Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ)


ΟΡΟΙ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ
Όπως σε κάθε εκποιητική δικαιοπραξία, έτσι και στην εμπράγματη δικαιοπραξία, για να επέλθουν τα έννομα αποτελέσματά της, απαιτείται:
(α) να συντρέχουν οι γενικές προϋποθέσεις κύρους των δικαιοπραξιών, σύμφωνα με τις διατάξεις των Γενικών Αρχών του ΑΚ. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται άμεσα και στο εμπράγματο δίκαιο, εφόσον το τελευταίο δεν περιλαμβάνει ειδικότερες ρυθμίσεις.
(β) ο εκποιών να είναι δικαιούχος του δικαιώματος που εκποιεί και να έχει εξουσία διάθεσής του
(γ) να είναι υπαρκτή και έγκυρη η causa (αιτία), αν πρόκειται για αιτιώδη εμπράγματη δικαιοπραξία.
Ειδικότερα:
Αν λείπει κάποια προϋπόθεση του κύρους ή συντρέχει κάποιος από τους γενικούς λόγους ακυρότητας που προβλέπουν οι διατάξεις των γενικών αρχών του ΑΚ, η εμπράγματη δικαιοπραξία είναι άκυρη. Έτσι πέρα από το ότι το πρόσωπο που επιχειρεί την εμπράγματη δικαιοπραξία θα πρέπει να είναι δικαιοπρακτικά ικανό (ΑΚ 127 επ), θα πρέπει η δήλωση βουλήσεώς του να είναι σπουδαία και σοβαρή (ΑΚ 138 – εικονικότητα), να μην πάσχει από ελαττώματα της βουλήσεως (πλάνη-ΑΚ 140 επ, απάτη-ΑΚ 147 επ, απειλή-ΑΚ 150 επ) και να περιβληθεί τον αναγκαίο συστατικό τύπο που ορίζει ο νόμος ή έχουν ορίσει τα μέρη (ΑΚ 158-159). Επίσης θα πρέπει η δικαιοπραξία να μην αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου  (ή να μην επιχειρείται κατά καταστρατήγηση του  in fraudem legis βλ ΑΚ 174) και το περιεχόμενό της ή οι σκοποί των δικαιοπρακτούντων να μην προσκρούουν στα χρηστά ήθη  (ΑΚ 178-179) κλπ. Τέλος, εφαρμόζονται για τις εμπράγματες δικαιοπραξίες, οι διατάξεις για τις αιρέσεις και προθεσμίες (ΑΚ 201 επ) όπως και οι διατάξεις για την αντιπροσώπευση στην κατάρτιση των δικαιοπραξιών (ΑΚ 211 επ.).
Επειδή συνήθως η εμπράγματη δικαιοπραξία καταρτίζεται ταυτόχρονα με την υποσχετική, που αποτελεί την υποκείμενη αιτία της, η έλλειψη κάποιας προϋπόθεσης του κύρους ή η ύπαρξη κάποιου ελαττώματος της βούλησης αφορά κατά κανόνα και τις δύο δικαιοπραξίες. Είναι δυνατό όμως η ακυρότητα ή η ακυρωσία να πλήττει μόνο την υποσχετική ή μόνο την εμπράγματη δικαιοπραξία.
Στην περίπτωση των αισχροκερδών δικαιοπραξιών της ΑΚ 179 ο νόμος απαγγέλει ακυρότητα που κατά την κρατούσα άποψη είναι απόλυτη και μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, ακόμη και από το πρόσωπο το οποίο μετήλθε την εκμετάλλευση.
Απόλυτη εικονικότητα υπάρχει όταν η αληθινή βούληση αυτού ή αυτών που μετέρχονται την εικονικότητα είναι ολότελα (ή απόλυτα) αρνητική στην επέλευση  οποιασδήποτε έννομης μεταβολής και κινείται με αποκλειστικό στόχο την πρόκληση της πίστης των τρίτων για το αντίθετο (πχ εικονική πώληση και μεταβίβαση ακινήτου προς αποφυγή κατάσχεσης της περιουσίας από τους δανειστές).
Για σχετική εικονικότητα γίνεται λόγος όταν η βούληση αυτού ή αυτών που μετέρχονται την εικονικότητα δεν είναι ολότελα (ή απόλυτα) αρνητική στην επέλευση οποιασδήποτε έννομης μεταβολής, αλλά εν μέρει (ή σχετικά) αρνητική, δηλαδή οι δικαιοπρακτούντες από τη μία μεριά δεν επιθυμούν την παραγωγή των εννόμων συνεπειών μιας άλλης δικαιοπραξίας, την οποία δεν θέλουν να εμφανίσουν στον εξωτερικό κόσμο και για αυτό την καλύπτουν κάτω από την εικονική (πχ ενώ επιδιώκεται η δωρεά ενός ακινήτου, συμφωνείται εικονικά η πώλησή του, προς αποφυγή της υψηλής φορολογίας των δωρεών, και ακολουθεί η μεταβίβαση του ακινήτου με την εικονική αιτία). Η αληθινή δικαιοπραξία, η οποία υποκρύπτεται από την εικονική, ονομάζεται καλυπτόμενη και η τύχη της ρυθμίζεται από την ΑΚ 138 παρ. 2. Σύμφωνα με την προκείμενη διάταξη, για να ισχύσει η καλυπτόμενη δικαιοπραξία θα πρέπει να θέλουν αληθινά την ισχύ της οι δικαιοπρακτούντες και να συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Έτσι θα πρέπει για την καλυπτόμενη δικαιοπραξία να έχει τηρηθεί και ο τυχόν προβλεπόμενος νόμιμος συστατικός τύπος.  Όπως επικρατεί όμως στη θεωρία και τη νομολογία, για να πληρούται η τελευταία προϋπόθεση αρκεί να έχει τηρηθεί ο νόμιμος τύπος που προβλέπεται για την εικονική δικαιοπραξία, ακόμη και αν με τον τύπο αυτό δεν έχει περιβληθεί η αληθινή βούληση των μερών, η οποία αποτελεί περιεχόμενο της καλυπτόμενης. Διαφορετικά, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα ματαιωνόταν ο σκοπός της εικονικότητας, με συνέπεια να ματαιώνεται και ο νομοθετικός σκοπός να περισωθεί η καλυπτόμενη δικαιοπραξία που πραγματικά θέλησαν τα μέρη.  Έτσι για παράδειγμα, στην περίπτωση της εικονικής πώλησης ακινήτου που υποκρύπτει δωρεά, ο συμβολαιογραφικός τύπος που τηρήθηκε για την εικονική πώληση, ισχύει και για την καλυπτόμενη δωρεά, αν και από το  συμβολαιογραφικό έγγραφο δεν προκύπτει η βούληση ελευθεριότητας του δωρητή. Η κατά τα παραπάνω ακυρότητα λόγω εικονικότητας πλήττει, ωστόσο, μόνο την ενοχική δικαιοπραξία της πώλησης και όχι την εμπράγματη δικαιοπραξία μεταβίβασης του ακινήτου, την οποία θέλησαν τα μέρη να ισχύσει ως τέτοια. Η τελευταία καθίσταται άκυρη μόνο λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της και λόγω της έλλειψης έγκυρης αιτίας, εάν για την πραγματική αιτία της, δηλαδή την καλυπτόμενη δωρεά, δεν τηρήθηκε ο νόμιμος συστατικός τύπος. Στην πώληση ακινήτου όμως αρκεί η τήρηση του συμβολαιογραφικού εγγράφου για την εικονική πώληση, ώστε να θεωρηθεί ότι τηρήθηκε ο συστατικός τύπος και για την καλυπτόμενη δωρεά (ΑΚ 498 παρ. 1) Αντίθετα, στη άτυπη εικονική πώληση κινητού, επειδή σε αυτήν δεν έχει τηρηθεί ο νόμιμος συστατικός τύπος της δωρεάς κινητού, η μεταβίβαση δεν είναι ισχυρή, εκτός  αν αυτή ισχυροποιηθεί με παράδοση του δωρηθέντος (ΑΚ 498 παρ 2).
Η εικονικότητα των δηλώσεων βουλήσεως μπορεί να αφορά και το τίμημα μιας πώλησης, όταν δηλαδή τα συμβαλλόμενα μέρη να επιθυμούν να καλύψουν με εικονική ως προς το τίμημα πώληση, μια άλλη πώληση με μικρότερο ή μεγαλύτερο τίμημα από αυτό που πραγματικά συμφωνήθηκε (κυρίως για να αποφύγουν την καταβολή φόρου μεταβίβασης που αναλογεί στο τίμημα).   Η εκποιητική δικαιοπραξία που επιχειρείται σε εκπλήρωση της πώλησης με το εικονικό τίμημα, είναι έγκυρη, ως έχουσα νόμιμη αιτία, είτε υπό την εκδοχή του κύρους της εικονικής πώλησης για το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα, είτε υπό την εκδοχή του κύρους της καλυπτόμενης, στο μέρος που το αληθώς συμφωνηθέν τίμημα καλύπτεται από τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου που έχει τηρηθεί για την εικονική. Σύμφωνη είναι και η νομολογία των δικαστηρίων μας, που δέχεται ότι η μη τήρηση του τύπου ως προς μέρος του τιμήματος, όταν συμφωνήθηκε τίμημα μεγαλύτερο από αυτό που αναγράφεται στο συμβόλαιο, δεν συνεπάγεται ακυρότητα όλης της σύμβασης, αλλά η σύμβαση είναι άκυρη μόνο κατά τη συμφωνία για το τίμημα που υπερβαίνει το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο, για το οποίο και μόνο δεν τηρήθηκε ο νόμιμος τύπος.
Συνήθης είναι ακόμη η περίπτωση (σχετικής) εικονικότητας περί το πρόσωπο, όταν δηλαδή η δικαιοπραξία καταρτίζεται με παρένθετο πρόσωπο και ο συμβαλλόμενος με το παρένθετο πρόσωπο γνωρίζει ότι το τελευταίος ενεργεί για κάποιο τρίτο πρόσωπο, χωρίς φυσικά ο τρίτος να αναφέρεται στη σύμβαση  γιατί τότε θα υπήρχε αντιπροσώπευση. Όταν η εικονικότητα αφορά το πρόσωπο του αγοραστή, κατά τη νομολογία, για να ισχύει η σύμβαση στο πρόσωπό του όχι του εμφανιζόμενου ως αγοραστή αλλά στον καλυπτόμενο από εκείνον, απαιτείται συμφωνία ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους (πωλητή-εμφανιζόμενο ως αγοραστή- καλυπτόμενο αγοραστή) ότι η πιο πάνω σύμβαση καταρτίζεται όχι με τον εμφανιζόμενο αλλά με το καλυπτόμενο από αυτόν πρόσωπο, που είναι ο αληθινός αγοραστής (ΑΚ 138 παρ.2) Στην περίπτωση αυτή που γίνεται στο όνομα του εικονικώς συμβαλλομένου ισχύει και για τον αληθινό, παρότι το πρόσωπο του τελευταίου δεν προκύπτει από το συμβολαιογραφικό έγγραφο.
Τέλος, όπως προκύπτει από την ΑΚ 139, η εικονικότητα δε μπορεί να προταθεί έναντι του καλόπιστου τρίτου, που συναλλάσσεται στηριζόμενος στη φαινομενική κατάσταση που δημιούργησε η εικονική δικαιοπραξία (για παράδειγμα ο τρίτος που αγοράζει το αυτοκίνητο από το φαινομενικό αγοραστή αποκτά την κυριότητα του πωλούμενου ακινήτου, αν και η κυριότητα είχε μεταβιβαστεί στον υποκρυπτόμενο αγοραστή).

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΚΥΡΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ
Εφόσον λείπει κάποιο από τα στοιχεία που είναι κατά νόμο απαραίτητο για το κύρος της εμπράγματης δικαιοπραξίας, η δικαιοπραξία, κατά πλάσμα του νόμου «λογίζεται  ως μη γενόμενη» δηλαδή δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές της (βλ. ΑΚ 180).
Αν πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα (πχ ΑΚ 159, 174, 178, 179) κατά κανόνα αυτή δεν είναι θεραπεύσιμη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις (πχ ΑΚ 159 παρ 2, 498 παρ 2, 1872 περ 2).
Αντίθετα, η σχετική ακυρότητα μπορεί να θεραπευτεί, αν αυτός που δικαιούται να την επικαλεστεί παραιτηθεί με οποιονδήποτε τρόπο από το σχετικό δικαίωμά του.
Σε περίπτωση επικύρωσης της απόλυτης άκυρης δικαιοπραξίας, η επικύρωση ισχύει σαν νέα κατάρτισή της (ΑΚ 183). Δυνατή είναι ακόμη και η μετατροπή της άκυρης δικαιοπραξίας με τις προϋποθέσεις της ΑΚ 182.
Η ακυρότητα αποτελεί την οξύτερη αποδοκιμασία δικαιοπραξίας από την έννομη τάξη και η άκυρη δικαιοπραξία έχει ουσιαστικά εξωτερική μόνο ύπαρξη. Το νομικό πλάσμα που καθιερώνεται στο άρθρο 180 του ΑΚ έχει την έννοια, ότι η άκυρη δικαιοπραξία δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές της. Ας σημειωθεί ωστόσο, ότι αυτό μπορεί να μην ανταποκρίνεται πολλές φορές απόλυτα στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, αν ο λόγος ακυρότητας συνέτρεχε μόνο κατά την κατάρτιση της πώλησης κινητού (ΑΚ 513) και όχι κατά την κατάρτιση της αναιτιώδους μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας του (ΑΚ 1034), ο αγοραστής έχει μόνο ενοχική υποχρέωση για απόδοση του πλουτισμού (ΑΚ 904 επ).  Σε συνέπεια με το πλάσμα που καθιερώνεται στο άρθρο 180 ΑΚ, ο νόμος δεν παρέχει αγωγή για κήρυξη της ακυρότητας της εμπράγματης δικαιοπραξίας. Δυνατή είναι μόνο η άσκηση αναγνωριστικής της ακυρότητας αγωγής, εφόσον δικαιολογείται ειδικό έννομο συμφέρον η οποία δεν υπόκειται σε παραγραφή.
Όταν όμως πρόκειται για ακυρώσιμη δικαιοπραξία, λόγω ύπαρξης ελαττωμάτων στη δήλωση βουλήσεως, η δικαιοπραξία θεωρείται έγκυρη μέχρι την ακύρωσή της με διαπλαστική δικαστική απόφαση (βλ. ΑΚ 154-155). Μετά την τελεσιδικία της σχετικής απόφασης, η ακυρώσιμη δικαιοπραξία εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, δηλαδή ανατρέπονται αναδρομικώς και αυτοδικαίως οι συνέπειές της, με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν εμπράγματα που τρίτος απέκτησε από σύμβαση που ακυρώθηκε (ΑΚ 184), καθώς ο τελευταίος είναι δύσκολο να γνωρίζει τα εσωτερικά ελαττώματα της δικαιοπραξίας (προβλ. ΑΚ 1036, 1143, 1203, 1204, 1215 και 1963).
Τόσο οι άκυρες όσο και οι ακυρώσιμες δικαιοπραξίες ανήκουν στην κατηγορία των ελαττωματικών (ανίσχυρων) δικαιοπραξιών.  Η πρώτη πλήττει βαθύτερα τη δικαιοπραξία καθώς το ελάττωμα που την βαρύνει  είναι εξωτερικό και εμφανές, ενώ στην ακυρώσιμη το ελάττωμα είναι εσωτερικό.
Κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας είναι δυνατόν να συντρέχουν περισσότεροι λόγοι που την καθιστούν ταυτόχρονα άκυρη (πχ λόγω αντίθεσης της στα χρηστά ήθη ή λόγω εικονικότητας) και ακυρώσιμη (πχ πλάνη ή απειλή) με αποτέλεσμα η δικαιοπραξία να πλήττεται από έναν ή περισσότερους λόγους ακυρότητας ενώ παράλληλα η δηλωθείσα βούληση του δικαιοπρακτούντος να βαρύνεται με ελάττωμα (πλάνη, απάτη, απειλή) που του παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Κατά την κρατούσα άποψη, η εν προκειμένω περίπτωση υφίσταται περίπτωση συρροής νόμων και επομένως όσο συγκεκριμένη διάταξη δεν αποκλείει την εφαρμογή άλλης, επέρχονται οι έννομες συνέπειες ανάλογα με την επιλογή ου θα κάνει ο δικαιούχος και η ακυρότητα της δικαιοπραξίας δεν αποκλείει την εκ νέου ακύρωσή της.  Η διπλή αυτή ενέργεια πολλές φορές είναι χρήσιμη και από πρακτική άποψη πχ αυτός που πέτυχε την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω πλάνης μπορεί, εφόσον πετύχει και την ακύρωσή της λόγω απάτης, να απαλλαγεί από την υποχρέωση για καταβολή του αρνητικού διαφέροντος (ΑΚ 145) και να ζητήσει αποζημίωση από αυτόν που τον εξαπάτησε (ΑΚ 149).


ΚΤΗΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΗ
ΑΚ 1033 «Για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή».
Ειδικότερα:
(α) Κυριότητα του μεταβιβάζοντος.
Κατά γενική αρχή του δικαίου, απαραίτητη προϋπόθεση κάθε διάθεσης είναι να έχει ο εκποιών το εκποιούμενο δικαίωμα. Έτσι για τη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου απαιτείται, καταρχήν, η ύπαρξη κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος κατά το χρόνο της μεταβίβασης.
(β) Μεταβιβαστική συμφωνία η οποία πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου (ΑΚ 159 παρ. 1).
(γ) Νόμιμη αιτία. Κατά ΑΚ 1033 η συμφωνία για μεταβίβαση της κυριότητας είναι αιτιώδης αφού πρέπει να γίνεται για «κάποια νόμιμη αιτία». Όπως παρατηρείται, η διάταξη δεν περιορίζεται στην ύπαρξη αιτίας για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, αλλά επιβάλλει την ύπαρξη νόμιμης αιτίας (έγκυρη).
Επομένως, το κύρος της αιτιώδους εμπράγματης σύμβασης θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη και το κύρος της νόμιμης αιτίας της. Αν δεν συντρέχει νόμιμη αιτία, η σύμβαση για μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου θα είναι άκυρη κατά ΑΚ 174. («δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη»).
Η νόμιμη αιτία πρέπει να μνημονεύεται ειδικά στο συμβόλαιο, με την έννοια ότι δεν αρκεί να αναγράφεται ότι μεταβιβάζεται η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, αλλά πρέπει να αναγράφεται αι ο συγκεκριμένος λόγος της μεταβίβασης πχ πώληση, δωρεά κλπ γιατί διαφορετικά δεν μετατίθεται το δικαίωμα κυριότητας.
Ωστόσο, παρά τον αιτιώδη χαρακτήρα της εμπράγματης σύμβασης της ΑΚ 1033, ο νόμος με ειδικές διατάξεις έχει προβλέψει προστασία των συναλλασσομένων σε περιπτώσεις ελαττωματικότητας της αιτίας (βλ. ΑΚ 139, 1203-1204).
(δ) Μεταγραφή στα βιβλία μεταγραφών.
Σύμφωνα με το σύστημα των βιβλίων μεταγραφών και υποθηκών, οι εμπράγματες δικαιοπραξίες που αφορούν ακίνητα μεταγράφονται στα βιβλία μεταγραφών, ενώ ειδικά για την υποθήκη  απαιτείται εγγραφή στα βιβλία υποθηκών. Χωρίς μεταγραφή, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 1192 εδάφια 1-4 και 1193 του ΑΚ, δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου ή η σύσταση, μετάθεση, κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος πάνω στο ακίνητο (άρθρο 1198).
Ειδικότερα κατά το άρθρο 1192 αρ. 1 του ΑΚ, σε μεταγραφή υπόκεινται όλες οι εν ζωή δικαιοπραξίες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αιτία θανάτου δωρεές, με τις οποίες συνίσταται, μετατίθεται, καταργείται εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο. Η δικαιοπραξία μπορεί να τελεί και υπό αίρεση ή προθεσμία, αναβλητική ή διαλυτική.
Η μεταγραφή δεν διενεργείται αυτεπάγγελτα από τον μεταγραφοφύλακα, αλλά προϋποθέτει αίτηση προσώπου που δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς τούτο (ΑΚ 1194 παρ. 2).
Με την μεταγραφή δεν θεραπεύονται τυχόν ελαττώματα (ουσιαστικά ή τυπικά) της μεταγραφόμενης δικαιοπραξίας και επομένως, δεν αίρονται οι λόγοι ακυρότητας ή ακυρωσίας της εμπράγματης δικαιοπραξίας.
Η μεταγραφή που διενεργεί ο μεταγραφοφύλακας θεωρείται πράξη της δημόσιας αρχής και όχι δικαιοπραξία.

ΚΤΗΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΙΝΗΤΟΥ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΠΟ ΚΥΡΙΟ
Η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης της κυριότητας κινητού διασκευάζεται στο νόμο, ως αναιτιώδης ή αφηρημένη, δηλαδή επάγεται τη μετάθεση της κυριότητας ανεξάρτητα από την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας της.
Κατ΄ ΑΚ 1034 για την κτήση κυριότητας κινητού με σύμβαση απαιτείται «παράδοση της νομής του από τον κύριο σε αυτόν που την αποκτά και συμφωνία των δύο ότι μετατίθεται η κυριότητα».
Αναλυτικότερα:
(α) Κυριότητα του μεταβιβάζοντος.
Απαραίτητη αρχή κάθε διάθεσης είναι να έχει ο εκποιών το εκποιούμενο δικαίωμα. Στην περίπτωση των κινητών εξακολουθεί να ισχύει η αρχή αυτή ως βασικός κανόνας, με τη σημαντικότερη όμως εξαίρεση της κτήσης κυριότητας από καλόπιστο τρίτο παρά μη κυρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 1036 επ., όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια.
(β) Συμφωνία.
Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της ΑΚ 1034, η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης της κυριότητας συντίθεται από τη συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος ότι η κυριότητα μετατίθεται στον αποκτώντα και την παράδοση της νομής. Η συμφωνία αυτή για μετάθεση κυριότητας αποτελεί ένα στοιχείο της μεταβιβαστικής σύμβασης.
(γ) Παράδοση της νομής.
Η συμφωνία παράδοσης της νομής κατά ΑΚ 976 εδ β, 977 και 978 αποτελεί, κατά την κρατούσα άποψη, δικαιοπραξία και υπόκειται, επομένως, στις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Πρόκειται για σύμβαση αφηρημένη ή αναιτιώδη αφού οι ΑΚ 976 εδ β, 977 και 978 δεν απαιτούν την ύπαρξη νόμιμης αιτίας.  Επομένως, αν η αιτία για οποιοδήποτε λόγο είναι άκυρη, η νομή του πράγματος (κινητού ή ακινήτου) έγκυρα μεταβιβάζεται στον αποκτώντα. (μπορεί όμως να ζητηθεί η αναμεταβίβασή της με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ΑΚ 904 επ.).

ΚΤΗΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΙΝΗΤΟΥ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΑ ΜΗ ΚΥΡΙΟΥ
Στα άρθρα 1036-1040 ο ΑΚ καθιερώνει τη δυνατότητα κτήσης κινητού από μη κύριο, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: ι) ύπαρξη συμφωνίας ανάμεσα στο μεταβιβάζοντα μη κύριο και στον αποκτώντα για μεταβίβαση της κυριότητας ιι) παράδοση της νομής ιιι) έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος και vi) καλή πίστη του αποκτώντος.
Αναλυτικότερα:
(α) Η παράδοση της νομής.
Η παράδοση της νομής πρέπει να είναι υλική δηλαδή ο καλόπιστος τρίτος να αποκτά συγχρόνως και τη σωματική εξουσία πάνω στο πράγμα κατ΄ ΑΚ 976 εδ α και β ή 978.
(β) Η καλή πίστη.
Η καλή πίστη έχει την έννοια είτε της ύπαρξης πεποίθησης στον αποκτώντα για την ύπαρξη κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος είτε της άγνοιας της έλλειψης της και πρέπει να οφείλεται σε πλάνη (πραγματική ή νομική) χωρίς βαριά αμέλεια.
Η καλή πίστη του αποκτώντος καλύπτει μόνο την έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος και δεν θεραπεύει την έλλειψη των υπόλοιπων όρων της εμπράγματης μεταβιβαστικής σύμβασης την οποία προϋποθέτει κατά τα λοιπά ως έγκυρη.
Η καλή πίστη πρέπει να υπάρχει «κατά το χρόνο παράδοσης της νομής» ήτοι κατά την έναρξη της φυσικής εξουσίασης πάνω στο πράγμα (976 εδ α) ή στη μακρά και βραχεία χειρί παράδοση (ΑΚ 976 εδ β), κατά την κατάρτιση της μεταβιβαστικής συμφωνίας ή κατά τη μεταβίβαση του αποθετηρίου εγγράφου ή της φορτωτικής (ΑΚ 978).
Αν και ο καλόπιστος τρίτος γίνεται κατά ΑΚ 1036 πρωτότυπα κύριος και μπορεί πλέον να μεταβιβάσει το κινητό έγκυρα σε οποιονδήποτε τρίτο, ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, με τελολογική ερμηνεία της ΑΚ 1036 (που αποσκοπεί μόνο στην προστασία του καλόπιστου τρίτου) τυχόν αναμεταβίβαση του κινητού στον εκποιήσαντα μη κύριο δεν μπορεί να οδηγεί πάντα σε κτήση της κυριότητας από αυτόν.
Κατ΄ εξαίρεση η καλόπιστη κτήση κινητού από μη κύριο δεν είναι δυνατό «αν το μεταβιβαζόμενο έχει ξεφύγει από τη νομή του κυρίου με κλοπή ή με απώλεια (κλοπιμαία – απολωλότα ΑΚ 1038), οπότε το κινητό φέρει το στίγμα του κλοπιμαίου ή απολωλότος στα χέρια οποιουδήποτε και αν βρίσκεται μέχρι να επανέλθει στη νομή του κυρίου. Μέχρι τότε καλόπιστη κτήση κυριότητας πάνω σε αυτό δεν είναι δυνατή.
Η ανωτέρω εξαίρεση της ΑΚ 1038 δεν ισχύει, όμως, ως προς τα χρήματα, τους ανώνυμους τίτλους και ως προς άλλα κινητά που εκποιούνται σε δημόσιο πλειστηριασμό (εκούσιο ή αναγκαστικό) ή σε εμπορική πανήγυρη ή αγορά (ΑΚ 1039). Τα κινητά αυτά, αν και κλοπιμαία ή απολωλότα, εφόσον συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 1036, είναι δεκτικά καλόπιστης κτήσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου