Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΑΣΥΛΙΕΣ / ΠΡΟΝΟΜΙΕΣ



Οι διατάξεις των άρθρων 61 και 62 του Συντάγματος κατοχυρώνουν τρία «προνόμια» ή «δικαιώματα» των βουλευτών, που ονομάζονται βουλευτικές ασυλίες.
Οι ασυλίες αυτές είναι (α) το ανεύθυνο (β) η ειδική προστασία της προσωπικής ελευθερίας (το ακαταδίωκτο) και (γ) το δικαίωμα άρνησης της μαρτυρίας του βουλευτή (το ανεξέταστο).
Το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο αποτελούν τις παραδοσιακές βουλευτικές ασυλίες ενώ το ανεξέταστο το καθιέρωσε το ισχύον Σύνταγμα για πρώτη φορά. Οι διατάξεις αυτές είναι εξαιρετικές γιατί καθιερώνουν εξαιρέσεις από τη γενική αρχή της ισότητας των πολιτών (άρθρο 4 παρ. 1 Σ). Παραπέρα το άρθρο 61 παρ. 1-2  περιορίζει και το δικαίωμα στην τιμή (άρθρο 5 παρ. 2) εφόσον επιτρέπει την ποινική δίωξη των βουλευτών μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση και μάλιστα μετά από σχετική άδεια της βουλής ενώ το άρθρο 62 καθιερώνει εξαίρεση από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών  (άρθρο 26). Για τους λόγους αυτούς οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται στενά:
Α. Το ανεύθυνο του βουλευτή: Το ανεύθυνο του βουλευτή ρυθμίζεται από το άρθρο 61 παρ. 1-2 του Συντάγματος. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού καθιερώνει την αρχή του ανεύθυνου του βουλευτή όπου ορίζει «ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων». Η διάταξη καθιερώνει το ανεύθυνο του βουλευτή για γνώμη ή ψήφο κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων δηλαδή στη βουλή και τις επιτροπές αυτής. Συνεπώς, το ανεύθυνο δεν περιλαμβάνει τις αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων και δεν έχουν καμία σχέση με την έκφραση γνώμης ή ψήφου του βουλευτή όπως η ανθρωποκτονία, οι σωματικές βλάβες και η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ούτε και με την έκφραση γνώμης μπροστά στους εκλογείς ή ιδιωτικές συνομιλίες ή σε συνεδρίαση ενός οργάνου του κόμματός του ή δια του τύπου. Είναι αυτονόητο ότι δεν καλύπτεται από το ανεύθυνο η δωροδοκία του βουλευτή για την γνώμη ή ψήφο αυτού κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η γνώμη που καλύπτεται από το ανεύθυνο μπορεί να εκφράζεται προφορικά ή γραπτά ή δια σχημάτων (πχ με μια υβριστική χειρονομία). Το ανεύθυνο του βουλευτή καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία από τη Διακήρυξη Δικαιωμάτων του 1689. Συγκεκριμένα, το ανεύθυνο αποβλέπει στην κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του βουλευτή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, την οποία καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 του Συντάγματος, τόσο απέναντι στη Κυβέρνηση και σε οποιοδήποτε άλλο όργανο του κράτους όσο και απέναντι και σε ιδιώτες. Για το λόγο αυτό είναι ανεπίτρεπτη η άρση του ανευθύνου με παραίτηση βουλευτή ή άδεια της βουλής. Η ισχύς του ανευθύνου αρχίζει με την ορκωμοσία του βουλευτή και είναι χρονικά απεριόριστο δηλαδή ο βουλευτής δεν μπορεί να διωχθεί ποτέ για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του είτε κατά το χρόνο κατά τον οποίο έχει τη βουλευτική ιδιότητα είτε και όταν δεν θα είναι πια βουλευτής.  Το ανεύθυνο προστατεύει το βουλευτή από κυρώσεις που επιβάλλονται από όργανα του κράτους και όχι και από άλλες επιζήμιες ιδίως πολιτικές και κομματικές συνέπειες εξαιτίας γνώμης ή ψήφου (πχ διαγραφή του από το κόμμα).Το ανεύθυνο ισχύει και για τον βουλευτή που είναι ταυτόχρονα και υπουργός μόνο όταν ενεργεί με τη βουλευτική του ιδιότητα. Το ανεύθυνο είναι απόλυτο με την έννοια ότι αποκλείει οποιαδήποτε ευθύνη του βουλευτή και συγκεκριμένα (α) την ποινική (β) την πειθαρχική (γ) την πολιτική και (δ) την αστική ευθύνη. Ειδικότερα:
·         Το ποινικά ανεύθυνο: Ο βουλευτής είναι ποινικά ανεύθυνος (δεν μπορεί να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη) για γνώμη ή ψήφο κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Παραπέρα, ο βουλευτής ούτε ως μάρτυρας μπορεί να εξετάζεται για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Όταν τον καλούν δικαιούται και υποχρεούται να αρνηθεί τη μαρτυρία του. Η ερμηνευόμενη διάταξη αποκλείει μόνο τη δίωξη του βουλευτή και όχι το παράνομο της πράξης. Συνεπώς, η διάταξη δεν αποκλείει την άμυνα κατά της πράξης ούτε και την τιμωρία των τυχόν συμμέτοχων σε αυτή.
·         Το πειθαρχικά ανεύθυνο: Ο βουλευτής είναι πειθαρχικά ανεύθυνος για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ειδικότερα, ο βουλευτής δεν μπορεί να διώκεται πειθαρχικά για μια τέτοια γνώμη ή ψήφο του από οποιαδήποτε αρχή εκτός από τη βουλή. Έτσι αν ο βουλευτής κατέχει συγχρόνως και άλλη θέση πχ καθηγητής ΑΕΙ δεν μπορεί να διώκεται πειθαρχικά για γνώμη ή ψήφο κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Κατ’ εξαίρεση όμως μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, αν η βουλή επιτρέψει την ποινική του δίωξη του.
·         Το πολιτικά ανεύθυνο:  Ο βουλευτής είναι πολιτικά ανεύθυνος για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπό την έννοια ότι ούτε οι εκλογείς του ούτε το κόμμα του μπορούν να ανακαλούν ή εξαναγκάζουν αυτόν σε παραίτηση.
·         Το αστικά ανεύθυνο: Ο βουλευτής είναι αστικά ανεύθυνος. Συγκεκριμένα δεν υποχρεούται να καταβάλλει αποζημίωση σε οποιοδήποτε πρόσωπο για υλική ζημιά ή ηθική βλάβη, η οποία προκαλείται σε αυτό από τη γνώμη  ή την ψήφο που δίδει κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
·         Η εξαίρεση από την αρχή του ανευθύνου: Η πρώτη υποπαράγραφος της παρ. 2 του άρθρου 61  θεσπίζει για πρώτη φορά σε εμάς μια εξαίρεση από την αρχή του ποινικά ανεύθυνου των βουλευτών προκειμένου για τη συκοφαντική δυσφήμηση. Η διάταξη αυτή επανέλαβε τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου της Γερμανίας την οποία επιδοκίμασε η επιστήμη. Η διάταξη δεν ίσχυσε κατά τη βουλευτική περίοδο 1974-1977. Παραπέμπει στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα όταν προβλέπουν κάθε φορά το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (363 ΠΚ). Αντίθετα, ο βουλευτής δεν ευθύνεται για εξύβριση και απλή δυσφήμηση τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις 361-362 του ΠΚ. Η δίωξη του βουλευτή επιτρέπεται από τις ερμηνευόμενες διατάξεις μόνο ύστερα από  άδεια της βουλής, η άδεια πρέπει να δίδεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 45 ημερών από την περιέλευση της έγκλησης στον Πρόεδρο της Βουλής, αν η βουλή αρνηθεί ρητά ή σιωπηρά (με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας) τη χορήγηση της άδειας, η πράξη θεωρείται ανέγκλητη. Το ανέγκλητο της πράξης αποκλείει τη δίωξη του βουλευτή για αυτή και όχι τον παράνομο χαρακτήρα της. Συνεπώς το ανέγκλητο της πράξης δεν αποκλείει την ποινική δίωξη των άλλων συμμετόχων του βουλευτή οι οποίοι δεν είναι βουλευτές. Ο βουλευτής δεν ευθύνεται κατ’  εξαίρεση μόνο ποινικά αλλά και πειθαρχικά και αστικά για συκοφαντική δυσφήμηση. Με άλλες λέξεις, οι ερμηνευόμενες διατάξεις καθιερώνουν εξαίρεση και από την αρχή του πειθαρχικά και αστικά ανεύθυνου του βουλευτή για το αδίκημα αυτό.
Β. Η ειδική προστασία της προσωπικής ελευθερίας του βουλευτή (το ακαταδίωκτο): Το άρθρο 62 του Συντάγματος προστατεύει ειδικά την προσωπική ελευθερία των βουλευτών, απαγορεύοντας καταρχήν οποιονδήποτε περιορισμό αυτής χωρίς την άδεια της βουλής. Ειδικότερα το άρθρο ορίζει ότι ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια της βουλής. Επίσης, δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυση έως την ανακήρυξη της νέας βουλής. Η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε αν η βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε 3 μήνες αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε  στον Πρόεδρο της βουλής. Η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της βουλής. Η ειδική προστασία επιδιώκει κυρίως την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της βουλής με την παρουσία όλων των μελών της. Έτσι η ειδική προστασία δεν αποτελεί προνόμιο του βουλευτή αλλά της βουλής ως σώματος. Η διάταξη της παρ. 1 εδ α του άρθρου 62 απαγορεύει καταρχήν τη δίωξη ή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του βουλευτή χωρίς άδεια της βουλής για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη (πταίσμα, πλημμέλημα, κακούργημα) που είναι άσχετη με την άσκηση των καθηκόντων του και η οποία διαπράττεται οποτεδήποτε (πριν ή κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή έξω από αυτά). Η διάταξη απαγορεύει μόνο την άσκηση ποινικής δίωξης του βουλευτή όχι όμως την εξέταση αυτού ως μάρτυρα  σε άλλες υποθέσεις, απαγορεύεται όμως η βίαιη προσαγωγή του για το σκοπό αυτό. Οι συμμέτοχοι δεν προστατεύονται από τη διάταξη αυτή. Δεν προστατεύονται οι υποψήφιοι βουλευτές οι οποίοι δεν ήταν βουλευτές της τελευταίας βουλής. Η ειδική προστασία του βουλευτή δεν είναι απόλυτη αλλά μπορεί να αίρεται μετά από άδεια της βουλής.  Η διάταξη του άρθρου 62 παρ. 2 ορίζει ότι η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε αν η βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε 3 μήνες από τη διαβίβαση της σχετικής αίτησης του εισαγγελέα στον Πρόεδρο της Βουλής. Οι αιτήσεις αυτές διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο της βουλής στην Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας.  Η Επιτροπή οφείλει να ακούσει το βουλευτή του οποίου ζητείται η άρση της ασυλίας και ερευνά αν η πράξη συνδέεται με την πολιτική ή κοινοβουλευτική δραστηριότητα του βουλευτή ή αν η δίωξη ή η μήνυση ή η έγκληση υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα. Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την κυβέρνηση έγγραφα που θεωρεί αναγκαία για την απόφασή της, συντάσσει σχετική έκθεση εντός προθεσμίας η οποία πρέπει να είναι δικαιολογημένη. Οι αιτήσεις για την άρση της ασυλίας εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας της βουλής μετά την υποβολή της έκθεσης της επιτροπής τουλάχιστον μέσα σε 10 ημέρες πριν από την εκπνοή των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 61 παρ. 2 και 62 παρ. 1 του Συντάγματος. Η βουλή δεν εξετάζει αν η πράξη είναι αξιόποινη, αν τελέστηκε από το βουλευτή και αν παραγράφηκε. Η βουλή εξετάζει μόνο αφενός αν η ποινική δίωξη εμποδίζει την ομαλή λειτουργία της και αφετέρου αν έχει πολιτικούς σκοπούς, η βουλή μπορεί να αρνηθεί την άρση της ασυλίας αν ένα από τα δύο ζητήματα είναι καταφατικά. Νέα αίτηση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά γεγονότα είναι απαράδεκτη. Η ανάκληση της άδειας που χορηγήθηκε από τη βουλή δεν είναι δυνατή. Η βουλή στην περίπτωση αίτησης για δίωξη του βουλευτή για περισσότερα εγκλήματα χορηγεί άδεια μόνο για ένα από αυτά και μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση της άρσης της ασυλίας για τα άλλα. Υπάρχει όμως μια εξαίρεση στο ακαταδίωκτο του βουλευτή που είναι η παρ. 4 του άρθρου 62 και περιλαμβάνει μόνο τα αυτόφωρα κακουργήματα κι όχι και άλλα αυτόφωρα εγκλήματα (πταίσματα και πλημμελήματα). Η διάταξη δεν καθορίζει την έννοια «αυτόφωρα κακουργήματα», αυτό καθορίζεται από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα «κακούργημα είναι κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή θανάτου ή της κάθειρξης». Η εν λόγω εξαίρεση είναι παραδοσιακή και καθιερώθηκε ήδη από τα γαλλικά συντάγματα και υιοθετήθηκε και από όλα τα ελληνικά συντάγματα που ίσχυσαν από το 1844 έως σήμερα. Σύμφωνα με την Ποινική Δικονομία αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα και εφόσον ο δράστης καταδιώχθηκε αμέσως μετά από δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή είτε έχει πάνω του ίχνη ή αντικείμενα από τον τόπο του εγκλήματος.
Γ. Το δικαίωμα άρνησης της μαρτυρίας του βουλευτή: Η διάταξη του άρθρου 61 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει «ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σε αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε». Η διάταξη αυτή δεν περιλαμβανόταν στα προηγούμενα συντάγματά μας. Αυτή ελήφθη από διάταξη του γερμανικού συντάγματος. Ειδικότερα η διάταξη αυτή καθιερώνει ρητά το δικαίωμα του βουλευτή να αρνηθεί τη μαρτυρία σχετικά με πληροφορίες και πρόσωπα που τις έδωσαν ή πήραν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Σκοπός της διάταξης η προστασία της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ βουλευτή και πολίτη. Επίσης, με την καθιέρωση του δικαιώματος άρνησης της μαρτυρίας του βουλευτή επιδιώκεται η κατοχύρωση του «επαγγελματικού απόρρητου».  Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει μόνο το δικαίωμα του βουλευτή και όχι των προσώπων που του δίνουν πληροφορίες ή  στα οποία δίνει πληροφορίες. Το δικαίωμα άρνησης της μαρτυρίας του βουλευτή καλύπτει τις πληροφορίες που παίρνει και δίνει εμπιστευτικά κατά την άσκηση των καθηκόντων του και όχι άλλες ιδιωτικές ή επιχειρηματικές πληροφορίες του βουλευτή. Το δικαίωμα είναι χρονικά απεριόριστο και ισχύει και μετά τη λήξη του βουλευτικού αξιώματος. Τις προϋποθέσεις τις κρίνει το αρμόδιο δικαστήριο. Είναι όμως δικαίωμα δεν είναι και καθήκον που σημαίνει ότι ο βουλευτής αποφασίζει σύμφωνα με τη συνείδησή του αν θα ασκήσει ή όχι το δικαίωμά του αυτό σε κάθε περίπτωση και η βουλή εν προκειμένω δεν έχει καμία αρμοδιότητα.

Βιβλιογραφία:
Αθ. Ράικος, "Συνταγματικό Δίκαιο" Τόμος Ι, σελ. 658-679

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου