Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΚΩΣΤΑΡΑ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Α ΜΕΡΟΣ




ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ – ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ
ΑΡΘΡΟ 7 ΠΑΡ. 1 ΣΥΝ

  1. Ο Υπουργός Γεωργίας παίρνοντας αφορμή  από την ανησυχητική συχνότητα, που εμφανίζουν οι πυρκαγιές τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα εκδίδει χωρίς σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση μια Υπουργική Απόφαση, με την οποία απαγορεύεται εφεξής στους πολίτες να ψήνουν μέσα σε δασικές περιοχές. Ο νόμος αυτός, που δημοσιεύθηκε κανονικά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως απειλεί τους παραβάτες με ποινή φυλακίσεως μέχρι ένα χρόνο και με χρηματική ποινή. Με βάση το νόμο αυτό καταδικάσθηκε σε οκτάμηνη φυλάκιση ο Χ, ο οποίος είχε πάει με την οικογένειά του να κάνει πικ νικ στο δάσος της Δαδιάς και έψηνε στην ψησταριά του λουκάνικα και μπριζόλες. Στο Δικαστήριο ο συνήγορός του χαρακτήρισε αντισυνταγματικό το νόμο, με τον οποίο δικάσθηκε ο πελάτης του, και άσκησε έφεση κατά της απόφασης.
Ερωτάται : Είναι νόμιμη η καταδίκη του ;
Για να τυποποιηθεί ορισμένη συμπεριφορά ως έγκλημα πρέπει να υπάρχει, κατά κανόνα, κάποιος τυπικός νόμος  δηλ. κάποιος νόμος, που να τον έχει ψηφίσει η Βουλή. Τον σχετικό νόμο, με τον οποίο καταδικάσθηκε ο Χ, δεν τον ψήφισε η Βουλή και επομένως δεν είναι νόμος τυπικός. Είναι όμως νόμος ουσιαστικός, ο οποίος ωστόσο δεν μπορεί να φτιάξει εγκλήματα, εντός εάν το όργανο, που εξέδωσε αυτόν τον ουσιαστικό νόμο (στην προκειμένη περίπτωση ο Υπουργός) έχει ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση από κάποιον άλλο τυπικό νόμο να προβεί στην έκδοσή του. Τέτοια ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση δεν υπήρχε στην προκειμένη περίπτωση και συνεπώς είχε δίκαιο ο συνήγορος το Χ που χαρακτήρισε τον συγκεκριμένο νόμο αντισυνταγματικό.  Η τιμωρία του Χ με αυτόν τον νόμο δεν είναι νόμιμη.

  1. Ο επιχειρηματίας Γ, παντρεμένος με παιδιά, συνάπτει παράνομο ερωτικό δεσμό με τη νεαρή υπάλληλο Β, στην οποία «πουλάει αγάπες και λουλούδια». Για να την κάνει μάλιστα ευκολότερα δική του της υπόσχεται γάμο. Ένα περίπου χρόνο μετά τη γνωριμία τους η Β πείθει τον Γ να πάνε στο χωριό για να τον γνωρίσει στους δικούς της. Εκεί οι γονείς της Β, που έμαθαν τα καθέκαστα και τις προθέσεις του Γ από την κόρη τους, υποδέχθηκαν τον «γαμπρό» με «ανοιχτές αγκάλες» και κατά το έθιμο της περιοχής έβαλαν το ζευγάρι να κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι. Σύμφωνα με το τυπικό έθιμο, εάν οι μνηστευμένοι κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι τρεις συνεχόμενες νύχτες θεωρούνται παντρεμένοι. Με το ξημέρωμα της τρίτης νύχτας οι γονείς της Β θεωρώντας τελειωμένο πια το πράγμα, έσπευσαν και αγόρασαν τον εξοπλισμό του σπιτιού της κόρης τους, διοργάνωσαν γλέντια και συμπόσια και γενικά υποβλήθηκαν στα σχετικά έξοδα του γάμου. Μια εβδομάδα μετά τις φροντίδες του γάμου ένας συγγενής της νύφης έμαθε ότι ο «λεγάμενος» είναι ήδη παντρεμένος με άλλη γυναίκα και ενημέρωσε σχετικά τους γονείς της Β. Έξαλλος ο πατέρας της Β μετέβη αμέσως στον Εισαγγελέα και υπέβαλε μήνυση κατά του Γ ζητώντας την τιμωρία του για διγαμία σύμφωνα με το άρθρο 356 ΠΚ. Απείλησε δε ότι, εάν δεν τιμωρηθεί ο Γ από την Πολιτεία, θα πάρει το νόμο στα χέρια του και τότε την ποινή θα την επιβάλλει το δίκανο.
Ερωτάται : Έχει δίκαιο ο πατέρας της Β στο αίτημά του; Πρέπει να τιμωρηθεί ο Γ για την πράξη της διγαμίας;
Ο πατέρας της Β δεν έχει δίκαιο στο αίτημά του. Μπορεί βέβαια να παρασύρθηκε στις ενέργειές του από τις υποδείξεις του τοπικού εθίμου, αλλά ο Γ δεν έχει διαπράξει διγαμία. Έχει υποπέσει ενδεχομένως σε άλλα εγκλήματα, που πρέπει προς τούτο να διερευνηθούν, αλλά αυτό το συγκεκριμένο έγκλημα, που του αποδίδεται δεν το έχει διαπράξει. Το άρθρο 356 ΠΚ  για να τιμωρήσει κάποιον για διγαμία θέλει «σύναψη νέου γάμου». Και με τον όρο αυτό βέβαια ο νόμος εννοεί εδώ γάμο τελούμενο με τον τρόπο, που ορίζει ο γραπτός νόμος και όχι το έθιμο. Ο γραπτός λοιπόν νόμος, για να αναγνωρίσει κάποιο γάμο θέλει να τελείται αυτός με έναν από τους προβλεπόμενους τύπους, είτε δηλ. με ιεροτελεστία ενώπιον ιερέως είτε με πολιτική τελετή στο Δημαρχείο ενώπιον του Δημάρχου είτε τέλος πάντων με κάποιο άλλο νόμιμο τύπο. Η επί τρεις συνεχόμενες νύχτες κατάκλιση στην ίδια κλίνη ενός άνδρα και μιας γυναίκας δεν αποτελεί νόμιμο τύπο τέλεσης του γάμου. Ο τύπος αυτός πληροί μόνο τις προϋποθέσεις του εθίμου. Με το έθιμο όμως δεν μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Συν και το άρθρο 1 του ΠΚ, να θεμελιωθεί ο αξιόποινος χαρακτήρας της πράξης και συνεπώς ο Γ δεν μπορεί να τιμωρηθεί για διγαμία.

  1. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967 θεωρείται αξιόποινη η πράξη εκείνου, ο οποίος δεν καταβάλλει μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία τις εργοδοτικές εισφορές, που τον βαρύνουν και οφείλονται σε διάφορους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς του Υπουργείου Εργασίας. Ο πλοιοκτήτης Π, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 1 του ΠΔ 913/1978 υποχρεούται να καταβάλει στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) τις εργοδοτικές εισφορές για τα μέλη των πληρωμάτων, που απασχολεί στα χρήματα των σχετικών εισφορών με καθυστέρηση ενός περίπου έτους.
Ερωτάται : Είναι αξιόποινη η πράξη αυτή του Π;
Η πράξη του Π δεν είναι αξιόποινη, διότι ο ΑΝ 86/1967, που τιμωρεί την καθυστερημένη καταβολή των εργοδοτικών εισφορών, μιλάει για Ασφαλιστικούς Οργανισμούς, που υπάγονται στο Υπουργείο Εργασίας. Το ΝΑΤ όμως είναι μεν Ασφαλιστικός Οργανισμός, ωστόσο αυτός δεν υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας, αλλά στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Εφόσον λοιπόν ο νόμος δεν τιμωρεί γενικά την καθυστερημένη καταβολή οποιωνδήποτε εισφορών, αλλά μόνο των εισφορών εκείνων, που οφείλονται σε Ασφαλιστικούς Οργανισμούς του Υπουργείου Εργασίας, τιμωρία του Π για την πράξη του, που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, θα συνιστούσε απαγορευμένη αναλογική εφαρμογή του ΑΝ 86/1967 στις περιπτώσεις του ΠΔ 913/1978 και επομένως θα παραβίαζε το άρθρο 7 παρ. 1 του Συν.

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ – ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
ΑΡΘΡΟ 16 ΚΑΙ 17 ΠΚ

  1. Ο Α βλέποντας ότι ο υπέργηρος Ελληνο-Αμερικανός θείος της συζύγου του, Τζιμ, δεν έχει σκοπό να εγκαταλείψει τα εγκόσμια παρά τις περί αντιθέτου εκτιμήσεις της συζύγου του, όταν αυτή εισηγείτο την εισδοχή εις τον οίκο τους του θείου, αποφάσισε να επισπεύσει την μετάβαση του τελευταίου εις τας αιωνίους μονάς με τρόπο όμως, που δεν θα ματαιώνει τους ευσεβείς πόθους του ζεύγους ως προς την περιουσία του Τζιμ. Συμβουλεύθηκε λοιπόν ο Α κάποιο φίλο του φαρμακοποιό, ο οποίος του υπέδειξε για την περίπτωση ένα σύγχρονο δηλητηριώδες παρασκεύασμα βραδείας δράσεως, που κάνει τη δουλεία του χωρίς να αφήνει ίχνη δηλητηρίασης. Μόνο που θα έπρεπε να χορηγηθεί μέσα σε τρεις δόσεις απέχουσες μεταξύ τους από ένα μήνα η κάθε μια. Σε εκτέλεση του σχεδίου του ο Α χορήγησε στον θείο την πρώτη δόση στις 20 Ιανουαρίου 1998, όταν είχαν πάει όλοι μαζί να φάνε σε μια ψαροταβέρνα στην Ερέτρια. Η δεύτερη δόση χορηγήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1998 στην Αράχοβα, ενώ η τελευταία δόθηκε στις 20 Μαρτίου 1998 στα Καμένα Βούρλα. Δύο εβδομάδες μετά την τελευταία δόση εισήχθη στον Ευαγγελισμό ο θείος με συμπτώματα γενικής κατάπτωσης, που απεδόθησαν στην ηλικία του για να πέσει οριστικά η αυλαία της ζωής του στις 15 Απριλίου 1998. Ο θείος Τζιμ θα τσούγκριζε πια οριστικά το επόμενο πασχαλινό αυγό του με τον Άγιο Πέτρο.
Ερωτάται : Ποιος είναι ο τόπος και ποιος ο χρόνος τέλεσης της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως κατ΄ άρθρο 299 ΠΚ.
Η ανθρωποκτονία είναι έγκλημα στιγμιαίο και επίσης έγκλημα ουσιαστικό ή αποτελέσματος. Με βάση τη διαπίστωση αυτή έχουμε την ακόλουθη αξιολόγηση στην προκειμένη περίπτωση:
Εφόσον ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος προσδιορίζεται στο άρθρο 16 ΠΚ τόσον από τον τόπο της ενέργειας του δράστη, όσο και από τον τόπο επέλευσης του αποτελέσματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο τόπος τέλεσης της εν λόγω ανθρωποκτονίας είναι και η Ερέτρια και η Αράχοβα αλλά και τα Καμένα Βούρλα, όπου έλαβε χώρο το αντίστοιχο τμήμα της ανθρωποκτόνου ενέργειας του δράστη, καθώς επίσης και η Αθήνα, στην οποία επήλθε το αποτέλεσμα της πράξης, δηλαδή ο θάνατος του θύματος.
Για τον χρόνο τέλεσης της πράξης το άρθρο 17 ΠΚ μας υποδεικνύει να λάβουμε υπόψη μόνο τον χρόνο της ενέργειας του δράστη, αδιαφορώντας για τον χρόνο επέλευσης του αποτελέσματος.  Βέβαια εδώ η ενέργεια του δράστη δεν αναλώνεται σε μια μεμονωμένη χρονική στιγμή, αλλά εκτείνεται σε ένα χρονικό ορίζοντα τριών περίπου μηνών. Με βάση τον χαρακτήρα του εγκλήματος ως στιγμιαίου εγκλήματος πρέπει να γίνει δεκτό ότι χρόνος τέλεσης της πράξης είναι η 20η Ιανουαρίου 1998, όταν άρχισε ο δράστης την εγκληματική του ενέργεια, έδωσε δηλ. την πρώτη δόση δηλητηρίου στο θύμα, χωρίς να έχουν στα πλαίσια ενός στιγμιαίου εγκλήματος αυτοτελή σημασία οι υπόλοιπες ημερομηνίες ενέργειες του δράστη δηλ. η 20η Φεβρουαρίου και η 20η Μαρτίου 1998, καθώς επίσης και η 15η Απριλίου 1998, κατά την οποία επήλθε το αποτέλεσμα (ο θάνατος του θείου).

  1. Ο Ζ έπεισε τον Η στις 15 Ιουλίου 1993 στο Αίγιο να διαπράξει μια κλοπή σε ένα κοσμηματοπωλείο της Αθήνας. Επειδή ο Ζ είχε δουλέψει παλιότερα στο συγκεκριμένο κοσμηματοπωλείο, εγνώριζε κάποια μυστικά, που θα διευκόλυναν την επιχείρηση διάρρηξης, και προσφέρθηκε να τα αποκαλύψει στον Η υπό τον όρο της μοιρασιάς των κλοπιμαίων μεταξύ τους. Ως καταλληλότερη ημερομηνία για τη διάρρηξη υποδείχθηκε από τον Ζ η 15η Αυγούστου 1993, την οποία αποδέχθηκε ο Η πειθόμενος από την σχετική επιχειρηματολογία του Ζ. Για να μπορέσει όμως να φέρει εις πέρας την αποστολή του ο Η θα εχρειάζετο κάποια εργαλεία, η προμήθεια τοων οποίων απαιτούσε απόλυτη εχεμύθεια. Ψάχνοντας λοιπόν ο Η να βρει το κατάλληλο πρόσωπο για τη συγκεκριμένη υπόθεση το μυαλό του πήγε αμέσως2 στον μπατζανάκη του Μ, ο οποίος διατηρεί μεγάλο κατάστημα σιδηρικών και εργαλείων στην Κόρινθο. Στις 14 Αυγούστου 1993 ξεκίνησε για την Αθήνα έχοντας προγραμματίσει ενδιάμεσο σταθμό στην Κόρινθο, όπου επισκέφθηκε τον Μ, στον οποίο εξήγησε το σχέδιό του και εζήτησε από αυτόν τα κατάλληλα σύνεργα. Ο Μ προσφέρθηκε να βοηθήσει δίνοντας ένα βαλιτσάκι με σχετικά εργαλεία, καθώς και μια συσκευή οξυγόνου με τα εξαρτήματά της στον Η, παρακάλεσε όμως τον δράστη να τον καλύψει, εάν κάτι δεν πήγαινε καλά στην όλη επιχείρηση «Ριφιφί». Το βράδυ της 15ης Αυγούστου 1993 ο Η διέρρηξε τελικά το κοσμηματοπωλείο με τη βοήθεια του Φ, ενός δηλ. φίλου του από το Χαϊδάρι. Μόνο που δεν μπόρεσε να χαρεί κα να διαθέσει, όπως θα ήθελε, τη σχετική λεία, διότι την μεθεπόμενη συνελήφθη από την Αστυνομία.
Ερωτάται : Ποιος είναι ο τόπος και ποιος ο χρόνος τέλεσης της ανωτέρω κλοπής σύμφωνα με το άρθρο 372 ΠΚ;
Το έγκλημα της κλοπής είναι έγκλημα στιγμιαίο. Ξεκινώντας λοιπόν από την διαπίστωση αυτή καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:
Τόπος τέλεσης του εγκλήματος, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 16 ΠΚ, είναι η Αθήνα, στην οποία ενήργησε την κλοπή ο Η, αλλά και κάθε άλλο μέρος, στο οποίο εκδηλώθηκε κάποια συμμετοχική δράση, όπως είναι το Αίγιο, όπου ο Ζ προκάλεσε την απόφαση στον Η να κάνει την κλοπή (ηθική αυτουργία), αλλά και η Κόρινθος, στην οποία ο Μ εβοήθησε τον Η πριν από την πράξη του (απλή συνεργεία).
Ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της κλοπής, με βάση το κριτήριο της ενέργειας του δράστη, που απαιτεί το άρθρο 17 ΠΚ, προσδιορίζεται διαφορετικά για καθένα από τους συμμέτοχους. Έτσι, χρόνος τέλεσης της ηθικής αυτουργίας του Ζ προς τον Η είναι η 15η Ιουλίου 1993, της απλής συνεργείας του Μ η 14η Αυγούστου 1993 και της φυσικής αυτουργίας του Η η 15η Αυγούστου 1993. Ωστόσο για λόγους ενιαίας αντιμετώπισης του εγκληματικού συμβάντος η προθεσμία της παραγραφής για όλους τους πιο πάνω συμμέτοχους αρχίζει να τρέχει από τις 15 Αυγούστου 1993, ημέρα κατά την οποία τελέσθηκε η πράξη του φυσικού αυτουργού.

  1. Ο γεωργοκτηνοτρόφος Κ, που έχει κτηματικές και άλλες διαφορές με τον συγχωριανό του Χ, όταν κατέβηκε στην Αθήνα, έμαθε από κάποιο κοινό φίλο, τον Ψ, ότι τις προάλλες τον κατασυκοφαντούσε εκεί ο Χ λέγοντας για αυτόν φοβερά πράγματα. Φεύγοντας από την Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2000 ο Κ διαβεβαίωσε τον Ψ ότι ο Χ «είναι τελειωμένος» και εάν έχει την περιέργεια να ενημερωθεί για τις σχετικές λεπτομέρειες του πράγματος ο αθηναϊκός ημερήσιος τύπος ή τα τηλεοπτικά κανάλια, θα του δώσουν αρκετό υλικό τις επόμενες ημέρες. Φθάνοντας στο σπίτι του στα Φάρσαλα ξεκουράστηκε από το ταξίδι και την άλλη ημέρα, δηλ. στις 11 Ιανουαρίου 2000, πήρε την καραμπίνα του και κατευθύνθηκε στην Καρδίτσα, όπου ήσαν τα βοσκοτόπια του Χ. Αφού τον αναζήτησε καμιά δυο μέρες και δεν τον βρήκε, τελικά έμαθε από τους γείτονες ότι ο Χ είχε πάει για δουλειές του στα Τρίκαλα και θα έμενε εκεί στην κόρη του μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι 15 Ιανουαρίου 2000 και αναζήτησε τον Χ στο σπίτι της κόρης του, το οποίο είχε επισκεφθεί παλιότερα, όταν είχε ακόμη φιλίες με τον Χ. Μόλις τον είδε να έρχεται από μακριά για να πάρει το παρκαρισμένο αυτοκίνητό του και να επιστρέψει στην Καρδίτσα, ετοιμάσθηκε, γέμισε το όπλο και όταν ο Χ ήλθε πια σε θέση βολής του έριξε. Αστόχησε όμως. Τότε ο Χ βλέποντας τον κίνδυνο και φοβούμενος να γυρίσει στην Καρδίτσα προτίμησε να κατευθυνθεί προς τη Λάρισα, όπου υπηρετεί ως Αστυφύλακας ο αδελφός του. «Άμα μπορέσεις και χωθείς κάτω από τις φτερούγες της εξουσίας, σώθηκες» μονολόγησε. Ο Κ όμως δεν το έβαλε κάτω. Μπήκε και αυτός στο αυτοκίνητό του και έτρεξε να προλάβει τον Χ. Τον πρόφτασε λίγο έξω από τη Λάρισα και τον πυροβόλησε μέσα από το αυτοκίνητό του. Αυτή τη φορά βρήκε τον στόχο. Ικανοποιημένος ο Κ από το κατόρθωμά του αμέσως μετά την πράξη το ανέπτυξε ταχύτητα και χάθηκε. Ο Χ βαριά τραυματισμένος χρειάσθηκε να διακομισθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου και πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 2000, δύο δηλ. περίπου εβδομάδες μετά την σχετική χειρουργική επέμβαση, που του έγινε.
Ερωτάται : Ποιος είναι ο τόπος και ποιος ο χρόνος τέλεσης της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας κατ΄ άρ. 299 ΠΚ εναντίον του Χ;
Για να μπορέσει κάποιος να αξιολογήσει ορθά ένα εγκληματικό περιστατικό πρέπει πρώτα από όλα να διευκρινίσει τον χαρακτήρα του σχετικού εγκλήματος. Στην προκειμένη περίπτωση διαπράχθηκε μια ανθρωποκτονία, η οποία χαρακτηρίζεται ως έγκλημα στιγμιαίο, αλλά και ως έγκλημα αποτελέσματος (ουσιαστικό).
Επομένως ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση και σύμφωνα πάντα με τα κριτήρια, που μας δίνει άρθρο 16 ΠΚ, πρέπει να πούμε εδώ ότι τόπος τέλεσης της σχετικής ανθρωποκτονίας είναι αφενός ΜΕΝ ΤΑ Τρίκαλα και η Λάρισα, όπου επιχείρησε ο Κ τις πράξεις εκείνες, που συνιστούν αρχή εκτέλεσης  του εγκλήματος (πυροβόλησε τον Χ), αφετέρου δε η Θεσσαλονίκη, στην οποία επήλθε το αποτέλεσμα του θανάτου του Χ. Η Καρδίτσα δεν είναι τόπος τέλεσης, διότι σε ουδεμία ενέργεια εναντίον του Χ προέβη ο δράστης εκεί. Το ίδιο ισχύει και για τα Φάρσαλα, όπου προμηθεύτηκε το όπλο ο Κ. Οι προπαρασκευαστικές πράξεις του εγκλήματος αποτελούν ατιμώρητη, κατά κανόνα, συμπεριφορά και επομένως δεν έχει σημασία ο τόπος, στον οποίο λαμβάνουν χώρα αυτές. Την ίδια απορριπτική επιχειρηματολογία μπορεί να επικαλεσθεί κάποιος, κατά μείζονα λόγο, και για την Αθήνα, στην οποία αποφάσισε ο δράστης να τελέσει το έγκλημα. Εφόσον το εγκληματικό φρόνημα μένει έξω από τα ενδιαφέρονται του ποινικού νόμου, δεν μπορεί να έχει νόημα η ενασχόληση με το ζήτημα, που εκδηλώθηκε αυτό το φρόνημα.
Ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης το κριτήριο, που θέτει το άρθρο 17 ΠΚ, μας υποχρεώνει να προσδιορίσουμε χρονικά την τέλεση της εν λόγω ανθρωποκτονίας στις 15 Ιανουαρίου 2000, ημέρα δηλ. κατά την οποία ενήργησε (πυροβόλησε) ο  Κ εναντίον του Χ, χωρίς να έχει σημασία η 30η Ιανουαρίου 2000 δηλ. η ημέρα κατά την οποία επήλθε ο θάνατος του θύματος.

  1. Ο επιχειρηματίας Ν διατηρώντας εταιρεία τυποποίησης αλεύρων στον Πειραιά έθεσε στα τυποποιημένα πακέτα αλεύρι, το οποίο δεν ανταπεκρίνετο στην αναγραφόμενη επί της ετικέτας ποιότητα. Έγραφε δηλ. στα πακέτα ότι το πωλούμενο αλεύρι ήταν αλεύρι βιολογικής καλλιέργειας, ενώ αυτό ήταν ένα κοινό αλεύρι. Παρέβη έτσι ο εν λόγω επιχειρηματίας την σχετική διάταξη του Αγορανομικού Κώδικα (αρ. 30, 33 ΝΔ 136/1946), η οποία τιμωρεί ποινικά την πράξη αυτή ως νοθεία προϊόντος. Τα προϊόντα του Ν, που διατέθηκαν σε συγκεκριμένα καταστήματα της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας και της Πάτρας, παρήχθησαν σε τρεις χρονικές περιόδους πριν από την ανακάλυψη της πράξης. Η πρώτη παρήχθη στις 15 Σεπτεμβρίου 1995, η δεύτερη στις 5 Σεπτεμβρίου 1996 και η τελευταία στις 20 Οκτωβρίου 1997.
Ερωτάται : Ποιος είναι ο τόπος και ποιος ο χρόνος τέλεσης της σχετικής αγορανομικής παράβασης του Ν;
Η αγορανομική παράβαση, που διάπραξε ο Ν είναι έγκλημα στιγμιαίο, αλλά και τυπικό ή απλής συμπεριφοράς και συνεπώς δεν έχει αποτέλεσμα για να ερευνηθεί ο τόπος της επέλευσής του.
Επομένως, σύμφωνα με όσα μας λέει το άρθρο 16 ΠΚ, τόπος τέλεσης της εν λόγω αγορανομικής παράβασης είναι  μόνο το τόπος, στον οποίο ο δράστης προέβη στην ενέργεια της παραπλανητικής τυποποίησης του προϊόντος του δηλ. ο Πειραιάς, και δεν έχει από την άποψη αυτή καμιά σημασία το γεγονός ότι το συγκεκριμένο προϊόν του διατέθηκε και σε άλλες πόλεις. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Λάρισα και η Πάτρα δεν είναι τόποι τέλεσής του κατ΄άρ. 30, 33 ΝΔ 136/1946 εγκλήματος.
Εξάλλου σε ότι αφορά στον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος το άρθρο 17 ΠΚ μας υποδεικνύει να λάβουμε υπόψη τον χρόνο της ενέργειας του δράστη, η οποία στην προκειμένη περίπτωση εκδηλώνεται σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Επειδή όμως το έγκλημα γίνεται κατ΄ εξακολούθησε και επειδή στο κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα του άρθρου 93 ΠΚ οι μερικότερες πράξεις έχουν χρονική αυτοτέλεια εν όψει του θεσμού της παραγραφής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι χρόνος τέλεσης των σχετικών κατ΄ εξακολούθηση πράξεων νοθείας είναι αντίστοιχα η 15η Σεπτεμβρίου 1995 (για την πρώτη), η 5η Σεπτεμβρίου 1996 (για την δεύτερη) και η 20η Οκτωβρίου 1997 (για την τελευταία).

  1. Στη θαλάσσια περιοχή της Πάρου παθαίνει βλάβη στις 20 Αυγούστου του 2000 ένα ελληνικό υποβρύχιο, το οποίο έχει καταδυθεί σε βάθος 100 περίπου μέτρων και μέσα στο οποίο είναι εγκλωβισμένοι 50 ναυτικοί, που έχουν επάρκεια οξυγόνου για 4-5 ακόμη ημέρες. Το ατύχημα το πληροφορείται στις 21 Αυγούστου 2000 ο ευρισκόμενος στον Πειραιά κάτοχος του μοναδικού για την περίπτωση καταδυτικού – σωστικού σκάφους, Σ, ο οποίος χρειάζεται μια μέρα για να φτάσει με το σκάφος του στο σημείο του ατυχήματος και μολονότι παρακλήθηκε να βοηθήσει σχετικά με τη διάσωση των εγκλωβισμένων αρνείται εν τούτοις με χίλιες δύο προφάσεις. Προ του κινδύνου να χαθούν άδικα τόσες ψυχές η Ελληνική Κυβέρνηση ναυλώνει από τις ΗΠΑ ένα όμοιο σωστικό σκάφος, που μεταφέρεται με οχηματαγωγό αεροσκάφος στην Πάρο και από εκεί στον τόπο του ναυαγίου, όπου κυριολεκτικά στο πάρα πέντε σώζονται στις 25 Αυγούστου οι σχεδόν ημιθανείς ναυαγοί του υποβρυχίου.
Ερωτάται : Ποιος είναι ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της κατ΄ αρ. 288 παρ. 2 ΠΚ παράλειψης οφειλόμενης βοήθειας στην προκειμένη περίπτωση;
Το έγκλημα της παράλειψης οφειλόμενης βοήθειας, που προβλέπεται στο άρθρο 288 παρ. 2 ΠΚ, είναι έγκλημα γνήσιας παράλειψης, αφού ο νόμος τιμωρεί σε αυτό ρητά την αδράνεια του δράστη, ο οποίος δεν προσφέρει την βοήθεια, που του ζητήθηκε αν και μπορούσε να την προσφέρει χωρίς να κινδυνεύει ουσιωδώς ο ίδιος. Επειδή δε δεν ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, που είχε για το θύμα η αδράνεια του παραλείψαντος, το έγκλημα  αυτό είναι επί πλέον και έγκλημα τυπικό ή απλής συμπεριφοράς, αλλά και έγκλημα στιγμιαίο. Επομένως χρόνος τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος είναι το χρονικό διάστημα, το οποίο αρχίζει από τότε, που υπέπεσε στην αντίληψη του δράστη ο σχετικός κίνδυνος πνιγμού των μελών του υποβρυχίου δηλ. η 21η Αυγούστου και τελειώνει στις 25 Αυγούστου, όταν πια δεν είναι δυνατή η σωτηρία από το δράστη, διότι αυτοί διασώθηκαν τελικά από το καταδυτικό – σωστικό σκάφος, που προσέτρεξε σε βοήθειά τους. Η ίδια λύση θα έπρεπε να δοθεί και στην περίπτωση, κατά την οποία πέθαιναν από ασφυξία οι ναυτικοί λίγο πριν προλάβουν να τους σώσουν οι άνδρες του σωστικού συνεργείου. Και σε αυτή την περίπτωση ο χρόνος τέλεσης θα ολοκληρώνετο την 25η Αυγούστου, όταν δεν θα είχε πλέον τη δυνατότητα ο δράστης να εκπληρώσει την υποχρέωση, που του επιβάλλει ο νόμος.


  1. Ο Α, κάτοχος ενός παλαιάς τεχνολογίας αυτοκινήτου μάρκας Μερσεντές, μετέβη με το αυτοκίνητό του αυτό στην Στουττγκάρδη της Γερμανίας και αγόρασε εκεί την 1η Μαρτίου 1997 ένα καινούριο μοντέλο της ίδιας εταιρείας. Για να μη πληρώσει όμως τα χρήματα, που απαιτούνται για τον εκτελωνισμό του καινούργιου αυτοκινήτου, σοφίσθηκε το εξής τέχνασμα : από την καρότσα του καινούργιου αυτοκινήτου έκοψε και πέταξε στις 3 Μαρτίου 1997 τον ανάγλυφο αριθμό πλαισίου, που υπάρχει μπροστά στο καπώ της μηχανής και αποτελεί την ταυτότητα κάθε αυτοκινήτου, και στη θέση του τοποθέτησε με οξυγονοκόλληση τον αριθμό πλαισίου του παλαιού αυτοκινήτου του, το οποίο βέβαια κατόπιν αυτού πούλησε για παλιοσίδερα στη Γερμανία. Με τη βοήθεια κάποιου τριβείου λειάνθηκε το μέρος της συγκόλλησης και το πιστολάκι βαφής ανέλαβε την υποχρέωση να συγκαλύψει χρωματικά την όλη επιχείρηση αλλοίωσης του πράγματος. Όλα έγιναν τέλεια, ώστε να μη φαίνεται τίποτε. Έτσι, ο Α θα οδηγούσε πια ένα ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο με την ταυτότητα του παλαιού. Μπήκε λοιπόν στο εν λόγω αυτοκίνητο για να γυρίσει στην Ελλάδα και αφού διέσχισε αυθημερόν στις 5 Μαρτίου 1997 στην Πάτρα, όπου ύστερα από σχετικό έλεγχο των Τελωνειακών Αρχών ανακαλύφθηκε η «αγαθοεργία» του, εξαιτίας της οποίας ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ΄ άρ. 216 παρ. 1, εδ. Β ΠΚ και για λαθρεμπορία κατ΄ αρ. 100 παρ. 1 Ν 1165/1918.
Ερωτάται : Ποιος είναι ο τόπος τέλεσης της πλαστογραφίας και ποιος ο χρόνος τέλεσης της απόπειρας λαθρεμπορίας;
Το έγκλημα της πλαστογραφίας είναι ένα έγκλημα τυπικό ή όπως άλλως λέμε έγκλημα απλής συμπεριφοράς και ως τέτοιο δεν έχει κάποιο τυποποιημένο αποτέλεσμα για να ιδωθεί ο τόπος τέλεσης σε συνάρτηση και με την επέλευση αυτού του αποτελέσματος. Επομένως μοναδικό κριτήριο προσδιορισμού του τόπου τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος είναι το άλλο κριτήριο, που μας προσδιορίζει το άρθρο 16 ΠΚ, δηλ. ο τόπος της ενέργειας του δράστη.  Και μπορεί βέβαια το έγκλημα της πλαστογραφίας κατ΄ άρθρο 216 ΠΚ να είναι επιπλέον ένα στιγμιαίο έγκλημα, πράγμα που έχει ως συνέπεια να περιορίζεται ο τόπος της ενέργειας του δράστη, ωστόσο, επειδή η σχετική πλαστογραφία συνοδεύεται από την χρήση του πλαστού εκ μέρους του πλαστογράφου, πρέπει να διευρυνθεί χρονική η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, έτσι ώστε η ενέργεια του δράστη να καλύπτει και την σχετική χρήση. Συνεπώς με βάση τις σκέψεις αυτές πρέπει να γίνει δεκτό στην προκειμένη περίπτωση ότι τόπος τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ΄ άρθρο 216 παρ. 1 εδ. Β ΠΚ είναι και ο τόπος στον οποίο εκδηλώθηκε η ενέργεια της νόθευσης, δηλ. η Στουττγκάρδη, αλλά και ο τόπος, στον οποίο έλαβε χώρα η χρήση του νοθευμένου στοιχείου δηλ. η Γερμανία, η Αυστρία, η Ιταλία και η Ελλάδα.
Ως προς τον χρόνο τώρα τέλεσης της απόπειρας λαθρεμπορίας πρέπει να λεχθεί ότι, εφόσον το έγκλημα της εισαγωγής λαθραίου εμπορεύματος είναι στιγμιαίο έγκλημα, τότε χρόνος τέλεσης αυτού είναι η 7η Μαρτίου 1997, όταν ο δράστης έφερε το αυτοκίνητο με τον αλλοιωμένο αριθμό πλαισίου στην Πάτρα και επιχείρησε να το περάσει χωρίς να πληρώσει τους σχετικούς δασμούς.

  1. Ο επιχειρηματίας Α, ιδιοκτήτης, κατά τους ισχυρισμούς του, μεγάλης εξαγωγικής εταιρείας, πήγε στις 10 Αυγούστου 1999 σε διάφορα χωριά της Κορινθίας και ζήτησε από ορισμένους αγρότες να αγοράσει τα σταφύλια τους για να τα πουλήσει στο εξωτερικό. Βρήκε λοιπόν τους Ε, Η και Θ και συμφώνησε μαζί τους να πάρει 50 τόνους από τον καθένα στην καλύτερη τιμή της αγοράς, ζήτησε όμως να πιστωθεί το τίμημα για έξι μήνες μέχρι να εισπράξει κάποια χρήματα από το εξωτερικό. Πριν οριστικοποιήσουν την συμφωνία οι Ε, Η και Θ μετέβησαν στις 13 Αυγούστου, κατά προτροπή του Δ, στην Αθήνα για να δουν τα γραφεία της εταιρείας και να καταλάβουν με ποιον έχουν να κάνουν. Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα, μόνο που υπήρχε μια λεπτομέρεια : η εταιρεία ήταν υπό πτώχευση. Από την επίσκεψη στα γραφεία της εταιρείας οι Ε, Η και Θ αποκόμισαν την εντύπωση ότι συναλλάσσονται με μια σοβαρή πράγματι επιχείρηση και έτσι πείσθηκαν να δώσουν την παραγωγή τους στον Δ. Μόλις λοιπόν γύρισαν στα χωριά τους τηλεφώνησαν στις 14 Αυγούστου 1999 στον Δ να πάει να πάρει τα σταφύλια και να υπογράψουν τη συμφωνία, πράγμα που έγινε. Η συμφωνία υπογράφηκε στις 17 Αυγούστου 1999 και τα σταφύλια παρελήφθησαν από εργάτες του Δ στις 20 Αυγούστου 1999. Επτά μήνες μετά την παραλαβή του εμπορεύματος και ενώ οι Ε, Η και Θ περίμεναν κάθε μέρα να τους καταβληθούν  τα χρήματα, όπως τους είχε υποσχεθεί ο Δ, ο τελευταίος έγινε άφαντος. Έκλεισε τα γραφεία της εταιρείας του στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Καλαμάτα, όπου τον αναζήτησαν και τον βρήκαν οι δανειστές του αγρότες. Τους εξήγησε ότι αναγκάστηκε να κλείσει τα γραφεία της εταιρείας στην Αθήνα, διότι τον είχαν πνίξει τα χρέη, τους διαβεβαίωσε όμως και πάλι ότι αυτοί θα τα πάρουν οπωσδήποτε τα χρήματά τους, πράγμα που ουδέποτε συνέβη ασφαλώς, αφού ο Δ ήταν έξυπνος μεν, αλλά κοινός κατά τα άλλα απατεώνας. Κατά του Δ ασκήθηκε ποινική δίωξη για απάτη κατ΄ άρθρο 386 ΠΚ.
Ερωτάται : Ποιος είναι ο τόπος και ποιος ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος αυτού;
Το έγκλημα της απάτης είναι έγκλημα στιγμιαίο, αλλά παράλληλα και έγκλημα αποτελέσματος (ουσιαστικό). Για να βρούμε τον τόπο τέλεσης ορισμένου εγκλήματος πρέπει να αναζητήσουμε τα κριτήρια, που θέλει ο νόμος. Σύμφωνα λοιπόν με όσα μας λέει το άρθρο 16 ΠΚ, τόπος τέλεσης του πιο πάνω εγκλήματος της απάτης κατ΄  αρ. 386 ΠΚ είναι τόσον ο τόπος, στον οποίο έγινε η πρώτη πράξη της εξαπάτησης των θυμάτων, όσο και ο τόπος, στον οποίο συνεχίσθηκε η πράξη της εξαπάτησης και επήλθε εγκληματικό αποτέλεσμα δηλ. η περιουσιακή βλάβη των θυμάτων στην προκειμένη περίπτωση. Με βάση επομένως τα στοιχεία αυτά πρέπει να λεχθεί ότι τόπος τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος της απάτης είναι και η Κόρινθος, στην οποία έγινε η πράξη της εξαπάτησης και επί πλέον επήλθε το αποτέλεσμα της περιουσιακής τους βλάβης, αλλά και η Αθήνα, στην οποία δημιουργήθηκε και ενισχύθηκε η παραπλάνηση των θυμάτων, εξ αιτίας της οποίας προέβησαν στην περιουσιακή διάθεση (έδωσαν τα σταφύλια τους), για αν ζημιωθούν τελικά από αυτή. Η Καλαμάτα δεν είναι τόπος τέλεσης του εγκλήματος, εφόσον ουδεμία πράξη που να εμπίπτει στην αντικειμενική υπόσταση της απάτης τελέσθηκε σε αυτήν.
Για τον χρόνο τέλεσης της πράξης το άρθρο 17 ΠΚ μας υποδεικνύει να λάβουμε υπόψη το χρόνο της ενέργειας του δράστη, χωρίς να μας ενδιαφέρει ο χρόνος, κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας, δηλ. η ζημιά των θυμάτων του Δ. Στην προκειμένη περίπτωση χρόνος ενέργειας του Δ είναι η 13η Αυγούστου 1999, αφού κατά την ημερομηνία αυτήν έλαβε χώρα η πράξη της εξαπάτησης των θυμάτων (επίσκεψη στα γραφεία της εταιρείας) και δημιουργήθηκε σε αυτά η πεπλανημένη εντύπωση ότι συναλλάσσονται με μια σοβαρή και μεγάλη εταιρεία. Ούτε η ημερομηνία της τηλεφωνικής πρόσκλησης προς τον Δ (14η Αυγούστου 1999), ούτε η ημερομηνία της σύναψης της σχετικής συμφωνίας (17η Αυγούστου 1999) ούτε βέβαια η ημερομηνία της παραλαβής του εμπορεύματος και της επέλευσης της σχετικής βλάβης στους Ε, Η και Θ αποτελούν χρόνο τέλεσης της πράξης, αφού το έγκλημα της απάτης δεν είναι διαρκές.

8.                 Ο Λ, υπάλληλος ενός πρατηρίου υγρών καυσίμων στην Αθήνα, εργαζόμενος ως οδηγός του βυτιοφόρου της επιχείρησης ενόψει του επερχόμενου χειμώνα και σε συνδυασμό με τις απαγορευτικές για το πορτοφόλι του τιμές του πετρελαίου θέρμανσης αποφασίζει να βολέψει τις ανάγκες της οικιακής του οικονομίας ανέξοδα με τον εξής τρόπο : Από κάθε βυτίο, που θα μεταφέρει, θα αφαιρεί μια μικρή ποσότητα 20 περίπου λίτρων, που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή μπροστά στον όγκο των τόνων, που καθημερινά διακινούνται. Προμηθεύεται ένα πλαστικό κάνιστρο και θέτει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Έτσι από το βυτίο, που μεταφέρει στα Μέγαρα στις 20 Οκτωβρίου 2000 αφαιρεί 20 λίτρα, το ίδιο κάνει και από το βυτίο, που μεταφέρει στις 30 Οκτωβρίου 2000 στη Θήβα και από το βυτίο, που μεταφέρει στις 15 Νοεμβρίου στην Κόρινθο κλπ. «20 λίτρα επί τόσες φορές, μας κάνει το πετρέλαιο της χρονιάς και κάτι παραπάνω», σκέφτεται χαρούμενα ο Λ.
Ερωτάται : Ποιος είναι ο τόπος και ο χρόνος της κατ΄ άρθρο 375 ΠΚ υπεξαίρεσης, που διέπραξε ο Λ;
Καταρχάς πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ ότι το έγκλημα της κατ΄ άρ. 375 ΠΚ υπεξαίρεσης είναι τυποποιημένο στο νόμο ως έγκλημα στιγμιαίο, αλλά και ως έγκλημα αποτελέσματος (ουσιαστικό). Επίσης στη συγκεκριμένη εμφάνισή του το έγκλημα αυτό έλαβε τη μορφή ενός κατ΄ εξακολούθηση εγκλήματος, αφού έχουμε επανάληψη της ίδιας εγκληματικής συμπεριφοράς με ενιαίο δόλο του δράστη.
Με βάση αυτή την διαπίστωση τόπος τέλεσης του εγκλήματος, σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει του άρθρου 16 ΠΚ, είναι και ο τόπος, στον οποίο ενήργησε ο δράστης, αλλά και ο τόπος, στον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα κάθε μερικότερης πράξης. Και όταν βέβαια μιλάμε για αποτέλεσμα στην υπεξαίρεση εννοούμε ασφαλώς την δημιουργία μιας κατάστασης, που θίγει οριστικά την ιδιοκτησία του άλλου. Επειδή λοιπόν εδώ τόπος ενέργειας και τόπος επέλευσης του αποτελέσματος συμπίπτουν στο ίδιο μέρος, θα πρέπει τελικά να πούμε ότι τόπος τέλεσης του ανωτέρω κατ΄ εξακολούθηση εγκλήματος της υπεξαίρεσης των καυσίμων είναι και τα Μέγαρα και η Θήβα και η Κόρινθος, οι πόλεις δηλ. στις οποίες ο Λ έπαιρνε κάθε φορά από 20 λίτρα πετρέλαιο από την παράδοση του φορτίου. Δεν είναι όμως η Αθήνα, διότι εκεί ουδεμία πράξη τυποποιημένη στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος έλαβε χώρα ούτε βέβαια επήλθε το αποτέλεσμα της πράξης.
Σε ότι εξάλλου αφορά στον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος, πρέπει να γίνουν κάποιες διαφοροποιήσεις, που είναι επιβεβλημένες από το μοναδικό κριτήριο, που θέτει το άρθρο 17 ΠΚ (χρόνος ενέργειας), αλλά και ο χαρακτήρας του εγκλήματος ως κατ΄ εξακολούθηση εγκλήματος. Επειδή λοιπόν στο έγκλημα αυτό οι μερικότερες πράξεις έχουν χρονική αυτοτέλεια εν όψει εφαρμογής του θεσμού της παραγραφής κατ΄ άρθρο 111 ΠΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι για το τμήμα της υπεξαίρεσης, που υλοποιήθηκε στα Μέγαρα, χρόνος τέλεσης είναι η 20η Οκτωβρίου 2000, για το αντίστοιχο τμήμα, που έλαβε χώρα στη Θήβα, η 30η Οκτωβρίου 2000 και για την πράξη που εκδηλώθηκε στην Κόρινθο η 15η Νοεμβρίου 2000.

  1. Ο Γ στέλνει αεροπορικώς από την Αθήνα ένα δέμα στην Αλεξανδρούπολη με τελικό παραλήπτη τον Β, κάτοικο Ορεστιάδος. Το δέμα αυτό, που έχει μέσα ένα αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό, με τον οποίο επιδιώκει ο Γ να σκοτώσει τον Β, το παραλαμβάνει ο Δ, υπάλληλος του Β για να το πάει οδικώς στην Ορεστιάδα. Κατά τη μεταφορά του δέματος αυτού σε κάποιο σημείο της διαδρομής, κάπου κοντά στο Σουφλί, λόγω των κραδασμών του αυτοκινήτου από τις λακκούβες του επισκευαζόμενου δρόμου προκαλείται έκρηξη του αυτοσχέδιου μηχανισμού με συνέπεια τον θανατηφόρο τραυματισμό του Δ από αυτήν.
Ερωτάται : Ποιος είναι ο τόπος τέλεσης της κατ΄ αρ. 299 ΠΚ απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά του Δ και της ανθρωποκτονίας κατά του Β;
Η ανθρωποκτονία, που διαπράχθηκε στα πλαίσια του «αστοχήματος βολής» του δράστη, είτε δεχθεί κάποιος ότι έγινε με ενδεχόμενο δόλο είτε από ενσυνείδητη αμέλεια, είναι πάντως ένα έγκλημα στιγμιαίο και αποτελέσματος (ουσιαστικό). Επομένως σύμφωνα με όσα μας λέει το άρθρο 16 ΠΚ τόπος τέλεσης της ανθρωποκτονίας αυτής είναι και η Αθήνα, όπου ενήργησε ο δράστης (παρέδωσε για τη μεταφορά το δέμα), αλλά και η Αλεξανδρούπολη, στην οποία παραλήφθηκε το δέμα και βέβαια επίσης και το Σουφλί, όπου επήλθε το αποτέλεσμα (θάνατος του Δ). Για την απόπειρα της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας ισχύουν ομοίως οι ίδιοι ως άνω τόποι τέλεσης του εγκλήματος, μόνο που θα πρέπει να προσθέσουμε σε αυτούς και την Ορεστιάδα, στην οποία επρόκειτο κατά την πρόθεση του δράστη να επέλθει το αποτέλεσμα δηλ. ο θάνατος του Β.

  1. Ο εργολάβος οικοδομών Ε κατασκεύασε ελαττωματικά δύο οικοδομές στην Αθήνα, μία το 1993 και μία το 1997, οι οποίες κατέρρευσαν κατά τον σεισμό του Σεπτεμβρίου 1999 προκαλώντας τον θάνατο σε ορισμένους ενοίκους, που ευρίσκοντο μέσα στα σπίτια τους την ώρα του σεισμού.
Ερωτάται : Ποιος είναι ο χρόνος τέλεσης των σχετικά διαπραχθέντων εγκλημάτων της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (αρ. 302 ΠΚ) και της παραβίασης των κανόνων της οικοδομικής (αρ. 286 ΠΚ);
Τόσο η ανθρωποκτονία από αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ όσο και η παραβίαση των κανόνων της οικοδομικής κατά  άρθρο 286 ΠΚ είναι εγκλήματα στιγμιαία αλλά και εγκλήματα αποτελέσματος (ουσιαστικά).
Σύμφωνα με το άρθρο 17 ΠΚ χρόνος τέλεσης του εγκλήματος είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει ο δράστης χωρίς να μας ενδιαφέρει ο χρόνος, κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα, εκτός βέβαια εάν ορίζεται άλλως στο νόμο. Συνεπώς με βάση το κριτήριο, που θέτει εδώ ο νόμος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι χρόνος τέλεσης και των δύο πιο πάνω εγκλημάτων,  δηλ. της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (αρ. 302 ΠΚ), αλλά και της παραβίασης των κανόνων της οικοδομικής (αρ. 286 ΠΚ), είναι ο χρόνος, κατά τον οποίο ενήργησε ο δράστης δηλ. στην προκειμένη περίπτωση ο χρόνος, κατά τον οποίο έχτισε τις δύο οικοδομές. Επομένως για την πρώτη οικοδομή χρόνος τέλεσης των εν λόγω εγκλημάτων είναι το 1993, ενώ για τη δεύτερη το 1997, ουδεμία δε σημασία έχει ο χρόνος κατά τον οποίο κατέρρευσαν οι δύο οικοδομές (1999).
Απλά το άρθρο 286 παρ. 2 ΠΚ ορίζει διαφορετική ημερομηνία έναρξης της παραγραφής, η οποία όμως ισχύει μόνο για το συγκεκριμένο έγκλημα του άρ. 286 ΠΚ – άρα όχι για την ανθρωποκτονία από αμέλεια – και μόνο για τις οικοδομές, που χτίσθηκαν μετά το 1995, χρονολογία δηλ. κατά την οποία τροποποιήθηκε το άρ. 286 ΠΚ και προστέθηκε η παρ. 2 σε αυτό, διότι η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής συνιστά αυστηρότερο ποινικό νόμο, που δεν μπορεί ποτέ να έχει αναδρομική εφαρμογή σε βάρος του κατηγορούμενου, αφού μια τέτοια αναδρομική εφαρμογή την απαγορεύει αυστηρά η αρχή «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο».

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ – ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ
ΑΡΘΡΟ 307 ΠΚ, ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΛΥΤΡΩΣΗ ΑΠΟ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΖΩΗΣ
ΑΡΘΡΟ 288 ΠΑΡ. 2 ΠΚ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ
ΑΡΘΡΟ 310 ΠΚ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΣΥΝΔ ΜΕ ΑΡΘΡΟ 15 ΠΚ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ
ΑΡΘΡΟ 270 ΠΚ ΕΚΡΗΞΗ
ΑΡΘΡΟ 303 ΠΚ ΠΑΙΔΟΚΤΟΝΙΑ, ΑΡΘΡΟ 299 ΠΑΡ.1 ΠΚ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΕΚ ΠΡΟΘΕΣΕΩΣ
ΑΡΘΡΟ 380 ΠΚ ΛΗΣΤΕΙΑ

  1. Ο οδηγός Α καθοδόν προς την Κόρινθο αντιλαμβάνεται στο ύψος της «Κακιάς Σκάλας» τον Τ να έχει πέσει με το αυτοκίνητό του σε μια χαράδρα και να καλεί με τα βογκητά του σε βοήθεια. Επειδή όμως το αυτοκίνητο του Α είναι καινούργιο και ο ιδιοκτήτης του δεν θέλει να λερώσει τις ταπετσαρίες με αίματα, αναπτύσσει τελικά ταχύτητα και εξαφανίζεται αφήνοντας τον ανήμπορο Τ να παλεύει μόνος του και άνισα με τον Χάρο.
Ερωτάται : α) Έχει ποινική ευθύνη ο Α, εάν μετά το «φρούτο» αυτού του πολιτισμού μας, που δίνει μεγαλύτερη αξία στην ταπετσαρία από τη ζωή ενός ανθρώπου, περάσει από το σημείο του ατυχήματος ο «Καλός Σαμαρείτης» Σ και σώσει τελικά συνάνθρωπό μας;
Β) Διαφοροποιείται η απάντηση, εάν υποτεθεί ότι εξ αιτίας της καθυστερημένης μεταφοράς του Τ από τον Σ στο νοσοκομείο ο τραυματισθείς υπέκυψε τελικά στα τραύματά του;
Το έγκλημα, που διέπραξε, εδώ ο Α λέγεται, κατά την ορθότερη αξιολόγηση του πράγματος, παράλειψη λύτρωσης από κινδύνου ζωής (αρ. 307 ΠΚ) ή κατά μια άλλη ερμηνευτική προσέγγιση παράλειψη οφειλόμενης βοήθειας (αρ. 288 παρ. 2 ΠΚ). Οποιοδήποτε από τα δύο αυτά εγκλήματα και αν δεχθεί κάποιος, τα εγκλήματα αυτά, είναι εγκλήματα γνήσιας παράλειψης, στα οποία όπως είδαμε, τιμωρείται σχέτη η μυική αδράνεια του δράστη, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, με τη στενή έννοια που είχε αυτή η μυική αδράνεια, αφού το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι τυποποιημένο στο νόμο. Ο δράστης δηλ. στα εγκλήματα της γνήσιας παράλειψης τιμωρείται μόνο και μόνο, διότι δεν έσπευσε να κάνει αυτό που τον προστάζει ο νόμος (στην προκειμένη περίπτωση να λυτρώσει ή να βοηθήσει, κατά την άλλη εκδοχή τον τραυματισθέντα Τ).
Επομένως η απάντηση και στα δύο ανωτέρω ερωτήματα είναι ίδια : είτε σώθηκε είτε πέθανε ο Τ, ο Α θα ευθύνεται για διάπραξη του αντίστοιχου εγκλήματος γνήσιας παράλειψης δηλ. του εγκλήματος του άρθρου 307 ΠΚ ή του εγκλήματος του άρθρου 288 ΠΚ, που δέχεται κάποιος ότι τελέσθηκε εδώ.

  1. Ο ιδιωτικός υπάλληλος Γ ειδοποιεί την Αστυνομία ότι στο σπίτι του έχει μπει κάποιος διαρρήκτης. Στην πραγματικότητα όμως μέσα στο σπίτι του Γ βρίσκεται η πρώην ερωμένη του Ε, την οποία ο Γ, καθώς επέστρεφε από το γραφείο του, την είδε ξαφνικά να μπαίνει στο διαμέρισμά του κρατώντας στα χέρια της ένα φιαλίδιο. Ο Γ, επειδή προειδοποιήθηκε σχετικά από την Ε, γνωρίζει πολύ καλά ότι το φιαλίδιο περιέχει καυστικό εκείνο υγρό, με το οποίο προσπαθούν να περιποιηθούν το πρόσωπο ενός «πρώην» κάποιες νυν βαθύτατα απογοητευμένες γυναίκες. Καταφθάνει λοιπόν μετά από λίγο το περιπολικό της Άμεσης Δράσης, ένας από τους άνδρες του οποίου, ο Α, κατευθύνεται υπό την συνοδεία του Γ προς το διαμέρισμα του τελευταίου. Την ώρα που ο Γ ανοίγει την πόρτα για να εισέλθει στο σπίτι του ο οπλισμένος με το περίστροφο Α, η κρυμμένη σε μια γωνία Ε νομίζοντας ότι αυτός που μπαίνει είναι ο Γ ξαφνιάζει τον Α εκσφενδονίζοντας εναντίον του το φιαλίδιο με το βιτριόλι. Έτσι ο Α απέκτησε αναγκαστικό ένα κοινό στοιχείο με τα κάποιους πειρατές (το ένα μάτι) και άλλο ένα κοινό σημείο με τη Σελήνη (τους αναρίθμητους κρατήρες στο πρόσωπό του).
Ερωτάται : Ποιος ευθύνεται για τη βαριά σωματική βλάβη που προκλήθηκε στον Α;
Ευθύνη για τον βαρύ τραυματισμό του Α έχει καταρχάς η Ε, η οποία ρίχνει εναντίον του το βιτριόλι διαπράττοντας έτσι με την μυική της ενέργεια το έγκλημα του άρθρου 310 ΠΚ.
Πέρα όμως από την Ε ευθύνη για το ίδιο έγκλημα  με ενδεχόμενο δόλο, κατά την ορθότερη άποψη, έχει και ο Γ, ο οποίος όμως διέπραξε το έγκλημά του με μη γνήσια παράλειψη. Και τούτο διότι ο Γ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 15 ΠΚ, να προβεί στην ενέργεια εκείνη, η οποία θα αποτελούσε φραγμό στην επέλευση του επιβλαβούς για τον Α αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του Γ πηγάζει στην προκειμένη περίπτωση από την προηγούμενη επικίνδυνη ενέργειά του, που συνιστάται στην παραπλανητική αναγγελία του συμβάντος προς την Αστυνομική Αρχή. Αυτή η παραπλανητική αναγγελία επέβαλε στον Γ την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να γίνει ο εγγυητής της ασφάλειας του Α ενημερώνοντας τον για τον πραγματικό κίνδυνο, που διέτρεχε και που δεν ήταν βέβαια κίνδυνος από έναν διαρρήκτη. Παραλείποντας να εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση του ο Γ έγινε και αυτός δράστης του εγκλήματος, που τέλεσε η Ε, μόνο που αυτός το έγκλημά του το διέπραξε με μη γνήσια παράλειψη κατά τα ανωτέρω.


  1. Ο επιχειρηματίας Ζ έχει ένα εξοχικό σπίτι σε κάποια ερημική περιοχή κοντά στη Βυτίνα της Αρκαδίας και θέλει να κάνει εκβραχισμό σε ένα τμήμα του οικοπέδου του. Για τον σκοπό αυτό αγοράζει μια ποσότητα εκρηκτικών υλών, τις οποίες τοποθετεί με τον τρόπο, που του υπέδειξε ο ειδικευμένος σε τέτοιες δουλειές φίλος του Φ και ανατινάζει τελικά τους βράχους που τον ενοχλούσαν.
Ερωτάται : α) Έχει ευθύνη ο Ζ σύμφωνα με το άρθρο 270 στοιχ. Α και β ΠΚ;
Β) Αλλάζει η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του Ζ, εάν την ώρα, που προβαίνει στην ανατίναξη των βράχων βρίσκονται εκεί κοντά οι μαθητές κάποιου σχολείου, που έχει εκδράμει στην περιοχή;
Γ) Πως πρέπει να αξιολογηθεί τελικά το συμβάν, εάν σκοτωθεί από την έκρηξη κάποιος από τους μαθητές;
Σε σχέση με το α) ερώτημα πρέπει να λεχθεί ότι ο Ζ δεν έχει καμία απολύτως ευθύνη, διότι το έγκλημα του άρθρου 270 στοιχ α και β ΠΚ είναι έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης και σε ένα τέτοιο έγκλημα τιμωρείται η πράξη εφόσον έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει κίνδυνο σε άνθρωπο ή ξένα πράγματα. Η ερημική τοποθεσία του σπιτιού δεν προσφέρει καμιά τέτοια δυνατότητα και συνεπώς πρέπει να μείνει ατιμώρητος ο Ζ σε αυτήν την εκδοχή των γεγονότων.
Σε σχέση με το β) ερώτημα πρέπει να παρατηρηθεί ότι αλλάζει ασφαλώς η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του Ζ. Η παρουσία στον χώρο της έκρηξης των μαθητών του σχολείου έχει μέσα της αυτή τη φορά τη δυνατότητα του κινδύνου να τραυματιστούν κάποιοι μαθητές και επομένως πρέπει σε αυτήν την περίπτωση να τιμωρηθεί ο Ζ με την ποινή του άρθρου 270 στοιχ β ΠΚ.
Σε σχέση τέλος με το γ) ερώτημα πρέπει να σημειωθεί ότι ο θάνατος μαθητή μετατρέπει το συμβάν σε έγκλημα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο, αφού ο δράστης είχε δόλο να διαπράξει το βασικό έγκλημα, που εδώ είναι η έκρηξη, από αμέλειά του όμως επέφερε το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου του μαθητή. Όφειλε και μπορούσε να προβλέψει ο Ζ ότι προκαλώντας την έκρηξη υπό αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να προκαλέσει τον θάνατο κάποιου παιδιού. Για τον λόγο αυτό επομένως να τιμωρηθεί ο Ζ σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 270 στοιχ γ ΠΚ.

  1. Η μητέρα Μ ενός βρέφους Β, που γεννήθηκε πριν από λίγο, διαπιστώνει με πολύ πόνο ότι η Φύση επέλεξε το παιδί της για να του δώσει μέσω του τοκετού τα «διαπιστευτήριά» της, ώστε να εκπροσωπεί επισήμως, αν και υπό δυσμενείς όρους, την συμπαθή κατά τα άλλα φυλή των Μογγόλων. Ως γνήσια Σπαρτιάτισσα η Μ σε συνδυασμό και με τη διατάραξη του οργανισμού της από τον τοκετό, επειδή διαφωνεί με τη συγκεκριμένη «διαπίστευση», επιλέγει για τον ανεπιθύμητο «εκπρόσωπο» την οδό του «Καιάδα». Συνεννοείται λοιπόν η Μ με τον σύζυγό της και πατέρα του παιδιού Π να αφήσουν τον Β να πεθάνει, πράγμα που συνέβη τελικά δύο μέρες μετά τον τοκετό, αφού το παιδί έμεινε άσιτο και αφρόντιστο σε αυτό το διάστημα.
Ερωτάται : α) Τι ποινική ευθύνη έχουν η Μ και ο Π για τον θάνατο του Β;
Β) Εάν υποτεθεί ότι στον ίδιο θάλαμο της Κλινικής με την Μ ευρίσκεται και η Ν, η οποία γνωρίζει το σχέδιο της Μ, αλλά σιωπά, μπορεί τελικά να αποδοθεί ευθύνη και στη Ν για τον θάνατο του Β;
Σε σχέση με το α) ερώτημα πρέπει να λεχθεί ότι η Μ ευθύνεται για παιδοκτονία κατ΄ άρθρο 303 ΠΚ και ο Π για ανθρωποκτονία με πρόθεση κατ΄άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ. Η διαφοροποίηση αυτή στην ποινική μεταχείριση  της Μ και του Π οφείλεται στο γεγονός ότι η Μ διαθέτει την ιδιαίτερη ιδιότητα, που απαιτεί ο νόμος στο άρθρο 303 ΠΚ, την οποία βέβαια δεν έχει ο Π. Έτσι, η Μ διαπράττει το μη γνήσιο ιδιαίτερο (σχετικά προνομιούχο) έγκλημα του άρθρου 303 ΠΚ ενώ ο Π το κοινό (βασικό ) έγκλημα του άρθρου 299 ΠΚ.
Και τα δύο αυτά εγκλήματα είναι εγκλήματα αποτελέσματος ή ουσιαστικά, όπως αλλιώς τα λέμε, διότι ο νόμος δεν αρκείται σε αυτά στην απλή συμπεριφορά του δράστη, αλλά πέραν αυτής έχει τυποποιήσει και το αποτέλεσμα (με τη στενή έννοια) που επιφέρει αυτή η συμπεριφορά (στην προκειμένη δηλ. περίπτωση τον θάνατο του Β).
Βέβαια τόσον η Μ όσο και ο Π δεν επέφεραν το αποτέλεσμα αυτό με κάποια μυική τους ενέργεια, δεν έπνιξαν, ας πούμε, το παιδί ή δεν το μαχαίρωσαν ούτε το δηλητηρίασαν ασφαλώς. Εθανάτωσαν όμως τον Β με τη μυική τους αδράνεια να το αφήσουν άσιτο και αφρόντιστο μολονότι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζουσα από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων να τον περιποιηθούν. Επομένως παραλείποντας οι γονείς Μ και Π να εκπληρώσουν απέναντι στο παιδί τους την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, που είχαν, προκάλεσαν με τη σχετική μυική αδράνειά τους τον θάνατό του. Με άλλα λόγια οι Μ και Π διέπραξαν το έγκλημά τους με μη γνήσια παράλειψη.
Σε σχέση με το β) ερώτημα πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Ν δεν είχε καμιά ιδιαίτερη νομική υποχρέωση απέναντι στον Β. Συνεπώς δεν ισχύουν για αυτή όσα προηγουμένως ελέχθησαν για τη Μ. Είχε όμως η Ν τη γενική υποχρέωση, που βαρύνει τον κάθε κοινωνό, να σπεύσει και να λυτρώσει με τη συμπεριφορά της τον Β από τον κίνδυνο ζωής  που διέτρεχε. Παραλείπουσα συνεπώς η Ν την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης, διέπραξε το έγκλημα της μη γνήσιας παράλειψης, που προβλέπεται στο άρθρο 307 ΠΚ.

  1. Ο Λ απειλεί με το όπλο του τον βενζινοπώλη Θ ότι θα τον σκοτώσει, εάν δεν του δώσει το πορτοφόλι του. Ο Θ παρά την απειλή αρνείται πεισματικά να συμμορφωθεί και τότε ο Λ παίρνει ένα λοστό, που βρήκε εκεί μπροστά του και χτυπάει τον Θ στο κεφάλι, οπότε μόλις αυτός πέφτει αναίσθητος από το χτύπημα του παίρνει το πορτοφόλι και εξαφανίζεται.  Καθοδόν όμως σε κάποιον ελιγμό, που κάνει ο Λ με το μηχανάκι για να διαφεύγει, του πέφτει το πορτοφόλι σε ένα υπόνομο και έτσι η όλη επιχείρηση αποδείχθηκε μάταιη.
Ερωτάται : α) Η χρησιμοποίηση και της απειλής και της σωματικής βίας κατά του Θ συνιστούν ένα ή δύο εγκλήματα;
Β) Έχει σημασία για την ποινική μεταχείριση του Λ το γεγονός ότι δεν καρπώθηκε τελικά τα χρήματα της ληστείας;
Σε σχέση με το α) ερώτημα πρέπει να λεχθεί ότι η ληστεία τυποποιείται στο άρθρο 380 ΠΚ ως σύνθετο με τη στενή έννοια έγκλημα, αλλά και ως πολύτροπο ή μικτό έγκλημα. Οι διάφοροι τυποποιημένοι τρόποι τέλεσης της ληστείας, εφόσον προσβάλλουν το ίδιο αντικείμενο, μπορούν να εναλλαχθούν από τον δράστη, έτσι ώστε η χρησιμοποίηση όλων των σχετικών τρόπων τέλεσης να συνιστά ένα έγκλημα.  Η ληστεία με άλλα λόγια είναι γνήσιο πολύτροπο ή διαζευκτικώς μιτκό έγκλημα και συνεπώς η χρησιμοποίηση και της απειλής επεικειμένου κινδύνου σώματος ή ζωής, αλλά και της σωματικής βίας από τον Λ στοιχειοθετεί ένα μόνο έγκλημα ληστείας.
Σε σχέση με το β) ερώτημα πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι από άλλη άποψη η ληστεία είναι έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, αφού ο νόμος θέλει η βίαιη αφαίρεση ή η εξαναγκασμένη παράδοση του πράγματος να γίνεται με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης. Τυπικά ολοκληρωμένο επομένως είναι το έγκλημα, όταν κατά μεν την αντικειμενική υπόσταση συντελείται η βίαιη αφαίρεση ή εξαναγκασμένη παράδοση του πράγματος, κατά δε την υποκειμενική υπόσταση υπάρχει ο δόλος σκοπού του δράστη να ιδιοποιηθεί το βίαια αφαιρούμενο  ή αναγκαστικά παραδιδόμενο σε αυτόν πράγμα. Αρκεί δηλ. ο σκοπός της παράνομης ιδιοποίησης του πράγματος και δεν απαιτείται και η πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Από τη στιγμή, που θα συντελεσθεί η βίαιη αφαίρεση ή η εξαναγκασμένη παράδοση του πράγματος με τον σκοπό της παράνομης ιδιοποίησης, το έγκλημα είναι τυπικά ολοκληρωμένο και απλά διανύει το στάδιο της ουσιαστικής του αποπεράτωσης.
Σε αυτό ακριβώς το στάδιο ευρίσκετο ο Λ, όταν έχασε το πορτοφόλι, που είχε προηγουμένως αφαιρέσει βίαια από τον Θ. Σε συνεπή εφαρμογή των σκέψεων αυτών πρέπει να γίνει δεκτό στην προκειμένη περίπτωση ότι το γεγονός της απώλειας του αντικειμένου της ληστείας ουδόλως επηρεάζει την ποινική μεταχείριση του Λ, ο οποίος πρέπει ως εκ τούτου να τιμωρηθεί κανονικά για ολοκληρωμένη ληστεία.


ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ – ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ : ΠΡΑΞΗ
ΑΡΘΡΟ 42 ΠΚ ΣΕ ΣΥΝΔ 299 ΠΚ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑΣ ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΗ
ΑΡΘΡΟ 299 ΠΚ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΗ
ΑΡΘΡΟ 302 ΠΚ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ
ΑΡΘΡΟ 299 ΠΚ ΣΥΝΔ 43 ΠΑΡ 1 ΠΚ ΑΠΡΟΣΦΟΡΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑΣ ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΗ

  1. Οι Ε και Ζ, εγγονοί του υπέργηρου πολυεκατομμυριούχου βιομηχάνου Π επηρεασμένοι από την βραδινή οικογενειακή συζήτηση για την κράση του κατάκοιτου παππού και τη διάθεσή του να περάσει δια της απολιθώσεως στην αιωνιότητα αποφασίζουν, χωρίς ο ένας να πει τίποτε στον άλλον, να ρίξουν από μισό γραμμάριο στρυχνίνης στο ρόφημα του παππού. Έτσι ο Ε κατεβαίνει νωρίς το πρωί στην κουζίνα και επωφελούμενος από την στιγμιαία απουσία της οικιακής βοηθού ρίχνει το δηλητήριο στο ρόφημα. Την ώρα που η κοπέλα του σπιτιού πηγαίνει με τον δίσκο το ρόφημα του παππού, την προλαβαίνει ο Ζ, ο οποίος προσφέρεται να διεκπεραιώσει ο ίδιος το πράγμα προφασιζόμενος  ότι θέλει άλλωστε να δει και τον παππού. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία ο Ζ ρίχνει και αυτός μισό γραμμάριο στρυχνίνης στο ρόφημα του παππού, ο οποίος λίγο αργότερα, αφού στο μεταξύ ήπιε την ευγνωμοσύνη των εγγονών του για όσα υλικά αγαθά τους άφηνε πίσω ως κληρονομιά, εγκατάλειψε αθόρυβα τις στράτες της εγκόσμιας κοινοτυπίας για να γίνει μέσα από τις ανηφοριές του ουρανού στοιχείο του Απείρου.
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι κάθε δόση δηλητηρίου που έριξαν οι Ε και Ζ ήταν από μόνη της ικανή να επιφέρει τον θάνατο του Π.
Ερωτάται : α) Ποιος από τους Ε και Ζ ευθύνεται τελικά για τον θάνατο του Π;
Β) Διαφοροποιείται η απάντηση εάν υποτεθεί ότι ο Ε έριξε ένα βραδείας δράσεως και ο Ζ ένα ταχείας δράσεως δηλητήριο;
Σε σχέση με το α) ερώτημα πρέπει να λεχθεί ότι η συμπεριφορά των Ε και Ζ εμπίπτει στην προβληματική της λεγόμενης σωρευτικής αιτιότητας. Με βάση την κρατούσα θεωρία του ισοδύναμου των όρων για να αξιολογηθεί ορθά η συμπεριφορά των δραστών στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να πάρουμε χωριστά την συμπεριφορά του Ε και χωριστά επίσης την συμπεριφορά του Ζ και αδιαφορώντας για τη συμπεριφορά του άλλου να ρωτήσουμε, τι θα γινότανε, εάν έλειπε η συμπεριφορά αυτή. Έτσι, θα δούμε και στο επελθόν αποτέλεσμα του θάνατο του Π, διότι, εάν έλειπε η αντίστοιχη συμπεριφορά του Ε και του Ζ, το αποτέλεσμα δεν θα επήρχετο. Επομένως οι Ε και Ζ ευθύνονται και οι δύο για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (άρθρο 299 ΠΚ), την οποία τέλεσαν με τη μορφή της παραυτουργίας, αφού δεν είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους. Εάν είχαν συναποφασίσει τις σχετικές ενέργειές τους, θα ήσαν συναυτουργοί του ιδίου εγκλήματος.
Σε σχέση με το β) ερώτημα πρέπει να σημειωθεί ότι, εάν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα, θα είχαμε περίπτωση πολλαπλής αιτιότητας, οπότε το ζήτημα θα ετίθετο σε άλλη βάση. Θα έπρεπε δηλ. να ερευνηθεί σε αυτήν την εκδοχή των γεγονότων, εάν η ρίψη από τον Ζ του δηλητηρίου ταχείας δράσεως διακόπτει ή όχι την αιτιώδη διαδρομή, που είχε ξεκινήσει η συμπεριφορά του Ε με τη ρίψη του δηλητηρίου βραδείας δράσεως. Σε αυτή την περίπτωση, θα έπρεπε, κατά την ορθότερη άποψη, να γίνει δεκτό ότι η συμπεριφορά του Ζ εξουδετερώνει την συμπεριφορά του Ε, αφού εκτρέπει τη «ροή» των γεγονότων από την «κοίτη» της βραδείας «ροής» σε μια άλλη παράλληλη «κοίτη» ταχύτερης προώθησης των πραγμάτων προς το αποτέλεσμα. Επομένως, εφόσον έχουμε κατά τα προεκτεθέντα διακοπή της αιτιώδους συναφείας μεταξύ του επελθόντος αποτελέσματος και της αρχικής συμπεριφοράς του Ε, θα έπρεπε σε αυτή την περίπτωση να τιμωρηθούν ο μεν Ε για απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση (αρθρο 42 σε συνδ με άρθρο 299 ΠΚ), ο δε Ζ για ολοκληρωμένη ανθρωποκτονία με πρόθεση (αρθρο 299 ΠΚ).

  1. Ο Χ, ιδιοκτήτης ενός όμορφου αλλά επιθετικού λυκόσκυλου απεφάσισε να βγάλει βόλτα στο πάρκο τον Τζάκ κρατώντας τον πάντα, λόγω της επικινδυνότητας του πράγματος, από την αλυσίδα. Σε κάποια στιγμή ο Χ κουράσθηκε από την ορθοστασία και σε συνδυασμό με την μεγάλη του ηλικία κάθησε σε ένα παγκάκι να ξεκουρασθεί. Εκεί όμως τον πήρε ο ύπνος και κάποια στιγμή του έφυγε η αλυσίδα  από τα χέρια με συνέπεια να ελευθερωθεί ο Τζακ και να ορμήσει σε ένα μικρό κοριτσάκι, που έπαιζε αμέριμνο στην παιδική χαρά του πάρκου τραυματίζοντας το σοβαρά στα χέρια και στο πρόσωπο.
Ερωτάται : Έχει ευθύνη για τον τραυματισμό της μικρούλας ο Χ;
Για να ανοίξει ο δρόμος της  ποινικής ευθύνης του δράστη πρέπει πρώτα από όλα να διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του δράστη συνιστά πράξη, αφού, όπως είδαμε, η πράξη αποτελεί την βάση της «οικοδομής» του εγκλήματος. Συστατικό όμως στοιχείο της πράξεως είναι ο αυτοελεγχόμενος χαρακτήρας μιας εξωτερικευμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Είναι όμως αυτοελεγχόμενη η μυική ενέργεια, που κάνει εδώ ο Χ αφήνοντας μέσα στον ύπνο του την αλυσίδα του σκύλου από τα χέρια του;
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, οι κινήσεις, που γίνονται στα πλαίσια του ύπνου, δεν είναι αυτοελεγχόμενες και συνεπώς δεν αποτελεί πράξη η ενέργεια του Χ να αφήσει υπό αυτές τις συνθήκες την αλυσίδα του σκύλου από τα χέρια του. Ως εκ τούτου ελλείποντος του στοιχείου της πράξεως δεν μπορεί να ερευνηθεί η συνδρομή των υπολοίπων στοιχείων του εγκλήματος. Ο Χ λοιπόν δεν έχει, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, καμιά ευθύνη για τον τραυματισμό της μικρούλας.
Ορθότερη ωστόσο θεωρώ στην προκειμένη περίπτωση την άποψη ότι η σχετική συμπεριφορά του Χ συνιστά πράξη. Και τούτο διότι, όπως αναφέραμε και πιο πάνω στη σχετική ανάπτυξη, κατά την διάρκεια του ύπνου δεν αποκόπτονται πλήρως οι κινήσεις μας από το κέντρο του εγκεφάλου, που δίνει τις σχετικές εντολές για τις σωματικές μας κινήσεις. Οι κινήσεις του ύπνου δεν είναι ανακλαστικές κινήσεις. Επομένως έχουμε συνείδηση της κίνησης, που κάνουμε μέσα στον ύπνο, μόνο που η συνείδηση αυτή είναι διαταραγμένη λόγω ακριβώς του ύπνου. Υπό το πρίσμα αυτής της θεωρήσεως η ενέργεια του Χ αποτελεί πράξη, η οποία μάλιστα θεμελιώνει υποχρέωση του να αποτρέψει τον τραυματισμό της μικρούλας. Έτσι η έρευνα του προβλήματος της ποινικής ευθύνης του Χ μετατοπίζεται τελικά στο επίπεδο του καταλογισμού.

  1. Ο Φ οδηγώντας ένα τριαξωνικό φορτηγό αυτοκίνητο κατευθύνεται από την Αθήνα προς την Κόρινθο. Στο ύψος περίπου της Ελευσίνας βλέπει μπροστά του έναν ποδηλάτη, τον Π, τον οποίο επιχειρεί να προσπεράσει. Κατά την προσπέραση ο Φ ετήρησε την απόσταση, που προβλέπει ο νόμος και έτσι έγινε πρόξενος του θανατηφόρου τραυματισμού του Π, ο οποίος αιφνιδιάστηκε από τον όγκο του αυτοκινήτου, που το ένιωσε να πέφτει ξαφνικά επάνω του, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο οδόστρωμα όπου παρασύρθηκε από τις τεράστιες χονδρές ρόδες του φορτηγού. Από την σχετική νεκροτομή διαπιστώθηκε ότι ο Π ευρίσκετο σε κατάσταση μέθης.
Ερωτάται : Έχει ευθύνη ο Φ για τον θάνατο του Π;
Η περίπτωση αυτή εμπίπτει στην προβληματική της λεγόμενης νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς, στα πλαίσια της οποίας ερευνούμε, όπως είδαμε, την αιτιώδη συνάφεια με κριτήριο την βεβαιότητα ή την απλή πιθανότητα επέλευσης του αποτελέσματος. Η βεβαιότητα της επέλευσης του αποτελέσματος ανεξάρτητα από τη νόμιμη ή παράνομη μορφή της σχετικής συμπεριφοράς του δράστη, έχει ως συνέπεια την άρνηση της αιτιώδους συναφείας. Αντίθετα η απλή πιθανότητα της επέλευσης του αποτελέσματος, έστω και αν ενεργούσε νόμιμα ο δράστης, οδηγεί στην κατάφαση της αιτιώδους συναφείας.
Έτσι στην προκειμένη περίπτωση, εάν ήταν βέβαιο ότι ο μεθυσμένος Π θα έπεφτε οπωσδήποτε από το ποδήλατό του ακόμη και αν ο Φ τον προσπερνούσε κανονικά, τότε θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην αντικανονική ενέργεια του Φ και στον επελθόντα θάνατο του Π και συνεπώς θα έπρεπε να μείνει ατιμώρητος ο Φ.
Εάν όμως υπήρχε απλά πιθανότητα της πτώσης του Π υπό την εκδοχή της κανονικής προσπέρασης του από τον Φ – και τέτοια πιθανότητα φαίνεται ότι υπήρχε στην προκειμένη περίπτωση – τότε κατά την ορθώς κρατούσα άποψη υφίσταται αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην ενέργεια του Φ και στο επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου του Π και ως εκ τούτου θα έπρεπε να τιμωρηθεί ο Φ για ανθρωποκτονία από αμέλεια (αρ. 302 ΠΚ).

  1. Ο Α λογομαχεί έντονα με τον Β και σε κάποια στιγμή της λογομαχίας επειδή προβλήθηκε από τα λόγια του Β παίρνει ξαφνικά την κυνηγητική καραμπίνα, που είχε αφήσει στο καφενείο ο κυνηγός Γ, την στρέφει εναντίον του Β και πατάει τη σκανδάλη. Για καλή τύχη όμως τόσο του Α όσο και του Β όσο και του Β η καραμπίνα ήταν άδεια και έτσι δεν έγινε το κακό.
Ερωτάται : α) Συνιστά πράξη η συμπεριφορά του Α να πάρει το όπλο;
Β) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως υπάρχει αιτιώδης συνάφεια της πράξης του Γ με την πράξη του Α;
Επί του α) ερωτήματος πρέπει να λεχθεί ότι η συμπεριφορά του Α αποτελεί απρόσφορη απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση (αρ. 299 σε συνδ. με αρ. 43 παρ. 1 ΠΚ). Στην περίπτωση αυτή, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από μια μερίδα της επιστημονικής θεωρίας, ο Α έχει προβεί σε εξωτερίκευση του εγκληματικού του φρονήματος με την μυική ενέργεια του πατήματος της σκανδάλης. Επομένως, εφόσον ο Α έχει εξωτερικεύσει την συμπεριφορά του με αυτοελεγχόμενες κινήσεις, όπως φαίνεται από το παράδειγμα, έχει κάνει πράξη τελικά και κατά συνέπεια τυποποιώντας ο νόμος στο άρ. 43 ΠΚ την συμπεριφορά αυτή, δεν τιμωρεί το εγκληματικό φρόνημα, όπως δέχεται η αντίθετη γνώμη, αλλά μια κανονική πράξη με όλα της τα στοιχεία.
Εξάλλου σε ότι αφορά  στο β) ερώτημα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι αναμφίβολα υπάρχει αιτιώδης συνάφεια σύμφωνα με τη θεωρία του ισοδύναμου των όρων ανάμεσα στη συμπεριφορά του Γ και του Α, διότι, εάν ο Γ δεν άφηνε το όπλο του στο καφενείο, δεν θα το εύρισκε για να το χρησιμοποιήσει ο Α. Ωστόσο και εδώ έχουμε πολλαπλή αιτιότητα, στην οποία ο μεταγενέστερος όρος (συμπεριφορά του Α) διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια με τον προηγούμενο όρο (συμπεριφορά του Γ). Επομένως ευθύνη για απρόσφορη απόπειρα ανθρωποκτονίας έχει μόνο ο Α, ενώ ο Γ ευθύνεται για πλημμέλεια περί την φύλαξη του όπλου (άρ. 7 οαρ, 6,8 στοιχ. Β Ν 2168/1993).

  1. Ο Λ με την απειλή του όπλου εξαναγκάζει τον Ιατρό Δ να διακόψει την θεραπεία του ασθενούς Θ, ο οποίος πεθαίνει τελικά μερικές ώρες μετά την σχετική ενέργεια του Δ.
Ερωτάται : α) Συνιστά πράξη με την έννοια  του Ποινικού Δικαίου η συμπεριφορά του Δ έναντι του Θ;
Β) Διαφοροποιείται η απάντηση, εάν ο Λ αντί να απειλήσει με το όπλο τον θεράποντα Ιατρό Δ, τον έδενε για μια ημέρα στην καρέκλα, έτσι ώστε να μη φροντίσει τον Θ;
Σε σχέση με το α) ερώτημα πρέπει να λεχθεί ότι για να χαρακτηρισθεί ως πράξη ορισμένη εξωτερικευμένη ανθρώπινη συμπεριφορά, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να είναι αυτοελεγχόμενη, να αποτελεί δηλ. έκφραση της βουλητικής κυριαρχίας του δράστη επάνω στις σωματικές του κινήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση ο Δ εξαναγκάσθηκε να προβεί στη σχετική του μυική ενέργεια υπό την απειλή του όπλου. Ο εξαναγκασμός, που δημιουργεί η απειλή είναι ψυχολογικός εξαναγκασμός. Αυτό σημαίνει ότι η απειλή δεν εξουδετερώνει την βούληση, όπως κάνει η απόλυτη βία, αλλά απλά την επηρεάζει. Ασκείται δηλ. ψυχολογική πίεση σε κάποιον να συμμορφωθεί με ορισμένη υπόδειξη, διότι εάν δεν συμμορφωθεί προς την υπόδειξη αυτή, θα επανακολουθήσουν οι απειλούμενες συνέπειες. Με άλλα λόγια στην περίπτωση της απειλής έχει βουλητική κυριαρχία στις κινήσεις του ο δράστης και μπορεί αν θέλει, είτε να αγνοήσει την απειλή πληρώνοντας ωστόσο τις συνέπειες της είτε να συμμορφωθεί πλήρως προς αυτήν αζημίως μεν έναντι του απειλούντος, έτοιμος όμως να καταβάλλει το τίμημα, που συνεπάγεται αυτή η συμμόρφωση του προς την απειλή.
Με βάση τις σκέψεις αυτές γίνεται φανερό ότι η συμπεριφορά του Δ συνιστά αυτοελεγχόμενη μυική ενέργεια και επομένως αποτελεί πράξη έναντι του Θ, η οποία ανοίγει τον δρόμο της περαιτέρω διερεύνησης της ποινικής ευθύνης του Δ έναντι του Θ.
Σε σχέση με το β) ερώτημα διαφοροποιείται ασφαλώς η απάντηση, διότι σε αυτή την περίπτωση υπάρχει απόλυτη βία, η οποία δεν επηρεάζει απλά τη βούληση του δράστη, όπως κάνει η ψυχολογική βία, αλλά την εξουδετερώνει εντελώς. Επομένως εκδηλώνοντας εδώ ο Δ την μυική του αδράνεια απέναντι στον ασθενή του Θ δεν προέβη σε μια αυτοελεγχόμενη συμπεριφορά, η οποία για αυτό το λόγο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη δική του. Το δέσιμο του Δ στην καρέκλα αποτελεί τελικά πράξη του Λ και σε αυτόν πρέπει να αποδοθεί ευθύνη για τον θάνατο του Θ.

  1. Ο αγρότης Ρ, ιδιοκτήτης ενός μικρού αγροτικού αυτοκινήτου, που το χρησιμοποιεί για τις δουλειές του, συνηθίζει να αφήνει το αυτοκίνητο στην αυλή του σπιτιού του χωρίς να το κλειδώνει, πολλές φορές ακόμη και με τα κλειδιά επάνω στη μηχανή. Κάποια από τις φορές αυτές ο Υ, ο 15χρονος γιός του Ρ, επωφελούμενος από την απουσία των γονέων του, που είχαν πάει με το τρακτέρ στα χωράφια, σκέφτηκε πως ήταν ευκαιρία να γιορτάσει το γεγονός της λήξης των μαθημάτων με μια βόλτα μέχρι το κοντινό χωριό, όπου μένουν κάποιοι συμμαθητές του. Ανέβηκε λοιπόν στο αυτοκίνητο, χωρίς φυσικά να έχει δίπλωμα, πήρε και τους συμμαθητές του κοντινού χωριού μαζί του και ξεκίνησε για τη βόλτα της αμυαλιάς και της επιπολαιότητας. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής αφενός μεν η μεγάλη ταχύτητα, που είχε αναπτύξει ο Υ, αφετέρου δε η ολισθηρότητα του οδοστρώματος λόγω της προηγηθείσης βροχής, αλλά και η καμπή του δρόμου συνέβαλλαν ώστε να χάσει ο Υ τον έλεγχο του αυτοκινήτου, το οποίο έπεσε σε παρακείμενο γκρεμό τραυματίζοντας θανάσιμα κατά την πτώση του δύο από τους συμμαθητές του Υ, τους Χ και Ψ.
Ερωτάται : Υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην συμπεριφορά του Ρ και του Υ;
Στην περίπτωση αυτή έχουμε πρόβλημα πολλαπλής αιτιότητας, οπότε τίθεται ζήτημα διακοπής ή μη της αιτιώδους συνάφειας της συμπεριφοράς του Ρ προς το αποτέλεσμα που επήλθε. Κατά την ορθότερη άποψη, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η μεταγενέστερη συμπεριφορά του Υ διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια της συμπεριφοράς του Ρ προς το αποτέλεσμα του θανάτου των Χ και Ψ, διότι εκτρέπει την «ροή» των γεγονότων προ τη νέα «κοίτη», που εδημιούργησε η συμπεριφορά του Υ. Επομένως ευθύνη για τον θάνατο των Χ και Ψ από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ) έχει μόνο ο Υ, ενώ ο Ρ ευθύνεται μόνο για παραμέληση εποπτείας ανηλίκου σύμφωνα με το άρθρο 360 ΠΚ.

  1. Η μητέρα ενός 5χρονου αγοριού, που παρουσίασε ξαφνικά υψηλό πυρετό και παραπονείτο για πόνους στα πόδια του, πήγε με το μικρό τη νύχτα στο νοσοκομείο, όπου οι εφημερεύοντες γιατροί διέγνωσαν ίωση, συνέστησαν όμως στη μητέρα του παιδιού να επιστρέψει αμέσως στο νοσοκομείο σε περίπτωση, που το παιδί θα έκανε εμετό ή θα παρουσίαζε δυσκαμψία στον αυχένα ή θα έβγαζε στο κορμάκι του εξανθήματα και βέβαια ο πυρετός θα ήταν ακατέβατος. Καθοδόν προς το σπίτι σε μια στροφή του δρόμου ο μικρός ζήτησε να σταματήσει το ταξί για να κάνει εμετό. Στο περιστατικό ωστόσο αυτό η μητέρα του παιδιού, παρά τη σχετική προειδοποίηση των γιατρών για ορισμένα ανησυχητικά συμπτώματα, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και έτσι κατευθύνθηκε σπίτι της, όπου προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με αντιπυρετικά, λουτρά και τέτοια πράγματα. Την επόμενη το πρωί διαπίστωσε εξανθήματα στο κορμάκι του παιδιού της, οπότε πήρε το μικρό και ξαναπήγε στο νοσοκομείο, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Η καλπάζουσα μηνιγγίτιδα, από την οποία είχε προσβληθεί το αγοράκι, ήταν εκείνη τη χρονική στιγμή μη αναστρέψιμη. Ο χάρος είχε ήδη λάβει την αμετάκλητη εντολή να οδηγήσει το παιδάκι στη γειτονιά των αγγέλων.
Ερωτάται : Υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην παράλειψη της μητέρας και στον επελθόντα θάνατο του παιδιού της;
Στην περίπτωση αυτή υπάρχει μη γνήσια παράλειψη της μητέρας, η οποία είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να επιδείξει την συμπεριφορά εκείνη, που θα αποτελούσε φραγμό στην επέλευση του αποτελέσματος. Για να γίνει όμως δεκτή η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην παράλειψη της μητέρας και στο αποτέλεσμα που επήλθε, πρέπει να προκύπτει από τα γεγονότα ότι θα ήταν πολύ πιθανό, σχεδόν βέβαιο, ότι θα εσώζετο το παιδί της, εάν προέβαινε στην παραλειφθείσα συμπεριφορά. Από τα στοιχεία της εν λόγω υποθέσεως συνάγεται ότι η μητέρα είχε ήδη τα πρώτα συμπτώματα, που της υπέδειξαν οι γιατροί του νοσοκομείου, τα οποία, εάν ελάμβανε υπόψη και επέστρεφε εκείνη τη στιγμή στο νοσοκομείο μπορούμε με μια προσεγγίζουσα την βεβαιότητα πιθανότητα να πούμε ότι θα εσώζετο τελικά το παιδί. Και οι ώρες ακόμη είναι πολύτιμες σε τέτοιες περιπτώσεις. Συνεπώς υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη συγκεκριμένη παράλειψη της μητέρας και στον επελθόντα θάνατο του παιδιού της.

  1. Ο Κ επιστρέφοντας από τα χωράφια έμαθε από τη γυναίκα του ότι ο Γ εβίαζε την 17χρονη κόρη τους Ν. Η είδηση αυτή τον έκανε ξαφνικά άλλον άνθρωπο. Από ήρεμος, που ήταν σαν χαρακτήρας, έγινε μονομιάς έξαλλος. Του «ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι», θόλωσε το μυαλό του και χωρίς να σκεφθεί καθόλου πήρε αμέσως την καραμπίνα και πήγε να συναντήσει τον Γ στο καφενείο του χωριού, όπου συνήθιζε να συχνάζει ο τελευταίος. Μόλις λοιπόν είδε μπροστά του τον Κ τον δράστη της ατίμωσης της κόρης του σήκωσε το όπλο και έριξε «στο ψαχνό». Από τον πυροβολισμό τραυματίστηκε βαρειά ο Γ, ο οποίος διασώθηκε ύστερα από μια πολύωρη χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία του αφαιρέθησαν τα σκάγια από την αυχενική χώρα, παρέμειναν όμως μερικά, επειδή είχαν εισχωρήσει βαθύτερα και ήταν για αυτό τον λόγο επικίνδυνη η αφαίρεσή τους. Μετά την ανάρρωση του από την επέμβαση εξήλθε ο Γ υγιής από το νοσοκομείο. Ωστόσο, ύστερα από ενάμισι περίπου χρόνο παρουσίασε ξαφνικά σηψαιμία, από την οποία πέθανε τελικά σε λίγες ημέρες.
Ερωτάται : α) Συνιστά η συμπεριφορά του Κ πράξη;
Β) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πυροβολισμού του Κ και του επελθόντος ύστερα από ενάμισι χρόνο θανάτου του Γ;
Επί του α) ερωτήματος πρέπει να λεχθεί ότι για να χαρακτηρισθεί ορισμένη εξωτερικευμένη ανθρώπινη συμπεριφορά ως πράξη πρέπει η συμπεριφορά αυτή να είναι αυτοελεγχόμενη, να αποτελεί δηλ. έκφραση της βουλητικής κυριαρχίας του δράστη επάνω στις σωματικές του κινήσεις, πράγμα που συντρέχει ασφαλώς στην προκειμένη περίπτωση του Κ. Το γεγονός ότι θόλωσε το μυαλό του και του δημιούργησε «βρασμό ψυχικής ορμής» δεν εξουδετερώνει τον βουλητικό αυτοέλεγχο του δράστη. Τον επηρεάζει ασφαλώς, αλλά δεν τον παραμερίζει εντελώς. Τούτων ούτως εχόντων η απάντηση επί του πρώτου ανωτέρω ερωτήματος πρέπει να είναι ασφαλώς καταφατική.
Σε ότι αφορά το β) ερώτημα πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση την θεωρία του ισοδύναμου των όρων υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στον πυροβολισμό και στον θάνατο του Γ, εφόσον αυτός προήλθε από μόλυνση της πληγείσης από τον πυροβολισμό περιοχής και δεν έχει καμιά σημασία το γεγονός ότι ο θάνατος αυτός επήλθε ενάμισι χρόνο μετά τον τραυματισμό.

  1. Ο ασθενής Α εισάγεται κατεπειγόντως στο νοσοκομείο με οξεία κρίση σκωληκοειδίτιδος. Την χειρούργησή του αναλαμβάνει ο πρωτόπειρος χειρούργος Χ, επειδή ακριβώς θεωρήθηκε ότι η επέμβαση αυτή είναι εύκολη υπόθεση. Θα έπρεπε άλλωστε, όπως είπαν οι παλιότεροι, να αποκτήσει πείρα και ο νέος συνάδελφος. Κατά την χειρουργική επέμβαση ο Χ αποδεικνύοντας εμπράκτως ότι το πτυχίο του το έλαβε δια της μεθόδου της υπνοπαιδείας ή άλλου συναφούς τρόπου μπέρδεψε την σκωληκοειδή απόφυση με το παχύ έντερο και αντί να κόψη την πρώτη άφησε τελικά τον ασθενή χωρίς παχύ έντερο! Αμέσως μετά την έξοδό του από το χειρουργείο ο Α έπεσε σε κώμα, το πάλεψε το πράγμα καμιά δυο μέρες, αλλά τελικά δεν άντεξε και έτσι πήρε τις ρεματιές του Αχέροντα για να συναντήσει τον φονευθέντα προ μηνός σε αυτοκινητιστικό ατύχημα μονάκριβο γιό του. Πρέπει να σημειωθεί ότι από την σχετική νεκροτομή προέκυψε ότι ο Α έπασχε, χωρίς βέβαια να το γνωρίζει και ο ίδιος, από μια σπάνια ασθένεια του αίματος, η οποία δεν επέτρεπε κανενός είδους χειρουργική επέμβαση στον οργανισμό του.
Ερωτάται : Έχει ποινική ευθύνη ο Χ για τον θάνατο του Α;
Η λύση του ζητήματος αυτού περνάει μέσα από την προβληματική της λεγόμενης νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς. Εφόσον ο οργανισμός του Α δεν μπορούσε να δεχτεί καμιάς μορφής χειρουργική επέμβαση, ήταν εξαρχής βέβαιο ότι, όπως και αν εγίνετο τα πράγματα, το θύμα δεν θα απέφευγε το μοιραίο. Ακόμη δηλ. και αν ο αδέξιος και άπειρος χειρούργος ενεργούσε σωστά και έκοβε την σκωληκοειδή απόφυση, ακόμη και αν την επέμβαση την έκανε ο διασημότερος χειρούργος στον κόσμο, ο θάνατος του Α θα ήταν αναπόφευκτος. Επομένως, εφόσον το αποτέλεσμα θα επήρχετο έτσι και αλλιώς, δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στο λάθος του Χ και στον θάνατο του Α και συνεπώς ουδείς λόγος για ποινική ευθύνη του «χασάπη» μεν, αλλά τελικά τυχερού γιατρού Χ μπορεί να γίνει.

  1. Ο Ε οδηγώντας το αυτοκίνητό του καταλήφθηκε ξαφνικά από κρίση επιληψίας, έχασε τον έλεγχο της οδήγησής του και περνώντας στο αντίθετο ρεύμα συγκρούσθηκε πλαγιομετωπικά με ένα άλλο κανονικά κινούμενο όχημα. Από την σύγκρουση, που ήταν σφοδρότατη, τραυματίσθηκε σχετικά ελαφρά ο Ε, ενώ από την άλλη μεριά φονεύθηκαν όλοι οι επιβαίνοντες του αντιθέτως ερχομένου αυτοκινήτου Α, Β, Γ και Δ.
Ερωτάται : Έχει ευθύνη ο Ε για τον θάνατο των Α, Β, Γ και Δ;
Για να θεμελιωθεί ευθύνη του Ε για τον θάνατο των Α, Β, Γ και Δ πρέπει προηγουμένως να διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του συνιστά πράξη. Ο χαρακτηρισμός όμως ορισμένης συμπεριφοράς ως πράξης προϋποθέτει τη συνδρομή όλων των συστατικών στοιχείων, που συνθέτουν την πράξη, ήτοι του ανθρώπινου, εξωτερικευμένου, αυτοελεγχόμενου και με κοινωνικό νόημα χαρακτήρα της σχετικής συμπεριφοράς. Με δεδομένα τα υπόλοιπα στοιχεία της πράξης τίθεται εδώ πιο συγκεκριμένα το ερώτημα, αν η συμπεριφορά κάποιου στα πλαίσια μιας επιληπτικής κρίσης είναι αυτοελεγχόμενη ή όχι. Σύμφωνα με την ορθότερη άποψη, ο άνθρωπος που καταλαμβάνεται από επιληπτική κρίση δεν χάνει εντελώς την συνείδηση των σωματικών του κινήσεων, έχει συνείδηση των πραττομένων, μόνο που η συνείδησή του αυτή είναι βαθύτατα διαταραγμένη. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτό στην προκειμένη περίπτωση ότι η συμπεριφορά αποτελεί πράξη και εκείνο πια που μένει να ερευνηθεί σε άλλο δογματικό επίπεδο είναι το ζήτημα, αν μπορεί να καταλογισθεί η πράξη αυτή στον Ε.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου