Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΩΣ ΕΙΔΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΕΜΦΑΝΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ - Σημειώσεις από ΚΩΣΤΑΡΑ



Τι είναι και γιατί τιμωρείται η απόπειρα
Η απόπειρα είναι μια μισοτελειωμένη εγκληματική συμπεριφορά. Τα διάφορα  όμως εγκλήματα είναι τυποποιημένα στον ΠΝ με τέτοιο τρόπο  ώστε η τιμωρία του δράστη να εξαρτάται από την ολοκληρωμένη διάπραξη του εγκλήματος. Για τους δράστες που δεν κατάφεραν να σκοτώσουν, να κλέψουν κλπ έφτιαξε ο νομοθέτης το άρ.42 ΠΚ, με το οποίο επεκτείνει το αξιόποινο και στις μισοτελειωμένες εγκληματικές συμπεριφορές.
Η τιμωρία της απόπειρας δεν στηρίζεται  ούτε στην έμπρακτη εκδήλωση της εγκληματικής βούλησης, ούτε στην επικινδυνότητα της συμπεριφοράς αλλά στη διατάραξη του κύκλου ηρεμίας που περιβάλλει κάθε έννομο αγαθό όπως δέχεται η θεωρία της εντύπωσης.

Τα στοιχεία της απόπειρας (αρ. 42 παρ 1 ΠΚ)
Όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης τιμωρείται αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη αρ. 83 ΠΚ.
Τα στοιχεία της απόπειρας είναι τρία που προκύπτουν:
  • Η απόφαση διάπραξης κακουργήματος ή πλημμελήματος
  • Η αρχή εκτέλεσης της πράξης
  • Η μη ολοκλήρωση του κακουργήματος ή πλημμελήματος

Η απόφαση διάπραξης κακουργήματος ή πλημμελήματος
Ο δράστης στην απόπειρα θέλησε την όλη άδικη πράξη επήλθε το μέρος. Η απόπειρα χαρακτηρίζεται  ως ένα έγκλημα  που είναι πλήρες μεν στην υποκειμενική του υπόσταση αλλά ατελές όμως στην αντικειμενική του υπόσταση.
Ο όρος απόφαση στο αρ. 42 παρ 1 ΠΚ είναι ταυτόσημος με τον δόλο τέλεσης της πράξης.  Ο δόλος αυτός μπορεί να είναι οποιοσδήποτε βαθμού εκτός αν ο νόμος απαιτεί για το συγκεκριμένο έγκλημα δόλο συγκεκριμένου βαθμού οπότε ο δράστης πρέπει να ενεργεί με τον αντίστοιχο δόλο, διαφορετικά δεν μπορεί να υπάρξει απόφαση. Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να υπάρξει απόφαση όταν η σχετική απόφαση οφείλεται σε αμέλεια του δράστη. Πχ ένας οδηγός φορτηγού κάνει όπισθεν και δεν βλέπει ότι από πίσω παίζουν μικρά παιδιά, ένας περαστικός τον ειδοποιεί πριν γίνει το κακό, εδώ έχουμε απόπειρα ανθρωποκτονίας από αμέλεια διότι ο νόμος θέλει η απόπειρα να γίνεται με δόλο.
Πρόβλημα σε σχέση με την απόφαση τίθεται στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο δράστης εξαρτά την τέλεση της πράξης από την επέλευση ορισμένων περιστατικών. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που εμφανίζονται με την ονομασία δόλο υπό αίρεση.
Πχ ο πατέρας βγάζει το όπλο να σκοτώσει αυτόν που ξεπαρθένιασε την κόρη του, υπάρχει όμως απόφαση;
Πχ ο ταχυδρομικός ανοίγει τους φακέλους μήπως βρει κάτι αξιόλογο, υπάρχει όμως απόφαση;
Έχουμε απάντηση με δύο περιπτώσεις. Αν η επέλευση του περιστατικού μπορεί να επηρεασθεί από τον δράστη όπως συμβαίνει στο παράδειγμα του πατέρα δεν υπάρχει ακόμη ειλημμένη απόφαση, αν όμως η επέλευση του περιστατικού εξαρτάται από ένα αντικειμενικό και άσχετο με τη βούληση του δράστη γεγονός πχ ο σύζυγος μπαίνει με όπλο στην κρεβατοκάμαρα μήπως πιάσει τη σύζυγο στα πράσα με τον εραστή της και έτοιμος να το χρησιμοποιήσει αν τους βρει, έχουμε απόφαση.
Τέλος η απόφαση του δράστη πρέπει να αναφέρεται στην τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος. Επομένως απόφαση για διάπραξη ορισμένου πταίσματος δεν έχει σημασία αφού δεν θεωρείται αξιόποινη  κατά τον ΠΚ η απόπειρα στα πταίσματα.

Η αρχή   εκτέλεσης του εγκλήματος και η οριοθέτησή της από τις προπαρασκευαστικές πράξεις
Το σπουδαιότερο αλλά και το πιο προβληματικό στοιχείο της απόπειρας είναι η αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος που θέτει το στοιχείο αυτό, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε την ανατομία ενός ολοκληρωμένου εγκλήματος  για να δούμε τις  φάσεις από τις οποίες διέρχεται η συμπεριφορά του δράστη πριν καταλήξει στην προσβολή του εννόμου αγαθού και να εντοπίσουμε τη φάση εκείνη με την οποία αρχίζει να εκτελείται το έγκλημα.
  • Πρώτη φάση του εγκλήματος αυτού αποτελεί  η σύλληψη της εγκληματικής ιδέας στο μυαλό του δράστη. Ο δράστης δηλ. σε αυτή τη φάση έχει ξεκαθαρίσει μέσα του ότι θέλει να διαπράξει το έγκλημα πχ να σκοτώσει τον συγκεκριμένο άνθρωπο.
  • Δεύτερη φάση του εγκλήματος αποτελεί η προετοιμασία της υλοποίησης της εγκληματικής ιδέας ή όπως λέγεται η προπαρασκευή της τέλεσης του εγκλήματος. Αφού αποφάσισε ο δράστης να διαπράξει τελικά το έγκλημα, πρέπει φυσικά να προμηθευτεί το μέσο με το οποίο θα το τελέσει πχ το όπλο, το τσεκούρι, το μαχαίρι κλπ.
  • Τρίτη φάση, αποτελεί η αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος.
  • Τέταρτη και τελευταία φάση είναι η ολοκληρωμένη διάπραξη του εγκλήματος. Στα εγκλήματα σκοπού και στα διαρκή εγκλήματα υπάρχει και πέμπτη φάση που ακολουθεί την ολοκλήρωση του εγκλήματος, η φάση της ουσιαστικής αποπεράτωσης.
Οι δύο πρώτες φάσεις συνιστούν τον χώρο της ατιμώρητης συμπεριφοράς ενώ οι δύο τελευταίες το χώρο του αξιοποίνου.
Οι προπαρασκευαστικές πράξεις είναι κατά κανόνα ατιμώρητες ενώ κατ’ εξαίρεση τιμωρούνται σε ορισμένες ρητά προβλεπόμενες περιπτώσεις πχ 135 ΠΚ προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας, 211 ΠΚ παρασκευή ή προμήθεια εργαλείων για παραχάραξη ή κιβδηλεία και 218 παρ 3 ΠΚ παρασκευή  ή προμήθεια πλαστών ενσημο-χαρτοσήμων κλπ.


Σύμφωνα με την νομολογία, αρχή εκτέλεσης συνιστά κάθε ενέργεια, η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και οδηγεί κατευθείαν στην πραγμάτωση αυτού ή βρίσκεται προς την αντικειμενική του υπόσταση σε τέτοια άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα της, το οποίο οδηγεί άμεσα σε αυτήν, εάν δεν ανακοπεί από οποιαδήποτε αιτία.
Σύμφωνα με τη θεωρία της εντύπωσης αρχή εκτέλεσης  αποτελούν όχι μόνο οι πράξεις που προσβάλλουν τυποποιημένα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος  αλλά και οι πράξεις εκείνες οι οποίες διαταράσσουν με βάση το σχέδιο του δράστη και την κοινή αντίληψη, τον κύκλο ηρεμίας του εννόμου αγαθού παρέχοντας έτσι προς τα έξω την εντύπωση της διάπραξης εγκλήματος, που κλονίζει το αίσθημα της ασφάλειας των πολιτών και την εμπιστοσύνη τους στην ισχύ της έννομης τάξης.
Πρέπει να διευκρινίσουμε εκτός από ήδη γνωστούς τρόπους προσβολής του εννόμου αγαθού της βλάβης και της διακινδύνευσης έχουμε και ένα τρίτο τρόπο τη διατάραξη της ειρηνικής κατάστασης που περιβάλλει το έννομο αγαθό. Άρα η διατάραξη του κύκλου ηρεμίας που είναι πιο ψηλά σε βαθμό από τη βλάβη και τη διακινδύνευση του εννόμου αγαθού αποτελεί το κριτήριο σύμφωνα με τη θεωρία της εντύπωσης  και το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει να εκτελείται το έγκλημα.

Η μη ολοκλήρωση  του κακουργήματος ή πλημμελήματος
Το τελευταίο αυτό στοιχείο αναγράφεται ρητά στο αρ. 42 παρ 1 ΠΚ θα μπορούσε να συνταχθεί και σιωπηρά ως λογικά εξυπακοούμενο στοιχείο της απόπειρας.
Αν ο δράστης προσβάλλει πολλές φορές την ίδια μονάδα του εννόμου αγαθού στο χρονικό διάστημα που διαρκεί η κατάλυση της ειρήνευσης της πχ ο δράστης πυροβολεί αλλά αστοχεί και επανέρχεται με δεύτερο πυροβολισμό σκοτώνοντας το θύμα δεν θα τιμωρηθεί και για απόπειρα αλλά για την τετελεσμένη ανθρωποκτονία διότι υπάρχει φαινομενική συρροή.

Τα είδη της απόπειρας
Πρόσφορη και απρόσφορη απόπειρα
Πρόσφορη είναι η απόπειρα που μπορεί να οδηγήσει στην προσβολή του εννόμου αγαθού ενώ απρόσφορη είναι η απόπειρα η οποία ουδέποτε μπορεί να οδηγήσει στην προσβολή του εννόμου αγαθού. Η πρόσφορη απόπειρα τιμωρείται με το αρ. 42 παρ 1 ΠΚ με μειωμένη κατά κανόνα ποινή στο μέτρο του αρ. 83 ΠΚ εκτός αν ο δικαστής κάνει χρήση της ευχέρειας που του παρέχει η παρ. 2 του ίδιου άρθρου και επιβάλει στον δράστη την ποινή του ολοκληρωμένου εγκλήματος. Αντίθετα η απρόσφορη απόπειρα τιμωρείται σύμφωνα με το αρ. 43 παρ 1 ΠΚ με την μειωμένη ποινή της πρόσφορης απόπειρας στο μισό εκτός αν η απόπειρα αυτή έχει τη μορφή της απρόσφορης απόπειρας από ευήθεια (βλακεία) η οποία παραμένει όπως μας λέει το άρ. 43 παρ 2 ΠΚ υποχρεωτικά ατιμώρητη.
  • Πρόσφορη είναι κάθε απόπειρα η οποία μπορεί να οδηγήσει στην  προσβολή του εννόμου αγαθού. Επομένως κάθε πράξη που έχει αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα εφόσον συγκεντρώνει τις προαναφερθείσες τρεις προϋποθέσεις της απόπειρας εμπίπτει στην τιμωρητική εμβέλεια του αρ. 42 παρ 1 ΠΚ.πχ ο πυροβολισμός του θύματος από τον δράστη, η προσφορά ενός επίχρυσου αντικειμένου  ως χρυσού, η επ’ αυτοφώρω σύλληψη του διαρρήκτη την ώρα που γεμίζει τη σακούλα του κλπ. 
  • Απρόσφορη είναι η απόπειρα η οποία είτε λόγω μέσου είτε λόγω αντικειμένου εναντίον του οποίου στρέφεται καθιστά απολύτως αδύνατη την προσβολή του εννόμου αγαθού. Ο δράστης δηλ. βρίσκεται σε μια πλάνη. Νομίζει ότι το μέσο, που διάλεξε για να κάνει το έγκλημα θα τον βοηθήσει να προσβάλει το έννομο αγαθό όπως το έχει σχεδιάσει. Η νομίζει ότι το αντικείμενο που έχει βάλει στο στόχο του πχ ένα ξαπλωμένο άνθρωπο που τον περνάει για κοιμώμενο ενώ είναι ήδη νεκρός,   θα προσβληθεί τελικά από την ενέργειά του όπως το επιδιώκει. Η πλάνη αυτή του δράστη είναι ακριβώς αντίστροφη από την πραγματική πλάνη. Και στις δύο περιπτώσεις ο δράστης έχει εσφαλμένη  εικόνα της πραγματικότητας στο μυαλό του. Πάντως για να υπάρχει απρόσφορη απόπειρα πρέπει να είναι απολύτως αδύνατη η προσβολή  του εννόμου αγαθού είτε εξαιτίας της φύσης του μέσου, που χρησιμοποίησε ο δράστης είτε εξαιτίας του αντικειμένου, εναντίον του οποίου έστρεψε την εγκληματική του συμπεριφορά.
  • Τα είδη της απρόσφορης απόπειρας.
    • Απρόσφορη απόπειρα λόγω μέσου, στην απόπειρα αυτή η αδυναμία τέλεσης του εγκλήματος οφείλεται στην ακαταλληλότητα του μέσου, που χρησιμοποιεί ο δράστης για να προσβάλλει το έννομο αγαθό  πχ πατάει κάποιος τη σκανδάλη ενός κυνηγετικού όπλου που όμως είναι άδειο. ‘Η μπερδεύει κάποιος τα φακελάκια και αντί για δηλητήριο ρίχνει ζάχαρη άχνη για να δηλητηριάσει κάποιον.
    • Απρόσφορη απόπειρα λόγω αντικειμένου, υπάρχει στην περίπτωση που ο δράστης επιχειρεί να προσβάλλει ένα αντικείμενο το οποίο είναι αδύνατο να προσβληθεί είτε γενικότερα είτε στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της συμπεριφοράς του δράστη. Πχ πυροβολισμός με ανθρωποκτόνο πρόθεση ενός ήδη νεκρού.  Ή διάρρηξη ενός άδειου ταμείου. Η απρόσφορη απόπειρα λόγω αντικειμένου χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή γιατί καμιά φορά η συμπεριφορά του δράστη δεν διαταράσσει τον κύκλο ηρεμίας του εννόμου αγαθού πχ πυροβολώντας ένα πεθαμένο. Ή ακόμα το ίδιο ισχύει όταν κάποιος επιχειρεί να κλέψει ένα δικό του πράγμα.
    • Απρόσφορη απόπειρα λόγω υποκειμένου, έχουμε όταν επιχειρεί να διαπράξει κάποιος ένα έγκλημα χωρίς να υπάρχει στο πρόσωπό του η απαραίτητη ιδιότητα με την οποία συνδέει την τιμωρία της πράξης ο νόμος. Πχ ένας ιδιώτης που πέτυχε σε διαγωνισμό του δημοσίου νομίζει ότι είναι ήδη δημόσιος υπάλληλος και απαιτεί να λαμβάνει δώρα για τη διεκπεραίωση ορισμένης υπηρεσιακής ενέργειας. Η απρόσφορη απόπειρα λόγω υποκειμένου μένει ατιμώρητη αφού δεν τη προβλέπει το αρ. 43 ΠΚ.
    • Απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια, βλακεία, υπάρχει όταν η συμπεριφορά του δράστη έρχεται σε φανερή αντίθεση στου στοιχειώδεις κανόνες της λογικής και προβάλει προς τα έξω μια εικόνα έλλειψης νοημοσύνης και γελοιότητας του ανθρώπου που την επιχειρεί. Πρέπει δηλ. να νομίζει ότι κάνει άμβλωση με χαμομήλι ο δράστης σε αυτή την περίπτωση.
Πεπερασμένη και μη πεπερασμένη απόπειρα
·         Πεπερασμένη απόπειρα έχουμε όταν ο δράστης ολοκλήρωσε τις ενέργειές του που ήσαν απαραίτητες για την επέλευση του αποτελέσματος αυτό όμως τελικά δεν επήλθε. Πχ ο δράστης σπρώχνει το θύμα που δεν ξέρει κολύμπι στη θάλασσα, αυτό όμως δεν πνίγεται τελικά σώζεται από κάποιον άλλο ή ο δράστης πυροβολεί το θύμα αλλά δεν το πετυχαίνει.
·         Μη πεπερασμένη απόπειρα λέγεται η απόπειρα στην οποία ο δράστης δεν ολοκλήρωσε τις ενέργειές του που ήταν απαραίτητες για την επέλευση του αποτελέσματος .πχ κάποιος θέλησε να δηλητηριάσει κάποιον σε τρεις δόσεις χωρίς όμως να δώσει τη τρίτη δόση.
Η διάκριση της απόπειρας σε πεπερασμένη και μη πεπερασμένη έχει  πρακτική σημασία μόνο όταν η σχετική μορφή της απόπειρας συνοδεύεται από την εκούσια υπαναχώρηση του δράστη διότι άλλη ποινική μεταχίριση επιφυλάσσει ο νόμος σε αυτόν που υπαναχωρεί εκούσια από πεπερασμένη και εντελώς άλλη σε αυτόν που υπαναχωρεί από μη πεπερασμένη.
Η εκούσια υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα είναι υποχρεωτικός προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή. Άρα ο δράστης που δεν έδωσε την τρίτη δόση μένει ατιμώρητος.
Η εκούσια υπαναχώρηση από πεπερασμένη απόπειρα αποτελεί κατά περίπτωση είτε δυνητικό προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή, είτε υποχρεωτικό λόγο επιβολής διπλά μειωμένης ποινής δηλ. της ποινής της απόπειρας κομμένης στο μισό.Έτσι αυτός που ρίχνει κάποιον στη θάλασσα που δεν ξέρει κολύμπι και μετά μετανιώσει και τον σώσει υπαναχωρεί εκούσια από πεπερασμένη απόπειρα και τότε ο δικαστής μπορεί είτε να τον απαλλάξει από την ποινή αν κρίνει έτσι, είτε να τον τιμωρήσει με την ποινή τη απόπειρας κομμένη στη μέση.
Κρατούσα άποψη για να βρούμε πότε έχουμε εκούσια υπαναχώρηση είναι η θεωρία του ψυχρού εγκληματία που αν ο τελευταίος έπραττε το ίδιο τότε δεν έχουμε εκούσια υπαναχώρηση του δράστη ενώ αν ο δράστης συμπεριφέρθηκε διαφορετικά από τον ψυχρό εγκληματία τότε έχουμε εκούσια υπαναχώρηση.
Ένα άλλο μέγεθος για να βρούμε πότε έχουμε εκούσια υπαναχώρηση είναι η θεωρία της εντύπωσης στην αντίστροφη όψη της όπου το κριτήριο είναι η έμπρακτη αποδοκιμασία της συμπεριφοράς  εκ μέρους του ίδιου του δράστη, ο οποίος αποκαθιστά  έτσι από μόνος του την διαταραχθείσα  ηρεμία του εννόμου αγαθού και επαναφέρει το κλονισμένο από την αρχή εκτέλεσης αίσθημα της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ισχύ της έννομης τάξης.









Είναι δυνατή η απόπειρα σε όλα τα εγκλήματα;
Κατά κανόνα είναι δυνατή σε όλα τα εγκλήματα. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις που δεν μπορεί να υπάρξει απόπειρα.
Είναι αδύνατη η απόπειρα στις εξής περιπτώσεις:
·            Σε όλες τις περιπτώσεις των αυτοτελώς τυποποιημένων προπαρασκευαστικών πράξεων (αρ. 135, 211, 218 παρ 3 ΠΚ) καθώς επίσης και στις περιπτώσεις της αντιμετώπισης της απόπειρας ως ολοκληρωμένου εγκλήματος (αρ. 174,200 , 261 ΠΚ). Πρέπει να διευκρινισθεί ότι η απαγόρευση αυτή ισχύει μόνο για την τιμωρία της πρόσφορης όχι όμως και της απρόσφορης απόπειρας. Οπότε είναι δυνατή η τιμωρία για απρόσφορη απόπειρα του 211 ΠΚ όταν ο δράστης προμηθεύτηκε ένα ψεύτικο μηχάνημα παραχάραξης.
·            Κατά την ορθότερη άποψη, στα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα. Εφόσον η υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων αυτών περιλαμβάνει κατά ένα τμήμα της την αμέλεια, η αδυναμία ύπαρξης απόπειρας στα εγκλήματα αυτά από αμέλεια μεταφέρεται στα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα.
·            Η παλιότερη επιστημονική θεωρία δεχόταν ότι είναι αδύνατη η απόπειρα στα τυπικά εγκλήματα ή εγκλήματα απλής συμπεριφοράς αυτό όμως δεν ισχύει σήμερα.
·            Ανάλογα ισχύουν και στα εγκλήματα της γνήσιας παράλειψης. Στα εγκλήματα της μη γνήσιας παράλειψης γίνεται ομόφωνα δεκτό ότι μπορεί να υπάρξει απόπειρα πχ η μητέρα παράτησε το μωρό της και εξαφανίστηκε αλλά σώθηκε τελικά από τους γείτονες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου