Ν. 4798/2021 (ΦΕΚ
68/Α΄/24-04-2021)
1.
Πως διορίζεται ο
δικαστικός υπάλληλος; (άρθρο 12)
Διορίζεται
με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία
δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Η τοποθέτηση γίνεται
ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου της γραμματείας ή άλλης υπηρεσίας
δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή γενικής επιτροπείας.
2.
Πότε κοινοποιείται στον
διοριζόμενο δικαστικό υπάλληλο η πράξη διορισμού; (άρθρο 13)
Κοινοποιείται εντός
τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της περίληψης στο ΦΕΚ με έγγραφο του
προϊστάμενου του αρμόδιου τμήματος του Υπουργείου Δικαιοσύνης το οποίο
επιδίδεται είτε στον διοριζόμενο ή σε άτομο που συνοικεί μαζί του. Με το
έγγραφο αυτό τάσσεται προθεσμία να ορκιστεί ο διοριζόμενος μέσα σε δέκα (10)
ημέρες το πολύ τριάντα (30) ημέρες και να αναλάβει υπηρεσία. Αν δεν καθοριστεί
η προθεσμία στο έγγραφο, θεωρείται ότι έχει ταχθεί προθεσμία τριάντα (30)
ημερών. Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί έως έξι (6) μήνες μόνο μία αφορά για
εξαιρετικούς λόγους.
Σε περίπτωση που δεν
κοινοποιηθεί έγγραφο, θεωρείται ότι αυτό έχει κοινοποιηθεί την τριακοστή ημέρα
από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ και από την επόμενη αρχίζει η τριακονθήμερη προθεσμία
για ορκωμοσία του διοριζόμενου και ανάληψη υπηρεσίας. Αν δεν τηρηθούν οι
προθεσμίες θεωρείται ότι ο διοριζόμενος δεν αποδέχθη τον διορισμό του.
3.
Πως γίνεται η αποδοχή του
διορισμού; (άρθρο 14)
Εφόσον
ο διοριζόμενος εντός των προθεσμιών του άρθρου 13 προσέλθει στην υπηρεσία του
για να ορκιστεί και να αναλάβει υπηρεσία, έχει αποδεχτεί τον διορισμό του. Σε
αντίθετη περίπτωση δεν τον έχει αποδεχτεί.
4.
Ποια η διαδικασία της
ορκωμοσίας και της ανάληψης υπηρεσίας του δικαστικού υπαλλήλου; (άρθρο 15)
Ορκίζεται
ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο διορίζεται, σε δημόσια συνεδρίαση. Ο όρκος
την ημεδαπών και τον αλλοδαπών διαφέρει ενώ η ορκωμοσία βεβαιώνεται με
πρακτικό.
Για
την ανάληψη της υπηρεσίας συντάσσεται έκθεση από τον Γραμματέα του δικαστηρίου
ή της εισαγγελίας ή από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που τοποθετείται ο
δικαστικός υπάλληλος και φέρει αριθμό πρωτοκόλλου την ημερομηνία ανάληψης των
καθηκόντων.
Ο
χρόνος υπηρεσίας των δικαστικών υπαλλήλων ξεκινά από την ημερομηνία δημοσίευσης
του διορισμού στο ΦΕΚ.
5.
Πότε ανακαλείται ο
διορισμός του δικαστικού υπαλλήλου; (άρθρο 16)
1η
περίπτωση: Αν
ο διορισθείς δεν αποδεχθεί τον διορισμό του.
2η
περίπτωση:
Εντός διετίας από τη δημοσίευση της περίληψης αν η πράξη διορισμού έγινε κατά
παράβαση νόμου. Η ανάκληση αυτή δεν επιδρά στο κύρος των πράξεων του δικαστικού
υπαλλήλου για τα πρώτα δύο έτη.
3η
περίπτωση:
Αν η πράξη διορισμού ακυρωθεί δικαστικώς.
6.
Πότε επιτρέπεται ο
αναδιορισμός δικαστικού υπαλλήλου; (άρθρο 17)
1η
περίπτωση:
δικαστικός υπάλληλος που απολύθηκε λόγω σωματικής ή νοητικής αναπηρίας για την
εκτέλεση των καθηκόντων του.
2η
περίπτωση:
δικαστικός υπάλληλος του οποίου ανακλήθηκε ο διορισμός και μετά την ανάκληση ο
υπάλληλος αυτός απαλλάχτηκε από την κατηγορία με αμετάκλητη απόφαση ή με
αμετάκλητο βούλευμα.
Για
τον αναδιορισμό αποφασίζει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου το
υπηρεσιακό συμβούλιο ενώ ο διορισθείς διορίζεται με τον βαθμό που έφερε κατά το
χρόνο της απόλυσής ή της ανάκλησης του διορισμού του.
7.
Σε ποιους τομείς
κατατάσσονται οι δικαστικοί υπάλληλοι; (άρθρο 18)
Α)
Τομέας του Συμβουλίου της Επικρατείας
Β)
Τομέας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών
Γ)
Τομέας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο
Ελεγκτικό Συνέδριο
Δ)
Τομέας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της
Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
8.
Σε ποιες κατηγορίες θέσεων
κατατάσσονται οι δικαστικοί υπάλληλοι; (άρθρο 19)
Α)
Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ)
Β)
Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ)
Γ)
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ)
Δ)
Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ)
9.
Σε ποιους βαθμούς
κατατάσσονται οι δικαστικοί υπάλληλοι; (άρθρο 20)
Κατατάσσονται
σε πέντε (5) συνολικά βαθμούς:
Α)
Βαθμός Α (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ)
Β)
Βαθμός Β(ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, ΥΕ)
Γ)
Βαθμός Γ (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, ΥΕ)
Δ)
Βαθμός Δ (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, ΥΕ)
Ε)
Βαθμός Ε (ΥΕ)
Εισαγωγικός βαθμός των ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ είναι ο
βαθμός Δ και της κατηγορίας ΥΕ ο βαθμός Ε. Για τους κατόχους διδακτορικού
διπλώματος εισαγωγικός βαθμός είναι ο Β. Για τους κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου
εισαγωγικός βαθμός είναι ο Γ. Για τους απόφοιτους ΕΣΔΔΑ εισαγωγικός βαθμός
είναι ο Β.
10.
Ποιοι είναι οι κλάδοι και
οι ειδικότητες των δικαστικών υπαλλήλων; (άρθρο 21)
Κατηγορίες
ΠΕ:
ΠΕ
Γραμματέων, ΠΕ Πληροφορικής, ΠΕ Μηχανικών (με ειδικότητες Πολιτικών Μηχανικών
και Ηλεκτρολόγων Μηχανολόγων), ΠΕ Οικονομολόγων, ΠΕ Μεταφραστών-Διερμηνέων, ΠΕ
Στατιστικής, ΠΕ Βιβλιοθηκονόμων, ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού
Έργου, ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων, ΠΕ Επιτρόπων, ΠΕ
Δημοσιονομικού Ελέγχου – Διοικητικής Υποστήριξης, ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας
Δικαστικού Έργου.
Κατηγορίες
ΤΕ:
ΤΕ
Γραμματέων, ΤΕ Πληροφορικής, ΤΕ Ελεγκτών Τεχνολόγων, ΤΕ Βιβλιοθηκονόμων, ΤΕ
Δημοσιονομικού Ελέγχου-Διοικητικής Υποστήριξης, ΤΕ Πληροφορικής Διοίκησης, ΤΕ
Πληροφορικής Ελέγχου.
Κατηγορίες
ΔΕ:
ΔΕ
Γραμματέων, ΔΕ Πληροφορικής, ΔΕ Δακτυλογράφων-Χειριστών Ηλεκτρονικών
Υπολογιστών, ΔΕ Οδηγών, ΔΕ Επιμελητών Δικαστηρίων, ΔΕ
Διοικητικού-Γραμματέων-Υποστήριξης Ελέγχου, ΔΕ Δακτυλογράφων-Χειριστών
Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, ΔΕ Ταξινόμων.
Κατηγορίες
ΥΕ:
ΥΕ
Καθαριότητας, ΥΕ Επιμελητών Δικαστηρίων, ΥΕ Φυλάκων-Νυχτοφυλάκων.
11.
Ποια τα τυπικά προσόντα
κάθε κατηγορίας; (άρθρο 22)
Θέσεις
ΥΕ:
Απολυτήριος
τίτλος υποχρεωτικής εκπαίδευσης
Θέσεις
ΔΕ:
Απολυτήριος
τίτλος ή πτυχίο σχολής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
Θέσεις
ΤΕ:
Πτυχίο
ή δίπλωμα τμήματος ή σχολής Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΤΕΙ) ή
Κέντρου Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕΕ) ή ισότιμο
πτυχίο ή δίπλωμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής
Θέσεις
ΠΕ:
Πτυχίο
ή δίπλωμα τμήματος ή σχολής του πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης
της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής.
12.
Ποια είναι τα δικαστικά
συμβούλια για τους δικαστικούς υπαλλήλους; (άρθρα 84-85)
Α)
Πενταμελές δικαστικό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο
Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο ως
πρόεδρο και τέσσερις (4) συμβούλου του ΣτΕ ή αρεοπαγίτες ή συμβούλους του ΕΣ ως
μέλη.
Β)
Επταμελές δικαστικό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο
Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως
πρόεδρο και έξι (6) συμβούλους του ΣτΕ ή αρεοπαγίτες ή συμβούλους του ΕΣ, ως
μέλη.
13.
Ποια είναι τα υπηρεσιακά
συμβούλια για τους δικαστικούς υπαλλήλους; (άρθρα 84-85)
Α)
Πενταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο σε κάθε εφετείο (συγκροτείται από τον
νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, έναν (1) εφέτη, έναν (1) αντιεισαγγελέα
εφετών και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη) και σε κάθε διοικητικό
εφετείο (συγκροτείται από τον νεότερο πρόεδρο εφετών ω πρόεδρο, δύο (2)
εφέτες και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη).
Β)
Πενταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, (συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο ως
πρόεδρο, δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους του ΣτΕ και δύο (2) δικαστικούς
υπαλλήλους του ΣτΕ ως μέλη), στον Άρειο Πάγο (συγκροτείται από τον
νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν (1) αρεοπαγίτη, έναν (1) αντιεισαγγελέα
του Αρείου Πάγου και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη) και στο
Ελεγκτικό Συνέδριο (συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν
(1) σύμβουλο του ΕΣ, έναν (1) αντεπίτροπο της Επικρατείας στο ΕΣ και δύο (2)
δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη).
Γ)
Επταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας
(συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, τέσσερις (4)
συμβούλους του ΣτΕ και δύο (2) δικαστικούς συμβούλους της γραμματείας των
τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως μέλη), στον Άρειο Πάγο (συγκροτείται
από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, τρεις (3) αρεοπαγίτες, έναν (1)
αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη) και
στο Ελεγκτικό Συνέδριο (συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως
πρόεδρο, τρεις (3) συμβούλους του ΕΣ, έναν (1) αντεπίτροπο της Επικρατείας του
ΕΣ και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη).
14.
Πως γίνεται η ανάδειξη των
μελών δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων; (άρθρο 86)
Οι
δικαστικοί λειτουργοί μέλη των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων, με
ισάριθμους αναπληρωτές, αναδεικνύονται με κλήρωση που γίνεται τον Ιούνιο
κάθε έτους.
Η
θητεία τους αρχίζει την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους και λήγει την 30η
Ιουνίου του επόμενου έτους.
Όσοι
κληρώθηκαν ως μέλη πρωτοβάθμιου δικαστικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου δεν μπορούν
να κληρωθούν ως μέλη του αντίστοιχου δευτεροβάθμιου συμβουλίου και αντιστρόφως.
Εκλόγιμοι
είναι οι δικαστικοί υπάλληλοι με τουλάχιστον δέκα (10) έτη υπηρεσίας. Ενώ εξαιρούνται
οι προϊστάμενοι γενικής διεύθυνσης, οι προϊστάμενοι διεύθυνσης και οι Γενικοί Συντονιστές
του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Σε
περίπτωση μελών υπηρεσιακού συμβουλίου εφετείου ή διοικητικού εφετείου, οι
υποψήφιοι θα πρέπει να υπηρετούν σε υπηρεσία της περιφέρειας του εφετείου. Αν
οι υποψήφιοι δεν επαρκούν, αναδεικνύονται με την ίδια διαδικασία μέλη με
υπηρεσία μικρότερη των δέκα (10) ετών. Αν πάλι δεν επαρκούν, γίνεται κλήρωση
μεταξύ όλων των δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στην έδρα του εφετείου.
15.
Ποια είναι η διαδικασία
ενώπιον των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων; (άρθρο 87)
Τα
πρωτοβάθμια δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια επιλαμβάνονται ύστερα από
ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Συνεδριάζουν
στο κατάστημα του δικαστηρίου. Η συνεδρίαση δεν είναι δημόσια. Χρέη γραμματέα
ασκεί δικαστικός υπάλληλος με βαθμό τουλάχιστο Β’. Ο πρόεδρος λαμβάνει μέριμνα
για συνεκδίκαση των συναφών υποθέσεων ώστε να αντιμετωπίζονται δίκαια τα
αιτήματα των δικαστικών υπαλλήλων και να εξυπηρετείται το συμφέρον της
υπηρεσίας. Πριν από τη συζήτηση, τα μέλη λαμβάνουν γνώση των στοιχείων των
κρινόμενων υποθέσεων.
Η
κλήση των μελών μαζί με την ημερήσια διάταξη κοινοποιείται σε αυτούς πέντε (5)
τουλάχιστον ημέρες πριν από την συζήτηση. Αν η κλήση δεν γίνει νομότυπα, η
συζήτηση αναβάλλεται.
Κατά
τη συζήτηση τηρούνται πρακτικά. Οι αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις των υπηρεσιακών
συμβουλίων του ΣτΕ λαμβάνονται ύστερα από γνώμη του Γενικού Επιτρόπου των
τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Οι αποφάσεις των δικαστικών συμβουλίων του
Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου λαμβάνονται ύστερα από πρόταση του
Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο ΕΣ,
αντιστοίχως.
Οι
αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις εκδίδονται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη λήψη
του σχετικού ερωτήματος και υποβάλλονται δίχως καθυστέρηση στο Υπουργείο
Δικαιοσύνης με αντίγραφο του πρακτικού.
16.
Ποια η αρμοδιότητα των
δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων; (άρθρο 88)
Πενταμελές δικαστικό συμβούλιο:
Αποφασίζει σε πρώτο βαθμό
για τη μονιμοποίηση και την παύση των δικαστικών υπαλλήλων για βαρύ πειθαρχικό
παράπτωμα, ασθένεια, αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια.
Επταμελές δικαστικό
συμβούλιο:
Αποφασίζει σε δεύτερο
βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου
κατά των αποφάσεων των πενταμελών δικαστικών συμβουλίων του ίδιου τομέα.
Υπηρεσιακό συμβούλιο
εφετείου και διοικητικού εφετείου:
Επιλαμβάνεται σε πρώτο
βαθμό για κάθε θέμα υπηρεσιακής κατάστασης και για τις πειθαρχικές υποθέσεις
των δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στις γραμματείες δικαστηρίων και
εισαγγελιών της περιφέρειάς τους.
Πενταμελές υπηρεσιακό
συμβούλιο του ΣτΕ:
Υπάγονται θέματα
υπηρεσιακής κατάστασης και πειθαρχικές υποθέσεις των δικαστικών υπαλλήλων που
υπηρετούν στην γραμματεία του ΣτΕ, μεταθέσεις και αποσπάσεις υπαλλήλων της
γραμματείας των διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της
Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, επιλογή και τοποθέτηση
προϊσταμένων, αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας Υπουργού Δικαιοσύνης ή
προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών συμβουλίων των
διοικητικών εφετείων.
Πενταμελές υπηρεσιακό
συμβούλιο του Αρείου Πάγου:
Υπάγονται θέματα
υπηρεσιακής κατάστασης και πειθαρχικές υποθέσεις των υπαλλήλων του δικαστηρίου
αυτού και της γραμματείας της εισαγγελίας του, των πολιτικών και ποινικών
δικαστηρίων και των εισαγγελιών τους από
την περιφέρεια ενός εφετείου σε άλλη ή στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ή της
εισαγγελίας του, θέματα επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων γενικών
διευθύνσεων και διευθύνσεων, αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας Υπουργού
Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών
υπηρεσιακών συμβουλίων των εφετείων.
Πενταμελές υπηρεσιακό
συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου:
Υπάγονται θέματα
υπηρεσιακής κατάστασης και πειθαρχικές υποθέσεις των υπαλλήλων του Ελεγκτικού
Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο ΕΣ, θέματα επιλογής
και τοποθέτησης προϊσταμένων καθώς και η εξέταση των ενστάσεων κατά των
εκθέσεων αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων.
Επταμελές υπηρεσιακό
συμβούλιο:
Αποφασίζει σε δεύτερο
βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου
κατά των αποφάσεων των πενταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων των ανώτατων
δικαστηρίων του ίδιου κλάδου δικαιοδοσίας.
17.
Ποιος ο δεύτερος βαθμός
κρίσης μετά τις αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστικών και υπηρεσιακών
συμβουλίων; (άρθρο 89)
Α)
Οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων κοινοποιούνται,
με επιμέλεια του γραμματέα του συμβουλίου, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από
την έκδοσή τους, στους υπαλλήλους που αφορούν και διαβιβάζονται στην ίδια
προθεσμία και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Β)
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης αν διαφωνεί με απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστικού ή
υπηρεσιακού συμβουλίου ή με γνωμοδότησή του, που κατά τον νόμο απαιτείται να
είναι σύμφωνη, μπορεί μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ημερομηνία
κοινοποίησης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της απόφασης ή γνωμοδότησης να
παραπέμψει το ερώτημα στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο συμβούλιο για κρίση σε δεύτερο
βαθμό.
Γ)
Δικαστικός υπάλληλος που κρίθηκε δυσμενώς δικαιούται να ασκήσει προσφυγή
κατά της απόφασης ή γνωμοδότησης του πρωτοβάθμιου συμβουλίου. Ασκείται μέσα
σε είκοσι (20) ημέρες από την κοινοποίηση. Ο δικαστικός υπάλληλος αυτός έχει
δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο.
Δ)
Δεκαπέντε (15) τουλάχιστο ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, ο γραμματέας του
δευτεροβάθμιου συμβουλίου κοινοποιεί αντίγραφο του ερωτήματος του Υπουργού
Δικαιοσύνης ή της προσφυγής στους δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν έννομο
συμφέρον να αντικρούσουν το ερώτημα αυτό ή την προσφυγή. Οι δικαστικοί
υπάλληλοι δικαιούνται να υποβάλλουν υπόμνημα στον γραμματέα του συμβουλίου
εντός πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν την συνεδρίαση.
Ε)
Οι συνεδριάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων,
περιλαμβανομένων των πειθαρχικών, είναι δημόσιες. Εκδίδει και απαγγέλλει
την απόφασή του σε δημόσια συνεδρίαση μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη
λήψη της προσφυγής ή του ερωτήματος.
18.
Οι υπηρεσιακές συνελεύσεις
των δικαστικών υπαλλήλων του άρθρου 90.
Α)
Σε κάθε δικαστήριο και εισαγγελία, καθώς και στη Γενική Επιτροπεία της
Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων λειτουργεί υπηρεσιακή
συνέλευση που αποτελείται από τους δικαστικούς υπαλλήλους του δικαστηρίου ή
της εισαγγελίας. Ειδικά στο ΕΣ λειτουργούν υπηρεσιακές συνελεύσεις στην
κεντρική υπηρεσία και σε κάθε υπηρεσία της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας
στο ΕΣ.
Β)
Στην υπηρεσιακή συνέλευση προεδρεύει ο δικαστικός υπάλληλος που διευθύνει τις
υπηρεσίες της γραμματείας του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της Γενικής
Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Γ)
Η υπηρεσιακή συνέλευση συγκαλείται από τον πρόεδρό της, σε περίπτωση
έλλειψης, απουσίας, κωλύματος, από τον αναπληρωτή του, τουλάχιστο μία φορά κατ’
έτος.
Δ)
Στην υπηρεσιακή συνέλευση συζητούνται υποχρεωτικώς τα θέματα που αναφέρονται
στο άρθρο 91.
Ε)
Συγκαλείται επίσης υποχρεωτικώς για κατάρτιση/συμπλήρωση/τροποποίηση/αντικατάσταση/κατάργηση
του κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας αν το ζητήσουν περισσότερα από το 1/3 των
μελών από τον πρόεδρο.
19.
Τι ανήκει στην αρμοδιότητα
της υπηρεσιακής συνέλευσης; (άρθρο 91)
Α)
Υποβολή προτάσεων για προγραμματισμό προσλήψεων.
Β)
Κατάρτιση/ Συμπλήρωση/ Τροποποίηση/ Αντικατάσταση/ Κατάργηση Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας.
Γ)
Τοποθέτηση και μετακίνηση υπαλλήλων.
Δ)
Αξιολόγηση των εργασιών της γραμματείας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της
Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο ΕΣ ή της Γενικής Επιτροπείας της
Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
Ε)
Συζήτηση επί των εκθέσεων των υπαλλήλων στις οποίες περιέχονται διαπιστώσεις
και προτάσεις για την καλύτερη οργάνωση και λειτουργία της υπηρεσίας.
ΣΤ)
Κάθε θέμα το οποίο της ανατίθεται.
20.
Η σύγκληση της υπηρεσιακής
συνέλευσης (άρθρο 92).
Η πρόσκληση για τη
σύγκληση της υπηρεσιακής συνέλευσης μαζί με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης
αναρτάται σε όλα τα δικαστικά καταστήματα με επιμέλεια του προέδρου δέκα (10)
τουλάχιστο μέρες πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης.
Η υπηρεσιακή συνέλευση
βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα το πενήντα (50) τοις εκατό συν ένα των
μελών της.
Οι αποφάσεις λαμβάνονται
με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών και εφόσον υπάρχει απαρτία.
Τηρούνται πρακτικά με
ευθύνη του προέδρου της συνέλευσης τα οποία υπογράφονται από τον ίδιο και τους
γραμματείς και αποστέλλονται σε α) Υπουργό Δικαιοσύνης β) Γενικό Γραμματέα του
Υπουργείο Δικαιοσύνης γ) πρόεδρο και μέλη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή
στον δικαστικό λειτουργό που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη
Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, στον
δικηγορικό σύλλογο, στην πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των δικαστικών
υπαλλήλων ή στον Σύλλογο Υπαλλήλων του ΕΣ, στην Ένωση δικαστικών λειτουργών και
στην Ομοσπονδία Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΔΥΕ).
21.
Οι συσκέψεις των
προϊσταμένων οργανικών μονάδων του άρθρου 93.
Στις
γραμματείς των δικαστηρίων και εισαγγελιών υπάρχουν περισσότερες από τρεις (3)
οργανικές μονάδες και λειτουργεί σύσκεψη των προϊσταμένων οργανικών μονάδων.
Στην
αρμοδιότητά της ανήκουν α) υποβολή προτάσεων και εισηγήσεων στην υπηρεσιακή
συνέλευση για θέματα του άρθρου 91 β) ο έλεγχος της υλοποίησης των αποφάσεων
της υπηρεσιακής συνέλευσης και γ) κάθε άλλο θέμα που ανατίθεται σε αυτήν με
απόφαση της υπηρεσιακής συνέλευσης.
Συγκαλείται
από τον δικαστικό υπάλληλο που διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας του
δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή τον αρχαιότερο προϊστάμενο διεύθυνσης ή τον
αρχαιότερο προϊστάμενο τμήματος ή αν το ζητήσει το 1/3 των υπηρετούντων
προϊσταμένων.
Τηρούνται
πρακτικά με ευθύνη του προέδρου τα οποία μαζί με τις αποφάσεις αποστέλλονται
στον πρόεδρο και τα μέλη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή στον δικαστικό
λειτουργό που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία καθώς και στον δικαστικό
υπάλληλο που διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας του δικαστηρίου.
22.
Ποια είναι τα δικαιώματα
των δικαστικών υπαλλήλων; (άρθρα 94-110)
Α) Δικαίωμα
ελεύθερης έκφρασης (πολιτικών, φιλοσοφικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων)
(άρθρο 94)
Β) Συνδικαλιστικά
δικαιώματα (άρθρο 95)
Γ) Δικαίωμα
άσκησης καθηκόντων (με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 112) (άρθρο 96)
Δ)Αποδοχές
– Έξοδα μετακίνησης (ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται μισθό και κάθε
είδους αμοιβές και απολαβές που καθορίζονται από νομοθεσία, οι αποδοχές
προκαταβάλλονται κάθε δεκαπενθήμερο, οι πρόσθετες αποδοχές δεν ξεπερνούν τις
μηνιαίες αποδοχές, μισθός δεν οφείλεται αν δεν εργάζεται ο δικαστικός
υπάλληλος, δικαιούνται και εκτός έδρας) (άρθρο 97)
Ε) Όροι
υγιεινής και ασφάλειας (στους δικαστικούς υπαλλήλους παρέχονται χώροι και
μέσα κατάλληλα για την εργασία τους) (άρθρο 98)
ΣΤ) Υγειονομική
περίθαλψη – Έξοδα κηδείας (ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα σε
υγειονομική/νοσοκομειακή/ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη ενώ η υπηρεσία
καταβάλλει τα έξοδα κηδείας του δικαστικού υπαλλήλου, του συζύγου ή του ετέρου
μέρους του συμφώνου συμβίωσης και προστατευόμενων τέκνων) (άρθρο 99)
Ζ) Άδειες
απουσίας – Αρμοδιότητα χορήγησης (ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται
κανονικές άδειες, δικαίωμα απουσίας κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών,
άδεια μητρότητας, γονική άδεια ανατροφής τέκνου, άδεια εξετάσεων, αναρρωτικές
άδειες, ειδικές άδειες όπως αιμοδοτικές άδειες, συνδικαλιστικές άδειες, άδειες
χωρίς αποδοχές κ.λπ.) (άρθρα 100-109)
Η) Δικαίωμα
επανόδου στην υπηρεσία αυτοδικαίως (άρθρο 110)
23.
Ποιες είναι οι υποχρεώσεις
των δικαστικών υπαλλήλων; (άρθρα 111-123)
Α)
Πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και στη Δημοκρατία (άρθρο
111)
Β)
Υποχρέωση εκτέλεσης καθηκόντων (ο δικαστικός υπάλληλος εκτελεί τα
καθήκοντα του κλάδου και της ειδικότητας του) (άρθρο 112)
Γ)
Νομιμότητα υπηρεσιακών ενεργειών (ο δικαστικός υπάλληλος εκτελεί τα
καθήκοντά του σύμφωνα με το νόμο) (άρθρο 113)
Δ)
Συμπεριφορά δικαστικού υπαλλήλου (ο δικαστικός υπάλληλος συμπεριφέρεται
με ευπρέπεια τόσο εντός όσο και εκτός υπηρεσίας και έχει παράσταση ανάλογη της
ιδιότητας του, χωρίς διακρίσεις υπέρ ή εις βάρος των πολιτών, ιδίως λόγω φυλής,
χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας,
οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού) (άρθρο 114)
Ε)
Εχεμύθεια (ο δικαστικός υπάλληλος τηρεί εχεμύθεια για γεγονότα ή πληροφορίες
που λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του) (άρθρο 115)
ΣΤ)
Χρόνος εργασίας (ο δικαστικός υπάλληλος εργάζεται ανελλιπώς κατά τον
χρόνο που ορίζεται από τη νομοθεσία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις εργάζεται και
πέρα του ωραρίου ή σε μη εργάσιμες ημέρες και δικαιούται αποζημίωση ή παροχή
ημερών απουσίας (άρθρο 116)
Ζ)
Περιουσιακή κατάσταση (ο δικαστικός υπάλληλος είναι υπόχρεος σε υποβολή
ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ) (άρθρο 117)
Η)
Άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή (απαγορεύεται ωστόσο κατ’ εξαίρεση
επιτρέπεται ύστερα από άδεια εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστα με τα καθήκοντα της
θέσης του δικαστικού υπαλλήλου) (άρθρο 118)
Θ)
Συμμετοχή σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ο δικαστικός υπάλληλος
υποχρεούται να δηλώνει στην υπηρεσία του τη συμμετοχή του σε νομικό πρόσωπο
ιδιωτικού δικαίου οποιασδήποτε μορφής εκτός σωματείων και κοινωφελών ιδρυμάτων)
(άρθρο 119)
Ι)
Έργα ασυμβίβαστα (η ιδιότητα του δικαστικού υπαλλήλου είναι ασυμβίβαστη
με του δικηγόρου) (άρθρο 120)
Κ)
Κατοχή δεύτερης θέσης (απαγορεύεται, ωστόσο, επιτρέπεται να αποδεχτεί
θέση στην ΕΕ ή σε διεθνή οργανισμό στον οποίο μετέχει η Ελλάδα) (άρθρο 121)
Λ)
Κώλυμα λόγω συμφέροντος (ο δικαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται να
αναλαμβάνει την επίλυση ζητήματος ή να συμπράττει στην έκδοση πράξεων όπου ο
ίδιος ή ο σύζυγος ή εξ αγχιστείας συγγενής έως τρίτο βαθμό ή αφορούν πρόσωπο με
το οποίο έχει σχέση ιδιαίτερης φιλίας ή έχθρας) (άρθρο 122)
Μ)
Αστική ευθύνη (ο δικαστικός υπάλληλος ευθύνεται έναντι του δημοσίου για
κάθε θετική ζημία την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαριά αμέλεια, σε
περίπτωση έλλειψης δόλου μπορεί το ΕΣ να καταλογίσει στον δικαστικό υπάλληλο
μέρος μόνο της ζημίας, αν περισσότεροι δικαστικοί υπάλληλοι προξένησαν από
κοινού ζημία στο δημόσιο, ευθύνονται ο καθ’ ένας εις ολόκληρο) (άρθρο 122)
24.
Η υπηρεσιακή εκπαίδευση
των δικαστικών υπαλλήλων (άρθρα 124-129)
Η
υπηρεσιακή εκπαίδευση όταν δεν αποτελεί υποχρέωση, συνιστά δικαίωμα. Διακρίνεται
σε α) εισαγωγική εκπαίδευση β) μετεκπαίδευση και επιμόρφωση και γ) μεταπτυχιακή
εκπαίδευση
(άρθρο 124).
Η
εισαγωγή εκπαίδευση αποτελεί προϋπόθεση για την μονιμοποίηση του υπαλλήλου και
αντικείμενο της είναι η ενημέρωση για αποστολή, οργάνωσης και λειτουργία της
δικαιοσύνης, μελέτη και ανάλυση των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν τη
συμπεριφορά των δικαστικών υπαλλήλων, ενημέρωση και εξοικείωση σε βασικά
νομοθετήματα καθώς και τη χρήση των ηλεκτρονικών βάσεων (άρθρο 125).
Καθ’
όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας η υπηρεσία διευκολύνει τη μετεκπαίδευση,
επιμόρφωση και μεταπτυχιακή εκπαίδευση των δικαστικών υπαλλήλων (άρθρα 126-127).
Μόλις
τελειώσει ο δικαστικός υπάλληλος οποιοδήποτε πρόγραμμα εκπαίδευσης υποχρεούται
να καταθέσει σχετική έκθεση πεπραγμένων στην υπηρεσία (άρθρο 128).
Ο
δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να λάβει άδειες υπηρεσιακής εκπαίδευσης κατά τη
διάρκεια της υπηρεσίας του (άρθρο 129).
25.
Πως γίνεται η αξιολόγηση
των δικαστικών υπαλλήλων; (άρθρα 130-137)
Στο
δικαστήριο, την εισαγγελία ή την υπηρεσία που ανήκει κάθε δικαστικός υπάλληλος
και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τηρείται το προσωπικό του μητρώο, όπου
περιλαμβάνονται η ατομική, οικογενειακή, περιουσιακή και υπηρεσιακή του
κατάσταση. Περιλαμβάνει στοιχεία ταυτότητας, πιστοποιητικό οικογενειακής
κατάστασης, δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων, τίτλους σπουδών, εκθέσεις
αξιολόγησης, κάθε είδους αποφάσεις, άδειες κ.λπ., πειθαρχικές αγωγές, στοιχεία
επιστημονικής δραστηριότητας. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να λαμβάνει
γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του προσωπικού του μητρώου (άρθρο 130).
Οι
δικαστικοί υπάλληλοι αξιολογούνται υποχρεωτικά ως προς τα ουσιαστικά τους
προσόντα βάση συστήματος αξιολόγησης, το οποίο διέπεται από τις αρχές της
αξιοκρατίας και αμεροληψίας. Σκοπός της αξιολόγησης είναι να αναδειχθεί
επακριβώς η υπηρεσιακή εικόνα του δικαστικού υπαλλήλου και ο βαθμός στον οποίο
ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της υπηρεσίας του (άρθρο 131).
Κάθε
δικαστικός υπάλληλος αξιολογείται αυτοτελώς από δύο (2) αξιολογητές οι οποίοι
συντάσσουν εκθέσεις αξιολόγησης. Πρώτος αξιολογητής είναι ο άμεσος προϊστάμενός
του ενώ ο δεύτερος ο αμέσως ανώτερος προϊστάμενος. Η έκθεση αξιολόγησης
περιλαμβάνει α) τους τίτλους σπουδών β) συνοπτική περιγραφή του έργου της
οργανικής μονάδας που ανήκει ο αξιολογούμενος γ) συνοπτική περιγραφή του έργου
που επιτελέστηκε από τον αξιολογούμενο δ) τα στοιχεία της συνέντευξης και ε) η
βαθμολογία του αξιολογούμενου. Κατά της έκθεσης αξιολόγησης ο αξιολογούμενος
δικαιούται να ασκήσει ένσταση ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου το
οποίο εξετάζει το παραδεκτό και βάσιμο της ένστασης (δηλαδή αν τήρησε τις
προϋποθέσεις του νόμου για την άσκηση της ένστασης και αν τα δικαιολογητικά
στοιχεία είναι επαρκή για την εξέταση τους) (άρθρο 132).
Τα
κριτήρια της αξιολόγησης κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες α) γνώση
αντικειμένου (εμπειρία, γνώση, ενδιαφέρον, πρωτοβουλία, ανάληψη ευθυνών,
προτάσεις-εισηγήσεις) β) υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά (ικανότητα
επικοινωνίας και συνεργασίας με άλλους συναδέλφους, συμπεριφορά και εξυπηρέτηση
του κοινού) γ) αποτελεσματικότητα (ποιοτική και ποσοτική εργασιακή απόδοση) (άρθρο 133).
Παρόμοια
είναι και τα κριτήρια και η διαδικασία αξιολόγησης των προϊσταμένων οργανικών
μονάδων (άρθρο 134).
Πριν
την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ο Α’ αξιολογητής καλεί τον αξιολογούμενο υποχρεωτικά
σε συνέντευξη, συντάσσεται πρακτικό από τον αξιολογητή το οποίο υπογράφεται και
από τους δύο και φέρει την ημερομηνία της συνέντευξης (άρθρο 135).
Η
υπηρεσία μεριμνά για την ενθάρρυνση των δικαστικών υπαλλήλων κατά την εκτέλεση
των καθηκόντων τους με ηθικές αμοιβές όπως έπαινος, μετάλλιο διακεκριμένων
πράξεων με δίπλωμα. Η πράξη ηθικής αμοιβής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως και ανακοινώνεται σε όλες τις υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης
(άρθρο 136).
Όσοι
δικαστικοί υπάλληλοι με δική τους πρωτοβουλία συντάσσουν και υποβάλλουν
αξιόλογη πρωτότυπη πρόταση ή μελέτη με περιεχόμενο τη βελτίωση των όρων
απονομής της δικαιοσύνης και λειτουργίας των δικαστηρίων απονέμονται χρηματικά
βραβεία (άρθρο 137)
26.
Οι δικαστικοί υπάλληλοι
κατά τη δοκιμαστική υπηρεσία (άρθρο 138)
Μόλις
διορίζονται οι δικαστικοί υπάλληλοι διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία κατά τη
διάρκεια της οποίας επιτρέπεται να απολυθούν για λόγους που ανάγονται στην
υπηρεσία τους, ύστερα από απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου.
Οι
δικαστικοί υπάλληλοι παρακολουθούν πρόγραμμα εισαγωγικής εκπαίδευσης και μέσα
σε τρεις (3) μήνες από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας το αρμόδιο
δικαστικό συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει αν ο δόκιμος δικαστικός υπάλληλος
είναι κατάλληλος για μονιμοποίηση.
Η
δοκιμαστική υπηρεσία μπορεί να παραταθεί σε περίπτωση λόγω λήψης άδειας
ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου και η εκ των υστέρων μονιμοποίηση
ενεργεί αναδρομικά.
Τέλος,
το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να παρατείνει τη δοκιμαστική υπηρεσία κατά ένα
(1) έτος με αιτιολογημένη απόφασή του.
27.
Η βαθμολογική εξέλιξη των
δικαστικών υπαλλήλων (άρθρο 139)
Τα
δυο πρώτα έτη της υπηρεσίας του δικαστικού υπαλλήλου αποτελούν τη δοκιμαστική
υπηρεσία.
Για
τους δικαστικούς υπαλλήλους κατώτερης κατηγορίας που αποκτούν τίτλο ανώτερης
κατηγορίας πχ μεταπτυχιακό ή πτυχίο ΑΕΙ ή διδακτορικό τότε η βαθμολογική
εξέλιξη μειώνεται κατά δύο έτη σε περίπτωση ΙΕΚ, μεταπτυχιακού ενώ για διδακτορικό κατά έξι έτη.
Επίσης,
ο υπάλληλος που λαμβάνει αξιολόγηση άνω του ενενήντα (90) τοις εκατό για δύο
(2) συνεχείς περιόδους μειώνεται ο απαιτούμενος χρόνος για την προαγωγή κατά
ένα (1) έτος.
28.
Οι καταστάσεις των
δικαστικών υπαλλήλων του άρθρου 140.
Τον
Ιανουάριο κάθε έτους συντάσσονται από την αρμόδια υπηρεσία του
Υπουργείου Δικαιοσύνης καταστάσεις όπου αναγράφονται κατά αλφαβητική σειρά, κατά
τομέα, κλάδο, ειδικότητα και βαθμό, όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι.
Στις
καταστάσεις αυτές αναγράφονται με βάση της 31ης Δεκεμβρίου του
προηγούμενου έτους, η ηλικία, ο συνολικός χρόνος πραγματικής υπηρεσίας ως
δικαστικού υπαλλήλου, ο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό, το
μισθολογικό κλιμάκιο, οι τίτλοι σπουδών και η προϋπηρεσία.
Ο
δικαστικός υπάλληλος δύναται να ζητήσει διόρθωση στοιχείων εντός τριάντα (30)
ημερών από την κοινοποίηση και αν η υπηρεσία απορρίψει την αίτηση ή δεν
απαντήσει μέσα σε δέκα (10) ημέρες, τότε μπορεί να ασκήσει ένσταση στο
υπηρεσιακό συμβούλιο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την πάροδο της δεκαήμερης
προθεσμίας. Το υπηρεσιακό αποφασίζει μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την
υποβολή της ένστασης.
29.
Πως γίνονται οι προαγωγές
των δικαστικών υπαλλήλων; (άρθρα 141-142)
Διενεργούνται
ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου το οποίο λαμβάνει υπόψη όλα τα
στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου. Τον Μάρτιο και Σεπτέμβρη κάθε
έτους αποστέλλονται από την αρμόδια υπηρεσία στα οικεία υπηρεσιακά συμβούλια τα
ερωτήματα για κρίση προς προαγωγή των δικαστικών υπαλλήλων που συμπληρώνουν τον
απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό χρόνο υπηρεσίας έως τις 31 Μαρτίου
ή έως τις 30 Σεπτεμβρίου, αντίστοιχα. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που κρίνονται
προακτέοι προάγονται υποχρεωτικά εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου με
πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που εκδίδεται μέσα σε
δεκαπέντε (15) ημέρες από την απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου (άρθρο 141).
Στις
προαγωγές δεν υπολογίζονται α) ο χρόνος διαθεσιμότητας β) ο χρόνος αργίας που
επιβλήθηκε στον υπάλληλο γ) χρόνος αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα δ) ο
χρόνος της προσωρινής παύσης ε) ο χρόνος άδειας χωρίς αποδοχές στ) ο χρόνος της
άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης και ζ) ο χρόνος αναστολής άσκησης καθηκόντων (άρθρο 142).
30.
Πότε τίθεται σε διαθεσιμότητα
ή σε αργία ο δικαστικός υπάλληλος; (άρθρα 159-164)
Ο
δικαστικός υπάλληλος ο οποίος έχει τουλάχιστο τρία χρόνια υπηρεσίας τίθεται
αυτεπαγγέλτως σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας που παρατείνεται πέρα από το
χρόνο αναρρωτικής άδειας που προβλέπεται στο άρθρο 106, είναι όμως ιάσιμη. Η
διαθεσιμότητα αρχίζει μετά τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να
υπερβεί το ένα (1) έτος. Για δυσίατα νοσήματα η διαθεσιμότητα δεν μπορεί να
υπερβεί τα δύο (2) έτη (άρθρο 159).
Ο
δικαστικός υπάλληλος κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας λαμβάνει το 75% των
αποδοχών του (άρθρο 160).
Ο
δικαστικός υπάλληλος τίθεται σε αργία όταν τελεί σε προσωρινή κράτηση ή εκτίει
ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης ή του έχει επιβληθεί με δικαστική απόφαση ποινή
οριστικής παύσης ή του έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης από το
πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Επανέρχεται στα καθήκοντά του όταν εκλείψει ο
λόγος για τον οποίο τέθηκε σε αργία αυτοδικαίως (άρθρο 161).
Σε
δυνητική θέση σε αργία τίθεται ο δικαστικός υπάλληλος που του έχει ασκηθεί
ποινική δίωξη που επισύρει ποινή οριστικής παύσης ή του έχει ασκηθεί πειθαρχική
δίωξη για παράπτωμα που επισύρει ποινή οριστικής παύσης ή του αποδίδεται άτακτη
διαχείριση με αιτιολογημένη έκθεση της προϊστάμενης αρχής ή άλλου αρμοδίου
οργάνου. Ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα καθήκοντά του αν
μέσα σε έξι (6) μήνες από τη θέση του σε αργία δεν του έχει ασκηθεί ποινική ή
πειθαρχική δίωξη (άρθρο 162).
Ο
δικαστικός υπάλληλος που τελεί σε κατάσταση αργίας λαμβάνει το ήμισυ (50%) των
αποδοχών του (άρθρο 163).
Τέλος,
σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, όταν διακυβεύεται το συμφέρον της υπηρεσίας, μπορεί να επιβληθεί στον δικαστικό υπάλληλο,
με αιτιολογημένη πράξη του αρμοδίου για την άσκηση πειθαρχικής πράξης οργάνου,
το μέτρο αναστολής της αναστολής της άσκησης των καθηκόντων του. Η πράξη αυτή
με τα υφιστάμενα σχετικά στοιχεία αποστέλλεται αμελλητί (αμέσως) στο αρμόδιο
υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο συνέρχεται και αποφασίζει μέσα σε δεκαπέντε (15)
ημέρες. Το μέτρο της αναστολής αίρεται αυτοδικαίως από την έκδοση της απόφασης
του υπηρεσιακού συμβουλίου ή με την πάροδο της παραπάνω δεκαπενθήμερης
προθεσμίας, χωρίς να έχει εκδοθεί η απόφαση του συμβουλίου (άρθρο 164).
31.
Ποια είναι τα πειθαρχικά
παραπτώματα του δικαστικού υπαλλήλου και ποιες ποινές επιβάλλονται σε αυτά;
(άρθρα 165-166)
Πειθαρχικό
παράπτωμα είναι κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια
πράξη ή παράλειψη, η οποία μπορεί να καταλογιστεί στον δικαστικό υπάλληλο. Τα πειθαρχικά παραπτώματα
είναι α) πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή
έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και Δημοκρατία β) παράβαση καθήκοντος από τον
Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους γ) αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για
δικαστικό υπάλληλο διαγωγή εντός και εκτός υπηρεσίας δ) αδικαιολόγητη αποχή από
την εκτέλεση των καθηκόντων ε) άρνηση ή παρέλκυση εκτέλεση υπηρεσίας στ) αμέλεια και πλημμελής ή μη έγκαιρη
εκπλήρωση του καθήκοντος ζ) άσκηση επαγγέλματος ή η εκτέλεση έργου με αμοιβή
χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας η) απείθεια και η άρνηση συμμόρφωσης στις
νόμιμες εντολές των προϊσταμένων θ) η δημοσίως, εγγράφως ή προφορικώς άσκηση
κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής, εφόσον από δόλο ή βαριά αμέλεια
χρησιμοποιούνται προδήλως ανακριβή στοιχεία ή χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις
ι) ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους δικαστικούς λειτουργούς ια) μη εξυπηρέτηση των πολιτών ιβ)
αδικαιολόγητη προτίμηση νεότερων υποθέσεων
και παραμέληση παλαιότερων ιγ) σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης
ουσιαστικών προσόντων ιδ) αναληθής δήλωση της περιουσιακής κατάστασης ή μη
υποβολή της όταν απαιτείται από τον νόμο ιε) παράβαση καθήκοντος της εχεμύθειας
ιστ) χρησιμοποίηση υπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο δικαστικός
υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών
συμφερόντων ιζ) αποδοχή από τον δικαστικό υπάλληλο οποιασδήποτε υλικής εύνοιας
ή ανταλλάγματος ιη) φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήσης ή εγκατάλειψης ή παράνομη
χρήση πράγματος που ανήκει στην υπηρεσία ιθ) χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για
την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή για την πρόκληση ματαίωσης ή τη ματαίωση
διαταγής της υπηρεσίας κ) άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία
την οποία διενεργεί η αρχή στην οποία ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος κα) άρνηση
του δικαστικού υπαλλήλου να ικανοποιήσει το δικαίωμα των πολιτών για γνώση
εγγράφων κβ) αδικαιολόγητη παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση κγ) μη
τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει
την τήρησή του κδ) κατάθεση, χρήση, συμπερίληψη και διατήρηση στον ατομικό
υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού
ή τίτλου βεβαίωσης κε) παράβαση της παρ. 3 του άρθρου 94 κστ) παράβαση της παρ.
2 του άρθρου 114 (άρθρο 165).
Οι
πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στον δικαστικό υπάλληλο που τελεί
πειθαρχικό παράπτωμα είναι α) έγγραφη επίπληξη β) πρόστιμο έως τις αποδοχές
δώδεκα (12) μηνών γ) στέρηση δικαιώματος μισθολογικής εξέλιξης σε κλιμάκια από
ένα (1) έως πέντε (5) έτη δ) στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη ε)
αφαίρεση της άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου στ) υποβιβασμός έως δύο (2)
βαθμούς όχι κάτω από τον εισαγωγικό βαθμό της κατηγορίας ζ) προσωρινή παύση από
τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση αποδοχών και η) οριστική
παύση. Η οριστική παύση επιβάλλεται για τα ακόλουθα παραπτώματα α) παράβαση
καθήκοντος β) αποδοχή από τον δικαστικό υπάλληλο οποιαδήποτε υλικής εύνοιας γ)
χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή ανάξια για δικαστικό υπάλληλο διαγωγή δ) παράβαση
της υποχρέωσης της εχεμύθειας ε) αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των
καθηκόντων στ) ιδιαιτέρως σοβαρή απείθεια ζ) εμμονή στην αδικαιολόγητη
παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση η) οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα,
αν κατά την προηγούμενη της διάπραξης του διετία είχαν επιβληθεί στον δικαστικό
υπάλληλο τρεις πειθαρχικές ποινές ανώτερες του προστίμου αποδοχών του ενός
μηνός ή κατά το προηγούμενο της διάπραξης του έτος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο
παράπτωμα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός μηνός. Για την
πειθαρχική ποινή συνεκτιμώνται οι συνθήκες, ο βαθμός υπαιτιότητάς του, η
υποτροπή και η υπηρεσιακή του εικόνα (άρθρο 166).
32.
Οι γενικοί κανόνες
πειθαρχικής δίωξης του δικαστικού υπαλλήλου (άρθρα 167-177)
Η
δίωξη και η τιμωρία των πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών
οργάνων που ενημερώνει με αιτιολογημένη έκθεσή του τον προϊστάμενο ή το
τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας
στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος, σε περίπτωση επίπληξης απόκειται
στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου (άρθρο 167).
Οι
πρόεδροι των δικαστηρίων, οι εισαγγελείς, οι ανακριτές, οι εντεταλμένοι
δικαστές, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο ΕΣ και ο Γενικός Επίτροπος
της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μόλις διαπιστώσουν ή
περιέλθει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους σε γνώση τους πειθαρχικό
παράπτωμα δικαστικού υπαλλήλου, το ανακοινώνουν στο αρμόδιο για την άσκηση
πειθαρχικής δίωξης όργανο διαβιβάζονται τα υφιστάμενα σχετικά στοιχεία (άρθρο
168).
Για
πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράττονται στο ακροατήριο συντάσσεται από το
δικαστήριο σχετικό πρακτικό που διαβιβάζεται εντός τριών (3) ημερών στο αρμόδιο
για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο που ασκεί την αρμοδιότητά του
χωρίς καθυστέρηση (άρθρο 169).
Σε
περίπτωση περισσότερων πειθαρχικών παραπτωμάτων του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου,
αυτά συνεκδικάζονται από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο (άρθρο 170).
Η
πειθαρχική διαδικασία είναι ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη (άρθρο 171).
Δεν
επιτρέπεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα ενώ για κάθε
πειθαρχικό παράπτωμα επιβάλλεται μία μόνο πειθαρχική ποινή (άρθρο 172).
Σε
περίπτωση αποκατάστασης χάριτος ή άρσης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο του
κολασίμου ή άρσης της μεταβολής των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν
αίρεται το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης, με την επιφύλαξη της παρ. 1 του
άρθρου 47 του Συντάγματος (άρθρο 173).
Στο
πειθαρχικό δίκαιο εφαρμόζονται αναλόγως οι αρχές και οι κανόνες του ποινικού
δικαίου και της ποινικής δικονομίας (άρθρα 174-175).
Τα
πειθαρχικά παραπτώματα της παρ. 2 του άρθρου 166 παραγράφονται μετά πέντε (5)
έτη και τα λοιπά μετά δύο (2) έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν. Η άσκηση πειθαρχικής
δίωξης αναστέλλει την παραγραφή. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί συγχρόνως
και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν εξαλειφθεί το αξιόποινο του
τελευταίου λόγω παραγραφής. Η παραγραφή διακόπτεται από την τέλεση νέου
πειθαρχικού παραπτώματος (άρθρο 176).
Ο
δικαστικός υπάλληλος που απέβαλε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιονδήποτε τρόπο
δεν διώκεται πειθαρχικώς. Αν όμως κατά τη λύση έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ή
έχει αρχίσει ένορκη διοικητική εξέταση από το όργανο για την άσκηση πειθαρχικής
δίωξης όργανο ή έχει διαταχθεί η διενέργεια από άλλο δικαστικό λειτουργό ή
δικαστικό υπάλληλο ένορκης διοικητικής εξέτασης ή έχει αρχίσει προκαταρκτική
έρευνα, κατά την οποία ο δικαστικός υπάλληλος έχει κληθεί να δώσει εξηγήσεις, η
πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με
εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου (άρθρο 177).
33.
Ποια είναι τα πειθαρχικά
όργανα για την πειθαρχική δίωξη του δικαστικού υπαλλήλου; (άρθρα 178-183)
Αρμόδιο
όργανο για την πειθαρχική δίωξη των υπαλλήλων της γραμματείας ή υπηρεσίας των
δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι ο δικαστής ή ο εισαγγελέας αντίστοιχα. Επίσης,
ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού
υπαλλήλου. Και ο Πρόεδρος του ΣτΕ, ο Πρόεδρος του ΑΠ, ο Πρόεδρος του ΕΣ, ο
Εισαγγελέας του ΑΠ, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο ΕΣ και ο Γενικός
Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να
παραγγείλουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά δικαστικών υπαλλήλων που
υπηρετούν στα αντίστοιχα δικαστήρια και υπηρεσίες (άρθρο 178).
Μονομελή
πειθαρχικά όργανα
είναι οι προϊστάμενοι ή οι πρόεδροι των τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης των
δικαστηρίων και των εισαγγελιών, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο ΕΣ και
ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Πολυμελή
πειθαρχικά όργανα είναι τα υπηρεσιακά ή δικαστικά συμβούλια (άρθρο 179).
Τα
μονομελή πειθαρχικά όργανα μπορούν να επιβάλλουν με αιτιολογημένη απόφασή τους
την ποινή της έγγραφης επίπληξης ή του προστίμου έως και του ½ των μηνιαίων
αποδοχών του δικαστικού υπαλλήλου (άρθρο 180).
Σε
περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης για παράπτωμα που κατά το νόμο επισύρει
την ποινή της οριστικής παύσης, αρμόδιο είναι το πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο
συμβούλιο του άρθρου 88. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης για παράπτωμα
που δεν μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, αρμόδιο είναι το
πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο του άρθρου 88 (άρθρο 181).
Αρμόδιο
κατά τόπο πειθαρχικό όργανο είναι εκείνο στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν οι υπάλληλοι
της γραμματείας ή της υπηρεσίας που υπηρετούσε ο υπάλληλος με οποιαδήποτε υπηρεσιακή σχέση ή κατάσταση
κατά τον χρόνο τέλεσης του παραπτώματος (άρθρο 182).
Σε
περίπτωση που δύο πειθαρχικά συμβούλια είναι αρμόδια (σύγκρουση αρμοδιοτήτων)
για την εξέταση της ίδιας υπόθεσης, αρμόδιο είναι για μεν τους δικαστικούς
υπαλλήλους των γραμματειών πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών
το ποινικό τμήμα του ΑΠ και αν λειτουργούν περισσότερα ποινικά τμήματα, το
πρώτο κατά σειρά από αυτά, για δε τους υπαλλήλους των τακτικών διοικητικών
δικαστηρίων το τμήμα του ΣτΕ που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των πειθαρχικών
υποθέσεων των υπαλλήλων (άρθρο 183).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου