Συγκρίνατε το συνταγματικό έθιμο και τις συνθήκες του πολιτεύματος. Αναφέρατε και ελληνικά παραδείγματα.
Έθιμο είναι ο άγραφος κανόνας που σχηματίζεται ύστερα από μακρά και ομοιόμορφη εφαρμογή με πεποίθηση δικαίου. Γίνεται λοιπόν, κατανοητό ότι το έθιμο είναι άγραφος κανόνας, που αν ποτέ καταγραφεί παύει να είναι άγραφος και πρόκειται για γραπτό δίκαιο με εθιμική προέλευση. Ειδικότερα, συνταγματικό έθιμο είναι άγραφος συνταγματικός κανόνας που σχηματίζεται ύστερα από μακρόχρονη και ομοιόμορφη πρακτική εκ μέρους των αρμόδιων κρατικών οργάνων ή και ευρύτερα της λαϊκής πεποίθησης δικαίου και ο οποίος πληρώνει τα γνήσια κενά των γραπτών συνταγματικών διατάξεων.
Στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου και ειδικά στην Αγγλία, τη πρωτοπόρο στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, οι κανόνες του συνταγματικού δικαίου διαμορφώθηκαν ως άγραφοι και παρέμειναν τέτοιοι στο σύνολό τους μέχρι και σήμερα. Το έθιμο ή αλλιώς common law είναι αυτό που ρυθμίζει τη συμπεριφορά των πολιτειακών οργάνων στην Αγγλία. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και στη Γαλλία όπου οι εθιμικοί κανόνες έμειναν γνωστοί ως οι θεμειώδεις νόμοι του βασιλείου.
Στην Ελλάδα ειδικότερα, ήδη από το 1835 γίνεται δεκτό το έθιμο ως πηγή δικαίου. Η Αντιβασιλεία του Όθωνα με το βασιλικό διάταγμα έδωσε κύρος στο δίκαιο που δημιουργούσε η κοινωνία, δηλαδή στα έθιμα. Και μάλιστα έδωσε τόσο κύρος ώστε τα έθιμα να υπερισχύουν του γραπτού βυζαντινορωμαϊκού δικαίου.
Για να υπάρξει συνταγματικό έθιμο απαιτείται η συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων. Αρχικά λοιπόν δύο κύρια στοιχεία είναι απαραίτητα για να δημιουργηθεί έθιμο, το corpus και το animus δηλαδή το υλικό και το πνευματικό στοιχείο.
α) Το υλικό στοιχείο είναι η μακρά και ομοιόμορφη άσκηση με άλλα λόγια η συνήθεια. Το έθιμο δεν δημιουργείται από τη μία μέρα στην άλλη αλλά απαιτείται σημαντικό χρονικό διάστημα που η διάρκειά του δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια επειδή εξαρτάται από την επανελημμένη και ομοιόμορφη εκδήλωση ορισμένης πρακτικής. Μεμονωμένη πράξη ή παράλειψη δεν μπορεί να δημιουργήσει έθιμο όσος χρόνος και να περάσει ακόμη και όταν κανένας δεν αποδοκίμασε αυτή την πράξη ή παράλειψη.
β) Το πνευματικό στοιχείο αποτελεί η πεποίθηση δικαίου ή νομική συνείδηση. Πρέπει να δημιουργηθεί σε αυτούς που εφαρμόζουν τον εθιμικό κανόνα ότι ενεργούν σύμφωνα με το δίκαιο, ότι εφαρμόζουν επιτακτικό κανόνα δικαίου. Αν δεν υπάρχει νομική συνείδηση ο κρισιολογούμενος κανόνας δεν αποτελεί έθιμο αλλά απλή συνήθεια που η εφαρμογή της δεν είναι υποχρεωτική. Αυτό το στοιχείο της νομικής υποχρεωτικότητας είναι που διακρίνει το συνταγματικό έθιμο από την απλή πολιτική πρακτική και τα συναλλακτικά ήθη.
Εκτός από τα στοιχεία αυτά για να αναπτυχθεί το συνταγματικό έθιμο χρειάζεται να συντρέξουν και άλλοι όροι:
γ) Αυτή η ομοιόμορφη πρακτική πρέπει να ενεργείται από τα κρατικά όργανα τα οποία θα ενεργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που ορίζει το σύνταγμα. Τα κρατικά όργανα δεν μπορούν να ασκούν εξουσία διαφορετική από αυτή που ορίζει το Σύνταγμα. Τα κρατικά όργανα από τα οποία είναι δυνατόν να δημιουργηθεί συνταγματικό έθιμο είναι ο λαός, το εκλογικό σώμα και το κοινοβούλιο. Όσον αφορά τα δικαστήρια δεν αποκλείεται να δημιουργηθεί συνταγματικό έθιμο και μέσω της πρακτικής των δικαστηρίων δηλαδή μέσω της νομολογίας.
δ) Η νομική συνείδηση πρέπει να δημιουργηθεί στον κύκλο των ενδιαφερομένων. Ενδιαφερόμενοι πρέπει να θεωρηθούν όχι μόνο τα κρατικά όργανα που ενεργούν την πράξη η οποία αποβλέπει στη δημιουργία εθιμικού κανόνα αλλά και εκείνα που ενδιαφέρονται γαι την πράξη και θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την νομιμότητά της. Πράξεις συνεπώς που προκαλούν αντιρρήσεις από ενδιαφερόμενα όργανα δεν μπορούν να θεμελιώσουν συνταγματικό έθιμο.
ε) Η έλλειψη τροποποιητικής ή καταργητικής δύναμης του εθίμου. Το έθιμο δεν μπορεί να τροποποιήσει ή να καταργήσει διάταξη του αυστηρού συντάγματος.
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα συνταγματικού εθίμου είναι η τοποθέτηση υπηρεσιακών υπουργών σε ορισμένα ευαίσθητα υπουργεία κατά την προεκλογική περίοδο, κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον καθώς το σύνταγμα οριζει στο άρθρο 41 ότι η κυβέρνηση της πλειοψηφίας διεξάγει τις εκλογές και επίσης, συνταγματικό έθιμο συνιστά η άμεση εκλογή των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης (άρθρο 102). Εθιμικό επίσης παράδειγμα είναι και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων που θεσπίστηκε τελικά σε κανόνα δικαίου με το Σύνταγμα του 1952.
Οι συνθήκες του πολιτεύματος αποτελούν προνομιακούς κανόνες που ανήκουν στην σφαίρα της συνταγματικής δεοντολογίας. Οι συνθήκες του πολιτεύματος ή άλλως πολιτική πρακτική αποτελούν έννοια συγγενή προς εκείνη του εθίμου. Συνθήκες του πολιτεύματος είναι οι διάφορες κατά συνθήκη αντιλήψεις, συνήθειες, πράξεις, οι οποίες, αν και ρυθμίζουν γενικά τη συμπεριφορά και την ενέργεια των κρατικών οργάνων, δεν αποτελούν κανόνες δικαίου, αλλά μόνο τη συνταγματική ηθική και κατά συνέπεια δεν έχουν υποχρεωτική εφαρμογή.
Οι συνθήκες του πολιτεύματος έχουν την αγγλική προέλευση και μάλιστα περιέχουν πολλά αξιώματα και αρχές θεμελιώδη για τη λειτουργία του αγγλικού πολιτεύματος. Έτσι ως συνθήκη του πολιτεύματος στην Αγλλία χαρακτηρίζεται η υποχρέωση της Κυβέρνησης και των υπουργών να παραιτούνται όταν εκδηλώνει η Βουλή των κοινοτήτων τη δυσπιστία της προς αυτους, η αδυναμία του βασιλιά να ασκεί το δικαίωμά του να αρνείται την κύρωση νόμου που ψηφίστηκε από τις βουλές, κλπ. Είναι πάντως τόσο μεγάλη η σημασία τους ώστε να τηρούνται εξίσου πιστά με τα έθιμα.
Η διαφορά μεταξύ εθίμου και πολιτικής πρακτικής εντοπίζεται στην ύπαρξη ή μη νομικής συνείδησης. Το έθιμο όπως έχει προαναφερθεί θεμελιώνεται στη μακρά και ομοιόμορφη συμπεριφορά με συνείδηση δικαίου ενώ η πολιτική πρακτική μόνο στη μακρά και ομοιόμορφη συμπεριφορά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το έθιμο να αποτελεί υποχρεωτικό κανόνα δικαίου ενώ αντίθετα η πολιτική πρακτική να είναι μια απλή συνήθεια που δεν μπορεί να επιβάλει η εφαρμογή της. Την ύπαρξη ή όχι νομικής συνείδησης καλούνται να κρίνουν τα δικαστήρια.
Κάποιες φορές η συνθήκη του πολιτεύματος μπορεί να γίνει περιεχόμενο μιας μακράς πρακτικής με συνείδηση δικαίου, που δεν αντιστρατεύεται το σύνταγμα και που μπορεί να συμπληρώσει κάποιο γνήσιο και αληθινό συνταγματικό κενό. Τότε η συνθήκη του πολιτεύματος οδηγεί στη δημιουργία συμπληρωματικού συνταγματικού εθίμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αρχή της δεδηλωμένης. Η αρχή της δεδηλωμένης παρ' όλο που ακολουθείται από το 1875 ως συνθήκη
του πολιτεύματος, γνώρισε νομική κατοχύρωση μόλις το 1927. Ακόμα και το
Σύνταγμα του 1975 στην αρχική του μορφή πρόβλεπε μια εξαίρεση: στο
αρχικό αρθρο 37 παρ. 4, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να διορίσει
μετά από γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας (μια επιτροπή αποτελούμενη
από τους πρώην πρωθυπουργούς κλπ που παλαιότερα λεγόταν Συμβούλιο του
Στέμματος) ως πρωθυπουργό μέλος ή μη της Βουλής που κατά την κρίση του
θα μπορούσε να τύχει ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής (δηλαδή ακόμη και τον
κηπουρό του). Η κατάργηση αυτής της διάταξης με την αναθεώρηση του 1986
καθιερώνει σε νομικό επίπεδο την απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης. Από αυτή
την άποψη, κατά νομική ακριβολογία, το αμιγώς κοινοβουλευτισμό σύστημα
στην Ελλάδα δεν έχει κλείσει τριάντα χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου