Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ-Θέματα εξετάσεων Σεπτεμβρίου 2019 Εφαρμογών Πολιτικής Δικονομίας (Β Κλιμάκιο)


ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ (ΚΛΙΜΑΚΙΟ Μ-Ω)

Θέμα 1ο
1. Η Α, εταιρεία παροχής επενδυτικών συμβουλών, κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας που είχε καταρτίσει με τους Β και Γ λόγω πλημμελούς εκπληρώσεως των υποχρεώσεών τους. Κατά τους ισχυρισμούς της παρέσχον επενδυτικές συμβουλές σε συγκεκριμένους αντισυμβαλλόμενους που ήταν προφανώς εσφαλμένες. Οι Β και Γ αμφισβήτησαν το λόγο και κατ' επέκτασιν το κύτος της καταγγελίας και η μη ύπαρξη πλημμελούς συμπεριφοράς εκ μέρους τους. Έλαβαν χώρα αποδείξεις. Εκδόθηκε απόφαση που διαπίστωσε την πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων των Β και Γ και απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη ως προς το πρώτο αίτημα. Κατά τις παραδοχές της αποφάσεως πλημμελώς ενήργησε περισσότερο, κατά ποσοστό 90%, ο Γ. Παράλληλα, το δικαστήριο δέχθηκε με βάση τις αποδείξεις ότι ο Γ δεν προσερχόταν τακτικά στην εργασία, ώστε η καταγγελία της συμβάσεως να είναι και για το λόγο αυτό δικαιολογημένη. Το Δικαστήριο σε σχέση με το δεύτερο αίτημα της αγωγής έκρινε ότι είναι μη νόμιμο και απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία αυτή. Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη μετά την εξάντληση και του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας στη βάση εφέσεων των Β και Γ.
2. Στη συνέχεια η Α άσκησε αγωγή αποζημιώσεως κατά των Β και Γ ως υπόχρεων εις ολόκληρον (ΑΚ 481) αξιώνοντας το ποσό των 70.000 ευρώ που αναγκάσθηκε να καταβάλλει ως αποζημίωση στον επενδυτή Ε λόγω των εσφαλμένων συμβουλών των Β και Γ. Την ιστορική βάση της αγωγής αποζημιώσεως αποτέλεσε ο ισχυρισμός ότι είχαν παρασχεθεί προφανώς εσφαλμένες επενδυτικές συμβουλές. Οι εναγόμενοι αρνήθηκαν την αγωγή. Ισχυρίσθηκαν ότι η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη ή νόμω αβάσιμη επειδή δεν αναφερόταν σε αυτήν ότι οι Β και Γ είχαν ενεργήσει υπαιτίως. Σε κάθε περίπτωση αντέταξαν ότι ενήργησαν νόμιμα. Η Α από την πλευρά της ισχυρίσθηκε ότι οι Β και Γ ήταν αυτοί που έπρεπε να ισχυρισθούν την έλλειψη υπαιτιότητός τους ενόψει της φύσεως της προβαλλόμενης αξιώσεως. Αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν οι ίδιοι πραγματικοί ισχυρισμοί όπως στην προηγηθείσα δίκη για την καταγγελία. Έλαβαν χώρα αποδείξεις.
Το δικαστήριο θεώρησε ότι υφίσταται δεδικασμένο από την εκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση για το κύρος της καταγγελίας ως προς το θέμα της πλημμελούς εκπληρώσεως των υποχρεώσεων ενώ δεν μπόρεσε να σχηματίσει από τις διεξαχθείσες αποδείξεις πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς το θέμα της υπαιτιότητος. Έκανε πλήρως δεκτή την αγωγή υποχρεώνοντας τους Β και Γ να καταβάλλουν στην Α το ποσό των 70.000 ευρώ. Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη.
Ερωτάται:
α. Νομίμως έκρινε το δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς το δεύτερο σκέλος αυτής για την διαπίστωση της πλημμελούς εκπληρώσεως των  υποχρεώσεων;
β. Νομίμως έκρινε το δεύτερο δικαστήριο που ασχολήθηκε με την αγωγή αποζημιώσεως δεχόμενο ότι υπάρχει δεδικασμένο από την πρώτη απόφαση ως προς την πλημμελή εκπλήρωση των  υποχρεώσεων;
γ. Πως συνδέονται οι Β και Γ στις δύο δίκες και πως χαρακτηρίζετε δικονομικώς την πρώτη αγωγή των Β και Γ;
δ. Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Β ότι το θέμα της κατανομής τη ευθύνης μεταξύ τους έχει κριθεί από τις προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις;
ε. Παραδεκτώς δέχθηκε το δικαστήριο της πρώτης αγωγής ότι η καταγγελία ήταν έγκυρη και δικαιολογημένη λόγω των απουσιών του Γ;
στ. Πως αξιολογείτε σε σχέση με τη δίκη αποζημιώσεως (υπό 2) τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς για την υπαιτιότητα ή την έλλειψη υπαιτιότητος και είναι ορθή η απόφαση του δικαστηρίου που έκανε δεκτή την αγωγή καίτοι δεν σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση;

Θέμα 2ο 
Ο Α ασκεί αγωγή κατά των Β, Γ και Δ ως ευθυνόμενων από αδικοπραξία, με αίτημα την καταδίκη τους εις ολόκληρον στην καταβολή αποζημίωσης ποσού 200.000 ευρώ για υλικές ζημιές και στην καταβολή ποσού 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με τις προτάσεις του ο Β ζήτησε την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης ως προς τον ίδιο και επικουρικά, ως ουσία αβάσιμης. Ο Γ ισχυρίσθηκε ότι υπάρχει εκκρεμοδικία από προηγούμενη αγωγή του Α εναντίον του με το ίδιο αντικείμενο. Ο Δ αρνήθηκε την ιστορική βάση της αγωγής. το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως προς τον Β για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, ανέστειλε την εκδίκαση της αγωγής ως προς τον Γ και δέχτηκε την αγωγή ως προς τον Δ ως ουσία βάσιμη.
Ο Α άσκησε έφεση κατά των Β και Γ παραπονούμενος για την απόρριψη της αγωγής ως προς τον Β, ενώ ως προς τον Γ ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένα το δικαστήριο έκρινε ότι υπάρχει εκκρεμοδικία. Έφεση κατά της απόφασης άσκησε και ο Β επικαλούμενος ότι το δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Ο Δ με τη δική του έφεση ισχυρίσθηκε ότι, λόγω εσφαλμένης διάγνωσης υπαιτιότητάς του, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε σε βάρος του χρηματική ικανοποίηση. Δύο μήνες πριν από τη δικάσιμο που ορίσθηκε για τη συζήτηση της έφεσης του  Δ άσκησε πρόσθετους λόγους, επικαλούμενος ότι, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, το δικαστήριο επιδίκαζε μόνο 50.000 ευρώ. Το Εφετείο, δέχτηκε την έφεση του Α και την έφεση του Δ καθώς και τους πρόσθετους λόγους, ενώ απέρριψε την έφεση του Β για έλλειψη εννόμου συμφέροντος. 
Ερωτάται:
α. Είναι επιτρεπτή η άσκηση έφεσης κατά του Γ;
β. Παραδεκτώς ασκήθηκαν οι πρόσθετοι λόγοι από τον Δ;
γ. Είναι ορθή η κρίση του Εφετείου για την έλλειψη εννόμου συμφέροντος του Β προς άσκηση έφεσης;
δ. Θεμελιώνονται λόγοι αναίρεσης κατά της απόφασης του Εφετείου;
ε. Ο Β φοβάται ότι ο Α θα επισπεύσει εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι βάσιμη η ανησυχία του; Αν ναι, πως θα μπορούσε να αμυνθεί;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου