Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2015-2016 ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να βρείτε την απάντηση στο θέμα που έπεσε φέτος:



Τι γνωρίζετε για την απόπειρα γνησίων και μη γνήσιων εγκλημάτων παράλειψης.
Απόπειρα και γνήσια εγκλήματα παραλείψεως
Κατά κανόνα στα γνήσια εγκλήματα παραλείψεως στάδιο απόπειρας δεν είναι νοητό π.χ. στην παρασιώπηση ανεύρεσης χαμένου πράγματος του ΠΚ 376 όπου ο Α βρίσκει ένα απολωλός και οφείλει να το παραδώσει στην Αρχή μέσα σε 14 ημέρες, η  παράλειψη του να παραδώσει το πράγμα μέχρι την 14η ημέρα είναι ποινικά αδιάφορη ενώ μόλις παρέλθει η προθεσμία το έγκλημα θεωρείται τετελεσμένο. Το ίδιο ισχύει και σε άλλες περιπτώσεις όπως στην παράλειψη βεβαιώσεως ταυτότητας του ΠΚ 243, στην απείθεια του ΠΚ 169 και γενικά όποτε το γνήσιο έγκλημα παραλείψεως στοιχειοθετείται μόλις παρέλθει το ορισμένο χρονικό σημείο που τάσσει ο νόμος προς ενέργεια. Επομένως, στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις των γνησίων εγκλημάτων παραλείψεως, εκεί δηλ όπου το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο δράστης υποχρεούται να ενεργήσει, προσδιορίζεται σαφώς στο νόμο, απόπειρα δεν είναι νοητή.
·         Επομένως, κατά μια παλαιοτέρα κρατούσα άποψη, στα γνήσια εγκλήματα παραλείψεως η απόπειρα ήταν απολύτως αδύνατη διότι έλεγαν εφόσον δεν παρήλθε το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο υπόχρεος οφείλει να επιχειρήσει ορισμένη ενέργεια, υπάρχει ακόμη η νομική δυνατότητα αυτού να συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του και επομένως δεν υπάρχει αρχή εκτέλεσης, μόλις όμως παρέλθει το χρονικό αυτό σημείο, τότε πλέον το έγκλημα είναι ήδη τετελεσμένο. Π.χ. όσο κινδυνεύει κάποιος έχω περιθώριο να τον σώσω, άρα δεν πράττω αδίκως, μόλις όμως παρέλθει το χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορώ να τον σώσω (τον έσωσε άλλος ή ο παθών απεβίωσε) το έγκλημα του ΠΚ 307, είναι τετελεσμένο.
Όμως, συμβαίνει το ίδιο και στις γνήσιες παραλείψεις που έχουν κάποια διάρκεια;
Όπως π.χ. της παρασιώπησης κακουργήματος του ΠΚ 232, της παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής του ΠΚ 307,  της παράλειψης παροχής βοήθειας σε κινδυνεύοντες του ΠΚ 288 παρ. 2.  Θα μπορούσε σε αυτή την περίπτωση η απραξία του υπόχρεου να είναι ποινικά αδιάφορη; Ή το έγκλημα θεωρείται τετελεσμένο από την πρώτη στιγμή που διαπίστωσε ο υπόχρεος τον κίνδυνο ζωής ή τον σχεδιασμό του κακουργήματος. Η τελευταία άποψη έχει σήμερα πολλούς οπαδούς: σύμφωνα με αυτήν το έγκλημα είναι τετελεσμένο ακόμη και αν στη συνέχεια ο δράστης μετανιώσει και εκπληρώσει εγκαίρως την υποχρέωσή του διότι λένε αυτοί που υποστηρίζουν την άποψη αυτή, αν κάποιος τραυματίας κινδυνεύει να πεθάνει η βοήθεια πρέπει να του παρασχεθεί αμέσως.
·         Κατά άλλη άποψη, αντίθετα, απόπειρα των γνήσιων εγκλημάτων παραλείψεως είναι απεριόριστα δυνατή, όταν πρόκειται για παραλείψεις που έχουν κάποια διάρκεια ή και όταν στην αντικειμενική τους υπόσταση περιλαμβάνεται κάποιο αποτέλεσμα π.χ. ο Α πληροφορείται ότι ο Β σχεδιάζει να διαπράξει ανθρωποκτονία, η υποχρέωσή του να αναγγείλει το σχεδιαζόμενο κακούργημα στην Αρχή διαρκεί μέχρις ότου μπορεί να προληφθεί η τέλεση της πράξης ή ο θάνατος του παθόντος (ΠΚ 232), αν κατά το διάστημα αυτό το αναγγείλει, είναι δυνατή η απόπειρα του Α.
·         Κατά μία ενδιάμεση άποψη, τέλος, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ο δράστης υποχρεούται να ενεργήσει, στοιχειοθετείται μη πεπερασμένη απόπειρα, από την οποία ο παραλείπων δύναται να υπαναχωρήσει και έτσι να παραμείνει ατιμώρητος, το δε έγκλημα καθίσταται τετελεσμένο μόλις παρέλθει το χρονικό εκείνο σημείο κατά το οποίο η σωτηρία το εννόμου αγαθού δεν είναι πλέον δυνατή. Στην άποψη αυτή η αντικειμενική υπόσταση πληρούται με την πρώτη παράλειψη. Αλλά πως γίνεται να πληρούται η αντικειμενική υπόσταση και να μην έχουμε τετελεσμένο έγκλημα; Απάντηση: Η απραξία της πρώτης στιγμής δεν δημιουργεί εγκληματική εντύπωση και για αυτό δεν συνιστά παράλειψη πληρούσα την αντικειμενική υπόσταση. Όσο όμως περνά ο χρόνος τόσο περισσότερο η αδράνεια αποκτά κοινωνικό νόημα και τόσο περισσότερο γίνεται σαφές ότι ο υπόχρεος προς ενέργεια παραλείπει. Στις υπό κρίση αυτές περιπτώσεις το αξιόποινο θεμελιώνεται στην παράλειψη του δράστη και όχι στην μη αποτροπή αποτελέσματος. Η τυχόν μεταγενέστερη της παράλειψης αποτροπή της βλάβης του εννόμου αγαθού  δεν επηρεάζει την ποινική αξιολόγηση της παράλειψης  κάθε αυτήν. Η παράλειψη καθίσταται πλήρως άδικη μόλις εδραιωθεί. Π.χ. ο οδηγός Α βλέπει τον τραυματία Β να κείται αιμόφυρτος στην άσφαλτο, διστάζει όμως να του παράσχει βοήθεια, εκφράζοντας τους δισταγμούς του στον συνοδηγό του με τις λέξεις: «θα μου γεμίσει το αμάξι με αίματα». Παρόλα αυτά πείθεται και παρέχει την οφειλόμενη βοήθεια.  Εδώ, έχουμε απόπειρα, τετελεσμένο θα ήταν το έγκλημα αν η παράλειψη είχε ξεπεράσει εξωτερικά τα όρια των δισταγμών και είχε αποκτήσει εδραία και αναμφισβήτητη κοινωνική παρουσία. Μόλις η παράλειψη καταστεί αναμφισβήτητη το έγκλημα είναι πλέον τετελεσμένο, η δε τελείωσή δεν επηρεάζεται από το αν στη συνέχεια σώθηκε το έννομο αγαθό με ενέργεια τρίτων ή του δράστη. Επομένως, στα γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, είναι δυνατή απόπειρα εφόσον αυτά έχουν κάποια διάρκεια, από το χρονικό σημείο που γεννάται η υποχρέωση μέχρις ότου η παράλειψη αποκτήσει εδραία και αναμφισβήτητη κοινωνική υπόσταση.
·         Ενίοτε υποστηρίζεται η άποψη ότι στα γνήσια εγκλήματα παραλείψεως είναι δυνατή και απρόσφορη απόπειρα π.χ. ο Α νομίζει ότι ο Β που έπεσε θύμα αυτοκινητιστικού δυστυχήματος βρίσκεται σε κίνδυνο ζωής και παραλείπει να τον σώσει. Όμως ο Β είναι ήδη νεκρός. Όμως και η άποψη αυτή δεν φαίνεται να έχει θεωρητική αντοχή διότι δεν υπάρχει καν πράξη με τη μορφή παράλειψης αφού δεν υπάρχει καν ανάγκη ενέργειας.
1η άποψη: Παλαιοτέρα κρατούσα άποψη
2η άποψη:
Μεταγενέστερη άποψη
3η άποψη:
Ενδιάμεση και κρατούσα
Απολύτως αδύνατη η απόπειρα, το έγκλημα είναι τετελεσμένο μόλις παρέλθει η προθεσμία υποχρέωσης ενέργειας και ακόμα όταν ο παραλείπων εκπληρώσει εγκαίρως την υποχρέωσή του.
Απολύτως δυνατή η απόπειρα όταν πρόκειται για παραλείψεις που έχουν διάρκεια ή όταν στην αντικειμενική τους υπόσταση περιλαμβάνεται κάποιο αποτέλεσμα, μόλις παρέλθει η προθεσμία υποχρέωσης ενέργειας είναι τετελεσμένο.
Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ο δράστης υποχρεούται να ενεργήσει, στοιχειοθετείται μη πεπερασμένη απόπειρα, από την οποία ο παραλείπων δύναται να υπαναχωρήσει και να παραμείνει ατιμώρητος, το δε έγκλημα καθίσταται τετελεσμένο μόλις εδραιωθεί η παράλειψη και είναι αδύνατη η σωτηρία πλέον του εννόμου αγαθού.

Απόπειρα και μη γνήσια εγκλήματα παραλείψεως
Λιγότερα προβλήματα δημιουργεί η απόπειρα στα μη γνήσια εγκλήματα παραλείψεως καθώς αυτά είναι εγκλήματα αποτελέσματος και η αντικειμενική τους υπόσταση πληρούται μόλις επέλθει το αποτέλεσμα, το οποίο ο δράστης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει (ΠΚ 15). Επομένως, μέχρις αυτού του χρονικού σημείου η απόπειρα είναι δυνατή π.χ. η μητέρα που με πρόθεση παραλείπει να δώσει τροφή στο βρέφος της, η ζωή του οποίου τελικά σώζεται με επέμβαση τρίτων, τελεί απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως με παράλειψη. Εννοείται ότι για να υπάρξει απόπειρα θα πρέπει ο δράστης να αρχίσει την εκτέλεση του εγκλήματος δηλαδή να παραλείψει ή τουλάχιστον να αρχίσει να παραλείπει.
Πότε όμως αρχίζει να παραλείπει ο υπόχρεος να αποτρέψει το αποτέλεσμα (=πότε αρχίζει η απόπειρα αυτού);
·         Έχει υποστηριχθεί η άποψη, ότι αρχή εκτελέσεως δηλ η πληρούσα την αντικειμενική υπόσταση παράλειψη, αρχίζει κατά το χρονικό σημείο που ο υπόχρεος παραλείπει το πρώτον να ενεργήσει. Επομένως, κατά αυτήν την άποψη, η μητέρα διαπράττει απόπειρα ανθρωποκτονίας με παράλειψη από την πρώτη φορά που με ανθρωποκτόνο πρόθεση παραλείπει να δώσει τροφή στο τέκνο της.
·         Κατά άλλη άποψη, αντίθετα, για όσο χρόνο ο υπόχρεος μπορεί ακόμα να ενεργήσει, η συμπεριφορά του είναι ποινικώς αδιάφορη  και κατά την άποψη αυτή απόπειρα στοιχειοθετείται μόλις παρέλθει και το τελευταίο χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορεί να ενεργήσει ο δράστης. Έτσι, στην περίπτωση αυτή η παράλειψη της μητέρας, συντελείται το πρώτον από τη στιγμή που αυτή παύει πλέον να έχει τη δυνατότητα να δώσει τροφή στο βρέφος της επειδή επενέβησαν γείτονες ή ήρθε η αστυνομία κ.λπ.
Και οι δύο αυτές απόψεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές διότι η πρώτη οδηγεί σε αφόρητη διεύρυνση του αξιοποίνου και ποινικοποίηση του φρονήματος, αναγορεύοντας την κάθε αδράνεια σε παράλειψη πληρούσα την αντικειμενική υπόσταση ενώ η δεύτερη διότι βαρύνεται με απαράδεκτη αοριστία που δεν επιτρέπει να διακρίνουμε ακόμη και μεταξύ πεπερασμένης και μη πεπερασμένης απόπειρας αλλά και επειδή καταλήγει σε ένα ανυπόφορο έλλειμμα προστασίας που ως προς ορισμένα έννομα αγαθά πχ ζωή είναι συνταγματικώς απαράδεκτο.
Για αυτό ορθά αναζητείται μέση λύση, απαλλαγμένη από τα μειονεκτήματα των δύο προηγούμενων ακραίων απόψεων έτσι ώστε να παρέχεται εγκαίρως μεν αλλά όχι επικινδύνως νωρίς, αποτελεσματική ποινική προστασία. Εδώ αποφασιστική σημασία έχουν τα πραγματικά περιστατικά που θέτει ως βάση η θεωρία της εντύπωσης δηλ. εκείνα που επιτρέπουν να αποφανθούμε ότι η παράλειψη του υπόχρεου δεν εμφανίζεται μόνο με τη μορφή υποψίας, αλλά έχει εδραία και αναμφισβήτητη κοινωνική ύπαρξη. Ο πατέρας που αποχωρεί από το σημείο όπου κινδυνεύει ο γιος του παραλείπει ήδη από τη στιγμή αυτή οπότε και εγκαταλείπει τα πράγματα στη τύχη τους. Ο αδελφός που βλέπει τον ευρισκόμενο σε πλήρη μέθη αδελφό του να κείτεται στις γραμμές του τραίνου και τον εγκαταλείπει, έστω και αν δεν γνωρίζει πότε θα περάσει ο επόμενος συρμός.
Ωστόσο, προτείνεται το κριτήριο: αρχή εκτέλεσης υπάρχει όταν η παράλειψη επιτείνει τον κίνδυνο προσβολής του εννόμου αγαθού υπό την έννοια ότι ενώ το έννομο αγαθό κινδυνεύει, ο δράστης το παραδίδει απροστάτευτο στην περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων και έτσι επιτείνει τον κίνδυνο πρόκλησης του αποτελέσματος. Όμως, η σκέψη αυτή παρά την ορθή της βάση, δεν βοηθά στα εγκλήματα παράλειψες διότι η παράλειψη δεν έχει αιτιώδη ισχύ για αυτό θα πρέπει να δούμε τα πράγματα αντίστροφα: η απραξία του υπόχρεου αποκτά κοινωνική σημασία όταν ο δράστης δεν αποτρέπει κατάσταση επιτείνουσα στον κίνδυνο επέλευσης του αποτελέσματος, άλλως όταν ο κίνδυνος επέλευσης του αποτελέσματος έχει πλέον καταστεί σαφής και άμεσος, ο δε υπόχρεος εντούτοις δεν επιχειρεί τίποτε για να τον αποτρέψει. Π.χ. η «περίπτωση του αιμορραγούντος τραυματία»: όπου ο ασυνείδητος οδηγός τραυμάτισε εξ αμελείας πεζό και στη συνέχεια δεν τον βοηθά αποδεχόμενο το θάνατό του, τελεί απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως από τη στιγμή που η απόφασή του αυτή εξωτερικευτεί κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο, έτσι ώστε η παράλειψη να αποκτήσει εδραία κοινωνική εμφάνιση. Π.χ. η «περίπτωση της μητέρας» όπου η μητέρα δεν δίνει τροφή στο βρέφος της αρχίζει να παραλείπει δηλ. τελεί απόπειρα ανθρωποκτονίας από τη στιγμή που δεν αποτρέπει σαφή κίνδυνο ζωής του τέκνου αφού μόνο τότε η παράλειψή της αποκτά κοινωνικό νόημα παράλειψης αποτροπής κινδύνου ζωής.

1η άποψη (ακραία):
2η άποψη (ακραία):
3η άποψη (μέση λύση):

Απόπειρα υπάρχει κατά το πρώτον που ο υπόχρεος παραλείπει να ενεργήσει.
Π.χ. η μητέρα τελεί απόπειρα ανθρωποκτονίας με την πρώτη φορά που δεν δίνει τροφή στο βρέφος.
Απόπειρα στοιχειοθετείται μόλις παρέλθει και το τελευταίο χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορούσε ο υπόχρεος να ενεργήσει. Για όσο χρονικό διάστημα ο παραλείπων μπορούσε να ενεργήσει είναι ποινικώς αδιάφορο.
Π.χ. η μητέρα τελεί απόπειρα ανθρωποκτονίας μόλις οι γείτονες σώσουν το βρέφος από βέβαιο θάνατο.
 Σύμφωνα με τη θεωρία της εντύπωσης, απόπειρα υπάρχει όταν η απραξία του υπόχρεου αποκτά κοινωνική σημασία και δεν αποτρέπει κατάσταση επιτείνουσα στον κίνδυνο επέλευσης του αποτελέσματος.
Π.χ. η μητέρα τελεί απόπειρα ανθρωποκτονίας από τη στιγμή που δεν αποτρέπει σαφή κίνδυνο ζωής του τέκνου αφού μόνο τότε η παράλειψή της αποκτά κοινωνικό νόημα παράλειψης αποτροπής κινδύνου ζωής.


Βιβλιογραφία:
Μυλωνόπουλος, Χ. (2008) Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος ΙΙ, Εκδόσεις: Π.Ν. Σάκκουλας, σελ: 70-78

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου