Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

ΣΕ ΠΟΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ; (ΣΟΣ ΘΕΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ)



·        Μετά το τέλος των διωγμών εναντίον των Χριστιανών, εκδηλώθηκε έντονο το ενδιαφέρον της Πολιτείας για την οργάνωση και διοίκησης της Εκκλησίας. Όμως η παραγωγή κανόνων δικαίου  σχετικών με ορισμένο τομέα, με δύο διαφορετικές διαδικασίες (μέσω του νομοθετικού φορέα της Πολιτείας και μέσω των αποφάσεων των οργάνων της Εκκλησίας) δημιουργούσε σύγκρουση ανάμεσα στους ιερούς κανόνες και στους νόμους.
·         Προκειμένου να συμπορεύονται οι νόμοι με τους ιερούς κανόνες θεσπίστηκαν δύο διατάξεις που σώζονται στον Ιουστινιάνειο Κώδικα: (α) Μια constitutio (διάταξη) των αυτοκρατόρων Ουαλεντινιανού και Μαρκιανού που κηρύσσει ανίσχυρους όσους πραγματικούς τύπους εκδόθηκαν κατά παράβαση των ιερών κανόνων και (β) μια διάταξη του Ιουστινιανού με την οποία οι ιεροί κανόνες έχουν την ίδια τυπική ισχύ με τους αυτοκρατορικούς κανόνες (αυτή η πράξη έχει περισσότερο το χαρακτήρα διακήρυξης).
·         Η τυπική ένταξη των ιερών κανόνων στο πολιτειακό δίκαιο έγινε με τη Νεαρά 131 του Ιουστινιανού, στην οποία ορίστηκε ότι οι κανόνες των 4 προγενέστερων Οικουμενικών Συνόδων (Νίκαιας, Κωνσταντινούπολης, Εφέσου, Χαλκηδόνας) επέχουν τάξιν νόμων (=εξισώθηκαν με τυπικό νόμο). Ο ρητός προσδιορισμός των τεσσάρων συνόδων, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι οι μελλοντικές αποφάσεις άλλων συνόδων δεν θα αποτελούσαν τυπικούς νόμους. Έτσι, για την τυπική εξομοίωση και αυτών των κανόνων με νόμους μετά την έκδοση της Νεαράς 131 επικυρώνεται το κείμενο των ιερών κανόνων και τους προσδίδεται από τον αυτοκράτορα γενική νομοθετική ισχύ.
·         Η λύση αυτή είχε ουσιαστικά πλεονεκτήματα αφού οι νόμοι και οι κανόνες βρίσκονταν πια στο ίδιο επίπεδο από πλευράς τυπικής δύναμης και θα αντιμετωπίζονταν από το οποιοδήποτε δικαιοδοτικό όργανο (δικαστή Εκκλησίας ή Πολιτείας) με τον ίδιο τρόπο και η άμεση συνέπεια της ένταξης των ιερών κανόνων στο πολιτειακό δίκαιο ήταν ότι σε περίπτωση αντίθετων διατάξεων μεταξύ νόμων και ιερών κανόνων, η σύγκρουση αυτή των κανόνων επιλυόταν με βάση την αρχή ότι ο μεταγενέστερος νόμος καταργεί τον προγενέστερο και με αυτόν τον τρόπο μελλοντικά οι ιεροί κανόνες καταργούνταν ή τροποποιούνταν από αυτοκρατορικές διατάξεις.
·         Οι νομοθετικές αυτές τροποποιήσεις των ιερών κανόνων αποδεικνύονται από το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού που με νόμους του, τροποποίησε εκκλησιαστικές διατάξεις αλλά και από το ότι στις Ε’ και ΣΤ’ Οικουμενικές Συνόδους επιλύθηκαν δογματικές αμφισβητήσεις χωρίς θέσπιση κανόνων. Μάλιστα όλα τα οργανωτικά θέματα της Εκκλησίας που προέκυψαν από το 451 μέχρι το 553 είχαν ρυθμιστεί με αυτοκρατορικές διατάξεις. Η ίδια τακτική συνεχίστηκε για δεκαετίες  και χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι 4 σωζόμενες νεαρές του Ηρακλείου (610-641) που αφορούσαν εκκλησιαστικά θέματα.
·         Το κενό της Ε’ και της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου όπου δεν λήφθηκαν αποφάσεις με νομοθετικό περιεχόμενο αλλά με δογματικό έλυσε η Πενθέκτη (=πέμπτη & έκτη) Οικουμενική Σύνοδο η οποία συγκροτήθηκε επί Ιουστινιανού Β’ στην Κωνσταντινούπολη το 680/681, για να ασκήσει μόνο εκκλησιαστική νομοθετική εξουσία και όχι για να ασχοληθεί με δογματικά ζητήματα δηλαδή θέσπισε κανόνες. Θέσπισε 102 κανόνες (περισσότερους από οποιαδήποτε άλλη σύνοδο της Ανατολής), σε αυτούς υπάρχουν επανάληψη ρυθμίσεων αυτοκρατορικών διατάξεων. Πρακτικά, επικύρωναν αυτοκρατορικούς νόμους.
·         Επί της εποχής των Ισαύρων κυριαρχεί στο πεδίο της νομοθεσίας η Εκλογή. Αυτή δεν περιέλαβε διατάξεις που αφορούσαν την Εκκλησία και τον κλήρο παρά μόνο σε πολύ περιορισμένα σημεία, κυρίως για περιουσιακά. Πάντως, προκύπτει ότι το οικογενειακό (πχ γαμικά κωλύματα) και το ποινικό δίκαιο (πχ αιμομιξία) της νομοθεσίας των Ισαύρων δέχθηκε την επίδραση των εκκλησιαστικών κανόνων σε σημαντική έκταση.
·         Κατά τον τελευταίο χρόνο της βασιλείας του Βασιλείου Α’ το 885/886 δημοσιεύθηκε μια νομοθετική συλλογή, η Εισαγωγή, η οποία ως προς τις διατάξεις της για τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας αποτέλεσε σταθμό.
·         Στο νομοθέτημα αυτό λοιπόν (την Εισαγωγή) που στη σύνταξή του είχε μετάσχει και ο πατριάρχης Φώτιος, εισάγεται μια σημαντική καινοτομία στο σύστημα των μέχρι τότε σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας. Κατά την κρατούσα άποψη (Μέγα Κωνσταντίνο και έπειτα) Πολιτεία και Εκκλησία δεν είναι δύο χωριστοί θεσμοί αλλά δύο μορφές της ίδιας εξουσίας. Με την Εισαγωγή αντίθετα, επιχειρήθηκε η καθιέρωση της θεωρίας των δύο εξουσιών όπου ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης είναι ισοδύναμοι φορείς δύο υπέρτατων εξουσιών μέσα στο ίδιο κράτος (τίτλοι 2 και 3), αν και έχουν διαφορετικά δικαιώματα και καθήκοντα.  Έργο του αυτοκράτορα ήταν να μεριμνά για την ευδαιμονία των υπηκόων του ενώ έργο του πατριάρχη ήταν να φροντίζει για τα ψυχικά και τα πνευματικά τους συμφέροντα (τίτλος 3). Από ορισμένους μελετητές της διάταξης της Εισαγωγής συνάγεται η τάση να υπερτονιστεί η υπεροχή της πατριαρχικής αξίας απέναντι της αυτοκρατορικής.
·         Σύμφωνα με την κριτική της θεωρίας των δύο εξουσιών αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί αφού ο Πατριάρχης Φώτιος, ο εμπνευστής της διάταξης αυτής, είχε πικρές εμπειρίες από την εκκλησιαστική πολιτική του Βασιλείου Α’ (που για ένα διάστημα τον απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο) ώστε να μην έχει τέτοιες ψευδαισθήσεις δηλαδή ότι θα μπορούσε ο αρχηγός της εκκλησιαστικής εξουσίας να είναι υπεράνω του αρχηγού της κοσμικής εξουσίας. Μετά από προσεκτική μελέτη των τίτλων 2 και 3 της Εισαγωγής, ο Φώτιος είχε κίνητρα είτε προσωπικά (παρασιώπηση της συνόδου που είχε καταδικάσει τον ίδιο) είτε πατριαρχικά. Συγκεκριμένα ήθελε να εκμηδενίσει τη νομοθετική δραστηριότητα του αυτοκράτορα σε θέματα εκκλησιαστικά. Στόχος του να προφυλάξει την αρμοδιότητα του Πατριάρχη να ερμηνεύει (αυθεντικώς) τους ιερούς κανόνες και να επιλύει τις διαφορές που θα ανέκυπταν από την εφαρμογή τους, δεσμεύοντας τον αυτοκράτορα να σέβεται την Αγία Γραφή, τις αποφάσεις των 7 Οικουμενικών Συνόδων και το δικαϊκό σύστημα που διαμόρφωσε η ρωμαϊκή παράδοση. Το συμπέρασμα είναι ότι ο Φώτιος δεν απέβλεψε στο να αποκλείσει τη νομοθετική δραστηριότητα του αυτοκράτορα σε θέματα εκκλησιαστικά, αλλά στο να επιβάλλει το σεβασμό της υπάρχουσας κανονικής νομοθεσίας ώστε να αποτραπεί η έκδοση νόμων με περιεχόμενο αντίθετο προς τους ιερούς κανόνες.
·         Το δεύτερο σημαντικό νομοθέτημα των πρώτων μακεδόνων αυτοκρατόρων υπήρξε ο Πρόχειρος Νόμος που αποτέλεσε αναθεωρημένη έκδοση της Εισαγωγής επί Λέοντος Στ’.  Ανάμεσα στις άλλες μεταβολές που επήλθαν με την αναθεώρηση ήταν και η σχεδόν ολοκληρωτική απάλειψη των πρώτων τίτλων της Εισαγωγής και επομένως και των τίτλων 2 και 3 που αναφέρθηκαν παραπάνω. Έτσι η θεωρία των δύο εξουσιών δεν ίσχυσε επί βασιλείας του Λέοντος ΣΤ’.
·         Από τη Συλλογή των 113 νεαρών του Λέοντος το 1/3 αναφέρεται σε εκκλησιαστικά θέματα. Με τις περισσότερες νεαρές τροποποιούσε διατάξεις της πολιτειακής νομοθεσίας εκκλησιαστικού περιεχομένου ώστε να προσαρμοσθούν με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εισήγαγε και κανόνες αντίθετους προς αυτούς.
·         Στο ρυθμιστικό πεδίο των νεαρών εκκλησιαστικού περιεχομένου ήταν η προσπάθεια του αυτοκράτορα να προσαρμόσει το κοσμικό δίκαιο προς το κανονικό δίκαιο. Η προσαρμογή αυτή επιδιώχθηκε  είτε με την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων είτε με την τροποποίηση παλαιών.  Οι ιεροί κανόνες για τους οποίους γινόταν όλη αυτή η νομοθετική δραστηριότητα είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό:  είτε είχαν θεσπιστεί από την Πενθέκτη ή  από την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο είτε άνηκαν στους κανόνες που η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο είχε επικυρώσει. Με άλλα λόγια πρόκειται για κανόνες που δεν υπάγονταν στην ρύθμιση της ιουστινιάνειας νεαράς 131 γιατί αυτή περιόριζε την εφαρμογή της στους κανόνες των 4 πρώτων Οικουμενικών Συνόδων που τις κατονόμαζε και ρητώς.
·         Τα αίτια της ρύθμισης εκκλησιαστικών θεμάτων μέσω νεαρών του Λέοντος πρέπει να οφείλονταν σε αίτημα της εκκλησιαστικής πλευράς (τουλάχιστον για τις περισσότερες περιπτώσεις) με κίνητρο ότι οι κανόνες των νεότερων (μετά την τέταρτη) οικουμενικών συνόδων  και όσων μεταγενέστερα επικυρώθηκαν δεν είχαν τυπική ισχύ νόμου και επομένως δεν διέθεταν τη δύναμη να ανατρέψουν διατάξεις του πολιτειακού δικαίου, ενώ μπορεί να είχαν εκδοθεί μεταγενέστερα. Οπότε ήταν προφανής η ανάγκη να επαναληφθεί το περιεχόμενο αυτών των ιερών κανόνων με νομοθετική πράξη του αυτοκράτορα.  Από ότι φαίνεται ο Λέων ο Στ’ δεν συμμερίζονταν την άποψη του Ιουστινιανού Α’ που πίστευε ότι η κρατική μηχανή μπορεί να αντικαταστήσει τις συνόδους στην άσκηση του νομοθετικού της έργου. Ο Λέων Στ’ ο Σοφός πίστευε αντίθετα ότι οι ρυθμίσεις των εκκλησιαστικών οργάνων ήταν ορθότερες από τις εκείνες που έχουν προέλθει από λαϊκούς, έτσι, διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής των συνοδικών αποφάσεων που είχαν νομοθετικό περιεχόμενο και τις εξόπλισε με αυξημένη τυπική ισχύ. Συνεπώς, επειδή η νεαρά 131 του Ιουστινιανού που εξομοίωνε τις αυτοκρατορικές διατάξεις με τους ιερούς κανόνες των τεσσάρων πρώτων οικουμενικών συνόδων ήταν ελλιπής, αυτή αναμορφώθηκε τελείως στην κωδικοποίηση που συντελέσθηκε επί Λέοντος Στ’ στα λεγόμενα Βασιλικά όπου γίνεται πλέον λόγος όχι για 4 συνόδους αλλά για 7 (με ρητή προσθήκη της Πέμπτης, της Έκτης, της Πενθέκτης και της Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου