Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΓΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΑΓΑΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ 2009-2010
ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ
ΔΙΚΑΙΟ, ΗΘΙΚΗ, ΕΘΙΜΟΤΥΠΙΑ
Από τη στιγμή που άρχισε η κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων, παρουσιάστηκε η ανάγκη ρύθμισης των μεταξύ τους σχέσεων.
Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν, κατά τρόπο υποχρεωτικό, την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.
Κανόνες ηθικής είναι οι αυτόνομοι κανόνες που απευθύνονται στο εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.
Κανόνες εθιμοτυπίας είναι οι μη υποχρεωτικοί κανόνες που αφορούν στην κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων πχ ανταλλαγή χαιρετισμού.
ΔΙΚΑΙΟ
ΗΘΙΚΗ
ΕΘΙΜΟΤΥΠΙΑ
Ετερόνομοι κανόνες
Αυτόνομοι κανόνες
-
Υποχρεωτικοί κανόνες
Μη υποχρεωτικοί κανόνες
Μη υποχρεωτικοί κανόνες
Ρυθμίζουν εξωτ.συμπεριφορά
Απευθύνονται στον εσωτ. κόσμο
Αφορούν εξωτ. συμπεριφορά
Παράβασή τους επιφέρει κυρώσεις
Παράβασή τους επιφέρει τύψεις
Μη τήρησή τους επιφέρει κοινωνική αποδοκιμασία
ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Εσωτερικό και διεθνές δίκαιο
Το εσωτερικό δίκαιο ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις των ανθρώπων που ζουν σε ένα κράτος ενώ το διεθνές έννομες σχέσεις που εκτείνονται πέρα από τα όρια της επικράτειας ενός κράτους.
Κλάδοι του εσωτερικού δικαίου
Είναι το δημόσιο και το ιδιωτικό δίκαιο. Το δημόσιο δίκαιο είναι σύνολο κανόνων που ρυθμίζει αφενός την οργάνωση του κράτους και αφετέρου τις σχέσεις του κράτους με τους πολίτες.
Κλάδοι του δημόσιου δικαίου είναι το συνταγματικό, το διοικητικό, το ποινικό, το δικονομικό δίκαιο.
Κλάδοι του ιδιωτικού δικαίου είναι το αστικό, το εμπορικό και το εργατικό δίκαιο και το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Το ιδιωτικό δίκαιο είναι σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις των προσώπων ίσων μεταξύ τους. Το Αστικό διαιρείται στις Γενικές Αρχές, το Ενοχικό, το Εμπράγματο, το Οικογενειακό και το Κληρονομικό Δίκαιο.
Το εμπορικό δίκαιο διαιρείται από το Γενικό Εμπορικό, το Δίκαιο των Εμπορικών Εταιρειών, το Δίκαιο των Αξιογράφων, το Πτωχευτικό Δίκαιο, το Ασφαλιστικό, το Ναυτικό και το Αεροπορικό Δίκαιο.
Το εργατικό δίκαιο διαιρείται από το ατομικό εργατικό δίκαιο και το συλλογικό εργατικό δίκαιο.
Κλάδοι του διεθνούς δικαίου
Κύριοι κλάδοι είναι το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, το Ποινικό Διεθνές δίκαιο και το Δίκαιο της ΕΕ.
Το δημόσιο διεθνές ρυθμίζει σχέσεις μεταξύ διαφόρων κρατών. Το ιδιωτικό διεθνές καθορίζει ποιο εσωτερικό δίκαιο θα εφαρμοστεί για να ρυθμιστεί μια έννομη σχέση που συνδέεται με περισσότερα από ένα κράτη πχ ένας γερμανός προκαλεί ατύχημα στην Ελλάδα. Ποιο δίκαιο θα εφαρμοστεί; Το γερμανικό ή το ελληνικό;
Το διεθνές ποινικό ρυθμίζει την ποινική ευθύνη των κρατών και προβλέπουν την επιβολή ποινών για πράξεις που διαταράσσουν σοβαρά τις παγκόσμιες αρχές του δικαίου. Εφαρμόζεται για τιμωρία εγκλημάτων που διαπράττονται συνήθως κατά τη διάρκεια πολέμου κατά της ανθρωπότητας πχ γενοκτονία.
Το δίκαιο της ΕΕ είναι το σύνολο των κανόνων, που διέπουν τη δομή, τις αρμοδιότητες, τη λειτουργία της ΕΕ και τις σχέσεις της με τα κράτη – μέλη, με τους πολίτες των κρατών – μελών και με τις Τρίτες χώρες.
Διακρίνεται σε πρωτογενές και σε παράγωγο ή δευτερογενές.
Πρωτογενές Κοινοτικό Δίκαιο είναι το συμβατικό δίκαιο που δημιούργησε ή τροποποίησε τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Ανήκουν κυρίως οι τρεις ιδρυτικές συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι Συνθήκες Προσχώρησης στις ΕΚ των νέων κρατών μελών, η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, η Συνθήκη για την EE (ή Συνθήκη του Μάαστριχτ) και η Συνθήκη του Άμστερνταμ και η Συνθήκη της Νίκαιας. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και η Συνθήκη του Μάαστριχτ αποτελούν σταθμούς για την ενοποίηση της ΕΕ. Η Συνθήκη της Νίκαιας ήθελε να προετοιμάσει την ΕΕ για τη μεγαλύτερη διεύρυνσή της.
Το παράγωγο είναι το δίκαιο που αποτελείται από τις πράξεις των ασκούντων νομοθετική εξουσία οργάνων της ΕΕ, οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με το πρωτογενές. Εκδίδουν λοιπόν, κανονισμούς και οδηγίες, λαμβάνουν αποφάσεις και διατυπώνουν συστάσεις ή γνώμες.
ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Σύμφωνα με το άρθρο 1 ΑΚ είναι οι νόμοι και τα έθιμα.
Νόμος είναι ο γραπτός κανόνας δικαίου που θεσπίζεται από την Πολιτεία. Διακρίνεται από το ουσιαστικό και το τυπικό.
Ουσιαστικός νόμος είναι η πράξη της Πολιτείας με την οποία θεσπίζεται κανόνας δικαίου ανεξάρτητα από ποιο όργανο προέρχεται. Τυπικός νόμος προέρχεται από το αρμόδιο κατά το Σύνταγμα νομοθετικό όργανο δηλαδή τη Βουλή και τον ΠτΔ. Πηγή δικαίου είναι μόνο ο ουσιαστικός νόμος. Η τυπική ισχύ του νόμου αρχίζει με τη δημοσίευση στην ΕτΚ ενώ η ουσιαστική ισχύ αρχίζει 10 μέρες μετά από τη δημοσίευση, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.
Ο νόμος καταργείται από άλλο νεότερο νόμο. Μπορεί να είναι σιωπηρή ή ρητή. Ρητή έχουμε όταν ο νεότερος νόμος περιέχει ειδική διάταξη και σιωπηρή όταν είναι αντίθετος από τον προηγούμενο νόμο.
Έθιμο είναι ο άγραφος κανόνας δικαίου, που διαμορφώνεται μετά από μακρόχρονη και ομοιόμορφη τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από τα μέλη της κοινωνίας, με την πεποίθηση πως είναι κανόνας δικαίου. Το έθιμο αρχίζει να ισχύει από τη στιγμή που δημιουργήθηκε και καταργείται με νεώτερο νόμο, ρητά ή σιωπηρά.
Οι γενικά παραδεδειγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου αποτελούν άμεση πηγή του δικαίου γιατί εντάσσονται στο ελληνικό δίκαιο κα υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου χωρίς άλλη πολιτειακή πράξη.
Οι κυρωμένες με νόμο διεθνείς συμβάσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου.
Οι κανόνες του πρωτογενούς και παράγωγου κοινοτικού δικαίου γίνονται εσωτερικό δίκαιο από τη στιγμή που κυρώθηκε η Συνθήκη προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και έχουν άμεση ισχύ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αυθεντική ερμηνεία είναι εκείνη που γίνεται από τον ίδιο τον νομοθέτη με άλλο νόμο, που λέγεται ερμηνευτικός νόμος.
Επιστημονική ερμηνεία που γίνεται από τους νομικούς, είτε είναι δικαστές, είτε είναι θεωρητικοί επιστήμονες, διακρίνεται σε γραμματική, λογική και τελεολογική.
Γραμματική ερμηνεία βασίζεται στο νόημα του γράμματος του νόμου, δηλαδή των λέξεων του κανόνα δικαίου.
Λογική ερμηνεία χρησιμοποιεί ορισμένα επιχειρήματα:
(α) Το κατ΄αντιδιαστολή επιχείρημα (αν ο νόμος ορίζει ρητά για το α΄ θέμα συνάγεται ότι για το β΄ θέμα ισχύει το αντίθετο).
(β) Το κατά μείζονα λόγο επιχείρημα (αν ο νόμος απαγορεύει το λιγότερο, μάλλον απαγορεύει και το περισσότερο).
(γ) Το επιχείρημα εκ του μείζονος το έλασσον (αν ο νόμος επιτρέπει το περισσότερο, επιτρέπει το λιγότερο).
(δ) Το επιχείρημα εκ της σιωπής του νόμου.
Τελολογική ερμηνεία αποβλέπει στο σκοπό που επιδιώκεται από τον κανόνα δικαίου.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Οι κανόνες του ΑΚ συνοδεύουν τον άνθρωπο σε όλη του τη ζωή και ρυθμίζουν σχεδόν όλες του τις πράξεις, από την απλούστερη πχ αγορά τροφίμων μέχρι την πιο σοβαρή πχ αγορά ακινήτου αλλά και μετά το θάνατο για την τύχη της περιουσίας του.
Υποκείμενα έννομων σχέσεων είναι τα πρόσωπα. Το δίκαιο μας αναγνωρίζει δύο κατηγορίες προσώπων, τα φυσικά και τα νομικά.
Φυσικά πρόσωπα είναι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από ηλικία ή άλλες διακρίσεις πχ φύλο, ιθαγένεια κλπ
Νομικά πρόσωπα είναι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό ή σύνολα περιουσίας που έχουν ταχθεί για εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού και έχουν από το νόμο αυτοτελή προσωπικότητα.
ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Άρθρα 36-60 ΑΚ
Έναρξη ΦΠ. Το ΦΠ αρχίζει να υπάρχει μόλις γεννηθεί ζωντανό. Σύμφωνα όμως με 36 ΑΚ και το παιδί που δεν έχει ακόμη γεννηθεί, αν γεννηθεί ζωντανό, θεωρείται ως προς τα δικαιώματα που του επάγονται σαν να ήταν γεννημένο από τη στιγμή της σύλληψης του. Έχει πρακτική σημασία στο κληρονομικό δίκαιο.
Τέλος ΦΠ. Το τέλος επέρχεται με το θάνατό του. Ο ακριβής καθορισμός του θάνατό του. Ο ακριβής καθορισμός του θανάτου γίνεται από την ιατρική επιστήμη.
Σύμφωνα με 37 ΑΚ όποιος ισχυρίζεται, για να ασκήσει ένα δικαίωμα, ότι ένα πρόσωπο ζούσε ή πέθανε ή επέζησε οφείλει να το αποδείξει.
Τεκμήριο θανάτου είναι η σύνταξη ληξιαρχικής πράξης θανάτου.
Αφάνεια. Για να κηρυχθεί ένα ΦΠ σε αφάνεια πρέπει ο θάνατός του να θεωρείται πολύ πιθανός (να εξαφανίστηκε ενώ βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής, να απουσιάζει τουλάχιστον 5 χρόνια χωρίς ειδήσεις). Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της τελευταίας κατοικίας του. Με τη δημοσίευση στον τύπο της δικαστικής απόφασης δημιουργείται τεκμήριο θανάτου του άφαντου. Η αφάνεια αποτελεί λόγω διαζυγίου.
Επανεκτίμηση άφαντου. Ο άφαντος αν εμφανιστεί έχει δικαίωμα να ανακτήσει την περιουσία του όχι όμως τον γάμο του.
Ιδιότητες ΦΠ. (α) όνομα, επώνυμο, παρατσούκλι (β) φύλο (γ) ιθαγένεια (δ) ηλικία (ε) υγεία (στ) θρησκεία (ζ) τιμή (η) συγγένεια (θ) κατοικία.
Προστασία της προσωπικότητας
Δικαίωμα στην προσωπικότητα σημαίνει το δικαίωμα στα αγαθά εκείνα που είναι απαραίτητα για την ύπαρξη του ανθρώπου όπως η ζωή, η υγεία, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, η τιμή, η απόρρητη περιοχή της προσωπικότητας.
Το πρόσωπο έχει αξίωση για άρση της προσβολής, για αξίωση να μην επαναληφθεί η προσβολή στο μέλλον, αξίωση για αποζημίωση και αξίωση για ικανοποίηση ηθικής βλάβης.
ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Άρθρα 63-77 ΑΚ
Έννοια ΝΠ. ΝΠ είναι ενώσεις προσώπων ή σύνολα περιουσίας προς επιδίωξη ορισμένου σκοπού.
Διακρίσεις ΝΠ. Διακρίνονται σε ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ και ΝΠ μικτής φύσης. Τα ΝΠΔΔ ιδρύονται με πράξη του κράτους για να ασκήσουν δημόσια εξουσία. Τα ΝΠΙΔ ιδρύονται από ιδιώτες, επιδιώκουν ιδιωτικούς σκοπούς και διέπονται από τους κανόνες ιδιωτικού δικαίου. Διακρίνονται σε Αστικού Δικαίου (Σωματείο, Ίδρυμα, Επιτροπή Εράνων, Αστική Εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα) και σε Εμπορικού Δικαίου ΝΠ (ΑΕ, ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ και ο Συνεταιρισμός).
Τα ΝΠ μικτής φύσης έχουν τη μορφή ΝΠΙΔ αλλά ιδρύονται από το κράτος προς εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος.
Νομικά Πρόσωπα Αστικού Δικαίου. Για τη σύσταση κάθε ΝΠ απαιτείται συστατική πράξη με συμβολαιογραφικό τύπο. Το δίκαιο αναγνωρίζει το ΝΠ εξομοιώνοντας με ΦΠ. Το ΝΠ εκτός από ικανότητα δικαίου έχει και δική του βούληση που εκδηλώνουν τα όργανά του. Το ΝΠ έχει ικανότητα για αδικοπραξία δηλαδή ευθύνεται για τις παράνομες πράξεις των οργάνων του.
Έδρα ΝΠ είναι ο τόπος όπου λειτουργεί η διοίκησή του που αποτελείται από ένα ή περισσότερα άτομα αφενός φροντίζει για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων του και αφετέρου το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα.
Το ΝΠ προστατεύεται όπως και το ΦΠ, στο όνομά του, στην προσωπικότητα του που περιλαμβάνει την καλή του φήμη, την πίστη και τα υπόλοιπα αγαθά.
Αν προσβάλλονται τα αγαθά που δικαιούται αντικατάσταση ηθικής βλάβης.
Τέλος ΝΠ. Για το τέλος έχουν σημασία δύο γεγονότα, η διάλυση και η εκκαθάρισή του.
ΣΩΜΑΤΕΙΟ Άρθρο 78 ΑΚ
Έννοια. Σωματείο είναι ένωση είκοσι τουλάχιστον προσώπων που επιδιώκουν μη κερδοσκοπικό σκοπό.
Προϋποθέσεις σύστασης. Απαιτούνται τα εξής:
(α) Συστατική πράξη που καταρτίζεται εγγράφως και υπογράφεται από όλα τα πρόσωπα.
(β) Καταστατικό, επίσης εγγράφως όπου καθορίζονται η επωνυμία, η έδρα, ο σκοπός, όροι λειτουργίας κλπ.
(γ) Αίτηση στο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο έδρας).
(δ) Δικαστική απόφαση για δημοσίευση.
(ε) Εγγραφή σωματείου στο βιβλίο σωματείων.
Όργανα σωματείου είναι η Διοίκηση και η Συνέλευση των μελών του. Η Διοίκηση είναι εκτελεστικό όργανο και το εκπροσωπεί. Η Συνέλευση αποφασίζει για κάθε υπόθεση που δεν υπάγεται σε αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Όλα τα μέλη έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Προστίθεται ή αφαιρούνται δικαιώματα από το καταστατικό. Η ιδιότητα ως μέλους αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά δεν μεταβιβάζεται, δεν επιδέχεται εκπροσώπηση ούτε κληρονομείται.
Παύση ιδιότητας μέλους. Με αποχώρηση, με αποβολή, με θάνατο, αυτοδικαίως, με τη διάλυση του σωματείου.
Διάλυση σωματείου.
(α) Αυτοδικαίως από το καταστατικό ή όταν τα μέλη γίνουν λιγότερα από δέκα.
(β) Με απόφαση της συνέλευσης των μελών.
(γ) Με τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας του σωματείου.
Η περιουσία του σωματείου που διαλύθηκε αν δεν ορίζει ο νόμος ή το καταστατικό διαφορετικά θα περιέλθει στο δημόσιο. Δεν διανέμεται ποτέ στα μέλη του.
Μετά τη διάλυση ακολουθεί η εκκαθάριση.
ΙΔΡΥΜΑ Άρθρο 108 ΑΚ
Έννοια. Ίδρυμα είναι μια περιουσία που ορίστηκε για να εξυπηρετηθεί ορισμένος σκοπός.
Προϋποθέσεις ίδρυσης.
(α) Ιδρυτική πράξη εν ζωή με συμβολαιογραφικό έγγραφο είτε με διαθήκη.
(β) Οργανισμό με τον οποίο καθορίζονται η επωνυμία, η έδρα και οι όροι λειτουργίας.
(γ) Προεδρικό Διάταγμα που εγκρίνει τη σύσταση ιδρύματος. Το ίδρυμα αποκτά ΝΠ μόλις δημοσιευθεί το προεδρικό διάταγμα στο ΦΕΚ.
Το ίδρυμα λειτουργεί σύμφωνα με τον Οργανισμό του και τις γενικές διατάξεις του ΑΚ περί ΝΠ.
Διάλυση ιδρύματος.
(α) Αυτοδικαίως που ορίζει η ιδρυτική πράξη ή ο οργανισμός του.
(β) Προεδρικό Διάταγμα.
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΡΑΝΩΝ Άρθρο 122 ΑΚ
Έννοια. Είναι μια επιτροπή που αποτελείται από πέντε τουλάχιστον πρόσωπα που έχουν σκοπό να συγκεντρώσουν με εράνους ή γιορτές χρήματα ή αντικείμενα για εξυπηρέτηση ορισμένου δημόσιου ή κοινωφελούς σκοπού.
Προϋποθέσεις σύστασης.
(α) Συστατική πράξη (έγγραφη συμφωνία πέντε τουλάχιστον προσώπων).
(β) Προεδρικό διάταγμα που εγκρίνει τη σύσταση, προκαλείται από το Υπουργείο Υγείας που το ελέγχει και γίνεται από τον ΠτΔ. Αποκτά νομική προσωπικότητα μόλις δημοσιευθεί στο ΦΕΚ.
Διάλυση σωματείου.
(α) Αυτοδικαίως μόλις περάσει ο χρόνος ή περατωθεί το έργο της.
(β) Με προεδρικό διάταγμα όταν ορίζει ο νόμος.
ΑΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Άρθρο 741 ΑΚ
Έννοια. Αστική εταιρεία είναι η σύμβαση με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν αμοιβαία την υποχρέωση να επιδιώξουν με κοινές εισφορές, κοινό σκοπό, ιδίως οικονομικό.
Προϋποθέσεις απόκτησης νομικής προσωπικότητας. Η αστική εταιρεία δεν είναι ΝΠ. Αν όμως επιδιώκει οικονομικό σκοπό μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα εφόσον τηρηθούν οι όροι δημοσίευσης όπως καταχώρηση της εταιρικής σύμβασης σε ειδικό βιβλίο στο Πρωτοδικείο της περιφέρειας που εδρεύει και τοιχοκόλληση της περίληψης επί τρεις μήνες στο ακροατήριο του δικαστηρίου, προσιτό στο κοινό.
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Έννομη σχέση είναι κάθε βιοτική σχέση που ρυθμίζεται από το δίκαιο και παράγει έννομα αποτελέσματα.
Δικαίωμα είναι η εξουσία που παρέχει το δίκαιο σε ένα άνθρωπο για την ικανοποίηση ενός βιοτικού του συμφέροντος, που κρίνεται άξιο προστασίας.
Διακρίσεις δικαιωμάτων.
(α) Περιουσιακά, προσωπικά, μικτά.
Περιουσιακά είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται για ικανοποίηση ενός οικονομικού συμφέροντος. Διακρίνονται σε ενοχικά, εμπράγματα και κληρονομικά. Ενοχικό είναι το δικαίωμα που παρέχει στο δικαιούχο την εξουσία να απαιτήσει από κάποιον άλλο μια παροχή πχ το δικαίωμα του πωλητή να απαιτήσει το τίμημα. Εμπράγματο είναι εκείνο που παρέχει εξουσία άμεση και εναντίον όλων πάνω στο πράγμα πχ δικαίωμα κυριότητας. Κληρονομικό είναι εκείνο το δικαίωμα που έχει ένα πρόσωπο πάνω στην περιουσία ενός άλλου προσώπου που πέθανε πχ το δικαίωμα του κληρονόμου να ζητήσει τη κληρονομιά του. Προσωπικά είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται για ικανοποίηση ηθικού συμφέροντος. Είναι το δικαίωμα στην προσωπικότητα και τα οικογενειακά δικαιώματα. Μικτής φύσης είναι εκείνα που έχουν χαρακτήρα προσωπικό και περιουσιακό μαζί. Είναι το δικαίωμα στα προϊόντα της διάνοιας.
(β) Εξουσιαστικά και διαπλαστικά.
Εξουσιαστικά είναι τα δικαιώματα, που αναγνωρίζουν στο φορέα τους τη δυνατότητα είτε να εξουσιάζει ένα ορισμένο πράγμα πχ κυριότητα είτε να επεμβαίνει στην προσωπική σφαίρα άλλου προσώπου πχ γονική παροχή. Διακρίνονται σε απόλυτα και σε σχετικά. Απόλυτα είναι εκείνα που στρέφονται κατά πάντων και τα σχετικά που στρέφονται κατά ορισμένου μόνο προσώπου και του υποχρεώνουν προς ορισμένη συμπεριφορά. Διαπλαστικά είναι τα δικαιώματα που παρέχουν στον φορέα τους τη δυνατότητα να προβαίνει μονομερώς στη σύσταση, αλλοίωση, ή κατάργηση έννομης σχέσης ή δικαιώματος πχ το δικαίωμα κατάληψης αδέσποτου κινητού πράγματος γιατί η άσκηση του έχει ως συνέπεια την κτήση κυριότητας πάνω σε αυτό το πράγμα από εκείνον που το κατέλαβε.
ΑΞΙΩΣΗ ΚΑΙ ΕΝΣΤΑΣΗ Άρθρο 247 ΑΚ
Αξίωση είναι το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη.
Αποσβεστική ή αποκλειστική προθεσμία είναι το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να ασκηθεί ένα δικαίωμα. Αν δεν ασκηθεί αποσβένεται.
Παραγραφή είναι η εξασθένιση της αξίωσης.
Ένσταση είναι και αυτή ένα δικαίωμα που αντιτάσσεται κατά άλλου δικαιώματος και παραλύει την ενέργειά του. Χρησιμοποιείται ως μέσο άμυνας κατά εκείνου που ασκεί άλλο δικαίωμα.
ΚΤΗΣΗ, ΑΛΛΟΙΩΣΗ, ΑΠΩΛΕΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ
Κτήση δικαιώματος σημαίνει σύνδεση του δικαιώματος με ορισμένο πρόσωπο, που λέγεται φορέας του δικαιώματος. Διακρίνεται σε πρωτότυπη και σε παράγωγη. Πρωτότυπη είναι η κτήση δικαιώματος όπου το δικαίωμα που αποκτάται είναι ανεξάρτητο από δικαίωμα άλλου πχ ο Α βρήκε ένα βιβλίο. Παράγωγη είναι η κτήση του δικαιώματος όταν το δικαίωμα που αποκτάται στηρίζεται στο δικαίωμα που είχε άλλος δικαιούχος πχ ο Α μεταβιβάζει το αυτοκίνητό του στον Β.
Αλλοίωση δικαιώματος δηλαδή η μεταβολή του, είναι δύο ειδών, υποκειμενική και αντικειμενική. Υπάρχει υποκειμενική αλλοίωση όταν αλλάζει το πρόσωπο του δικαιούχου πχ ο Α που όφειλε χρήματα στον Β πέθανε οπότε έχουμε αλλαγή υπόχρεου. Αντικειμενική υπάρχει όταν αλλάζει το περιεχόμενο του δικαιώματος πχ ο Α που όφειλε στον Β 1500 ευρώ του έδωσε έναντι 500 ευρώ και του μετέβαλε την απαίτηση από 1500 σε 1000 ευρώ.
Απώλεια δικαιώματος είναι η λύση του δεσμού που υπάρχει μεταξύ δικαιώματος και φορέα του. Η απώλεια γίνεται είτε με ή χωρίς τη θέλησή του. Απώλεια με θέληση πχ ο Α πουλάει το αμάξι του. Απώλεια χωρίς θέληση πχ ολική καταστροφή δικαιώματος όταν ο Α πεθαίνει ή καταστρέφεται το αμάξι.
ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ
Άσκηση δικαιώματος είναι η χρησιμοποίηση της εξουσίας που περιέχεται σε αυτό από το δικαιούχο του. Περιλαμβάνει (α) την απόλαυση ωφελειών από το δικαίωμα (β) διάθεση του δικαιώματος (γ) προστασία του δικαιώματος (μπορεί να είναι ένδικη ή αυτοδίκαιη).
Κατάχρηση δικαιώματος. Για να θεωρηθεί η άσκηση ενός δικαιώματος καταχρηστική πρέπει (α) η άσκηση του δικαιώματος να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό ή κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος (β) η υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό ή κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος να είναι προφανής. Σύμφωνα με 281 ΑΚ απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Αυτό σημαίνει ότι είναι παράνομη πράξη. Αν η καταχρηστική πράξη γίνεται με δικαιοπραξία πχ απόλυση εργαζομένου η δικαιοπραξία είναι άκυρη. Αν γίνεται με υλικές ενέργειες πχ κατασκευή υψηλού μαντρότοιχου για παρενόχληση γείτονα τότε ο γείτονας μπορεί να ζητήσει τη παύση και την παράλειψή της στο μέλλον. Αν γίνεται με έγερση αγωγής πχ κατά μισθωτή κατάκοιτου, η αγωγή απορρίπτεται. Εκείνος που βλάπτεται από καταχρηστική άσκηση δικαιώματος μπορεί να αμυνθεί είτε με έγερση αγωγής είτε με προσβολή ένστασης.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ
Ανάγκη προστασίας ενός δικαιώματος προκύπτει μόνο όταν αυτό προσβληθεί. Είναι ένδικη κατά κανόνα και κατ΄ εξαίρεση αυτοδύναμη. Ένδικη προστασία είναι η προστασία που παρέχει η Πολιτεία με τα δικαστήριά της. Η ένδικη προστασία του δικαιώματος ρυθμίζεται από το δικονομικό δίκαιο. Η απονομή της δικαιοσύνης γίνεται από τα δικαστήρια, που διακρίνονται σε πολιτικά (δίωξη και τιμωρία παραβατών ποινικών νόμων) και διοικητικά (επίλυση διοικητικών διαφορών).
Διακρίσεις πολιτικών δικαστηρίων. Διακρίνονται σε πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και Άρειο Πάγο. Πρωτοβάθμια είναι εκείνα στα οποία εισάγονται για πρώτη φορά οι υποθέσεις. Είναι τα Ειρηνοδικεία, τα Μονομελή Πρωτοδικεία και τα Πολυμελή Πρωτοδικεία. Τα Ειρηνοδικεία δικάζουν υποθέσεις ως 12000 ευρώ και απλές διαφορές επείγουσας φύσης πχ αγροτικές διαφορές. Τα μονομελή πρωτοδικεία δικάζουν υποθέσεις από 12000 ευρώ έως 80000 ευρώ και μισθωτικές ή εργατικές διαφορές. Τα Πολυμελή δικάζουν όλες τις άλλες υποθέσεις. Δευτεροβάθμια είναι τα δικαστήρια που εκδικάζουν εφέσεις κατά των αποφάσεων πρωτοβαθμίων δικαστηρίων. Είναι τα Πολυμελή Πρωτοδικεία (δικάζουν αποφάσεις Ειρηνοδικείων) και τα εφετεία. Εκδικάζουν αποφάσεις Μονομελών και Πολυμελών Πρωτοδικείων).
Ο Άρειος Πάγος είναι το ανώτατο δικαστήριο, εξετάζει μόνο τη νομική ορθότητα των αποφάσεων των άλλων δικαστηρίων.
Πορεία της δίκης στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
(α) Έγερση αγωγής. Αγωγή είναι η διαδικαστική πράξη με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας με έκδοση ευνοϊκής δικαστικής απόφασης. Εκείνος που εγείρει την αγωγή λέγεται ενάγων και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται εναγόμενος. Υποβάλλεται με δικόγραφο στο δικαστήριο και κοινοποιείται στον εναγόμενο.
(β) Άμυνα του εναγόμενου. Μπορεί να αρνηθεί τη βάση της αγωγής ή να υποβάλλει ένσταση.
(γ) Απόδειξη. Αντικείμενο απόδειξης είναι μόνο εκείνα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
(δ) Έκδοση δικαστικής απόφασης. Το δικαστήριο δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή.
Ένδικα μέσα. Αν η δικαστική απόφαση δεν κρίνεται ικανοποιητική από τον ενάγοντα ή εναγόμενο μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα σε ανώτερο δικαστήριο.
Αναγκαστική εκτέλεση γίνεται από τα όργανα της Πολιτείας και εξαναγκάζει τον εναγόμενο να συμμορφωθεί με την δικαστική απόφαση.
Ασφαλιστικά μέτρα. Λόγω βραδύτητας απονομής δικαιοσύνης προβλέπονται από το νόμο σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί ο κίνδυνος.
Αυτοδύναμη προστασία. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται από το νόμο να διενεργήσει ο δικαιούχος εκείνες τις πράξεις που απαιτούνται για την προστασία του. Αυτές οι εξαιρετικές περιπτώσεις είναι η αυτοδικία, η άμυνα και η κατάσταση ανάγκης.
Αυτοδικία είναι η ικανοποίηση της αξίωσης από το δικαιούχο αυτοδύναμα χωρίς τη βοήθεια της αρχής (282 ΑΚ. Πρέπει να υπάρχει αξίωση ιδιωτικού δικαίου, η αστυνομία να μην έχει έρθει, ύπαρξη κινδύνου πχ ο ενοικιαστής φεύγει χωρίς να έχει πληρώσει νοίκια.
Άμυνα είναι η υπεράσπιση που επιβάλλεται σε κάποιον για να αποτρέψει παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον του ίδιου ή τρίτου (ΑΚ 284) πρέπει να υπάρχει επίθεση, παρούσα και άδικη, και η ενέργεια του αμυνόμενου να είναι απόκρουση της επίθεσης όχι κατά τρίτου. Η υπεράσπιση να είναι επιβαλλόμενη. Αλλιώς, έχουμε υπέρβαση άμυνας που τιμωρείται από το νόμο.
Κατάσταση ανάγκης υπάρχει όταν κάποιος εξαναγκάζεται να βλάψει ή ακόμη και να καταστρέψει ξένο πράγμα για να αποτρέψει κίνδυνο που απειλεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημιά σε εκείνον που επιχείρησε την καταστροφή ή σε άλλον (ΑΚ 285). Πρέπει να υπάρχει κίνδυνος επικείμενος, καταστροφή ή βλάβη ξένου πράγματος να είναι αναγκαία για αποτροπή του επικείμενου κινδύνου, απειλή ζημιάς δυσανάλογα μεγαλύτερης από αυτήν που προκλήθηκε με την καταστροφή ξένου πράγματος πχ ο Α για να σωθεί από χιονοθύελλα, παραβιάζει πόρτα εξοχικής κατοικίας για να μπει μέσα. Αλλιώς τίθεται λόγος αποζημίωσης αν δεν πληρούται οι προϋποθέσεις.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ
Έννοια παραγραφής. Αν ο δικαιούχος μιας αξίωσης δεν την ασκήσει μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ο νόμος δίνει το δικαίωμα στον υπόχρεο να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής του. Αυτή η εξασθένιση της αξίωσης λέγεται παραγραφή.
Χρόνος παραγραφής. Είναι κατά κανόνα 20 έτη (289 ΑΚ). Προβλέπεται από το νόμο και συντομότερος χρόνος παραγραφής για ορισμένες αξιώσεις πχ αξιώσεις από μισθούς, ενοίκια , τόκοι παραγράφονται στα 5 έτη.
Έναρξη παραγραφής. Αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (ΑΚ 251).
Αναστολή παραγραφής. Σημαίνει το μη υπολογισμό στο χρόνο της παραγραφής ορισμένου χρονικού διαστήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου συμβαίνει ένα συγκεκριμένο γεγονός, που συνιστά το λόγο της αναστολής. Η παραγραφή συνεχίζεται όταν πάψει η αναστολή.
Διακοπή παραγραφής. Στην περίπτωση διακοπής παραγραφής, ο χρόνος παραγραφής που πέρασε μέχρις ότου να συμβεί το γεγονός, επιφέρει τη διακοπή παραγραφής, δεν υπολογίζεται. Από το τέλος της διακοπής αρχίζει νέα παραγραφή. Σημαντικότεροι λόγοι διακοπής παραγραφής είναι η αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο (ΑΚ 260) και η έγερση αγωγής (ΑΚ 261).
Αποσβεστική προθεσμία. Είναι η προθεσμία που τάσσεται από το νόμο ή τους συμβαλλόμενους για την άσκηση ενός δικαιώματος (ΑΚ 279) αν δηλαδή το δικαίωμα δεν ασκηθεί μέσα σε αυτή τη προθεσμία, αποσβήνεται.
ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ
Το δίκαιο ενδιαφέρεται για εκείνες τις πράξεις που κατευθύνονται από τη βούληση του ανθρώπου και επιφέρουν ορισμένη μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο πχ αγορά πράγματος, καταστροφή ξένου πράγματος κλπ.
Έννοια δικαιοπραξίας
Δικαιοπραξία είναι δήλωση βούλησης που, με συνδρομή, ενδεχομένως και άλλων γεγονότων, κατευθύνεται στην παραγωγή ηθελημένου εννόμου αποτελέσματος πχ πώληση, μίσθωση πράγματος κλπ.
Δεν συνιστά δικαιοπραξία
(α) Οιονεί δικαιοπραξία. Είναι πράξη που αν και περιέχει δήλωση βούλησης τα έννομα αποτελέσματά της παράγονται απευθείας από το νόμο και δεν εξαρτώνται από τη θέληση αυτών που την έκανε.
(β) Υλικές πράξεις. Είναι πράξεις με τις οποίες ο νόμος συνδέει ορισμένα αποτελέσματα παρόλο που δεν περιέχουν δήλωση βουλήσεως πχ συγγραφή βιβλίου έχει ως συνέπεια ο δημιουργός να αποκτά δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.
ΕΙΔΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ
Μονομερείς δικαιοπραξίες και συμβάσεις
Μονομερή είναι η δικαιοπραξία που περιέχει τη δήλωση βούλησης ενός μόνο προσώπου πχ διαθήκη.
Σύμβαση είναι η δικαιοπραξία που περιέχει δηλώσεις δύο ή περισσοτέρων προσώπων, που το καθένα ενεργεί με διαφορετικό συμφέρον, συμπίπτουν όμως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Διακρίνεται σε ετεροβαρής και αμφοτεροβαρής. Ετεροβαρής είναι η σύμβαση που δημιουργεί στον ένα από τους συμβαλλομένους υποχρέωση και στον άλλο δικαίωμα πχ δωρεά.
Αμφοτεροβαρής είναι η σύμβαση που δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις υπέρ και σε βάρος και των δύο συμβαλλομένων πχ πώληση.
Δικαιοπραξίες χαριστικές και επαχθείς
Χαριστική είναι η δικαιοπραξία στην οποία η παροχή από τον ένα συμβαλλόμενο στον άλλο γίνεται χωρίς αντάλλαγμα πχ δωρεά, χρησιδάνειο.
Επαχθής είναι η δικαιοπραξία στην οποία η παροχή από τον ένα στον άλλο γίνεται με αντάλλαγμα πχ πώληση, μίσθωση πράγματος.
Δικαιοπραξίες εν ζωή και αιτία θανάτου
Δικαιοπραξία εν ζωή είναι κάθε δικαιοπραξία εκτός από τις αιτία θανάτου πχ πώληση, μίσθωση πράγματος, σύμβαση εργασίας.
Δικαιοπραξία αιτία θανάτου είναι εκείνη της οποίας τα αποτελέσματα επέρχονται μετά το θάνατο του προσώπου που την κατήρτισε πχ διαθήκη.
Δικαιοπραξίες τυπικές και άτυπες
Τυπική είναι η δικαιοπραξία, που για την έγκυρη κατάρτισή της χρειάζεται η τήρηση ορισμένου τύπου πχ πρέπει να καταρτιστεί εγγράφως πχ μεταβίβαση ακινήτου.
Άτυπη είναι η δικαιοπραξία που για την έγκυρη κατάρτισή της δεν χρειάζεται η τήρηση ορισμένου τύπου πχ μίσθωση πράγματος, σύμβαση εργασία.
ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΕΓΚΥΡΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ Σ.Ο.Σ.
Γενικά
(α) Ικανότητα για δικαιοπραξία.
(β) Βούληση δηλαδή θέληση εκείνου που καταρτίζει τη δικαιοπραξία.
(γ) Βούληση εκείνου που καταρτίζει τη δικαιοπραξία να μη διαμορφώθηκε κατά τρόπο ελαττωματικό δηλαδή να μην είναι αποτέλεσμα πλάνης στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, απάτης ή απειλής.
(δ) Συμφωνία βούλησης και δήλωσης.
(ε) Δήλωση της βούλησης δηλαδή εξωτερίκευση της βούλησης.
(στ) Η δήλωση της βούλησης να περιβληθεί τον τύπο που επιβάλλεται από το νόμο.
(ζ) Το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας να είναι σύμφωνο με το νόμο και τα χρηστά ήθη.
Ικανότητα για δικαιοπραξία
Είναι η ικανότητα ενός προσώπου να καταρτίζει αυτοπροσώπως δικαιοπραξίες. Η ικανότητα για δικαιοπραξία δεν πρέπει να συγχέεται με την ικανότητα δικαίου και την ικανότητα για αδικαιοπραξία. Ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα να είναι κανείς υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Ικανότητα για αδικαιοπραξία
Είναι η ικανότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται τη σημασία των πράξεων του έτσι ώστε να διακρίνει το δίκαιο και το άδικο. Όπως είναι οι ανήλικοι κάτω των 10 ετών, εκείνος που δεν είχε συνείδηση των πράξεών του λόγω πχ μέθης, ο ανήλικος 10-14 ετών αν αποδειχτεί ότι ενέργησε χωρίς διάκριση, ο κωφάλαλος αν αποδειχτεί ότι ενέργησε χωρίς διάκριση, εκείνος που βρίσκεται σε δικαστική συμπαράσταση. Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλονται όποιοι λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του, οι οποίοι λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού εκθέτει στον κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, τους κατιόντες ή τους ανιόντες του.
Κατηγορίες προσώπων ανάλογα με την ικανότητα για δικαιοπραξία
(α) Οι πλήρως ικανοί για δικαιοπραξία.
(β) Οι πλήρως ανίκανοι για δικαιοπραξία.
(γ) Οι περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία.
Πλήρως ικανοί για δικαιοπραξία
Ικανοί για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας είναι εκείνοι που συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας τους.
Πλήρως ανίκανοι για δικαιοπραξία
Διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, του απόλυτα ανίκανους και τους σχετικά ανίκανους για δικαιοπραξία.
Απόλυτα ανίκανοι είναι εκείνοι που δεν μπορούν να καταρτίσουν καμία δικαιοπραξία (ανήλικοι έως 10 ετών και άτομα σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση.
Σχετικά ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι άτομα ενήλικα που δεν έχουν μεν τεθεί σε καθεστώς πλήρους στερητικής συμπαράστασης, τη στιγμή όμως που καταρτίζουν μια συγκεκριμένη δικαιοπραξία είτε δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους, είτε βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους.
Περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία
Τα άτομα αυτά είναι ικανά να καταρτίζουν δικαιοπραξίες μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος ή μόνο εφόσον τηρηθούν οι όροι που τάσσει ο νόμος (133 ΑΚ).
Περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία είναι (129 ΑΚ) εκείνοι που συμπλήρωσαν το 10ο έτος όχι όμως το 18ο έτος, εκείνοι που βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση και εκείνοι που βρίσκονται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση.
Ο ανήλικος με συμπληρωμένα τα 10 έτη είναι ικανός για δικαιοπραξία από τις οποίες αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος πχ απόχτηση πράγματος με δωρεά.
Ο ανήλικος με συμπληρωμένα τα 12 έτη είναι ικανός να παρίσταται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο στο οποίο συζητείται η υπόθεση της υιοθεσίας του και να συναινέσει για την υιοθεσία του.
Ο ανήλικος με συμπληρωμένα τα 14 έτη μπορεί να διαθέτει ελεύθερα ότι κερδίζει από την εργασία του.
Ο ανήλικος με συμπληρωμένα τα 15 έτη μπορεί να συνάψει σύμβαση εργασίας έχοντας συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλειά του.
Ο ανήλικος που έχει τελέσει γάμο μπορεί να επιχειρεί μόνος του ορισμένες δικαιοπραξίες που ορίζει ο νόμος. Είναι άκυρες οι δικαιοπραξίες από άτομο που βρίσκεται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση εφόσον για αυτές τις δικαιοπραξίες είναι ανίκανος.
Όταν ένα άτομο έχει υποβληθεί σε καθεστώς πλήρους επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, για την ισχύ των δικαιοπραξιών απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του. Χωρίς τη συναίνεση οι δικαιοπραξίες είναι άκυρες. Αν ένα πρόσωπο υποβληθεί σε καθεστώς μερικής επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, για την κατάρτιση ορισμένων δικαιοπραξιών, που αναφέρονται στη δικαστική απόφαση, απαιτείται συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του.
Βούληση χωρίς ελαττώματα
Σημαίνει ότι η βούληση εκείνου που καταρτίζει μια δικαιοπραξία πρέπει να μην έχει διαμορφωθεί κατά τρόπο ελαττωματικό δηλαδή να μην είναι αποτέλεσμα πλάνης, απάτης ή απειλής.
Πλάνη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης
Πλάνη είναι η άγνοια ή η εσφαλμένη γνώση της πραγματικότητας. Υπάρχουν δύο είδη πλάνης, η πλάνη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης (πλάνη στη βούληση) και η πλάνη στη δήλωση.
Πλάνη στη βούληση είναι η άγνοια ή η εσφαλμένη γνώση της πραγματικότητας, που έχει ως συνέπεια το σχηματισμό βούλησης, που δεν θα σχηματιζόταν, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση πχ ο Α αγόρασε διαμέρισμα πιστεύοντας ότι εγκρίθηκε το στεγαστικό δάνειο. Η πλάνη στη βούληση διακρίνεται σε ουσιώδη και επουσιώδη. Η πλάνη που αναφέρεται σε ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος θεωρείται ουσιώδης πχ ο Α προσέλαβε την Β νομίζοντας ότι έχει γνώση Η/Υ. Αν η πλάνη στη βούληση είναι ουσιώδης, η δικαιοπραξία είναι ακυρώσιμη δηλαδή παράγει τα έννομα αποτελέσματα, μπορεί όμως να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση.
Αν η πλάνη στη βούληση είναι επουσιώδης δεν έχουμε ακύρωση της δικαιοπραξίας πχ ο Α αγόρασε από τον Β διαμέρισμα νομίζοντας ότι εγκρίθηκε το δάνειο. Η δικαιοπραξία είναι καθόλα έγκυρη. Το δικαίωμα του πλανηθέντα να εγείρει αγωγή ακύρωσης της δικαιοπραξίας (ΑΚ 157 εδ 1) αποσβήνεται μετά πάροδο δύο ετών από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Αν η πλάνη συνεχίστηκε και μετά την κατάρτιση η διετία ξεκινά με τη λήξη της πλάνης. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται ακύρωση όταν περάσουν 20 έτη (ΑΚ 157 εδ. 3 συν 145 ΑΚ) (145ΑΚ σε ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω ουσιώδης πλάνης ο πλανηθείς έχει αξίωση αποζημίωσης επειδή πίστεψε ότι κατήρτισε έγκυρη δικαιοπραξία).
Απάτη
Είναι η εκ προθέσεως συμπεριφορά που έχει σκοπό να παραπλανήσει ένα πρόσωπο, έτσι ώστε να το οδηγήσει σε δήλωση βούλησης, που αλλιώς δεν θα έκανε πχ ο Α αφού έπεισε τον Β ότι ο πίνακας ζωγραφικής που πωλεί είναι έργο μεγάλου ζωγράφου, ενώ είναι αντίγραφο σε τιμή πρωτοτύπου.
Η δικαιοπραξία που καταρτίστηκε λόγω απάτης δεν είναι άκυρη αλλά ακυρώσιμη δηλαδή παράγει τα έννομα αποτελέσματα, μπορεί όμως να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση (ΑΚ 147).
Για να ακυρωθεί μια δικαιοπραξία λόγω απάτης πρέπει να υπάρχει πρόθεση εξαπάτησης πχ ο Α ήξερε ότι το οικόπεδο του δεν θα ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως, αλλά είπε ψέματα ότι θα μπει στον Β για να το πουλήσει, να προκλήθηκε πραγματικά η παραπλάνηση πχ λόγω της απάτης ο Β αγόρασε το εκτός σχεδίου σε τιμή εντός σχεδίου.
Εκείνος που εξαπατήθηκε εγείρει (αυτός ή οι κληρονόμοι του) αγωγή κατά του αντισυμβαλλόμενου που τον εξαπάτησε (ΑΚ 154). Το δικαίωμα του αποσβήνεται σε δύο έτη από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (ΑΚ 157 εδαφ 1). Πρόκειται για αποσβεστική προθεσμία.
Αν η απάτη εξακολούθησε και μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας η διετία αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή (ΑΚ 157 εδαφ 2) πχ ο Β ανακάλυψε ότι το οικόπεδο δεν πρόκειται να ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως ένα έτος από την αγορά του η διετία αρχίζει από τότε που ο Β ανακάλυψε την απάτη. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται ακύρωση της δικαιοπραξίας όταν περάσουν 20 έτη από την κατάρτισή της (ΑΚ 157 εδαφ 3). Πρόκειται ξανά για αποσβεστική προθεσμία από την επόμενη της κατάρτισης. Εκείνος που εξαπατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας να ζητήσει αποζημίωση από εκείνον που διέπραξε την απάτη (ΑΚ 149).
Απειλή
Είναι η άσκηση ψυχολογικής βίας, δηλαδή η δημιουργία φόβου σε ένα πρόσωπο, λόγω εξαγγελίας κακού που εξαρτάται από τη βούληση εκείνου που το εξαγγέλλει. Στόχος της είναι το πρόσωπο αυτό να προβεί σε συγκεκριμένη δήλωση βουλήσεως πχ ο Α απείλησε τον Β ότι αν δεν του πουλήσει το σπίτι από 60000 σε 30000 ευρώ θα τον σκοτώσει, ο Β το έκανε.
Η δικαιοπραξία που καταρτίστηκε λόγω απειλής δεν είναι άκυρη αλλά ακυρώσιμη δηλαδή παράγει τα έννομα αποτελέσματα, μπορεί όμως να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση.
Για να ακυρωθεί λόγω απειλής η δικαιοπραξία πρέπει η απειλή να ασκήθηκε κατά τρόπο παράνομο και αντίθετα προς τα χρηστά ήθη (ΑΚ 150), η απειλή να προκαλεί φόβο σε σώφρονα άνθρωπο (ΑΚ 151), η απειλή να εκθέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή, την περιουσία αυτού που απειλήθηκε ή των προσώπων που συνδέονται μαζί του στενότατα (ΑΚ 151) και τέλος λόγω άσκησης της απειλής πρέπει να εξαναγκάστηκε εκείνος που απειλήθηκε να προβεί στη δήλωση βούλησης που επιθυμούσε εκείνος που τον απείλησε.
Η δικαιοπραξία που καταρτίστηκε λόγω απειλής είναι ακυρώσιμη. Εκείνος που απειλήθηκε εγείρει αγωγή κατά του αντισυμβαλλόμενου του, που τον απείλησε (ΑΚ 154). Το δικαστήριο μετά ερευνά των πραγματικών περιστατικών εκδίδει τη σχετική δικαστική απόφαση και κηρύσσει άκυρη τη δικαιοπραξία που καταρτίστηκε λόγω απειλής.
Το δικαίωμα αγωγής ακύρωσης αποσβήνεται όταν περάσουν τα δύο έτη από την κατάρτιση (ΑΚ 157 εδαφ 1). Ξανά έχουμε αποσβεστική προθεσμία που αρχίζει από την επόμενη της κατάρτισης της δικαιοπραξίας.
Αν η απειλή εξακολούθησε, η διετία αρχίζει από τότε που πέρασε η άσκηση ψυχολογική βίας. Σε καμιά περίπτωση δεν έχουμε ακύρωση της δικαιοπραξίας όταν περάσουν 20 έτη από την κατάρτισή της. Πρόκειται πάλι για αποσβεστική προθεσμία που αρχίζει την επόμενη της κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Τέλος, εκείνος που απειλήθηκε, παράλληλα με την ακύρωση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από εκείνον που τον απείλησε (ΑΚ 152).
Συμφωνία βούλησης και δήλωσης
Για να καταρτιστεί μια έγκυρη δικαιοπραξία πρέπει η δήλωση του δικαιοπρατούντα να είναι σύμφωνη με τη βούλησή του. Αν υπάρχει ασυμφωνία τότε αν η ασυμφωνία μεταξύ βούλησης και δήλωσης είναι εκούσια, πρόκειται για εικονικότητα, ενώ όταν είναι ακούσια υπάρχει πλάνη.
Εικονικότητα
Εικονική είναι η δήλωση βούλησης που γίνεται με γνώση του δηλούντα ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική του βούληση, δεν έγινε δηλαδή σοβαρά αλλά φαινομενικά (ΑΚ 138 παρ. 1) πχ ο Α εμφανίστηκε ότι πώλησε στον Β το ακίνητό του, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήθελε να το εκποιήσει. Υπάρχουν δύο είδη εικονικότητας, η απόλυτη και η σχετική.
Απόλυτη εικονικότητα υπάρχει όταν κάτω από την εικονική δικαιοπραξία δεν καλύπτεται άλλη δικαιοπραξία πχ ο Α που φοβόταν την κατάσχεση, πούλησε το ακίνητό του στον Β.
Σχετική εικονικότητα υπάρχει όταν κάτω από την εικονική δικαιοπραξία καλύπτεται άλλη δικαιοπραξία πχ ότι δήθεν πωλεί ο Α στον Β κάτι.
Όταν έχουμε απόλυτη εικονικότητα, η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη (ΑΚ 138 παρ 1) δηλαδή δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.
Αν έχουμε σχετική εικονικότητα, η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη αλλά η άλλη όμως δικαιοπραξία που καλύπτεται από την εικονική είναι έγκυρη, αν την ήθελαν τα μέρη και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για την σύστασή της (ΑΚ 138 παρ. 2) πχ ο Α δήθεν πωλεί αλλά κάνει δωρεά. Η πώληση είναι άκυρη αλλά η δωρεά είναι έγκυρη.
Πλάνη στη δήλωση
Όταν η ασυμφωνία βούλησης και δήλωσης δεν είναι ενσυνείδητα, αλλά είναι ακούσια, τότε υπάρχει πλάνη στη βούληση.
Η πλάνη στη βούληση μπορεί να είναι ουσιώδης ή επουσιώδης.
Η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία (141 ΑΚ) πχ ο Α γαιοκτήμονας πρότεινε με επιστολή στον Β, έμπορο, να του πουλήσει 5000 κιλά σιτάρι ενώ πραγματικά ήθελε 500 κιλά σιτάρι. Ο Β δήλωσε ότι δέχεται ότι καταρτίστηκε σύμβαση μεταξύ τους για 5000 κιλά.
Επουσιώδης είναι η πλάνη που αφορά σε μικρότερης σημασίας θέματα της δικαιοπραξίας πχ στο παραπάνω παράδειγμα ήθελε 500 και είπε 600 κιλά.
Η δικαιοπραξία λόγω ουσιώδης πλάνη είναι ακυρώσιμη όχι άκυρη. Εκείνος που πλανήθηκε έχει δικαίωμα έγερσης αγωγής εντός διετίας από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Αν η πλάνη συνεχίστηκε η αποσβεστική προθεσμία ξεκινά την επόμενη της κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Εκείνος που αξιώνει την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω πλάνης έχει υποχρέωση αποζημίωσης στον αντισυμβαλλόμενο γιατί πίστεψε ότι κατήρτισε έγκυρη δικαιοπραξία.
Δήλωση της βούλησης
Σημαίνει εξωτερίκευση της βούλησης εκείνου που καταρτίζει τη δικαιοπραξία. Η δήλωση της βούλησης για να παράγει αποτελέσματα, πρέπει να γίνει όπως ορίζει ο νόμος.
Διακρίνουμε τις μονομερείς δικαιοπραξίες από τις συμβάσεις.
Οι μονομερείς δικαιοπραξίες διακρίνονται σε απευθυντέες (απευθύνονται σε ορισμένο πρόσωπο) και σε μη απευθυντέες.
Μη απευθυντέα πχ διαθήκη, σύσταση ιδρύματος εν ζωή. Απευθυντέα πχ η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι μονομερής δικαιοπραξία που απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο. Από τη στιγμή που έλαβε τη δήλωση βούλησης εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται, δεσμεύεται αυτός που δήλωσε και δεν μπορεί να την ανακαλέσει. Ανάκληση της δήλωσης γίνεται είτε πριν περιέλθει αυτή σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, είτε ταυτόχρονα με την αρχική δήλωση (ΑΚ 168).
Αν εκείνος που προβαίνει σε δήλωση βούλησης πεθάνει ή γίνει ανίκανος για δικαιοπραξία μετά τη δήλωση της βούλησής του, έστω και πριν τη λάβει αυτός προς τον οποίο απευθύνεται, για λόγους ασφαλείας η δήλωση του παραμένει ισχυρή (ΑΚ 169).
Σύμβαση είναι η δικαιοπραξία που περιέχει δηλώσεις βούλησης δύο ή περισσοτέρων προσώπων, που το καθένα ενεργεί με διαφορετικό συμφέρον, αλλά συμπίπτουν ως προς το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα.
Στην κατάρτιση μιας σύμβασης είναι δυνατό να υπάρχουν τρία στάδια (α) το στάδιο των διαπραγματεύσεων (β) το στάδιο της κατάρτισης προσυμφώνου και (γ) το στάδιο κατάρτισης της οριστικής σύμβασης.
Στάδιο διαπραγμάτευσης είναι εκείνο κατά το οποίο γίνονται οι συζητήσεις για κατάρτιση μιας σύμβασης. Το στάδιο λήγει είτε με προσύμφωνο είτε με κατάρτιση οριστικής σύμβασης. Τα μέρη συμπεριφέρονται με καλή πίστη και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 197). Όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις προξενεί υπαίτια ζημιά στον άλλο είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει, πρόκειται για την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις.
Προσύμφωνο είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη άλλη σύμβαση, που είναι οριστική. Υπόκειται στον τύπο που ορίζει ο νόμος (ΑΚ 166).
Η οριστική σύμβαση καταρτίζεται με τη σύμπτωση των αντιτιθέμενων δηλώσεων βούλησης κατά κανόνα δύο μερών, που επιδιώκουν την παραγωγή ορισμένου αποτελέσματος. Η δήλωση βουλήσεως που προηγείται λέγεται πρόταση ενώ εκείνη που ακολουθεί αποδοχή πχ ο Α προτείνει στον Β την πώληση του FIAT για 3000 ευρώ και ο Β δέχεται.
Αν η δήλωση αποδοχής αποσταλεί έγκυρα, φθάσει όμως εκπρόθεσμα, ισχύει. Αν η δήλωση αποδοχής αποσταλεί καθυστερημένα, θεωρείται νέα πρόταση (ΑΚ 190-191).
Τήρηση τύπου
Η δήλωση της βούλησης πρέπει να περιβληθεί τον τύπο που επιβάλλεται από τον νόμο. Ο ΑΚ ακολουθεί την αρχή που ρητά ο νόμος ζητά συμβολαιογραφικό έγγραφο πχ μεταβίβαση ακινήτου. Αυτό γίνεται για προστασία των συναλλασσομένων, διευκόλυνση απόδειξης κατάρτισης της δικαιοπραξίας και προστασία των τρίτων.
Έχουμε δύο είδη τύπου, συστατικός και αποδεικτικός τύπος.
Συστατικός είναι ο τύπος που η τήρηση του αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την έγκυρη κατάρτιση μιας δικαιοπραξίας. Η μη τήρηση του επιφέρει ακυρότητα της δικαιοπραξίας πχ μεταβίβαση ακινήτου χωρίς σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου είναι άκυρη. Είδη συστατικού τύπου είναι το ιδιωτικό έγγραφο, το συμβολαιογραφικό έγγραφο και η δήλωση ενώπιον δημόσιας αρχής.
Για το κύρος ιδιωτικού εγγράφου είναι απαραίτητη η ιδιόχειρη υπογραφή εκείνου που το έχει εκδώσει (ΑΚ 160). Ιδιωτικό έγγραφο απαιτείται για τη σύσταση σωματείου (ΑΚ 63) κοκ. Το φαξ δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο ιδιωτικό έγγραφο εφόσον δεν φέρει ιδιόχειρη υπογραφή. Μέσω email που δεν είναι δυνατόν να έχει ιδιόχειρη υπογραφή υπάρχει ΟΔΗΓΙΑ 1999/93/ΕΚ για τις ηλεκτρονικές υπογραφές που τις εξομοιώνει με τις ιδιόχειρες για την ασφάλεια του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Το συμβολαιογραφικό έγγραφο πρόκειται για έγγραφο που συντάσσεται σε συμβολαιογράφο πχ για μεταβίβαση ακινήτου (369, 103ΑΚ) για ιδρυτική πράξη ιδρύματος εν ζωή (109ΑΚ) για κατάρτιση δωρεάς (ΑΚ 418).
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος επιβάλλει να γίνει δήλωση βούλησης ενώπιον ορισμένης αρχής η οποία συντάσσει έγγραφο (έκθεση) πχ δήλωση μελλονύμφων για το επώνυμο των παιδιών τους (ΑΚ 1505 παρ. 1), δήλωση αποποίησης κληρονομιάς (1848 παρ 1 Κ) κοκ.
Αποδεικτικός είναι ο τύπος που τηρείται για να διευκολύνεται η απόδειξη της κατάρτισης μιας δικαιοπραξίας και των όρων της. Ο αποδεικτικός τύπος δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαιοπραξίας πχ για μίσθωση ακινήτου δε χρειάζεται τύπος, παρόλα αυτά συμπληρώνουμε μισθωτήριο για την απόδειξη της συναλλαγής.
Περιεχόμενο δικαιοπραξίας σύμφωνο με το νόμο και τα χρηστά ήθη
Κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου είναι άκυρη (ΑΚ 174) πχ δικαιοπραξία που αποκλείει την παραγραφή. Είναι άκυρη και η δικαιοπραξία που αν και αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, είναι αντίθετη στο όλο πνεύμα του νόμου πχ καταγγελία εργασιακής σύμβασης για ορισμένους λόγους.
Σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (178ΑΚ).
Ο προσδιορισμός των δικαιοπραξιών που αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη αφήνεται στα δικαστήρια.
Κατατάσσονται ως εξής:
(α) Δικαιοπραξίες που επιδιώκουν ανήθικο αποτέλεσμα πχ ο Α υπόσχεται να πληρώσει τον Β ένα ποσό για να δυσφημίσει τον Γ.
(β) Δικαιοπραξίες με τις οποίες υπόσχεται ένα πρόσωπο σε άλλο αντάλλαγμα για τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς σύμφωνης με τον νόμο και τα χρηστά ήθη πχ ο Α υπόσχεται να καταβάλλει στον Β ένα ποσό για να μη σκοτώσει.
(γ) Δικαιοπραξίες με τις οποίες δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία ενός προσώπου πχ ο Α υπόσχεται ένα ποσό στον Β για να μην ψηφίσει ή αλλάξει θρησκεία.
(δ) Αισχροκερδείς δικαιοπραξίες (179 ΑΚ) είναι εκείνες με τις οποίες κάποιος εκμεταλλευόμενος την ανάγκη ή την κουφότητα ή την απειρία άλλου, πετυχαίνει να πάρει για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία με την παροχή πχ ο Α πιεζόμενος από μεγάλη οικονομική ανάγκη δανείστηκε από τον Β χρήματα και του υπέγραψε ότι του χρωστά τα διπλά.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ
Κανόνες ερμηνείας
Σύμφωνα με ΑΚ 173 «κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις».
Σύμφωνα με ΑΚ 200 «οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη».
Συμπληρωματική και διαπλαστική ερμηνεία
Ερμηνεία θεωρείται και η πλήρωση των κενών της δικαιοπραξίας. Κενό στην δικαιοπραξία υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν ρύθμισαν ένα συγκεκριμένο θέμα είτε δε θέλησαν είτε δεν πρόβλεψαν. Τα κενά καλύπτονται με συμπληρωματική ή διαπλαστική ερμηνεία.
Η συμπληρωματική επιδιώκει τη κάλυψη των κενών της δικαιοπραξίας με αναζήτηση της υποθετικής, της εικαζόμενης βούλησης των συμβαλλομένων με αναδρομή σε γνωστές συνήθειες των συμβαλλομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Η διαπλαστική ακολουθείται όταν η δικαιοπραξία έχει κενά εξαιτίας μεταβολής των συνθηκών που επήλθε μετά την κατάρτισή της. Γίνεται προσπάθεια να συμπληρωθεί η πραγματική βούληση εκείνου που κατήρτισε τη δικαιοπραξία.
ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ
Έννοια και διακρίσεις
Ορισμένες δικαιοπραξίες λόγω ελαττώματος που έχουν, είτε δεν παράγουν κανένα έννομο αποτέλεσμα, είτε παράγουν μεν έννομα αποτελέσματα αλλά είναι δυνατό να ακυρωθούν με δικαστική απόφαση, οπότε εξομοιώνονται με τις άκυρες. Μιλάμε για άκυρες και ακυρώσιμες δικαιοπραξίες.
Άκυρες δικαιοπραξίες
Άκυρη είναι η δικαιοπραξία που λόγω έλλειψης ουσιώδους στοιχείου δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που απέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι είναι σαν να μην έγινε (ΑΚ 180).
Οι λόγοι ακυρότητας είναι πολλοί πχ κατάρτιση δικαιοπραξίας από ανίκανο, από ανήλικο, μη τήρηση ορισμένου τύπου, αντίθετη στο νόμο και τα χρηστά ήθη (αισχροκερδής) κοκ.
Ανενεργή είναι η δικαιοπραξία που για την ολοκλήρωση της είναι ανάγκη να συντρέξουν ορισμένα επιπλέον στοιχεία που δεν είναι βέβαιο ότι θα εισέλθουν.
Είδη ακυρότητας
(α) Αρχική και επιγενόμενη
Αρχική είναι η ακυρότητα που υπάρχει από τη στιγμή κατάρτισης της δικαιοπραξίας πχ πώληση ακινήτου χωρίς συμβολαιογραφικό έγγραφο.
Επιγενόμενη είναι η ακυρότητα που επέρχεται μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας πχ έκτακτη διαθήκη γίνεται άκυρη αν περάσουν τρεις μήνες αφότου ο διαθέτης επανήλθε σε ομαλές συνθήκες για σύνταξη κοινής διαθήκης.
(β) Απόλυτη και σχετική
Απόλυτη είναι η ακυρότητα την οποία μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον και όχι μόνο τα πρόσωπα που μετέχουν στη δικαιοπραξία πχ δικαιοπραξίες αντίθετες στα χρηστά ήθη.
Σχετική είναι η ακυρότητα που μπορούν να την επικαλεστούν μόνο ορισμένα πρόσωπα, για χάρη των οποίων έχει εξάλλου ταχθεί πχ δωρεές στις οποίες προβαίνουν οι γονείς από την περιουσία του παιδιού του (1524 ΑΚ) είναι σχετικά άκυρες.
(γ) Ολική και μερική
Ολική ακυρότητα υπάρχει όταν λόγω της ακυρότητας ανατρέπεται όλη η δικαιοπραξία πχ ανίκανος για δικαιοπραξία.
Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν η ακυρότητα αφορά σε μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Κατά συνέπεια, το τμήμα της δικαιοπραξίας που δεν θίγεται από την ακυρότητα παραμένει ισχυρό πχ ο Α δάνεισε στον Β με τόκο 100% ενώ είναι 8%. Αλλάζει μόνο ο τόκος.
Ακυρώσιμες δικαιοπραξίες
Ακυρώσιμη είναι η δικαιοπραξία που παράγει μεν τα έννομα της αποτελέσματα, είναι όμως δυνατό να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση εξαιτίας ορισμένου ελαττώματός της. Η ακυρώσιμη μετά γίνεται άκυρη. Ακυρώσιμες είναι οι δικαιοπραξίες που καταρτίστηκαν λόγω ουσιώδους πλάνης, απάτης ή απειλής (ΑΚ 154 εδαφ 1).
Την αγωγή για ακύρωση μιας ακυρώσιμης δικαιοπραξίας εγείρει μόνο εκείνος που πλανήθηκε / εξαπατήθηκε / απειλήθηκε και οι κληρονόμοι τους (ΑΚ 154 εδαφ.2).
Το δικαίωμα αποσβήνεται είτε με παραίτηση του δικαιούχου (ΑΚ 156) είτε όταν πέρασαν δύο έτη από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (ΑΚ 157 εδαφ.1). Η διετία αποτελεί αποσβεστική προθεσμία. Αν η πλάνη, η απάτη, η απειλή εξακολούθησαν μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας η διετία αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση. Όχι όμως πάνω από 20 έτη. Και η εικοσαετία αποτελεί αποσβεστική προθεσμία που αρχίζει την επόμενη της κατάρτισης της δικαιοπραξίας.
Αν δεν τηρηθεί η ακύρωση της ακυρώσιμης δικαιοπραξίας από το δικαστήριο παραμένει ως έγκυρη και τα έννομα αποτελέσματά της δεν κινδυνεύουν να ανατραπούν.
ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ Σ.Ο.Σ.
Έννοια αίρεσης
Ορισμένες φορές οι συμβαλλόμενοι εξαρτούν τη επέλευση ή ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζουν από ένα γεγονός μέλλον και αβέβαιο. Το γεγονός ονομάζεται αίρεση. Αίρεση είναι όρος (ή περιορισμός) που οι συμβαλλόμενοι προσθέτουν σε μια δικαιοπραξία, σύμφωνα με το οποίο η ενέργειά της, εξαρτάται από την επέλευση ενός γεγονότος μέλλοντος και αβέβαιου πχ ο Α υπόσχεται ότι θα δώσει στον Β 600 ευρώ αν κερδίσει στο Λόττο.
Στοιχεία της αίρεσης
(α) Ο όρος ή ο περιορισμός.
(β) Το γεγονός από το οποίο εξαρτάται το έννομο αποτέλεσμα να είναι μελλοντικό.
(γ) Το γεγονός να είναι αντικειμενικά αβέβαιο. Η αίρεση αυτή ονομάζεται γνήσια για να διακρίνεται από την καταχρηστική αίρεση που είναι φαινομενική.
Καταχρηστικές αιρέσεις
Καταχρηστική είναι η φαινομενική μόνο αίρεση, γιατί σε αυτή δεν υπάρχει μέλλον και αβέβαιο γεγονός. Περιπτώσεις καταχρηστικών αιρέσεων:
(α) Αιρέσεις αναφερόμενες στο παρόν ή στο παρελθόν πχ ο Α υπόσχεται ότι θα δώσει 1500 ευρώ αν πετύχει στις πανελλαδικές ενώ τα αποτελέσματα έχουν ήδη βγει.
(β) Νομικές αιρέσεις. Αποτελούν περιττή προσθήκη στη δικαιοπραξία πχ ο Α πωλεί το διαμέρισμα του στον Β με τον όρο ότι θα συμφωνήσουν στο τίμημα.
(γ) Αναγκαίες αιρέσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις το γεγονός είναι βέβαιο ότι θα συμβεί πχ ο Α υπόσχεται να καταβάλλει ένα χρηματικό ποσό στο ίδρυμα Χ όταν πεθάνει.
Είδη αιρέσεων
Αναβλητική είναι η αίρεση που εξαρτά την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας από ένα γεγονός μέλλον και αβέβαιο (201ΑΚ) πχ ο Α δωρίζει στο γιο του το αμάξι και του λέει ότι θα γίνει δικό του μόλις πάρει το πτυχίο του.
Διαλυτική είναι η αίρεση που εξαρτά την ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας από ένα γεγονός μέλλον και αβέβαιο πχ αν αποτύχει ο γιος στις εξετάσεις και δεν πάρει πτυχίο θα επιστρέψει το αμάξι.
Δικαιοπραξίες που δεν επιδέχονται αίρεση
Το ανεπίδεκτο αίρεσης άλλοτε επιβάλλεται από το νόμο και άλλοτε από τη φύση και το σκοπό της δικαιοπραξίας. Η προσθήκη αίρεσης σε δικαιοπραξία ανεπίδεκτη αίρεσης έχει ως συνέπεια της ακυρότητα της δικαιοπραξίας.
Επίδραση ορισμένων αιρέσεων στο κύρος της δικαιοπραξίας (ΑΚ 208 παρ.1)
(α) Αντιφατική είναι η αίρεση που η πλήρωσή της έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας και καθιστά αυτή άκυρη πχ ο Α νοικιάζει στον Β το διαμέρισμα του με την αίρεση να μένει και ο Α μέσα.
(β) Ακατάλυπτη ή ακατανόητη είναι η αίρεση που δεν είναι δυνατό να γίνει κατανοητή λόγω της ασαφούς της διατύπωσης και καθιστά τη δικαιοπραξία άκυρη.
(γ) Παράνομη είναι η αίρεση που προσδίδει παράνομο περιεχόμενο στη δικαιοπραξία και, κατά συνέπεια ακυρότητα αυτής πχ ο Α υπόσχεται ένα ποσό στον Β αν κάνει παράνομη μεταφορά χρημάτων.
(δ) Ανήθικη είναι η αίρεση που προσδίδει ανήθικο περιεχόμενο στη δικαιοπραξία και κατά συνέπεια ακυρότητα αυτής πχ ο Α υπόσχεται στον Β ένα ποσό αν σκοτώσει τον Γ.
(ε) Αδύνατη είναι η αίρεση που αναφέρεται σε γεγονός που είναι αδύνατο να συμβεί. Αν η αδύνατη αίρεση έχει τεθεί με τη μορφή αναβλητικής αίρεσης καθιστά τη δικαιοπραξία άκυρη (ΑΚ 208 παρ.2) πχ ο Α υπόσχεται το ποσό 600 ευρώ στον Β αν ο Γ ζήσει 150 χρόνια. Αν η αδύνατη αίρεση έχει τεθεί με η μορφή τη διαλυτικής αίρεσης, αυτή δεν έχει καμία συνέπεια στο κύρος τη δικαιοπραξίας πχ ο Α υπόσχεται στον Β ένα ποσό με τον όρο ότι ο Γ δεν θα ζήσει 150 χρόνια.
Λειτουργία της αίρεσης
Κάθε αίρεση περνάει δύο στάδια, το στάδιο εκκρεμότητας και το στάδιο της πλήρωσης ή ματαίωσης της.
Στάδιο εκκρεμότητας είναι το στάδιο από τη στιγμή της κατάρτισης της δικαιοπραξίας μέχρι τη στιγμή πλήρωσης ή ματαίωσης της αίρεσης.
Κατά το στάδιο αυτό διακρίνουμε τις αναβλητικές από τις διαλυτικές αιρέσεις. Αν μια δικαιοπραξία περιέχει αναβλητική αίρεση, κατά το στάδιο αυτό δεν επέρχονται τα έννομα αποτελέσματα της δημιουργείται όμως δεσμός των μερών. Ο υπόχρεος οφείλει να μην προβεί υπαίτια σε πράξη ή παράλειψη που επιφέρει ματαίωση του υπό αίρεση δικαιώματος, έχει υποχρέωση να μη διαθέσει το αντικείμενο της δικαιοπραξίας. Πρόκειται για σχετική ακυρότητα.
Αν μια δικαιοπραξία περιέχει διαλυτική αίρεση επέρχονται μεν όλα τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας ανατρέπονται όμως αν πληρωθεί η αίρεση.
Η θέση του δικαιούχου εδώ είναι ανάλογη με τη θέση του υπόχρεου στη προηγούμενη περίπτωση, ο δικαιούχος πρέπει να απέχει από κάθε ενέργεια ματαίωσης ή βλάβης του δικαιώματος που εξαρτάται από την αίρεση και να μη διαθέσει το αντικείμενο άλλως η δικαιοσύνη είναι άκυρη.
Πλήρωση της αίρεσης σημαίνει επέλευση του μέλλοντος και αβέβαιου γεγονότος. Οι συνέπειες της πλήρωσης της αίρεσης επέρχονται αυτοδικαίως. Σε περίπτωση πλήρωσης αναβλητικής αίρεσης επέρχονται τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας ενώ σε περίπτωση διαλυτικής αίρεσης ανατρέπονται τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση.
Ματαίωση της αίρεσης σημαίνει μη επέλευση του μέλλοντος και αβέβαιου γεγονότος. Σε περίπτωση ματαίωσης αναβλητικής αίρεσης σημαίνει μη επέλευση του μέλλοντος και αβέβαιου γεγονότος από το οποίο εξαρτάται η δικαιοπραξία και άρα η δικαιοπραξία δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματά της. Σε περίπτωση ματαίωσης διαλυτικής αίρεσης σημαίνει μη επέλευση του μέλλοντος και αβέβαιου γεγονότος από το οποίο εξαρτάται η επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση. Συνέπεια είναι ότι τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας που επήλθαν, διατηρούνται οριστικά.
Προθεσμία.
Προθεσμία ή πρόσθετος όρος της δικαιοπραξίας είναι όρος που έχει τεθεί στη δικαιοπραξία από τους συμβαλλομένους και εξαρτά την επέλευση ή ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων της από ένα ορισμένο μελλοντικό χρονικό σημείο (ΑΚ 210).
Η προθεσμία μπορεί να είναι αναβλητική ή διαλυτική.
Αναβλητική προθεσμία είναι όρος που έχει τεθεί στη δικαιοπραξία και εξαρτά την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της από ένα μελλοντικό αλλά ορισμένο χρονικό σημείο πχ ο Α υπόσχεται στον Β ότι θα του δώσει 600 ευρώ μόλις γίνει 18 ετών.
Διαλυτική προθεσμία είναι όρος που έχει τεθεί στη δικαιοπραξία και εξαρτά την ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων της από ένα μελλοντικό αλλά ορισμένο χρονικό σημείο πχ ο Α δανείζει στον Β ένα βιβλίο με τη συμφωνία να του το επιστρέψει μετά από ένα μήνα.
Διαφορά αίρεσης και προθεσμίας
Στην αίρεση η επέλευση ή ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας εξαρτάται από μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός ενώ στην προθεσμία από μελλοντικό αλλά βέβαιο γεγονός.
Έναρξη και λήξη της προθεσμίας
Η προθεσμία αρχίζει να υπολογίζεται από την επόμενη της ημέρας που συνέβη το γεγονός, που αποτελεί αφετηρία της (ΑΚ 241 παρ.1).
Λήγει όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία μέρα της προθεσμίας. Αν είναι εορτάσιμη, την επόμενη ημέρα.
Αποσβεστική ή αποκλειστική προθεσμία
Είναι η προθεσμία που τάσσεται είτε από το νόμο είτε από τους συμβαλλόμενους για την άσκηση ενός δικαιώματος (ΑΚ 279) αν δηλαδή το δικαίωμα δεν ασκηθεί μέσα στην προθεσμία, αποσβήνεται.
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ
Έννοια αντιπροσώπευσης
Αντιπροσώπευση είναι ο θεσμός με τον οποίο επιτυγχάνεται η κατάρτιση δικαιοπραξίας από ένα πρόσωπο (αντιπρόσωπο) για λογαριασμό ενός άλλου προσώπου (αντιπροσωπευόμενου).
Διαφορά αντιπροσώπου από άγγελο
Ο αντιπρόσωπος προβαίνει σε δήλωση βούλησης και καταρτίζει δικαιοπραξία για λογαριασμό άλλου, ενώ ο άγγελος διαβιβάζει δήλωση βούλησης πχ ο Α, άγγελος του Β δηλώνει στον Γ «ο Β μου είπε ότι πωλεί το ακίνητό του».
Είδη αντιπροσώπευσης
(α) Άμεση αντιπροσώπευση είναι εκείνο όταν ένα πρόσωπο (αντιπρόσωπος) προβαίνει σε δήλωση βούλησης στο όνομα και για λογαριασμό άλλου προσώπου (αντιπροσωπευόμενου), μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης. Τα αποτελέσματα είναι άμεσα στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου πχ ο Α αγοράζει ένα διαμέρισμα από τον Γ στο όνομα και για λογαριασμό του Β.
Έμμεση αντιπροσώπευση είναι εκείνη όταν ένα πρόσωπο (αντιπρόσωπος) προβαίνει σε δήλωση βούλησης στο όνομά του (δηλαδή του αντιπροσώπου) αλλά για λογαριασμό άλλου προσώπου (αντιπροσωπευόμενου). Τα αποτελέσματα επέρχονται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου και με άλλη δικαιοπραξία στον αντιπροσωπευόμενο πχ ο Α αγοράζει στο όνομά του ένα διαμέρισμα από τον Γ και με νέα δικαιοπραξία το μεταβιβάζει στον Β.
(β) Ενεργητική αντιπροσώπευση υπάρχει όταν ο αντιπρόσωπος προβαίνει σε δήλωσης βούλησης στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου πχ ο Α ως αντιπρόσωπος του Β, δηλώνει στον Γ ότι πωλεί το αμάξι του Β.
Παθητική αντιπροσώπευση υπάρχει όταν ο αντιπρόσωπος λαβαίνει ορισμένη δήλωση βούλησης που απευθύνεται στον αντιπροσωπευόμενο πχ ο Γ δηλώνει στον Α, ως αντιπρόσωπο του Β, ότι θα αγοράσει το αυτοκίνητο του Β.
(γ) Νόμιμη είναι η αντιπροσώπευση στην οποία η εξουσία για αντιπροσώπευση στηρίζεται σε διάταξη νόμου πχ νόμιμοι αντιπρόσωποι των ανηλίκων είναι οι γονείς (ΑΚ 1510).
Εκούσια είναι η αντιπροσώπευση στην οποία η εξουσία για αντιπροσώπευση πηγάζει από τη βούληση του αντιπροσωπευόμενου . Η αντιπροσώπευση εδώ λέγεται πληρεξουσιότητα πχ ο Β διορίζει τον Α πληρεξούσιό του για να διαχειρίζεται την περιουσία του.
Προϋποθέσεις άμεσης αντιπροσώπευσης
(α) Δήλωση βούλησης
(β) Δήλωση βούλησης δεκτική αντιπροσώπευσης
(γ) Δήλωση βούλησης στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου
(δ) Ο αντιπρόσωπος αρκεί να έχει περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία
(ε) Ο αντιπρόσωπος να έχει εξουσία αντιπροσώπευσης
(στ) Η δήλωση βούλησης του αντιπροσώπου να είναι μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης
Έννοια πληρεξουσιότητας
Πληρεξουσιότητα είναι η εξουσία αντιπροσώπευσης που παρέχεται με μονομερή δικαιοπραξία.
Πληρεξουσιότητα υπάρχει μόνο στην περίπτωση εκούσιας αντιπροσώπευσης. Η πληρεξουσιότητα παρέχεται με :
(α) Δήλωση στον πληρεξούσιο (εσωτερική πληρεξουσιότητα)
(β) Δήλωση στον τρίτο με τον οποίο πρόκειται να καταρτίσει δικαιοπραξία ο αντιπρόσωπος (εξωτερική πληρεξουσιότητα)
(γ) Δημόσια γνωστοποίηση πχ εφημερίδα
Είδη πληρεξουσιότητας
(α) Γενική και ειδική πληρεξουσιότητα
Γενική είναι εκείνη που αναφέρεται σε όλες είτε σε ομάδα δικαιοπραξιών.
Ειδική είναι εκείνη που αναφέρεται σε ορισμένη δικαιοπραξία.
(β) Ρητή και σιωπηρή πληρεξουσιότητα
Ρητή είναι εκείνη που παρέχεται με δήλωση που πρέπει να απευθυνθεί και να περιέλθει σε άλλο πρόσωπο, είτε αυτό είναι πληρεξούσιος είτε ο τρίτος με τον οποίο θα επιχειρηθεί η δικαιοπραξία.
Σιωπηρή είναι εκείνη που συνάγεται είτε από την έννομη σχέση που συνδέει αντιπροσωπευόμενο και αντιπρόσωπο, είτε από τη συμπεριφορά του αντιπροσωπευόμενου που δημιουργεί πεποίθηση στους τρίτους ότι έχει χορηγήσει πληρεξουσιότητα σε συγκεκριμένο πρόσωπο.
(γ) Ατομική και συλλογική πληρεξουσιότητα
Ατομική είναι η πληρεξουσιότητα όταν ορίζεται ένα πρόσωπο ως πληρεξούσιος. Συλλογική είναι η πληρεξουσιότητα όταν ορίζονται περισσότερα πρόσωπα ως πληρεξούσιοι, που ενεργούν είτε καθένας μεμονωμένα είτε όλοι μαζί από κοινού.
Τύπος πληρεξουσιότητας
Δεν υποβάλλεται κατά κανόνα σε τύπο αρκεί η προφορική δήλωση για διορισμό πληρεξουσίου. Κατά εξαίρεση αν πρέπει να περιβληθεί η δικαιοπραξία ορισμένο τύπο τότε το ίδιο και η πληρεξουσιότητα.
Παύση πληρεξουσιότητας
(α) Γενικοί λόγοι παύσης είναι η πάροδος του χρονικού διαστήματος για το οποίο παρασχέθηκε η πληρεξουσιότητα, η πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης ή η κατάρτιση της δικαιοπραξίας για την οποία χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα.
(β) Ειδικοί λόγοι είναι η ανάκληση πληρεξουσιότητας, η λήξη της έννομης σχέσης στην οποία στηρίζεται η πληρεξουσιότητα, ο θάνατος του αντιπροσωπευόμενου ή του πληρεξούσιου, ανικανότητα για δικαιοπραξία του αντιπροσωπευόμενου ή του πληρεξουσίου και η παραίτηση του πληρεξουσίου.
Με την παύση της πληρεξουσιότητας παύει η εξουσία για αντιπροσώπευση.
Δικαιοπραξίες μετά την παύση της πληρεξουσιότητας
(α) Αν ο πληρεξούσιος αγνοούσε την παύση τότε η δικαιοπραξία είναι έγκυρη και δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο. Είναι άκυρη αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.
(β) Αν ο πληρεξούσιος γνώριζε την παύση τότε η δικαιοπραξία δεν είναι ισχυρή.
Έλλειψη εξουσίας αντιπροσώπευσης
Σύμβαση που καταρτίζεται από ψευδοαντιπρόσωπο τότε μόνο δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο όταν την εγκρίνει άλλως βρίσκεται σε μετέωρη κατάσταση (ΑΚ 229 εδαφ.1). Αν δεν την εγκρίνει, τότε δεν έχει δέσμευση και ο ψευδοαντιπρόσωπος έχει υποχρέωση είτε να την εκτελέσει ο ίδιος ή να καταβάλλει αποζημίωση.
Ο ψευδοαντιπρόσωπος απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν είχε εξουσία αντιπροσώπευσης (ΑΚ 231 παρ.3).
Αυτοσύμβαση
Είναι η σύμβαση εκείνη που συνάπτει ένας αντιπρόσωπος με τον εαυτό του, είτε ατομικά είτε ως πληρεξούσιος κάποιου άλλου πχ ο Α που είναι πληρεξούσιος του Β, πωλεί στον εαυτό του ακίνητο του Β.
The end….at last!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου