Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Α ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΚΑΛΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ!!!)


Ερωτήσεις πρακτικών
 Αστικού Δικαίου Γενικών Αρχών
Απαντήσεις
1
(τύπος δικαιοπραξίας)
Ο Α πώλησε  και μεταβίβασε στον Β  ένα πίνακα μεγάλης αξίας με ιδιωτικό έγγραφο.
Πόσες δικαιοπραξίες έχουμε; Είναι άκυρες ή έγκυρες και γιατί;

Έχουμε την ενοχική - υποσχετική σύμβαση της πώλησης (ΑΚ 513) και την εμπράγματη - εκποιητική σύμβαση της μεταβίβασης της κυριότητας του κινητού πράγματος (ΑΚ 1034). Επειδή το πράγμα είναι κινητό, δεν απαιτείται ορισμένος συστατικός τύπος (158 ΑΚ) παρά μόνο η παράδοση αυτού από τον πωλητή στον αγοραστή, το ιδιωτικό συμφωνητικό στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί εκούσιο τύπο που συντάχθηκε με τη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, συνεπώς οι ανωτέρω δικαιοπραξίες είναι καθόλα έγκυρες.

2
(τύπος δικαιοπραξίας)
Ο Α πώλησε και μεταβίβασε στον Β ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας με ιδιωτικό συμφωνητικό. Είναι έγκυρες ή άκυρες οι δικαιοπραξίες της πώλησης και της μεταβίβασης της κυριότητας; Απέκτησε κυριότητα ο Β;

Γενικά στις συναλλαγές ισχύει η αρχή του ατύπου (158 ΑΚ) όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513, 369 & 1033 ΑΚ για να είναι έγκυρη η ενοχική σύμβαση της πώλησης και η εμπράγματη σύμβαση της μεταβίβασης της κυριότητας, πρέπει να περιβληθούν τον νόμιμο συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου (159 παρ. 1 ΑΚ). 
Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά οι Α και Β κατάρτισαν τις συμβάσεις αυτές με ιδιωτικό έγγραφο και σύμφωνα με το συνδυασμό των διατάξεων 159 παρ. 1 ΑΚ και 180 ΑΚ είναι άκυρες και δεν παράχθηκε καμία έννομη συνέπεια και για το λόγο αυτό ο Β δεν απέκτησε την κυριότητα του διαμερίσματος.


3
(προσύμφωνο)
Ο Α συμφώνησε να πωλήσει και να μεταβιβάσει στον Β ένα διαμέρισμα σε δύο μήνες, όταν θα μπορέσει να βρίσκεται Αθήνα.
Ποιος είναι ο νομικός χαρακτήρας αυτής της συμφωνίας;

 Στις συναλλαγές ενδέχεται οι ενδιαφερόμενοι να μην μπορούν να συνάψουν σε μια ορισμένη χρονική στιγμή την κύρια σύμβαση πλην όμως επιθυμούν δέσμευση για τη μελλοντική της κατάρτιση. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα μέρη συνάπτουν μια προσύμβαση η οποία λέγεται προσύμφωνο (ΑΚ 166). Στο προσύμφωνο θα πρέπει να περιλαμβάνονται όλα τα ουσιώδη στοιχεία της οριστικής σύμβασης. Σύμφωνα με την ΑΚ 166 το προσύμφωνο υπόκειται στον τύπο που ορίζει ο νόμος για την σύμβαση που πρόκειται να συναφθεί, στην προκειμένη περίπτωση τον συμβολαιογραφικό τύπο (ΑΚ 513, 369, 1033) άλλως το προσύμφωνο είναι άκυρο (180 ΑΚ).


4
(πλάνη στα παραγωγικά αίτια)
Ο Α αγόρασε ένα οικόπεδο από τον Β γιατί νόμιζε ότι θα μπει στο σχέδιο πόλεως, πράγμα που δεν συνέβη. Τι έννομη συνέπεια έχουμε στη δικαιοπραξία;

Έχουμε πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, η πλάνη του Α είναι επουσιώδης και συνεπώς δεν επηρεάζει το κύρος της δικαιοπραξίας (ΑΚ 143). Κύριος του ακινήτου παραμένει ο Α.

5
(πλάνη στην ιδιότητα)
Ο Α αγόρασε ένα οικόπεδο από τον Β ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι θα μπει στο σχέδιο πόλεως, πράγμα που δεν συνέβη.
Τι έννομη συνέπεια έχουμε στη δικαιοπραξία;
Πότε λήγει το δικαίωμα του Α να ασκήσει αγωγή για ακύρωση της δικαιοπραξίας;


Έχουμε πλάνη στην ιδιότητα του πράγματος (ΑΚ 142) όπου αυτός που καταρτίζει τη δικαιοπραξία δεν βρίσκεται σε διάσταση βούλησης και δήλωσης αλλά η πλάνη του αναφέρεται σε ένα  τόσο σημαντικό στοιχείο της δικαιοπραξίας που αν το γνώριζεο πλανηθείς δεν θα επιχειρούσε την συγκεκριμένη δικαιοπραξία. Η ιδιότητα του πράγματος στην συγκεκριμένη περίτπωση είναι ουσιώδης για την όλη δικαιοπραξία (σχέδιο πόλεως) και ο Β έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση αυτής. Η διαπλαστική αγωγή πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποσβεστική προθεσμία 2 ετών η οποία άρχεται από την πλάνη ή από την χρονική στιγμή που αντιλήφθηκε ο πλανηθείς την πλάνη (157 ΑΚ).


6
(ακύρωση προσυμφώνου λόγω πλάνης στην ιδιότητα)
Ο Α κατάρτισε προσύμφωνο με τον άπειρο αγρότη Β ότι το οικόπεδο στο Μαραθώνα είναι οικοδομήσιμο με ψευδείς διαβεβαιώσεις από τη πλευρά του Α, όμως ο Β πριν την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου αντιλαμβάνεται ότι το οικόπεδο είναι εκτός σχεδίου και ζήτησε την ακύρωση του προσυμφώνου.
 Επηρεάζει το κύρος της δικαιοπραξίας η εσφαλμένη αντίληψη του Β;
Ο Β κατήρτισε προσύμφωνο (ΑΚ 166) με τον Α θεωρώντας ότι το οικόπεδο είναι οικοδομήσιμο. Σύμφωνα με την ΑΚ 143 και εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά πλάνη που αναφέρεται στα παραγωγικά αίτια της βούλησης δεν είναι ουσιώδης και συνακόλουθα δεν οδηγεί σε ακύρωση της δικαιοπραξίας. Εξαίρεση της ΑΚ 143 αποτελεί η ΑΚ 142 η οποία προβλέπει ότι η πλάνη που αναφέρεται στις ιδιότητες του πράγματος είναι ουσιώδης, αν κατά τη συμφωνία των μερών ή με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη οι ιδιότητες είναι σπουδαίες για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το Β γνώριζε  δεν θα την επιχειρούσε. Ο Β μπορεί να ζητήσει ακύρωση του προσυμφώνου της πώλησης λόγω πλάνης στη βούληση (ΑΚ 142, 154). Σύμφωνα με 147 εδ α ΑΚ όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ακυρωθεί η δικαιοπραξία.  Στην κρινόμενη περίπτωση, συντρέχουν λόγοι ακυρότητας και ακυρωσίας και σύμφωνα με το πρακτικό,  ο Β δεν θα κατάρτιζε το προσύμφωνο αν δεν υπήρχε η απατηλή συμπεριφορά του Α.  Αν ο Β μπορεί να αποδείξει την απάτη, τον συμφέρει να επιδιώξει την ακύρωση της δικαιοπραξίας με βάση των ΑΚ 147 επ.

7
(απόλυτη εικονικότητα)
Ο Α επιθυμώντας να μειώσει τη φορολογική του επιβάρυνση εμφανίζεται με τον ανηψιό του Β στο συμβολαιογράφο ο οποίος συντάσσει ένα συμβόλαιο πώλησης και μεταβίβασης οικοπέδου.
 Απέκτησε ο Β κυριότητα στο ακίνητο;
Μία από τις προϋποθέσεις της έγκυρης δικαιοπραξίας είναι να μην υπάρχει διάσταση μεταξύ βούλησης και δήλωσης βουλήσεως. Η πώληση (ΑΚ 513) και η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου (ΑΚ 158 παρ. 1,  369, 1033) δεν έγιναν σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά σύμφωνα με ΑΚ 138 & 180, διότι ο Α δεν ήθελε στην πραγματικότητα να πωλήσει το οικόπεδο και ο Β να πληρώσει το τίμημα και συνεπώς, η η σύμβαση πώλησης είναι άκυρη λόγω εικονικότητας. Η εικονικότητα είναι απόλυτη καθώς δεν καλύπτεται από άλλη δικαιοπραξία που ήθελαν τα μέρη. Ο Β δεν απέκτησε ποτέ κυριότητα και κύριος του οικοπέδου παραμένει ο Α.
8
(σχετική εικονικότητα)
Ο Α για λόγους οικογενειακούς για να μη το απαιτήσουν οι υπόλοιποι κληρονόμοι,  πώλησε τη μονοκατοικία που είχε στα Χανιά στον ανηψιό του  Β αντί να του το δωρίσει που ήθελε πραγματικά.
 Ποια η δεσμεύουσα αιτία της μεταβίβασης: η δωρεά ή η πώληση;

Έχουμε σχετική εικονικότητα (138 παρ. 2 ΑΚ) όπου η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει άλλη η οποία είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και εφόσον συντρέχουν οι προύποθέσεις κατάρτισής της (τήρηση τύπου και ουσιώδη στοιχεία). Η κάλυψη στην προκειμένη περίπτωση είναι πλήρης αφού η ηθελημένη δικαιοπραξία είναι διαφορετική από την εικονική. Στην προκειμένη περίπτωση η σύμβαση της πώλησης (εικονική) παραμένει άκυρη ενώ η καλυπτόμενη (η δωρεά) είναι έγκυρη αφού αυτή θέλησαν τα μέρη.

9
(απειλή)
Ο Α που είναι υπέργηρος και οικονομικά εξαρτημένος από τον Β ο οποίος τον εκβιάζει ότι αν δεν του μεταβιβάσει το ακίνητο που διαμένει, θα πάψει να τον φροντίζει και ο Α φοβούμενος του το μεταβίβασε.
Ο Α μπορεί αργότερα να αποδεσμευθεί από τη δικαιοπραξία αυτή και με ποιές διατάξεις του Αστικού Κώδικα;
Ποιά θα είναι η απάντηση αν ο Β έχει στη συνέχεια μεταβιβάσει το ακίνητο στον καλόπιστο Γ;
Σύμφωνα με τις διατάξεις ΑΚ 150-151 απειλή είναι η εξαγγελία κακού, η οποία είναι παράνομη και προξενεί φόβο σε σώφρον άνθρωπο με αποτέλεσμα να του προκαλέσει δήλωση βούλησης που βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με την απειλή. Αυτός που απειλήθηκε στην προκειμένη περίπτωση ο Α έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας από το δικαστήριο (ΑΚ 154). Μόλις εκδοθεί η δικαστική απόφαση, η ακυρώσιμη δικαιοπραξία εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη (ΑΚ 184) και θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ 180). Ο καλόπιστος τρίτος Γ που απέκτησε το ακίνητο χωρίς να γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά μεταξύ Α και Β, προστατεύεται εκ του νόμου όπως και  όλες οι εμπράγματες δικαιοπραξίες (ΑΚ 1202-1203). Οπότε ο Α μπορεί μόνο να αξιώσει αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις των 914 επ. ΑΚ περί αδικαιοπραξίας.
10
(πλάνη στη δήλωση)
Ο Α είχε πάει στο συμβολαιογράφο και ήθελε να αγοράσει το διαμέρισμα Α1 αλλά στο συμβόλαιο αναγραφόταν το διαμέρισμα Α2. Έχει δικαίωμα ο Α να ζητήσει την ακύρωση  της δικαιοπραξίας και με ποιες διατάξεις του αστικού κώδικα;


Ο Α υπέγραψε το συμβόλαιο για την αγορά του διαμερίσματος του Α2 ενώ στην πραγματικότητα ήθελε το Α1. Υφίσταται πλάνη στη δήλωση του προσώπου (ΑΚ 140,141) καθώς η βούλησή του δεν ταυτίζεται με τη δήλωσή του. Σύμφωνα με τις διατάξεις της ΑΚ 141 η πλάνη είναι ουσιώδης επειδή αν ο Α γνώριζε το λάθος αυτό δεν θα υπέγραφε το συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου και συνεπώς αυτός που πλανήθηκε έχει το διαπλαστικό δικαίωμα της αγωγής ακύρωσης η οποία επέρχεται με δικαστική απόφαση (ΑΚ  154) και που μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με τηνδ εξαρχής άκυρη (184 ΑΚ).
11
(απάτη)
Ο Α συλλέκτης έργων λαϊκής τέχνης διαπιστώνει ότι ο άπειρος αγρότης Β είναι κύριος ενός πίνακα μεγάλης αξίας όμως του ενισχύει την εντύπωση ότι δεν αξίζει τίποτα και τον πείθει να του το πωλήσει 1000 ευρώ ενώ αξίζει 80.000 ευρώ και του αποκρύπτει την αλήθεια.
Συντρέχουν λόγοι ακυρωσίας ή και ακυρότητας στη σύμβαση πώλησης του πίνακα και αν ναι, ποιοί;
Σύμφωνα με τις διατάξεις της  ΑΚ 147 εδ α όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως, έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Από τη διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις απάτης είναι (α) να έχει παραπλανηθεί ο δηλών (β) η παραπλάνηση να είναι δόλια και (γ) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παραπλάνησης και δήλωσης βούλησης. Πράγματι ο Β δεν θα προέβαινε σε δήλωση βούλησης αν ο Α δεν του ενίσχυε την πλάνη ότι ο πίνακας δεν έχει αξία (αιτιώδης συνάφεια).
Στην περίπτωση αυτή συντρέχουν επιπλέον και οι προϋποθέσεις της  καταπλεονεκτικής ή αισχροκερδούς δικαιοπραξίας. Καταπλεονεκτική δικαιοπραξία σύμφωνα με την ΑΚ 179 περ. β είναι εκείνη με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα, την απειρία του άλλου και επιτυγχάνει έτσι να πάρει για τον εαυτό του κάποια παροχή που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία με τη παροχή. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας και της απειρίας δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο ενός από αυτά. Η έννομη συνέπεια της αισχροκερδούς δικαιοπραξίας είναι η απόλυτη ακυρότητα.
Τον εναγόμενο τον συμφέρει να εγείρει αναγνωριστική αγωγή κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ για δικαστική αναγνώριση της μη ύπαρξης έννομης σχέσης δηλαδή της ακυρότητας της σύμβασης πώλησης του πίνακα καθώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις της καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας. Η ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως χωρίς να απαιτείται δικαστική απόφαση  και θεωρείται σαν να μην έγινε (180 ΑΚ).

12
(παραγραφή ακυρώσιμης)
Ο Α που εξαπατήθηκε από τον Β για να μεταβιβάσει το διαμέρισμά του, αντιλήφθηκε την πλάνη της δήλωσης βουλήσεώς του 6 χρόνια μετά.
Τίθεται θέμα παραγραφής των ενδεχόμενων δικαιωμάτων ή αξιώσεων του Α;

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 149 ΑΚ όποιος απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις της αδικοπραξίας ΑΚ 914 επ. Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά από πενταετία αφότου ο παθών έλαβε γνώση της ζημιάς ενώ σε κάθε περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο 20 ετών από την πράξη (ΑΚ 937 παρ. 1). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξιώσεως που προήλθε από αδικοπραξία είναι η γνώση από τον παθόντα της απάτης. Συνεπώς, ο Α που δεν γνώριζε την πραγματική κατάσταση επί 6 ολόκληρα χρόνια δεν απώλεσε το δικαίωμα του να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης.   

13
(διακρίσεις δικαιοπραξιών)
Η σύμβαση της πώλησης σε ποιά από τις ακόλουθες κατηγορίες δικαιοπραξιών υπάγεται: (α) υποσχετική ή εκποιητική (β) ετεροβαρής ή αμφοτεροβαρής (γ) ενοχική ή εμπράγματη (δ) επαχθής ή χαριστική (ε) αιτιώδης ή αναιτιώδης;
Η σύμβαση της πώλησης (ΑΚ 513) είναι η μεταξύ 2 προσώπων σύμβαση σύμφωνα με την οποία ο ένας εκ των συμβαλλομένων (πωλητής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα και να μεταβιβάσει ορισμένο πράγμα ή δικαίωμα στον άλλο συμβαλλόμενο (αγοραστή) έναντι συμφωνημένου τιμήματος.
Είναι υποσχετική επειδή δεν επέρχεται μεταβολή στο υφιστάμενο δικαίωμα αλλα μόνο ανάληψη υποχρέωσης του οφειλέτη έναντι του δανειστή. Είναι αμφοτεροβαρής γιατί η σύμβαση της πώλησης δημιουργεί ενοχικές υποχρεώσεις σε όλους τους συμβαλλομένους. Είναι ενοχική γιατί με αυτή συνίσταται, αλλοιώνεται, μεταβιβάζεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα. Είναι  επαχθής γιατί η επίδοση (το δικαίωμα στον άλλον) γίνεται με αντάλλαγμα χρηματικό ή άλλο. Είναι αιτιώδης γιατί το κύρος της εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας, όπου εδώ αιτία της υποχρέωσης είναι η απόκτηση ανταλλάγματος.

14
(διακρίσεις δικαιοπραξιών)
Η σύμβαση της δωρεάς σε ποιά από τις ακόλουθες κατηγορίες υπάγεται: (α) ενοχική ή εμπράγματη (β) αμφοτεροβαρής ή ετεροβαρής (γ) επαχθής ή χαριστική (δ) υποσχετική ή εκποιητική (ε) αιτιώδης ή αναιτιώδης;

Σύμφωνα με ΑΚ 496 με τη σύμβαση της δωρεάς ο ένας συμβαλλόμενος (δωρητής) μεταβιβάζει στον άλλο (δωρεοδόχο) αντικείμενο περιουσίας χωρίς αντάλλαγμα. Ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δωρεάς είναι η παροχή ή υπόσχεση παροχής ενός περιουσιακού στοιχείου και αφετέρου η συμφωνία των μερών για την έλλειψη ανταλλάγματος η οποία υπόκειται σε συμβολαιογραφικό τύπο (498 παρ. 1 ΑΚ ) διαφορετικά η σύμβαση της δωρεάς είναι άκυρη. Η ακυρότητα όμως της δωρεάς  θεραπεύεται σύμφωνα με 498 παρ. 2 ΑΚ εφόσον ο δωρητής παραδώσει το πράγμα στο δωρεοδόχο.
Είναι ενοχική γιατί με αυτή συνίσταται, αλλοιώνεται, μεταβιβάζεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα. Η δωρεά είναι σύμβαση ετεροβαρής δηλαδή δημιουργεί υποχρέωση μόνο στο δωρητή με αποτέλεσμα την αύξηση της περιουσίας του δωρεοδόχου και τη μείωση της περιουσίας του δωρητή. Είναι χαριστική γιατί η επίδοση γίνεται χωρίς αντάλλαγμα και υποσχετική επειδή δεν επέρχεται μεταβολή στο υφιστάμενο δικαίωμα αλλα μόνο ανάληψη υποχρέωσης του οφειλέτη έναντι του δανειστή.Τέλος, αιτιώδης επειδή αιτία της υπόσχεσης είναι η ελευθεριότητα του πράγματος.


15
(αφάνεια)
Ο Α εξαφανίζεται ενώ βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής. Η σύζυγός του Β θέλει να ξαναπαντρευτεί.
Τι συνέπειες θα έχει η κήρυξη σε αφάνεια του Α και ποιες οι συνέπειες σε περίπτωση επαναμφάνισης του αφάντου Α μετά από 10 χρόνια για το γάμο του και την περιουσία του;

Επειδή ο Α εξαφανίστηκε ενώ βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής (ΑΚ 40) για να ζητηθεί η αφάνεια θα πρέπει να περάσει ένα έτος από κίνδυνο (ΑΚ 41), την οποία μπορεί να ζητήσει η σύζυγος που εξαρτά δικαιώματα από την αφάνεια (ΑΚ 43). Μετά από παρέλευση άπρακτης προθεσμίας (ΑΚ 44), εκδίδεται δικαστική απόφαση που εξομοιώνει τον άφαντο με πεθαμένο (ΑΚ 48). Ο γάμος του αφάντου Α δε λύεται αυτοδικαίως, πρέπει να κατατεθεί μετά από τη δικαστική απόφαση της αφάνειας, νέα αίτηση διαζυγίου κατά του αφάντου (ΑΚ 1440) γιατί σύμφωνα με ΑΚ 1354 εμποδίζεται η σύναψη νέου γάμου αν δεν έχει ακυρωθεί αμετάκλητα ο προηγούμενος. Σε περίπτωση επανεμφάνισής του αφάντου μπορει να ζητήσει πίσω τη περιουσία του με την αγωγή περί κλήρου (ΑΚ 1883) από τη σύζυγο και λοιπούς κληρονόμους, ο γάμος όμως έχει λυθεί και δεν ανασυστήνεται αυτοδικαίως (ΑΚ 50).

16
(σωματείο)
Το σωματείο «τα κοπέλια» ανέθεσαν στο μέλος του σωματείου Α να πωλήσει ένα διαμέρισμα και να πληροφορήσει τον υποψήφιο αγοραστή ότι έχει πρόβλημα με τα υδραυλικά. Το μέλος Α το μεταβιβάζει αλλά δεν αναφέρει τίποτα για το ελάττωμα και πλυμμηρίζει το διαμέρισμα του αγοραστή Β και καταστρέφονται όλα τα έπιπλά του.
Ποια η τυχόν ευθύνη του ΝΠ & του μέλους;
Σύμφωνα με την οργανική θεωρία το ΝΠ αποτελεί μια ζωντανή προσωπικότητα, ένα σύνθετο οργανισμό με δική του ξεχωριστή βούληση την οποία εκφράζουν τα όργανά του. Οι πράξεις των οργάνων του, εφόσον επιχειρούνται υπό την ιδιότητά τους αυτή, αποτελούν πράξεις του ΝΠ. Επομένως το ΝΠ έχει όχι μόνο δικαιοπρακτική ικανότητα αλλά και ικανότητα για αδικοπραξία με την έννοια ότι καταλογίζονται σε αυτό οι παράνομες πράξεις που επιχειρούν τα όργανά του υπό την ιδιότητά τους αυτή.
Η δήλωση βούλησης του σωματείου δεν εξωτερικεύεται στην προκειμένη περίπτωση αφού το όργανο Α που του δόθηκε η σχετική εντολή (ΑΚ 68 παρ. 2, 713) παρέκκλινε από τα όρια της εντολής (ΑΚ 717) χωρίς να ειδοποιήσει τον εντολέα του (σωματείο) που αν γνώριζε τα πραγματικά περιστατικά δεν θα επέτρεπε να καταρτιστεί η σύμβαση πώλησης του διαμερίσματος προς τον Β. Επιπλέον ο εντολοδόχος Α ευθύνεται σύμφωνα με ΑΚ 714 για κάθε πταίσμα και συγκεκριμένα παρέλειψε συνειδητά ότι το διαμέρισμα δεν έχει ελάττωμα. Κατά συνέπεια το σωματείο «τα κοπέλια» δεν ευθύνεται απέναντι στον αγοραστή Β με βάση τις διατάξεις της ΑΚ 71.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΑΚ 714 ο εντολοδόχος Α ευθύνεται για κάθε πταίσμα και συγκεκριμένα που παρέλειψε συνειδητά ότι το διαμέρισμα είχε ελάττωμα.
Κατά συνέπεια το σωματείο δεν ευθύνεται απέναντι στον αγοραστή με βάση τις διατάξεις της ΑΚ 71.


17
(ίδρυμα)
Ο Α με ιδιόγραφη διαθήκη συνιστά μετά το θάνατό του ίδρυμα. Συντρέχει λόγος ακυρότητας της σύστασης του ιδρύματος;

Το ίδρυμα ρυθμίζεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 108-121 και ορίζεται ως σύνολο περιουσίας με νομική προσωπικότητα για εξυπηρέτηση ορισμένου διαρκούς σκοπού. Για τη σύστασή του απαιτείται είτε δικαιοπραξία εν ζωή είτε με διαθήκη η οποία εκφράζει την επιθυμία του ιδρυτή να δημιουργήσει ίδρυμα. Υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου (ΑΚ 110) άλλως είναι άκυρη. 


18
(πώληση με παρακράτηση, αίρεση)
Ο Α πουλά και μεταβιβάζει το διαμέρισμά του στο Β σε 4 ισόποσες δόσεις.
Ποια η νομική κατάστασης της έννομης αυτής σχέσης;
 Ποιά η απάντηση αν οι Α και Β συμφωνούσαν ότι αν δεν πληρώσει ο Β μία δόση, ανατρέπεται όλη η σύμβαση;


Μερικές φορές οι δικαιοπρακτούντες ενδιαφέρονται να εξαρτήσουν την ενέργεια της δικαιοπραξίας από την επέλευση ενός μελλοντικού γεγονότος ή από την ενέργεια κάποιου τρίτου προσώπου. Αυτό επιτυγχάνεται με την προσθήκη μιας αίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε την περίπτωση της αναβλητικής αίρεσης (ΑΚ 201) βάσει της οποίας η ενέργεια της δικαιοπραξίας αναβάλλεται έως το χρονικό σημείο που θα συμβεί και εφόσον συμβεί το μελλοντικό γεγονός από το οποίο εξαρτήθηκε. Με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης καθίσταται οριστικά ενεργός η δικαιοπραξία και επέρχονται τα αποτέλεσματά της όπως στην προκειμένη περίπτωση της ΑΚ 532 (πώληση διαμερίσματος με παρακράτηση κυριότητας) η κυριότητα μεταβιβάζεται στον αγοραστή, μόλις αυτός καταβάλλει και την τελευταία δόση του τιμήματος.
Διαλυτική είναι η αίρεση βάσει της οποίας τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας παράγονται αμέσως, ανατρέπονται όμως και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση, όταν και εφόσον συμβεί το μελλοντικό γεγονός από το οποίο εξαρτήθηκε (ΑΚ 202).


19
(κυοφορούμενο)
Σε αυτοκινηστικό ατύχημα που προκλήθηκε από αμέλεια του Α τραυματίστηκε η έγκυος Β και σκοτώθηκε ο άντρας της.  Ποιά τα δικαιώματα του κυοφορούμενου;

Σύμφωνα με ΑΚ 36 προϋποθέσεις για να έχει δικαιώματα το κυοφορούμενο είναι να υπάρχει, να γεννηθεί ζωντανό και να έχει ανθρώπινη μορφή.  Η διάταξη αυτή καθιερώνει ένα πλάσμα δικαίου που το εξομοιώνει με φυσικό πρόσωπο και κατά συνέπεια με υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.  Επομένως, το μωρό μόλις γεννηθεί ζωντανό μέσω της μητέρας του που ασκεί τη γονική μέριμηνα (ΑΚ 1510) μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση για ψυχική οδύνη (ΑΚ 932 εδ γ) και αποκτάσταση της ζημιάς που υπέστη ως έμβρυο αν γεννήθηκε με σωματικό ελάττωμα (ΑΚ 57, 914). Τέλος, το κυοφορούμενο μόλις γεννηθεί ζωντανό μπορεί να κληρονομήσει τον πατέρα του που σκοτώθηκε στο ατύχημα (ΑΚ 1711 εδ α).




20
(ικανότητα ανηλίκων)
Τρία αδέλφια, ο 9χρονος Α, ο 12χρονος Β και ο 16χρονος Γ δανείστηκαν χρήματα από τη γιαγιά τους και αγόρασαν με δόσεις ένα ποδήλατο. Πόσες δικαιοπραξίες συνάφθηκαν; Είναι άκυρες ή έγκυρες και γιατί;

Σύμφωνα με την ΑΚ 128 περ. 1 είναι ανίκανος προς δικαιοπραξία όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 10ο έτος. Συνεπώς,   οι ενοχικές δικαιοπραξίες του δανείου (ΑΚ 806) και της πώλησης (ΑΚ 513) και οι 3 εμπράγματες δικαιοπραξίες (ΑΚ 1034) δηλαδή της μεταβίβασης της κυριότητας του χαρτονομίσματος από τη γιαγιά στον Α, τη μεταβίβαση της κυριότητας του ποδηλάδου από τον πωλητή του και τη μεταβίβαση της κυριότητας του χαρτονομίσματος από τον Α προς τον πωλητή, από τη στιγμή που συνάφθηκανα πό νήπιο και εν συνεχεία ανίκανο για δικαιοπραξία είναι άκυρες (ΑΚ 130) και θεωρούνται σαν να μην έγιναν (ΑΚ 180).
Ο 12χρονος Β είναι ανήλικος που συμπλήρωσε το 10ο έτος (ΑΚ 129 περ. 1) και μπορεί να επιχειρήσει μόνο δικαιοπραξίες που ορίζει ο νόμος (ΑΚ 133). Συγκεκριμένα είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία από την οποία αποκτά μόνο έννομο όφελος (ΑΚ 134) οπότε και από τη σύναψη του δανείου αλλά και από τη σύμβαση της πώλησης ο Β δεν αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος αλλά και την υποχρέωση να αποδώσει χρήματα. Συνεπώς, δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις των ΑΚ 134-135 και άρα οι ανωτέρω ενοχικές δικαιοπραξίεες είναι άκυρες (ΑΚ 130) και θεωρούνται σαν να μην έγιναν (ΑΚ 180) ενώ οι εμπράγματες δικαιοπραξίες της μεταβίβασης του χαρτονομίσματος από τη γιαγιά στο Β και η μεταβίβαση της κυριότητας του ποδηλάτου στο Β, του προσπορίζουν απλώς έννομο όφελος και είναι έγκυρες.
Τέλος, ο 16χρονος Γ σύμφωνα με ΑΚ 129 περ. 1 και ΑΚ 135 αφού έχει συμπληρώσει το 14ο έτος είναι περιορισμένα ικανός και μπορεί να διαθέτει τα χρήματά του ελεύθερα αλλά μόνο για καθημερινές ανάγκες, δεν θα μπορούσε να πληρώσει το τίμημα του ποδηλάδου σε δόσεις γιατί αυτό θα έθετε τα συμφέροντά του και την περιουσία του σε κίνδυνο. Ισχύουν ότι και για τον 12χρονο.


21
(δικαστική συμπαράσταση)
Ο φρενοβλαβής Α δανείζεται χρήματα από τον Β και τα παίζει στο χρηματιστήριο και τα χάνει όλα.
Ποιά η αξίωση του Β;
Ποιος μπορεί να κηρύξει σε δικαστική συμπαράσταση τον Α;
Ο Α κατά το χρόνο λήψης του δανείου από τον Β βρισκόταν σε κατάσταση φρενοφλάβειας που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του (ΑΚ 131), οπότε η δήλωση βούλησης του Α είναι άκυρη και αφού δεν καταρτίστηκε σύμβαση δανείου ή άλλη συμβατική σχέση, ο Β δεν έχει κατά του Α αξίωση εκ συμβάσεως επιστροφής των χρημάτων. Θα μπορούσε να έχει αξίωση ο Β για αδικαιολόγητο πλουτισμό του Α (ΑΚ 904) όμως δεδομένου ότι ο Α δεν είναι πια πλουσιότερος κατά το χρόνο της επίδοσης της αγωγής, η υποχρέωση του Α για απόδοση του πλουτισμού αποσβήνεται (ΑΚ 909).
Ευθύνη του Α δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε και με τις διατάξεις για αδικοπραξία (ΑΚ 914) γιατί δεν ευθύνεται όποιος ζημίωσε άλλον ενώ βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική κατάσταση που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της κρίσης και της βούλησής του (ΑΚ 915 παρ. 1)
Τέλος, σύμφωνα με ΑΚ 1667 τη θέση ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση μπορούν να ζητήσουν το ίδιο το πρόσωπο, η σύζυγός του καθώς και ο εισαγγελέας, κανένας άλλος.

22
(αυτοσύμβαση)
Ο Α συμφώνησε με τον Β  ενώπιον συμβολαιογράφου  για την πώληση και τη μεταβίβαση ενός οικοπέδου προς τον Β με τον όρο ότι μόλις γίνει η οριστική πώληση επειδή ο Α θα λείπει στο εξωτερικό, ο Β να τον αντιπροσωπεύσει στη σύμβαση.
Τι είδους νομική κατάσταση έχουμε;




Αυτοδικαιοπραξία / αυτοσύμβαση (ΑΚ 235) είναι η δυνατότητα του αντιπροσώπου να ενεργεί ταυτόχρονα τόσο για τον αντιπροσωπευόμενο όσο και για τον εαυτό του ή άλλο πρόσωπο. Η συγκεκριμένη διάταξη απαγορεύει κάθε δικαιοπραξία τέτοιου είδους αλλά επιτρέπεται ως όρος σε σύμβαση όταν ο αντιπροσωπευόμενος το επιτρέπει  και όταν η αυτοσύμβαση έχει περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου.


23
(σωματείο)
Το Δ.Σ. του σωματείου «οι λεβέντες» ανέθεσαν στον πρόεδρο του σωματείου Α να καταρτίσει σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης ενός κτιρίου ιδιοκτησίας του σωματείου. Κατά τη σύνταξη του συμβολαιογραφικού εγγράφου ο πρόεδρος Α έκλεψε το ρολόι του συμβολαιογράφου.
Δεσμεύει η παράνομη ενέργεια αυτή του Α το σωματείο και αν όχι, γιατί;


Σύμφωνα με την οργανική θεωρία το ΝΠ αποτελεί μια ζωντανή προσωπικότητα, ένα σύνθετο οργανισμό με δική του ξεχωριστή βούληση την οποία εκφράζουν τα όργανά του. Οι πράξεις των οργάνων του, εφόσον επιχειρούνται υπό την ιδιότητά τους αυτή, αποτελούν πράξεις του ΝΠ. Επομένως το ΝΠ έχει όχι μόνο δικαιοπρακτική ικανότητα αλλά και ικανότητα για αδικοπραξία με την έννοια ότι καταλογίζονται σε αυτό οι παράνομες πράξεις που επιχειρούν τα όργανά του υπό την ιδιότητά τους αυτή.
Ως προς την κλοπή η οποία στο Αστικό Δίκαιο αποτελεί αδικοπραξία (ΑΚ 914) θεωρείται πάντα ότι είναι εκτός των ορίων των καθηκόντων του διοικητικού  / καταστατικού οργάνου. Επομένως δεν πληρούται οι προϋποθέσεις του ΑΚ 71 το οποίο προβλέπει η ενέργεια αυτή του οργάνου να βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με την ενάσκηση των καθηκόντων του και συνεπώς, το σωματείο «οι λεβέντες» δεν ευθύνεται να αποζημιώσει τον συμβολαιογράφο για την κλοπή του ρολογιού αλλά ο ίδιος ο πρόεδρος του σωματείου Α έχει ευθύνη ως φυσικό πρόσωπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου