Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2013-2014

Ο μεγαλοξενοδόχος Α αναζητεί οικόπεδο στην περιοχή της Κυλλήνης για την ανέγερση μεγάλης ξενοδοχειακής μονάδος. Ο δικηγόρος του, κύριος Δ, τον φέρνει σε επαφή με τον Π, ο οποίος ειναι ιδιοκτήτης ενός παραθαλάσσιου οικοπέδου στην περιοχή, εκτάσεως 250 στρεμμάτων. Το οικόπεδο είναι ιδανικό για το σκοπό που το θέλει ο Α. Όμως ως προς ένα τμήμα του, που βρίσκεται στο κέντρο του οικοπέδου και έχει έκταση 100 στρεμμάτων, υπάρχει η υπόνοια ότι είναι δασικό βάσει ενός παλαιού εγγράφου του Υπουργείου Γεωργίας. Αν και ο Π διαβεβαιώνει ότι το έγγραφο δεν έχει ισχύ, εντούτοις ο Α επιθυμεί την έρευνα του θέματος εις βάθος πριν οριστικοποιηθεί η πώληση.
Ο Δ συμβουλεύει τότε τα μέρη, Π και Α να κάνουν ένα προσύμφωνο, το οποίο θα προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) την τιμή πωλήσεως, η οποία έχει συμφωνηθεί στα 6.000.000 ευρώ για το όλο οικόπεδο β) την υποχρέωση του Α να μεριμνήσει εντός 12 μηνών το πολύ, για την έκδοση πιστοποιητικού αποχαρακτηρισμού από την αρμόδια δασική υπηρεσία γ) ότι το οριστικό συφωνητικό πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας του οικοπέδου θα υπογραφεί μόνον αν ο Α επιτύχει την έκδοση του παραπάνω πιστοποιητικού και δ) ότι, σε περίπτωση που ο Π, μετά την έκδοση του πιστοποιητικού, αρνείται τη μεταβίβαση του οικοπέδου, εξουσιοδοτεί ανεκκλήτως από σήμερα τον Α να τον εκπροσωπήσει στην υπογραφή του οριστικού συμφωνητικού πωλήσεως και μεταβιβάσεως του οικοπέδου.

Ερωτήσεις & απαντήσεις (συνοπτικές):
1) Πόσες και ποιες δικαιοπραξίες και με ποιες διατυπώσεις πρέπει να καταρτισθούν για την οριστική και έγκυρη μεταβίβαση της κυριότητας του οικοπέδου από τον Π στον Α;

Δύο. Η ενοχική δικαιοπραξία της πώλησης 513 και η εμπράγματη δικαιοπραξία της μεταβίβασης της κυριότητας.

2) Σε ποια από τις ακόλουθες κατηγορίες δικαιοπραξιών υπάγεται η πώληση ακινήτου και γιατί; α) υποσχετική ή εκποιητική β) ετεροβαρής ή αμφοτεροβαρής γ) ενοχική ή εμπράγματη;

Υποσχετική, αμφοτεροβαρής και ενοχική.


3) Είναι δυνατή η κατάρτιση του προσυμφώνου που προτείνει ο Δ κατά τρόπο που να δεσμεύει τα μέρη και, αν ναι, ποιες διατυπώσεις απαιτούνται για την έγκυρη κατάρτισή του και βάσει ποιων διατάξεων;

Οι διατάξεις με τις οποίες επρεπε να δουλέψουμε είναι:
158 ΑΚ τύπος δικαιοπραξίας, 166 ΑΚ προσύμφωνο που λόγω πώλησης 513 ΑΚ οδηγούμαστε ότι χρειαζόμαστε τον συμβολαιογραφικό τύπο 369 ΑΚ, 1033 ΑΚ κτήση ακινήτου με σύμβαση, που λόγω 159 ΑΚ παρ. 1 αν δεν τηρηθεί ο τύπος, η δικαιοπραξία είναι άκυρη 180ΑΚ.


4) Είναι έγκυρος ο υπο δ όρος του προτεινόμενου προσυμφώνου και, αν ναι, μπορεί ο Α, βάσει του όρου αυτού, να αποκτήσει την κυριότητα του οικοπέδου, αν έχει στο μεταξύ επιτύχει την εμπρόθεσμη έκδοση του πιστοποιητικού αποχαρακτηρισμού όμως ο Π δεν επιθυμεί πλέον τη μεταβίβαση του οικοπέδου του σε αυτόν επειδή έχει βρει άλλο αγοραστή που προσφέρει υψηλότερο τίμημα;

Είναι έγκυρος ο υπο δ όρου για την περίπτωση της αυτοσύμβασης του ΑΚ 235 εφόσον ο Α έχει ειδική εντολή αντιπροσώπευσης από τον αντιπροσωπευούμενο Π.
Το πληρεξούσιο μπορεί να ανακληθεί με 218 παρ. 2 ΑΚ.

 Το θέμα αυτό είχε ξαναπέσει αυτολεξί το 2007!

Πάντως, όλα αυτά που ζητούν από υποψηφίους φοιτητές για Νομική είναι πάρα πολλά και δεν τα ζητούν ούτε από τους τετραετείς τους. Αυτό το είπαν εχθές πολλά παιδιά που ενοχλήθηκαν από το ως άνω θέμα.



Πάντως εύχομαι σε όλους:

ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ ΓΙΑ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ!

Ικανοί για δικαιοπραξία
ΑΚ 127 συμπληρωμένα τα 18 έτη.
ΑΚ 131 δεν έχουν δικαιοπρακτική ανικανότητα

Απόλυτη δικαιοπρακτική ανικανότητα
ΑΚ 128 Κάτω από 10 έτη & όσοι βρίσκονται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, οι γονείς, επίτροποι και δικαστικοί συμπραστάτες για καθημερινές συναλλαγές μπορούν να προβαίνουν ή να ενεργούν ως άγγελοι.

Παροδικά ανίκανοι
ΑΚ 131 μεθυσμένη, ψυχική ή διανοητική διαταραχή.

Περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία
ΑΚ 129 συμπληρωμένα τα 10 έτη και αυτοί που βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση.

Συνέπειες καταχρηστικής άσκησης δικαώματος ΑΚ 281
Η άσκηση του δικαιώματος είναι παράνομη οπότε η δικαιοπραξία θεωρείται άκυρη. Ο θιγόμενος μπορεί να ζητήσει άρση των ενεργειών αυτών και παράλειψή τους στο μέλλον. Ο ασκών το καταχρηστικό δικαίωμα οφείλει αποζημίωση στο  θιγόμενο.

Ανηλικότητα και δικαιοπραξία
ΑΚ 134: Με συμπληρωμένα τα 10 έτη δωρεά θεωρείται έγκυρη ενώ δάνειο άκυρο. Αν υπάρχει βάρος στη δωρεά είναι άκυρη. Απαγορεύεται να γίνουν μέλη σε σωματεία.
ΑΚ 135: Με συμπληρωμένα τα 14  μπορεί να πωλήσει το ποδήλατό του, να χρωστάει αλλά να πληρώνουν οι γονείς, να διαθέτει χρήματα από τυχερά παιχνίδια, υπό προϋποθέσεις να συντάξει διαθήκη, να είναι αντιπρόσωπος ΑΚ 123.
ΑΚ 1589 Επιτροπεία ανηλίκου.

ΑΚ 158 Τύπος δικαιοπραξίας
πώληση θέλει συμβολαιογραφικό έγγραφο
ανταλλαγή ακινήτου θελει συμβολαιογραφικό έγγραφο
γονική παροχη θέλει συμβολαιογραφικό έγγραφο
δωρεά θέλει συμβολαιογραφικό έγγραφο
εγγύηση θέλει ιδιωτικό έγγραφο
(όλες αυτές είναι ενοχικές δικαιοπραξίες)
οι μεταβιβάσεις κυριότητας είναι εμπράγματες, η μεταβίβαση κινητού γίνεται μόνο με παράδοση πράγματος

ΑΚ 159 Τύπος δικαιοπραξίας
Αν δεν τηρήθηκε ο τύπος η δικαιοπραξία είναι άκυρη.

Δικαιοπραξίες που αντιβαίνουν στο νόμο ή στα χρηστά ήθη
Όποιος καταρτίζει εμπράγματες δικαιοπραξίες χωρίς να είναι κύριος του πράγματος.
Ανήθικες είναι ο χρηματισμός υπαλλήλου, συμφωνίες μεταξύ συζύγων για το παιδί.
Επίσης απαγορεύονται οι ασχροκερδείς και καταπλεονεκτικές δικαιοπραξίες: προϋποθέσεις: να υπάρχει δόλος, να γνωρίζει την οικονομική ανάγκη ή κουφότητα (αδιαφορία, ελαφρότητα, αφηρημάδα) του άλλου προσώπου, οι παροχές που καταβλήθηκαν να βρίσκονατι σε μεγάλη δυσαναλογία.

Εικονική δικαιοπραξία
ΑΚ 138-139 είναι άκυρη είναι σαν να μην έγινε. Απόλυτη εικονικότητα έχουμε όταν πίσω από την εικονική δεν κρύβεται άλλη και η εικονική είναι άκυρη ΑΚ 138α.
Και σχετική εικονικότητα έχουμε όταν πίσω από την εικονική κρύβεται άλλη η οποία (υποκρυπτόμενη) είναι έγκυρη γιατί την ήθελαν τα μέρη, ήθελαν να παράγει η σύμβαση έννομες συνέπειες, τηρηθηκε ο τύπος ΑΚ 138β.
Ο νομικά (υποκρυπτόμενος) κύριος μπορεί με αναγνωριστική αγωγή να φαίνεται και τυπικά το όνομά του στην κυριότητα του ακινήτου.
Στις αγοραπωλησίες ακινήτων τόσο η νομολογία όσο και ο ειδικός νόμος δέχονται την εγκυρότητα των δικαιοπραξιών αυτών με το εικονικό τίμημα για την προστασία των συναλλαγών.
ΑΚ 139 Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την (καλόπιστος τρίτος).
Αποζημίωση ΑΚ 914, αξίωση ΑΚ 904

Ακυρώσιμες δικαιοπραξίες ΑΚ 140-157
Όταν πάσχουν από πλάνη, απάτη, απειλή.
Στην πλάνη υπάρχει ακούσια διάσταση βουλήσεως και δηλώσεως.
Μόνο η ουσιώδης πλάνη (αναφέρεται σε σπουδαίο σημείο για τις αντιλήψεις του συναλλασσόμενου) επιδρά στο κύρος της δικαιοπραξίας, η επουσιώδης αφήνει άθικτη τη δικαιοπραξία.
Έχουμε πλάνη στη ταυτότητα του προσώπου, στον υπολογισμό του ποσού ΑΚ 140.
Η πλάνη περί της ιδιότητας του προσώπου ή πράγματος είναι ουσιώδης.
Η πλάνη προς τα παραγωγικά αίτια (οι συνθήκες που ο δικαιοπρακτών στηρίχθηκε) είναι επουσιώδης.
ΑΚ 145 Αποζημίωση λόγω πλάνης
Απάτη είναι η δόλια παραπλάνηση άλλου χωρίς αναγκαία να πορίζεται οικονομικό όφελος και η πλάνη δεν απαιτείται να είναι ουσιώδης. Ο απατηθείς μπορεί να ζητήσει ακύρωση της δικαιοπραίας με αποζημίωση ΑΚ 914 Το ΑΚ 147 και 149 παει με ΑΚ 914.
Η απειλή είναι εξαγγελία κακού, παράνομη ψυχολογική βία, στρέφεται κατά ορισμένων σημαντικών αγαθών, εκφοβίζει με σκοπό την αλλαγή δήλωσης του απειλούμενου και να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ απειλής και δήλωσης βουλήσεως.
ΑΚ 154 Η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης, απειλής επέρχεται με δικαστική απόφαση.
ΑΚ 184 ενέργεια ακύρωσης όπου η ακυρώσιμη εξομοιώνεται με την άκυρη δικαιοπραξία.
Αν πρόκειται για ακίνητο ΑΚ 184 με ΑΚ 1204 και για κινητό ΑΚ 184 με ΑΚ 1036.
Η ακυρώσιμη δικαιοπραξία παράγει έννομα αποτελέσματα μέχρι την ακύρωσή της ενώ οι άκυρες δεν παράγουν ποτέ.

Άρα, οι ακυρώσιμες δικαιοπραξίες: α) πάσχει απο πλάνη, απάτη, απειλή β) μόνο ο πλανηθείς, απατηθείς, απειληθείς και οι κληρονόμοι του μπορούν να επικαλεστούν ακυρότητα γ) παράγει έννομες συνέπειες μέχρι την ακύρωση με δικαστική απόφαση δ) προτείνεται με αγωγή και παραγράφεται σε 2 χρόνια με μαξ 20 χρόνια ΑΚ 157 ε) θεραπεύεται η ακυρωσία με ΑΚ 157 στ) προστατεύονται οι τριτοι με ΑΚ 138 και ζ) εξομοιώνεται με άκυρη.

Ακυρες δικαιοπραξίες
Όπως οι εικονικές και οι αισχροκερδείς.
α) πάσχουν από ελάττωμα (τύπος, δικαιοπρακτική ικανότητα, αντιβαίνει σε νόμο ή χρηστά ήθη, εικονικότητα) β) την επικαλείται  όποιος έχει έννομο συμφέρον γ) οι καλόπιστοι τρίτοι δεν προστατεύονται εκτός από ΑΚ 138 εικονικότητα και ΑΚ 106 απόκτηση κινητού από μη κύριο δ) δεν θεραπεύεται η ακυρότητα ε) είναι σαν να μην έγινε, αναγνωρίζεται η ακυρότητα με αναγνωριστική αγωγή η οποία δεν παραγραφεται ποτέ ούτε έχει αποσβεστική προθεσμία εκτός 281 ΑΚ περί αποδυνάμωση δικαιώματος.
Απόλυτη ακυρότητα έχουμε όταν μπορεί να την επικαλεσθεί οποιοσδήποτε στο δικαστήριο.
Σχετική όταν μπορούν να την επικαλεσθούν ορισμένα άτομα.
Μερική ακυρότητα όταν μόνο ένα μέρος της δικαιοπραξίας είναι άκυρο.

Αίρεση
Είναι ρητός ή σιωπηρός όρος της δικαιοπραξίας που εξαρτά την επέλευση ή την ανατροπή των αποτελεσμάτων από την επέλευση ενός μελλοντικού και αβέβαιου περιστατικού.
ΑΚ 201; Αναβλητική έχουμε όταν αναβάλλει τα αποτελεσματα της δικαιοπραξίας μέχρι να συμβεί κάποιο μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός πχ μέχρι να πάρεις το πτυχίο σου δεν σου παίρνω αυτοκίνητο.
Όσο εκκρεμεί η αναβλητική αίρεση έχουμε τον υπό αίρεση υπόχρεο και τον υπό αίρεση δικαιούχο, ο δικαιούχος έχει δικαίωμα προσδοκίας πχ θα σου μεταβιβάσω το ακίνητο μόλις πεθάνω. αν ο δικαιούχος προσδοκίας επί κινητού το μεταβιβάσει προς καλόπιστο αυτός αποκτά κυριότητα ΑΚ 1036.
ΑΚ 201: Διαλυτική έχουμε όταν τα αποτελέσματα επέρχονται αμέσως αλλά αντρέπονται μόλις συμβεί το μελλοντικό καια αβέβαιο γενονός οπότε παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η πρότερη κατάσταση ΑΚ 532 πχ σου δίνω ένα αυτοκίνητο αλλά αν δεν φέρεις 20 σε όλα τα μαθήματα θα στο πάρω πίσω.
ΑΚ 208: Ανήθικες είναι οι αιρέσεις που περιορίζουν υπερβολικά την ελευθερία ενός προσώπου πχ θα σου μεταβιβάσω το ακίνητο αλλά δεν θα παντρευτείς ποτέ θα με γηροκομήσεις.
Η ανήθικη αίρεση οδηγεί όλη την δικαιοπραξία σε ακυρότητα.
ΑΚ 206: Διάθεση όσο εκκρεμεί η αίρεση δεν αφορά μόνο μεταβίβαση αλλά και κάθε άλλη εμπράγματη δικαιοπραξία πάνω στο πράγμα, ο δικαιούχος προστατύει το δικαιώμά του.
Όσο είναι ηρτημένη η αναβλητική αίρεση δεν επέρχονται τα αποτελέσματα τςη δικαιοπραξίας, είναι σε μετέωρη κατάσταση ενώ στη διαλυτική η δικαιοπραξία παράγει όλα τα έννομά της αποτελέσματα.
Πλήρωση έχουμε όταν επέρχεται το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός.
Ματαίωση έχουμε όταν δεν επερχεται το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός.
 Ανεπίδεκτες αιρέσεως είναι κυρίως του οικογενειακού δικαίου πχ γάμος, υοθεσία, διατροφές και του κληρονομικού δικαίου.

Προθεσμία
 Είναι ο όρος που προστίθεται στη δικαιοπραξία από τους δικαιοπρακτούντες και σύμφωνα με το οποίο τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αρχίζουν από ορισμένο χρονικό διάστημα (αναβλητική προθεσμία)  ή παύουν από ορισμένο χρονικό διάστημα (διαλυτική προθεσμία).
Η επέλευση του μελλοντικού χρονικού σημείου είναι βέβαιο.

Στάδια κατάρτισης σύμβασης
Το στάδιο των διαπραγματεύσεων
Το στάδιο του προσυμφώνου
Το στάδιο της οριστικής σύμβασης
ΑΚ 197 ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις δηλ να τηρηθούν τη συμπεριφορά σύμφωνα  με καλή πίστη και συναλλακτικά ήθη
Το προσύμφωνο είναι σύμβαση ενοχική υποσχετική. Δεν υπόκειται σε μεταγραφή ΑΚ 166
Στο άκυρο προσύμφωνο εφαρμόζουμε ΑΚ 197-198 (διαπραγματεύσεις) και ΑΚ 904.
Δεν αποτελεί τίτλο για τακτική χρησικτησία.
Η σύμβαση συνάπτεται με τη σύμπτωση δύο αντιτιθέμενων δηλώσεων δηλ ο ένας αγοράζει και ο άλλος πουλάει.
Πριν τη σύμβαση γίνεται πρόταση και αποδοχή ΑΚ 185
ΑΚ 186 ανάκληση πρότασης
ΑΚ 188 θάνατος ή ανικανότητα μετά την πρόταση
ΑΚ 192 κατάρτιση της σύμβασης.
ΑΚ 193 η σιωπή από το ένα μέος δεν αποτελεί δηλωση βουλήσεως για κατάρτιση σύμβασης


Αντιπροσώπευση
Έχουμε στη περίπτωση όπου ένα άλλο πρόσωπο (αντιπρόσωπος) επιχειρεί δικαιοπραξία για λογαριασμό ενός άλλου προσώπου (αντιπροσωπεύομενος).
Νόμιμη έχουμε όταν η αντιπροσώπευση πηγάζει από το νόμο πχ γονική μέριμνα, επιτροπεία.
Εκούσια έχουμε ότανη σχέση  της αντιπροσώπευσης στηρίζεται στη βούληση του αντιπροσωπεύμενου υπάρχει δηλ εντολή από τον αντιπροσωπευόμενο.
Στην άμεση αντιπροσώπευση, η δικαιοπραξία επιχειρείτε για λογαριασμό και στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου  κι έτσι τα αποτελέσματα επέρχονται σε αυτόν.
Στην έμμεση ο αντιπρόσωπος επιχειρεί τη δικαιοπραξία για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου αλλά στο όνομά του και με ιδιαίτερη δικαιοπραξία αντιπρόσωπου και αντιπροσωπεύουμενου μεταβιβάζονται τα έννομα αποτελέσματα στον αντιπροσωπευόμενο.
Για την ασφάλεια των συναλλαγών αν κάποιος ενεργεί για άλλον αλλά τον κρύβει έχουμε μια μορφή εικονικότητας, και ο έμμεσος αντιπρόσωπος ευθύνεται για τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία.
Ανήλικοι 10-18 ΑΚ 213 μπορεί να είναι αντιπρόσωποι.

Πληρεξουσιότητα
Είναι η μονομερής δικαιοπραξία (όχι σύμβαση) με την οποία παρέχεται η εξουσία αντιπροσωπεύσεως από τον αντιρποσωπευόμενο στον Α (πληρεξούσιο).


 


 





 


ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ 2013-2014

Μάθημα 1ο : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ, ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Τι γνωρίζεται για τα κανονιστικά διατάγματα;




Μάθημα 2ο : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

1. Η αρχή της υποχρέωσης της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας.
2. Ποιες οι πηγές της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του 15 ΠΚ;




Μάθημα 3ο : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 Ο Α πουλάει στον Β ένα ακίνητο για 200.000 ευρώ ενώ η πραγματική του αξία είναι 300.000 ευρώ, το οποίο έπειτα ο Β το πουλάει στον Γ και ο Γ στον Δ. 
Ο Α ασκεί αγωγή και ζητά να αναγνωρισθεί η πώληση ως άκυρη (αρ. 179 περί αισχροκερδών δικαιοπραξιών) διότι ο Β κατάφερε να τον πείσει ότι το ακίνητο έχει αξία 200.000 ευρώ ενώ αυτό ήταν αξίας 300.000 ευρώ και να του αποδοθεί το ακίνητο.
Το δικαστήριο αποφαίνεται την ακυρότητα της πώλησης αλλά παραλείπει να αποφασίσει για την απόδοση του ακινήτου.
Ο Δ ασκεί έφεση σε αυτή την απόφαση.
Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Δ και του ζητά να του αποδόσει το ακίνητο.

Ερώτηση 1: Έκρινε σωστά το δικαστήριο που έκρινε ως άκυρη την πώληση; ΝΑΙ, ΑΦΟΥ

Ερώτηση 2: Είχε δικαίωμα ο Δ να ασκήσει έφεση;

Ερώτηση 3: Έχει δικαίωμα ο Δ στην έφεσή του να συνεχίσει να ισχυρίζεται ότι το ακίνητο είχε αξία 200.000;

Ερώτηση 4: Σε περίπτωση που το δικαστήριο στη δίκη του Α και Δ αποφανθεί ότι ο Δ πρέπει να αποδώσει στον Α το ακίνητο, μπορεί ο Δ να κινηθεί κατά κάποιου και βάσει ποιων άρθρων; 


---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ΘΕΜΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ 2013-2014

Συγκρίνατε το συνταγματικό έθιμο και τις συνθήκες του πολιτεύματος. Αναφέρατε και ελληνικά παραδείγματα.

Έθιμο είναι ο άγραφος κανόνας που σχηματίζεται ύστερα από μακρά και ομοιόμορφη εφαρμογή με πεποίθηση δικαίου. Γίνεται λοιπόν, κατανοητό ότι το έθιμο είναι άγραφος κανόνας, που αν ποτέ καταγραφεί παύει να είναι άγραφος και πρόκειται για γραπτό δίκαιο με εθιμική προέλευση. Ειδικότερα, συνταγματικό έθιμο είναι άγραφος συνταγματικός κανόνας που σχηματίζεται ύστερα από μακρόχρονη και ομοιόμορφη πρακτική εκ μέρους των αρμόδιων κρατικών οργάνων ή και ευρύτερα της λαϊκής πεποίθησης δικαίου και ο οποίος πληρώνει τα γνήσια κενά των γραπτών συνταγματικών διατάξεων.

Στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου και ειδικά στην Αγγλία, τη πρωτοπόρο στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, οι κανόνες του συνταγματικού δικαίου διαμορφώθηκαν ως άγραφοι και παρέμειναν τέτοιοι στο σύνολό τους μέχρι και σήμερα. Το έθιμο ή αλλιώς common law είναι αυτό που ρυθμίζει τη συμπεριφορά των πολιτειακών οργάνων στην Αγγλία. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και στη Γαλλία όπου οι εθιμικοί κανόνες έμειναν γνωστοί ως οι θεμειώδεις νόμοι του βασιλείου.

Στην Ελλάδα ειδικότερα, ήδη από το 1835 γίνεται δεκτό το έθιμο ως πηγή δικαίου. Η Αντιβασιλεία του Όθωνα με το βασιλικό διάταγμα έδωσε κύρος στο δίκαιο που δημιουργούσε η κοινωνία, δηλαδή στα έθιμα. Και μάλιστα έδωσε τόσο κύρος ώστε τα έθιμα να υπερισχύουν του γραπτού βυζαντινορωμαϊκού δικαίου.

Για να υπάρξει συνταγματικό έθιμο απαιτείται η συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων. Αρχικά λοιπόν δύο κύρια στοιχεία είναι απαραίτητα για να δημιουργηθεί έθιμο, το corpus και το animus δηλαδή το υλικό και το πνευματικό στοιχείο.
α) Το υλικό στοιχείο είναι η μακρά και ομοιόμορφη άσκηση με άλλα λόγια η συνήθεια. Το έθιμο δεν δημιουργείται από τη μία μέρα στην άλλη αλλά απαιτείται σημαντικό χρονικό διάστημα που η διάρκειά του δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια επειδή εξαρτάται από την επανελημμένη και ομοιόμορφη εκδήλωση ορισμένης πρακτικής. Μεμονωμένη πράξη ή παράλειψη δεν μπορεί να δημιουργήσει έθιμο όσος χρόνος και να περάσει ακόμη και όταν κανένας δεν αποδοκίμασε αυτή την πράξη ή παράλειψη.
β) Το πνευματικό στοιχείο αποτελεί η πεποίθηση δικαίου ή νομική συνείδηση. Πρέπει να δημιουργηθεί σε αυτούς που εφαρμόζουν τον εθιμικό κανόνα ότι ενεργούν σύμφωνα με το δίκαιο, ότι εφαρμόζουν επιτακτικό κανόνα δικαίου. Αν δεν υπάρχει νομική συνείδηση ο κρισιολογούμενος κανόνας δεν αποτελεί έθιμο αλλά απλή συνήθεια που η εφαρμογή της δεν είναι υποχρεωτική.  Αυτό το στοιχείο της νομικής υποχρεωτικότητας είναι που διακρίνει το συνταγματικό έθιμο από την απλή πολιτική πρακτική και τα συναλλακτικά ήθη.
Εκτός από τα στοιχεία αυτά για να αναπτυχθεί το συνταγματικό έθιμο χρειάζεται να συντρέξουν και άλλοι όροι:
γ) Αυτή η ομοιόμορφη πρακτική πρέπει να ενεργείται από τα κρατικά όργανα τα οποία θα ενεργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που ορίζει το σύνταγμα. Τα κρατικά όργανα δεν μπορούν να ασκούν εξουσία διαφορετική από αυτή που ορίζει το Σύνταγμα.  Τα κρατικά όργανα από τα οποία είναι δυνατόν να δημιουργηθεί συνταγματικό  έθιμο είναι ο λαός, το εκλογικό σώμα και το κοινοβούλιο.  Όσον αφορά τα δικαστήρια δεν αποκλείεται να δημιουργηθεί συνταγματικό έθιμο και μέσω της πρακτικής των δικαστηρίων δηλαδή μέσω της νομολογίας. 
δ) Η νομική συνείδηση πρέπει να δημιουργηθεί στον κύκλο των ενδιαφερομένων. Ενδιαφερόμενοι πρέπει να θεωρηθούν όχι μόνο τα κρατικά όργανα που ενεργούν την πράξη η οποία αποβλέπει στη δημιουργία εθιμικού κανόνα αλλά και εκείνα που ενδιαφέρονται γαι την πράξη και θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την νομιμότητά της. Πράξεις συνεπώς που προκαλούν αντιρρήσεις από ενδιαφερόμενα όργανα δεν μπορούν να θεμελιώσουν συνταγματικό έθιμο.
ε) Η έλλειψη τροποποιητικής  ή καταργητικής δύναμης του εθίμου. Το έθιμο δεν μπορεί να τροποποιήσει ή να καταργήσει διάταξη του αυστηρού συντάγματος.

Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα συνταγματικού εθίμου είναι η τοποθέτηση υπηρεσιακών υπουργών σε ορισμένα ευαίσθητα υπουργεία κατά την προεκλογική περίοδο, κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον καθώς το σύνταγμα οριζει στο άρθρο 41 ότι η κυβέρνηση της πλειοψηφίας διεξάγει τις εκλογές και επίσης, συνταγματικό έθιμο συνιστά η άμεση εκλογή των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης (άρθρο 102). Εθιμικό επίσης παράδειγμα είναι και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων που θεσπίστηκε τελικά σε κανόνα δικαίου με το Σύνταγμα του 1952.

Οι συνθήκες του πολιτεύματος αποτελούν προνομιακούς κανόνες που ανήκουν στην σφαίρα της συνταγματικής δεοντολογίας. Οι συνθήκες του πολιτεύματος ή άλλως πολιτική πρακτική αποτελούν έννοια συγγενή προς εκείνη του εθίμου. Συνθήκες του πολιτεύματος είναι οι διάφορες κατά συνθήκη αντιλήψεις, συνήθειες, πράξεις, οι οποίες, αν και ρυθμίζουν γενικά τη συμπεριφορά και την ενέργεια των κρατικών οργάνων, δεν αποτελούν κανόνες δικαίου, αλλά μόνο τη συνταγματική ηθική και κατά συνέπεια δεν έχουν υποχρεωτική εφαρμογή.

Οι συνθήκες του πολιτεύματος έχουν την αγγλική προέλευση και μάλιστα περιέχουν πολλά αξιώματα και αρχές θεμελιώδη για τη λειτουργία του αγγλικού πολιτεύματος. Έτσι ως συνθήκη του πολιτεύματος στην Αγλλία χαρακτηρίζεται η υποχρέωση της Κυβέρνησης και των υπουργών να παραιτούνται όταν εκδηλώνει η Βουλή των κοινοτήτων τη δυσπιστία της προς αυτους, η αδυναμία του βασιλιά να ασκεί το δικαίωμά του να αρνείται την κύρωση νόμου που ψηφίστηκε από τις βουλές,  κλπ. Είναι πάντως τόσο μεγάλη η σημασία τους ώστε να τηρούνται εξίσου πιστά με τα έθιμα.

 Η διαφορά μεταξύ εθίμου και πολιτικής πρακτικής εντοπίζεται στην ύπαρξη ή μη νομικής συνείδησης. Το έθιμο όπως έχει προαναφερθεί θεμελιώνεται στη μακρά και ομοιόμορφη συμπεριφορά με συνείδηση δικαίου ενώ η πολιτική πρακτική μόνο στη μακρά και ομοιόμορφη συμπεριφορά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το έθιμο να αποτελεί υποχρεωτικό κανόνα δικαίου ενώ αντίθετα η πολιτική πρακτική να είναι μια απλή συνήθεια που δεν μπορεί να επιβάλει η εφαρμογή της. Την ύπαρξη ή όχι νομικής συνείδησης καλούνται να κρίνουν τα δικαστήρια. 

Κάποιες φορές η συνθήκη του πολιτεύματος μπορεί να γίνει περιεχόμενο μιας μακράς πρακτικής με συνείδηση δικαίου, που δεν αντιστρατεύεται το σύνταγμα και που μπορεί να συμπληρώσει κάποιο γνήσιο και αληθινό συνταγματικό κενό. Τότε η συνθήκη του πολιτεύματος οδηγεί στη δημιουργία συμπληρωματικού συνταγματικού εθίμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αρχή της δεδηλωμένης.  Η αρχή της δεδηλωμένης παρ' όλο που ακολουθείται από το 1875 ως συνθήκη του πολιτεύματος, γνώρισε νομική κατοχύρωση μόλις το 1927. Ακόμα και το Σύνταγμα του 1975 στην αρχική του μορφή πρόβλεπε μια εξαίρεση: στο αρχικό αρθρο 37 παρ. 4, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να διορίσει μετά από γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας (μια επιτροπή αποτελούμενη από τους πρώην πρωθυπουργούς κλπ που παλαιότερα λεγόταν Συμβούλιο του Στέμματος) ως πρωθυπουργό μέλος ή μη της Βουλής που κατά την κρίση του θα μπορούσε να τύχει ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής (δηλαδή ακόμη και τον κηπουρό του). Η κατάργηση αυτής της διάταξης με την αναθεώρηση του 1986 καθιερώνει σε νομικό επίπεδο την απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης. Από αυτή την άποψη, κατά νομική ακριβολογία, το αμιγώς κοινοβουλευτισμό σύστημα στην Ελλάδα δεν έχει κλείσει τριάντα χρόνια.

ΑΡΘΡΟ 41 ΠΟΤΕ ΔΙΑΛΥΕΤΑΙ Η ΒΟΥΛΗ

Η βουλή διαλύεται για τους παρακάτω λόγους:

Προεδρική διαλύεται δηλαδή από τον ΠτΔ επειδή δεν διασφαλίζει κοινοβουλευτική σταθερότητα δηλαδή έχουν παρατηθεί ή ψηφιστεί δύο κυβερνήσεις και εφόσον από αυτό κρίνει η βουλή ότι δεν υπάρχει πια βιώσιμη κυβέρνηση. Για να μην διαλύσει ο ΠτΔ δίνει διερευνητικές εντολές που αν δεν τελεσφορήσουν τότε διαλύει τη βουλή και τέλος, ο ΠτΔ δεν μπορεί να διαλύσει τη βουλή αν υπάρχει κόμμα  που έχει απόλυτη πλειοψηφία.

Εξ αιτίας αδυναμίας εκλογής του ΠτΔ.

Δημοψηφισματική όταν η κυβέρνηση ζητάει διάλυση της βουλής για κρίσιμο εθνικό θέμα.

Συνήθης όταν τελειώνει η θητεία της (4 χρόνια).

Εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας δηλαδή ζητάει η κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της βουλής γιατί αν δεν την έχει δεν μπορεί να ζητήσει διάλυση της βουλής. Η νέα βουλή τον πρώτο χρόνο δεν μπορεί να διαλυθεί επουδενί. Τα επόμενα τρία χρόνια της θητείας της νέας βουλής μπορεί να διαλυθεί όχι όμως για το ίδιο εθνικό θέμα. Εθνικό θέμα είναι η ένταξη στην ΕΟΚ, το κυπριακό, η οικονομία, τα μνημόνια κλπ. Το διάταγμα διάλυσης της βουλής προκηρύσσει ταυτόχρονα εκλογές σε 30 ημέρες δημοσιεύεται στο ΦΕΚ και θυροκολείται στη βουλή.

ΤΙ ΕΠΕΣΕ ΑΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΟΜΟΤΗΝΗ


Ήταν μεγάλο και πρακτικό το θέμα σήμερα που έπεσε στην Κομοτηνή που είχε σχέση με την πώληση και που ήταν ένα από τα κεφάλαια που έπρεπε να διαβαστούν.

 

Έπεσαν διαδοχικές πωλήσεις και εφέσεις αρ 179ΑΚ


Δεν έχω άλλες λεπτομέρειες. Μόλις μάθω θα σας ενημέρωσω.

Το βλέπω εγώ... τρέχοντας για Κομοτηνή του χρόνου! Βάζουν εύκολα θέματα γιατί κανείς δεν θέλει να πάει τοσο μακριά και να δίνει εξετάσεις και επίσης, θέλουν τους φοιτητές εκεί για εμπορικούς λόγους.

ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΟΣ ΠΤΔ (ΌΤΙ ΑΠΕΜΕΙΝΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 1986)



Ο πρόεδρος της δημοκρατίας έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

  • ·         Είναι αιρετό μονοπρόσωπο όργανο του κράτους.

  • ·         Είναι τυπικός αρχηγός της πολιτείας.

  • ·         Εκπροσωπεύει τη Χώρα στο Εξωτερικό.

  • ·         Είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος (δηλαδή επεμβαίνει για τη σωστή λειτουργία του).

  • ·         Είναι κατά κανόνα σύνθετο όργανο αφού σύμφωνα με το άρθρο 35 οι πράξεις του για να έχουν ισχύ απαιτείται προσυπογραφή αρμόδιου υπουργού.

  • ·         Είναι το μόνο όργανο που ορίζεται ο ρόλος του από το Σύνταγμα.


Οι αρμοδιότητες του ΠτΔ είναι:

  • ·         Ρυθμιστικές  (άρθρα 37-41) όπως είναι ο διορισμός  του πρωθυπουργού, η απαλλαγή της κυβέρνησης, η σύγκληση της βουλής σε σύνοδο και η διάλυση της βουλής μετά τις διερευνητικές εντολές.

  • ·         Νομοθετικές (άρθρα 42-44) όπως είναι η αναπομπή των νόμων, η έκδοση εκτελεστικών και κανονιστικών διαταγμάτων και η έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου.

  • ·         Διοικητικές (άρθρα 35 & 42) όπως είναι η έκδοση και δημοσίευση των νόμων και  ο διορισμός του προσωπικού της προεδρίας της δημοκρατίας.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ (ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ)



Οι συνταγματικές εγγυήσεις για τους βουλευτές είναι το ανεύθυνο, το ακαταδίωκτο και το απόρρητο του βουλευτή.
Το ανεύθυνο του βουλευτή
Σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ 1 οι βουλευτές έχουν το απεριόριστο δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση. Η διάταξη αυτή καθίσταται ενεργή με το άρθρο 61 παρ 1 όπου ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιοδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων. Με τη λέξη καταδιώκεται νοείται η ποινική ευθύνη. Περιλαμβάνεται και η αστική και πειθαρχική. Σύμφωνα με παρ. 61 παρ 2 ο βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση ύστερα από άδεια της βουλής.
Το ακαταδίωκτο του βουλευτή
Ο βουλευτής δεν διώκεται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του σώματος.  Το ακαταδίωκτο αφορά και αξιόποινες πράξεις έξω από την άσκηση των καθηκόντων του με εξαίρεση τα επ αυτοφόρω κακουργήματα αρ 62 παρ 4.
Αν υποβλήθηκε άιτηση ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα για τον βουλευτή αν η βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες τότε η αίτηση διαβιβάζεται στον πρόεδρο της βουλής.
Ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε για πολιτικά εγκλήματα κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ διαλύσεως της βουλής και επανεκλογής νέας.
Διαφορές ανεύθυνου και ακαταδίωκτου του βουλευτή
Το ανεύθυνο αφορά πράξεις ή παραλείψεις του βουλευτή κατά την άσκηση των καθηκόντων του ενώ το ακαταδίωκτο σε αξιόποινες πράξεις του βουλευτή και έξω από την άσκηση των καθηκόντων του εκτός από τα επ αυτοφόρα κακουργήματα.
Το ανεύθυνο δεν υποβάλλεται σε κανένα χρονικό περιορισμό ενώ το ακαταδίωκτο ισχύει μόνο κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου με εξαίρεση τα πολιτικά εγκλήματα.
Στο ανεύθυνο η προστασία είναι απόλυτη με εξαίρεση τη συκοφαντική δυσφήμηση ενώ το ακαταδίωκτο αίρεται αν η βουλή χορηγήσει άδεια για ποινική δίωξη του βουλευτή.
Το ανεύθυνο είναι γενικό γιατί αφορά κάθε περίπτωση δίωξης ενώ το ακαταδίωκτο περιορίζεται μόνο στην ποινική δίωξη.
Το βουλευτικό απόρρητο
Σύμφωνα με 61 παρ 3 ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίες που περιήλθαν σε αυτόν ή δόθηκαν σε αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ούτε για πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός έδωσε.

ΕΙΔΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ (ΘΕΜΑ ΠΙΘΑΝΟ) Ποτέ δεν ξέρεις..



Ερμηνεία είναι η εργασία που έχει ως σκοπό την ανεύρεση του αληθούς νοήματος του κανόνα δικαίου.
Βασικά είδη ερμηνείας είναι:
·         Νόμιμη ή αυθεντική ερμηνεία. Είναι η ερμηνεία που γίνεται με νεότερο νόμο, που λέγεται ερμηνευτικός. Έχει αναδρομική ισχύ γιατί δεν πρόκειται για νέο νόμο αλλά αποκαλύπτεται ποια είναι η έννοια του ερμηνευόμενου νόμου.
·         Επιστημονική ερμηνεία. Είναι η ερμηνεία που γίνεται από τους νομικούς. Σχετικά με αυτήν την ερμηνεία έχουν υποστηριθχεί δύο θεωρίες: α)υποκειμενική θεωρία: σύμφωνα με αυτή αναζητείται τι ήθελε να πει ο ιστορικός νομοθέτης έτσι ανατρέχουμε στην εποχή εκείνη και τι ίσχυε και β) αντικειμενική θεωρία: το αληθές νόημα είναι εκείνο που ήθελε ο νομοθέτης μπροστά στην κρινόμενη βιοτική σχέση  λαμβανομένου υποψη τις ανάγκες της κοινωνικής ζωής και τις σύγχρονες αντιλήψεις. Η επιστημονική ερμηνεία διακρίνεται: α) γραμματική ερμηνεία: είναι η ερμηνεία που γίνεται με τις λέξεις πχ δόλος, αμέλεια και β) λογική ερμηνεία: γίνεται με βάση κανόνων της λογικής και της διανοήσεως και διακρίνεται σε συσταλτική (ο νομοθέτης εκφράστηκε ευρύτερα του δέοντος και τον περιορίζουμε) και διασταλτική ( ο νομοθέτης εκφράστηκε στενότερα του δέοντος και τον επεκτείνουμε). Η λογική ερμηνεία για να βρει το αληθές νόημα του κανόνα δικαίου εργάζεται με ορισμένα επιχειρήματα: εκ του μείζοντος προς το ελάσσον, εκ του ελάσσονος προς το μείζον, επιχείρημα εξ αντιδιαστολής και επιχείρημα από τη σιγή του νόμου.
·         Τελολονική ερμηνεία. Είναι η ερμηνεία που γίνεται με βάση το σκοπό του νόμου. Κάθε νόμος αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού.
Βασικοί κανόνες ερμηνείας του συντάγματος:
·         Βασική αρχή για την ερμηνεία του συντάγματος είναι η σχέση του με τον κοινό νόμο. Την πρωτοβουλία για την ερμηνεία την έχει ο νομοθέτης που θα εκφέρει την τελική κρίση ως προς την συνταγματικότητα του νόμου (άρθρο 93 παρ 4)
·         Όλες οι συνταγματικές διατάξεις είναι τυπικά ισοδύναμες και αυξημένης τυπικής ισχύος. Το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι όλες οι διατάξεις δεσμεύουν  και δεν υπάρχει διάταξη που είναι άκυρη ή ανίσχυρη.
·         Αν υπάρχουν δύο τυπικά ισοδύναμες διατάξεις, η ειδική διάταξη καταργεί την γενική.
·         Αν υπάρχουν αντινομίες στο Σύνταγμα θα λυθούν με βάση της ενότητας του συντάγματος και έτσι θα καθοριστεί ο κανόνας που θα εφαρμοστεί.
·         Στις συνταγματικές διατάξεις ισχύει η αρχή της ισοδυναμίας, ανεξάρτητα αν πρόκειται για διατάξεις που αναθεωρούνται ή όχι.
Φορείς της ερμηνείας του συντάγματος:
·         Ο δικαστής που σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ 4 μπορεί να μην εφαρμόσει το νόμο, το περιεχόμενο του οποίου αντίκειται στο σύνταγμα.
·         Ο νομοθέτης που κατά τον Μάνεση, εξειδικεύει και συγκεκριμενοποιεί τις διατάξεις του συντάγματος.
·         Το σύνταγμα ερμηνεύεται στην καθημερινή πρακτική από τα όργανα της πολιτείας, όπως ο ΠτΔ, η κυβέρνηση και η διοίκηση.