Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

ΑΚ 78-106 ΣΩΜΑΤΕΙΟ & ΑΚ 107 ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΣΩΜΑΤΕΙΟ

ΓΙΑ PDF ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ



Έννοια σωματείου & στοιχεία (ΑΚ 78)
Σωματείο καλείται ένωση τουλάχιστον 20 προσώπων η οποία επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό και έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα κατά τους όρους του νόμου (ΑΚ 78).
Από τον ορισμό προκύπτουν τα τρία ουσιώδη στοιχεία του σωματείου:
·         Η ένωση προσώπων: μπορούν να συμπράξουν όχι μόνο φυσικά αλλά και νομικά πρόσωπα.
·         Μη κερδοσκοπικός σκοπός: κερδοσκοπικός είναι ο σκοπός που αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους, το σωματείο όμως δεν επιτρέπεται να έχει ως κύρια επιδίωξη οικονομικών ωφελημάτων από τις δραστηριότητές του, όμως η εκμετάλλευση της περιουσίας του σωματείου για την εξυπηρέτηση του σκοπού του δεν καθιστά το σωματείο κερδοσκοπικό. Το σωματείο μπορεί συνεπώς να επιδιώκει κάθε άλλο σκοπό όπως ψυχαγωγικό, επιστημονικό, αθλητικό, μορφωτικό, φιλανθρωπικό, όχι όμως παράνομο (ΑΚ 174) ή ανήθικο (ΑΚ 178).
·         Η νομική προσωπικότητα: το σωματείο αποκτά νομική προσωπικότητα όταν συντρέχουν όλες από τον προβλεπόμενες από το νόμο προϋποθέσεις.

Σύσταση σωματείου (ΑΚ 78-85)
Βήμα 1: Απαιτείται η ένωση προσώπων τουλάχιστον 20 προσώπων
Για τη σύσταση απαιτούνται τουλάχιστον 20 πρόσωπα με πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, τα οποία θα υπογράψουν τη συστατική πράξη και το καταστατικό.
Γίνεται δεκτή και η υπογραφή δικαιοπρακτικά ανίκανων χωρίς να θίγεται το κύρος της συστατικής πράξης ή του καταστατικού εφόσον τα δικαιοπρακτικά ικανά πρόσωπα είναι τουλάχιστον 20.
Βήμα 2: Υπογραφή συστατικής πράξης και καταστατικού
Και οι δύο νομικές πράξεις (συστατική πράξη και καταστατικό) μπορούν να ενωθούν σε ένα έγγραφο και   συντάσσεται εγγράφως (ΑΚ 63). Η συστατική πράξη περιέχει τις δηλώσεις βουλήσεως των ιδρυτών για να καταστεί η ένωση προσώπων σωματείο και το καταστατικό περιέχει τους κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας του σωματείου και τα στοιχεία που το εξατομικεύουν, υπογράφεται από όλα τα μέλη και είναι χρονολογημένο (ΑΚ 79).
Για να είναι έγκυρο το καταστατικό (ΑΚ 80) πρέπει να ορίζει (α) τον σκοπό, επωνυμία και έδρα σωματείου (β) τους όρους εισόδου, αποχώρησης και αποβολής μελών καθώς δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών (γ) τους πόρους του σωματείου (δ) τον τρόπο της δικαστικής και εξώδικης αντιπροσώπευσης του σωματείου (ε) τα όργανα της διοίκησης, με τι όρους διοικούν και πως παύονται αυτά (στ) τους όρους που συγκαλείται, συνεδριάζει & αποφασίζει η συνέλευση των μελών (ζ) τους όρους για την τροποποίηση του καταστατικού και (η) τους όρους για τη διάλυση του σωματείου.
Βήμα 3: Υποβολή αίτησης στο Ειρηνοδικείο της έδρας του σωματείου για εγγραφή στα Μητρώα
Μετά την κατάρτιση της συστατικής πράξης και καταστατικού πρέπει να υποβληθεί αίτηση στο ειρηνοδικείο της έδρας του σωματείου για την εγγραφή του στο βιβλίο σωματείων. Την αίτηση υποβάλλουν οι ιδρυτές ή η διοίκηση (ΑΚ 79). Στην αίτηση επισυνάπτονται η συστατική πράξη, το καταστατικό και έγγραφο με τα ονόματα των μελών της διοίκησης.
Βήμα 4: Έλεγχος νομιμότητας από δικαστήριο
Το δικαστήριο ελέγχει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των ΑΚ 78-80 (έλεγχος νομιμότητας) και κυρίως αν ο σκοπός είναι σαφής, μη κερδοσκοπικός, νόμιμος, μη αντίθετος στα χρηστά ήθη και αν το καταστατικό περιέχει τα στοιχεία της ΑΚ 80.
Αποκλείεται όμως ο έλεγχος σκοπιμότητας διότι αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι.
Ελέγχεται επίσης αν το δικαίωμα ιδρύσεως σωματείου ασκείται καταχρηστικώς  πχ ο σκοπός της ιδρύσεως δεύτερου συνδικαλιστικού σωματείο στο ίδιο εργοστάσιο.
Αν δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, η αίτηση απορρίπτεται από το δικαστήριο. Το σωματείο δύναται να ασκήσει ανακοπή (ΑΚ 82 εδ α).
Βήμα 5: Δημοσίευση & εγγραφή στο βιβλίο σωαμτείων
Μόλις γίνει δεκτή η αίτηση από το δικαστήριο διατάσσεται η δημοσίευση στον Τύπο περίληψης του καταστατικού που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία της ΑΚ 80 και εγγραφή του σωματείου στο βιβλίο σωματείων (ΑΚ 81) η οποία περιλαμβάνει όνομα, έδρα σωματείου, χρονολογία καταστατικού, μέλη διοίκησης και όρους που την περιορίζουν.
Την δεκτή αίτηση έχουν δικαίωμα να ανακόψουν ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν σχετικής αίτησης και κάθε τρίτος που θεμελιώνει έννομο συμφέρον (ΑΚ 82 εδ β).
Στο βιβλίο σωματείων εγγράφεται επίσης κάθε τροποποίηση του καταστατικού (ΑΚ 84) καθώς και η διάλυσή του (ΑΚ 85).

Η ιδιότητα του μέλους (ΑΚ 86-91)
Μέλη του σωματείου
Μέλη του σωματείου μπορούν να είναι φυσικά και νομικά πρόσωπα. Από την ίδρυσή του το σωματείο αριθμεί τουλάχιστον 20 μέλη (ΑΚ 78=ιδρυτικά μέλη) ενώ άλλα πρόσωπα μπορούν να καταστούν μέλη και μετά την ίδρυση του σωματείου (ΑΚ 86=νέα μέλη).
Το μέλος από την κτήση της ιδιότητάς του συνδέεται με το σωματείο με έννομη σχέση από την οποία πηγάζουν αμοιβαίως δικαιώματα και υποχρεώσεις.  Η ιδιότητα του μέλους είναι καταρχήν προσωποπαγής δηλαδή δεν επιδέχεται αντιπροσώπευση, δεν μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται εκτός αν το καταστατικό προβλέπει διαφορετικά (ΑΚ 91=κανόνας ενδοτικού δικαίου).  Ο προσωποπαγής χαρακτήρας της ιδιότητας του μέλους έχει ακόμη ως συνέπεια ότι η άσκηση των δικαιωμάτων του μέλους δεν μπορεί να ανατεθεί ή να εξαρτηθεί από τη βούληση άλλου προσώπου. Τέλος, η συμμετοχή στο σωματείο δημιουργεί υποχρεώσεις πίστης, καθώς η έννομη σχέση με το σωματείο χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της εμπιστοσύνης.
Είσοδος νέου μέλους
 Εκτός από τα ιδρυτικά είναι δυνατόν να εισέρχονται στο σωματείο και νέα μέλη τα οποία έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Για την είσοδο νέων μελών η ΑΚ 86 προβλέπει ότι αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά η είσοδος νέων μελών επιτρέπεται πάντοτε. Άρα κάθε πρόσωπο είναι ελεύθερο να εγγραφεί ή όχι σε οποιοδήποτε αν το επιθυμεί όμως και το σωματείο μπορεί να θέσει και περιορισμούς εγγραφής νέων μελών πχ ιδιότητες, προσόντα, να δέχεται με ή χωρίς προϋποθέσεις ή να απαγορεύει τελείως την είσοδο νέων μελών (αυτό βέβαια απαγορεύεται αν το σωματείο έχει από το νόμο μονοπωλιακή θέση).
Επίσης μπορεί να προκύψει περιορισμός και από τον σκοπό του σωματείου πχ μη εγγραφή σε σωματείο παλαιών πολεμιστών ατόμων που δεν έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.
Συμπερασματικά, καταρχήν καθένας μπορεί να γίνει μέλος σωματείου, αν όμως το καταστατικό έχει προβλέψει ρητώς την ιδιότητα του μέλους τότε μόνο όσοι πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να απαιτήσει την εγγραφή του σε αυτό, το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η συμμετοχή στο σωματείο έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την οικονομική ή επαγγελματική ζωή του υποψηφίου μέλους πχ συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Σε περίπτωση που το σωματείο απορρίψει την αίτηση το υποψήφιο μέλος μπορεί να ζητήσει την καταδίκη του σωματείου σε δήλωση βούλησης (ΚΠολΔ 949) με περιεχόμενο την αποδοχή της αίτησης.

Δικαιώματα και υποχρεώσεις μελών
Από την έννομη σχέση του μέλους με το σωματείο πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις που καθορίζονται στο καταστατικό (ΑΚ 80 παρ. 2). Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μελών είναι είτε προσωπικής είτε περιουσιακής φύσης. Τέτοια δικαιώματα είναι:
·         Το δικαίωμα συμμετοχής στη λειτουργία και διοίκηση του σωματείου
·         Το δικαίωμα απόλαυσης των ωφελημάτων
·         Το δικαίωμα χρήσης των εγκαταστάσεων κ.λπ.
Αντίστοιχα υποχρεώσεις είναι:
·         Η υποχρέωση συμμετοχής στη λειτουργία του σωματείου ιδίως στη συνέλευση
·         Η υποχρέωση καταβολής εισφοράς (ΑΚ 90 παρ. 2)
Οι υποχρεώσεις αυξάνονται με απόφαση της συνέλευσης των μελών. Το μέλος που δεν θέλει να υποβληθεί στις υποχρεώσεις μπορεί μόνο να παραιτηθεί από το σωματείο. Σύμφωνα με την ΑΚ 89  τα μέλη του σωματείου είναι ισότιμα (αρχή της ισότητας). Ιδιαίτερα δικαιώματα υπέρ ορισμένων μελών είναι δυνατό να απονέμονται μόνο από το καταστατικό, καθώς και μετά από απόφαση όλων των μελών του σωματείου (ΑΚ 89 εδ β – διάταξη αναγκαστικού δικαίου) εφόσον βέβαια δεν υπάρχει αντίθεση προς τα χρηστά ήθη ή προς το πνεύμα της έννομης τάξης.
Τέλος, το σωματείο έχει πειθαρχική εξουσία επί των μελών του (ΑΚ 88), η βαρύτερη μορφή της οποίας είναι η εξουσία αποβολής του μέλους. Άλλα πειθαρχικά μέτρα είναι η επίπληξη, η επιβολή προστίμου, η προσωρινή αποβολή κ.λπ. Συνήθως τα θέματα πειθαρχικής εξουσίας ρυθμίζονται στο καταστατικό.  Σε κάθε περίπτωση η επιβαλλόμενη ποινή πρέπει να είναι ανάλογη με το παράπτωμα και ελέγχεται με βάση την ΑΚ 281 (καταδίκη σε δήλωση βούλησης), πριν από την έκδοση της απόφασης από το αρμόδιο όργανο πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στο μέλος να υπερασπισθεί τον εαυτό του και η απόφαση να είναι αιτιολογημένη έτσι ώστε το δικαστήριο να μπορεί να ελέγξει την ορθότητά της.
Απώλεια ιδιότητας  (ΑΚ 87)
Η ιδιότητα του μέλους παύει με την απώλειά της. Οι λόγοι απώλειας μπορεί να είναι:
·         Γενικοί: θάνατος μέλους, διάλυση σωματείου
·         Ειδικοί: (προβλέπονται στον ΑΚ) αποχώρηση και αποβολή
Αποχώρηση μέλους από το σωματείο είναι ελεύθερη (ΑΚ 87 εδ α & Σ 12 παρ. 1) ως αρνητική εκδήλωση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι. Συντελείται με μονομερή απευθυντέα προς το σωματείο δήλωση βουλήσεως, ρητή ή σιωπηρή, ενώ δεν απαιτείται αποδοχή της από αυτό.  Ο μόνος περιορισμός που θέτει η ΑΚ 87-αναγκαστικού δικαίου είναι ότι η αποχώρηση πρέπει να γνωστοποιείται στο σωματείο τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη του λογιστικού έτους και ότι για το διάστημα από τη γνωστοποίηση μέχρι τη λήξη του λογιστικού έτους το μέλος διατηρεί την ιδιότητά του (ΑΚ 87 εδ β). Ο περιορισμός δεν ισχύει αν η αποχώρηση οφείλεται σε σπουδαίο λόγο.  Το καταστατικό μπορεί να ορίζει τους όρους αποχώρησης του μέλους. Με την αποχώρηση του μέλους παύει να ισχύει η έννομη σχέση μεταξύ σωματείου και μέλους για το μέλλον, επίσης παύει η υποχρέωση καταβολής εισφορών ακόμη και αυτών που η πληρωμή τους καθορίστηκε πριν από την αποχώρηση αλλά κατέστη ληξιπρόθεσμη μετά από αυτή.
Αποβολή μέλους γίνεται είτε για λόγους που προβλέπονται στο καταστατικό είτε για σπουδαίο λόγο π.χ. σοβαρή παράβαση σωματειακών υποχρεώσεων (ΑΚ 88 παρ. 1).
Στην πρώτη περίπτωση το καταστατικό προβλέπει τους λόγους, τη διαδικασία και το όργανο που είναι αρμόδιο για να αποφασίσει την αποβολή του μέλους.
Στη δεύτερη περίπτωση δηλαδή της αποβολής μέλους για σπουδαίο λόγο, αποκλειστικώς αρμόδια για την αποβολή του είναι η συνέλευση των μελών έτσι ώστε να παρέχονται επιπλέον εγγυήσεις προς το υπό αποβολή μέλος.
Και στις δύο περιπτώσεις το μέλος πρέπει να λάβει γνώση της αποβολής και να κληθεί προηγουμένως σε απολογία, ακόμη και αν η διαδικασία αυτή δεν προβλέπεται στο καταστατικό (ΑΚ 281, 288 & Σ 20). Η γνωστοποίηση μπορεί να γίνει με κάθε πρόσφορο μέσο χωρίς να χρειάζεται να κοινοποιηθεί η απόφαση περί αποβολής. Εάν δεν τηρηθεί η διαδικασία αυτή, η απόφαση πάσχει από ακυρότητα.
Το μέλος έχει δικαίωμα εντός αποσβεστικής προθεσμίας δύο μηνών από τη γνωστοποίηση της απόφασης να προσφύγει κατά της απόφασης αποβολής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αν η απόφαση αντίκειται στο καταστατικό ή δεν συνέτρεχε σπουδαίος λόγος (ΑΚ 88 παρ. 2). Το δικαστήριο εξετάζει όχι μόνο την τυπική νομιμότητα της απόφασης αλλά και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων που επέβαλαν την αποβολή.

 Τα όργανα του σωματείου (ΑΚ 92-102)
Όργανα του σωματείου  είναι η διοίκηση, η συνέλευση των μελών και τυχόν άλλα όργανα που προβλέπονται από το καταστατικό όπως πχ το πειθαρχικό συμβούλιο (βλ. ΑΚ 68 παρ. 1 εδ β).
Η διοίκηση
Η διοίκηση αφενός εκπροσωπεί το σωματείο στις σχέσεις του προς τα έξω και αφετέρου εκτελεί τις αποφάσεις της συνέλευσης των μελών και γενικά επιμελείται τις υποθέσεις του σωματείου  προς τα έσω.
Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει άλλο όργανο για ορισμένες αρμοδιότητες και να περιορίζει την εξουσία της διοίκησης.
Κρίσιμο για την προστασία των τρίτων είναι το περιεχόμενο του καταστατικό, παρά το γεγονός ότι η συνέλευση ως ανώτατο όργανο έχει το τεκμήριο της αρμοδιότητας. Επομένως, αν η διοίκηση συνάψει σύμβαση με τρίτων παρά την αντίθετη άποψη της συνέλευσης, για θέμα που βάσει καταστατικό εντάσσεται στις αρμοδιότητες της διοίκησης τότε η σύμβαση είναι καθόλα έγκυρη και δεσμεύει το σωματείο έναντι των τρίτων αλλά δημιουργεί και ευθύνη των μελών της διοίκησης έναντι του νομικού προσώπου.
Για τη διοίκηση ισχύουν οι γενικές διατάξεις για τη διοίκηση του ΝΠ (ΑΚ 65-71) με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων του ΑΚ για τη διοίκηση των σωματείων.
Η διοίκηση αποτελείται από μέλη του σωματείου εκτός αν το καταστατικό έχει ορίσει διαφορετικά (ΑΚ 92). Τα μέλη της διοίκησης πρέπει να έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και να είναι έλληνες πολίτες. Η διοίκηση εκλέγεται από την συνέλευση των μελών (ΑΚ 93 εδ β) και η θητεία της αρχίζει από τη συγκρότηση σε σώμα αφού έχει λήξει η θητεία της προηγούμενης διοίκησης.
Σε περίπτωση απόφασης της διοίκησης η οποία αντίκειται στο νόμο ή πάσχει από ελάττωμα κρατεί στη νομολογία η άποψη ότι εφαρμόζεται αναλόγως η ΑΚ 101 σχετικά με την κήρυξη από το δικαστήριο της ακυρότητας απόφασης της γενικής συνέλευσης. Η άποψη όμως αυτή δεν είναι ορθή διότι δεν συντρέχει περίπτωση ανάλογης εφαρμογής της παραπάνω διάταξης.
Η διοίκηση του σωματείου ευθύνεται απέναντι σε αυτό για κάθε ζημιά που του προκαλεί από υπαιτιότητά της. Σε πολυμελή διοίκηση δεν ευθύνονται τα μέλη της  που διαφώνησαν στην ληφθείσα απόφαση. Τέλος είναι δυνατή η απαλλαγή της διοίκησης από τις ευθύνες της με απόφαση της συνέλευσης.
Η διοίκηση παύει: όταν λήγει η θητεία της με απόφαση της συνέλευσης των μελών (ΑΚ 94 εδ α), με τη διάλυση του σωματείου, με έκπτωση από την εποπτεύουσα αρχή για λόγο που προβλέπεται στο καταστατικό (ΑΚ 80) με διορισμό προσωρινής διοίκησης όταν το καταστατικό δεν προβλέπει διαδικασία αναπλήρωσης μελών της διοίκησης (ΑΚ 69)  και τέλος για πραγματικούς λόγους (παραίτηση, θάνατος κ.λπ.).
Η συνέλευση
Συνέλευση των μελών είναι το σύνολο των μελών του σωματείου οργανωμένων σε σώμα:
·         Αρμοδιότητα: Η συνέλευση έχει το τεκμήριο αρμοδιότητας, αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου και αποφασίζει για κάθε υπόθεσή του που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου (ΑΚ 93 εδ α). Ειδικότερα η συνέλευση, εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, εκλέγει τα πρόσωπα της διοίκησης, αποφασίζει για είσοδο και αποβολή μέλους, εγκρίνει ισολογισμό, αποφασίζει για μεταβολή σκοπού σωματείου, για τροποποίηση καταστατικού και για τη διάλυση του σωματείου (ΑΚ 93 εδ β). Όπως προκύπτει από ΑΚ 99 & 100 τις τελευταίες τρεις αρμοδιότητες τις ασκεί αποκλειστικά η συνέλευση. Επίσης ασκεί την εποπτεία των οργάνων της διοίκησης  και δικαιούται να παύει οποτεδήποτε (ΑΚ 94 εδ α), το δικαίωμα της παύσης δεν περιορίζεται από το καταστατικό εφόσον υπαγορεύεται από σπουδαίους λόγους, ιδίως εξαιτίας παράβασης των καθηκόντων τους ή ανικανότητας για τακτική διαχείριση (ΑΚ 94 εδ β). Δεν εκπροσωπεί το σωματείο σε τρίτους εκτός αν υπάρχει κενό στο καταστατικό το οποίο θα καλυφθεί με το τεκμήριο της αρμοδιότητας της συνέλευσης. Πάντως η συνέλευση δεν μπορεί να υπεισέρχεται ή να οικειοποιείται αρμοδιότητες άλλων οργάνων, αν το καταστατικό λέει ότι μια υπόθεση ανήκει στη διοίκηση τότε η αρμοδιότητα αυτή δεν αφαιρείται με την επίκληση της ΑΚ 93 εδ α.
·         Σύγκληση και συγκρότηση: Για να συγκροτηθεί η συνέλευση των μελών σε σώμα πρέπει πρώτα να συγκληθεί. Αρμόδια για τη σύγκληση είναι η διοίκηση του σωματείου (ΑΚ 95). Αλλά και ορισμένος αριθμός μελών  (1/5) του σωματείου μπορεί να προκαλέσει τη σύγκληση της συνέλευσης με έγγραφή αίτησή του στη διοίκηση (ΑΚ 96 παρ. 1). Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να τη συγκαλέσει χωρίς να ελέγξει τη σπουδαιότητα των προς συζήτηση θεμάτων, αν δεν το κάνει σε εύλογο χρόνο το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του σωματείου έχει τη διακριτική ευχέρεια να εξουσιοδοτήσει τους αιτούντες να συγκαλέσουν αυτοί τη συνέλευση. Η πρόσκληση μπορεί να γίνει γραπτώς, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με ταχυδρομείο ή να δημοσιευθεί στην εφημερίδα. Αν η συνέλευση δεν συγκληθεί νομίμως οι αποφάσεις που λαμβάνονται πάσχουν από ακυρότητα.
·         Λήψη αποφάσεων: Οι αποφάσεις της συνέλευσης λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών (ΑΚ 97 παρ. 1 εδ α) εκτός αν ο νόμος ή το καταστατικό προβλέπει αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Από τη διάταξη συνάγεται ότι για τον σχηματισμό απαρτίας αρκεί η παρουσία οσωνδήποτε μελών και ότι για τη λήψη μιας απόφασης απαιτείται να συγκεντρώνεται υπέρ αυτής το ½ πλέον ενός των παρόντων μελών, εκτός αν ισχύει διαφορετική ρύθμιση (πχ για την παροχή ιδιαίτερων δικαιωμάτων απαιτείται συμφωνία όλων των μελών σύμφωνα με την ΑΚ 89, για τη μεταβολή του σκοπού απαιτείται συναίνεση όλων των μελών σύμφωνα με την ΑΚ 100, για την τροποποίηση καταστατική ή διάλυση σωματείου απαιτείται απαρτία των μισών τουλάχιστον μελών και πλειοψηφία ¾ των παρόντων σύμφωνα με την ΑΚ 99).
·         Νομική φύση απόφασης: Η απόφαση της συνέλευσης είναι μια πολυμερή δικαιοπραξία η οποία απαιτεί τη σύμπραξη περισσότερων προσώπων και η οποία δεσμεύει όλα τα μέλη του σωματείου, ακόμη και αυτά που δεν μετείχαν στην απόφαση ή μετείχαν και διατύπωσαν αντίθετη γνώμη. Δεσμεύει ακόμα και τα πρόσωπα που έγιναν μέλη μετά τη λήψη της απόφασης.
·         Ελαττωματικές αποφάσεις: Η παροχή ψήφου αποτελεί δήλωση βουλήσεως για την ποία απαιτείται δικαιοπρακτική βούληση και η οποία μπορεί να ακυρωθεί για πλάνη, απάτη και απειλή. Η ακυρότητα ή ακυρωσία της ψήφου μπορεί να έχει επίδραση και στην απόφαση για τη λήψη της οποίας υπολογίστηκε η άκυρη ψήφος. Αν η ελαττωματική ψήφος ήταν αποφασιστική για τον σχηματισμό της αναγκαίας πλειοψηφίας η απόφαση είναι άκυρη. Το ίδιο ισχύει αν ψήφισε μέλος σε απόφαση που αφορά επιχείρηση δικαιοπραξίας ή την έγερση ή κατάργηση δίκης μεταξύ σωματείου και μέλους ή της συζύγου ή συγγενούς του εξ αίματος μέχρι τρίτου βαθμού (ΑΚ 98). Άκυρη είναι η απόφαση για θέμα που δεν υπήρχε στην ημερησία διάταξη (ΑΚ 97 παρ. 1 εδ β). Σύμφωνα με ΑΚ 101 απόφαση της συνέλευσης είναι άκυρη αν αντιβαίνει στον νόμο ή στο καταστατικό, και την ακυρότητα κηρύσσει το δικαστήριο. Δεν επέρχεται ακυρότητα αν η παράβαση του νόμου ή του καταστατικού δεν επηρεάζει τη σχηματισθείσα πλειοψηφία. Στην ουσία δεν πρόκειται για ακυρότητα αλλά για ακυρωσία αφού απαιτείται η έγερση αγωγής. Αν όμως η απόφαση πάσχει από ακυρότητα για γενικούς λόγους ακυρότητας όλων των δικαιοπραξιών τότε η απόφαση είναι αυτοδίκαιως άκυρη κατά την ΑΚ 180. Αν τέλος, λείπει κάποιο ουσιώδες στοιχείο για την ίδια την ύπαρξη της απόφασης τότε αυτή είναι ανυπόστατη δηλαδή δεν υπάρχει καν.


Διάλυση του σωματείου (ΑΚ 103-106)
Κατά τον ΑΚ η διάλυση του σωματείου μπορεί να επέλθει με 3 τρόπους:
·         Απόφαση συνέλευσης των μελών: η οποία λαμβάνεται οποτεδήποτε με την απαρτία και την πλειοψηφία της ΑΚ 99 (ΑΚ 103).  Ο τρόπος αυτός καλείται και αυτοδιάλυση.  Πρόκειται για αποκλειστική αρμοδιότητα της συνέλευσης.
·         Αυτοδίκαιη λύση: Αυτοδικαίως διαλύεται το σωματείο όταν αυτό προβλέπεται από το καταστατικό του πχ λήξη διάρκειας σωματείου ή όταν τα μέλη μείνουν λιγότερα από 10 (ΑΚ 104). Η επίτευξη του σκοπού δεν συνιστά λόγο αυτοδίκαιης διάλυσης του σωματείου.
·         Δικαστική απόφαση: το σωματείο διαλύεται με τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου στο οποίο έχει την έδρα του  μετά από αίτηση της διοίκησης του σωματείου ή του 1/5 των μελών του ή της εποπτεύουσας αρχής για τους λόγους που προβλέπει περιοριστικώς ο νόμος (ΑΚ 105). Άλλο πρόσωπο δε νομιμοποιείται να υποβάλλει αίτηση για διάλυση αλλά έχει την ευχέρεια να ζητήσει από την εποπτεύουσα αρχή να κινήσει τη σχετική διαδικασία.
Ειδικότερα η ΑΚ 105 προβλέπει ότι το σωματείο διαλύεται: (α) εφόσον μειώθηκε ο αριθμός των μελών ή από άλλη αιτία είναι αδύνατο να αναδειχθεί διοίκηση ή γενικά να εξακολουθεί να λειτουργεί το σωματείο σύμφωνα με καταστατικό (β) αν ο σκοπός του σωματείου εκπληρώθηκε ή αν από τη μακρόχρονη αδράνεια συνάγεται ότι ο σκοπός του έχει οριστικά εγκαταλειφθεί, η εγκατάλειψη του σκοπού δεν χρειάζεται να οφείλεται σε υπαιτιότητα του σωματείου ή της διοίκησης αλλά αρκούν και αντικειμενικοί λόγοι (γ) αν το σωματείο επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από εκείνο που καθορίζει το καταστατικό ή αν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου έχουν καταστεί παράνομοι ή ανήθικοι ή αντίθετοι στη δημόσια τάξη.
Μετά τη διάλυση παύει η ιδιότητα των μελών του σωματείου, καταργούνται τα όργανά του και το σωματείο περνά στο στάδιο της εκκαθάρισης η οποία διέπεται από τις ΑΚ 72 επ. Ειδικά η περιουσία που απέμεινε μετά την εκκαθάριση δεν διανέμεται στα μέλη του σωματείου (ΑΚ 106) αλλά αν το καταστατικό δεν προβλέπει τον τρόπο διάθεσης της περιουσίας αυτή περιέρχεται στο δημόσιο (ΑΚ 77).

Ενώσεις προσώπων που δεν αποτελούν σωματείο (ΑΚ 107)
Έννοια
Οι ενώσεις προσώπων που δεν αποτελούν σωματείο προβλέπονται από την ΑΚ 107. Πρόκειται για ενώσεις που έχουν ως αντικείμενο την ανάπτυξη ορισμένης κοινής δραστηριότητας για την επίτευξη κάποιου σκοπού.
Τέτοιες ενώσεις μπορούν να είναι αυτές που έχουν κερδοσκοπικό σκοπό, αυτές που έχουν λιγότερα από 20 μέλη ή και αυτές που πληρούν μεν τις προϋποθέσεις του νόμου για τη σύσταση του σωματείου αλλά τα μέλη τους για διάφορους λόγους δεν επιθυμούν η ένωσή τους να λάβει τη μορφή του σωματείου. Οι περισσότερες από αυτές έχουν σωματειακό χαρακτήρα δηλαδή η ταυτότητα των μελών είναι αδιάφορη σε αντίθεση με την αστική εταιρεία όπου η μεταβολή των προσώπων επιδρά στην υπόσταση της ενώσεως όπως πχ προκύπτει και από τις ΑΚ 760, 761, 773, 774, 775.
Σύσταση
Η ένωση προσώπων συνιστάται με άτυπη (ΑΚ 158) δικαιοπραξία των μελών, η οποία περιλαμβάνει τις δηλώσεις βουλήσεως των μελών για τη σύσταση της ενώσεως και τη συμφωνία τους για επιδίωξη του σκοπού της ένωσης, που πρέπει να είναι νόμιμος και να μην αντίκειται στα χρηστά ήθη. Κατά τη σύστασή της είναι δυνατό να προβλεφθεί και κανονισμός λειτουργίας της ή καταστατικό.
Απόκτηση νομικής προσωπικότητας
Η ένωση προσώπων μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα υπό τις εξής προϋποθέσεις:
·         Εάν επιδιώκει οικονομικό σκοπό και τηρηθούν οι όροι δημοσιότητας που ο νόμος τάσσει για τις ΟΕ (ΑΚ 784 εδ α).
·         Εάν επιδιώκει όχι απλώς οικονομικό με ευρεία έννοια αλλά εμπορικό σκοπό εφόσον τηρηθούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπει ο νόμος για τη σύσταση προσωπικών εταιρειών (ΕμπΝ 42-44).
·         Εάν επιδιώκει απλώς οικονομικό σκοπό πχ επαγγελματική ένωση για διασφάλιση και προαγωγή των συμφερόντων των μελών της ή δεν είναι οικονομικός (μορφωτικός, φιλανθρωπικός κ.λπ.) εφόσον τηρηθούν οι όροι για τη σύσταση σωματείου (ΑΚ 78-83).


Διοίκηση
Η διοίκηση της ένωσης ασκείται από όλα τα μέλη τα οποία αποφασίζουν κατά πλειοψηφία εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά – ορίζονται διαχειριστές - (ΑΚ 748) οπότε τα μέλη αποκλείονται από τη διοίκηση (ΑΚ 749). Τα μέλη ή οι διαχειριστές δεν εκφράζουν τη βούληση της ένωσης αφού αυτή δεν έχει νομική προσωπικότητα αλλά τη βούληση των μελών της.
Η ένωση δεν έχει δική της περιουσία αλλά η περιουσία ανήκει σε όλα τα μέλη κατά τον λόγο της συμμετοχής του καθενός. Η συμμετοχή αν δεν έχει προβλεφθεί είναι ίση για όλα τα μέλη (ΑΚ 758).
Τα μέλη ευθύνονται κατά τον λόγο της συμμετοχής τους στην ένωση για τα χρέη της (ΑΚ 759) –κατά την κρατούσα άποψη- εις ολόκληρος και με την προσωπική τους περιουσία αλλά μόνο μέχρι το ποσό συμμετοχής τους και όχι απεριορίστως.
Η ένωση προσώπων  δεν έχει νομική προσωπικότητα δηλαδή δεν μπορεί να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Παρόλα αυτά έχει ικανότητα να είναι διάδικος (ΚΠολΔ 62 παρ. 2) και ικανότητα δικαστικής παράστασης (ΚΠολΔ 64 παρ. 3).
Διάλυση
Η ένωση διαλύεται με τους τρόπους που διαλύεται και το σωματείο, οι σχετικές διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως. Επομένως, η ένωση μπορεί να λυθεί:
·         Με τη λήψη σχετικής απόφασης από όλα τα μέλη της (εκούσια διάλυση ή αυτοδιάλυση)
·         Αυτοδίκαια στις περιπτώσεις που το προβλέπει το καταστατικό της.
·         Με την πάροδο του χρόνου για τον οποίο είχε συσταθεί (ΑΚ 765).
·         Με την πραγματοποίηση ή αδυναμία του σκοπού της (ΑΚ 772).
·         Η παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού της εφόσον εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.
·         Η εξέλιξη του σκοπού της σε ανήθικο και εφόσον εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση.

Πηγή:

Αστικό Δίκαιο Γενικές Αρχές, Α. Γεωργιάδης, Αθήνα 2012, σελ. 214-238 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου