Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

ΣΟΣ ΘΕΜΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΑΝΤΕΙΟΥ 2015-2016




ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ;

Σύμφωνα με το άρθρο 26 του Συντάγματος τα όργανα κάθε λειτουργίας δεν μπορούν να ενεργούν παρά μόνο εκείνες τις πράξεις που κατά το περιεχόμενό τους ανήκουν σε αυτή τη λειτουργία.
Εξαιτίας της υποταγής της Διοίκησης στο νόμο και του γεγονότος ότι τα δικαστήρια δικάζουν σύμφωνα με το νόμο, προκύπτει η λεγόμενη «αρχή της υπεροχής του νόμου» που σημαίνει ότι η νομοθετική λειτουργία είναι ελεύθερη να θέτει κανόνες δικαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος τους οποίους τους θεωρεί πρόσφορους και κατάλληλους.
Οι δε άλλες δύο λειτουργίες (εκτελεστική και δικαστική) οφείλουν να τους τηρούν και να τους εφαρμόζουν. Η υπεροχή της νομοθετικής λειτουργίας είναι απόρροια της δημοκρατικής αρχής και της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας που θέλει τη βουλή ως το αμεσότερο και αυθεντικότερο εκφραστή της λαϊκής θέλησης, να προηγείται θεσμικά όλων των άλλων κρατικών οργάνων.
Η αρχή όμως της υπεροχής του νόμου δεν σημαίνει ότι η νομοθετική λειτουργία είναι αδέσμευτη από τις πράξεις των άλλων δύο άλλων λειτουργιών. Δημιουργείται ένα σύμπλεγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει κάθε μία λειτουργία προς τις δύο άλλες. Και ειδικότερα:
Η νομοθετική λειτουργία έναντι της εκτελεστικής
Η υπεροχή της νομοθετικής λειτουργίας έναντι της διοικητικής λειτουργίας είναι δεδομένη διότι αλλιώς δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η αρχή της νομιμότητας. Όμως δεν επιτρέπεται η νομοθετική να υποκαθιστά την διοικητική σε αρμοδιότητες που ανήκουν κατά το Σύνταγμα στην διοικητική λειτουργία.
Οπότε, η νομοθετική λειτουργία μπορεί να τροποποιεί και να καταργεί πράξεις των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας. Οι διοικητικές πράξεις εκδίδονται σε εφαρμογή κάποιου νόμου. Η νομοθετική λειτουργία μπορεί να καταργήσει το νόμο αναδρομικά. Αυτό όμως το δικαίωμα της νομοθετικής λειτουργίας υπόκειται σε περιορισμούς:
·         Δεν μπορεί να καταργήσει διοικητικές πράξεις που ίδρυσαν προστατευόμενα από το Σύνταγμα δικαιώματα.
·         Δεν μπορεί ο νομοθέτης να επικυρώσει αναδρομικά ατομικές διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν παρανόμως όταν έχει ασκηθεί κατ' αυτών αίτηση ακυρώσεως και εκκρεμεί σχετική δίκη. Η νομοθετική εξουσία σύμφωνα με άρθρα 26, 43 παρ. 2, 44 παρ. 1 Σ δεν μπορεί να νομιμοποιήσει αναδρομικά κανόνες δικαίου που εκδόθηκαν χωρίς νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις.
Μπορεί όμως να ρυθμίσει με νόμο αναδρομικής ισχύος το ίδιο αντικείμενο το οποίο παράνομα ρύθμισε η εκτελεστική λειτουργία. Μπορεί ακόμα να επικυρώσει με νόμο αναδρομικά κανονιστική πράξη έστω και αν εκκρεμεί κατ' αυτής αίτηση ακυρώσεως.
Η νομοθετική λειτουργία έναντι της δικαστικής
Η νομοθετική λειτουργία δεν μπορεί:
(α) Να επιλύσει απευθείας με νόμο δικαστική διαφορά  πχ ο νόμος δεν μπορεί να λύσει μια οικογενειακή διαφορά μεταξύ δύο προσώπων διότι σύμφωνα με το Σύνταγμα η δικαιοσύνη απονέμεται από τα δικαστήρια να θεσπίσει την παραγραφή των απαιτήσεων και την κατάργηση των σχετικών δικών.
(β) Δεν μπορεί να καταργήσει με νόμο δικαστική απόφαση. Ο νομοθέτης απαγορεύεται να διατυπώσει κανόνα που να αίρει το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης δηλ. να καταργεί τη δικαστική κρίση. Διότι ο νομοθέτης δεν επεμβαίνει στη δικαστική κρίση αλλά ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο τη βάσει της αποφάσεως δημιουργηθείσα νομική κατάσταση.
(γ) Μπορεί όμως να θεσπίσει την αναθεώρηση ή επανεξέταση των δικαστικών αποφάσεων από τα δικαστήρια.
Η δικαστική λειτουργία έναντι της νομοθετικής
Η δικαστική λειτουργία σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 1 είναι ανεξάρτητη και η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν  λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.
Η δε απονομή πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους νόμους και το Σύνταγμα. Εάν ένας νόμος είναι αντίθετος στο Σύνταγμα, τα δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόσουν αυτόν τον νόμο, διότι τα δικαστήρια ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 2 & 93 παρ. 4.
Το δικαίωμα των δικαστηρίων αυτό δεν σημαίνει ότι τα δικαστήρια ακυρώνουν τον νόμο, διότι αυτό θα αποτελούσε επέμβαση στην αρμοδιότητα της νομοθετικής λειτουργίας και υποκατάσταση των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας στα έργα της νομοθετικής. Το δικαίωμα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια αφορά κυρίως το περιεχόμενο αυτών και όχι τα εξωτερικά στοιχεία των νόμων πχ δεν ελέγχουν αν τηρήθηκε η διαδικασία ψηφίσεως του νόμου κ.λπ. Αυτά είναι interna corporis (εσωτερικές διαδικασίες) της βουλής τα οποία δεν επιτρέπεται να εξετάζονται από τα δικαστήρια. Επίσης ο δικαστής της ακύρωσης δεν ελέγχει τη σκοπιμότητα των διατάξεων νομοθετικού περιεχομένου.
Η δικαστική λειτουργία έναντι της εκτελεστικής
Τα δικαστήρια μπορούν να ελέγχουν αν οι νόμοι είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα αλλά και αν οι διοικητικές πράξεις είναι σύμφωνες με τους νόμους και το Σύνταγμα. Έτσι ενώπιον ποινικού δικαστηρίου ο πολίτης μπορεί να ισχυριστεί ότι η διοικητική πράξη είναι παράνομη, ο δικαστής υποχρεούται να εξετάσει τον ισχυρισμό αυτόν και να μην εφαρμόσει την πράξη αν κρίνει παρεμπιπτόντως ότι αυτή είναι παράνομη.
Το δικαίωμα αυτό των δικαστηρίων να ελέγχουν τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων δεν φθάνει μέχρι την ακύρωση των παράνομων διοικητικών πράξεων, απλά αρνούνται να τις  εφαρμόσουν. Επίσης τα δικαστήρια δεν μπορούν να επεμβαίνουν στο έργο της Διοίκησης δηλαδή δεν μπορεί ένα δικαστήριο να κλείσει ένα εργοστάσιο.
Η εκτελεστική λειτουργία έναντι της νομοθετικής
Η διοίκηση οφείλει να τηρεί τον νόμο ακόμα και αν αμφιβάλλει εφόσον είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα. Σε περίπτωση που ο νόμος είναι καταδήλως αντισυνταγματικός, δύναται η διοίκηση να μην εφαρμόσει το νόμο.
Στις λοιπές περιπτώσεις όπου η αντισυνταγματικότητα είναι αμφίβολη, τα διοικητικά όργανα οφείλουν να εφαρμόσουν το νόμο, διότι αυτό απαιτεί η ανάγκη ομαλής λειτουργίας της διοικήσεως.


Η εκτελεστική λειτουργία έναντι της δικαστικής
Τα διοικητικά όργανα οφείλουν να σέβονται τις πράξεις της δικαστικής λειτουργίας, ήτοι τις αποφάσεις των δικαστηρίων, τις οποίες οφείλουν να εφαρμόζουν. Η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων ανάγεται στο επίπεδο των σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας.  Με το άρθρο 95 παρ. 5 Σ  η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής επισύρει ευθύνη στο υπαίτιο όργανο, όπως ο νόμος ορίζει.

Βιβλιογραφία: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου - Α. Γ. Μαρκαντωνάτου - Σκαλτσά (σελ. 87-91)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου