Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 2015-2016

Στον παρακάτω σύνδεσμο θα βρείτε τη λύση του θέματος από το βιβλίο του Γεωργιάδη:



Αναγκαστικές συμβάσεις, συμβάσεις προσχωρήσεως και η ιδιωτική αυτονομία.

Η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας (ή αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης) αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συγχρόνως ένα από τα θεμέλια του ιδιωτικού δικαίου. Κυριότερη μορφή εκδήλωσής της είναι η συμβατική ελευθερία (ΑΚ 361). Η αρχή αυτή επιτάσσει, κάθε πρόσωπο να ρυθμίζει μόνο του τις περιουσιακές και προσωπικές σχέσεις του κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στην ελεύθερη βούλησή του.
Όμως, η οικονομική δραστηριότητα, ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτύξει τη δική της δυναμική με εμφανή την τάση συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης σε λίγες μεγάλες ισχυρότατες επιχειρήσεις και ως εκ τούτου δημιουργίας μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών θέσεων στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Μέσα σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον θα ήταν αυταπάτη να μιλά κανείς για συμβατική ελευθερία, αφού αυτή σε πολλές περιπτώσεις υφίσταται μόνο τυπικώς και κατά το γράμμα του νόμου, αλλά όχι ουσιαστικώς στην πράξη των συναλλακτικών σχέσεων. Οι συναλλασσόμενοι συνήθως δεν έχουν την ίδια διαπραγματευτική ισχύ και κατά συνέπεια ο ένας μπορεί να επιβάλλει στον άλλον τους δικούς του όρους, όσο επαχθείς και αν είναι αυτοί, εκμεταλλευόμενες την ανάγκη του να καταρτίσει τη σύμβαση.
Τις δικαιοπραξίες αναγκαστικής κατάρτισης τις διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες:
(α) Αναγκαστικές δικαιοπραξίες (κυρίως συμβάσεις):
Στην κατηγορία αυτή τα μέρη δεν έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν το πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου ούτε την ελευθερία να μην καταρτίσουν τη σύμβαση (π.χ. η επιβαλλόμενη από τον νόμο υποχρέωση των οργανισμών κοινής ωφέλειας να αποδέχονται αιτήσεις από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο).
Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται επίσης οι συμβάσεις, το περιεχόμενο των οποίων ρυθμίζεται από το νόμο και στις οποίες επιβάλλεται η υποχρέωση υποβολής προτάσεως προς κατάρτισης σύμβασης με δυνατότητα όμως επιλογής του αντισυμβαλλόμενου (π.χ. η υποχρέωση κατάρτισης σύμβασης για την ασφάλιση αστικής ευθύνης, που βαρύνει όλους τους κυρίους αυτοκινήτων).
Τέλος, βάσει ΑΚ 281, μπορεί να θεμελιωθεί η υποχρέωση ορισμένων επιχειρήσεων, ιδιωτικών ή κρατικών, που κατέχουν "εν τοις πράγμασοι" (de facto) μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή θέση στην αγορά, να αποδέχονται τις προτάσεις που τους υποβάλλονται για σύναψη συμβάσεων (π.χ. θα ήταν καταχρηστική η άρνηση αποδοχής πρότασης για σύναψη σύμβασης αγοράς φαρμάκων από ασθενή προς φαρμακοποιό που διατηρεί το μοναδικό στην περιοχή φαρμακείο ή η άρνηση των νόμων υφιστάμενων στην αγορά δέκα εταιρειών εμπορίας πετρελαίου να αποδεχθούν πρόταση σύναψης σύμβασης με αλυσίδα πρατηρίων, επειδή αυτά ελέγχονται από άλλους ιδιοκτήτες).
Σκοπός των περιορισμών της ελευθερίας διαπραγμάτευσης και προσδιορισμού των εν λόγω συμβάσεων είναι (α) η προστασία του ασθενέστερου συμβαλλόμενου, ο οποίος μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον άλλο συμβαλλόμενο με την ισχυρότερη διαπραγματευτική ισχύ (β) η προστασία των τρίτων, όταν η σύμβαση επηρεάζει τα συμφέροντα τρίτων και η ασφάλεια των συναλλαγών και (γ) ανάγκη προστασίας του δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος.
(β) Συμβάσεις προσχωρήσεως:
Εδώ ανήκουν εκείνες οι συμβάσεις, των οποίων οι γενικοί όροι των συναλλαγών προκαθορίζονται μονομερώς και κατά ομοιόμορφο τρόπο από τον ένα συμβαλλόμενο, κυρίως μεγάλους οργανισμούς ή οικονομικά ισχυρές επιχειρήσεις.
Το άλλο συμβαλλόμενο μέρος δεν έχει δυνατότητα να διαπραγματευτεί το περιεχόμενό τους και είτε προσχωρεί στη σύμβαση είτε δεν την καταρτίζει καθόλου.
Επειδή οι συμβάσεις αυτές ενέχουν κινδύνους εκμετάλλευσης του οικονομικά ασθενέστερου συμβαλλόμενου, υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις για την προστασία του.
Οι έννοιες της αναγκαστικής σύμβασης και της σύμβασης προσχωρήσεως είναι συμπληρωματικές.  Συνήθως ο προτείνων είναι το αδύνατο μέρος (π.χ. ο πελάτης της ΔΕΗ), το οποίο έχει δικαίωμα να συνάψει ή να μη συνάψει τη σύμβαση αλλά όχι και να διαπραγματευτεί τους όρους της, ενώ ο αποδεχόμενος είναι ο οικονομικώς ισχυρός (π.χ. κρατική επιχείρηση με μονοπωλιακή θέση) που δεν μπορεί μεν να αρνηθεί την πρόταση για σύναψη της σύμβασης αλλά καθορίζει μόνος του τους όρους της. Επιτυγχάνεται έτσι, κατά το δυνατόν, "ισορροπία" μεταξύ των άνισων οικονομικώς συμβαλλομένων.


Βιβλιογραφία:
Γεωργιάδης, Γ. (2012) Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. Εκδόσεις Σάκκουλας σελ. 15, 401, 469-471

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου