Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΑΠΟ ΔΑΠ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΔΑΠ – ΝΔΦΚ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΣΤΗΝ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΠΡΑΚΤΙΚΟ
O Α διαπραγματεύεται την αγορά ακινήτου αξίας 20.000.000 δρχ. που
ανήκει στον Β. Ο Β επιθυμεί την πώληση του ακινήτου, για να μπορέσει να
εξοφλήσει τα χρέη του προς την Τράπεζα Τ ύψους 17.000.000 δρχ. Οι
διαπραγματεύσεις τείνουν σε αποτυχία, γιατί ο Α δεν ικανοποιείται από τη
συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση του ακινήτου.
Ο Γ διευθυντής της Τράπεζας Τ, πληροφορούμενος την εξέλιξη των
διαπραγματεύσεων και εξυπηρετώντας το συμφέρον της Τ για τη σύναψη της
σύμβασης, διηγείται ψευδώς και με άγνοια του Β, στον Α, ότι κατά ασφαλείς
πληροφορίες του έχει ήδη αρμοδίως αποφασισθεί η επέκταση της
λεωφορειακής γραμμής έως την περιοχή του ακινήτου. Ο Α πείθεται και
συνάπτει τη σύμβαση πώλησης με τον Β, στην οποία ρητώς ορίζεται, ότι το
τίμημα ύψους 17.000.000 δρχ. είναι καταβλητέο απ’ ευθείας, από τον
αγοραστή Α στην Τ για εξόφληση του ισόποσου χρέους του πωλητή Β προς
την Τ. Η σύμβαση εκπληρώνεται.
Σε λίγο ο Α, που μόλις είχε παραχωρήσει υποθήκη στο ακίνητο υπέρ
της Τ για εξασφάλιση δανείου του που εν τω μεταξύ έλαβε από την Τ χάρη
στον Γ, πληροφορείται την ανακρίβεια των διαβεβαιώσεων του Γ.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α) αν και κατά τίνος ο Α μπορεί να ζητήσει:
1. την ακύρωση της σύμβασης λόγω πλάνης,
2. την ακύρωση της σύμβασης λόγω απάτης εκ μέρους του Γ.
3. αποζημίωση για δαπάνες 300.000 και 500.000 δρχ., στις οποίες ο Α
υποβλήθηκε
για την κατάρτιση της σύμβασης και για την παραχώρηση της
υποθήκης αντίστοιχα,
4. αποζημίωση για το διαφυγόν κέρδος των 3.000.000 δρχ., το οποίο
προκύπτει,
σε περίπτωση ακύρωσης της σύμβασης, από τη διαφορά αξίας του
ακινήτου και του τιμήματος και το οποίο ο Α θα αποκόμιζε εάν η σύμβαση
ήταν απαλλαγμένη από οποιοδήποτε ελάττωμα.
β) αν, σε περίπτωση ακύρωσης της σύμβασης, κινδυνεύει και η
υποθήκη της Τ.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
α) 1. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει πλάνη στη δήλωση (140 ΑΚ),
αλλά πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης (143 ΑΚ), η οποία
κατ’ αρχήν δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης της δικαιοπραξίας. Εδώ λοιπόν ο Α
δεν μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της πώλησης λόγω πλάνης, εκτός αν
θεωρηθεί ότι συντρέχει η εξαίρεση του 142 ΑΚ (πραγματικό ζήτημα δεν
ενδιαφέρει η τελική απάντηση).
2. Σύμφωνο με το άρθρο 147 εδ β’ ΑΚ, Ο Α μπορεί να ζητήσει
ακύρωση της σύμβασης λόγω πλάνης παρότι ο αντισυμβαλλόμενός του Β την
αγνοεί, γιατί η Τ που απέκτησε άμεσο δικαίωμα από τη σύμβαση (Το τίμημα
θα εξοφλούνταν σ’ αυτήν) ήταν κακόπιστη. Βλ. άρθρο 214 ΑΚ: Η κακή πίστη
κρίνεται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου - εδώ Ο Γ ως διευθυντής της
Τράπεζας (βλ. και 68 ΑΚ).
3. Σύμφωνα με το 149 ΑΚ, Ο Α μπορεί να ζητήσει από την υπαίτιο Τ
αποζημίωση για τα έξοδα της κατάρτισης της σύμβασης (300.000 δρχ.). Δεν
μπορεί να ζητήσει 500.000, γιατί η παραχώρηση της υποθήκης δεν συνδέεται
αιτιωδώς με την απάτη της Τ (βλ. 914 ΑΚ, στο οποίο παραπέμπει το 149 ΑΚ).
4. Η αξίωση για αποζημίωση που να περιλαμβάνει διαφυγόν κέρδος
προϋποθέτει έγκυρη σύμβαση. Πρόκειται για ζημία από μη εκπλήρωση
δηλαδή έγκυρης σύμβασης. Εδώ, εφόσον η σύμβαση ακυρώθηκε, δεν
δικαιούται ο Α αποζημίωσης 3.000.000 δρχ.
β) Η σύμβαση ακυρώνεται (βλ. παραπάνω) και άρα εξομοιώνεται με
την εξαρχής άκυρη (148 ΑΚ). Το άρθρο αυτό όμως θέτει επιφύλαξη για τα
τυχόν εμπράγματα δικαιώματα τρίτων. Εδώ έχουμε εμπράγματο δικαίωμα της
Τ σε ακίνητο (υποθήκη), άρα μας ενδιαφέρει το άρθρο 1204 ΑΚ, κατά το
οποίο σε περίπτωση ακύρωσης δεν αναιρούνται τα εμπράγματα δικαιώματα
τρίτων. Επειδή όμως η Τ είναι κακόπιστή [ παραπάνω υπό ο)-2)], εδώ η
υποθήκη της Τ δεν πρέπει να βαρύνει το ακίνητο. Γίνεται δηλαδή συσταλτική
ερμηνεία του άρθρου 1204 ΑΚ- όπως γίνεται γενικά δεκτό
- γιατί δεν προκύπτει βούληση του νομοθέτη να προστατεύονται και
κακόπιστοι τρίτοι. Πόσο μάλλον όταν και στα δικαιώματα επί κινητών
προστατεύονται μόνο οι καλόπιστοι τρίτοι (1036 ΑΚ).
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 2
Ο Α, ηλικίας 17 ετών, κατόρθωσε να εισέλθει λαθραία σε αεροπλάνο
της Ολυμπιακής Αεροπορίας που εκτελούσε με αρκετές άδειες θέσεις
δρομολόγιο από την Αθήνα στην Νέα Υόρκη. Όταν έφθασε στην Νέα Υόρκη,
οι Αμερικανικές αρχές του απαγόρευσαν την είσοδο στη χώρα επειδή δεν είχε
θεωρημένο διαβατήριο. Η Ολυμπιακή Αεροπορία υποχρέωσε τον Α, που δεν
είχε μαζί του χρήματα, να υπογράψει δήλωση ότι θα καταβάλει το αντίτιμο του
αεροπορικού εισιτηρίου Αθήνα-Νέα Υόρκη-Αθήνα και όταν μετέφερε
αεροπορικώς πίσω στην Αθήνα. Ο πατέρας του Α αρνείται οποιαδήποτε
ευθύνη του.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Τι δικαιώματα έχει η Ολυμπιακή Αεροπορία κατά του Α ή του πατέρα
του α) ως προς το πρώτο ταξίδι;
β) ως προς την επιστροφή;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
α) Ως προς το πρώτο ταξίδι (Αθήνα-Νέα Υόρκη). Μεταξύ Ο.Α και Α δεν
υπάρχει σύμβαση (βλ. όμως και Θεωρία περί “εν τοις πράγμασι συμβάσεων”,
Σταθόπουλος: Γεν. Ενοχικό Δίκαιο ΙΙ, 14 ΙΙΙ) Δεν υπάρχει επίσης ευθύνη προς
αποζημίωση γιατί η Ο.Α. δεν υπέστη καμιά ζημιά - προφανώς η πτήση είχε
κενές θέσεις.
Τελικά λοιπόν ελέγχουμε προϋποθέσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού
(904 ΑΚ).
ι. Υπάρχει έλλειψη νόμιμης αιτίας
ιι. Ο τυχόν πλουτισμός γίνεται από την περιουσία της Ο.Α.
ιιι. Πλουτισμός του Α υπήρχε γιατί το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη έχει
οικονομική αξία, όμως τώρα πια ο πλουτισμός αυτός δεν σώζεται. Σύμφωνα
με μια άποψη, έχει εδώ εφαρμογή το 912 ΑΚ, αλλά η κρατούσα άποψη
δέχεται ότι εδώ δεν υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός, γιατί ο πλουτισμός
δε σώζεται.
β) Ως προς την επιστροφή:
- Η σύμβαση της Ο.Α. με τον ανήλικο Α είναι άκυρη λόγω ανηλικότητας
(133, 135, 136, 130 ΑΚ). Άρα η Ο.Α. δεν έχει αξιώσεις από τη σύμβαση.
- Η Ο.Α. δεν έχει ούτε αξίωση για αποζημίωση από αδικοπραξία, αφού
δεν συντρέχει η προϋπόθεση του παρανόμου: ο Α ταξίδεψε νόμιμα από Νέα
Υόρκη για Αθήνα με την άδεια της Ο.Α. (βλ. και παραπάνω περί ζημίας)
- Η Ο.Α δεν έχει ούτε αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς ο Α
έκανε το ταξίδι με νόμιμη αιτία, τη σύμβαση (βλ. και παραπάνω)
- Η Ο.Α διοίκησε εδώ χωρίς εντολή, ξένη υπόθεση, αφού η επιστροφή
του νεαρού ήταν μια απόφαση που έπρεπε να πάρουν οι γονείς, οι οποίοι
ασκούσαν γονική μέριμνα (1510 ΑΚ). Άρα εφαρμόζονται οι διατάξεις περί
διοίκησης αλλοτρίων (730 επ ΑΚ) και ειδικά το 736 ΑΚ σύμφωνα με το οποίο
η Ο.Α. μπορεί ν’ απαιτήσει τις δαπάνες (το αντίτιμο του εισιτηρίου Νέα Υόρκη-
Αθήνα).
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 3
Η Β, σύζυγος του Α πεθαίνει μετά την έγερση αγωγής διαζυγίου κατά
του συζύγου της για κλονισμό του γάμου τεκμαιρόμενο από επανειλημμένες
μοιχείες του Α. Η Β δεν έχει ανακαλέσει παλαιότερη διαθήκη της που άφηνε
ως μόνο κληρονόμο της τον Α κι αυτό γιατί ο Α κατόρθωσε με απειλές να την
εμποδίσει.
Ο Α συγκεντρώνει όλα τα χαρτιά που είναι απαραίτητα για την έκδοση
κληρονομητηρίου και τα θέτει υπόψη του Γ ο οποίος πείθεται από αυτά περί
της κληρονομικής ιδιότητας του Α και αγοράζει από αυτόν ένα επιπλωμένο
ακίνητο της κληρονομίας χωρίς να γνωρίζει τα προαναφερόμενα πραγματικά
περιστατικά. Εξ άλλου ο Γ μισθώνει από τον Α και ένα φορτηγό αυτοκίνητο,
επίσης κληρονομιαίο.
Οι αδελφοί της Β θέλουν να κληρονομήσουν αυτοί την αδελφή τους εξ
αδιαθέτου.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Πού θα στηρίξουν οι αδελφοί τη σχετική αξίωσή τους:
2. Αν οι αδελφοί επιτύχουν,
α) ποια θα είναι η τύχη της μεταβίβασης του ακινήτου και των επίπλων;
β) ποια θα είναι η τύχη της μίσθωσης και τι τυχόν αξιώσεις θα έχει ο
μισθωτής κατά του εκμισθωτή;
3. Τι απάντηση θα ταίριαζε στις παραπάνω υπό 2 ερωτήσεις αν ο Γ
γνώριζε τα πραγματικά περιστατικά;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Οι αδελφοί θα στηρίξουν την αξίωσή τους στο άρθρα 1785 ΑΚ,
σύμφωνα με την οποία η ενλόγω διαθήκη είναι ακυρώσιμη. Έτσι οι Α, Β, Γ
είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της Β, αλλά ο Α αποκλείεται με βάση το 1822.
Έτσι, ούτε νόμιμη μοίρα έχει, αφού δεν καλείται καν εξ αδιαθέτου
(1825 1 εδ β’ ΑΚ). Άρα, κληρονόμοι είναι τα δύο αδέρφια.
2. α) Σύμφωνα με τα 184 ΑΚ, 180 ΑΚ, ο Α θεωρείται ότι δεν ήταν
κύριος όταν πούλησε το ακίνητο και τα έπιπλα. Το 184 ΑΚ όμως Περιέχει
επιφύλαξη εμπράγματων δικαιωμάτων τρίτων (εδώ του Γ).
Έτσι, ως προς το ακίνητο εφαρμόζεται το 1204 ΑΚ, το οποίο πρέπει να
δεχτούμε ότι ισχύει και για ακύρωση διαθήκης με το 1785 ΑΚ κατά διασταλτική
ερμηνεία. Έτσι, ο Γ παραμένει κύριος του ακινήτου αυτού. Το τεκμήριο του
κληρονομητηρίου δεν ισχύει γιατί ο Α δεν έχει εκδώσει τέτοιο (1956 ΑΚ).
Ως προς τα έπιπλα εξετάζουμε τις προϋποθέσεις του 1.036 ΑΚ. Αυτό
όμως εδώ δεν εφαρμόζεται, παρόλο που ο Γ είναι καλόπιστος, γιατί έχει
εφαρμογή το άρθρο 11038: τα κινητά είναι απολωλότα. Επειδή η νομή
μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους (983 ΑΚ) οι οποίοι είναι τα
αδέρφια της Β, ο Α καταλαμβάνοντας μετά το θάνατό της τη νομή τους, τα
αποβάλλει παράνομα, άρα τα έπιπλα είναι απολωλότα για τους αδερφούς της
Β και ο Γ δεν μπορεί ν’ αντιτάξει καλόπιστη κτήση κυριότητας, σε τυχόν
διεκδικητική τους αγωγή.
β) Ως προς τη μίσθωση, έχουμε νομικό ελάττωμα (583 ΑΚ, 584 ΑΚ).
3. α) Αν ο Γ ήταν κακόπιστος, το 1204 ΑΚ δεν εφαρμόζεται γιατί με τη
συσταλτική του ερμηνεία πρέπει να δεχτούμε ότι προστατεύει μόνο
καλόπιστους τρίτους. Άρα, τα αδέρφια θα είναι κύριοι και θα μπορούν να
διεκδικήσουν (και με τις αγωγές της νομής ενδεχομένως) και το ακίνητο και τα
έπιπλα.
β) Σύμφωνα με τα 583 ΑΚ, 579 ΑΚ, ο Α δεν θα ευθύνεται προς τον Γ
για τη μίσθωση.
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 4
Ο αρχαιοπώλης Α, που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, ζητεί με
επιστολή του από τον φιλότεχνο επιχειρηματία Β δάνειο 50.000.000 δρχ. για
ένα χρόνο. Με την ίδια επιστολή ο Α προσφέρεται να παραδώσει στον Β
κειμήλια συνολικής αξίας μεγαλύτερης, που δεν είναι προς πώληση, για να τα
κρατήσει ο Β όσο θα εκκρεμεί το χρέος και να του τα επιστρέψει ο Β μόνο
ύστερα από την ολοσχερή εξόφλησή του. Σε περίπτωση μη πλήρους
επιστροφής του χρέους, προσθέτει ο Α, ο Β θα δικαιούται να εκποιήσει τα
κειμήλια κρατώντας για τον εαυτό του το αντίτιμο.
Ο Β ανταποκρίνεται στην πρόταση του Α, τον επισκέπτεται με τον Γ,
εμπειρογνώμονα γιο το κειμήλια (ο οποίος πράγματι τα αποτίμησε σε μεγάλη
αξία), τελικά αποδέχεται προφορικά την πρόταση του Α και,
παραλαμβάνοντας τα κειμήλια, του καταβάλλει το ποσό των 50.000.000
εκατομμυρίων δραχμών.
Μετά από ένα χρόνο, ο Α αδυνατεί να εξοφλήσει το χρέος του και ο Β
πωλεί και μεταβιβάζει τα κειμήλια στον Γ.
Ο Α στρέφεται κατά του Γ ζητώντας του απόδοση των κειμηλίων.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Είναι βάσιμη η αξίωσή του;
2. Ποια δικαιώματα γεννώνται στις σχέσεις Α-Β και Β-Γ:
3. Αν ο Β δεν είχε εκποιήσει τα κειμήλια, θα μπορούσε ο Α να ζητήσει
την απόδοσή τους, έστω και αν δεν είχε εξοφλήσει το χρέος προς τον Β:
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Η συμφωνία Α με Β δεν αποτελεί ενέχυρο γιατί το 1211 ΑΚ απαιτεί
τύπο για όλη τη συμφωνία, ενώ εδώ ο Β αποδέχεται προφορικά. Πρόκειται
λοιπόν για καταπιστευτική μεταβίβαση κυριότητας κινητού. Η εγκυρότητα
τέτοιων δικαιοπραξιών αμφισβητείται - ως προς τα κινητά, η κρατούσα γνώμη
αποδέχεται την εγκυρότητά τους (το αντίθετο για ακίνητα). Εδώ όμως η
συμφωνία καταστρατηγεί το άρθρο 1239 ΑΚ, αφού ορίζει ότι ο Β θα δικαιούται
ελεύθερα να εκποιήσει τα κινητά. Άρα η μεταβίβαση των κειμηλίων είναι
άκυρη, ο κακόπιστος Γ δεν αποκτά κυριότητα από τον μη κύριο Β και η
αξίωση του Α είναι βάσιμη.
2. Ο Α μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από τον Β σύμφωνα με 1097,
914 ΑΚ. Αν όμως πάρει την αποζημίωση, αυτό λογίζεται ως σιωπηρή έγκριση
της μεταβίβασης στον Γ (239 ΑΚ) και αυτός δεν μπορεί να στραφεί κατά του Γ
για τα κειμήλια. Ως προς τη σχέση Β-Γ, ο Γ δεν μπορεί να στραφεί κατά του Β
με τα (514, 516 ΑΚ) γιατί όπως ορίζει το 515 ΑΚ. Εφόσον ο Γ ήταν
κακόπιστος ως προς το ελάττωμα, ο πωλητής Β δεν ευθύνεται για τα νομικά
ελαττώματα (εδώ την έλλειψη κυριότητας).
3. Η μεταβίβαση Α-Β ήταν άκυρη. Ωστόσο η συμφωνία τους μπορεί να
ισχύσει και ως συμβατική επίσχεση (βλ. 361 ΑΚ, 325 ΑΚ), άρα ο Α δεν μπορεί
να ζητήσει την απόδοση αν δεν εξοφλήσει πρώτα το χρέος του.
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 5
Ο νεαρός σκηνοθέτης Α αναζητεί κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει τη
νέα ταινία του. Η Τράπεζα Β του υπόσχεται δάνειο 50.000.000 δρχ. εφόσον
της προσφέρει επαρκή ασφάλεια. Ο Α αποτείνεται στους πλούσιους θείους
του Γ και Δ, οι οποίοι συνεννοούνται μεταξύ τους και αποφασίζουν να τον
βοηθήσουν. Έτσι για το ποσό αυτό των 50.000.000 δρχ. Ο Γ προσφέρει την
προσωπική του εγγύηση υπέρ της Τράπεζας και ο Δ της παραχωρεί υποθήκη
σε ένα ακίνητό του. Εγγύηση και υποθήκη συνιστώνται έγκυρα και ο Α παίρνει
το δάνειο. Με ένα μεγάλο μέρος από τα χρήματα αυτά ο Α πληρώνει ορισμένα
προσωπικά του χρέη και αγοράζει ένα διαμέρισμα, χρησιμοποιεί δε για την
ταινία του τα υπόλοιπα, τα οποίο όμως πλέον είναι ανεπαρκή για το σκοπό
αυτό, με αποτέλεσμα η προσπάθειά του να καταλήξει σε οικονομική αποτυχία.
Τότε η Τράπεζα στρέφεται κατά του εγγυητή, Γ και ικανοποιείται πλήρως απ’
αυτόν.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Μπορεί ο Γ να αναχθεί κατά του Δ, για να ικανοποιηθεί από το
ενυπόθηκο ακίνητο;
2. Αν η Β είχε ικανοποιηθεί πρώτα από το Δ, θα μπορούσε αυτός να
αναχθεί κατά του Γ;
3. Υπάρχει ευθύνη του Α απέναντι στους Γ και Δ;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Σύμφωνα με το 858 ΑΚ, ο Γ, εφόσον έχει δικαίωμα αναγωγής,
υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή. Εφόσον η σχέση του με τον Α
δεν είναι χαριστική, ο Γ έχει δικαίωμα αναγωγής και υποκαθίσταται στα
δικαιώματα της Β. Πρόκειται για νόμιμη εκχώρηση, άρα σύμφωνα με το 458
ΑΚ μεταβιβάζεται και η υποθήκη. Έτσι, ο Γ στρέφεται κατά του Δ και
ικανοποιείται από το ενυπόθηκο ακίνητο (1294 ΑΚ).
2. Σύμφωνα με το 1198 ΑΚ, ο Δ, εφόσον πληρώνει τη Β,
υποκαθίσταται στα δικαιώματά της και άρα έχει δικαίωμα ν’ αναχθεί κατά του
εγγυητή Γ. Βλέπουμε δηλαδή το παράδοξο ότι ο καθένας από τους Γ, Δ
πληρώνει όλο το χρέος, ανάλογά με το κατά τίνος θα στραφεί η Β και μάλιστα
χωρίς τελικά αυτές κατά του οποίου έχει στραφεί, να επιβαρύνεται.
Για να λυθεί το πρόβλημα γίνεται δεκτό ότι τα 854, 860 ΑΚ
εφαρμόζονται και όταν προσφέρεται και ενοχική και εμπράγματη ασφάλεια.
Άρα (487 ΑΚ) αν δεν προκύπτει κάτι άλλο, οι Γ. Δ θα επωμισθούν την
αφερεγγυότητα του Α κατ’ ίσα μέρη.
3. Ο Α ευθύνεται έναντι των Γ, Δ με τις διατάξεις της εντολής (722 ΑΚ):
αποκατάσταση των δαπανών τους. Εξάλλου, οι Γ, Δ μπορούν επίσης να
εγείρουν αγωγή για αποζημίωση με 914 ΑΚ καθώς και αγωγή αδικαιολόγητου
πλουτισμού (904 επ ΑΚ).
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 14
Ο Α κατά το θάνατό του αφήνει ως κληρονομική περιουσία ένα ακίνητο
(α). Προτού οι κληρονόμοι του, που βρίσκονται εγκατεστημένοι στο εξωτερικό,
πληροφορηθούν το θάνατο του Α, ο Β κατορθώνει, με ψεύτικα χαρτιά να
εκδώσει κληρονομητήριο όπου αναγράφεται ως μόνος κληρονόμος του Α και
προβαίνει σε συμβολαιογραφική αποδοχή της κληρονομίας μεταγράφοντας τη
σχετική πράξη. Στην αποδοχή δηλώνει ότι η κληρονομική περιουσία
περιλαμβάνει δύο ακίνητα, εκείνα που πραγματικά ανήκε στον Α και ένα άλλο,
άσχετα (β).
Ο Β διαπραγματεύεται με τον καλόπιστο Δ να του πουλήσει το ακίνητο
(β) καθώς και ένα ζωγραφικό πίνακα που κάποιος φίλος του έχει δώσει σ’
αυτόν (τον Β), προς φύλαξη. Μάλιστα κατά τη διάρκεια των
διαπραγματεύσεων, ο Β δίνει στον Δ τον πίνακα για να γίνει εξέταση της
γνησιότητάς του. Κατά την εξέταση, ο Δ πληροφορείται ότι ο πίνακας δεν
ανήκει στον Β. Παρά ταύτα, ο Β και ο Δ καταρτίζουν τη σύμβαση για την
πώληση του ακινήτου και του πίνακα.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Απέκτησε ο Δ κυριότητα στο ακίνητο και τον πίνακα:
2. Αν απέκτησε (ή, υποθετικά, αν αποκτούσε) θα είχαν κάποιαν αξίωση
εναντίον του οι κύριοι των αντικειμένων αυτών;
3. Αν δεν απέκτησε (ή υποθετικά, αν δεν αποκτούσε) θα είχε αυτός
κάποιαν αξίωση κατά του Β;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Ο Β, ο οποίος κατέχει κληρονομητήριο στο οποίο
κατονομάζεται ως μόνος κληρονόμος του Α, τεκμαίρεται ότι
έχει το κληρονομικό δικαίωμα που αναγράφεται στο
κληρονομητήριο (1962 ΑΚ). Το κληρονομητήριο, όμως,
δημιουργεί τεκμήριο μόνο για την ιδιότητα κάποιου ως
κληρονόμου και όχι για την κληρονομία.
2. Επομένως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο παράδειγμά μας το
1963 ΑΚ, που ορίζει ότι κάθε δικαιοπραξία εκείνου που
αναγράφεται στο κληρονομητήριο ως κληρονόμου με τρίτον,
που δε γνωρίζει την ανακρίβεια του κληρονομητηρίου, και έτσι
ο Δ που είναι καλόπιστος να αποκτήσει το ακίνητο (β) γιατί
αυτό, παρόλο που αναγράφεται στο κληρονομητήριο, δεν
αποτελεί αντικείμενο της κληρονομίας και με βάση το 1033 ΑΚ
ο Δ δε γίνεται κύριος καθώς το ακίνητο (β) δεν ανήκει στην
κληρονομία και κατά συνέπεια στον Β που τεκμαίρεται ως
·κληρονόμος (1962 ΑΚ).
Ως προς τον πίνακα, ο Δ δεν αποκτά κυριότητα γιατί κατά το χρόνο της
παράδοσης της νομής του πίνακα, γνωρίζει ότι δεν ανήκει στο Β και, συνεπώς
αφού δεν είναι καλόπιστος δεν μπορεί να εφαρμοστεί το 1036 ΑΚ. Εδώ
πρέπει να σημειωθεί ότι ο Δ, όταν αποκτά την κατοχή του πίνακα, είναι
καλόπιστος, όμως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή του 1036 ΑΚ είναι ο
χρόνος απόκτησης της νομής του πίνακα, δηλαδή της άσκησης της φυσικής
εξουσίας (κατοχής) πάνω στον πίνακα με διάνοια κυρίου (974 ΑΚ) και αυτό
πραγματοποιείται εδώ, με την κατάρτιση της πώλησης του πίνακα καθώς από
τη στιγμή αυτή ο Δ έχει την κατοχή που είχε ήδη αποκτήσει από πριν με
διάνοια κυρίου. Όμως τη χρονική αυτή στιγμή ο Δ είναι κακόπιστος και
επομένως δεν αποκτά κυριότητα στον πίνακα.
2. Ως προς το ακίνητο (β), αν υποθετικά αποκτούσε την κυριότητα ο Δ,
δε θα υπήρχε καμιά αξίωση εναντίον του. Ως προς τον πίνακα τώρα, αν ο Δ
υποθετικά αποκτούσε αυτόν, αυτό θα σήμαινε ότι ο ίδιος θα ήταν καλόπιστος
όταν θα τον αγόραζε από τον Β (1036 ΑΚ), όμως, με βάση το 1037 ο Δ θα
ήταν καλόπιστος και αν ακόμα αγνοούσε από βαριά αμέλεια ότι ο Β δεν ήταν
κύριος του πίνακα. Στην περίπτωση όμως αυτή ο προηγούμενος κύριος του
πίνακα θα μπορούσε να στραφεί κατά του Δ με βάση το 914 ΑΚ και να
αξιώσει αποζημίωση, καθώς ο Δ τον ζημίωσε παράνομα (προσβάλλει το
δικαίωμα κυριότητας που έχει στον πίνακα) και υπαίτια (αγνοεί από ελαφρά
αμέλεια) ότι ο Β δεν είναι κύριος του πίνακα.
3. Σχετικά με το ακίνητο, από τη στιγμή που ο Β δεν το μεταβιβάζει
ελεύθερα από κάθε δικαίωμα τρίτου, όπως έχει υποχρέωση (514 ΑΚ) αλλά
αυτό ανήκει σε άλλο, ο Δ έχει όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις
αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπαίτιος αδυναμίας του
οφειλέτη (516 ΑΚ), μιας και η παροχή του Β είναι αδύνατη από γεγονός για το
οποίο αυτός έχει ευθύνη, αφού πωλεί ακίνητό που δεν του ανήκει. Έτσι, με
βάση το 382 ΑΚ ο Δ έχει δικαίωμα αξιώσει αποζημίωση από τον Β.
Ακόμα, ο Δ έχει κατά του Β αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού για το
χρήματα που του έδωσε ως τίμημα για το ακίνητο καθώς δεν πήρε γι’ αυτό
αντάλλαγμα, οπότε ο Β έγινε πλουσιότερος με ζημία του Δ χωρίς νόμιμη αιτία
(904 ΑΚ). Κατά τη νομολογία, η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού μπορεί
να ασκηθεί μόνο αν ο δότης δεν έχει άλλη αξίωση κατά του λήπτη για να
ικανοποιηθεί. Το αντίθετο δέχεται η θεωρία.
Ως προς τον πίνακα, παρόλο που υπάρχει δικαίωμα τρίτου πάνω σ’
αυτό (κυριότητα), ο Δ δε μπορεί να επικαλεστεί το 516 ΑΚ και να αξιώσει
αποζημίωση σύμφωνα με το 382 ΑΚ, στο οποίο παραπέμπει το 518‚ γιατί ο Δ
κατά το χρόνο της πώλησης γνωρίζει ότι ο πίνακας δεν ανήκει στον Β, οπότε
ο τελευταίος δεν ευθύνεται (515 ΑΚ).
Ο Δ μπορεί να εγείρει κατά του Β αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού,
καθώς ο Β γίνεται πλουσιότερος με ζημία του Δ χωρίς νόμιμη αιτία (904 ΑΚ),
αφού δεν του καταβάλλει αντάλλαγμα για τα χρήματα που παίρνει απ’ αυτόν,
ως τίμημα για τον πίνακα.
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 15
Ο Μ, που εργαζόταν ως μετανάστης στη Γερμανία είχε στείλει το
καλοκαίρι του 1988 στη σύζυγό του Σ, το ποσό των 15.0Ο0 δρχ προκειμένου
αυτή, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους τηλεφωνικά, να αγοράσει επ’
ονόματι του Μ ένα διαμέρισμα τριών δωματίων στην Αθήνα. Η Σ με τα
χρήματα αυτά του συζύγου της, αγόρασε πράγματι το Δεκέμβριο του 1988 το
διαμέρισμα, αλλά στο δικό της όνομα. Τώρα δε που ο Μ επέστρεψε από τη
Γερμανία και ζητάει το διαμέρισμα, η Σ αρνείται να του το μεταβιβάσει.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Τι δικαιώματα έχει ο Μ αναφορικά με το διαμέρισμα και σε ποιες
διατάξεις θα μπορούσε να το στηρίξει;
2. Τι δικαιώματα θα είχε ο Μ αν η Σ είχε προσυμφωνήσει μόνο την επ’
ονόματί της αγορά του διαμερίσματος, χωρίς εν τω μεταξύ να έχει καταρτισθεί
η οριστική σύμβαση αγοραπωλησίας;
3. Μπορεί ο Μ να ζητήσει τα χρήματά του πίσω και μάλιστα εντόκως;
4. Για σημασία θα είχε αν η Σ είχε δαπανήσει τα χρήματα που της
έστειλε ο Μ σε πολυτελή ταξίδια και το διαμέρισμα το είχε αγοράσει με άλλα,
δικά της χρήματα:
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Η σχέση που συνδέει τον Μ με τη Σ είναι η σύμβαση εντολής (713
ΑΚ), σύμφωνα με την οποία η Σ έλαβε εντολή (χωρίς αμοιβή) από τον Μ να
αγοράσει ένα διαμέρισμα επ’ ονόματι του Μ. Ο Μ δηλαδή, πληρεξουσιοδοτεί
τη Σ, με βάση τη σύμβαση εντολής (216 ΑΚ).
Οπωσδήποτε θα πρέπει στο σημείο αυτό να γίνει η διάκριση μεταξύ
της σύμβασης εντολής και της πληρεξουσιοδοτήσεως (της δικαιοπραξίας
προς αντιπροσώπευση). Η σύμβαση εντολής συνιστά προγενέστερο στάδιο
της πληρεξουσιοδοτήσεως, αποτελεί σύμβαση χαριστική και αιτιώδη (αιτία
είναι η ελευθεριότητα), ενώ η πληρεξουσιοδότηση είναι δικαιοπραξία
μονομερής και αναιτιώδης (είναι δηλαδή, έγκυρη έστω κι αν η εντολή είναι
άκυρη).
Στο πρακτικό μας, έχουμε μια άτυπη εντολή αγοράς ακινήτου και κατ’
επέκταση, μια άτυπη πληρεξουσιοδότηση βάσει αυτής. Όσον αφορά στην
πληρεξουσιοδότηση, η οποία αναφέρεται στις σχέσεις του αντιπροσώπου με
τους τρίτους, αυτή είναι ΑΚΥΡΗ μιας και το 217 2 ΑΚ επιτάσσει την υποβολή
της δηλώσεως της πληρεξουσιότητας στον τύπο που απαιτείται για τη
δικαιοπραξία, την οποία αφορά η πληρεξουσιότητα.
Από τη στιγμή που ο νόμος επιτάσσει για οποιοδήποτε εμπράγματη
σύμβαση πάνω σε ακίνητα τη δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου (369 ΑΚ),
η μη τήρηση στο πρακτικό μας αυτού του τύπου καθιστά την
πληρεξουσιοδότηση του Μ προς τη Σ άκυρη βάσει των άρθρων 217 2 - 369
ΑΚ.
Αναφορικά με τη σύμβαση εντολής, η οποία συνδέει τον Μ και τη Σ, οι
γνώμες διίστανται: η νομολογία θεωρεί ότι δεν απαιτείται τύπος για την
κατάρτιση έγκυρης σύμβασης εντολής αγοράς ακινήτου, ενώ ο Μπαλής
πρεσβεύει ότι η άτυπη εντολή αγοράς ακινήτου είναι άκυρη. Σύμφωνα με την
τελευταία αυτή άποψη, που είναι και η κρατούσα, ο Μ έχει δικαίωμα βάσει των
άρθρων 719- 739-734 ΑΚ (μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων) να ζητήσει την
απόδοση του διαμερίσματος (η σύμβαση εντολής και η διοίκηση αλλοτρίων
συνιστούν συγγενή μορφώματα μιας και η άκυρη εντολή μας παραπέμπει στις
διατάξεις της διοίκησης αλλοτρίων).
Ο Μ, έχει επίσης δικαιώματα να του αποδοθεί με βάση τις διατάξεις
Περί ΑΔΙΚΑΙ0ΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ (υπάρχει πλουτισμός - 15.000.000
δρχ. από την περιουσία του Μ, για αιτία μη επακολουθήσα - 904 ΑΚ)
αυτούσιος ο πλουτισμός (15.000.000 δρχ.) ή, αν τυχόν δεν υπάρχει το
αντάλλαγμα (το σπίτι δηλαδή), βάσει του άρθρου 908 ΑΚ.
Υπάρχει επίσης, δικαίωμα του Μ με βάση τις διατάξεις περί
ΑΔΙΚ0ΠΡΑΞΙΩΝ (914 ΑΚ) μιας και υπάρχει ζημία (του Μ) υπαιτιότητα (της Σ)
και παρανομία (υφαίρεση). Θα επιδικαστεί λοιπόν στον Μ χρηματική
αποζημίωση (919 ΑΚ) ή in natura αποκατάσταση (απόδοση του σπιτιού),
βάσει του 297ΑΚ.
2. Η απαίτηση για εκπλήρωση του προσυμφώνου είναι κτηθείσα
σύμφωνα με τα άρθρα 719-734-904-908-914 ΑΚ και επομένως, ο Μ θα
πρέπει να ζητήσει την ΕΚΧΩΡΗΣΗ αυτής της απαιτήσεως.
3. 0 Μ μπορεί να ζητήσει τα χρήματά του πίσω με βάση τις διατάξεις
περί ΑΔΙΚΑΙ0ΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ και τόκοι μπορούν να γεννηθούν με
βάση το άρθρο 912 ΑΚ. Η Σ με τη συμπεριφορά της, το αργότερο από το
Δεκέμβριο του 1988 όφειλε να προβλέψει ότι θα της αναζητηθεί ο πλουτισμός.
4. Εάν έχουν δαπανηθεί τα χρήματα του Μ, η Σ δεν είναι πια
πλουσιότερη κατά το χρόνο της επένδυσης της αγωγής και, επομένως, βάσει
του 909 ΑΚ, η Σ δεν έχει υποχρέωση προς απόδοση του διαμερίσματος.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Μαζί με το 909 ΑΚ εφαρμόζεται μόνο σε ΚΑΛΟΠΙΣΤΟΥΣ
ΛΗΠΤΕΣ. Η Σ όμως είναι κακόπιστη και άρα, το 909 ΑΚ δεν εφαρμόζεται και η
Σ εξακολουθεί να οφείλει το διαμέρισμα.
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 16
Ο Α πωλεί και μεταβιβάζει στη σύζυγό του Σ ένα διαμέρισμα αντί
ποσού 16.00.000 δραχμών. Το πωλητήριο συμβόλαιο συντάχτηκε και
μεταγράφηκε στις 5.1.1986. Σε αντέγγραφο που υπέγραψαν την ίδια μέρα οι
Α και Σ συνομολόγησαν ότι η πιο πάνω πώληση είναι εικονική ότι ο Α δεν
πήρε χρήματα από τη Σ και ότι επρόκειτο στην πραγματικότητα κατά τη
θέληση των μερών για δωρεά εν ζωή του Α, προς τη Σ.
Οι Α και Σ έχασαν τη ζωή τους σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα που
συνέβη την 1.7.1987, χωρίς να εξακριβωθεί ποιος πέθανε πρώτος. Τόσο ο Α
όσο και η Σ δεν άφησαν διαθήκη. Πλησιέστεροι συγγενείς της Σ κατά το χρόνο
του θανάτου της, είναι η μητέρα της Μ. Πλησιέστερος συγγενής του Α κατά το
χρόνο θανάτου, είναι ο γιος του Γ, παιδί από προγενέστερο γάμο με τη Β που
είχε προαποβιώσει. Ο Α δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο κατά το χρόνο
θανάτου του.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Απέκτησε η Σ την κυριότητα του διαμερίσματος:
2. Πώς έχει το ζήτημα της κληρονομικής διαδοχής των Α και Σ;
3. Έχει δικαιώματα ο Γ κατά της Μ; Και αν ναι, ποια είναι και πώς θα τα
ασκήσει;
4.- Αν υποτεθεί ότι η Μ μεταβίβασε το διαμέρισμα στον Γ, είτε α) λόγω
πωλήσεως, είτε β) λόγω δωρεάς, έχει ο Γ αξίωση κατά του Τ ή της Μ σε κάθε
μία από τις εν λόγω περιπτώσεις; Αν ναι, ποιο είναι το αντικείμενό της;
5.- Αν στο αντέγγραφο αναγραφόταν ότι οι Α και Σ κατήρτισαν δωρεά
αιτία θανάτου, ποια θα ήταν η απάντηση στα ερωτήματα 3 & 4;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Κατά 1033 ΑΚ, συμφωνία κυρίου και αποκτώντας με αιτία την
ενοχική σύμβαση πώλησης. Το αντέγγραφο δηλώνει αντίθετη βούληση των
μερών. Σύμφωνα με την αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως, είναι άκυρη η
δικαιοπραξία που γίνεται φαινομενικά κατά 138 ΑΚ. Η εικονικότητα αποτελεί
λόγο ακυρότητας της δικαιοπραξίας, η οποία συνεπώς δεν παράγει κανένα
έννομο αποτέλεσμα, αρκεί η αναγνώρισή της με (αναγνωριστική) δικαστική
απόφαση. Θα μπορούσε να εκδοθεί εκτός από γάμο και σωματείο που πρέπει
να διπλασιασθεί αυτή η κυριότητα. Η δήλωση βούλησης κατά 138 είναι
οποιαδήποτε μονομερής σύμβαση απευθυντέα ή μη. Επομένως εικονική η
πώληση είναι άκυρη. Κατά 138 2 σχετικά εικονικότητα παράγεται έννομα,
αποτέλεσμα που θέλησαν τα μέρη. Εφ’ όσον τηρήθηκε κατά το πραγματικό ο
τύπος για τη δωρεά (498 ΑΚ) είναι έγκυρη η υποκρυπτόμενη δικαιοπραξία
κατά 138 2.
2. Οι Α και Σ κληρονομούνται μόνο από τον Γ και Μ αντίστοιχα, αφού
θεωρείται ότι απεβίωσαν ταυτόχρονα (38 ΑΚ).
3. Ο Α κατά 1831 2 παραχώρησε στη μεριδούχο ανεξάρτητα του ότι
προαποβίωσε σύζυγο Σ. Με το 1835 ο Γ έχει τη μέμψη άστοργης δωρεάς ως
ενοχική αγωγή που σωρεύεται με την εμπράγματη για τη διεκδίκηση την
νόμιμης μοίρας που ισούται (ΑΚ 1825) με το 112 της εξ αδιαθέτου μερίδας.
Στο 1836 Α όμως καθιερώνεται υποχρέωση του κληρονόμου να δεχθεί το
αντίτιμο.
4. α) Ο Γ θα αναζητήσει το μέρος του τιμήματος κατ’ ΑΚ 904 από τη Μ,
όχι από τον Τ που απέκτησε από επαχθή αιτία (908 ΑΚ).
β) Ο Γ θα στραφεί κατά του Τ εφόσον σώζεται ο πλουτισμός (ΑΚ
904,913).
5. Κοινές προϋποθέσεις δωρεάς αιτία θανάτου και δωρεάς εν ζωή.
Επομένως έγκυρη η δωρεά κατά 138 2 ΑΚ. Η 1835 2 ΑΚ δεν εφαρμόζεται
αφού η 1831 2 αναφέρεται σε δωρεές εν ζωή. Ο Γ όμως με βάση το 2035 ΑΚ,
θα αναζητήσει με διεκδικητική αγωγή το 1/2 του διαμερίσματος όσο βλάπτει τη
νόμιμη μοίρα (1714, 1.829, 2035 ΑΚ): δωρεά αιτία θανάτου εξομοιώνεται με
κληροδοσία, η οποία, στο μέτρο που περιορίζει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται
αυτοδικαίως άκυρη.
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 17
Ο εργολάβος Α αναλαμβάνει, αντί 1.000.000 δολαρίων να
κατασκευάσει εργοστάσιο για την εταιρεία, σε ακίνητο της εταιρείας. Οι
αντιπρόσωποι της εταιρείας παραλείπουν να επιστήσουν την προσοχή του
εργολάβου σε ιδιομορφίες του εδάφους που απαιτούν ειδικές κατασκευές,
αλλά και ο εργολάβος παραλείπει να κάνει τις αναγκαίες γεωλογικές δοκιμές.
Ο εργολάβος παρέχει εγγυητική επιστολή Τραπέζης (σε δολάρια) για
την καλή και εμπρόθεσμη εκτέλεση του έργου, με υποχρέωση της Τράπεζας
να καταβάλει την εγγύηση μόλις της ζητηθεί από την εταιρεία. Επιπλέον
συμφωνείται και ποινική ρήτρα 100.000 δολαρίων για κάθε μέρα
καθυστέρησης στην παράδοση του έτοιμου έργου.
Το έργο παραδίδεται στη συμφωνημένη ημερομηνία, αλλά με ρωγμές
που εμποδίζουν τη λειτουργία των μηχανημάτων αν δεν γίνουν ειδικά
στηρίγματα. Η εταιρεία ζητάει αμέσως την κατάπτωση της εγγύησης και η
Τράπεζα καταβάλλει το σχετικό ποσόν.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Τι δικαιώματα έχει η εταιρεία
α) από τις ρωγμές;
β) από τη συμφωνημένη ποινική ρήτρα;
2. Τι δικαιώματα έχει ο εργολάβος αν αποδειχθεί ότι τελικά οφείλει
λιγότερα από το ποσόν της εγγύησης και ειδικότερα:
α) δικαιούται να αναζητήσει το επιπλέον ποσόν που καταβλήθηκε;
β) τι σημασία έχει αν η εταιρεία (χωρίς να έχει υποχρέωση) μετέτρεψε
τα δολάρια της εγγύησης σε δραχμές και η αξία του δολαρίου ανέβηκε στο
αναμεταξύ;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. α) Η εταιρεία έχει τα δικαιώματα των άρθρων 668, 669 ΑΚ:
διόρθωση, μείωση αμοιβής ή αποζημίωση, μετριασμένα κατά το 300 ΑΚ,
εφόσον ευθύνεται και η Β (691 ΑΚ).
β) Η Β μπορεί να απαιτήσει την ποινή κατά το 407 ΑΚ αν ζητήσει
διόρθωση αν και Α μπορεί να ζητήσει μετριασμό της, σύμφωνα με το 409 ΑΚ.
2 α) Η Β δεν έχει νόμιμη αιτία διατήρησης των χρημάτων. Τα χρήματα
τα έχει μεν καταβάλλει η Τ, εφόσον όμως αυτή μπορεί να τα ζητήσει από τον
εργολάβο Α, τελικά αυτός υφίσταται ζημία και έχει δικαίωμα με το 904 ΑΚ να
τα απαιτήσει από την Β.
β) Η Β, εφόσον είναι καλόπιστη, οφείλει μόνο τον υπάρχοντα
πλουτισμό (909 ΑΚ). Αν αντίθετα είναι κακόπιστη, τότε οφείλει να υποστεί και
την αύξηση από την άνοδο του δολαρίου.
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 18
Ο Α, οφειλέτης του Β, του μεταβιβάζει και παραδίδει για εξασφάλιση
της απαίτησής του μια μηχανή, με τον όρο ότι εάν ο Α εξοφλήσει το χρέος του
στον Β μέσα σε ένα χρόνο, η κυριότητα της μηχανής επιστρέφει αυτοδικαίως
στην Α.
Κατά την πρώτη χρήση της μηχανής από τον Β, λόγω κακής
κατασκευής της, γίνεται έκρηξη, με συνέπεια τη βλάβη της μηχανής και τον
τραυματισμό στο κεφάλι του χειριστή της Γ, υπαλλήλου του Β. Επειδή ο Γ
έπασχε από σπάνιο νόσημα του αίματος που αποκαλύφθηκε και
επιδεινώθηκε μετά τον τραυματισμό του, υποβλήθηκε πέρα από τη νοσηλεία
για το τραύμα, σε δαπανηρή επέμβαση.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Απέκτησε ο Β κυριότητα στη μηχανή; Αν ναι, μπορεί ο Α να
αναζητήσει τη μηχανή με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό;
2. Έχει ο Β λόγω του ατυχήματος, αξιώσεις κατά του Α και με ποια
νομική βάση; Έχει ο Γ αξιώσεις κατά του Α, με ποια νομική βάση και σε ποια
έκταση;
3.- Αν αμέσως μετά την έκρηξη, ο Β μεταβιβάσει λόγω πωλήσεως σε
μειωμένη τιμή και παραδώσει τη μηχανή στον καλόπιστο Η και αν μέσα στο
ένα έτος ο Α εξοφλήσει το χρέος του, ποια είναι η τύχη της κυριότητας της
μηχανής;
4.- Αν υποτεθεί: ότι ο Γ πεθαίνει χωρίς διαθήκη ότι ήταν παντρεμένος
με την Δ και είχε ως μόνο κατιόντα ένα μη αναγνωρισμένο παιδί που
γεννήθηκε χωρίς γάμο τον Ε, ηλικίας 7 ετών, ότι η μητέρα του Ε έχει πεθάνει
και ότι ο Ε ζει με ένα μακρινό θείο του: Μπορεί, με τι τρόπο, και σε τι
ποσοστό, να αποκτήσει ο Ε κληρονομικά δικαιώματα στην περιουσία του Γ;
Αν για το σκοπό αυτό ο Ε χρειαστεί να προσφύγει στο δικαστήριο. Ποιος θα
τον εκπροσωπήσει;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Ο Β απέκτησε κυριότητα στη μηχανή, αφού συντρέχουν οι
προϋποθέσεις του άρθρου 1034 ΑΚ. Επειδή όμως εδώ έχουμε εξασφαλιστική
καταπιστευτική μεταβίβαση, η αιτία είναι - σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη -
άκυρη, οπότε μπορεί ο Α να την αναζητήσει με το 904 ΑΚ (αιτία παράνομη)
2.- α) Ο Β έχει αξίωση αποζημίωση· κατά του Α για πλημμελή
εκπλήρωση με αναλογική εφαρμογή των άρθρων 335 επ. - η υπαιτιότητα του
Α τεκμαίρεται. Οι διατάξεις για την πώληση δεν εφαρμόζονται, γιατί εδώ δεν
έχουμε πώληση, αλλά εξασφαλιστική μεταβίβαση. Ο Β έχει επίσης αξίωση
κατά του Α για αποζημίωση σύμφωνα με το 914 ΑΚ. Εδώ όμως πρέπει να
αποδείξει υπαιτιότητα του Α, ενώ το παράνομο θεμελιώνεται είτε στην
παραβίαση του 228 ΑΚ, είτε στην φθορά ξένου αγαθού.
β) Ο Γ έχει αξίωση για αποζημίωση κατά του Α με βάση το 914 ΑΚ,
εφόσον αποδείξει υπαιτιότητα του Α, καθώς και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ
όλων του των δαπανών και της υπαίτιας πράξης ή παράλειψης του Α. (βλ. και
Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο 1, § 8 ΙV, σελ. 263-290).
3.- Σύμφωνα με το 206 ΑΚ, η διάθεση του αντικειμένου διαρκούσης της
διαλυτικής αφέσεως, είναι αυτοδίκαια άκυρη μόλις αυτή πληρωθεί. Η ρύθμιση
αυτή συγκρούεται με το 1036 ΑΚ, με βάση το οποίο, ο καλόπιστος Η
προστατεύεται παρόλο που απέκτησε από μη κύριο. Η ορθότερη γνώμη
δέχεται ότι αν το 1036 ΑΚ εφαρμόζεται σε απόκτηση από μη κύριο, πόσο
μάλλον πρέπει να εφαρμοστεί εδώ, όπου ο Β, όταν μεταβίβαζε ήταν κύριος,
έστω μετακλητός. Άρα κύριος της μηχανής, είναι ο Η.
4. Ο Ε μπορεί να ζητήσει δικαστική αναγνώριση σύμφωνα με το 1480-
84 ΑΚ. Θα γίνει εξ αδιαθέτου κληρονόμος στα 314 της περιουσίας. Τον Ε θα
εκπροσωπήσει επίτροπος που θα οριστεί σύμφωνα με το 1602-3 ΑΚ, από το
δικαστήριο.
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 22
Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) του σωματείου Σ αποφάσισε, σύμφωνα
με το καταστατικό, να πουλήσει το ιδιόκτητο διαμέρισμα του Σ, που ήταν στον
τελευταίο όροφο πολυκατοικίας, γιατί όταν έβρεχε, έσταζε η οροφή. Το Δ.Σ.,
επειδή σύμφωνα με το καταστατικό εκπροσωπούσε συλλογικά το σωματείο,
έδωσε στον Α, μέλος του Δ.Σ., με συμβολαιογραφικό έγγραφο ειδική
πληρεξουσιότητα να πουλήσει το διαμέρισμα με όρους που αυτός θα έκρινε
ότι συνέφερε το Σ.
Αμέσως μετά, το Δ.Σ έδωσε στον Α οδηγίες να πληροφορήσει τον
αγοραστή γιο το ελάττωμα του διαμερίσματος, ώστε να μην εκτεθεί το
σωματείο σε τρίτους και οι οδηγίες αυτές καταχωρήθηκαν στα πρακτικά
συνεδριάσεων του Δ.Σ.
Ο Α, που με πολλές προσπάθειες βρήκε ως αγοραστή τον Χ για να μην
τον χάσει, υποσχέθηκε στο συμβόλαιο πωλήσεως ότι το διαμέρισμα δεν έχει
κανένα ελάττωμα και ειδικά ότι δεν στάζει η στέγη. Όταν όμως ο Χ
εγκαταστάθηκε ως κύριος στο διαμέρισμα, αυτό πλημμύρισε με την πρώτη
βροχή και ο Χ έστειλε στο Σ εξώδικη διαμαρτυρία, όπου έγραφε ότι τον
εξαπάτησαν, ζητούσε αποζημίωση για τις ζημιές που έπαθαν τα έπιπλά του
και επιφυλασσόταν για κάθε άλλο δικαίωμά του. Το Σ του απάντησε:
α) ότι αυτός δεν έχει καμιά ευθύνη γιατί ο Α ενήργησε “εκτός της
εξουσίας” που είχε και μάλιστα αντίθετα προς ρητές οδηγίες που του είχαν
δοθεί,
β) ότι ο Α δεν ήταν όργανο που το αντιπροσωπεύει ώστε να υπάρχει
ευθύνη του Σ από το άρθρο 71 ΑΚ και
γ) ότι σε πώληση δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για απάτη, που έμμεσα
επικαλείται ο Χ.
Μετά την απάντηση αυτή του σωματείου, ο Χ ζητάει από το δικηγόρο
του να τον πληροφορήσει, ενόψει και των ισχυρισμών του Σ:
α) Αν ευθύνεται ή όχι το σωματείο απέναντί του σύμφωνα με το άρθρο
71
β) Αν τυχόν δεν ευθύνεται με το 71, μήπως ευθύνεται με άλλες
διατάξεις του ΑΚ
γ) Μπορεί να ζητήσει ακύρωση της αγοραπωλησίας για απάτη και
συγχρόνως και σύμφωνα με το 543;
ΕΡΩΤΗΣΗ
Τι απαντήσεις θα δίνατε, πλήρως αιτιολογημένες στα ερωτήματα αυτά
του Χ προς το δικηγόρο του;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
α) Το Ν.Π. ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που
το αντιπροσωπεύουν (ΑΚ 71). Κατά συνέπεια, η εξωτερίκευση της βούλησης
του Ν.Π. πρέπει να γίνεται από τα όργανα που το αντιπροσωπεύουν (λ.χ.
Δ.Σ.). Εδώ όμως η βούληση του Σ δεν εξωτερικεύεται από το Δ.Σ. που είναι το
όργανο που κατά νόμον το εκπροσωπεί, αλλά από τον Α που έχει ειδική
πληρεξουσιότητα από το Δ.Σ. του Σ. Κατά συνέπεια, το Σ δεν ευθύνεται
απέναντι στον Χ με βάση την ΑΚ 71.
β) Κατά την ΑΚ 70, το ν.π. υποχρεώνεται από δικαιοπραξίες που
επιχειρεί μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που το διοικεί.
Ακόμα κατά την ΑΚ 211, η δήλωση βουλήσεως από τον αντιπρόσωπο
ενεργεί, εφόσον η πληρεξουσιότητα είναι έγκυρη, υπέρ και κατά του
αντιπροσωπευόμενου.
Τέλος, ο εκούσιος αντιπρόσωπος κατά την εκπλήρωση της παροχής
είναι βοηθός εκπλήρωσης και ο οφειλέτης (αντιπροσωπευόμενος) ευθύνεται
για το πταίσμα του βοηθού εκπλήρωσης (αντιπροσώπου) όπως για δικό του
πταίσμα.
Στο συγκεκριμένο πρακτικό, το Δ.Σ. του σωματείου Σ δίνει νομίμως
στον Α με ειδική ττληρεξουσιότητα εξουσία αντιπροσώπευσης για την πώληση
του διαμερίσματος. Επομένως ο Α είναι εκούσιος αντιπρόσωπος του Δ.Σ. του
Σ (ΑΚ 216) και το Σ υποχρεώνεται από την πώληση (ΑΚ 70, 211) και με βάση
την ΑΚ 334 ευθύνεται για πταίσμα του Α όπως για δικό του πταίσμα. Επειδή
όμως ο Α δεν ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης, υπάρχει
υπέρβαση της εξουσίας αντιπροσώπευσης και επομένως έλλειψη
πληρεξουσιότητας, εκτός αν το Δ.Σ. του Σ εγκρίνει την πώληση, οπότε και θα
δεσμεύεται από αυτήν (ΑΚ 70 2) και θα ευθύνεται για το πταίσμα του Α (ΑΚ
334). Αν δεν εγκρίνει την πώληση, τότε δεν δεσμεύεται από αυτή και αφού η
πώληση θα είναι άκυρη, δεν θα ευθύνεται για το πταίσμα του Α.
γ) Οι ειδικές διατάξεις δεν αποκλείουν τις γενικές και συνεπώς ο Χ
μπορεί να ζητήσει παράλληλα και την ακύρωση της πώλησης για απάτη και
αποζημίωση κατά την ΑΚ 543. Αν όμως αποδειχθεί το πραγματικό της μιας
αγωγής, η άλλη θ’ απορριφθεί, γιατί δεν θα είναι δυνατό από τη μια ν’
ακυρωθεί η πώληση για απάτη και ταυτόχρονα να ευθύνεται το Σ σε
αποζημίωση για μη εκπλήρωση της σύμβασης.
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 23
Ο Π πωλεί και μεταβιβάζει στον Α ένα διαμέρισμα αντί τιμήματος
6.000.000 δραχμών από το οποίο μόνο το μισό (3.000.000 δρχ.) καταβλήθηκε
κατά την υπογραφή του πωλητηρίου συμβολαίου. Το υπόλοιπο του τιμήματος
ανέλαβε ο Α την υποχρέωση να το εξοφλήσει σε 10 ίσες τριμηνιαίες δόσεις.
Για την εξασφάλιση του Π συμφωνήθηκε μάλιστα ότι σε περίπτωση μη
εμπρόθεσμης καταβολής έστω και μιας δόσης, η κυριότητα του διαμερίσματος
επιστρέφει αυτοδίκαια στον Π, ο οποίος έχει σ’ αυτή την περίπτωση δικαίωμα
να μην επιστρέψει στον Α το μέρος του τιμήματος που του έχει έως τότε
καταβληθεί, το οποίο και θα κρατά πλέον ο Π αφενός ως αντάλλαγμα για τη
χρήση του διαμερίσματος από τον Α (κατά το μέτρο που ανταποκρίνεται στο
αγοραίο μίσθωμα) και αφετέρου (κατά το υπόλοιπο μέρος) ως καταπίπτουσα
ποινή για την αθέτηση των υποχρεώσεων του Α.
Ο Α, ύστερα από την καταβολή των δύο πρώτων δόσεων, αρχίζει να
έχει οικονομικές δυσκολίες, γι’ αυτό και δανείζεται εντόκως χρήματα από τον
Δ, ο οποίος επιχειρεί να εξασφαλίσει τις απαιτήσεις του με προσημείωση
υποθήκης στο διαμέρισμα που αγόρασε ο Α από τον Π. Λίγο αργότερα
πεθαίνει ο Α και κληρονομείται από τον ανήλικο (15 ετών) γιό του Γ, μοναδικό
εξ αδιαθέτου κληρονόμο του, ορφανό ήδη από μητέρα, η οποία είχε
προαποβιώσει. Μετά το θάνατο και του Α τον ανήλικο Γ φροντίζει πλέον η
γιαγιά του Β, η οποία είναι η πλησιέστερη συγγενής του Γ.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Ευθύνεται ο Γ για τα χρέη του Α;
2. Είναι η Β νόμιμη αντιπρόσωπος του Γ μετά το θάνατο του Α;
3. Δεσμεύεται ο Γ από τον όρο του πωλητηρίου συμβολαίου με τον
οποίο παρέχεται στον Π το δικαίωμα, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης
εξόφλησης έστω και μιας δόσης του τιμήματος, να κρατήσει το μέρος του
τιμήματος που θα του έχει έως τότε καταβληθεί, αφενός ως αντάλλαγμα για τη
χρήση του διαμερίσματος και αφετέρου ως καταπίπτουσα ποινή λόγω της
καθυστέρησης;
4. Αν υποτεθεί ότι μετά το θάνατο του Α καθίστανται ληξιπρόθεσμες
απαιτήσεις τόσο το υπόλοιπο για το τίμημα της πώλησης, όσο και του Δ από
το δάνειο, έχει δικαίωμα ο Δ, ως προσημειούχος δανειστής, να επιδιώξει την
αναγκαστική εκποίηση του διαμερίσματος προκειμένου να ικανοποιηθεί
προνομιακά από το πλειστηρίασμα;
5. Αν υποτεθεί ότι η Β, εκδηλώνοντας τη στοργή της προς τον ανήλικο
εγγονό της Γ, πληρώνει εμπρόθεσμα τα οφειλόμενα στους Π και Δ ποσά για
να μη χάσει ο Γ το διαμέρισμα, αυτός όμως, μετά την ενηλικίωσή του,
συμπεριφέρεται σκαιά απέναντι στην Β, την οποία βρίζει διαρκώς,
αδιαφορώντας προκλητικά για την κακή κατάσταση της υγείας της, έχει η Β
δικαίωμα να αναζητήσει από τον Γ τα χρήματα που διέθεσε για την
ικανοποίηση των απαιτήσεων των Π και Δ;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. 1527 ΑΚ: Το ανήλικο τέκνο έχει ήδη γίνει κληρονομος του Α με το
ευεργέτημα της απογραφής και επομένως ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της
κληρονομίας ως το ενεργητικό της (1904 ΑΚ). Άρα ο Γ ευθύνεται για τα χρέη
του Α ως το ενεργητικό της κληρονομίας.
2. Για να είναι η Β νόμιμη αντιπρόσωπος του Γ, θα πρέπει να συντρέχει
είτε το 1599 ΑΚ, είτε το 1602 ΑΚ. Όμως η Β, σύμφωνα με το 1599 ΑΚ, δεν
έχει ορισθεί ήδη από τον Α ως επίτροπος του Γ για μετά το θάνατο του Α,
αφού ο Γ είναι ορφανός και από μητέρα. Επίσης, ούτε δικαστήριο έχει διορίσει
την Β ως επίτροπο του Γ σύμφωνα με το 1602 ΑΚ.
3. Ο Γ ως κληρονόμος του Α δεσμεύεται από το συγκεκριμένο όρο του
συμβολαίου ως προς την παρακράτηση του μέρους του τμήματος που θα έχει
ως τότε καταβληθεί στον Π ως αντάλλαγμα για τη χρήση του διαμερίσματος
από τον Α έως ότου πληρωθεί η διαλυτική αίρεση. Ο Γ που δεν μπορεί να
επικαλεστεί τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού για το τμήμα
του καταβληθέντος που κρατείται υπάρχει αντάλλαγμα (χρήση του
διαμερίσματος από τον Α) και επομένως υπάρχει νόμιμη αιτία.
Ως προς το μέρος των καταβληθέντων που κρατείται ως καταπίπτουσα
ποινή λόγω της καθυστέρησης, αυτό δεν αποτελεί ποινή κατά το 404 ΑΚ, γιατί
η διάταξη αυτή προϋποθέτει έγκυρη και ισχυρή δικαιοπραξία, ενώ η σύμβαση
πώλησης μεταξύ Π και Α δεν είναι πλέον ισχυρή λόγω πληρώσεως της
διαλυτικής αφέσεως. Άρα τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αυτής έχουν
ανατραπεί. Όμως η συμφωνία για παρακράτηση των δοθέντων είναι έγκυρη
λόγω της συμβατικής ελευθερίας (361 ΑΚ) και ο Γ δεσμεύεται. Ωστόσο ο Γ
έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την ανάλογη εφαρμογή του 400 ΑΚ και να
ζητήσει μείωση του ποσού που παρακράτησε ο Π ως δυσανάλογα μεγάλο
(400-409 ΑΚ) και θα αξιώσει την επιστροφή του υπολοίπου, αν δικαιωθεί.
4. Αφού πληρώθηκε η αίρεση, κάθε διάθεση του αντικειμένου της
δικαιοπραξίας, εκκρεμούσης της αίρεσης είναι άκυρη, εφόσον ματαιώνει ή
βλάπτει το αποτέλεσμα που εξαρτάται από την αίρεση (206 ΑΚ). Άρα η
προσημείωση υποθήκης που έγινε από τον Δ μετά την πλήρωση της αίρεσης,
δηλαδή την εμπρόθεσμη καταβολή μιας δόσης προς τον Π είναι αυτοδίκαια
άκυρη. Επομένως ο Δ δεν μπορεί να επιδιώξει την αναγκαστική εκποίηση.
5. Η Β, πληρώνοντας τα χρέη στους Π και Δ ενεργεί δωρεά προς το Γ
(496 ΑΚ), η οποία είναι έγκυρη, αν και λείπει το συμβολαιογραφικό έγγραφο,
αφού η Β παρέδωσε το χρήματα (498 2) και επίσης ο 15ετης Γ μπορεί να
συνάψει δωρεά με τη Β γιατί από τη δωρεά αποκτά μόνο έννομο όφελος (134
ΑΚ). Ο Γ όμως επέδειξε αχαριστία προς τη Β μετά την ενηλικίωσή του και η Β
θα μπορούσε με βάση το 505 ΑΚ ν’ ανακαλέσει τη δωρεά. Όμως, επειδή η
δωρεά της προς τον Γ έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, δεν μπορεί ν’
ανακληθεί (512 (ΑΚ).
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 24
Ο Α έχει ανεγείρει σε οικόπεδό του οικοδομή με ισόγειο, τρεις ορόφους
και αυτοτελές δωμάτιο στην ταράτσα, του οποίου τη χρήση έχει παραχωρήσει
ο Α από εικοσιπενταετία με έγγραφο στο σωματείο ‘Στοργή’ για γραφείο. Ο Α
πεθαίνει αδιάθετος την 1.2.1990. Πλησιέστεροι συγγενείς του είναι: η χήρα Χ,
οι κόρες Κ1 και Κ2, οι ανήλικοι εγγονοί του Ει και Ε2 της Κ3 που έχει
προαποβιώσει και ο Δ. Όλοι αποδέχονται νομότυπα την κληρονομία και
μεταγράφουν την αποδοχή.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Αν οι κληρονόμοι του Α ανακάλυψαν ότι το δωμάτιο χρησιμοποιείται
από τον πρόεδρο του σωματείου προσωπικά και όχι από το σωματείο,
μπορούν να ζητήσουν την απόδοση δωματίου και πώς;
2. Παίζει ρόλο για την άσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων των
κληρονόμων το ότι ο Δ, πατέρας των Ει και Ε2, απουσιάζει για μακρό χρονικό
διάστημα στο εξωτερικό και δεν ενδιαφέρεται για τα παιδιά του;
3. Το ότι τα μέλη του σωματείου μειώθηκαν σε οκτώ, παρέχει στους
κληρονόμους τού Α κάποιο δικαίωμα; Αν ναι, ποιος το ασκεί;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Η σχέση μεταξύ Α και σωματείου μπορεί να είναι χρησιδάνειο (810 &
επ.). Με βάση τα άρθρα 815 και 817, ο χρήστης μπορεί να ζητήσει την
απόδοση του πράγματος, εάν ο χρησάμενος το χρησιμοποιεί με τρόπο
αντίθετο στους όρους της σύμβασης κ.λ.π. Εδώ ο Α έχει πεθάνει και οι
κληρονόμοι του [Χ (1820 ΑΚ), Κι, Κ2, Ει, Ε2 (1813 ΑΚ)] συνδέονται μεταξύ
τους με κοινωνία (είναι συγκληρονόμοι και γι’ αυτό κοινωνοί βάσει του 1884
ΑΚ.
Η απαίτηση των κληρονόμων για την απόδοση του διαμερίσματος
ανήκει στη διοίκηση κοινών πραγμάτων βάσει του άρθρου 788. Εξάλλου, ο
τρόπος της τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης στο κοινό αντικείμενο
ορίζεται στο 789, όπου αναφέρεται η απόφαση με πλειοψηφία.
Περιορισμένη προσωπική δουλεία (1188 ΑΚ). Η δουλεία αυτή
συστήνεται με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία, όπως αναφέρει το 1121 μετά
από παραπομπή εκ του άρθρου 1191. Εδώ, έχουμε έκτακτη χρησικτησία,
διότι το σωματείο έχει στη νομή του για 25 έτη ακίνητο πράγμα (1.045 ΑΚ).
Το πρόβλημα όμως που δημιουργείται, είναι το ότι σε μέρος
πράγματος (τέτοιο είναι το δωμάτιο στην ταράτσα;) δεν μπορεί να ασκηθεί
νομή διανοία κυρίου, ώστε να αποκτηθεί κυριότητα στο μέρος αυτό (μόνο η
οίκηση ασκείται επιμέρους σε μέρος πράγματος), Στη συγκεκριμένη
περίπτωση, το διαμέρισμα της στέγης είναι δεκτικό χωρισμού και συνεπώς,
οδηγούμαστε σε χρησικτησία και σύσταση της περιορισμένης προσωπικής
δουλείας, βάσει του 1121.
Η περιορισμένη προσωπική δουλεία μπορεί να λυθεί με τους τρόπους
που ορίζει το 1190 και το 1138 (μετά από παραπομπή εκ του άρ. 1191):
θάνατος δικαιούχου - εξάλειψη του νομικού προσώπου υπέρ του οποίου είχε
συσταθεί - εικοσαετής αχρησία (εδώ πρέπει να επισημανθεί το πρόβλημα ότι
δεν ξέρουμε τα χρόνια, κατά τα οποία ο πρόεδρος άρχισε να χρησιμοποιεί
προσωπικά το δωμάτιο και αν όντως υπήρχε διάνοια κυρίου. Μας μένει να
διαλέξουμε ποια θέση να πάρουμε για να θεωρήσουμε ότι τελικά επήλθε
εικοσαετής αχρησία).
2.- Ο Δ είναι πατέρας των Ε1 και Ε2 και γι’ αυτό καθήκον του είναι η
γονική μέριμνα, που περιλαμβάνει την επιμέλεια των παιδιών του, τη διοίκηση
της περιουσίας τους και την εκπροσώπησή τους (1510). Την ασκεί, βέβαια
μόνος του, αφού η Κ3 είναι νεκρή. Ωστόσο ο Δ αδιαφορεί για τα παιδιά του και
απουσιάζει στο εξωτερικό. Αυτό αποτελεί κακή άσκηση γονικής μέριμνας
βάσει του άρ. 1532.
Το δικαστήριο, κατά το άρ. 1532, θα αποφασίσει το διορισμό
επιτρόπου (1589) για να ασκήσει τα δικαιώματα των παιδιών από το ζήτημα
(1). Ειδικότερα, ο τρόπος που γίνεται ο διορισμός ειδικού επιτρόπου, ορίζεται
στο αρ. 1603 ΑΚ και για την επιτροπεία πλειόνων ανήλικων αδερφών, κάνει
λόγο το άρ. 1604 ΑΚ.
3.- Η μείωση των μελών του σωματείου σε οκτώ επιφέρει αυτοδίκαιη
λύση του, βάσει του αρ. 104 και του άρ. 105, όπου δηλώνεται ότι το σωματείο
διαλύεται με απόφαση του Πρωτοδικείου, αν το ζητήσει η εποπτεύουσα αρχή,
επειδή μειώθηκε ο αριθμός των μελών του. Οι κληρονόμοι θα κάνουν αίτηση
στην εποπτεύουσα αρχή, που θα κινήσει την όλη διαδικασία [με τη λύση και
διάλυση του νομικού προσώπου, λύεται και το χρησιδάνειο (818 ΑΚ) και η
περιορισμένη προσωπική δουλεία (1190 ΑΚ)].
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 25
Η Κ έχει πλησιέστερους συγγενείς κατά το χρόνο θανάτου της, την
αδερφή της Α και το σύζυγό της Σ, που είχε εγκαταλείψει την Κ πριν από
πέντε έτη, χωρίς όμως να έχει κινηθεί διαδικασία έκδοσης διαζυγίου.
Μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της Κ είναι ένα οικόπεδο, που είχε αγοράσει
και αποκτήσει κατά κυριότητα κατά τη διάρκεια του γάμου της, πριν την
εγκαταλείψει ο Σ.
Η Α επιθυμεί να εκμεταλλευθεί το οικόπεδο κατά αποκλειστικότητα, γι’
αυτό και αναθέτει στον εργολάβο Ε, εμφανιζόμενη ως αποκλειστική
κληρονόμος, την ανέγερση οικοδομής. Ο Ε αρχίζει οικοδομικές εργασίες. Ο Σ,
αντιλαμβάνεται τις προθέσεις της Α και θέλει να αντιδράσει.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Μπορεί ο Σ να εναντιωθεί στην αποκλειστική εκμετάλλευση του
ακινήτου από την Α και αν ναι, με ποιες αγωγές, υπό ποιες προϋποθέσεις και
διατυπώσεις;
2. Θα ήταν διαφορετική η απάντηση στο ερώτημα (1) αν ήθελε
υποτεθεί ότι η Α περιορίστηκε αρχικά μόνο σε περίφραξη οικοπέδου με
πρόθεση αποκλεισμού από αυτό του Σ που το αντελήφθη και αδιαφόρησε και
ότι το πρώτον μετά 11 χρόνια από το θάνατο της Κ συνεννοήθηκε η Α με τον
Ε και του ανέθεσε το έργο;
3. Έχει νομική σημασία στη σχέση Α-Σ το γεγονός ότι η Κ απέκτησε το
οικόπεδο κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης με τον Σ;
4. Αν υποτεθεί ότι ο Σ καταφέρνει με ασφαλιστικά μέτρα να
παρεμποδίσει τον Ε να συνεχίσει τις οικοδομικές εργασίες στο επίδικο,
δημιουργεί το γεγονός αυτό ευθύνη της Α έναντι του Ε;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Αρχικά, πρέπει να διευκρινισθεί ότι εδώ έχουμε εξ αδιαθέτου
διαδοχή της Κ. Η μη ύπαρξη διαθήκης (συνάγεται από τα πραγματικά
περιστατικό) δεν αντικαθίσταται με κανέναν τρόπο, με καμιά μαρτυρία. Γι’
αυτό δεν ισχύει το άρ. Ι 842. Η Α και ο Σ είναι συγκληρονόμοι (μερίδα καθενός
είναι το 1/2). Άρα, οι αξιώσεις του Σ είναι οι εξής: με την αγωγή περί κλήρου (1
871), με τη διεκδικητική αγωγή ως προς το 1/2 του ακινήτου, που του ανήκει
κατά κυριότητα (1094), εάν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις μεταγραφής, με την
αγωγή αποβολής του από την νομή (983, 987).
2. Εδώ τίθεται το ζήτημα της χρησικτησίας. Κατ’ αρχήν ο συννομέας
(εδώ η Α) Θεωρείται ότι νέμεται και γιο τον άλλο συννομέα του. Από τη στιγμή
όμως, της εμφανούς προσπάθειάς της να νέμεται ολόκληρο το ακίνητο ως
δικό της, Θεωρείται ότι αρχίζει ο χρόνος χρησικτησίας.
Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει λόγος για
χρησικτησία πριν τη λήψη της εικοσαετούς παραγραφής της αγωγής περί
κλήρου (1879). Οπότε η απάντησή μας στο δεύτερο ερώτημα δε θα διέφερε
από εκείνη του πρώτου.
3. Και βέβαια έχει νομική σημασία, διότι τίθεται σε ισχύ το τεκμήριο του
άρ. 1400 1,2 για τη συμβολή του ενός συζύγου και το ποσοστό της συμβολής
αυτής στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. Αυτή τεκμαίρεται ότι
είναι το 1/3 της αύξησης.
ΠΡΟΣΟΧΗ: δεν αναφερόμαστε στο 1/3 του ακινήτου, διότι η αξίωση
του Σ δεν είναι εμπράγματη, αλλά είναι ενοχική. Άρα, λαμβάνει το 1/3 της
αξίας του ακινήτου, αφού αποκτά ενοχική αξίωση κατά της Κ.
Μετά το θάνατο της Κ, η αξίωση του Σ στρέφεται στους κληρονόμους
της, στους οποίους- όμως- ανήκει και ο ίδιος. Δηλαδή, η αξίωσή του διχάζεται
κατά της Α και κατά του εαυτού του. Στην τελευταία περίπτωση, έχουμε
σύγχυση στο πρόσωπο του Σ δύο ιδιοτήτων: οφειλέτη και δανειστή και γι’
αυτό ως προς το 1/2 η αξίωση αποσβήνεται. Οπότε, ο Σ έχει αξίωση κατά της
Α για το ήμισυ του ποσού που αντιπροσωπεύει τη συμμετοχή του. Μπορεί να
ζητήσει και παροχή ασφάλειας, βάσει του άρ. 1402.
4. Η σχέση των Α και Ε είναι μια σύμβαση έργου (681 & επ. ΑΚ). Όταν
ο Σ διακόπτει με ασφαλιστικά μέτρα τις οικοδομικές εργασίες στο επίδικο
ακίνητο, επέρχεται αδυναμία παροχής του έργου από υπαιτιότητα όμως, της
Α. Οπότε, ανατρέχουμε στις γενικές διατάξεις των άρ. 381 επ. (ειδικά το άρ.
383). Η Α λοιπόν, βάσει αυτών των διατάξεων, υποχρεούται να αποζημιώσει
για τη μη εκπλήρωση ή ο Ε δύναται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση χωρίς
να απαιτήσει την παροχή.
Εξάλλου, ο Ε μπορεί να θεωρήσει την όλη κατάσταση ως καταγγελία
από τον εργοδότη (την Α) και να ζητήσει την αμοιβή του (700 ΑΚ).
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 26
Ο Α, που ήταν κύριος του 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, πούλησε
και μεταβίβασε το έτος 1985 ολόκληρο το οικόπεδο στον Β με
συμβολαιογραφικό έγγραφο που μεταγράφηκε κανονικά. Το επόμενο έτος, ο
Α απέκτησε και το υπόλοιπο 1/2 του οικοπέδου. Το 1978 όμως, ο Α με
συμβολαιογραφικό προσύμφωνο είχε υποσχεθεί στον Γ την προς αυτόν
πώληση του ίδιου οικοπέδου και μάλιστα του είχε παραδώσει από τότε τη
νομή του ακινήτου. Την τελευταία τριετία, ο Γ, πιστεύοντας ότι είναι κύριος του
οικοπέδου, ανήγειρε πάνω σε αυτό μεγάλο ξενοδοχείο, χωρίς μάλιστα να
προβληθεί κάποια αντίρρηση εκ μέρους του Β.
Σήμερα, με αγωγή του ο Β ζητάει να αναγνωρισθεί κύριος του
ανωτέρου οικοπέδου και να του αποδοθεί η νομή του. Ο Γ αρνείται την αγωγή
του Β, ισχυριζόμενος ότι αυτός είναι ο κύριος του ακινήτου λόγω
χρησικτησίας, ότι πάντως έχει δικαίωμα νομής πάνω στο ακίνητο και τέλος,
ότι καταχρηστικά ασκείται η αγωγή αυτή του Β.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Έγινε κατ’ αρχήν κύριος του επιδίκου ο Β;
2. Είναι βάσιμος ο περί χρησικτησίας ισχυρισμός του Γ;
3. Θα πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της αγωγής του Β για απόδοση
σε αυτόν του επίδικου ακινήτου επειδή ο Γ έχει δικαίωμα νομής πάνω σ’ αυτό;
4. Βασίμως προτείνει ο Γ την ένσταση της καταχρήσεως δικαιώματος;
5. Αν υποτεθεί ότι η αγωγή του Β κρίνεται βάσιμη, θα μπορούσε μ’ όλα
ταύτα ο Γ να αρνηθεί για άλλο λόγο την απόδοση του επίδικου αντικειμένου;
6. Στην ανωτέρω (υπό 5) περίπτωση (όπου δηλαδή κύριος του
επιδίκου ακινήτου θα αναγνωριζόταν ο Β), θα μπορούσε ενδεχομένως ο Γ να
απαιτήσει τώρα από τον Β την προς αυτόν μεταβίβαση της κυριότητας του
ακινήτου;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Μια αρχική παρατήρηση που θα μπορούσε να γίνει, είναι η
ακόλουθη: στο συγκεκριμένο πρακτικό συναντάμε την περίπτωση υπάρξεως
δύο υποσχετικών (σύμβαση πωλήσεως - προσύμφωνο, το οποίο αναπτύσσει
πλήρως όλα τα αποτελέσματα των υποσχετικών δικαιοπραξιών) και μίας μόνο
εκποιητικής δικαιοπραξίας, σχετικά με το ίδιο αντικείμενο.
Η ύπαρξη περισσότερων υποσχετικών δικαιοπραξιών ως προς το ίδιο
αντικείμενο, δεν επηρεάζει το κύρος της εκποιητικής δικαιοπραξίας που
ακολουθεί, αφού αυτό κρίνεται αυτοτελώς από τους όρους που τάσσει το
1.033 ΑΚ. Σύμφωνα με το τελευταίο άρθρο, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται
για την κτήση κυριότητας ακινήτου από σύμβαση, είναι οι ακόλουθες:
α) η ύπαρξη κυριότητας από το μεταβιβάζοντα,
β) η συμφωνία (εμπράγματη) μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος,
γ) συμβολαιογραφικό έγγραφο,
δ) η προγενέστερη νόμιμη αιτία (μια υποσχετική δικαιοπραξία δηλαδή,
που προετοιμάζει την εμπράγματη) και
ε) η μεταγραφή,
Στο πρακτικό μας, θεωρούμε συντρέχουσες τις τέσσερις τελευταίες
προϋποθέσεις και μένει να εξετάσουμε το γεγονός της έλλειψης κυριότητας
του Α, κατά το χρόνο μεταβίβασης του οικοπέδου, ως προς το 112 του
ακινήτου. Βασικό άρθρο γιο την απάντηση του προβλήματός μας, αποτελεί το
άρθρο 239 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο: “…Διάθεση χωρίς αυτή τη συναίνεση
(ενν. του δικαιούχου), εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ισχυροποιείται
αν ο δικαιούχος ... ή αν αυτός που διέθεσε, αποκτήσει το αντικείμενο ...»
Πρόκειται για τη λεγόμενη ΕΠΙΚΤΗΣΗ που αποτελεί μαζί με τη ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ,
την ΕΓΚΡΙΣΗ και την ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΗ, αποφασιστικό παράγοντα
ισχυροποίησης μιας διάθεσης που έγινε από μη κύριο.
Στο συγκεκριμένο πρακτικό, ο Α έγινε κατόπιν κύριος και του
υπόλοιπου οικοπέδου και συνεπώς, η εκποιητική δικαιοπραξία της
μεταβίβασης της κυριότητας του οικοπέδου ισχυροποιείται βάσει του 239 ΑΚ.
Επομένως, συντρέχει και η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 1 033 ΑΚ (η
ύπαρξη κυριότητας του μεταβιβάζοντος) και ο Β έγινε κύριος του επιδίκου.
2. Θα πρέπει να εξετάσουμε κατ’ αρχάς αν συντρέχουν οι
προϋποθέσεις της χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης) Η ΕΚΤΑΚΤΗ
ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ (1045 ΑΚ) αποκλείεται μιας και δε συντρέχει ο χρονικός
περιορισμός της εικοσαετίας (ο Γ νέμεται το ακίνητο από το 1978, για τα
τελευταία 16 χρόνια δηλαδή).
Ας δούμε λοιπόν, τις προϋποθέσεις της ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑΣ
(1041 ΑΚ). Αυτές είναι:
α) το πράγμα,
β) η νομή,
γ) η καλή πίστη
δ) η συμπλήρωση κάποιου χρονικού διαστήματος και
ε) η ύπαρξη νόμιμου (ή νομιζόμενου) τίτλου.
Σχετικά με την καλή πίστη, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι απαιτείται
μεταγραφή η οποίο αποτελεί το ΜINIMUM ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ
ΝΟΜΙΜΟΥ ΤΙΤΛΟΥ (‘Η ΝΟΜΙΖΟΜΕΝΟΥ). Δυσχερής εξάλλου, είναι η
διάκριση μεταξύ νόμιμου και νομιζόμενου τίτλου. ΝΟΜΙΜΟΣ ΤΙΤΛΟΣ είναι
κάθε νόμιμος τρόπος μεταβίβασης κυριότητας (τόσο ο παράγωγος, όσο και ο
πρωτότυπος), είναι ευρύτερος από την αιτία, περιέχει ΚΑΙ τη μεταβιβαστική
δικαιοπραξία, ενώ ΝΟΜΙΖΟΜΕΝΟΣ ΤΙΤΛΟΣ είναι είτε αυτός που δεν υπάρχει
καθόλου, αλλά κάποιος πιστεύει δικαιολογημένα ως υπάρχοντα (άποψη
Μπαλή), είτε ο υπαρκτός, ο οποίος έχει το ελάττωμα οτιδήποτε άλλο, εκτός
από την έλλειψη κυριότητας (άποψη Οικονομίδη).
Στο πρακτικό μας, ο Γ δεν είχε νόμιμο τίτλο, γιατί το προσύμφωνο (μία
υποσχετική μόνο δικαιοπραξία δεν προσκομίζει κυριότητα, ενώ δεν έχει ούτε
νομιζόμενο τίτλο, μιας και δεν υπάρχει μεταγραφή (1043 2 ΑΚ). Το
προσύμφωνο που είναι υποσχετική δικαιοπραξία, δεν ανήκει, άλλου, στις
μεταγραπτέες πράξεις του 1192 ΑΚ. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του Γ είναι
ΑΒΑΣΙΜΟΣ
3. Ο Γ, εναντίον του οποίου έχει ασκήσει ο Β τη διεκδικητική αγωγή του
άρθρου 1094 ΑΚ, δεν μπορεί να του αντιτάξει (του Β) την ένσταση του
άρθρου 1095 ΑΚ, μιας και το προσύμφωνο που σύναψε με τον Α είχε ενοχική
μόνο (μεταξύ Α-Γ) ισχύ και δεν μπορεί να αντιταχθεί και να δεσμεύσει τον Β.
Επομένως, δεν θα απορριφθεί ο ισχυρισμός του Β.
4. Στοιχεία της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (281 ΑΚ),
αποτελούν:
α) ο χρόνος αποδυνάμωσης του δικαιώματος,
β) η αδράνεια του κυρίου και η εύλογη πεποίθηση του νομέα ότι ο
κύριος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του και
γ) η πρόκληση ασυνεπούς βλάβης.
Στο πρακτικό συντρέχουν και οι τρεις προϋποθέσεις, μιας και το
δικαίωμα έχει να ασκηθεί από το 1985 (9 χρόνια). Ο Γ ξόδεψε πολλά χρήματα
για το ξενοδοχείο, χωρίς κανείς να προβάλλει αντίρρηση και η ανατροπή της
υπάρχουσας κατάστασης θα επέφερε δυσμενείς συνέπειες σε αυτόν. Αφού
λοιπόν οι τρεις προϋποθέσεις συντρέχουν, βάσιμα προτείνει ο Γ αυτήν την
ένσταση.
5. Κρίσιμες για την απάντησή μας είναι οι διατάξεις των άρθρων 1106
ΑΚ και 1103 ΑΚ. Ο Γ έχει λοιπόν το λόγο να αρνηθεί την απόδοση του
οικοπέδου, έως ότου του αποδοθούν οι οφειλόμενες δαπάνες (1103-1106
ΑΚ).
6. Απάτη στιγμή που δεν συνδέει τον Β με τον Γ καμία ενδοσυμβατική
σχέση, θα πρέπει να αναζητήσουμε ενδεχομένως κάποια αδικοπρακτική
ευθύνη. Πράγματι, θα μπορούσαμε να στηριχθούμε στο 919 ΑΚ, το οποίο
είναι ένα άρθρο, στο οποίο συχνά καταφεύγουμε σε περιπτώσεις διπλών
μεταβιβάσεων.
Εκτός όμως από τη χρηματική αποζημίωση, θα μπορούσε να
επιδικαστεί η αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης (η μεταβίβαση
της κυριότητας του κινητού) υπέρ του Γ με βάση το άρθρο 297 ΑΚ.
ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ Β’ (Κε Πα) — 16.09.2005
Καθηγητές: Μ. Καράσης
Χ. Κούσουλας
Θέμα 1° Με το από 15.11.1992 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως που
θεωρήθηκε από τον αρμόδιο Οικονομικό Έφορο, η Κ εκμισθώνει στον Μ
ακίνητο ιδιοκτησίας της, προκειμένου ο Μ να το χρησιμοποιήσει ως πρατήριο
υγρών καυσίμων, για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών, ήτοι μέχρι
14.11.2002. Στον Μ επετράπη και η υπομίσθωση του ακινήτου.
Την 27.11.1996 ο Μ υπεκμισθώνει το ακίνητο για την ίδια χρήση στον
Υ για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών, δηλαδή μέχρι 26.11.2006. Στην
σύμβαση αυτή υπομισθώσεως παρίσταται και ο Ε, ο οποίος εγγυάται στον Μ
την καλή εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Υ από την υπομίσθωση.
Με την υπ’ αριθ. . . ./16.10.1999 συμβολαιογραφική πράξη η κυρία του
ακινήτου (Κ) προβαίνει σε πώληση του μισθωμένου ακινήτου στον Α.
Ο μισθωτής (Μ), αγνοώντας καλόπιστα την πώληση του ακινήτου
(επειδή αυτή δεν γνωστοποιήθηκε σε αυτόν), εξακολουθεί να καταβάλει τα
μισθώματα στην (παλαιά) εκμισθώτρια και κυρία του ακινήτου (Κ).
Ο αγοραστής του ακινήτου και νέος κύριος αυτού (Α) επιθυμεί να πάρει
στην κατοχή του το ακίνητο, και ερωτά:
α) πότε το συντομότερο δυνατό μπορεί να ζητήσει την απόδοση του
ακινήτου (αμέσως, δηλ. ήδη και πριν από τη λήξη της μισθώσεως; με την λήξη
της μισθώσεως, 14.11.2002; ή με την λήξη της υπομισθώσεως, 26.11.2006;)
β) από ποιους μπορεί να ζητήσει την απόδοση (την Κ; τον Μ; τον Υ;
τον Ε; από όλους; ή από ορισμένους από αυτούς;) και με βάση ποιες
διατάξεις;
γ) με ποια αγωγή (την διεκδικητική, ή την ενοχική αγωγή αποδόσεως
του μισθίου); Θα ήταν διαφορετική η απάντηση, αν το από 15.11.1992
ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως του ακινήτου από την Κ στον Μ δεν είχε
θεωρηθεί από τον αρμόδιο Οικονομικό Έφορο;
Ο Α ερωτά ακόμη:
δ) αν μπορεί να αξιώσει από το μισθωτή (Μ) να καταβάλει στον ίδιον εκ
νέου τα μισθώματα που αυτός (ο Μ), αγνοώντας την πώληση, κατέβαλε στην
(παλαιά) εκμισθώτρια και κυρία ακινήτου (Κ).
ε) αν μπορεί (και με βάση ποιες διατάξεις) να ζητήσει από τον
υπομισθωτή (Υ) αποζημίωση λόγω του ότι αυτός (ο Υ) παρέλειψε να λάβει τα
κατάλληλα μέτρα, για να αποτρέψει την ζημία που προκλήθηκε στις
εγκαταστάσεις του πρατηρίου από πυρκαγιά που έπληξε την περιοχή (μετά
την πώληση του ακινήτου στον Α).
2) Με συμβολαιογραφική σύμβαση που καταρτίστηκε το έτος 1932
και αμέσως μεταγράφηκε στα Βιβλία Μεταγραφών του αρμόδιου
Υποθηκοφυλακείου ο Α., κύριος και νομέας ενός ελαιώνα 250 στρεμμάτων με
5.000 ελαιόδενδρα, συνέστησε επί του ακινήτου αυτού και υπέρ του Β.
επικαρπία, για χρονική διάρκεια 25 ετών και αντί τιμήματος (2.000.000 δραχ.
ετησίως Χ 25 έτη =) 50.000.000 δραχμών, το οποίο ποσό ο Β. κατέβαλε κατά
την υπογραφή της σύμβασης.
Το ίδιο έτος, ο Β. έκτισε στο ακίνητο συγκρότημα αποθηκών για
αποθήκευση του ελαιόκαρπου που θα συνέλεγε από τον ελαιώνα, αποθήκη
για τα μηχανήματα και τα λιπάσματα που θα χρησιμοποιούσε και διώροφη
βίλα για να κατοικεί. Επίσης, το ίδιο έτος 1982 ο Β προέβη, παρά τις
αντιρρήσεις του Α, σε διάνοιξη δρόμου επί γειτονικού ακινήτου, το οποίο
ανήκε κατά κυριότητα και νομή στον ιδιώτη Τ, προκειμένου να επικοινωνεί
απευθείας με το δημόσιο δρόμο. Έκτοτε δε, δηλ. από το έτος 1982 ο Β
καλλιεργούσε και εκμεταλλευόταν τον ελαιώνα, χρησιμοποιούσε τις αποθήκες,
κατοικούσε στη βίλα και επικοινωνούσε με το δημόσιο δρόμο διαμέσου του
δρόμου που είχε διανοίξει επί του ακινήτου του Τ, συνεχώς μέχρι τον
Ιανουάριο 2005 οπότε απεβίωσε και κληρονομήθηκε από το γιο του Γ.
Στο μεταξύ, όμως, το έτος 1997 ο Α επώλησε και μετεβίβασε κατά
κυριότητα και νομή όλον τον ελαιώνα μαζί με όλα τα κτίσματα στον Δ, η δε
σχετική δικαιοπραξία μεταγράφηκε νόμιμα.
Σήμερα 6 / 7 ν 5 ο Δ θέλει να μάθει:
α) Αν και πότε δικαιούται να απαιτήσει από τον Γ την απόδοση του
όλου
ακινήτου (ελαιώνα και κτισμάτων), και 1162 / 1/ 05 (???)
β) Πώς θα μπορέσει να επιτύχει την απόδοση του όλου ακινήτου
(ελαιώνα και κτισμάτων) αν ο Γ αρνηθεί να αποδώσει αυτά;
Από την άλλη πλευρά, ο Τ θέλει να μάθει:
α) Αν ο Β είχε αποκτήσει οποιοδήποτε δικαίωμα στο τμήμα του
ακινήτου του που είχε διανοίξει και χρησιμοποιούσε ως δρόμο, και
β) Αν (και πώς;) μπορεί να επιτύχει να παύσει να χρησιμοποιεί ο Γ το
δρόμο που είχε διανοίξει ο Β μέσα στο ακίνητό του (του Τ).
ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΟΥΝΊΟΥ -ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 2006
Τμήμα Β’ (Κε-Πα)
(Καθηγ. Π. Λαδάς / Καθηγ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου)
1η Άσκηση
Η κ. Ευλαμπία επισκέπτεται το γνωστό πολυκατάστημα «Η Φτήνια» και
περιεργάζεται τα ράφια στα οποία είναι εκτεθειμένες διάφορες φιάλες λαδιού,
από τις οποίες επιλέγει μια φιάλη τριών κιλών ελαιόλαδο, την οποία και
τοποθετεί στο συρόμενο καροτσάκι, και μια φιάλη δύο κιλών πυρηνέλαιο, την
οποία όμως από απροσεξία ρίχνει στο πάτωμα και την σπάζει. Ας σημειωθεί
ότι, ενώ η κανονική τιμή του ελαιόλαδου ήταν 12 ευρώ για τα τρία κιλά, από
λάθος του υπαλλήλου που επικολλούσε τις ετικέτες των τιμών αναγραφόταν 4
ευρώ, όσο ήταν η τιμή για το ένα κιλό.
Όταν προσήλθε στο ταμείο, η ταμίας απαίτησε από την κ. Ευλαμπία: α)
Το ποσό των 12 ευρώ που ήταν η πραγματική αξία του ελαιόλαδου, β) Το
ποσό των 10 ευρώ που ήταν η αξία του πυρηνέλαιου, ως αποζημίωση για την
καταστροφή του. Η κ. Ευλαμπία αρνείται να καταβάλει το ποσό των 12 ευρώ
με το αιτιολογικό ότι η σύμβαση καταρτίστηκε για το ποσό των 4 ευρώ, το
οποίο και προσφέρθηκε να καταβάλει. Όσο δε για την αξία του πυρηνέλαιου
αναγνωρίζει την υπαιτιότητά της, αλλά ύστερα από τηλεφωνική επικοινωνία
που είχε από το κινητό της τηλέφωνο με τον ανεψιό της, τεταρτοετή φοιτητή
Νομικής στο Α.Π.Θ., δηλώνει ότι δέχεται να καταβάλει μόνο το ποσό των 6
ευρώ, που είναι η πραγματική ζημία του καταστήματος, διότι το ποσό αυτό
ήταν η αξία κτήσεως από τον παραγωγό, αφού μάλιστα είχε μαζί της μόνο ένα
χαρτονόμισμα των 10 ευρώ. Ύστερα από έντονους διαπληκτισμούς με την
ταμία, η κ. Ευλαμπία, ευρισκόμενη σε σύγχυση, εγκαταλείπει το ελαιόλαδο
στο ταμείο και, κατά την προσπάθειά της να εξέλθει από το κατάστημα,
γλιστράει σε φλούδες από φρούτα που ήταν παρατημένες στο ασκούπιστο
δάπεδο του καταστήματος, πέφτει και παθαίνει κάταγμα στο αριστερό της χέρι
και καταστρέφει και το χρυσό ρολόι «Rolex» που φορούσε, δώρο του
συζύγου της για την 30ή επέτειο του γάμου της, αξίας 6.000 ευρώ.
Ενόψει των παραπάνω περιστατικών, ερωτάται:
Τι αξιώσεις έχει η κάθε πλευρά κατά της άλλης και ποια η νομική βάση
της καθεμιάς από τις αξιώσεις αυτές.
2η Άσκηση
Ο Κ, κύριος, μεταξύ άλλων περιουσιακών στοιχείων, και του
διαμερίσματος (Χ), στις 11.3.1995, μεταβίβασε το εν λόγω διαμέρισμα αιτία
δωρεάς στην αδελφή του Α, κατά κυριότητα, νομή και κατοχή. Παρέδωσε,
μάλιστα, στην Α τα κλειδιά του διαμερίσματος (Χ) αυθημερόν. Όμως, από
παραδρομή του υπαλλήλου του συμβολαιογραφείου, την οποία δεν
αντιλήφθηκαν οι συμβαλλόμενοι Κ και Α, στο σχετικό συμβολαιογραφικό
έγγραφο δεν περιλήφθηκε περιγραφή του ακινήτου (Χ) αλλά του διπλανού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου