1. ΡΥΘΜΙΣΗ
Ο Αστικός Κώδικας ρυθμίζει τις δικαιοπραξίες στο 5ο κεφάλαιο των Γενικών Αρχών, στα άρθρα 127-200. Πέρα από το κεφάλαιο αυτό, ειδικά ζητήματα των δικαιοπραξιών ρυθμίζονται στις διατάξεις για τις αιρέσεις και προθεσμίες (άρθρα 201-210), την αντιπροσώπευση και πληρεξουσιότητα (άρθρα 211-235), τη συναίνεση και την έγκριση (άρθρα 236-239).
2. ΕΝΝΟΙΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ
Ο ΑΚ δεν ορίζει την έννοια της δικαιοπραξίας. Γίνεται όμως δεκτό ότι "δικαιοπραξία είναι η δήλωση βουλήσεως η οποία κατευθύνεται στην παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, το οποίο όμως επέρχεται μόνον γιατί θέλησε τούτο ο δηλών".
3. ΔΗΛΩΣΗ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ
Δήλωση βουλήσεως αποτελεί η με ορισμένη συμπεριφορά εξωτερίκευση και πραγμάτωση της ιδιωτικής βούλησης, η οποία κατευθύνεται στη δημιουργία ορισμένου εννόμου αποτελέσματος.
Η δικαιοπραξία μπορεί να περιέχει μία ή περισσότερες δηλώσεις βουλήσεως εφόσον απαιτούνται για την επέλευση της έννομης συνέπειας.
Η δήλωση βουλήσεως πρέπει να στοχεύει ηθελημένα στην επέλευση ορισμένης έννομης συνέπειας.
Η δήλωση βουλήσεως διακρίνεται σε ρητή και σιωπηρή. Ρητή είναι η δήλωση βουλήσεως, όταν έχει ως άμεσο σκοπό συγκεκριμένη δικαιοπραξία πχ αποδοχή κληρονομίας με συμβολαιογραφικό έγγραφο, πώληση κλπ. Τα μέσα της ρητής δήλωσης είναι ποικίλα, με συνηθέστερο τον προφορικό ή γραπτό λόγο, τις κινήσεις των χεριών ή του κεφαλιού κλπ. Ανάλογα με το μέσο εξωτερίκευσης, η δήλωση βουλήσεως διακρίνεται σε τυπική και άτυπη. Σιωπηρή είναι η δήλωση όταν ο δικαιοπρακτικός σκοπός συνάγεται συμπερασμτικά σε συνδυασμό προς το σύνολο των ειδικών περιστατικών και με κριτήριο την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Έτσι, από το γεγονός ότι κάποιος υποβάλλει δήλωση φόρου κληρονομιάς, συνάγεται ότι θέλει να είναι κληρονόμος.
Δήλωση βουλήσεως με την έννοια του ΑΚ υπάρχει και όταν η εξωτερίκευση της βουλήσεως στον εξωτερικό κόσμο γίνεται χωρίς να έχει την έννοια της γνωτοποιήσεως σε άλλον. Πρόκειται για πράξη βουλήσεως, η οποία αποτελεί δικαιοπραξία, καθόσον υπάρχει πρόθεση εκείνου που ενεργεί να τελέσει την πράξη. Πράξη βουλήσεως αποτελεί η κατάλειψη αδεσπότου (ΑΚ 1075), η εγκατάλειψη (ΑΚ 1076), η προκήρυξη (ΑΚ 709), η αποδοχή κληρονομιάς, η χρησικτησία κλπ. Αντιθέτως, δεν υπάρχει πράξη βουλήσεως επί ασυνειδήτων ενεργειών πχ αυτών που γίνονται κατά τη διάρκεια του ύπνου, πυρετού, μέθης.
4. ΓΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ
Πέρα από τη δήλωση βούλησης για την επέλευση της έννομης συνέπειας, απαιτείται και η συνδρομή και άλλων γεγονότων ή καταστάσεων, καθώς η πλήρωση απλώς του πραγματικού της δικαιοπραξίας δεν αρκεί για την επίτευξη του αποτελέσματός της.
Για το λόγο αυτό, το πραγματικό της δικαιοπραξίας ονομάζεται ειδικό σε αντιδιαστολή με το γενικό πραγματικό που περιέχει το σύνολο των λοιπών γεγονότων από τα οποία εξαρτάται η έννομη συνέπεια.
Το γενικό πραγματικό περιέχει τις προϋποθέσεις του κύρους και τους όρους του ενεργού της δικαιοπραξίας. Στις προϋποθέσεις του κύρους της δικαιοπραξίας κατατάσσονται κυρίως η δικαιοπρακτική ικανότητα (άρθρα 127 επ ΑΚ), η μη αντίθεση στο νόμο (ΑΚ 174) ή στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178), η εξουσία διάθεσης (ΑΚ 175, 176), η τήρηση του τύπου (ΑΚ 158) η συναίνεση του προσώπου (ΑΚ 236).
Οι προϋποθέσεις του κύρους της δικαιοπραξίας κατά κανόνα τεκμαίρεται ότι υπάρχουν και όποιος επικαλείται την έλλειψή τους βαρύνεται με την απόδειξη της έλλειψης αυτής.
5. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ
Στοιχεία της δικαιοπραξίας αποτελούν τα κατ΄ιδίαν μέρη της πραγματικής υποστάσεώς της και διακρίνονται σε ουσιώδη, επουσιώδη (φυσικά ή συνήθη στοιχεία και τυχαία ή πρόσθετα στοιχεία).
Ουσιώδη στοιχεία της δικαιοπραξίας είναι εκείνα που απαιτούνται από το νόμο για να υπάρξει ορισμένου είδους δικαιοπραξία. Η δήλωση βουλήσεως πρέπει να καλύπτει πλήρως τα ουσιώδη στοιχεία. Έτσι πχ για να υπάρξει σύμβαση πωλήσεως, οι συμβαλλόμενοι πρέπει να δηλώσουν τη θέλησή τους για τη μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος και τη συμφωνία τους για το τίμημα, δηλαδή ουσιώδη στοιχεία στη σύμβαση πωλήσεως αποτελούν το πράγμα, το τίμημα και η συμφωνία για αυτά.
Τα επουσιώδη στοιχεία δε μεταβάλλουν τον τύπο της δικαιοπραξίας, αλλά εισάγουν αποκλίσεις από τις διατάξεις ενδοτικού δικαίου ή ρυθμίζουν θέματα που δεν προβλέπονται από το νόμο. Τα επουσιώδη στοιχεία διακρίνονται σε φυσικά και πρόσθετα.
Φυσικά ή συνήθη στοιχεία ονομάζονται τα στοιχεία εκείνα που ισχύουν σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία των μερών, οπότε συμπληρώνονται από το νόμο. Πρόκειται συνήθως για κανόνες ενδοτικού δικαίου (χωρίς όμως να αποκλείονται και κανόνες αναγκαστικού δικαίου) που ρυθμίζουν έννομες συνέπειες παρεπόμενες εκείνων των εννόμων συνεπειών, οι οποίες ρυθμίζονται με τα essentialia negotii.
Ως τυχαία ή πρόσθετα στοιχεία αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα τα οποία προσθέτουν τα μέρη στη δικαιοπραξία και τα οποία δεν είναι απαραίτητα για την υπόστασή της. Τέτοια στοιχεία είναι η προσθήκη αιρέσεως ή προθεσμίας ή ποινικής ρήτρας στη δικαιοπραξία.
6. ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕ ΣΤΕΝΗ ΕΝΝΟΙΑ
Δεύτερο κύριο στοιχείο της δικαιοπραξίας αποτελεί η ηθελημένη δικαιοπρακτική βούληση. Το στοιχείο αυτό είναι εκείνο που διακρίνει τις δικαιοπραξίες από μια άλλη κατηγορία πράξεων που επιδοκιμάζονται από το δίκαιο, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι η έννομη συνέπειά τους επέρχεται απ΄ ευθείας και μόνον από το νόμο, ανεξαρτήτως από το εάν την θέλησε ή όχι ο πράττων. Πρόκειται για τις πράξεις δικαίου με στενή έννοια, οι οποίες δεν ανάγονται σε δικαιοπραξίες και περιλαμβάνουν τις οιονεί δικαιοπραξίες, τις νομικές υλικές πράξεις και τις δικαιοπρακτικές παραλείψεις ή παραλείψεις δηλώσεων.
Οιονεί δικαιοπραξίες είναι οι νομικές πράξεις οι οποίες συνίστανται στην εξωτερίκευση ψυχικού γεγονότος- βουλήσεως ή παραστάσεως, το οποίο επιφέρει έννομη συνέπεια από το νόμο. Τέτοια είναι η όχληση όταν με αυτή καλείται ο μισθωτής να πληρώσει το μίσθωμα, χωρίς ο εκμισθωτής να αποβλέπει στις συνέπειες της υπερημερίας.
Οι οιονεί δικαιοπραξίες διακρίνονται σε ανακοινώσεις βουλήσεως, σε ανακοινώσεις παραστάσεως και σε ανακοινώσεις συναισθήματος.
Νομικές υλικές πράξεις είναι οι πράξεις που επιδοκιμάζονται από το δίκαιο, και συνίστανται σε κάποια υλική ενέργεια ή σωματική σχέση, στις οποίες όμως η έννομη τάξη αποδίδει ορισμένες συνέπειες. Σε αντίθεση προς τις οιονεί δικαιοπραξίες, εδώ η έννομη συνέπεια επέρχεται από μόνη την πράξη και ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι της δικαιοπρακτικής βουλήσεως του πράττοντος. Η πράξη, όμως, πρέπει να είναι ηθελημένη, γιατί αλλιώς δεν υπάρει καν πράξη. Τέτοιες πράξεις είναι η ειδοποιία (ΑΚ 1061), η εύρεση απολωλότος (ΑΚ 1081), η εύρεση θησαυρού (ΑΚ 1093), η ένωση (ΑΚ 1057), η σύνθεση έργου διάνοιας (ΑΚ 60) κα.
Δικαιοπρακτική παράλειψη υφίσταται, όταν στη σιωπή του προσώπου ο νόμος αποδίδει την έννοια δηλώσεως βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου, θετικού ή αρνητικού, και η οποία δήλωση βούλησης τελικά επιφέρει ορισμένη έννομη συνέπεια. Τέτοιες παραλείψεις αποτελούν η παράλειψη του κληρονόμου να αποποιηθεί την κληρονομία, η οποία εξομοιώνεται με αποδοχή (ΑΚ 1850), η παράλειψη δήλωσης του αντιπροσωπευόμενου (ΑΚ 229 εδ. β).
7. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ
Οι δικαιοπραξίες διακρίνονται αναλόγως με τον αριθμό των προσώπων που μετέχουν στην κατάρτισή τους, με το περιεχόμενο και τον τρόπο με τον οποίο καταρτίζονται και με τον σκοπό που αυτές επιδιώκουν.
Μονομερείς και πολυμερείς δικαιοπραξίες: Μονομερείς δικαιοπραξίες είναι αυτές που τελούνται με τη δήλωση βουλήσεως ενός μόνου προσώπου. Τέτοιες είναι η πληρεξουσιότητα (ΑΚ 217), η διαθήκη (ΑΚ 1712), η ανάκληση εντολής (ΑΚ 724), η επιλογή (ΑΚ 306) και η καταγγελία της συμβάσεως. Διακρίνονται σε απευθυντέες και σε μη απευθυντέες. Απευθυντέες είναι οι μονομερείς δικαιοπραξίες όταν η δήλωση βούλησης απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο και η ενέργειά της επέρχεται, όταν η δήλωση βουλήσεως περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται. Τέτοιες είναι η καταγγελία της σύμβασης, η υπαναχώρηση (ΑΚ 390) κλπ. Μη απευθυντέες είναι οι μονομερείς δικαιοπραξίες όταν η δήλωση βουλήσεως δεν απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, και η ενέργειά της επέρχεται με μόνη την εξωτερίκευση της βουλήσεως. Τέτοιες είναι η προκήρυξη (ΑΚ 709), η διαθήκη (ΑΚ 1712) κλπ.
Πολυμερείες δικαιοπραξίες είναι εκείνες οι οποίες περιέχουν δύο ή περισσότερες δηλώσεις βουλήσεως και διακρίνονται σε διμερείς (συμβάσεις), κοινές κοινοπραξίες (συνδικαιοπραξίες) και συλλογικές πράξεις. Διμερείς δικαιοπραξίες είναι οι καταρτιζόμενες με τις δηλώσεις βουλήσεως δύο ή περισσοτέρων προσώπων οι οποίες αντιτίθενται μεταξύ τους, αλλά συμπίπτουν στο έννομο αποτέλεσμα όπως πχ στην πώληση. Κοινές δικαιοπραξίες είναι εκείνες που περιέχουν δηλώσεις βουλήσεως δύο ή περισσοτέρων προσώπων. Εδώ οι δηλώσεις βουλήσεως δεν βαίνουν αντίθετα αλλά παράλληλα και κατευθύνονται στην επίτευξη του ιδίου εννόμου αποτελέσματος. Κοινή δικαιοπραξία αποτελεί η καταγγελία της μισθώσεως από τους περισσότερους εκμισθωτές. Συλλογικές πράξεις είναι οι αποφάσεις των πολυμελών οργάνων των νομικών προσώπων, οι οποίες αποτελούν τη δήλωση βουλήσεως αυτών, όπως πχ οι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως μιας ανώνυμης εταιρείας ή ενός σωματείου.
Δικαιοπραξίες εν ζωή και αιτία θανάτου: Βάση της διακρίσεως των δικαιοπραξιών αυτών είναι ο χρόνος κατά τον οποίο επέρχονται τα έννομα αποτελέσματά τους. Δικαιοπραξίες εν ζωή είναι αυτές που επιφέρουν τα έννομα αποτελέσματά τους, όσο ακόμα ζουν οι δικαιοπρακτούντες και ρυθμίζουν τις προσωπικές ή περιουσιακές σχέσεις αυτών. Δικαιοπραξίες αιτία θανάτου είναι αυτές που επιφέρουν τα έννομα αποτελέσματά τους μετά το θάνατο του δικαιοπρακτούντος. Τέτοια δικαιοπραξία είναι κατεξοχήν η διαθήκη. Σε αντίθεση με τις δικαιοπραξίες εν ζωή, οι δικαιοπραξίες αιτία θανάτου δεν δημιουργούν, όσο ζει αυτός που παρέχει, ούτε ενοχική του υποχρέωση, αλλά ούτε δικαίωμα ή έστω και προσδοκία τρίτου.
Δικαιοπραξίες προσωπικού και περιουσιακού δικαίου: Δικαιοπραξίες προσωπικού δικαίουκ είναι αυτές που αναφέρονται στις προσωπικές σχέσεις, όπως πχ ο γάμος, η υιοθεσία, η αναγνώριση τέκνου. Δικαιοπραξίες περιουσιακού δικαίου είναι αυτές που αναφέρονται στις περιουσιακές σχέσεις, όπως πχ η πώληση, η σύμβαση έργου, η διαθήκη.
Δικαιοπραξίες ενοχικές και εμπράγματες: Ενοχικές είναι οι δικαιοπραξίες με τις οποίες παράγεται, μεταβιβάζεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα όπως πχ η πώληση, η εκχώρηση απαιτήσεως. Εμπράγματες είναι οι δικαιοπραξίες με τις οποίες συνίσταται, μεταβιβάζεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα όπως πχ η μεταβίβαση ακινήτου ή κινητού, η σύσταση πραγματικής ή προσωπικής δουλείας
Δικαιοπραξίες υποσχετικές και εκποιητικές: Υποσχετική δικαιοπραξία είναι αυτή που παράγει υποχρέωση για εκποίηση ή άλλη παροχή δηλαδή εκείνη που περιέχει υπόσχεση παροχής όπως πχ η πώληση, η μίσθωση, η εντολή. Η υποσχετική δικαιοπραξία μπορεί να είναι μονομερής πχ η κληροδοσία (ΑΚ 1995). Με την εκποιητική δικαιοπραξία μεταβιβάζεται ή καταργείται δικαίωμα ενοχικό ή εμπράγματο οπότε και η εκποιητική δικαιοπραξία περιέχει διάθεση, και μεταβάλλει (μειώνει) το ενεργητικό της περιουσίας εκείνου που εκποιεί. Αντικείμενο της διαθέσεως είναι πάντοτε δικαίωμα και όχι το αντικείμενο του δικαιώματος. Όλες οι εμπράγματες δικαιοπραξίες είναι εκποιητικές. Εκποιητικές όμως μπορεί να είναι και ενοχικές πχ η άφεση χρέους (ΑΚ 454). Σε κάθε περίπτωση ο εκποιών πρέπει να έχει εξουσία διάθεσης. Η διάθεση διακρίνεται σε απαλλοτρίωση (μεταβίβαση) και παραίτηση. Απαλλοτροίωση είναι η μεταβίβαση του δικαιώματος σε άλλον πχ η μετάθεση της κυριότητας του πράγματος κλπ. Παραίτηση είναι η εγκατάλειψη του δικαιώματος από τον δικαιούχο, ανεξάρτητα από το αν αυτό θα περιέλθει σε άλλον. Η εκποιητική δικαιοπραξία είναι κατά κανόνα σύμβαση. Κατ΄ εξαίρεση όμως μπορεί να είναι μονομερής δικαιοπραξία όπως η εγκατάλειψη (ΑΚ 1076) και η παραίτηση από ενέχυρο (ΑΚ 1243 παρ. 3).
Επιδοτικές και μη επιδοτικές δικαιοπραξίες: Με τις επιδοτικές δικαιοπραξίες πραγματοποιείται περιουσιακή μετακίνηση, η οποία προσπορίζει σε άλλον περιουσιακό όφελος το οποίο μπορεί να συνίσταται α) στη δημιουργία δικαιώματος β) στη μεταβίβαση υφιστάμενου δικαιώματος ή γ) στην απαλλαγή από υποχρέωση.
Δικαιοπραξίες επαχθείς και χαριστικές: Επαχθείς είναι οι δικαιοπραξίες όταν η υποχρέωση για παροχή του ενός συμβαλλόμενου συνδέεται με αντιπαροχή (αντάλλαγμα) του άλλου. Τέτοιες είναι όχι μόνο οι αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, αλλά και άλλες όπως πχ το δάνειο, η ανώμαλη παρακαταθήκη (ΑΚ 830), η δόση αντί καταβολής. Χαριστικές είναι οι δικαιοπραξίες όταν η υποχρέωση για παροχή του ενός δεν συνδέεται με αντιπαροχή (αντάλλαγμα) του άλλου, όπως πχ η δωρεά, το χρησιδάνειο.
Δικαιοπραξίες αιτιώδεις και αναιτιώδεις: Αιτιώδεις είναι οι δικαιοπραξίες όταν η ισχύς τους εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ισχύ της αιτίας της επιδόσεως, αναιτιώδεις δε όταν η ισχύς αυτών δεν επηρεάζεται από την έλλειψη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας. Αιτιώδεις είναι οι περισσότερες δικαιοπραξίες του αστικού δικαίου και ιδιαίτερα οι συμβάσεις. Αιτιώδεις είναι οι περισσότερες υποσχετικές δικαιοπραξίες ενώ από τις εκποιητικές αιτιώδεις είναι πχ η μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου (ΑΚ 1033) ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος πάνω σε αυτό. Αναιτιώδεις ή αφηρημένες δικαιοπραξίες στον ΑΚ αποτελούν, απο μεν εμπράγματες δικαιοπραξίες η μεταβίβαση των κινητών (ΑΚ 1034), από τις δε ενοχικές η άφεση χρέους (ΑΚ 454), η εκχώρηση (ΑΚ 455) κλπ.
Δικαιοπραξίες τυπικές και άτυπες: Τυπικές δικαιοπραξίες ονομάζονται οι δικαιοπραξίες εκείνες στις οποίες απαιτείται η βούληση δήλωσης να περιβληθεί ορισμένο τύπο για να είναι έγκυρη (πχ μεταβίβαση ακινήτου ΑΚ 1033). Αντίθετα, ως άτυπες χαρακτηρίζονται οι δικαιοπραξίες εκείνες, στις οποίες δεν απαιτείται η περιβολή ορισμένου τύπου.
Δικαιοπραξίες συναινετικές και παραδοτικές: Ανάλογα με το αν οι δικαιοπραξίες καταρτίζονται μόνο με τη συμφωνία των μερών, διακρίνονται περαιτέρω οι δικαιοπραξίες σε συναινετικές, οι οποίες καταρτίζονται μόνο με τη συμφωνία και παραδοτικές οι οποίες πέρα της συμφωνίας απαιτούν και παράδοση του πράγματος πχ δάνειο, χρησιδάνειο.
Δικαιοπραξίες ελεύθερης και αναγκαστικής κατάρτισης: Ως δικαιοπραξίες ελεύθερης κατάρτισης νοούνται οι δικαιοπραξίες εκείνες στις οποίες τα μέρη έχουν την απόλυτη ελευθερία να αποφασίζουν την κατάρτιση και το περιεχόμενο της δικαοπραξίας, οπότε και να προβαίνουν στη σύσταση, αλλοίωση και κατάργηση των δικαιωμάτων εντός του πλαισίου που θέτει ο νόμος. Αντίθετα στις δικαιοπραξίες αναγκαστικής κατάρτισης η κατάρτιση ή το περιεχόμενό τους υπαγορεύονται από το νόμο ή από τον ισχυρότερο από τους δύο συμβαλλόμενους.
Αμφοτεροβαρείς και ετεροβαρείς δικαιοπραξίες: Οι υποσχετικές δικαιοπραξίες διακρίνονται σε ετεροβαρείς, οι οποίες δημιουργούν υποχρέωση σε βάρος του ενός των συμβαλλομένων και αντίστοιχα δικαίωμα υπέρ του άλλου και σε αμφοτεροβαρείς που δημιουργουν ενοχικές υποχρεώσεις και δικαιώματα εις βάρος και υπερ και των δύο συμβαλλομένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου