Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΥΛΩΝΟΠΟΥΛΟ - ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ



Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΠΙΘΕΣΗ ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 22 ΠΚ

Ο  Α, τακτικός θαμώνας του νυκτερινού κέντρου Ξεφάντωμα, έχει παλιούς λογαριασμούς με τον κακοποιό Β, που επίσης συχνάζει στο ίδιο κέντρο. Δύο φορές ο Β έχει απειλήσει τον Α ότι θα τον σκοτώσει με ένα πιστόλι που ανέσυρε από την αριστερή εσωτερική τσέπη του σακακιού του, χωρίς ωστόσο να πραγματοποιήσει τις προθέσεις του διότι κοινοί γνωστοί παρενέβησαν και του πήραν το όπλο από τα χέρια.
Κάποια βραδιά που ο Β βλέπει τον Α στο ίδιο κέντρο, κατευθύνεται αποφασιστικά προς το μέρος του και βάζει το χέρι του στην τσέπη εκείνη του σακακιού του, από την οποία τις προηγούμενες φορές είχε ανασύρει το περίστροφο.
Ο Α, για να αποφύγει νέα επίθεση κατά της ζωής του, αρπάζει με αστραπιαία κίνηση μία καράφα με λικέρ και χτυπά  με αυτήν δυνατά τον Β στο κεφάλι, ρίχνοντας τον κάτω αναίσθητο. Όπως αποκαλύπτεται εκ των υστέρων, ο Β είχε στην τσέπη του ένα γεμάτο περίστροφο.
Δεν είναι ωστόσο δυνατό να διευκρινιστεί αν είχε πρόθεση να το χρησιμοποιήσει κατά του Α.

Το πρόβλημα είναι από ποιο χρονικό σημείο υπάρχει παρούσα επίθεση ώστε να θεμελιώνεται αντίστοιχα δικαίωμα άμυνας.
Κατά την κρατούσα γνώμη αρκεί να υπάρχει αντικειμενικά μια απειλητική κατάσταση που μπορεί να εξελιχθεί οποιαδήποτε στιγμή σε προσβολή ώστε να μη μπορεί να αξιωθεί από τον απειλούμενο να περιμένει περισσότερο (Ανδρουλάκης – όταν και η παραμικρή καθυστέρηση ενδέχεται να αποβεί μοιραία για το έννομο αγαθό).
Παρούσα επίθεση κατά τις διατάξεις για την άμυνα συνιστά και η συμπεριφορά που ναι μεν δεν έβλαψε ακόμη κανένα δικαίωμα, πλην όμως μπορεί να εξελιχθεί αμέσως σε βλάβη, έτσι ώστε κάθε καθυστέρηση της αμυντικής πράξης θα έθετε σε κίνδυνο το έννομο αγαθό.
Στην προκειμένη περίπτωση κρίθηκε ότι από το σύνολο των περιστάσεων που ήταν γνωστές στον Α κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, προέκυπταν αρκετές ενδείξεις για το ότι η συμπεριφορά του Β συνιστούσε «άμεση επικίνδυνη απειλή για τον Α, η οποία θα μπορούσε αστραπιαία να εξελιχθεί σε πράξη βλάβης».
Κατά συνέπεια υπήρχε κατάσταση κινδύνου η οποία μόνο με την ενεργοποίηση αμυντικών μέσων μπορούσε να αντιμετωπιστεί.




Ο ΔΙΑΡΚΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟ ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 25 ΠΚ (ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ ΠΟΥ ΑΙΡΕΙ ΤΟ ΑΔΙΚΟ)

Ο Α, που κατοικεί με τη σύζυγό του Β σε ισόγεια μονοκατοικία, παρατηρεί τρεις φορές σε διάστημα δύο μηνών ότι λείπουν χρήματα από το σπίτι του και εύλογα υποψιάζεται ότι άγνωστοι μπήκαν κρυφά στο σπίτι του και τέλεσαν κλοπή. Κάποια νύχτα η Β ξυπνά από ένα άγγιγμα στον ώμο της. Στο σκοτάδι διακρίνει έναν άγνωστο άνδρα που σπεύδει να απομακρυνθεί σιωπηλά. Η Β ξυπνά αμέσως το σύζυγό της, ο οποίος διακρίνει στον κήπο τον άγνωστο Γ να φεύγει τρέχοντας. Μετά από αυτό ο Α εγκαθιστά στο σπίτι σύστημα συναγερμού. Λίγα 24ωρα αργότερα, αργά τη νύχτα, χτυπά ο συναγερμός και ο Α βλέπει στον  κήπο του Γ, τον οποίο και καταδιώκει χωρίς αποτέλεσμα. Τότε ο Α, μετά από υπόδειξη της Αστυνομίας, παίρνει άδεια οπλοφορίας και προμηθεύεται ένα πιστόλι. Όλα αυτά τα γεγονότα προκαλούν στους Α και Β πανικό. Κυρίως ανησυχούν ότι ο άγνωστος αποβλέπει στην απαγωγή των μικρών παιδιών τους. Ο φόβος τους έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε τα βράδια δεν βγαίνουν από το σπίτι με αποτέλεσμα να απομονωθούν κοινωνικά. Η Β, γιατρός το επάγγελμα, δεν επισκέπτεται πια ασθενείς μετά το απόγευμα. Κάποια νύχτα ο συναγερμός χτυπά και πάλι. Οι Α και Β, που διακρίνουν τον Γ μέσα στο σπίτι, με ψυχραιμία τηλεφωνούν στην Αστυνομία και παίρνουν τη διαβεβαίωση ότι θα έλθει σύντομα κάποιος αστυνομικός. Πριν έλθει οποιοσδήποτε, ο Γ προλαβαίνει να εξαφανιστεί. Το ίδιο συμβαίνει δύο φορές ακόμη: Ο Γ εξαφανίζεται πριν έλθει η Αστυνομία. Κάποια νύχτα ο Α ξυπνά από ελαφρό θόρυβο και βλέπει στα πόδια του κρεβατιού του το Γ. Αρπάζοντας το πιστόλι του φωνάζει «αλτ ή πυροβολώ». Επειδή ο Γ τρέπεται σε φυγή, ο Α τον καταδιώκει μέχρι την έξοδο του κήπου καλώντας τον να σταματήσει  και πυροβολώντας στον αέρα. Επειδή οι απειλές του μένουν χωρίς αποτέλεσμα και η κατάσταση έχει γίνει πια αφόρητη, ο Α σκοπεύει τον Γ στα πόδια, όταν πλέον αυτός έχει βγει στο δρόμο και πυροβολεί τραυματίζοντας τον.
Θεμελιώνει ο διαρκής κίνδυνος δικαίωμα άμυνας ή αποτελεί απλώς ως προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 25 ΠΚ;

Σύμφωνα με το άρθρο 22 ΠΚ η θεμελίωση δικαιώματος άμυνας προϋποθέτει παρούσα και άδικη επίθεση. Κατά των Α και Β πραγματώθηκαν στο παρελθόν πολλές επιθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 22 ΠΚ, οι οποίες πράγματι έπληξαν έννομα αγαθά τους, αμέσως δε πριν από την τέλεση της πράξης ο Γ είχε προσβάλλει το δικαίωμά τους στον ιδιωτικό βίο και την οικιακή τους ειρήνη τους. Κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης από τον Α, ωστόσο, η επίθεση που είχε προηγηθεί είχε ήδη λήξει, αφού ο Γ είχε ήδη τραπεί σε φυγή και μάλιστα βρισκόταν στο δρόμο. Ώστε στο χρονικό εκείνο σημείο δεν υπήρχε πλέον παρούσα επίθεση σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 22 ΠΚ και κατά συνέπεια ούτε δικαίωμα άμυνας θεμελιωνόταν. Θα πρέπει επομένως να ερευνήσουμε αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 25 ΠΚ (κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο).
Κίνδυνος προσβολής ενός εννόμου αγαθού υπάρχει όταν από το σύνολο διαπιστωμένων πραγματικών περιστάσεων επιτρέπεται η πιθανολόγηση ενός βλαπτικού γεγονότος, όταν δηλ. είναι δυνατό να διατυπωθεί η κρίση, ότι η βλάβη του εννόμου αγαθού είναι πιθανή ή και βέβαιη. Ως κίνδυνος νοείται και ο προερχόμενος από ανθρώπινη συμπεριφορά (εφόσον δεν συνιστά επίθεση) καθώς και ο διαρκής κίνδυνος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Γ με τη συμπεριφορά του προσέβαλε κατ΄ επανάληψη πλειάδα εννόμων αγαθών των Α και Β: την ιδιοκτησία τους, τον ιδιωτικό βίο τους, τη οικιακή ειρήνη τους, αλλά και την προσωρινή ελευθερία τους, αφού αυτοί κατήργησαν τις βραδινές εξόδους τους και ιατρικές επισκέψεις. Από την επιμονή του Γ συνάγεται κατά την κοινή πείρα και λογική, ότι αυτός θα συνέχιζε τις προσβολές. Ώστε υπήρχε κίνδυνος, ο οποίος μάλιστα πρέπει να θεωρηθεί ως παρών υπό την έννοια ότι υπήρχε επανάληψή τους και στο μέλλον. Επί πλέον από τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης συνάγεται ότι ο εν λόγω κίνδυνος δεν μπορούσε να αποτραπεί διαφορετικά, αφού όλες οι προηγούμενες ηπιότερες προσπάθειες αποτροπής του (συναγερμός, κλήση αστυνομίας, προσκλήσεις προς το δράστη να σταματήσει, πυροβολισμοί στον αέρα) είχαν αποδειχθεί μάταιες. Ως αποτροπή δε του κινδύνου μπορεί να νοηθεί μόνο η σύλληψη του δράστη, αφού αυτός με ιδιάζουσα επιμονή συνέχιζε τις προσβολές του μολονότι γνώριζε την ύπαρξη των άλλων, ηπιότερων αποτρεπτικών μέσων (συναγερμού κλπ).
Για την άρση του αδίκου πρέπει επιπλέον η βλάβη που πραγματώθηκε να είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε. Τούτο στη περίπτωσή μας δεν είναι προφανές. Η σωματική ακεραιότητα, αυτοτελώς θεωρούμενη, δεν είναι σημαντικά κατώτερη από την προσωπική ελευθερία, τον ιδιωτικό βίο και την οικιακή ειρήνη.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι ο κίνδυνος που αποκρούσθηκε προέρχεται από εκείνον ακριβώς, του οποίου τα έννομα αγαθά προσβλήθηκαν. Στην περίπτωση αυτή που αποκαλείται, όπως είναι γνωστό, αμυντική κατάσταση ανάγκης, η προκαλούμενη βλάβη έχει πολύ μικρότερη σπουδαιότητα από ότι αυτή έχει κατά κανόνα, διότι το προσβαλλόμενο αγαθό είναι πολύ λιγότερο άξιο περιουσίας πχ πρόσδεση μανιακού στο κρεβάτι του για να αποτραπούν υλικές ζημιές που υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει.
Στην περίπτωσή μας η διαρκής τρομοκρατία στην οποία είχε υποβάλλει ο Γ την οικογενειακή ζωή των Α και Β στο παρελθόν, συνιστούσε μία τόσο βάναυση μεταχείριση των εννόμων αγαθών τους ώστε αυτά, σε συνδυασμό με τη διαρκή απειλή επανάληψης των προσβολών τους στο μέλλον και το δικαίωμα αυτόφωρης σύλληψης που συνέτρεξε, έγιναν περισσότερο άξια προστασίας από την σωματική ακεραιότητα του Γ κατά το μέρος που αυτή προσβλήθηκε.














ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ ΩΣ ΛΟΓΟΙ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ

Ο Α λαμβάνει ανώνυμη επιστολή, με την οποία του γνωστοποιείται ότι ο ανταγωνιστής του Β σε συνεργασία με τον αστυνομικό Γ έχουν αποφασίσει να τον καταγγείλουν ψευδώς για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, κατασκευάζοντας μάλιστα προς το σκοπό αυτό και πλαστά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Α παγιδεύει το τηλέφωνο του Γ και μαγνητοφωνεί συνομιλίες του με το Β από τις οποίες πράγματι συνάγονται σαφώς οι προθέσεις των ανωτέρω. Είναι άδικη η πράξη του (άρθρο 370Α παρ. 1 ΠΚ).
Η προστασία του ιδιωτικού απορρήτου είναι απόλυτη ή αίρεται το άδικο της παραβίασης του λόγω άμυνας ή κατάσταση ανάγκης;

Κρατούσα είναι η άποψη ότι όταν προσβάλλεται η σχετικά προστατευόμενη σφαίρα της προσωπικότητας, το άδικο της πράξης πρέπει να αίρεται λόγω άμυνας ή καταστάσεως ανάγκης.
Ειδικότερα έχει γίνει δεκτό ότι η χρήση μιας μαγνητοταινίας που περιέχει τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ τρίτων δεν είναι άδικη έστω και αν αυτή αποκτήθηκε από άλλων με αξιόποινη πράξη στις ακόλουθες περιπτώσεις:
·            Όταν η χρήση είναι ο μόνος τρόπος για την απόδειξη της αθωότητας ενός αδίκως κατηγορουμένου.
·            Όταν η χρήση αποδεικνύει ότι επίκειται η τέλεση αξιόποινης πράξης και γενικότερα όταν υπάρχει η λεγόμενη αποδεικτική κατάσταση ανάγκης, κατά την οποία το θύμα ενός εγκλήματος δεν έχει άλλο τρόπο αν αμυνθεί κατά της άδικης επίθεσης παρά μόνο με αυτόν τον τρόπο.
Έτσι πχ έχει θεωρηθεί ότι αίρεται το άδικο της μαγνητοφώνησης τηλεφωνικής συνομιλίας λόγω καταστάσεως ανάγκης όταν αυτή είναι ο μόνος τρόπος για να αποκαλυφθούν ανωμαλίες του δημοσίου βίου.
·            Όταν η χρήση είναι ο μόνος τρόπος για την απόδειξη μεροληψίας δικαστή του οποίου ζητείται η εξαίρεση.
·            Όταν η χρήση αποβλέπει στην παρακώλυση αδίκων επιθέσεων.
Ειδικά στις περιπτώσεις όπου ο μαγνητοφωνούμενος χρησιμοποιεί τον προφορικό λόγο για παράνομους σκοπούς, αυτός παύει να αποτελεί προστατευόμενο πεδίο του ιδιωτικού βίου αφού δεν συντρέχει ο σκοπός προστασίας του κανόνα. Όπως λέγεται συναφώς, το Σύνταγμα προστατεύει την ελεύθερη ανάπτυξη και όχι την κατάπτωση της προσωπικότητας. Έτσι βάσει της λεγόμενης «θεωρίας της καταπτώσεως» δεν θεωρείται άδικη η δικονομική αξιοποίηση μαγνητοταινίας στην οποία ο δράστης μιας αξιόποινης πράξης περιγράφει την εγκληματική δραστηριότητά του.
Συναφής είναι και η «θεωρία της αποδυνάμωσης» σύμφωνα με την οποία εκείνος που υπερβαίνει παρανόμως τα πλαίσια που χαράσσει το συνταγματικό δικαίωμα επί την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας αποδυναμώνει το δικαίωμά του επί την αποκλειστικότητα του προφορικού του λόγου.
Όταν ωστόσο συντρέχουν οι γενικοί όροι άρσεως του αδίκου (εν προκειμένω: κατάσταση ανάγκης) είναι περιττή η προσφυγή στα ανωτέρω επιχειρήματα.
Η μαγνητοφώνηση συνομιλίας αναγόμενης στην οικογενειακή ή γενετήσια ζωή του ατόμου μόνο σε πολύ ακραίες περιπτώσεις είναι δυνατόν να μην είναι άδικη (πχ προκειμένου να αποτραπεί αποπλάνηση παιδιού), ενώ οι πιθανότητες άρσης του αδίκου αυξάνονται σε περίπτωση συνομιλίας εμπορικής ή επαγγελματικής φύσης.
Ως προς τα περιλαμβανόμενα στη μαγνητοταινία του παραδείγματος, από τα οποία προκύπτει ότι οι Β και Γ μεθόδευαν την κίνηση ποινικής δίωξης κατά του Α καίτοι γνώριζαν ότι ήταν αθώος, τόσο στη θεωρία όσο και η νομολογία έχουν αποφανθεί ότι σε περιπτώσεις (μη αξιόποινης) απόπειρας ηθικής αυτουργίας (εδώ πρόκληση στην τέλεση του κακουργήματος του άρθρου 239 β ΠΚ (άρ. 186 ΠΚ) η οποία εξελίχθηκε σε τετελεσμένη ηθική αυτουργία στο πάνω έγκλημα) ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το άδικο της κρυφής μαγνητοφώνησης τηλεφωνικής συνομιλίας αίρεται λόγω «οιονεί κατάστασης άμυνας» ή «καταστάσεως που προσομοιάζει προς άμυνα».
Τούτο άλλωστε γίνεται δεκτό ότι συμβαίνει και σε κάθε περίπτωση που ο μαγνητοφωνούμενος εκδηλώνει παράνομο σκοπό στο τηλεφώνημα. Κατά τον ίδιο λόγο αίρεται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, και το άδικο της χρήσης της μαγνητοταινίας.
Από μεγάλη μερίδα της θεωρίας και νομολογίας γίνεται δεκτό ότι η ανωτέρω «οιονεί κατάσταση άμυνας» αποτελεί  ένα είδος προληπτικής άμυνας με αποτέλεσμα να αίρεται το άδικο της κρυφής μαγνητοφώνησης τηλεφωνικής συνομιλίας εφόσον αυτή γίνεται προς απόκρουση μελλοντικής επίθεσης.
Ορθότερη είναι η άποψη σύμφωνα με την οποία η πιο πάνω περίπτωση συνιστά κατάσταση ανάγκης με αποτέλεσμα το άδικο της πράξης να αίρεται με ευθεία εφαρμογή του άρθρου 25 ΠΚ. Η προοπτική της μελλοντικής επίθεσης εκ μέρους του Γ, μολονότι δεν συνιστά παρούσα επίθεση, θέτει πάντως ένα παρόντα κίνδυνο για τα έννομα αγαθά του Α. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει κίνδυνος αφού συντρέχουν διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά (συνομιλία στη μαγνητοταινία και διαπίστωση της γνησιότητάς της) που θεμελιώνουν την πιθανότητα επέλευσης ενός βλαπτικού για τον Α γεγονότος.  Ο κίνδυνος είναι παρών αφού μπορεί σε κάθε στιγμή να εξελιχθεί σε βλάβη, έστω και αν προς τούτο απαιτείται κάποιος χρόνος. Αρκεί και ο λεγόμενος «διαρκής κίνδυνος». 
Αντίθετα δεν μπορεί να γίνει λόγος για άμυνα διότι δεν πρόκειται ακόμη για «παρούσα επίθεση» Όπως είναι γνωστό η επίθεση ως προϋπόθεση της άμυνας είναι παρούσα από τη στιγμή που η προσβολή του εννόμου αγαθού επίκειται αμέσως. Εδώ όμως το γεγονός ότι ο Γ εξαγγέλλει την πρόθεσή του να επιτύχει άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Α δεν εξαρκεί για να χαρακτηρισθεί η συμπεριφορά του ως παρούσα επίθεση.  Η συμπεριφορά του μπορεί να εξελιχθεί αμέσως σε μία προσβολή των εννόμων αγαθών που βλάπτονται με τα εγκλήματα των άρθρων 239 και 229 ΠΚ. Κατά συνέπεια πρόκειται για περίπτωση μελλοντικής επίθεσης, η αντίδραση κατά της οποίας κρίνεται με βάση τις διατάξεις περί καταστάσεως ανάγκης.








Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΥ ΔΟΛΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΑΜΕΛΕΙΑ

Οι Α και Β αποφασίζουν να ληστέψουν από κοινού τον Γ. Προκειμένου να κάμψουν την αντίστασή του, ο Α προτείνει να χρησιμοποιήσουν ένα δερμάτινο λουρί για να σφίξουν με αυτό το λαιμό του θύματος και στη συνέχεια να τον δέσουν. Επειδή, ωστόσο, δεν επιθυμούν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του, εγκαταλείπουν το σχέδιο αυτό και αποφασίζουν να χτυπήσουν τον Γ με ένα σάκκο γεμάτο άμμο, που με το χτύπημα παίρνει το σχήμα του κεφαλιού του. Έτσι πιστεύουν ότι θα αποφύγουν σοβαρό τραυματισμό του. Όταν όμως ο Α χτυπά τον Γ στο κεφάλι με το σάκκο, αυτός σπάζει και ο Γ προβάλλει ισχυρή αντίσταση.  Τότε ο Β, που είχε πάρει μαζί του το δερμάτινο λουρί για καλό και για κακό, το τυλίγει στο λαιμό του θύματος και αρχίζει να το τραβά με δύναμη από το ένα άκρο, ενώ ο Α το κρατά από το άλλο. Ο Γ πεθαίνει από ασφυξία.
Έχει ο δράστης ενδεχόμενο δόλο ακόμη και όταν δεν επιθυμεί το αποτέλεσμα που προκάλεσε;

Το πρόβλημα της διάκρισης του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια δεν είναι ένα απλώς δογματικό -θεωρητικό ζήτημα, αλλά τίθεται κατά τρόπο οδυνηρό στην καθημερινή δικαστική πρακτική.
Σύμφωνα με τη θεωρία της επιδοκιμασίας ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης αποδέχεται το εγκληματικό αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι το επιδοκιμάζει, συγκατατίθεται προς αυτό, υπάρχει εσωτερική συμφωνία του με το αποτέλεσμα (α τύπος του Φρανκ: ο δράστης θα έπραττε ακόμη και αν προέβλεπε ως βέβαιη την επέλευση του αποτελέσματος).
Τη θεωρία της επιδοκιμασίας προσπάθησε να εφαρμόσει και το γερμανικό Ακυρωτικό στην ανωτέρω περίπτωση.
Έτσι δέχθηκε ότι οι Α και Β, ενήργησαν με ενδεχόμενο δόλο. Ο θάνατος του Γ ήταν μεν ανεπιθύμητος, πλην όμως η επιδοκιμασία του αποτελέσματος που συνιστά το αποφασιστικό κριτήριο  της διάκρισης το ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια, μπορεί να συντρέχει και όταν το αποτέλεσμα είναι ανεπιθύμητο.
Επιδοκιμασία του αποτελέσματος υπό νομική έννοια, είπε το γερμανικό Ακυρωτικό, συντρέχει όταν ο δράστης συμβιβάζεται με την επέλευσή του προκειμένου να μην παραιτηθεί από τον επιδιωκόμενο σκοπό, ενώ ενσυνείδητη αμέλεια υπάρχει όταν πιστεύει ότι αυτό δεν θα επέλθει. Όταν δηλαδή ο δράστης εν ανάγκη, εφόσον δεν μπορεί να πετύχει διαφορετικά το σκοπό του, προτιμά να τελέσει την επικίνδυνη για το έννομο αγαθό πράξη καίτοι γνωρίζει τη δυνατότητα πρόκλησης του ανεπιθύμητου αποτελέσματος, παρά να αποστεί από την τέλεσή της.
Η θεωρία της επιδοκιμασίας υπ΄ αυτή τη μορφή είναι υπερβολικά στενή. Επιδοκιμάζω σημαίνει: εγκρίνω, επικροτώ, αποδέχομαι.  Η επιδοκιμασία εκφράζει μια θετική συναισθηματική στάση του δράστη ως προς το αποτέλεσμα, που υπάρχει μόνον όταν αυτός το επιθυμεί. Αυτή η έννοια της επιδοκιμασίας είναι και η μόνη σύμφωνη με τη χρήση της λέξης στη γλώσσα. Όταν δράστης δεν παραιτείται  από την πράξη του έστω και αν προβλέπει ως δυνατή την επέλευση ενός ανεπιθύμητου για αυτόν αποτελέσματος, επιδοκιμασία και επομένως ενδεχόμενος δόλος δεν νοείται. Η απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού, που δέχθηκε στην «περίπτωση του ιμάντα»  μιαν «επιδοκιμασία υπό νομική έννοια» όταν το αποτέλεσμα είναι εξόχως ανεπιθύμητο για το δράστη, απλώς υπερβαίνει το γλωσσικό νόημα της λέξης και την χρησιμοποιεί για να δηλώσει κάποιο άλλο σημαινόμενο, κάποια άλλη ψυχική στάση, για την οποία όμως ταιριάζει άλλη λέξη.
Σύμφωνα με τον Ανδρουλάκη, ενδεχόμενος δόλος πρόκειται «οσάκις ο δράστης έλαβε σοβαρά υπόψη του το ενδεχόμενο πραγμάτωσής της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και, αφού το εστάθμισε με ότι επεδίωκε με την πράξη του, έκρινε το τελευταίο ως τόσο σημαντικό ώστε ακόμα και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν για αυτόν κάθε αυτό αποδεκτό ή ήταν ακόμα και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε ωστόσο να προχωρήσει στην πράξη ελπίζοντας  - ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση ότι αυτό δεν θα επέλθει». Ενσυνείδητη αμέλεια υπάρχει, αντίθετα, όταν ο δράστης πίστεψε τελικά ότι δεν θα επέλθει.
Με τη θεωρία όμως αυτή μετατίθεται το αντικείμενο του δόλου στην επικίνδυνη συμπεριφορά. Έτσι η συνεπής κατάληξη αυτής της θεωρίας είναι, ότι ο ενδεχόμενος δόλος και ο δόλος διακινδύνευσης ταυτίζονται. Το αποτέλεσμα, όμως, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, δεν μπορεί να εξαιρείται από τη σχέση επικάλυψης. Ο νόμος δεν μεταχειρίζεται κατά τον ίδιο τρόπο τη διακινδύνευση και τη βλάβη του έννομου αγαθού. Άλλωστε υπό τη θεωρία αυτή ο ενδεχόμενος δόλος εμφανίζεται ως περιττός, αφού ο δόλος ως προς την επικινδυνότητα της συμπεριφοράς είναι άμεσος (ο δράστης γνωρίζει ότι αυτή είναι επικίνδυνη και αυτό αρκεί).

Πηγή: Καθηγητής Νομικής Αθηνών Χ. Μυλωνόπουλος, Γενικό Ποινικό Δίκαιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου