Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΔΙΚΑΙΟ


ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΔΙΚΑΙΟ
1453 – 1835

Η δικαϊκή τάξη κατά τους μεταβυζαντινούς αιώνες
Μπορεί η Άλωση του 1453 να σήμανε το τέλος του βυζαντινού κράτους δεν σήμαινε όμως το τέλος του βυζαντινού δικαίου. Σουλτανικά προνόμια, η Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και ορισμένες ελληνικές κοινότητες διαφύλαξαν σημαντικό μέρος.
Τα προνόμια
  • Βεράτια. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι που δεν πρόβαλαν αντίσταση και πλήρωναν τα χαράτσια ζούσαν στο οθωμανικό κράτος αυτοδιοικούμενοι σύμφωνα με το θρησκευτικό τους δίκαιο. Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ανασύστησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και παραχώρησε μια σειρά ειδικά και γενικά προνόμια. Την κύρια πηγή για τα προνόμια αυτά αποτελούν τα «βεράτια» δηλαδή έγγραφα που χορηγούσε η Οθωμανική Διοίκηση στους Πατριάρχες αλλά και σε άλλα μέλη του ανώτατου κλήρου. Τα προνόμια αυτά περιείχαν ελευθερία της λατρείας, εσωτερική αυτοδιοίκηση θρησκευτικών κοινοτήτων και ιδρυμάτων, ελεύθερη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και απαλλαγή από φορολογία και άλλα. Σύμφωνα με τα «βεράτια» την επιλογή του Πατριάρχη την είχε η πατριαρχική σύνοδος αλλά τελευταίο λόγο είχε ο Σουλτάνος. Τα προνόμια στο πέρασμα των χρόνων ανανεώθηκαν, είναι όμως γνωστό ότι πολλές φορές παραβιάστηκαν με διάφορα προσχήματα.
  • Τανζιμάτ. Σημαντικές για τα ατομικά δικαιώματα των μη μουσουλμανικών υπηκόων και γενικότερα για τη θέση της Εκκλησίας στο οθωμανικό κράτος ήσαν οι μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) που επιχειρήθηκαν στα μέσα του 1800 μέσα στα πλαίσια της εξέλιξης του «Ανατολικού ζητήματος». Στα σπουδαιότερα μέτρα για την υλοποίηση αυτών των μεταρρυθμίσεων ανήκει η έκδοση δύο διαταγμάτων, του Χάττι Σερίφ (3/11/1839) και του Χάττι Χουμαγιούν (18/02/1856) που καθιέρωσαν μια μορφή θρησκευτικής ισότητας όλων των υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα δικαιώματα αυτά περιορίστηκαν ιδίως μετά το 1909 και ιδίως μετά τη μικρασιατική καταστροφή και η υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης (1923) περιόρισε την εξουσία του Πατριαρχείου.
Τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης
  • Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Ορθόδοξη Εκκλησία πέρα από τις διαφορές του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου κατόρθωσε να κρίνει το μεγαλύτερο μέρος των αστικών διαφορών μεταξύ των ορθόδοξων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
  • Αρμόδια σε πρώτο βαθμό ήταν τα κατά τόπους εκκλησιαστικά δικαστήρια, αποτελούμενα από επισκόπους ως εκπρόσωποι του πατριάρχη. Σε δεύτερο βαθμό αναγνωριζόταν αρμοδιότητα του πατριάρχη και της Ιεράς Συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια είχαν μεγάλο κύρος και προσέφευγαν ακόμα και Τούρκοι και Εβραίοι, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια. 
  • Παράλληλα, μέσω των προνομίων αναγνωρίστηκε δικαστική αρμοδιότητα και στις κοινοτικές αρχές (τους προεστώτες και τους κοτζαμπάσηδες). Στα τελευταία χρόνια τα δικαστήρια των κοινοτικών αρχών ήταν πιο συμπαθή στο λαό από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια.


Τα εφαρμοζόμενα δίκαια
  • Από το 1700 έως το 1821 ισχύουν παράλληλα το τουρκικό δίκαιο που εφαρμόζεται στα τουρκικά δικαστήρια και το βυζαντινό δίκαιο (Εξάβιβλος του Αρμενοπούλου παράλληλα με νομοκανόνες του 16ου και 17ου αιώνα). Τον τελευταίο αιώνα της τουρκικής κυριαρχίας γνώρισε μεγάλη άνθηση και το εθιμικό δίκαιο. Ορισμένα από αυτά το τοπικά έθιμα, καταγράφηκαν πχ της Νάξου, της Μυκόνου και της Θύρας.
  • Αντίθετα με την Ελλάδα που από 1453-1821 γνώρισε πλήρη νομοθετικό μαρασμό, ο ελληνισμός των παραδουνάβιων Ηγεμονιών επέδειξε έντονη νομοθετική δραστηριότητα (Νομικόν Πρόχειρον του Μιχαήλ Φωτεινόπουλου, το Συνταγματικόν Νομικόν του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, ο Πολιτικός Κώδικας της Μολδαβίας του Καλλιμάχη και ο Βλαχικός Κώδικας του Ιωάννη Καρατζά).
Η γένεση του νεότερου ελληνικού (αστικού) δίκαιου
Ένα από τα πρώτα μελήματα των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν η δημιουργία μιας έννομης τάξης στις απελευθερωμένες από τον τουρκικό ζυγό περιοχές. Σχετικές διατάξεις υπάρχουν στα συνταγματικά κείμενα  που καταρτίστηκαν από τις τοπικές Εθνικές Συνελεύσεις.
Η αποδοχή του Βυζαντινού Κράτους
  • Η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Εκδόθηκε Νοέμβριο 1821 και ορίστηκε ότι ισχύον δίκαιο αποτελούν οι κοινωνικοί νόμοι των αείμνηστων Χριστιανών αυτοκρατόρων. Με την ίδια διάταξη δόθηκε εντολή στον Άρειο Πάγο να μεταγλωττιστούν στα Νέα Ελληνικά τα  «Βασιλικά».  Υπήρχε η τάση μεταξύ των Ελλήνων να αναγνωριστεί το νέο ελληνικό κράτος ως η συνέχεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αυτή η επιδίωξη δεν είχε μόνο εθνικοσυναισθηματικούς λόγους αλλά και μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις.  Πέρα από τους λόγους αυτούς η προτίμηση στο βυζαντινό δίκαιο ήταν και δύο άλλοι παράγοντες : (α) η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη του ανώτερου κλήρου και της αστικής τάξης στο βυζαντινό δίκαιο ίσως για διασφάλιση προνομίων και (β) ο φόβος της  Διοίκησης ότι ενδεχόμενη εισαγωγή ποικίλων τοπικών εθίμων θα έθετε σε κίνδυνο την πολιτική ενότητα του Έθνους.
  • Η Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου. Ένα μήνα μετά τη Νομική Διάταξη, η Α’ Εθνική Συνέλευση ψηφίζει (1 Ιανουαρίου 1822) το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδας» όπου γινόταν αναβίωση του βυζαντινού δικαίου και εισαγωγή του γαλλικού Εμπορικού κώδικα μετά από αίτημα των Ελλήνων εμπόρων καθώς ήδη εφαρμοζόταν αυτούς στις επαγγελματικές τους σχέσεις.
  • Η Β’ Εθνική Συνέλευση του Άστρους. (1823) Το παραπάνω συνταγματικό κείμενο υποβλήθηκε σε νέα επεξεργασία με το όνομα «Νόμος της Επιδαύρου» όπου το πεδίο εφαρμογής των βυζαντινών διατάξεων επεκτάθηκε και στα θέματα ευθύνης των δικαστών. Η διάταξη αυτή δεν επαναλήφθηκε διότι δημοσιεύθηκε ο «Διοργανισμός των Δικαστηρίων» που περιείχε ειδικές ρυθμίσεις.
  • Το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδας. Ψηφίστηκε το 1827 στην Τροιζήνα στην Γ’ Εθνική Συνέλευση.  Ορίστηκε ότι η Βουλή οφείλει να μεριμνήσει για τη σύνταξη κωδίκων με βάση τη γαλλική νομοθεσία.  Μέχρι τότε ισχύει η βυζαντινή νομοθεσία.
  • Οι αντιδράσεις στην εισαγωγή του βυζαντινού δικαίου.  Η εισαγωγή του βυζαντινού δικαίου δεν έγινε με ενθουσιασμό από όλες τις πλευρές. Ο Αδαμάντιος Κοραής το 1822 είχε πει ότι απλά οι νόμοι αυτοί είναι ανεκτοί γιατί είναι προτιμότεροι από την αναρχία.
  • Το ψήφισμα περί του Διοργανισμού των Δικαστηρίων. (Ψήφισμα ΙΘ’ 15/12/1828) Τα πολιτικά δικαστήρια ακολουθούν τους νόμους των αυτοκρατόρων (Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου) ενώ τα εμπορικά δικαστήρια θα ακολουθούν τον Εμπορικό Γαλλικό Κώδικα. Για πρώτη φορά με αυτή τη διάταξη κατανομάζεται η Εξάβιβλος και επίσης περιορίζεται η εφαρμογή των αυτοκρατορικών νόμων στο αστικό μόνο δίκαιο ενώ μέχρι τότε εφαρμόζονταν και στο ποινικό δίκαιο.
  • Οι πρακτικές δυσχέρειες της εφαρμογής των βυζαντινών νόμων.  Στις 4/12/1830 στο Διάταγμα 64 της Ελληνικής κυβέρνησης, επισημαινόταν η πρόθεση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης να εφαρμοστούν οι πολιτικοί βυζαντινοί νόμοι. Οι πολίτες όμως δεν μπορούσαν να πληροφορηθούν εύκολα το σύνολο των πολιτικών εθνικών νόμων και οι δικαστές δεν είχαν βοήθημα στην απονομή της δικαιοσύνης.  Με το Διάταγμα προκύπτει η πρόθεση του νομοθέτη να περιοριστούν τα «Βασιλικά» ενώ γινόταν έμμεση παραπομπή στην «Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου». Η ανεπάρκεια όμως της Εξαβίβλου να καλύψει όλα τα θέματα του αστικού δικαίου στο σύνολό τους είχε γίνει αντιληπτή και για πρώτη φορά γίνεται σοβαρή επίσημη μνεία να κωδικοποιηθούν τα «Βασιλικά».
  • Το Ψήφισμα 152 περί Διοργανισμού Δικαστηρίων. Τα πολιτικά δικαστήρια ακολουθούσαν μεν τους νόμους των Αυτοκρατόρων μέχρι να εκδοθεί η συλλογή αυτών, μπορούσαν να συμβουλεύονται την Εξάβιβλο.  Οι συντάκτες του διατάγματος δεν έδιναν νομοθετική ισχύ της Εξαβίβλου αλλά μόνο συμβουλευτική ισχύ λόγω της έλλειψης των κειμένων των βυζαντινών νόμων και της μεγάλης δυσκολίας εξεύρεσής τους.
Η Αντιβασιλεία : Το έργο του Μάουερ και το Διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου 1835
  • Η συμβολή του Μάουερ στο νεότερο ελληνικό δίκαιο. Όταν ήταν ανήλικος ο Όθωνας, ένα από τα τακτικά μέλη της Αντιβασιλείας ο νομομαθής  Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουερ, ανέλαβε την ευθύνη για την οργάνωση των τομέων παιδεία, εκκλησία και δικαιοσύνη. Η παραμονή του στην Ελλάδα μόνο 18 μήνες  (1833-1834) λόγω διαφωνίας του με την αγγλική πολιτική. Στο σύντομο αυτό όμως διάστημα επιτέλεσε σημαντικό νομοθετικό έργο. Ο Ποινικός Νόμος, ο Οργανισμός των Δικαστηρίων  και των Συμβολαιογράφων, η Πολιτική και η Ποινική Δικονομία ανήκουν στο ενεργητικό του. Στο θέμα του αστικού δικαίου ήταν πιο διστακτικός και τελικά υποστήριξε την κατάρτιση κώδικα βάση βυζαντινών και μεταβυζαντινών εθιμικών κανόνων.
  • Οι αντιλήψεις του Μάουερ για το έθιμο. Κατά τον Μάουερ, το εθιμικό δίκαιο περιελάμβανε εκτός από ποικίλα τοπικά έθιμα και νομικές συλλογές της ύστερης βυζαντινής περιόδου όπως η Εξάβιβλος. Το άγραφο αυτό εθιμικό δίκαιο δημιουργήθηκε με τον καιρό υπό την επίδραση του  ρωμαϊκού και εκκλησιαστικού δικαίου αλλά εν μέρει και του τούρκικου. Την ίδια σχέση είχε και το τοπικό γερμανικό δίκαιο προς τα ξένα δίκαια  που αφομοιώθηκαν σιγά σιγά με τα χρόνια. Γιατί το εκκλησιαστικό δίκαιο καθώς και η Εξάβιβλος είναι δίκαια που καθιερώθηκαν μετά από μακρόχρονη συνήθεια.
  • Το Διάταγμα της 23 Φεβρουαρίου/7 Μαρτίου 1835. Λίγους μήνες μετά την αποχώρηση του Μάουερ εκδίδεται το Διάταγμα αυτό με το οποίο οι συντάκτες του ήθελαν ως αστικό δίκαιο να ισχύει η Εξάβιβλος (αυτοκρατορικοί νόμοι). Με την άποψη αυτοί όμως δεν ήταν σύμφωνοι όλοι οι νομικοί της εποχής που έλεγαν ότι τα «Βασιλικά» αλλά και οι μεταγενέστερες «Νεαρές» έλυναν θέματα που η Εξάβιβλος δεν μπορούσε να λύσει με τα επιχειρήματα ότι ο Αρμενόπουλος άντλησε άμεσα ή έμμεσα υλικό από τις πηγές αυτές (Βασιλικά και Νεαρές).  Το πρόβλημα όμως δεν ήταν μόνο θεωρητικό, παρόλο που οι δικαστές συναινούσαν να χρησιμοποιούν τα «βασιλικά» στην έκδοση των αποφάσεών τους σε πολιτικές υποθέσεις, η κωδικοποίηση του Λέοντος ΣΤ’ υπήρχε μόνο σε δύο αντίτυπα και στάθηκε αδύνατο να βρεθούν άλλα αντίτυπα των «Βασιλικών».
  • Οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος. Η αδυναμία χρησιμοποίησης των πηγών του βυζαντινού δικαίου οδήγησε δύο καθηγητές της Νομικής Σχολής Αθηνών, τον Γεώργιο Ράλλη και τον Μάρκο Ρενιέρη, να μεταφράσουν στα ελληνικά το 1838 το εγχειρίδιο ρωμαϊκού δικαίου του Γερμανού Mackeldey.  Με την ενέργεια αυτή ήθελαν να δώσουν ένα βοήθημα αστικού δικαίου αλλά να ανακόψουν την προσπάθεια ορισμένων νομικών κύκλων που ήθελαν την εισαγωγή του Γαλλικού αστικού κώδικα πέραν του Εμπορικού που είχε ήδη εισαχθεί.  Το πρόβλημα όμως δεν λύθηκε παρά ότι χρησιμοποιήθηκε το έργο τους από τους δικαστές με αποτέλεσμα το θέμα του αστικού δικαίου  να μείνει ανοικτό.
  • Η επικράτηση των πανδεκτιστικών αντιλήψεων.  Στα μέσα του 19ου αιώνα η νομολογία του Αρείου Πάγου και η επιστήμη ταλαντευόταν με αφορμή το διάταγμα του 1835 μεταξύ «Βασιλικών» και «Ιουστινιάνειου Πανδέκτη».  Κυριότερος υποστηρικτής του Πανδέκτη ο Παύλος Καλλιγάς που είχε εξοικειωθεί με αυτόν στην Γερμανία. Πίστευε ότι τα κενά της Εξαβίβλου έπρεπε να τα καλύψει μια αναδρομή στην ιουστινιάνεια κωδικοποίηση. Αντιμετώπιζε την Εξάβιβλο σαν αφετηρία  για την αναδρομή στον αρχικό νόμο παραβλέποντας το γεγονός ότι μεταξύ της Εξαβίβλου και των Ιουστιανιανών παρεμβάλλονταν τα «Βασιλικά». Στο μεταξύ οι υποστηρικτές των Βασιλικών δεν κατέθεταν έτσι απλά τα όπλα. Η πίεση όμως του ρωμαϊκού δικαίου επάνω στο βυζαντινό γινόταν όλο και πιο έντονη.  Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί λόγω της εξειδίκευσης των νέων νομικών που επέστρεφαν στην Ελλάδα μετά από σπουδές κυρίως στην Γερμανία, ευνοούσαν το «δίκαιο των Πανδεκτών» που υπήρχε και σε μεγάλη συγγραφική παραγωγή.  Με τέτοιο εξοπλισμό οι δικαστές και οι δικηγόροι ήταν φυσικό να επικρατήσουν τα κείμενα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης και κυρίως ο Πανδέκτης ως κύρια πηγή του νεότερου ελληνικού αστικού δικαίου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το δίκαιο αυτό ίσχυσε αμετάβλητο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου