Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

ΓΙΑ ΝΑ ΛΥΣΟΥΜΕ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ

Ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα να είναι κάποιος φορέας ή υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο άνθρωπος καλείται και φυσικό πρόσωπο για να αντιδιαστέλλεται από τα νομικά πρόσωπα.
Επομένως, υποκείμενα δικαίου είναι τα φυσικά (ΑΚ 34) και α νομικά πρόσωπα (ΑΚ 61).

Δικαιοπρακτική ικανότητα είναι η ικανότητα ενός προσώπου (φυσικού ή νομικού) να καταρτίζει δικαιοπραξίες και να συνάπτει συμβάσεις. Η ικανότητα δικαίου διαφέρει από την δικαιοπρακτική ικανότητα στο γεγονός ότι στα υποκείμενα δικαίου είναι και τα πρόσωπα που στερούνται δικαιοπρακτικής ικανότητας πχ ανήλικος έχει ικανότητα δικαίου όχι όμως δικαιοπρακτική ικανότητα, άρα μπορεί να αποκτήσει ακίνητο απο κληρονομιά ή δωρεά αλλά δεν μπορεί να αγοράσει ένα ποδήλατο.

Ικανοί για δικαιοπραξία είναι οι ενήλικοι (άνω των 18 ετών ΑΚ 127). Εξαιρούνται τα πρόσωπα που για λόγους υγείας είναι ανίκανα ή περιορισμένα ικανά για δικαιοπραξία. Απολύτως ανίκανος για δικαιοπραξία είναι αυτός που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του (νήπιο) και αυτός που βρίσκεται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 128). Πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση είναι η κατάσταση στην οποία τίθεται με δικαστική απόφαση ορισμένο πρόσωπο (πχ άτομα που πάσχουν από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, τοξικομανείς, αλκοολικοί, σωματικά ανάπηροι) και κατά τη διάρκεια της οποίας το πρόσωπο αυτό είναι ανίκανο για μερικές (μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση) ή όλες (πλήρης στερητικής δικαστική συμπαράσταση) τις δικαιοπραξίες. Ανίκανος για δικαιοπραξία είναι και αυτός που κατά το χρόνο που γίνεται η δήλωση βούλησής του δεν έχει συνείδηση των πράξεων του πχ μέθη, υψηλός πυρετός, λήψη ναρκωτικών ουσιών ή βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφαστικστικά τη λειτουργία της βούλησής του πχ σχιζοφρένεια, παράνοια (ΑΚ 131). Συνέπειες της ανικανότητας είναι η δήλωση βούλησης  αλλά και η δικαιοπραξία να είναι άκυρη (ΑΚ 130), την ακυρότητα μπορεί να την επικαλεστεί όποιος έχει έννομο συμφέρον. Άκυρη είναι επίσης και η δήλωση βούλησης που απευθύνεται σε ανίκανο πρόσωπο. Είναι έγκυρες όμως οι συναλλαγές που κάνει το ανίκανο πρόσωπο για καθημερινές του ανάγκες πχ αγορά ψωμιού, εφημερίδας και γενικά μικρής αξίας συναλλαγές. Περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία  (ΑΚ 129) έχουν: οι ανήλικοι πο συμπλήρωσαν το 10ο έτος, όποιοι βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση και όποιοι βρίσκονται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση. Εδώ το πρόσωπο είναι ικανό για όλες τις δικαιοπραξίες εκτός από εκείνες που προβλέπονται στη δικαστική απόφαση που το έθεσε σε δικαστική συμπαράσταση και μπορεί να τις ενεργήσει μόνο μέσω του δικαστικού συμπαραστάτη του. Όταν ένα πρόσωπο βρίσκεται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση απαιτείται δικαστική απόφαση η οποία ορίζει αν η συμπαράσταση ορίζει όλες ή μερικές δικαιοπραξίες  και οι δικαιοπραξίες που καλύπτονται από την επικουρική συμπαράσταση είναι έγκυρες μόνο αν προηγηθεί συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη.

Τα στάδια ικανότητας του ανηλίκου και το κύρος των δικαιοπραξιών τους είναι τα εξής:
α) Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 10ο έτος (ΑΚ 134) είναι ικανός για δικαιοπραξίες από τις οποίες αποκτά και μόνο έννομο όφελος πχ ανήλικος μπορεί να αποδεχθεί δωρεά και κληρονομιά αλλά δεν είναι ικανός να συνάψει πώληση.
β) Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 14ο έτος (ΑΚ 135) είναι επιπλέον ικανός να διαθέτει ελεύθερα καθετί που κερδίζει από την προσωπική του εργασία πχ μισθοί, δώρα, φιλοδωρήματα ή που του δόθηκε για να το χρησιμοποιεί ή να το διαθέτει ελεύθερα πχ παιχνίδια, ρούχα, βιβλία πχ 14χρονος ανήλικος μπορεί με τα χρήματα που κέρδισε από την εργασία του  να αναλάβει μετοχές ΑΕ.
γ) Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 15ο έτος (ΑΚ 136) είναι επιπλέον ικανός να συνάπτει με τη γενική συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλειά του, σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος.
δ) Ο έγγαμος ανήλικος (ΑΚ 137) είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη για τη συντήρηση ή βελτίωση της περιουσίας του καθώς και για τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του.
Όσον αφορά το κύρος των παραπάνω δικαιοπραξιών είναι έγκυρες αν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις αλλιώς είναι άκυρες (ΑΚ 130).

Το νομικό πρόσωπο αρχίζει να υπάρχει με τη σύστασή του όπου απαιτούνται δύο πράξεις την συστατική δηλαδή η δικαιοπραξία με την οποία δημιουργείται το νομικό πρόσωπο και η καταστατική δηλαδή το καταστατικό (για το σωματείο) ή ο οργανισμός (για το ίδρυμα) τα οποία περιέχουντους όρους διοίκησης και λειτουργίας του νομικού προσώπου (ΑΚ 63). Οι δύο αυτές πράξεις δύναται να ενωθούν σε ενιαίο έγγραφο και να συνταχθούν εγγράφως. Επίσης το νομικό πρόσωπο αποκτά νομική προσωπικότητα εφόσον τηρηθούν οι όροι δημοσιότητας που προβλέπονται από το νόμο. Σε περίπτωση ελαττωματική σύστασης νομικού προσώπου αυτό υφίσταται και συνάπτει έγκυρες συναλλακτικές σχέσεις με τρίτους εφόσον έχει αρχίσει να λειτουργεί, σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για ένα "εν τοις πράγμασι (de facto)" νομικό πρόσωπο και η ακυρότητα της σύστασής του ενεργεί μόνο για το μέλλον. Αυτό συμβαίνει για να προστατεύονται οι τρίτοι που συναλάσσονται καλόπιστα με το νομικό πρόσωπο. Το νομικό πρόσωπο τελειώνει με τη λύση και την εκκαθάρισή του. Η λύση έχει ως συνέπεια τη λήξη της δραστηριότητας του ΝΠ ως προς την επιδίωξη του σκοπού του και η εκκαθάριση που ακολουθείται αυτοδικαίως μετά τη λύση, αποβλέπει στην επαλήθευση του ενεργητικού και του παθητικού του ΝΠ, στη ρευστοποίηση του ενεργητικού, στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του έναντι τρίτων και την απόδοση του τυχόν υπολοίπου στα δικαιούμενα πρόσωπα. Η διοίκηση  είναι το απαραίτητο όργανο για τη λειτουργία του ΝΠ, το οποίο φροντίζει τις υποθέσεις του και εκπροσωπεί αυτό δικαστικά και εξώδικα. Η φροντίδα των υποθέσεων περιλαμβάνει τη διαχείριση της περιουσίας του, την επιχείρηση δικαιοπραξιών και υλικών πράξεων, τη λήψη αποφάσεων και γενικότερα την πραγμάτωση τυο σκοπού του ΝΠ. Προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να δεσμεύειται το ΝΠ από τις δικαιοπραξίες της διοίκησής του: (ΑΚ 70) α) τη δικαιοπραξία πρέπει να ενεργεί το όργανο που διοικεί το ΝΠ β) το όργανο αυτό θα πρέπει να ενεργεί με αυτή του την ιδιότητα δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό του ΝΠ και γ) το όργανο διοίκησης πρέπει να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, όπως προσδιορίζονται από το καταστατικό. Δικαιοπραξίες που δεν πληρούν τις άνω προϋποθέσεις δεν δεσμεύουν το νομικό πρόσωπο. Το ΝΠ έχει δική του βούληση, την οποία εκφράζουν τα πρόσωπα που το διοικούν. Υπό το πρίσμα αυτό, και η ευθύνη του ΝΠ για ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διαμορφώνεται ως ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις δικές του και όχι τρίτων προσώπων (ΑΚ 71). Η ύπαρξη ευθύνης είναι αναγκαστικού δικαίου δηλαδή δεν μπορεί να αποκλεισθεί με διάταξη του καταστατικού και προϋποθέτει: α) πράξη ή παράλειψη που να παράγει υποχρεώση αποζημίωσης β) πράξη ή παράλειψη των αντιπροσωπευτικών οργάνων γ) πράξη ή παράλειψη κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους:  η πράξη ή η παράλειψη του οργάνου πρέπει να τελεί σε εσωτερική συνα΄φεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του (πχ το όργανο κατά τη σύναψη σύμβασης στο όνομα του ΝΠ διαπράττει απάτη σε βάρος του αντυσυμβαλλόμενου). Γίνεται δεκτό ότι τέτοια συνάφεια υπάρχει και όταν η πράξη ή η παράλειψη αποτελεί υπέρβαση ή και κατάχρηση της εξουσίας του οργάνου αλλά σε καμία περίπτωση όταν έγινε επ' ευκαιρία της εκτέλεσης των καθηκόντων του (πχ το νομικό πρόσωπο δεν ευθύνεται όταν κατά την υπογραφή σύμβασης το όργανο διέπραξε κλοπή σε βάρος πελάτη του αντισυμβαλλόμενου που βρισκόταν στον ίδιο χώρο). Επιπροσθέτως, αν το όργανο είναι υπαίτιο, ευθύνεται και το ίδιο για την πράξη ή παράλειψη. Όμως για την ευθύνη του οργάνου είναι αναγκαίο να υφίσταται πταίσμα του, παρόλο που η ευθύνη του ΝΠ για το ίδιο ζηημιογόνο γεγονός είναι αντικειμενική (ανεξάρτητη από την ύπαρξη πταίσματος του ίδου του ΝΠ).

Έννομη σχέση αποκαλούμε τη σχέση ενός προσώπου προς ένα άλλο πρόσωπο ή προς ένα πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το δίκαιο, όπως πχ η σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή ή μεταξύ εταίρων.
Δικαίωμα είναι η εξουσία πυο απονέμεται από το δίκαιο στο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του (οικονομικών ή προσωπικών ή απλώς  ηθικών).
Αξίωση είναι το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή παράλειψη (ΑΚ 247).
Κατάχρηση δικαιώματος (ΑΚ 281)  υπάρχει όταν η άσκηση του δικαιώματος υπερβαίνει ορισμένα όρια ή κριτήρια που θέτει ο νόμος και αυτά είναι α) η καλή πίστη (η ευθύτητα, η εντιμότητα και η ειλικρίνεια που πρέπει να τηρεί κανείς στις συναλλαγές) β) τα χρηστά ήθη (οι επιταγές της κοινωνικής ηθικής) και γ) ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος δηλαδή η ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος του δικαιούχου. Συνέπειες της καταχρηστικής άσκησης ο ΑΚ 281 δεν ορίζει. Οι έννομες συνέπειες επιβάλλονται κάθε φορά στη συγκεκριμένη περίπτωση με σκοπό την αποτροπή των αποτελεσμάτων της καταχρηστικής άσκησης. Έτσι, αν το δικαίωμα ασκήθηκε με αγωγή ή ένσταση, αυτή είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται. Αν ασκήθηκε με δικαιοπραξία αυτή είναι άκυρη.
Θεμιτή αυτοδικία και συνέπειες: Σε εξαιρετικές περιτπώσεις ο νόμος επιτρέπει την αυτοδύναμη προστασία του δικαιώματος. Οι περιπτώσεις αυτές είναι η αυτοδικία, η άμυνα και η κατάσταση ανάγκης. Αυτοδικία είναι η ικανοποίηση της αξίωσης από τον δικαιούχο αυτοδύναμα και χω΄ρις τη βοηθεια της αρχής (ΑΚ 282). Ο ΑΚ δεν προσδιορίζει ποιες πράξεις μπορεί να ενεργήσει ο δικαιούχος αλλά συνήθως ως πράξεις θεμιτής αυτοδικίας θεωρούνται η αφαίρεση πράγματος πχ απόσπαση του πράγματος από τα χέρια του κλέφη, η καταστροφή πράγματος πχ καταστροφή λάστιχου του αυτοκινήτου του κλέφτη που διαφεύγει ή η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (κράτηση ) του οφειλέτη πχ παρεμπόδιση από τον ξενοδόχο της αναχώρησης του πελάτη που δεν πλήρωσε το λογαριασμό.

Άμυνα ορίζεται ως η υπεράσπιση που επιβάλλεται σε κάποιον για να αποτρέψει παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον του ίδιου ή τρίτου. Η άμυνα διακρίνεται σε αστική (ΑΚ 284) και ποινική (ΠΚ 22 παρ. 2). Η άμυνα σε αντίθεση με την αυτοδικία έχει αμυντικό χαρακτήρα. Κατάσταση ανάγκης είναι η κατάσταση που υπάρχει όταν καθίσταται αναγκαία η καταστροφή ξένου πράγματος προκειμένου να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος που απειλεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημιά σε αυτόν που επιχειρεί την καταστροφή ή σε άλλον (ΑΚ 285). Η διαφορά της κατάστασης ανάγκης κατά προσώπου, στην κατάσταση ανάγκης η ενέργεια στρέφεται κατά πράγματος. Συνέπειες: αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραπάνω τότε η άμυνα και η κατάσταση ανάγκης είναι παράνομες και γεννούν υποχρέωση αποζημίωσης.

Παραγραφή είναι ο θεσμός του δικαίου σύμφωνα με τον οποίο μια αξίωση παύει να είναι δικαστικά επιδιώξιμη, επειδή ο δικαιούχος παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που ορίζεται από τον νόμο. Η συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής δεν συνεπάγεται την απόσβεση της αξίωσης, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται αλλά δημιουργεί δικαίωμα του οφειλέτη να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής (ΑΚ 272) δηλαδή να προβάλλει την ανατρεπτική ένσταση της παραγραφής. Οι αξιώσεις παραγράφονται μετά από 20 χρόνια (συνήθης παραγραφή). Παρόλα αυτά υπάρχουν αξιώσεις που παραγράφονται μετά από πέντε χρόνια όπως πχ οι αξιώσεις των εμπόρων από εμπορική αιτία (ΑΚ 250).
Αποσβεστική προθεσμία είναι το χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο να ασκηθεί το δικαίωμα και με την άπρακτη παρέλευση του οποίου το δικαίωμα αποσβήνεται (ΑΚ 279).

Δικαιοπραξία είναι η δήλωση βούλησης που κατατείνει στην επίτευξη συγκεκριμένου έννομου αποτελέσματος. Οιωνεί δικαιοπραξία (οιωνεί = σαν) είναι η εξωτερίκευση βούλησης η οποία έχει ως αποτέλεσμα να επέρχονται έννομες συνέπειες ανεξάρτητα από τη βούληση του προσώπου που προβαίνει σε αυτές πχ η όχληση (ενόχληση) ή η αναγγελία (γνωστοποίηση ή ειδοποίηση).
Υλική πράξη είναι η πράξη με την οποία προκαλείται μεταβολή στον εξωτερικό,  υλικό κόσμο και με αυτή την μεταβολή και μόνο συνδέεται ορισμένη έννομη συνέπεια πχ η πνευματική δημιουργία, το διάβασμα μαθημάτων.
Οι δικαιοπραξίες διακρίνονται σε: μονομερείς (περιέχεται η δήλωση ενός πχ διαθήκη) και πολυμερείς (περισσότερες δηλώσεις βουλήσης πχ δάνειο),  τυπικές (συμβολαιογραφικό τύπο) και άτυπες (προφορικά).
Σύμβαση είναι η σύμπτωση δύο αντίθετων δηλώσεων βουλήσεων που αποβλέπουν σε συγκεκριμένο έννομο αποτέλεσμα πχ σύμβαση πώλησης, δωρεάς, έργου. Με την αποδοχή καταρτίζεται και η σύμβαση πχ πρόταση υπάρχει όταν ο Α πάρει το προϊόν από το ράφι και το εναποθέσει στο ταμείο, αποδοχή υπάρχει όταν ο καταστηματάρχης συντάξει την απόδειξη και εισπράξει το τίμημα.
Προσύμφωνο είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη υπόσχονται ή αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση. Δηλαδή είναι μια προπαρασκευασστική σύμβαση που καταρτίζουν οι ενδιαφερόμενοι αφενός γιατί η κατάρτιση της σύβμασης δεν είναι δυνατον να γίνει άμεσα και αφετέρου θέλουν να δεσμευτούν ότι η σύμβαση θα καταρτιστεί. Υπόκειται σε τύπο (ΑΚ 166).
Κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης  τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 197). Το μέρος που παραβιάζει αυτή την υποχρέωση υπέχει ευθύνη για αποζημίωση, αν προκληθεί ζημιά στο άλλο μέρος (ΑΚ 198).
Η ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων αρχίζει όταν εκδηλωθεί με οποιονδήποτε τρόπο ενδιαφέρον για τη σύναψη σύμβασης. Αρκεί δηλαδή οποιαδήποτε συναλλακτική επαφή πχ είσοδος στο κατάστημα του πελάτη και λήγει με την οριστική διακοπή τους είτε με την κατάρτιση έγκυρης σύμβασης ή προσυμφώνου.


Αισχροκερδής δικαιοπραξία είναι η σύμβαση με περιουσιακό χαρακτήρα, με την οποία εκμεταλλεύεται ο ένας συμβαλλόμενος την ανάγκη, την κουφότητα (απερισκεψία) ή την απειρία του άλλου και επιτυγχάνει έτσι να πάρει  κάποια περιουσιακά ωφελήματα που βρίσκονται σε δυσαναλογία με την παροχή του άλλου μέρους. Η συνέπεια είναι η ακυρότητα της αισχροκερδούς δικαιοπραξίας ως αντίθετης στα χρηστά ήθη (ΑΚ 179).
 Ελαττωματική είναι η δικαιοπραξία η οποία δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματά της ή τα παράγει μεν αλλά μπορεί να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση για ορισμένους λόγους που αφορούν ατέλειες ή ελλείψεις που παρουσιάζει. Οι ελαττωματικές διακρίνονται σε ανυπόστατες, σε άκυρες και ακυρώσιμες. Ανυπόστατη είναι η δικαιοπραξία  της οποίας λείπει η μορφή ή ένα ή περισσότερα από τα ουσιώδη στοιχεία της, η έλλειψη δε αυτή είναι οριστική πχ η πώληση αν δεν καθορίστηκε το τίμημα ούτε προβλέφθηκε τρόπος καθορισμού. Είναι ανύπαρκτη  ως δικαιοπραξία και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Μπορεί όμως να θεμελιωθεί αξίωση από προσυμβατική ευθύνη (ΑΚ 197,198) αλλά και από άλλες διατάξεις (αδικοπρακτική ευθύνη, αδικαιολόγητο πλουτισμό). Διαφέρει από τις ανενεργείς ή ατελείς δικαιοπραξίες οι οποίες δεν επιφέρουν έννομα αποτελέσματα γιατί η επέλευση των αποτελεσμάτων αυτών εξαρτάται από κάποιο όρο πχ έγκριση τρίτου ή αίρεση πχ μεταγραφή ακινήτου που δεν έχει εκπληρωθεί. Σε αντίθεση με την ανυπόστατη, η ατελής υφίσταται αλλά δεν αναπτύσει τα έννομα αποτελέσματά της μέχρι να συμπληρωθεί το στοιχείο που λείπει.

Άκυρη δικαιοπραξία  είναι εκείνη που έχει μεν την εξωτερική μορφή της δικαιοπραξίας αλλά εξαιτίας ελαττώματος που υπάρχει σε αυτή δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματά της. Η ακυρότητα επέρχεται κατά κανόνα αυτοδικαίως, δηλαδή δεν απαιτείται να κηρυχθεί από το δικαστήριο. Κατά  εξαίρεση η ακυρότητα πρέπει να κηρυχθεί από το δικαστήριο στις περιπτώσεις του άκυρου γάμου (ΑΚ 1376) και των άκυρων αποφάσεων σωματείων (ΑΚ 101). Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ 180).
Λόγοι που καθιστούν άκυρη μια δικαιοπραξία: α) η έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας β) όταν προσκρούει σε απογορευτικό κανόνα γ) αντίθετη με τα χρηστά ήθη δ) όταν αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης της ανάγκης, της κουφότητας, ή της απειρίας στις συναλλαγές ε) έλλειψη προβλεπόμενου τύπου και στ) η εικονικότητα.
Εικονική είναι η δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (ΑΚ 138 παρ.1). Σκοπός της είναι να δημιουργηθεί στους τρίτους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει πρόθεση πραγματικής μεταβολής πχ μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από τον υπερχρεωμένο οφειλέτη σε συγγενείς του για να αποφύγει την κατάσχεση. Η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη και έχει δύο περιορισμούς α) σε καμία περίπτωση δεν βλάπτεται ο τρίτος που συναλλάχθηκε αγνοώντας την εικονικότητα (ΑΚ 139) και β) εφόσον κάτω από τη σύμβαση (εικονική) κρύβεται άλλη σύβμαση (καλυπτόμενη) για την οποία έχει τηρηθεί ο νόμιμος τύπος, η καλυπτόμενη σύμβαση είναι έγκυρη (ΑΚ 138 παρ. 2) πχ για φορολογικούς λόγους η δωρεά ακινήτου εμφανίζεται εικονικά ως πώληση ακινήτου δηλαδή εικονική είναι η πώληση ενώ η δωρεά είναι η καλυπτόμενη σύμβαση. Επειδή έχει προβλεφθεί ο συμβολαιογραφικός τύπος έστω και αν είναι εικονικός, η σύμβαση της δωρεάς είναι έγκυρη.

Ακυρώσιμη δικαιοπραξία είναι κάθε δικαιοπραξία η οποία λόγω ορισμένου ελαττώματος μπορεί να ακυρωθεί με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι να ακυρωθεί υπάρχει και παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματα μιας έγκυρης δικαιοπραξίας. Ακυρώσιμη μπορεί να είναι κάθε σύμβαση του εμπορικού ή αστικού δικαίου αλλά και οι μονομερείς δικαιοπραξίες. Η έννομη συνέπειά της είναι ότι μετά την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση εξομοιώνεται με αρχικά άκυρη.
Οι λόγοι που καθιστούν μια σύμβαση ακυρώσιμη είναι αποκλειστικά τρεις α) όταν η σύμβαση έχει καταρτιστεί λόγω πλάνης β) όταν η σύμβαση έχει καταρτιστεί λόγω απάτης και γ) όταν η σύμβαση έχει καταρτιστεί λόγω απειλής.

 Πλάνη και προϋποθέσεις: Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση ή η άγνοια της πραγματικότητας με αποτέλεσμα να υπάρχει διάσταση μεταξύ της πραγματικότητας και της παράστασης που έχει γαι αυτή αυτός που πλανάται. Αυτός που πλανήθηκε μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας ενώ οφείλει να αποκαταστήσει τις ζημιές που έχει υποστεί ο αντισυμβαλλόμενός του. Διακρίνεται σε πλάνη στη δήλωση και πλάνη στη βούληση ως προς τις ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος που έχει ως συνέπεια την ακύρωση της δικαιοπραξίας μόνο όταν είναι ουσιώδης και σε πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης που δεν οδηγεί σε ακύρωση της σύμβασης γιατί δεν θεωρείται ουσιώδης. Η πλάνη στη δήλωση (ΑΚ 141) υπάρχει κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, η δήλωση κάποιου δεν ανταποκρίνεται στη βούλησή του πχ ο Α θέλει να αγοράσει 100 τεμάχια αλλά τελικά αγοράζει 1000 τεμάχια. Η πλάνη στις ιδιότητες του προσώπου ή του πράγμτος θεωρείται ουσιώδης αν οι ιδιότητες αυτές είναι τόσο σπουδαίες για την όλη δικαιοπραξία ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία (ΑΚ 142). Κατά συνέπεια, το ουσιώδες της πλάνης καθιστά τη δικαιοπραξία ακυρώσιμη πχ αγορά ρολογιού ως χρυσού που αποδεικνύεται στην πραγματικότητα ότι είνα επίχρυσο.
Πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια υπάρχει όταν η δήλωση ανταποκρίνεται στη βούληση του δηλούντος αλλά έχει (η βούληση) σχηματισθεί ελαττωματικά λόγω της εσφαλμένης γνώσης ή άγνοιας της πραγματικότητας. Η πλάνη αυτή δεν είναι ουσιώδης και επομένως δεν επιτρέπει την ακύρωση της δικαιοπραξίας (ΑΚ 143) πχ η πλάνη που αφορά αγορά οικοπέδου επειδή ο αγοραστής έχει την πληροφορία ότι θα διανοιχθεί νέος δρόμος και θα ανατιμηθούν τα ακίνητα, πράγμα όμως που δεν συμβαίνει. (παραγωγικά αίτια της βούλησης νοούνται όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά περιστατικά όπως γεγονότα, πράξεις, προσδοκίες κλπ που στηρίχθηκε αυτός που δικαιοπρακτεί για να σχηματίσει τη βούλησή του).
Απάτη είναι η δόλια παραπλάνηση άλλου σε δήλωση βούλησης με την παρουσίαση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (ΑΚ 147) πχ ο πελάτης εξαπατά την τράπεζα συναλλασσόμενος με ένα πλαστό βιβλιάριο. Η απάτη αποτελεί λόγο που καθιστά ακυρώσιμη τη δικαιοπραξία. Επιπροσθέτως, αυτός που απατήθηκε μπορεί να ζητήσει αποζημίωση. Η απάτη αποτελεί και ποινικό αδίκημα (ΠΚ 386).
Απειλή υφίσταται όταν η σύβμαση καταρτίζεται από τον φόβο επέλευσης ενός γεγονότος που είναι ικανό να προξενήσει φόβο στον μέσο άνθρωπο (ΑΚ 150). πχ αν δεν μου πουλήσεις  το σπίτι σου  θα σου κάψω το αυτοκίνητό σου. Η απειλή αποτελεί λόγο που καθιστά ακυρώσιμη τη δικαιοπραξία και αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα (ΠΚ 333) και επιπροσθέτως αυτός που απειλήθηκε μπορεί να ζητήσει αποζημίωση.
Αίρεση είναι όρος που προστίθεται στη δικαιοπραξία και εξαρτά το κύρος της από την επέλευση ενός μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος. Οι αιρέσεις διακρίνονται σε αναβλητικές και διαλυτικές. Αναβλητική  είναι η αίρεση που τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο δηλαδή τα αποτελέσματά της αναβάλλονται έως το χρονικό σημείο που θα συμβεί και εφόσον συμβεί το μελλοντικό αυτό γεγονός (ΑΚ 201) πχ όταν περάσεις τις εξετάσεις θα σου δωρίσω το αυτοκίνητο. Διαλυτική είναι η αίρεση με βάση την οποία τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας παράγονται αμέσως, ανατρέπονται όμως και επανέρχονται αυτοδίκαια  η προηγούμενη κατάσταση, όταν και εφόσον συμβεί το μελλοντικό γεγονός από το οποίο εξαρτήθηκε (ΑΚ 202) πχ σου δίνω τώρα ένα αυτοκίνητο αλλά αν αποτύχεις στις εξετάσεις θα στο πάρω πίσω.

Αντιπροσώπευση υπάρχει όταν η πρόταση για να καταρτιστεί μια δικαιοπραξία γίνεται από κάποιο τρίτο πρόσωπο (αντιπρόσωπος). Ο αντιπρόσωπος καταρτίζει δηλαδή δικαιοπραξίες οι οποίες δεν ωφελούν ή δεσμεύουν τον ίδιο αλλά αυτόν τον οποίο αντιπροσωπεύει (αντιπροσωπευόμενος). Διακρίνεται σε άμεση και έμμεση. Άμεση είναι εκείνη όταν ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου και μέσα στα όρια της αντιπροσωπευτικής εξουσίας, έτσι ώστε τα αποτελέσματά της δικαιοπραξίας να επέρχονται αμέσως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου (ΑΚ 211 παρ. 1). Έμμεση είναι εκείνη όταν ο αντιπρόσωπος επιχειρεί τη δικαιοπραξία στο όνομά του αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Στη συνέχεια όμως απαιτείται άλλη δικαιοπραξία πχ μεταβίβαση δικαιώματος μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευόμενου για να μεταβιβαστούν στον τελευταίο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που ανέλαβε ο αντιπρόσωπος με την αρχική δικαιοπραξία. Ο τρίτος δεν συμβάλλεται με τον έμμεσα αντιπροσωπευόμενο ο οποίος παραμένει άγνωστος σε αυτόν.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου