Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ
Το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού
Μετά από το θάνατο του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου το 395 οι δύο διάδοχοί του κυβέρνησαν ως συναυτοκράτορες. Ο ένας ήταν αρμόδιος για τα θέματα της ανατολής και ο άλλος για τα θέματα της δύσης. Ενώ οι δύο θεωρητικά ήταν συναυτοκράτορες μιας ενιαίας αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα τα δύο μισά ποτέ δεν ενώθηκαν ξανά. Όταν ο Ιουστινιανός ήρθε στην εξουσία το 527 ως κυβερνήτης του ανατολικού μισού, ένας από τους στόχους του ήταν να ενημερωθούν και να κωδικοποιηθούν όλοι οι νόμοι, καθώς εξαιτίας των κοινωνικών αλλαγών οι νόμοι που υπηρέτησαν τις προηγούμενες γενεές χρειάζονταν αναθεωρήσεις προκειμένου να γίνουν λειτουργικοί στην εποχή του. Ο νέος αυτοκράτορας ήταν αποφασισμένος να λύσει μια και καλή το πρόβλημα, συγκεντρώνοντας όλους τους νόμους σε μια ενότητα. Φαίνεται πως η πρόθεσή του δεν ήταν να δημιουργήσει κάτι νέο, αλλά να συλλέξει όλους τους νόμους που ήταν ακόμη εν ισχύ, να διαγράψει εκείνους που είχαν περιπέσει σε αχρηστία και να αποβάλλει οποιοδήποτε είδος αντινομίας. Όλα όσα είχαν απόλυτη ισχύ νόμου, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν στα παρακάτω:
Εισηγήσεις: Μια αναμόρφωση των εισηγήσεων του Γάιου, του 2ου αι.
Πανδέκτης: Οι απόψεις περίπου 39 δικηγόρων, οι οποίοι έζησαν στη χρονική περίοδο που καλύπτει η μετάβαση από τον Αύγουστο ως τον Ιουστινιανό. Μερικοί ξαναγράφτηκαν για να συμφωνούν με το σύγχρονο νόμο, ενώ περικόπηκαν οι αντιφάσεις και οι διαφοροποιημένες απόψεις. Το τελικό αποτέλεσμα υποτίθεται ότι αντιπροσώπευσε το νόμο με τον οποίο κυβέρνησε ο Ιουστινιανός
Κώδικας: Όλα τα διατάγματα που εκδόθηκαν από τους προηγούμενους αυτοκράτορες και ήταν ακόμα σε ισχύ.
Νεαραί : Νέοι νόμοι. Η πρόθεση του Ιουστινιανού ήταν να κρατήσουν στην αιωνιότητα, αλλά όπως φαίνεται το όνειρο δε διήρκεσε πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον Ιουστινιανό. Από τον 16ο αι. το έργο αποκαλείται Cοrpus Juris Civilis.
Λίγο μετά από την αναγόρευσή του σε αυτοκράτορα, ο Ιουστινιανός έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του για αποσαφήνιση και οργάνωση του υλικού των αυτοκρατορικών διατάξεων που υπήρχαν ως τότε. Συγκρότησε μια δεκαμελής επιτροπή νομομαθών για να συγκεντρώσουν σε μια ενιαία συλλογή τις αυτοκρατορικές διατάξεις (constitutiones) που υπήρχαν στους τρεις προηγούμενους κώδικες,, καθώς και όσες είχαν δημοσιευτεί μέχρι τότε. Η επιτροπή είχε εντολή να παραλείψει τους νόμους που είχαν περιπέσει σε αχρηστία, να αφαιρέσει τα προοίμια και να απομακρύνει επαναλήψεις και αντιφάσεις, όπως και να κάνει περικοπές, να αναπτύξει ή να αναδιατυπώσει τα κείμενα των νόμων με σαφήνεια. Το έργο αυτό εκδόθηκε στις 7 Απριλίου 529 και άρχισε να ισχύει ως νόμος στις 16 του ίδιου μήνα. Γρήγορα όμως έγινε φανερό από τη συσσώρευση νέας νομοθεσίας και την έκδοση ενός συμπληρώματος νόμων με τίτλο Πενήντα Αποφάσεις”, ότι ο Κώδικας (Codex) χρειάζεται αναθεώρηση. Η νέα αυτή έκδοση του Κώδικα δημοσιεύθηκε στις 16 Νοεμβρίου 534 και άρχισε να ισχύει από το τέλος του ίδιου χρόνου, αντικαθιστώντας την έκδοση του 529.
Οι Πανδέκτες (Digesta) δημοσιεύθηκαν και απέκτησαν νομική ισχύ πριν από την αναθεώρηση του Κώδικα, στις 30 Δεκεμβρίου 533. Ενώ ο Κώδικας περιελάμβανε αποκλειστικά από αυτοκρατορικές διατάξεις, οι Πανδέκτες ήταν μια συλλογή από αποσπάσματα έργων των νομικών. Η επιτροπή που συστήθηκε για να συντάξει τους Πανδέκτες ανθολόγησε τα έργα 39 νομικών, και τροποποίησε τα κείμενα έτσι ώστε να λείψουν αντιφάσεις, επαναλήψεις και απαρχαιωμένοι τύποι και διατάξεις. Οι πηγές των ανθολογημένων κειμένων αναφέρονταν με ακρίβεια στην αρχή του κάθε αποσπάσματος στις λεγόμενες επιγραφές” (inscriptiones), όπου σημειωνόταν το όνομα του συγγραφέα, ο τίτλος του έργου κι ο αριθμός του βιβλίου. Δε χρησιμοποιήθηκαν καθόλου συντομογραφίες ή σύμβολα κατά τη σύνταξη των Πανδεκτών, και οι αριθμοί γράφονταν ολογράφως. Επίσης απαγορεύτηκε ρητά η συγγραφή σχολίων και ερμηνειών στην έκδοση και τα αντίγραφα του έργου, το οποίο είχε ισχύ νόμου. Με την έκδοσή του απαγορεύτηκε η χρήση άλλων νομικών έργων(πέρα από τον Κώδικα, τους Πανδέκτες και τις Εισηγήσεις) και ακόμα η αναδρομή στα πρωτότυπα των έργων που είχαν ανθολογηθεί .
Μαζί με τους Πανδέκτες δημοσιεύθηκε και το έργο που ονομάζεται Εισηγήσεις” (Instituta) του Ιουστινιανού. Ήταν ένα εγχειρίδιο που συντάχθηκε για εκπαιδευτικούς λόγους. Ώς προς το περιεχόμενο ήταν μια σύνοψη των κυριότερων θεσμών της αυτοκρατορίας. Γράφτηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται σα να μιλάει ο ίδιος ο αυτοκράτορας στους σπουδαστές και είχε νομική ισχύ.
Η ανάγκη για νέα νομοθεσία δεν σταμάτησε με την έκδοση των τριών παραπάνω έργων. Η κάλυψη αυτής της ανάγκης εκφράστηκε με τις Νεαρές διατάξεις” (Novellae constitutions) ήπιο σύντομα Νεαρές. Πλην ορισμένων ειδικών περιπτώσεων γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα, πράγμα που δείχνει το μέτρο κατά το οποίο είχε εξελληνιστεί το Βυζάντιο την εποχή εκείνη. Επίσημη συλλογή Νεαρών δεν έχει διασωθεί, κι έτσι οι πηγές αφορούν ιδιωτικές συλλογές, με πιο γνωστή αυτή των168 Νεαρών7.
Η κωδικοποίηση δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές στο ρωμαϊκό δίκαιο. Ο αντικειμενικός στόχος του Ιουστινιανού άλλωστε ήταν να σταθεροποιήσει, να αποσαφηνίσει και να εκσυγχρονίσει τους ήδη υπάρχοντες νόμους για την πρακτική και τη διδασκαλία της εποχής του .
Το έργο του Ιουστινιανού θεωρείται ακόμα και σήμερα μοναδικό επίτευγμα που επηρέασε όλη την μετά από αυτόν βυζαντινή νομοθεσία, και η παράδοσή του έχει φτάσει ως τις μέρες μας.
Η εποχή των Ισαύρων
Στην εποχή της δυναστείας των Ισαύρων ο πιο σημαντικός κώδικας νόμων που εκδόθηκε ήταν η Εκλογή των Νόμων από τον αυτοκράτορα Λέοντα τον Γ’ (717-741). Περιελάμβανε τους βασικότερους κανόνες δικαίου για την καθημερινή ζωή, γραμμένους σε απλή, κατανοητή γλώσσα και με σύντομη διατύπωση. Η έκδοση της Εκλογής φανερώνει την προσπάθεια για ευρύτερη διάδοση του δικαίου και καλύτερη απονομή δικαιοσύνης αφού, κατά το Λέοντα, το Corpus Iuris Civilis ήταν δυσνόητο και δύσχρηστο στην πρακτική. Πέρα όμως από την αναδιατύπωση των προγενέστερων νόμων, εισήχθηκαν και μεταρρυθμίσεις κυρίως στο οικογενειακό, κληρονομικό και ποινικό δίκαιο. Η πιο σημαντική αλλαγή έγινε στον τομέα των ποινών με την εισαγωγή του ακρωτηριασμού ως ποινή για πολλά αδικήματα, αντικαθιστώντας την θανατική ή άλλες ποινές. Κάτι τέτοιο συνέβαινε πρώτη φορά στο ρωμαϊκό δίκαιο, πιθανόν λόγω επίδρασης τραχύτερων ηθών από την Ανατολή, και δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το φιλανθρωπότερον του προοιμίου της Εκλογής.
Η Εκλογή ήδη από το προοίμιό της φανέρωνε την επίδραση της χριστιανικής διδασκαλίας. Η αυξημένη αυστηρότητα προς τα εγκλήματα ηθικού περιεχομένου, η σαφής οριοθέτηση των κανόνων του γάμου και των βαθμών συγγένειας που επιτρέπουν αυτόν είναι σαφείς ενδείξεις εκκλησιαστικής επίδρασης. Ακόμα και στον ποινικό τομέα, παρά τον βάρβαρο ίσως χαρακτήρα της ποινής του ακρωτηριασμού, μπορούμε να δούμε μια διάθεση για βελτίωση και διόρθωση των παραβατών περισσότερο από τη φυσική τους εξόντωση. Η ιδιαιτερότητα του ακρωτηριασμού σε κάθε περίπτωση(π.χ. κόψιμο γλώσσας για ψευδορκία, ρινότμηση για εγκλήματα ήθους) είχε μια έννοια παραδειγματισμού των πολιτών, προστατεύοντάς τους συνάμα από το δράστη, στον οποίο έδινε την ευκαιρία να εξιλεωθεί και να μετανοήσει, αφαιρώντας του παράλληλα και την πρακτική δυνατότητα να τελέσει παρόμοια εγκλήματα. Σε γενικές γραμμές, με την Εκλογή έγινε προσπάθεια καλύτερης κατανόησης του δικαίου από τους δικαστές και τους πολίτες της αυτοκρατορίας(και κατ επέκταση έκδοσης δικαιότερων αποφάσεων),και περιορισμού της σύγχυσης των δικαστών ως προς τις ποινές που έπρεπε να επιβληθούν.
Δύο άλλα νομικά έργα της περιόδου είναι τα Νόμος γεωργικός και Νόμος Ροδίων ναυτικός”. Ο Γεωργικός νόμος ήταν πιθανόν μια δικαϊκή συλλογή που προοριζόταν για ιδιωτική χρήση. Πολλές από τις διατάξεις του φαίνονται να αντλούνται από το έργο του Ιουστινιανού, και αφορούσε τους καλλιεργητές της γης. Ο Ναυτικός νόμος αποτελούσε μια συλλογή νόμων που αφορούσε ναυτικά θέματα, και η οποία συνδύαζε διατάξεις από τους Πανδέκτες με τοπικά έθιμα και πρακτικές της ναυσιπλοΐας.
Η Μακεδονική δυναστεία
Με την αρχή της Μακεδονικής δυναστείας σημειώνεται αναγέννηση της νομοθετικής δραστηριότητας. Οι αυτοκράτορες Βασίλειος Α’ (867-886) και Λέων ΣΤ ο Σοφός (886-912) αποτελούν τους κύριους εκφραστές αυτής της αναγέννησης με την έκδοση τριών κωδικοποιητικών έργων: του «Πρόχειρου Νόμου», της «Εισαγωγή» (και όχι «Επαναγωγής» όπως πιστευόταν) και των Βασιλικών”. Υπάρχουν πολλές αντιθέσεις ως προς τη χρονική σειρά των παραπάνω έργων. Σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη προηγείται ο Πρόχειρος Νόμος με έτος έκδοσης πιθανόν το 879,ακολουθεί η Εισαγωγή που τοποθετείται χρονικά πριν το886 και το θάνατο του Βασιλείου Α’, και τελευταία ακολουθούν τα Βασιλικά που εκδίδονται από το Λέοντα ΣΤ’. Νεότερες όμως έρευνες δείχνουν ότι ο Πρόχειρος Νόμος πρέπει να εκδόθηκε μετά την Εισαγωγή, και μάλιστα στην περίοδο από το886 έως το 907 και κατά τη βασιλεία του Λέοντα. Τα Βασιλικά πιθανόν ολοκληρώθηκαν ταυτόχρονα με τον Πρόχειρο Νόμο.
Πρόθεση του Βασιλείου Α υπήρξε η αντικατάσταση της Εκλογής των προηγούμενων εικονομάχων αυτοκρατόρων και η επιστροφή στην Ιουστινιάνεια νομοθεσία. Το έργο του Ιουστινιανού όμως δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί στην αρχική του μορφή.. Η επεξεργασία που υπέστη ορίστηκε ως ανακάθαρση των παλαιών νόμων και εκτός από αλλαγές στη γλωσσική διατύπωση (από τα λατινικά στα ελληνικά) απέβλεπε και σε νοηματικές αλλαγές. Στόχος της εργασίας αυτής ήταν να περιοριστεί ο όγκος των νόμων, να καταταχθούν συστηματικά τα τέσσερα μέρη της Ιούστινιάνειας νομοθεσίας σένα ενιαίο σύνολο και να καταργηθούν οι νόμοι εκείνοι που είχαν περιπέσει σε αχρηστία. Το αποτέλεσμα οργανώθηκε σε 40 βιβλία και ονομάζεται το πλάτος των νόμων.
Η σημαντική καινοτομία που εισάγεται με τη νέα νομοθεσία βρίσκεται στην Εισαγωγή. Στους τίτλους και καθορίζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, καθιστώντας ισοδύναμους τους δύο θεσμούς και θέτοντας διαχωριστικά όρια στην εξουσία του καθενός. Η σύλληψη και διατύπωση αυτής της ιδέας είναι γενικά δεκτό ότι ανήκε στον πατριάρχη Φώτιο, που θεωρείται ο συγγραφέας όλης της Εισαγωγής.. Με τον τρόπο αυτό ανύψωνε τη θέση του πατριάρχη, ο οποίος αποκτούσε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, και υποβίβαζε το ρόλο του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά θέματα, αποδυναμώνοντας το εξουσιαστικό του κύρος. Δεν είναι καθόλου απίθανο η αιτία της σύντομης κατάργησης και αντικατάστασης της Εισαγωγής να είναι αυτή η ιδέα.
Μετά το θάνατο του Βασιλείου Α και αφού ανέλαβε μόνος του τη διακυβέρνηση ο Λέων ΣΤ προχώρησε σε αναθεώρηση και νέα έκδοση του πλάτους των νόμων, έργο γνωστό ως Βασιλικά. Η περιγραφή του τρόπου σύνταξης σε εξήντα βιβλία αυτή τη φορά-παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τη διαδικασία επί Βασιλείου Α’. Το κίνητρο γι αυτήν τη νέα έκδοση δεν είναι άμεσα αντιληπτό. Ίσως οφείλεται στην προσωπική αντιπαλότητα που είχε ο Λέων με το Φώτιο, ο οποίος είχε σημαντική συμβολή στην πρώτη κωδικοποίηση.
Στα Βασιλικά περιλαμβάνεται σχεδόν αποκλειστικά Ιουστινιάνειο δίκαιο, εκτός από τον τομέα του ποινικού δικαίου, όπου επαναλαμβάνονται διατάξεις της Εισαγωγής, σαφώς επηρεασμένες από την Εκλογή.
Ο Πρόχειρος Νόμος εκδόθηκε το 907 ως αναθεώρηση της Εισαγωγής. Ενώ σε γενικές γραμμές ακολουθεί τη διάταξη της ύλης του προηγούμενου έργου, στον Πρόχειρο Νόμο έχουν παραλειφθεί οι διατάξεις του δημοσίου δικαίου. Με την έκδοσή του κατάφερε ο Λέων να απαλείψει τις εκκλησιαστικές επιρροές που είχαν ενταχθεί στην Εισαγωγή υπό την επίδραση του Φώτιου, και ειδικότερα εκείνες που περιόριζαν την αυτοκρατορική εξουσία, όπως τη θεωρία των δύο εξουσιών που είχε διατυπώσει ο τελευταίος.
Στη νομοθετική δραστηριότητα του Λέοντα ΣΤσυμπεριλαμβάνεται και η έκδοση αρκετών Νεαρών. Το μεγαλύτερο μέρος των νόμων του Λέοντα σώζεται σε μια συλλογή από 113 Νεαρές. Το ένα τρίτο περίπου από αυτές ασχολείται με εκκλησιαστικά θέματα, και κυρίως προσαρμόζουν το πολιτειακό δίκαιο στους κανόνες της εκκλησίας. Με άλλες Νεαρές περιόρισε τις εξουσίες της Συγκλήτου υποβιβάζοντας το ρόλο της κατήργησε το δικαίωμα αυτοδιοίκησης και διορισμού αξιωματούχων από τις πόλεις, και συγκέντρωσε περισσότερες εξουσίες στα χέρια του δίνοντας στο πολίτευμα πιο απολυταρχική μορφή.
Ένα ακόμα έργο αυτοκρατορικής νομοθεσίας αποτελεί και το Επαρχικον βιβλίον το οποίο απευθυνόταν στον Έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, αξιωματούχο υπαγόμενο κατευθείαν στον αυτοκράτορα και του οποίου η δικαιοδοσία αφορούσε τη λειτουργία της πόλης και των περιχώρων της. Σ αυτό το έργο αναφέρονται κυρίως διατάξεις που ρυθμίζουν την οικονομική ζωή της πόλης, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της κάθε συντεχνίας και που προσδιορίζουν τις χρηματικές συνήθως ποινές για κάθε παράβαση. Μέσα από αυτό το έργο φαίνεται καθαρά η πρόθεση του αυτοκράτορα για αυστηρό έλεγχο και συγκέντρωση της εξουσίας στο πρόσωπό του.
Πέρα από την επίσημη νομοθετική δραστηριότητα εκδόθηκαν και αρκετά έργα νομικών με τη μορφή εγχειριδίων ή συνόψεων. Σπουδαιότερο από αυτά είναι η Σύνοψις Μείζων που εκδόθηκε τον10ο αιώνα. Συμπεριελάμβανε τις κυριότερες διατάξεις των Βασιλικών χωρίς σχόλια, ταξινομημένες κατ αλφαβητική σειρά, και περιείχε ακριβείς παραπομπές στο πρωτότυπο ώστε να αποτελεί ένα εύχρηστο και διαδεδομένο εργαλείο για τους νομικούς της εποχής.
Σημαντικό έργο αποτελεί και η Πείρα”, μια συλλογή που συνέταξε κάποιος δικαστής από αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις του δικαστή Ευστάθιου Ρωμαίου. Η μοναδικότητά της καθιστά την Πείρα πολύτιμη πηγή για την κατανόηση της δικαστηριακής πρακτικής και της πραγματικής ισχύος των κείμενων διατάξεων της εποχής.
Η περίοδος 1071-1453
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η περίοδος αυτή δεν παρουσιάζει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη νομοθεσία. Παρόλα αυτά συνεχίζουν να εκδίδονται αξιόλογα έργα επιστημονικού και συλλεκτικού χαρακτήρα. Ενα από αυτά είναι το Πόνημα Νομικόντου ιστορικού Μιχαήλ Ατταλειάτη που εκδόθηκε το1073-1074.Αποτελεί περίληψη των Βασιλικών, συμπεριλαμβάνοντας και ορισμένες Νεαρές του Λέοντα ΣΤ’.
Στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα με αρχές του12ουτοποθετείται η σύνταξη του Τιπούκειτου”. Το όνομα προέρχεται από τη φράση τι που κείται και δηλώνει ακριβώς το σκοπό για τον οποίο γράφτηκε. Ο Τιπούκειτος αποδίδεται στο δικαστή Πατζή και είναι ένα αναλυτικό ευρετήριο των Βασιλικών. Δε δημιουργήθηκε για να τα αντικαταστήσει, αλλά μάλλον για να διευκολύνει τη χρήση τους33.
Συλλεκτικό έργο της περιόδου που ο χρόνος έκδοσής του τοποθετείται στα τέλη του13ου αιώνα είναι και το Νόμιμον κατά στοιχειον πιο γνωστό ως Μικρά Σύνοψις”. Πηγές που χρησιμοποίησε ο άγνωστος σε μας συντάκτης είναι το Πόνημα Νομικόν του Ατταλειάτη κατά κύριο λόγο και η Μεγάλη Σύνοψη34.Την ίδια περίπου εποχή εκδόθηκε κι ένα έργο που ονομάστηκε Αυξημένο Πρόχειρο επειδή κατά τη διάταξη της ύλης του ακολουθεί τη σειρά του Πρόχειρου Νόμου. Τον ξεπερνάει όμως κατά πολύ σε έκταση. Σε αυτό έχουν συγκεντρωθεί νόμοι από την Εκλογή των Ισαύρων, την Εισαγωγή, τα Βασιλικά, τη Μεγάλη Σύνοψη, το Πόνημα Νομικόν κ.α.
Αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό από τα έργα της εποχής είναι το Προχειρον Νόμων ή αλλιώς Εξάβιβλος”. Η έκδοσή του τοποθετείται το 1345 από τον Κωνσταντίνο Αρμενόπουλο, για τον οποίο δε γνωρίζουμε πολλά πέρα από το ότι διετέλεσε δικαστής στη Θεσσαλονίκη. Την ονομασία Εξάβιβλος την απέκτησε επειδή αποτελείται από έξι βιβλία στα οποία έχει ταξινομηθεί θεματικά, σε τίτλους και κεφάλαια, όλη η ύλη του αστικού και του ποινικού δικαίου. Οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν από τον Αρμενόπουλο αναφέρονται στο προοίμιο του έργου και είναι ο Πρόχειρος Νόμος, τα Βασιλικά (ίσως όμως πρέπει να θεωρηθεί πιθανότερο να διέθετεμόνο τη Μεγάλη Σύνοψη), τα επαρχικά”(χωρίς να διευκρινίζονται ακριβώς θεωρούνται τα Επαρχικά του Ιουλιανού του Ασκαλωνίτη και ίσως το Επαρχικόν του Λέοντα ΣΤ’), η Πείρα, το Πόνημα Νομικό, η Μικρή Σύνοψη και άλλα αδιευκρίνιστα. Η παράδοση της Εξάβιβλου είναι πολύ πλούσια και η αξία της στην πρακτική τόσο σημαντική ώστε έφτασε να χρησιμοποιείται, στην Ελλάδα με ισχύ νόμου ως το1946.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου