Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μπορούμε να
διακρίνουμε από συστηματική σκοπιά τρεις κατευθύνσεις εξελίξεως της νεότερης
διδασκαλίας περί εγκλήματος :
- Την κλασική έννοια περί εγκλήματος (περίοδος επιστημονικού θετικισμού)
- Την νεοκλασική (τελεολογικό σύστημα)
- Την έννοια περί εγκλήματος του φιναλισμού (της σκοπίμου περί πράξεως δράσεως)
Μέχρι σήμερα καμία
δεν μπόρεσε να εξοβελίσει ολοκληρωτικά τις άλλες και συνυπάρχουν ακόμη σκέψεις
και στοιχεία συστηματικής και από τις τρεις προαναφερθείσες κατευθύνσεις.
ΙΙ. ΠΡΟΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η διδασκαλία περί
εγκλήματος της περιόδου του «κοινού δικαίου» της περιόδου δηλ που υπήρξε
προπομπός της νεότερης διδασκαλίας, γνώριζε ήδη τις βασικές έννοιες της
ποινικής δογματικής, ιδιαίτερα τη διαφορά ανάμεσα σε αντικειμενικό και
υποκειμενικό καταλογισμό.
Η σύγχρονη τετρά-βαθμη
έννοια του εγκλήματος δημιουργήθηκε πάνω σε αυτή τη βάση σε διάστημα
εκτενέστερο των 100 ετών σε διάφορες φάσεις με συμβολές από διάφορες
δογματικούς.
Α. Στο πρώτο
ήμισυ του 19ου αιώνα ο Stubel διέκρινε ανάμεσα
στο άδικο και τον καταλογισμό της πράξεως. Στον Luden συναντούμε περαιτέρω μία τρί-βαθμη έννοια περί εγκλήματος,
η οποία συντίθεται από την πράξη, το παράνομο, την ενοχή. Και είναι ακριβώς
αυτή η σύλληψη του εγκλήματος που αργότερα αποδέχθηκαν και επεξέτειναν ο Liszt και ο Beling.
Εκείνη την εποχή
οι έννοιες παράνομο (άδικος χαρακτήρας, άδικο) και ενοχή ήταν ακόμη αδιαχώριστα
αναμεμειγμένες στην υπερκείμενη έννοια του καταλογισμού.
Β. Στο δεύτερο μισή
του 19ου αιώνα το 1867 το αντικειμενικά παράνομο (ο αντικειμενικά
άδικος χαρακτήρας) της πράξεως έγινε δεκτό ως στοιχείο στη δόμηση του
εγκλήματος.
Οι απαρχές μιας ιδιαίτερης έννοιας
περί ενοχής ανάγονται από τον Merkel. Ο γερμανός
ποινικολόγος του 19ου αιώνα παρέμεινε μεν στην παραδοσιακή διδασκαλία
περί καταλογισμού πλην όμως ήταν ο πρώτος που συνένωσε δόλο και αμέλεια κάτω
από την υπερκείμενη έννοια του καθορισμού της βουλήσεως.
Η πράξη ως βασική, κεντρική έννοια στη
δόμηση του εγκλήματος αναδεικνύεται από τον εγελιανό Berner. Ήταν εκείνος που
της προσέδωσε την τελείως πρώιμη μορφή δεχόμενος τη δυνατότητα καταλογισμού σε
αυτή.
Στον Beling ανάγεται ότι η υπόσταση (tatbestand) προσέλαβε ως
σημείο αναφοράς για την κρίση περί παρανόμου και περί ενοχής και ως
σημαντικότατος φορέας της εγγυητικής λειτουργίας του ποινικού νόμου μια
κυριαρχούσα θέση στη δόμηση του εγκλήματος.
Γ. Στις αρχές
του 20ου αιώνα η πλήρως αναπτυχθείσα κατά τη διάρκεια του 19ου
αιώνα περί εγκλήματος κατέστη στον Beling τελείως
συνειδητή. Έτσι παρουσίασε το 1906, στην ελληνική δογματική μέσω του άρθρου 14
ΠΚ «έγκλημα είναι η νομότυπη, παράνομη, ένοχη πράξη, που υπόκειται στην
προσαρμοσμένη απειλή ποινής και επαρκεί στις προϋποθέσεις της απειλής ποινής».
Βέβαια ο ορισμός εμφανίζει λόγω της μη αναφοράς του νομότυπου, του tatbestand ένα σημαντικό κενό που κλήθηκε να
πληρώσει η ελληνική ποινική επιστήμη.
Πηγή: Η δόμηση του εγκλήματος, Κοτσαλής
Πηγή: Η δόμηση του εγκλήματος, Κοτσαλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου