Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Εισαγωγικά:

Κατά κανόνα στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, η Κυβέρνηση έχει την αποκλειστική ευθύνη της γενικής πολιτικής της χώρας.  Έτσι, και το ελληνικό Σύνταγμα ορίζει ότι η Κυβέρνηση είναι αρμόδια να κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας και τον Πρωθυπουργό αρμόδιο να εξασφαλίζει την ενότητα της Κυβέρνησης και να την κατευθύνει (άρθ.82 παρ.1, 2).
Η Κυβέρνηση ως συλλογικό όργανο είναι
α) συνεχές, δηλ. δεν διακόπτει ποτέ την λειτουργία της
β) ιεραρχικά δομημένο.
Επικεφαλής της Κυβέρνησης τίθεται ο Πρωθυπουργός (ετυμολ.: «πρώτος+υπουργός»=> ο πρώτος μεταξύ των υπουργών) που ελέγχει εάν οι Υπουργοί εφαρμόζουν τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Τυπικά, οι Υπουργοί δεν οφείλουν να υπακούν στον Πρωθυπουργό, παρά μόνο στις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Στην πράξη όμως, η κυρίαρχη θέση του Πρωθυπουργού στο πολίτευμα υποχρεώνει κάθε μέλος της Κυβέρνησης να υπακούει στις εντολές του, παράλληλα δε σημειώνουμε ότι η θέση του κατά κανόνα ενισχύεται σε μονοκομματικές Κυβερνήσεις. 
            Προς αποφυγή παρανοήσεων, ήδη εξαρχής ξεκαθαρίζουμε ότι οι όροι:
§         Κυβέρνηση =Υπουργικό Συμβούλιο (είναι συνώνυμοι)
§         Πρωθυπουργός = Πρόεδρος της Κυβέρνησης (είναι συνώνυμοι)
§         Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου= Υπουργός Επικρατείας (είναι συνώνυμοι)
1. ΕΙΔΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ
Το Σ γνωρίζει δύο είδη:
1. Πολιτική κυβέρνηση: ενν. η Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής
2. Εκλογική κυβέρνηση: η Κυβέρνηση που έχει σκοπό την διεξαγωγή γενικών βουλευτικών εκλογών. Είδη: α) πολιτική εκλογική, β) υπηρεσιακή εκλογική
Στο λεξιλόγιο της πολιτικής χρησιμοποιούνται, όμως και οι εξής όροι:
  • Μονοκομματική κυβέρνηση
  • Κυβέρνηση συνεργασίας: Κυβέρνηση δικομματική ή πολυκομματική
  • Οικουμενική κυβέρνηση: όταν, σε κρίσιμες περιστάσεις η Κυβέρνηση σχηματίζεται με ομοφωνία των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή
  • Κυβέρνηση μειοψηφίας ή «ανοχής» : εφαρμογή του άρθ.84 παρ.6 (απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων > 2/5 του συνόλου = 50% +1 > 120 βουλευτές)

2. ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ
άρθρο 81
Με προεδρικό διάταγμα, ο Πρωθυπουργός καθορίζει αν η Κυβέρνηση θα έχει Αντιπρόεδρο/ους, που θα είναι ένας ή περισσότεροι Υπουργοί. Δεν μπορούν να ορισθούν Αντιπρόεδροι οι Υφυπουργοί.
Με τυπικό νόμο ορίζονται οι Αναπληρωτές Υπουργοί και οι Υπουργοί Επικρατείας. Το Σύνταγμα δεν αναφέρει ρητά εάν οι Αναπληρωτές Υπουργοί και οι Υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου μπορούν να διορίζονται και Αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης και η θεωρία διχάζεται επ’ αυτού. Πάντως, σύμφωνα με το ν. 1558/1985, αν διορισθεί Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ένας Υπουργός, με προεδρικό διάταγμα εκδιδόμενο μετά από πρόταση του Πρωθυπουργού μπορεί να απαλλαγεί από τα υπουργικά του καθήκοντα, δίχως όμως να χάνει το υπουργικό του αξίωμα.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, στο Υπουργικό Συμβούλιο συμμετέχουν ex officio (δηλ. λόγω της θέσης τους) ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί, καθώς και οι Αναπληρωτές Υπουργοί και οι Υπουργοί Επικρατείας, εφ’ όσον οι δύο τελευταίες κατηγορίες υπάρχουν. Αυτοί είναι τα μέλη της Κυβέρνησης.
Οι Υφυπουργοί δεν αποτελούν κατά το Σύνταγμα μέλη της Κυβέρνησης,  μπορούν όμως να συμμετέχουν στο Υπουργικό Συμβούλιο αν το προβλέπει ο νόμος (σήμερα ισχύει ο νόμος 1558/1985, ο οποίος προβλέπει ότι οι Υφυπουργοί μπορούν να συμμετέχουν στο Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς δικαίωμα ψήφου, μετά από πρόσκληση του Πρωθυπουργού). Οι δε Μόνιμοι Υπηρεσιακοί Υπουργοί οι οποίο δεν έχουν υπάρξει μέχρι σήμερα (άρθρο 81 παρ.1 στο τέλος) θεωρούνται ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι και όχι μέλη της Κυβέρνησης.
Το Σύνταγμα δεν θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη της βουλευτικής ιδιότητας για το διορισμό κάποιου ως μέλους της Κυβέρνησης. Επιβάλλει, όμως, να συντρέχουν σε αυτόν τα προσόντα εκλογής στο βουλευτικό αξίωμα.
Ασυμβίβαστα: πιο γενικά απ’ ότι για τους Βουλευτές ορίζει το Σ ότι αναστέλλεται οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων των Υπουργών και των Υφυπουργών και παραπέμπει στο νόμο. Το ίδιο προβλέπεται και για τον Πρόεδρο της Βουλής. Ο νόμος (1558/85) προβλέπει:
§         αυτοδίκαιη αναστολή της άσκησης καθηκόντων οποιασδήποτε θέσης σε  ΝΠΔΔ που κατείχε το μέλος της Κυβέρνσης ή ο Υφυπουργός, από την ημέρα διορισμού του ως τέτοιου
§         απαγόρευση στα πρόσωπα αυτά να συνάπτουν οποιαδήποτε μορφής σύμβαση με το Δημόσιο ή άλλα ΝΠΔΔ, από την οποία γεννάται οποιοδήποτε όφελος υπέρ αυτών ή τριτων
§         συνέπεια παράβασης των παραπάνω: α) ακυρότητα σύμβασης β) ευθύνη μελών Κυβέρνησης κατά το νόμο περί ευθύνης Υπουργών
2.1. Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
- ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ: αρ. 38 παρ. 2 (αν παραιτηθεί ή εκλείψει)> ομιλούμε για αντικατάσταση Πρωθυπουργού, όπου μέχρι να αναδειχθεί προσωρινά ασκούν τα καθήκοντα του Πρωθυπουργού Αντιπρόεδρος ή Υπουργός (αναλυτικά σελ. 597 επ. Μαυριά, περίπτωση Παπαδήμου στη σελ. 599)
αρ. 81 παρ. 5: ομιλούμε για αναπλήρωση Πρωθυπουργού (αυτοδίκαιη, εκούσια). Οι αρμοδιότητες του αναπληρούντος (σελ. 603 Μαυριά)
3. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Το Σύνταγμα δεν προβλέπει άλλο όργανο πέραν του Υπουργικού Συμβουλίου (ΥΣ) και παραπέμπει στον νόμο ως προς «τα σχετικά με την σύνθεση (ενν. συγκρότηση) και λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου». Οι Υπουργοί διορίζονται με διάταγμα που προκαλεί ο Πρωθυπουργός.
Ο νόμος προβλέπει την ανάθεση αρμοδιοτήτων του ΥΣ σε ολιγομελείς σχηματισμούς του (συμβούλια και επιτροπές), υπό την μορφή της επεξεργασίας και λήψης αποφάσεων, χωρίς ποτέ να στερείται το ίδιο το ΥΣ την παράλληλη άσκηση της αρμοδιότητας. Έτσι, το ΥΣ μπορεί να μεταβιβάζει αρμοδιότητες των μελών της Κυβέρνησης σε μέλος ή μέλη του, σε υφιστάμενους ή σε συνιστώμενους σχηματισμούς (διυπουργικά συμβούλια/επιτροπές), με πράξεις του  που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΠΥΣ). Συνεπώς, επιτρέπεται η πρόβλεψη ολιγομελών επιμέρους συνθέσεων του ΥΣ που διατηρούν τον ενιαίο χαρακτήρα της κυβερνητικής λειτουργίας. Κρίνεται αντίθετη προς το Σύνταγμα η θέσπιση κυβερνητικών συμβουλίων ή επιτροπών, που θα λειτουργούσαν ως αυτοτελή κέντρα λήψης κυβερνητικών αποφάσεων στερώντας το ΥΣ από μέρος των αρμοδιοτήτων του.
Το ΥΣ διαθέτει γραμματεία υπαγόμενη απευθείας στον Πρωθυπουργό, που διορίζει και παύει το προσωπικό της.
Με την αναθεώρηση του 2001, στις νέες παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 82, κατοχυρώνονται συνταγματικά δύο μείζονα συμβουλευτικά όργανα της Κυβέρνησης, μέσα από τα οποία διασφαλίζεται ο κοινωνικός διάλογος, αλλά και η ευρύτερη συναίνεση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Με την παράγραφο 3 κατοχυρώνεται και συνταγματικά η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή με αρμοδιότητες: α. την διεξαγωγή διαλόγου για την οικονομική και κοινωνική πολιτική της χώρας, β. την διατύπωση γνώμης στα σχετικά νομοσχέδια. Η διάταξη δεν προβλέπει ποιοί θα συμμετέχουν σε αυτή την Επιτροπή. Με την παράγραφο 4 θεσπίζεται το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, όπου δεν ορίζονται οι αρμοδιότητες, ορίζεται όμως η συμμετοχή εκπροσώπων των κομμάτων της Βουλής και προσώπων με ειδικές γνώσεις ή εμπειρία.
4.  Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ (84)
Το άρθρο 37 του Συντάγματος οργανώνει διαδικαστικά την ανάδειξη της Κυβέρνησης. Η αρχή της δεδηλωμένης συνδέεται με το πρόσωπο του πρωθυπουργού και την δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών που πρέπει να διαθέτει για να του ανατεθεί η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Α. ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΤΑΝ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑ Ή ΕΝΑΣ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΕΧΕΙ ΕΚΛΕΞΕΙ ΑΝΩ ΤΩΝ 151 ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ
Εάν ένα κόμμα έχει 151 έδρες ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να διορίσει τον αρχηγό του ως Πρωθυπουργό (δλδ., ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να του δώσει την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης). Ο Πρωθυπουργός ορίζει μόνος του, ή σε συνεργασία με το κόμμα του, τα μέλη της Κυβέρνησης. Αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σε αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση των διερευνητικών εντολών. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή ο Πρωθυπουργός είναι πάντα βουλευτής. Η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης δίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον αρχηγό του κόμματος διότι υπάρχει το (μαχητό) τεκμήριο της στήριξης του διοριζόμενου Πρωθυπουργού από όλους τους βουλευτές που εξελέγησαν υπό τη σημαία του κόμματός του.
Β. ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΤΑΝ ΚΑΝΕΝΑ ΚΟΜΜΑ Ή ΚΑΝΕΝΑΣ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΚΛΕΞΕΙ ΑΝΩ ΤΩΝ 151 ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ
Στην περίπτωση που κανένα κόμμα δεν συγκεντρώνει 151 έδρες, εκκινεί η διαδικασία των διερευνητικών εντολών, προκειμένου να σχηματισθεί Κυβέρνηση που θα λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει  την πρώτη διερευνητική εντολή στον αρχηγό του πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος, δηλ. σε εκείνον που διαθέτει την σχετική πλειοψηφία των εδρών. Στόχος της διερευνητικής εντολής είναι να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που θα λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Εάν η διερευνητική εντολή δεν τελεσφορήσει εντός τριών ημερών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει την δεύτερη διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου κόμματος και σε περίπτωση αποτυχίας του στον αρχηγό του τρίτου κόμματος. Εάν υπάρχει τρίτο και τέταρτο κόμμα με ίσο αριθμό εδρών, τότε δίνεται η διερευνητική εντολή και στον αρχηγό του τέταρτου κόμματος.
Εάν η διαδικασία των διερευνητικών εντολών αποβεί άκαρπη, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κάνει μία τελευταία προσπάθεια για τον σχηματισμό Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής: καλεί τους αρχηγούς όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Βουλή, προκειμένου να πεισθούν για τον σχηματισμό Κυβέρνησης από δύο ή περισσότερα κόμματα. Καλούνται όλα τα κόμματα που εξελέγησαν στη Βουλή, ασχέτως του αριθμού των βουλευτών τους, ασχέτως δηλ. αν συγκροτούν κοινοβουλευτική ομάδα. Η κοινοβουλευτική ομάδα συγκροτείται όταν ο ελάχιστος αριθμός βουλευτών του κόμματος είναι 10 βουλευτές. Μπορεί να αρκούν και 5 βουλευτές εάν το κόμμα τους έλαβε μέρος στις εκλογές έχοντας συνδυασμούς στα 2/3, τουλάχιστον, των εκλογικών περιφερειών και έλαβε 3% τουλάχιστον έγκυρες ψήφους σε όλη την επικράτεια.
Πρωθυπουργός θα διορισθεί αυτός που συγκεντρώνει την προφανή και βέβαιη εμπιστοσύνη τουλάχιστον 151 βουλευτών. Η εκτίμηση αυτή για το πρόσωπο του Πρωθυπουργού είναι στην πραγματικότητα ένα τεκμήριο, ότι πράγματι διαθέτει την εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών. Το πρόσωπο του Πρωθυπουργού υποδεικνύεται στον Πρόεδρο από τα κόμματα που δηλώνουν ότι θα στηρίξουν την Κυβέρνησή του ( μια έκφανση της «αρχής της δεδηλωμένης»).
Σε κάθε περίπτωση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να είναι βέβαιος, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ο διοριζόμενος πρωθυπουργός διαθέτει την στήριξη τουλάχιστον 151 βουλευτών, δηλ. εφαρμόζεται στο πρόσωπο του πρωθυπουργού η αρχή της δεδηλωμένης.
5. Η ΑΝΑΓΚΗ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ (αρ. 84)
Α. ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΨΗΦΟΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
Μετά τον διορισμό και την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, αυτός έχει περιθώριο δεκαπέντε ημερών για να επιλέξει τα μέλη της Κυβέρνησής του. Εντός του χρόνου των δεκαπέντε ημερών, η Κυβέρνηση οφείλει να παρουσιασθεί στην Βουλή και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Για να γίνει δεκτή η πρόταση εμπιστοσύνης θα πρέπει να εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων, δηλ. 120 βουλευτών [άρθ. 84]. Στην περίπτωση που εκλεγεί κυβέρνηση με την θετική ψήφο 120-150 βουλευτών, τότε έχουμε κυβέρνηση μειοψηφίας, που δύσκολα μπορεί να κυβερνήσει. Έως σήμερα, υπό το Σύνταγμα του 1975,  δεν έχει υπάρξει κυβέρνηση μειοψηφίας.
Την ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή ζητεί υποχρεωτικά ο Πρωθυπουργός είτε μετά τις εκλογές, είτε μετά τον σχηματισμό νέας Κυβέρνησης (εννοείται με άλλη κομματική σύνθεση), που ανέκυψε κατά την ίδια βουλευτική περίοδο, είτε εάν αποχωρήσει ο Πρωθυπουργός, πάλι κατά τη διάρκεια της ίδιας βουλευτικής περιόδου.
Β. ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΠΟΥ ΘΑ ΛΑΒΕΙ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ-ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ
            Στην περίπτωση που οι αρχηγοί των κομμάτων δεν συμφωνήσουν στο πρόσωπο του πρωθυπουργού και στον σχηματισμό Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, μόνη διέξοδος είναι η επανάληψη των εκλογών. Μένει λοιπόν ο σχηματισμός εκλογικής Κυβέρνησης, είτε πολιτικής εκλογικής, είτε υπηρεσιακής εκλογικής, με μοναδικό σκοπό να διεξαγάγει τις εκλογές. Εννοείται ότι οι εκλογικές Κυβερνήσεις δεν έχουν, κατ’ αρχήν, σκοπό να ζητήσουν ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή· εάν ωστόσο κατά την λειτουργία της εκλογικής κυβέρνησης προκύψει δυνατότητα συνεργασίας με συνέπεια να εξασφαλίζονται 151 βουλευτές και συμφωνία στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να διορίσει τον συμφωνηθέντα ως Πρωθυπουργό, ο οποίος θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή.
Για τον σχηματισμό πολιτικής εκλογικής Κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Βουλή με σκοπό να τους πείσει να συμφωνήσουν στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού και στον σχηματισμό εκλογικής Κυβέρνησης.
Εάν τα κόμματα δεν συμφωνήσουν ούτε σε αυτό, μόνη λύση είναι η υπηρεσιακή εκλογική Κυβέρνηση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει Πρωθυπουργό τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όποιον κρίνει ο ίδιος ως καταλληλότερο κατ’ ελεύθερη κρίση. Δεν χρειάζεται καμία αιτιολόγηση της προτίμησης του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον έναν από τους τρεις. Τα υπόλοιπα μέλη της Κυβέρνησης (που απαγορεύεται να είναι δικαστές) επιλέγονται από τον διορισθέντα Πρωθυπουργό με μοναδικό όρο, κατά το Σύνταγμα, να χαίρουν όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής. Αυτή είναι η μόνη περίπτωση όπου ο Πρωθυπουργός δεσμεύεται νομικά για την επιλογή των υπουργών της κυβέρνησής του.
Μετά τον σχηματισμό της εκλογικής Κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει την Βουλή και προκηρύσσει νέες εκλογές εντός τριάντα ημερών 
Γ. ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΨΗΦΟΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
– άρθ. 84 παρ.1 και 6
Ο Πρωθυπουργός μπορεί να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης οποτεδήποτε κατά την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου (δυνητική ψήφος εμπιστοσύνης).  Η πρόταση της δυνητικής ψήφου εμπιστοσύνης γίνεται δεκτή με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν και για την υποχρεωτική ψήφο εμπιστοσύνης, δηλαδή με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων, δηλ. 120 βουλευτών.
Δ. ΨΗΦΟΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ
Η Βουλή έχει το δικαίωμα να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από το ένα έκτο των βουλευτών (50 βουλευτές) και να περιλαμβάνει τα θέματα που θα συζητηθούν. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να κατατεθεί μόνο μετά την παρέλευση εξαμήνου από την απόρριψη προηγούμενης πρότασης. Το εξάμηνο δεν ισχύει εάν η πρόταση δυσπιστίας υπογράφεται από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.  Για να γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας πρέπει να εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές).
Η άρση της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την Κυβέρνηση, είτε μέσω της μη αποδοχής πρότασης εμπιστοσύνης, είτε μέσω της αποδοχής πρότασης δυσπιστίας, συνεπάγεται πάντα τον νομικό εξαναγκασμό της Κυβέρνησης σε παραίτηση. Αυτό επιτάσσει η αρχή του κοινοβουλευτισμού, όπως αυτός εκφράζεται, ανάμεσα σε άλλα, με την αρχή της δεδηλωμένης.
6. ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΔΙΑΚΡΙΝΟΥΜΕ ΣΕ:
§         Αρμοδιότητες εκ του Συντάγματος και αρμοδιότητες εκ των νόμων
§         Αρμοδιότητες των μονοπρόσωπων κυβερνητικών οργάνων (πρόεδρος κι αντοπρόεδρος/οι Κυβέρνησης, Υπουργοί, Επικρατείας και αναπληρωτών τους) και των Υφυπουργών.
7. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ (SOS)
όλα τα ελληνικά συντάγματα αναφέρονται στην ευθύνη των Υπουργών για πολιτικά εγκλήματα και για εγκλήματα σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τους
Η ευθύνη της Κυβέρνησης είναι δύο ειδών:
α. πολιτική ευθύνη (αρ. 85 του : συλλογικά υπεύθυνοι και ατομικά ο καθένας για τις πράξεις του).
Η πολιτική ευθύνη της Κυβέρνησης συνδέεται με την απώλεια της εμπιστοσύνης της Βουλής και έχει ως συνέπεια την υποχρεωτική παραίτηση. Πώς αναζητείται από τη Βουλή η πολιτική ευθύνη της Κυβέρνησης; -> ΜΕ ΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ, ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΘΥΜΙΖΟΥΜΕ ΟΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΟΜΦΗΣ Ή ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ!
β. νομική ευθύνη, (αρ. 86) που έχει δύο μορφές:
  • αστική ευθύνη: εφαρμογή διατάξεων 105 επ. ΕισΝΑΚ σε σχέση με την αστική ευθύνη του Δημοσίου
  • ποινική ευθύνη: Η ποινική ευθύνη των Υπουργών ρυθμίζεται από τα άρθρα 86 Σ., 153 επ. ΚτΒ και Ν. 3126/2003. Αν η αξιόποινη πράξη τελέσθηκε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αυτός δικάζεται από το ειδικό δικαστήριο που προβλέπεται στη διαδικασία που ορίζει το άρ. 86. Αν τελέσθηκε εκτός της άσκησης των καθηκόντων του, δικάζεται κατά τον Κώδικα Ποινικής δικονομίας και τον Ποινικό Κώδικα. Απαγορεύεται από το Σ η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών εγκλημάτων.
παραγραφή των αξιόποινων πράξεων των προσώπων αυτών: 5 έτη από την τέλεση, σε κάθε περίπτωση σε 10έτη από την ημέρα τέλεσης. Η παραγραφή όμως αναστέλλεται: α) όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας τελέσθηκε η πράξη β) όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία (ανάκριση κ.λπ.) γ)όσο διαρκεί η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (λήψη με απόλυτη πλειοψηφία-151, μετά από πρόταση 30 Βουλευτών) για την αναστολή της διώξης, της προδικασίας, ή της κύριας διαδικασίας
Εξάλειψη του αξιοποίνου: επέρχεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής Συνόδου της βουλευτικής περιόδου που ξεκινά μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εφόσον η Βουλή μέχρι τότε δεν έχει αποφασίσει τη δίωξη του Υπουργού ή Υφυπουργού.
Τρόπος άσκησης ποινικής δίωξης: προϋπόθεση αποτελεί η λήψη απόφασης από την Ολομέλεια της Βουλής με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών. Η πρόταση για τη  άσκηση δίωξης υποβάλλεται από 30 τουλάχιστον Βουλευτές, πρέπει δε να προσδιορίζει με σαφήνεια τις κολάσιμες πράξεις ή παραλείψεις του κατηγορούμενου προσώπου. Αν η απόφαση της Ολομέλειας είναι απορριπτική, απορρίπτεται η αίτηση ως προδήλως αβάσιμη. Αν γίνει δεκτή, συνίσταται ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Στη συνέχεια συνίσταται δωδεκαμελής επιτροπή Βουλευτών που έχουν τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, στο δε τέλος του έργου τους συντάσσουν Πόρισμα (+αποδεικτικά στοιχεία). Το Πόρισμα στη συνέχεια συζητείται στη Βουλή εντός ολίγων ημερών και στο τέλος γίνεται μυστική ψηφοφορία, όπου αποφασίζεται αν θα ασκηθεί τελικά δίωξη ή όχι στο  εν λόγω πρόσωπο. (Για τη συγκρότηση και τις αρμοδιότηες του Ειδικού Δικαστηρίου του αρ. 86, παραπέμπω στις σελ. 636-7 του εγχειριδίου του Κ. Μαυριά εκδ. 4η).
Πηγή: http://e-dikaio.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου