε θεωρείται ότι δεν απέκτησε ποτέ δικαιοκτητική ικανότητα και τα επαχθέντα σε αυτόν δικαιώματα αναιρούνται αναδρομικώς.
Η ικανότητα δικαίου που προσδίδει η ΑΚ 36 στον κυοφορούμενο πέραν της αίρεσης  αναφέρεται μόνο σε δικαιώματα που επάγονται στον κυοφορούμενο και όχι σε υποχρεώσεις εκτός αν προβλέπεται από άλλη διάταξη (πχ ΑΚ 1711: επαγωγή κληρονομίας κλπ). Έτσι, αν το κυοφορούμενο γεννηθεί ζωντανό μπορεί να κληρονομήσει (ΑΚ 1711 εδ α) τον πατέρα του που πέθανε πριν τον τοκετό, να ζητήσει αποζημίωση για θάνατο προσώπου (ΑΚ 928) και ικανοποίηση για ψυχική οδύνη (ΑΚ 932 εδ γ) πχ από εκείνον που σκότωσε τον πατέρα του, να ζητήσει αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστη ως έμβρυο (ΑΚ 57 επ, 914 επ) πχ από εκείνον που τραυμάτισε την έγκυο μητέρα του, με συνέπεια το παιδί να γεννηθεί με σωματικό ελάττωμα, να ζητήσει την εκπλήρωση παροχής από σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΚ 410 επ) πχ αν ο πατέρας κατά τη διάρκεια της κυοφορίας άνοιξε υπέρ του παιδιού λογαριασμό σε τράπεζα. Για τη δικαστική προστασία όλων αυτών των δικαιωμάτων  ο κυοφορούμενος έχει την ικανότητα να είναι διάδικος (ΚΠολΔ 62 εδ α).
Οι αξιώσεις  που ανήκουν στον κυοφορούμενο δεν παραγράφονται εκτός αν έχει διοριστεί κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομιάς (ΑΚ 1865), περίπτωση που εφαρμόζεται η ΑΚ 259. Επίσης δε χωρεί χρησικτησία εις βάρος του κυοφορούμενου κατ΄ εφαρμογή της ΑΚ 1055. Μήπω συνειλλημμένος: (δεν έχει ακόμα συλληφθεί): περιορισμένη προστασία παρέχει ο νόμος και στο πρόσωπο που δεν έχει ακόμη συλληφθεί υπό την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση ότι θα συλληφθεί και θα γεννηθεί ζωντανό (πχ ΑΚ 1924, 1999). Η προστασία αυτή αποσκοπεί σε τυχόν κληρονομικά δικαιώματα του μη συνειλημμένου.  Βέβαια, δεν αποκτά κληρονομικά δικαιώματα αν δεν συλληφθεί και γεννηθεί πρώτα (ΑΚ 36).
Η εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης κατέστησε δυνατή και την εξωσωματική τεχνητή γονιμοποίηση. Το εξωσωματικό γονιμοποιημένο ωάριο είναι εν δυνάμει ζωντανός οργανισμός που πρέπει να θεωρηθεί ως κυοφορούμενος από τη στιγμή της γονιμοποίησης στον δοκιμαστικό σωλήνα και κατά συνέπεια πρέπει να του αναγνωρίζονται όλα τα δικαιώματα του κυοφορούμενου.  Η τεχνητή γονιμοποίηση δημιουργεί προβληματισμούς όπως κλωνοποίηση που φαίνεται ότι ως τώρα δεν έχει εφαρμοστεί για την αναπαραγωγή του ανθρώπου.
Τέλος του φυσικού προσώπου: Σύμφωνα με την ΑΚ 35 «το πρόσωπο… παύει να υπάρχει με το θάνατό του». Ο θάνατος αποτελεί τον μοναδικό λόγο τέλους του φυσικού προσώπου. Ο ΑΚ δεν προβλέπει τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να θεωρείται ότι επήλθε ο θάνατος. Επομένως ο θάνατος κρίνεται βάση της ιατρικής επιστήμης. Η κρατούσα άποψη δέχεται ότι ο θάνατος επέρχεται με την παύση των εγκεφαλικών λειτουργιών.
Ο θάνατος, και κυρίως το ακριβές χρονικό σημείο της επέλευσής του καθώς και η χρονική του σχέση με τον θάνατο άλλων ανθρώπων έχουν σημασία για τη διαμόρφωση διάφορων έννομων σχέσεων, ιδίως του κληρονομικού δικαίου.  Η ΑΚ 37 ρυθμίζει το βάρος απόδειξης των γεγονότων αυτών αλλά όχι μόνο του θανάτου αλλά και άλλων περιστατικών της ζωής ενός προσώπου. Σε σχέση με τη γέννηση και τον θάνατο τα κύρια αποδεικτικά μέσα είναι οι ληξιαρχικές πράξεις.
Ειδικά για τον θάνατο ο ΑΚ καθιερώνει και ορισμένα μαχητά τεκμήρια:
α) Σύμφωνα με την ΑΚ 39 «θεωρείται ότι έχει αποδειχθεί ο θάνατος προσώπου που το σώμα του δεν βρέθηκε, αν εξαφανίστηκε υπό συνθήκες που κάνουν τον θάνατό του βέβαιο». Για να ισχύει το τεκμήριο, ο θάνατος του προσώπου, του οποίου το πρόσωπο δεν βρέθηκε, πρέπει να είναι βέβαιος (πχ έκρηξη αεροπλάνου στον αέρα) και όχι απλώς πολύ πιθανός, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αφάνεια. Αν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, ο θάνατος θεωρείται αποδεδειγμένος και  επέρχονται οι συνέπειές του. Το τεκμήριο είναι μαχητό.
β) Σύμφωνα με την ΑΚ 38 «αν περισσότεροι έχουν πεθάνει και δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ο ένας επέζησε από κάποιον άλλο, τεκμαίρεται ότι όλοι πέθαναν ταυτόχρονα». Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται μαχητό κριτήριο συναποβιώσεως. Για να εφαρμοσθεί θα πρέπει να υπήρξε θάνατος (και με εφαρμογή της ΑΚ 39) δύο ή περισσοτέρων προσώπων και αδυναμία απόδειξης της χρονικής σειράς θανάτου τους. Ο θάνατός τους δεν απαιτείται να προήλθε από την ίδια αιτία (πχ αεροπορικό δυστύχημα) ή τα πρόσωπα να είναι συγγενικά. Συνέπεια είναι ότι όλοι πέθαναν ταυτοχρόνως και κανένα δεν απέκτησε δικαίωμα (ιδίως κληρονομικό) από το άλλο (βλ όμως ΑΚ 2032).


Παραδείγματα:
1.        Ο Α πεθαίνει σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Πριν τον θάνατό του η σύζυγος του Β είχε συλλάβει το τέκνο τους Γ, το οποίο γεννήθηκε επτά μήνες μετά τον θάνατο του Α. Ο Γ έχει κληρονομικό δικαίωμα επί της περιουσίας του Α σαν να ζούσε ήδη κατά τον χρόνο του θανάτου του. Επίσης έχει δικαίωμα αποζημιώσεως κατά του υπαιτίου του αυτοκινητιστικού ατυχήματος για τη θανάτωση του Α (ΑΚ 928).
2.        Ο Α μετά από βαρύτατο τραυματισμό σε αυτοκινητιστικό ατύχημα περιέρχεται σε κώμα και χάνει κάθε επαφή με το περιβάλλον, χωρίς όμως η κατάστασή του αυτή να θεωρείται ανεπανόρθωτη σύμφωνα με τις ιατρικές απόψεις. Εξακολουθούν δε να λειτουργούν η καρδιά και το αναπνευστικό του σύστημα, υποβοηθούμενα από ειδικές συσκευές. Σύμφωνα με τις ιατρικές απόψεις, ο Α εξακολουθεί να θεωρείται ζωντανός και να έχει ικανότητα δικαίου. Επομένως, αν πεθάνει ο πατέρας του, τον κληρονομεί και στη συνέχεια, αν πεθάνει και ο ίδιος λόγω ανεπανόρθωτης βλάβης του εγκεφαλικού στελέχους, κληρονομείται από τους κληρονόμους του.
3.        Σε ναυάγιο επιβατηγού πλοίου πεθαίνουν από πνιγμό οι σύζυγοι και τα δύο παιδιά τους. Όσον αφορά στον υπολογισμό των κληρονομικών μερίδων των εγγονών τους λογίζεται ότι όλοι πέθαναν ταυτοχρόνως, εφόσον δεν μπορεί να αποδειχθεί ποιος πέθανε έστω και για λίγα λεπτά της ώρας αργότερα από τον άλλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου