Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ - ΣΟΣ ΘΕΜΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ

Ελευθερία γνώμης και ψήφου

Πρόκειται για την ελευθερία γνώμης και ψήφου ως έκφανση της ελεύθερης εντολής υπό την εγγύηση του ανεύθυνου και ακαταδίωκτου του Βουλευτή κατά την άσκηση του αξιώματός του.
Υπό το καθεστώς της ελεύθερης εντολής ο βουλευτής ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ελευθερία γνώμης και ψήφου. Αντίθετα στις αποκαλούμενες λαϊκές δημοκρατίες ο βουλευτής ασκούσε τα καθήκοντά του υπό το καθεστώς της επιτακτικής εντολής δηλ τελούσε υπό τον διαρκή έλεγχο των εκλεκτόρων του.
Η ελεύθερη εντολή συνιστά αναγκαία συνθήκη του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. Στο άρθρο 60 παρ. 1 Σ αποδίδεται το περιεχόμενο της ελεύθερης εντολής ότι "οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και της ψήφου κατά συνείδηση".
Στις διατάξεις τους όλα τα συντάγματα κατοχυρώνουν τις γνώμες που εξέφραζαν με τις ψήφους τους οι βουλευτές με τις ασυλίες, το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο των βουλευτών.
Με το άρθρο 61 παρ. 1 Σ θεσπίζεται το ανεύθυνο του βουλευτή "ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποινδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων". Εξαίρεση στον κανόνα έχουμε με τη παρ. 2 στην περίπτωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης η οποία μπορεί να διακινδυνεύσει το βουλευτικό ανεύθυνο.
Η ασυλία του βουλευτικού ανεύθυνου αναφέρεται τόσο στην ποινική όσο και στην αστική και πειθαρχική ευθύνη, είναι όμως σχετική πλέον, εφόσον μπορεί να αρθεί στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης, συνεχής εφόσον δεν επηρεάζετια από τη διακοπή των εργασιών της βουλής και διηνεικείς εφόσον επεκτείνεται και στον χρόνο μετά το πέρας της βουλευτικής θητείας κατά την οποία άσκησε τα καθήκοντά του ο βουλευτής. 
Από την ασυλία του βουλευτικού ανευθύνου δεν χωρεί παραίτηση.
Δεύτερη εγγύηση ή ασυλία υπέρ του βουλευτή που η θεωρία αποκαλεί ακαταδίωκτο του βουλευτή θεσπίζεται στο άρθρο 62 παρ. 1 Σ με το οποίο όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνετια ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζετια χωρίς άδεια του σώματος.
Το ακαταδίωκτο αναφέρεται στις ποινικά κολάσιμες πράξεις και είναι χρονικά περιορισμένο, εκτεινόμενο στο διάστημα της βουλευτικής περιόδου επομένως στον χρόνο από την εκλογή μέχρι την, με οποιονδήποτε τρόπο, λήξη της θητείας της βουλής και για πολιτικά εγκήματα και στο διάστημα από τη διάλυση της βουλής μέχρι την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας βουλής.
Διώξη του βουλευτή επιτρέπεται μόνο μετά από άδεια της βουλής τρεις μήνες μετά την αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη του βουλευτή διαβιβάστηκε στον ΠτΒ ενώ αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της βουλής.
Ερωτάται αν ο βουλευτής υποχρεούται σε κατάθεση μαρτυρίας σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε υποβολή σε μέτρα ικανά να τον καταστήσουν υπόδικο, όπως έλεγχος του επιπέδου της αλκοόλης στο αίμα και τελωνειακή έρευνα.
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από το ότι ο βουλευτής οφείλει να συμμορφώνεται προς τους νόμους όπως κάθε μέλος του κοινωνικού σώματος.
Μετά το πέρας του χρόνου ασυλίας ο διατελέσας βουλευτής διώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται ή περιορίζεται όπως κάθε πρόσωπο που δεν προστατεύεται από το βουλευτικό ακαταδίωκτο.

Βουλευτική αποζημίωση και βουλευτικές ατέλειες

Από την αρχαία Ελλάδα  η συμμετοχή στο νομοθετικό σώμα ως κατεξοχήν έκφραση της λαϊκής βούλησης, καθίσταται προνόμιο των εισοδηματικά ισχυρών.
Τη βουλευτική αποζημίωση και τις δαπάνες, αφενός, τις ατέλειες, αφετέρου, (συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική) καθορίζει, αντιστοίχως, ως προς το ύψος και την έκτασή τους, με απόφαση της η Ολομέλεια της Βουλής.
Το Σύνταγμα δεν θεσπίζει όριο ως προς το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης και των δαπανών και ως προς την έκταση των ατελειών τις οποίες απολαμβάνουν οι αντιπρόσωποι του Έθνους. Αυτονόητο είναι ότι πρέπει να είναι εύλογες ανάλογες με το λειτούργημά τους.

Ο βουλευτικός όρκος

Πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους οι βουλευτές δίδουν στο βουλευτήριο και σε δημόσια συνεδρίαση όρκο. Το Σύνταγμα εισάγει τον θρησκευτικό όρκο και κατά τον τύπο της χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ενώ δεν λαμβάνει υπόψη του τους άθεους, άθρησκους και προσώπων των οποίων η θρησκεία είτε δεν προβλέπει είτε δεν απαγορεύει τον όρκο οπότε θα έπρεπε κατά αλλον τύπο να αναλαμβάνουν τις δεσμεύσεις που περιέχει η δόση του όρκου.
Ο Κανονισμός της Βουλής ορίζει ότι αρνήσεις ή αντιρρήσεις για τη δόση του όρκου δεν επιτρέπονται, οι τυχόν επιφυλάξεις διατυπώνονται γραπτώς. Συνέπεια της άρνησης του βουλευτή να αρκοσθεί κατά τον θρησκευτικό τύπο είναι ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα καθήκοντά του ούτε τη βουλευτική αποζημίωση και δαπάνες ούτε έχει δικαιώματος χρήσεως ατέλειας στις συγκοινωνίες, το ταχυδρομία και την τηλεφωνία.
Κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε δήλωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων.

Παραίτηση βουλευτή και απώλεια βουλευτικής ιδιότητας

Η βουλευτική ιδιότητα απόλλυται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
  • λόγω παραίτησης από το βουλευτικό αξίωμα
  • ως συνέπεια της λήξης της βουλευτικής περιόδου είτε ομαλά είτε πρόωρα λόγω διάλυσης της βουλής
  • λόγω ακύρωσης της εκλογής του βουλευτή από το ΑΕΔ
  • ως συνέπεια αυτοδίκαιης έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα μετά από απόφαση του ΑΕΔ για τους λόγους των άρθρων 56 και 57 Σ
  • λόγω θανάτου του βουλευτή. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου