Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ

Η νοητική διαδικασία για τη λύση ενός πρακτικού θέματος στο αστικό δίκαιο γενικότερα διέρχεται από τρία στάδια.

Το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει από τη μία πλευρά τη μελέτη και κατανόηση των πραγματικών περιστατικών (πχ ο Α μεταβίβασε ένα ακίνητο στον φίλο του Β για να γλιτώσει τον πλειστηριασμό από τις τράπεζες, με τη προϋπόθεση να του το επιστρέψει όταν ξεμπερδέψει) και από την άλλη τη σύλληψη της προβληματικής των γεννώμενων από αυτά ερωτημάτων (πχ αν ο Β αρνείται να το επιστρέψει, τι αξίωση έχει ο Α έναντι του Β;). Η ορθότερη κατανόηση του πρακτικού προϋποθέτει προσεκτική μελέτη κάθε λέξης, κάθε όρου και κάθε περίστασης που μπορεί να επηρεάζει τη ζητούμενη απάντηση. Τα πραγματικά περιστατικά δεν θα πρέπει  να αμφισβητούνται αλλά να θεωρούνται δεδομένα και αποδεδειγμένα.  Αντίθετα επιτρέπεται από τα ήδη υπάρχοντα πραγματικά περιστατικά να συνταχθούν με λογική ερμηνεία άλλα περιστατικά. (πχ όταν το πρακτικό αναφέρει ότι ο Α μεταβίβασε το ακίνητο στον Β πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο ότι και οι δύο ήταν δικαιοπρακτικά ικανοί, ότι η πώληση έγινε νομότυπα, συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο το οποίο και μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλάκιο). Αντίθετα όταν στο πρακτικό αναφέρεται ότι ο 17χρονος αγόρασε ακίνητο ή ότι ο Α αγόρασε ακίνητο από τον πνευματικά ασθενή Β, πρέπει να ελέγχεται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έγκυρης κατάρτισης δικαιοπραξίας. Τα ερωτήματα που συνήθως καλείται να απαντήσει ο σπουδαστής μπορεί να είναι ειδικά  πχ αν ο Α μπορεί να ζητήσει την απόδοση του ακινήτου από τον φίλο του Β, ή κάπως γενικότερα πχ σε τι συνίσταται η ευθύνη του Α προς τον Β ή ακόμα γενικότερα πχ ποια είναι τα νομικά ζητήματα που τίθενται παραπάνω ή ποια είναι η νομική κατάσταση. Επίσης το πρακτικό μπορεί να αναφέρει διαδοχικές μεταβιβάσεις ενός ακινήτου πχ ο Α πούλησε στον φίλο του Β το ακίνητο με σκοπό να του επιστρέψει αλλά ο Β το μεταβίβασε στον καλόπιστο Γ ή διαδοχή γεγονότων σε διαφορετικές ημερομηνίες πχ ο Α που ήξερε από εκτιμήσεις έργων μόλις είδε έναν πίνακα μεγάλης αξίας στην κατοχή του αγρότη Β το αγόρασε έναντι 1000 ευρώ και δεν του είπε τίποτα. Μετά από 5 χρόνια ο αγρότης είδε τον πίνακα να πωλείται έναντι 5000000 ευρώ. Τι αξίωση έχει ο Β από τον Α; Ο σπουδαστής εδώ πρέπει να αξιολογήσει νομικά την τύχη της αγωγής του Β κ.ο.κ.

Στο δεύτερο στάδιο ο σπουδαστής ανατρέχει στις διατάξεις του αστικού κώδικα  για να βρει τον νομικό χαρακτηρισμό των διαγραφόμενων σχέσεων πχ ο Α ''δάνεισε'' στον Φ ή ο Β ''έδωσε εντολή'' στον Γ (εδώ ο σπουδαστής πρέπει να βρει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης και εδώ φαίνεται και το διάβασμά του και η καλή κατανόηση του αστικού κώδικα) και επίσης να επιλύσει τα ζητήματα με σημείο εκκίνησης τα ίδια τα ερωτήματα του πρακτικού.
Ο νομικός χαρακτηρισμός της σχέσης γίνεται με τον γνωστό δικανικό συλλογισμό. Για παράδειγμα, Έστω ότι με την ευκαιρία του γάμου του Α με τη Β, ο Γ πατέρας της Β, έδωσε στο ζευγάρι με προφορική συμφωνία ένα διαμέρισμα, για να τους βοηθήσει οικονομικά, στο ερώτημα αν ο Γ μπορεί μετά από λίγους μήνες να ζητήσει και εν ανάγκη να διεκδικήσει με αγωγή το διαμέρισμα, η απάντηση θα διαφέρει ανάλογα με το νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον Γ και  τους Α,Β. Άρα αν η παροχή του διαμερίσματος χαρακτηριστεί ως δωρεά ΑΚ 496 επ., η αγωγή του Γ ευσταθεί, διότι η μεταβίβαση του διαμερίσματος δεν έγινε νομότυπα με συμβολαιογραφικό έγγραφο κατά τις ΑΚ 1033, 1192, 1198 και άρα ο Γ  παρέμεινε κύριος αυτού, αν η δόση χαρακτηριστεί ως χρησιδάνειο ΑΚ 810 επ, η αγωγή του Γ θα απορριφθεί αφενός διότι για την έγκυρη κατάρτηση χρησιδανείου δεν απαιτείται η τήρηση τύπου ΑΚ 810 επ και αφετέρου διότι οι χρησάμενοι Α και Β μπορούν να κρατήσουν και να χρησιμοποιούν τ διαμέρισμα μέχρι τη λήξη του χρησιδανείου ΑΚ 1095που όμως από το προκείμενο ιστορικό προκύπτει ότι επήλθε. Τέλος μπορεί να θεωρηθεί ότι η αγωγή του Γ δεν ευσταθεί λόγω καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματός του ΑΚ 281.
Η ανεύρεση του κανόνα δικαίου δεν είναι τυχαίο γεγονός, προϋποθέτει εδραία γνώση της νομικής ύλης. Χωρίς τη γνώση αυτή είναι αδύνατη η ανεύρεση του κανόνα δικαίου. Με την εύρεση του κανόνα δικαίου αρχίζει η κρίσιμη διαδικασία υπαγωγής του ιστορικού στο αφηρημένο πραγματικό του κανόνα δικαίου της μείζονος πρότασης.

Το τρίτο στάδιο είναι η συνέχεια του δεύτερου και αναφέρεται στον τρόπο που ο σπουδαστής θα διατυπώσει τις απαντήσεις του (δομικά, υφολογικά και γλωσσολογικά).  Είναι χρήσιμο εδώ ο σπουδαστής να είναι εξοικειωμένος με την αρχιτεκτονική ανάπτυξης που θα τον βοηθήσει όχι μόνο να ταξινομήσει τις σκέψεις του αλλά και να τις εκθέσει με τρόπο εύληπτο, δομημένο και κατανοητό. Η έρευνα του προβλήματος δεν θα πρέπει να ξεκινά από τη λύση του και να οδηγείται στη θεμελίωσή του. Αντίθετα το ορθό είναι ο σπουδαστής να εντοπίζει το πρόβλημα πχ η αξίωση του Α κατά του Β για καταβολή του μισθώματος μπορεί να θεμελιώνεται στην ΑΚ 574, να αναπτύσσει τους υπαγωγικούς συλλογισμούς του γύρω από αυτό πχ προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 574 είναι ... και να καταλήγει στη συμπερασματική λύση  με τους καταληκτικούς συνδέσμους όπως ''συνεπώς'', ''επομένως'' κλπ. Ο σπουδαστής στην απάντησή του θα πρέπει να προτιμά τους νομικούς όρους; από τους αντίστοιχους της καθομιλουμένης  και θα πρέπει να αναζητεί την υφολογική ισορροπία.  Μεγάλη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στην ανάγκη ύπαρξης λογικής συνέπειας, σαφήνειας και πληρότητας στις απαντήσεις.  Όσο η ανάπτυξη του θέματος δεν συμβαδίζει με την ουσία τόσο θα ευδοκιμήσει η μακρηγορία οπότε η αναζήτηση της ουσίας θα πρέπει να φωταγωγεί όχι μόνο την σκέψη του σπουδαστή αλλά και την έκφρασή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου