Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ (ΑΚ 211) ΣΟΣ ΣΟΣ ΣΟΣ (σημειώσεις από βιβλίο Παντελή)



Αντιπροσώπευση είναι ο θεσμός με τον οποίο τα αποτελέσματα των δικαιοπραξιών επέρχονται όχι στο πρόσωπο του δικαιοπρακτούντος (αντιπρόσωπος) αλλά ευθέως και αμέσως στο πρόσωπο ενός άλλου ενδιαφερόμενου (αντιπροσωπευόμενος) τον οποίον οι δικαιοπραξίες αυτές ούτε ωφελούν ούτε τον δεσμεύουν.
Όταν μιλάμε για αντιπροσώπευση εννοούμε συνήθως την άμεση αντιπροσώπευση.

Η αντιπροσώπευση διακρίνεται σε:
Ενεργητική
Παθητική
Υπάρχει όταν ο αντιπρόσωπος προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως στο όνομα και για του αντιπροσωπευόμενου (ΑΚ 211 παρ. 1) πχ Ο Β υπάλληλος ηλεκτρικών ειδών και αντιπρόσωπος του Π πωλεί ένα πλυντήριο στον Α. Η σύμβαση πώλησης καταρτίστηκε μεταξύ Α και Π.
Υπάρχει όταν ο αντιπρόσωπος  δέχεται στο όνομά και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου δήλωση βουλήσεως τρίτου προσώπου (ΑΚ 211 παρ. 2) π.χ. το πλυντήριο ήταν ελαττωματικό κι έτσι  ο Π πελάτης δηλώνει στον υπάλληλο Β ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση πώλησης (το επιστρέφει) κατά την ΑΚ 540 (δικαιώματα αγοραστή).
Νόμιμη
Εκούσια
Υπάρχει όταν η σχέση της αντιπροσώπευσης και η σχετική εξουσία που έχει ο αντιπρόσωπος προβλέπεται από το νόμο όπως η γονική μέριμνα (ΑΚ 1510), η επιτροπεία (ΑΚ 1603), ο ανάδοχος γονέας (ΑΚ 1659), ο δικαστικός συμπαραστάτης (ΑΚ 1680). Στη νόμιμη αντιπροσώπευση ο αντιπροσωπευόμενος πάσχει από δικαιοπρακτική ανικανότητα ή αδυνατεί για άλλους λόγους να φροντίσει τον εαυτό του και τις υποθέσεις του π.χ. ο 13χρονος Α κληρονόμησε από ένα θείο του ένα σεβαστό ποσό και οι γονείς του με τα χρήματα αυτά αγόρασαν ένα οικόπεδο (νόμιμη άμεση αντιπροσώπευση).

Υπάρχει όταν αυτή πηγάζει από τη βούληση του αντιπροσωπευόμενου  και παρέχεται στον αντιπρόσωπο με δικαιοπραξία.
Άμεση
Έμμεση
Υπάρχει όταν ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου και μέσα στα όρια της αντιπροσωπευτικής εξουσίας (ΑΚ 211 παρ. 1). Η δικαιοπραξία γίνεται μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του τρίτου.
Οι προϋποθέσεις της άμεσης αντιπροσώπευσης (ΑΚ 211-213) είναι:
1.    Να υπάρχει δήλωση βουλήσεως του αντιπροσώπου. Από την ΑΚ 211 παρ. 1 εδ. α προκύπτει ο αντιπρόσωπος πρέπει να έχει ικανότητα δικαίου αλλά και δικαιοπρακτική ικανότητα. Η αντιπροσώπευση δεν είναι δυνατή σε αδικοπραξίες ενώ είναι δυνατή σε οιονεί δικαιοπραξίες (πχ όχληση).
2.    Η δήλωση να ανήκει στο ειδικό πραγματικό δικαιοπραξίας δεκτικής αντιπροσωπεύσεως. Καταρχήν κάθε δικαιοπραξία είναι δεκτική αντιπροσωπεύσεως (δηλαδή μπορεί να γίνει με αντιπροσώπευση). Κατ’ εξαίρεση όμως υπάρχουν δικαιοπραξίες που απαιτείται να καταρτιστούν αυτοπροσώπως όπως είναι η συμφωνία γάμου (ΑΚ 1350), η εκούσια αναγνώριση τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο (ΑΚ 1476), η σύνταξη διαθήκης (ΑΚ 1716). Σε ορισμένες δικαιοπραξίες απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα πχ η αγωγή για ακύρωση γάμου (ΑΚ 1379). Τέλος, η αντιπροσώπευση μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία των μερών. Αν μια δικαιοπραξία επιχειρηθεί ενώ δεν είναι δεκτική αντιπροσωπεύσεως αυτή είναι άκυρη και δεν καθίσταται ισχυρή ούτε με έγκριση του αντιπροσωπευόμενου.
3.    Η δήλωση να γίνεται στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου. Κατά ΑΚ 211 παρ. 1 εδ. α (αρχή του εμφανούς)  απαιτείται η δήλωση του αντιπροσώπου να γίνεται φανερά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου. Αυτό ισχύει και στην σιωπηρή αντιπροσώπευση (ΑΚ 211 παρ. 1 εδ. β) όπου το άλλο μέρος γνωρίζει ότι ο δηλών είναι ο υπάλληλος του εργοδότη του. Αν όμως δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι ενεργεί για άλλο πρόσωπο τότε κατά τον ερμηνευτικό κανόνα ΑΚ 212 θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα δηλαδή ότι υπάρχει έμμεση αντιπροσώπευση.  Η αρχή του εμφανούς εξυπηρετεί το συμφέρον του προσώπου που συναλλάσσεται με τον αντιπρόσωπο έτσι ώστε να γνωρίζει με ποιον συναλλάσσεται.
4.    Ο αντιπρόσωπος να έχει εξουσία προς αντιπροσώπευση. Η εξουσία του αντιπροσώπου μπορεί να πηγάζει είτε από το νόμο (νόμιμη αντιπροσώπευση) είτε από τη βούληση του αντιπροσωπευόμενου (εκούσια αντιπροσώπευση). Η εξουσία που παρέχεται με δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, καλείται πληρεξουσιότητα. Κατά ΑΚ 211 παρ. 1 εδ. α για να δεσμεύεται ο αντιπροσωπευόμενος πρέπει να ενήργησε ο αντιπρόσωπος μέσα στα όρια της εξουσίας αυτής αλλιώς η δήλωση βούλησης του αντιπροσώπου δεν επιφέρει καμία συνέπεια στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου, αλλά δεσμεύει τον εμφανισθέντα ως αντιπρόσωπο. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που δεν έχει καθόλου εξουσία ή η δοθείσα πάσχει από ελάττωμα όπως ακυρότητα π.χ. ο Α που λείπει στην Αυστραλία είπε στον Κ να αναγνωρίσει το εξώγαμο τέκνο του Ε (πάσχει από ακυρότητα διότι η δικαιοπραξία αυτή δεν είναι δεκτική αντιπροσωπεύσεως).
5.    Ο αντιπρόσωπος να είναι τουλάχιστον περιορισμένως ικανός για δικαιοπραξία. Κατά ΑΚ 213 όποιος έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα μπορεί να επιχειρήσει δικαιοπραξία ως αντιπρόσωπος άλλου επειδή τα αποτελέσματα επέρχονται στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, ο περιορισμένα ικανός δεν διατρέχει κίνδυνο από την επιχείρησή τους και δεν εφαρμόζονται οι ΑΚ 129 & 133 επ., σκοπός των οποίων είναι η προστασία αυτών. Όμως κατά ΑΚ 213 συνάγεται ότι δήλωση βούλησης που γίνεται από ή προς ανίκανο αντιπρόσωπο είναι άκυρη. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στην εκούσια όσο και στη νόμιμη αντιπροσώπευση.
6.    Τα προαπαιτούμενα της δικαιοπραξίας να πληρούνται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου. Κατά ΑΚ 214 τα ελαττώματα της βούλησης, η γνώση ή η υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών, καθώς και η επίδραση τους στη δικαιοπραξία κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου  π.χ. νομίμως ζητείται η ακύρωση πώλησης λόγω πλάνης του αντιπροσώπου ακόμη και αν ο αντιπροσωπευόμενος γνώριζε την πραγματική κατάσταση. Επειδή τη δικαιοπρακτική βούληση την σχηματίζει ο αντιπρόσωπος εκείνος πρέπει να κρίνεται και για το αν πληρούται τα προαπαιτούμενα της δικαιοπραξίας. Η νομολογία ερμηνεύει ότι στο πρόσωπο του αντιπροσώπου δεν κρίνονται μόνο τα ελαττώματα (πλάνη, απάτη, απειλή) αλλά και η εικονικότητα (ΑΚ 138), η ύπαρξη κουφότητας ή απειρίας την οποία εκμεταλλεύτηκε ο αντισυμβαλλόμενος (καταπλεονεκτική δικαιοπραξία = ΑΚ 179), το πταίσμα κατά τις διαπραγματεύσεις, η καλή πίστη καθώς και η γνώση ή υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών που ασκούν επιρροή στη δικαιοπραξία π.χ. ΑΚ 145 παρ. 2 (αποζημίωση λόγω ακύρωσης). Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελεί η ΑΚ 215 κατά την οποία αν ο αντιπρόσωπος ενήργησε σύμφωνα με ορισμένες οδηγίες του αντιπροσωπευόμενου (δηλαδή μεταξύ των ενεργειών του αντιπροσώπου και των οδηγιών του αντιπροσωπευόμενου να υπάρχει αιτιώδη συνάφεια), δεν μπορεί ο τελευταίος να επικαλεσθεί άγνοια του αντιπροσώπου για περιστατικά που γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει. Η ρύθμιση αυτή δεν αφήνει τον κακόπιστο συναλλασσόμενο να χρησιμοποιεί καλόπιστους αντιπρόσωπους με σκοπό να αποφύγει τις συνέπειες της κακής του πίστης. Η ΑΚ 215 εφαρμόζεται κατά και όχι υπέρ του αντιπροσωπευομένου. Συνεπώς, αν ο αντιπρόσωπος ενήργησε σύμφωνα με τις οδηγίες του αντιπροσωπευομένου στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν ελαττώματα βούλησης τότε κατά τη διάταξη αυτή δεν μπορεί ο αντιπροσωπευόμενος να επικαλεστεί αυτά τα ελαττώματα. Νομιμοποιούμενος για την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης, απειλής είναι μόνο ο αντιπροσωπευόμενος. Π.χ. Αν ο Γ αγοράζει ένα πίνακα από τον Β για τον Α και αργότερα αποδειχθεί ότι ο πίνακας είναι αντιγραφή τότε ο Α έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης λόγω πλάνης και απάτης (ΑΚ 140, 147, 154, 214). Π.χ. Αν ο άπειρος στις συναλλαγές Γ πωλεί ως αντιπρόσωπος του Α στον Β ένα οικόπεδο όπου ο Β εκμεταλλεύτηκε την απειρία του για να το αποκτήσει σε πολύ χαμηλή τιμή τότε η σύμβαση της πώλησης ακινήτου μεταξύ Γ και Β είναι άκυρη (ΑΚ 179, 214) ως αισχροκερδής.  
Δεν είναι άμεση αντιπροσώπευση τα ακόλουθα:
1.    Ο άγγελος. Ο άμεσος αντιπρόσωπος δηλώνει δική του βούληση που δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο ενώ ο άγγελος απλώς διαβιβάζει τη δήλωση βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος και δεν χρειάζεται να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα π.χ. το μικρό παιδί που το στέλνει ο πατέρας του να αγοράσει εφημερίδα από το περίπτερο.
2.    Το όργανο νομικού προσώπου. Κατά ΑΚ 67 εδ. α ορίζεται ότι η διοίκηση του ΝΠ ως αντιπρόσωπός του αλλά πρέπει να διακρίνουμε τον άμεσο αντιπρόσωπο από το όργανο. Κατά την κρατούσα οργανική θεωρία το όργανο δε δηλώνει τη δική του βούληση ως αντιπρόσωπος άλλου αλλά σχηματίζει και εκφράζει τη βούληση του ΝΠ.
Υπάρχει όταν ο αντιπρόσωπος επιχειρεί τη δικαιοπραξία στο όνομα του αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ούτως ώστε να απαιτείται μετά άλλη δικαιοπραξία μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευόμενου ώστε να μεταβιβαστούν στον τελευταίο τα δικαιώματα που απέκτησε και οι υποχρεώσεις που ανέλαβε ο αντιπρόσωπος με την αρχική δι  καιοπραξία (είναι ευρέως διαδεδομένη στο εμπορικό δίκαιο). Ο ΑΚ δεν προβλέπει ρητώς την έμμεση αντιπροσώπευση αφού μεταξύ ΑΚ 211 παρ. 1 σε συνδυασμό με ΑΚ 212 συνάγεται ότι άμεση αντιπροσώπευση υπάρχει μόνο όταν ο αντιπρόσωπος ενεργεί εμφανώς στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου.
Στην έμμεση αντιπροσώπευση υπάρχει ο κίνδυνος ο αντιπρόσωπος να μην επιχειρήσει να μεταβιβάσει στον αντιπροσωπευόμενο τα δικαιώματα ή το πράγμα που απέκτησε ή να χάσει την εξουσία διαθέσεως (πχ πτώχευση ή του γίνει κατάσχεση) πριν την μεταβίβαση. Ο κίνδυνος αυτός αντιμετωπίζεται με την εκ των προτέρων σύναψη σύμβασης εκχώρησης μελλοντικού δικαιώματος εάν η έμμεση αντιπροσώπευση αφορά ενοχικό δικαίωμα και με την εκ των προτέρων σύναψη συμβάσεως μεταβίβασης κινητού με προαντιφώνηση της νομής αν η έμμεση αντιπροσώπευση αφορά εμπράγματο δικαίωμα σε κινητό πράγμα. Οπότε μόλις το δικαίωμα αποκτηθεί από τον αντιπρόσωπο, την ίδια στιγμή μεταβιβάζεται στον αντιπροσωπευόμενο. Το δικαίωμα διέρχεται από τη περιουσία του αντιπροσώπου για μια ιδεατή χρονική στιγμή. Μπορεί ακόμα να συμφωνηθεί ότι ο αντιπροσωπευόμενος έχει δικαίωμα να μεταβιβάσει ότι απέκτησε ο έμμεσος αντιπρόσωπος στον εαυτό του με αυτοσύμβαση (ΑΚ 235).
Παραδείγματα:
1.    Ο Ζ ζωγράφος που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες θέλει να πουλήσει ένα πίνακα αλλά για να μη γίνει γνωστή η ταυτότητά του, παρακαλεί τον φίλο του Φ να πωλήσει εκείνος τον πίνακα με το δικό του όνομα (=εκούσια έμμεση αντιπροσώπευση του πωλητή).
2.    Ο Ε εφοπλιστής θέλει να αγοράσει ένα πίνακα αλλά επειδή φοβάται ότι θα του πουν υψηλότερη τιμή λόγω της θέσης του, παρακαλεί τον Φ φίλο του να τον αγοράσει στο δικό του όνομα (=εκούσια έμμεση αντιπροσώπευση του αγοραστή). Όμως, ο Δ δανειστής του Φ του κατέσχεσε τον πίνακα επειδή του όφειλε χρήματα. Η κατάσχεση είναι έγκυρη, καθώς κύριος του πίνακα είναι ο Φ. Ο Ε θα μπορούσε να αποτρέψει τον κίνδυνο αυτό, αν συμφωνούσε εκ των προτέρων με τον Φ ότι όταν αποκτήσει τη νομή του πίνακα θα τη μεταβιβάσει αμέσως στον Ε (ΑΚ 977 περ. α) παραμένοντας ως θεματοφύλακας (ΑΚ 822 επ.). Αν ο Φ δήλωνε στον πωλητή ότι αγόραζε τον πίνακα για τον Ε τότε είχαμε εκούσια άμεση αντιπροσώπευση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου