Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΘΕΩΡΙΑ ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ

ΕΝΝΟΙΑ
Κατά το άρθρο 138 παρ. 1 ΑΚ εικονική είναι η "δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά".

Προϋπόθεση της εικονικότητας είναι ο αντισυμβαλλόμενος να γνωρίζει για το μη σοβαρό της δικαιοπραξίας.
Αν ο αντισυυμβαλλόμενος δεν το γνωρίζει τότε δεν πρόκειται για εικονικότητα, αλλά για κρυψιβουλία ή ενδιάθετη επιφύλαξη.

Ανεπίδεκτες εικονικότητας δικαιοπραξίες είναι ο γάμος, η υιοθεσία κλπ που καταρτίζονται με τη σύμπραξη της αρχής οι οποίες και όταν είναι εικονικές, δεν παύουν να είναι έγκυρες.

Επίσης, δεν επιδέχονται εικονικότητα οι μονομερείς μη απευθυντέες δικαιοπραξίες όπως η διαθήκη οι οποίες και να είναι εικονικές είναι έγκυρες.
Κρατούσα όμως είναι η αντίθετη γνώμη, κατά την οποία και οι μη απευθυντέες μονομερείς δικαιοπραξίες καταλαμβάνονται από την ακυρότητα του άρθρου 138 παρ. 2. Οι καλόπιστοι τρίτοι προστατεύονται κατά το 139 ΑΚ.

ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ 138 παρ. 1 ΑΚ


Συνέπεια της εικονικότητας είναι η απόλυτη ακυρότητα της εικονικής δηλώσεως βουλήσεως. Οι καλόπιστοι όμως προστατεύονται με τη διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ κατά την οποία "η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την" (έστω και από βαριά αμέλεια κατά την κρατούσα άποψη).

Απόλυτη εικονικότητα υπάρχει όταν η εικονική δικαιοπραξία δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία.

Παράδειγμα:
Ο Α μεταβίβασε εικονικά στον Β την κυριότητα του ακινήτου α. Ο καλόπιστος Γ αγόρασε από τον Β το α και απέκτησε την κυριοότητα από τον Β (περίπτωση καλόπιστης κτήσεως κυριότητας ακινήτου από μεταιβάζοντα μη κύριο) (παράδειγμα απόλυτης εικονικότητας).

Παράδειγμα:
Ο Α με εικονική διαθήκη εγκατέστησε κληρονόμο του τον Β, από τον οποίο ο καλόπιστος Γ αγόρασε κληρονομιαίο ακίνητο. (Παρά το ότι η διαθήκη είναι άκυρη και ο Β δεν είναι κύριος του ακινήτου ο Γ αποκτά την κυριότητα).

ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ 138 παρ. 2 ΑΚ

Σχετική εικονικότητα υπάρχει όταν η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει άλλη δικαιοπραξία (π.χ. εικονική πώληση που καλύπτει  δωρεά). 

Παράδειγμα:
Ο Α μεταβιβάζει στον Β την κυριότητα  του ακινήτου α λόγω πωλήσεως, ενώ κατά τη συμφωνία τους ο Β δεν καταβάλλει τίμημα (αφού στην πραγματικότητα ο Α επιθυμεί να δωρίσει στον Β το α). Η εικονικότητα είναι σχετική: η πώληση υποκρύπτει δωρεά.

Σχετική εικονικότητα ως προς το πρόσωπο:
Μεταξύ Α και Β συνάπτεται σύμβαση μεταβιβάσεως της κυριότητας του πράγματος α και, κατά τη συμφωνία τους, την κυριότητα πρέπει να αποκτήσει ο Γ. Στη σχέση, δηλαδή, χρησιμοποιείται ο Β ως παρένθετος. Η κρατούσα γνώμη δέχεται ότι η μεταξύ Α και Β σύμβαση είναι σχετικά εικονική και καλύπτει σύμβαση μεταβιβάσεως από τον Α στον  Γ (είτε  το πράγμα α είναι κινητό είτε ακίνητο). Αμφισβήτηση έχει διατυπωθεί ως προς το κύρος της καλυπτόμενης συμβάσεως όταν το πράγμα είναι ακίνητο.

Σχετική εικονικότητα ως προς το τίμημα:
Ιδίως παλαιότερα, για φορολογικούς λόγους, αναφερόταν στο σχετικό συμβόλαιο μικρότερο από το πραγματικό τίμημα πωλήσεως ακινήτου. Γενικά γίνεται δεκτό, ότι η σύμβαση με το αναγραφόμενο τίμημα είναι άκυρη ως εικονική, η καλυπτόμενη όμως από αυτήν σύμβαση είναι έγκυρη ως προς το αναγραφόμενο τίμημα, άλλα άκυρη ως προς το υπόλοιπο τίμημα (ακυρότητα μερική ΑΚ 181). Για το καταβληθέν τίμημα ο αγοραστής έχει αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά μόνο για το τμήμα που υπερβαίνει την αγοραία αξία του πωληθέντος ακινήτου.
Παράδειγμα:
Ο Α πώλησε στον Β ακίνητο α με τίμημα 100 ενώ στο συμβόλαιο αναγράφεται τίμημα 50 η αγοραία αξία του α είναι 90. Η εμφανής σύμβαση είναι άκυρη ως εικονική. Η καλυπτόμενη σύμβαση είναι έγκυρη ως προς το τίμημα 50, άκυρη όμως ως προς το υπόλοιπο 50 (μερική ακυρότητα). Ο Β έχει κατά του Α αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού (όχι για 50 αλλά) για 10 (όση η διαφορά αγοραίας αξίας και καταβληθέντος τιμήματος 100-90=10).






Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

1.
Ο Α με σκοπό την μη ικανοποίηση δανειστών του πωλεί και μεταβιβάζει με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή την 01/01/2014 στη σύζυγό του Σ ένα οικόπεδο του με τη συμφωνία ότι η μεταβίβαση γίνεται αποκλειστικά και μόνο για να σωθεί το οικόπεδο από τους δανειστές.
Ερωτάται:
α) Απέκτησε κυριότητα η Σ;
 Όχι, (απόλυτη εικονικότητα) κατά το ΑΚ 138 παρ. 1 και η δικαιοπραξία πάσχει από ακυρότητα.

β) Ποια η προστασία των δανειστών του Α;
 Διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας - καταδολίευση δανειστών 939-942 ΑΚ.

γ) Ποια η απάντηση στα δύο προηγούμενα αν υποκρυπτόταν της πωλήσεως η δωρεά;
Η αληθινή βούληση των μερών (Κ και Σ) είναι η δωρεά και όχι η πώληση, συνεπώς η πώληση πάσχει από ακυρότητα απόλυτη ΑΚ 138, κάτω από την πώληση κρύβεται η έγκυρη δικαιοπραξία που στην προκειμένη περίπτωση είναι η δωρεά ΑΚ 498. Και σε αυτή την περίπτωση οι δανειστές του Α προστατεύονται με την διάρρηξη του συμβολαιογραφικού εγγράφου εφόσον έχουν έννομο συμφέρον.

2.
Ο Α λόγω εικονικής πώλησης μεταβιβάζει νομότυπα στον Β ένα οικόπεδο. Ο Β πωλεί και μεταβιβάζει με συμβολαιογραφικό και μεταγράφει στον Γ. Ο Γ πεθαίνει την 01/01/2014 με κληρονόμο τον Δ.
Ερωτάται:
α) Απέκτησε κυριότητα ο Β;
Όχι, η δικαιοπραξία είναι απόλυτα άκυρη λόγω εικονικότητας ΑΚ 138.

β) Απέκτησε κυριότητα ο Γ;
Ναι, αν ήταν καλόπιστος. Όχι, αν ήταν κακόπιστος δηλαδή ήξερε την εικονική πώληση μεταξύ Α και Β.

γ) Απέκτησε κυριότητα ο Δ;
Ναι γιατί προστατεύονται οι συναλλαγές.

3.
Ο Κ για να απαλύνει τον πόνο του βαρειά αρρώστου φίλου του Β έκανε διαθήκη με την οποία τον εγκαθιστά γενικό κληρονόμο του. Τη διαθήκη αυτή ο Κ έδειξε στον Β που χάρηκε και είχε  σκοπό να την καταστρέψει μετά από λίγες ημέρες.
Ο Κ όμως πρωτού καταστρέψει τη διαθήκη σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστήχημα. Ο Β θεραπεύτηκε αποδέχτηκε την κληρονομιά του Κ και πούλησε ένα ακίνητο της κληρονομιάς στον Γ.
Τα αδέλφια του Κ εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του που γνωρίζουν ότι ο Κ είχε πρόθεση να καταστρέψει τη διαθήκη ερωτούν:
α) Είναι ισχυρή η διαθήκη του Κ;
Δεν επιδέχονται εικονικότητα οι μονομερείς μη απευθυντέες δικαιοπραξίες όπως η διαθήκη οι οποίες και να είναι εικονικές είναι έγκυρες.
Κρατούσα όμως είναι η αντίθετη γνώμη, κατά την οποία και οι μη απευθυντέες μονομερείς δικαιοπραξίες καταλαμβάνονται από την ακυρότητα του άρθρου 138 παρ. 2. Οι καλόπιστοι τρίτοι προστατεύονται κατά το 139 ΑΚ.

β) Μπορούν να διεκδικήσουν το ακίνητο από το Γ;
Όχι, προστατεύεται επειδή ήταν καλόπιστος.

 4. 
Ο Α την 01/09/2013 επιθυμεί να δωρίσει στη φίλη του Φ που έχει τα γενέθλιά της έναν ζωγραφικό πίνακα και ένα μονόπετρο δαχτυλίδι. Για να μην γίνει όμως αυτό αντιληπτό από τη συζυγό του συντάσσει ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως των παραπάνω παραδίνοντας αυθημερόν (01/09/2013) στον Φ τον ζωγραφικ΄κο πίνακα και υποσχόμενος την παράδοση του δαχτυλιδιού σήμερα (28/01/2014).
Ερωτάται:
α) Απέκτησε κυριότητα ο Φ για τον πίνακα;
Σύμφωνα με το ιστορικό η έγκυρη δικαιοπραξία είναι η δωρεά και η εικονική η πώληση 513 ΑΚ. Και στις δύο περιπτώσεις δεν απαιτείται συμβολαιογραφικός τύπος, πρόκειται για σχετική εικονικότητα  αφού στην πραγματικότητα ο Α επιθυμεί να δωρίσει τα πράγματα στην Φ και όχι να τα πωλήσει.

β) Έχει δίκιο που απαιτεί σήμερα το δαχτυλίδι;
Η πώληση 513 ΑΚ είναι υποσχετική δικαιοπραξία, όμως επειδή υποκρύπτεται η δωρεά του 498 ΑΚ δεν είναι υποχρεωμένςο ο Α να αποδώσει τη νομή και την κυριότητα του δαχτυλιδιού.

 

5. 
Ο Α Αντωνίου αγόρασε από τον Β Βασιλείου ένα ακίνητο α. Για φορολογικούς λόγους αντέγραψαν στο συμβόλαιο ως τίμημα 50.000 ευρώ ενώ το συμφωνηθέν τίμημα (το οποίο και πράγματι κατέβαλε ο Α) ήταν 70.000 ευρώ. Η αγοραία αξία του ακινήτου ήταν 60.000 ευρώ.
Ερωτάται:
α) Μπορεί ο Α (ή ο Β) να ζητήσει να αναγνωρισθεί άκυρη η σύμβαση επειδή στο συμβόλαιο δεν αναγράφεται το συμφωνηθέν τίμημα;
 Ναι, γενικά γίνεται δεκτό, ότι η σύμβαση με το αναγραφόμενο τίμημα είναι άκυρη ως εικονική, η καλυπτόμενη όμως από αυτήν σύμβαση είναι έγκυρη ως προς το αναγραφόμενο τίμημα, άλλα άκυρη ως προς το υπόλοιπο τίμημα (ακυρότητα μερική ΑΚ 181). Για το καταβληθέν τίμημα ο αγοραστής έχει αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά μόνο για το τμήμα που υπερβαίνει την αγοραία αξία του πωληθέντος ακινήτου.

β) Μπορεί ο Α να ζητήσει από τον Β  να επιστρέψει το ποσό των 20.000 ευρώ;
 Όχι.

γ) Αν ο Α είχε καταβάλει μόνο 50.000 ευρώ μπορεί ο Β να ζητήσει και το ποσό των 20.000 ευρώ;
Ναι.
     

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ ΑΚ 127-137

ΙΚΑΝΟΙ ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ - Έγκυρη δικαιοπραξία

127 ΑΚ         1) Ο ενήλικος δηλαδή ο συμπληρώσας το 18ο έτος της ηλικίας του



ΑΝΙΚΑΝΟΙ ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ - Απόλυτη ακυρότητα δικαιοπραξίας
 
128 ΑΚ          1) Όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 10ο έτος
                       2) Όποιος βρίσκεται σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση ΑΚ 1666 επ.

131 ΑΚ          1) Όταν το πρόσωπο δεν είχει συνήδειση των πράξεών του
                       2) Όταν το πρόσωπο βρίσκεται σε διανοητική ή ψυχική διαταραχή


ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΑ ΙΚΑΝΟΙ - Σχετική ακυρότητα δικαιοπραξίας

129 ΑΚ          1) Ο συμπληρώσας το 10ο έτος
                       2) Όποιος βρίσκεται σε μερική δικαστική συμπαράσταση ΑΚ 1666 επ.
                       3) Όποιος βρίσκεται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση

ΣΤΑΔΙΑ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΑΝΗΛΙΚΟΥ 10-18 ΕΤΩΝ

134 ΑΚ           1) Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει τα 10 έτη είναι ικανός για δικαιοπραξίες από τις οποίες πορίζεται μόνο έννομο συμφέρον δηλαδή να μην αναλαμβάνει υποχρέωση ούτε να διαθέτει δικαιώματα

135 ΑΚ            1) Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το 14ο έτος είναι ικανός να διαθέτει κάθε τι που κερδίζει από εργασία

136 ΑΚ            1) Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το 15ο έτος μπορεί να συνάπτει με την γενική συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλεια, σύμβασης εργασίας ως εργαζόμενος

137 ΑΚ            1) Ο έγγαμος ανήλικος

ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ - Σημειώσεις από Γεωργιάδη - ΓΕΝΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Έννοια και δικαιολογία
 Έννοια
 Αδικαιολόγητος πλουτισμός είναι η αύξηση της περιουσίας ενός προσώπου σε βάρος της περιουσίας κάποιου άλλου χωρίς να συντρέχουν οι έννομες προϋποθέσεις που δικαιολογούν την οριστική και μόνιμη διατήρηση του πλουτισμού αυτού από τον λήπτη, δηλαδή χωρίς να υπάρχει η λεγόμενη νόμιμη αιτία (ΑΚ 904 παρ. 1 εδ α).
Στις περιπτώσεις αυτές δημιουργείται από το νόμο ενοχική αξίωση του ζημιωθέντος σε βάρος του πλουτήσαντος για απόδοση της ωφέλειας  που αποκόμισε αυτός αδικαιολόγητα.

Δικαιολογία
Ο θεσμός του αδικαιολόγητου πλουτισμού (914-913 ΑΚ) αποβλέπει στην αποκατάσταση της αδικαιολόγητης περιουσιακής μεταβολής και εξυπηρετεί την ιδέα της επανορθωτικής δικαιοσύνης.

 Παραδείγματα
1) Ο Α χρησιμοποιεί κατά λάθος για το χτίσιμο του σπιτιού του τούβλα που ανήκαν στον γείτονά του   Β. Με αυτόν τον τρόπο ο Β χάνει την κυριότητα των τούβλων (ΑΚ 1057: ένωση) έχει όμως απαίτηση από τον Α για απόδοση της αξίας των τούβλων με βάση τις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 1063, 904 επ.).

2) Ο Α νομίζει κατά λάθος ότι ο αποθανών πατέρας του Β είχε υποσχεθεί να δωρήσει στον Γ ένα ζωγραφικό πίνακα. Για να τιμήσει τη θέληση του πατέρα του, ο Α μεταβιβάζει τον πίνακα στον Γ. Παρότι δεν υπάρχει έγκυρη ενοχική σύμβαση δωρεάς, ο Γ αποκτά την κυριότητα του πίνακα λόγω του αναιτιώδους της σύμβασης  της μεταβίβασης κυριότητας κινητού (ΑΚ 1034). Ο Α μπορεί να ζητήσει όμως την αναμεταβίβαση του πίνακα με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ.).

Σχέση αδικαιολόγητου πλουτισμού και αποζημιώσεως

Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός αποτελεί την τρίτη βασική πηγή  ενοχών μετά τη δικαιοπραξία  και την αδικοπραξία.
Η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού διαφέρει από την αξίωση αποζημίωσης στα εξής σημεία:
α) Ως προς το αντικείμενό της: Ο ενάγων δε απαιτεί με την αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού την αποκατάσταση της ζημιάς του αλλά αναζητά την απόδοση της ωφέλειας του λήπτη.
β) Ως προς τις προϋποθέσεις γέννησης: Η απαίτηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν προϋποθέτει παράνομη ή υπαίτια πράξη του λήπτη.  Ο λήπτης μπορεί να έγινε πλουσιότερος και χωρίς πταίσμα του πχ το κοπάδι του Α εισχωρεί στο χωράφι του Β και το αποψιλώνει ή ακόμα και καλόπιστα πχ ο Α κατά το χτίσιμο του σπιτιού του χρησιμοποιεί κατά λάθος υλικά του Β.

Χαρακτηριστικά της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού

α) Το ενιαίο της αξίωσης: Ο ΑΚ προβλέπει στην 904 παρ. 1 εδ α γενική και ενιαία αξίωση αδικαιολόγητου πλτουσιμού (όποιος έγινε πλουσιότερος... έχει υποχρέωση)  με κοινές προϋποθέσεις για όλες τις περιπτώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού.

β) Ο ενοχικός χαρακτήρας της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού: Η αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό παρέχεται από τον νόμο και έχει ενοχικό χαρακτήρα συνδέει δηλαδή δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα έχει απαίτηση κατά του άλλου για απόδοση των μη δικαιολογημένων ωφελειών. Ακριβώς όμως επειδή το πρόσωπο του οφειλέτη καθορίζεται με το κριτήριο την κατοχή του πλουτισμού (βλ ΑΚ 909) μπορεί να μεταβληθεί και νέος οφειλέτης να είναι εκείνος που αποκτά λόγω χαριστιτικής αιτίας (ΑΚ 913) ή γενικά δεν έχει να επιδείξει νόμιμη αιτία στο πρόσωπό του για διατήρηση του πλουτισμού.

Παράδειγμα
Ο Α μεταβιβάζει στον Β σε εκτέλεση ακυρης σύμβασης πώλησης ένα αυτοκίνητο. Ο Β το αναμεταβιβάζει στον Γ λόγω δωρεάς. Σύμφωνα με ΑΚ 913 ο Α μπορεί να στραφεί κατά του Γ στον οποίο περιήλθε λόγω χαριστικής αιτίας παρόλο που ο αρχικά πλουτήσας ήταν ο Β.

γ) Επικουρικότητα ή όχι της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού: Υποστηρίζεται ότι η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επικουρική, δηλαδή παρέχεται από τον νόμο όταν ο ενάγων δεν έχει άλλες αξιώσεις κατά του λήπτη. Με την ΑΚ 914 καθιερώνεται αυτοτελής, θεμελιώδης και αυτοδύναμη αξίωση καθώς και αντίστοιχη υποχρέωση.  Μπορεί βέβαια η άλλη αξίωση να αίρει τις προϋποθέσεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού αν καθιστά νόμιμη την αιτία του πλουτισμού ή ακόμα και να συρρέει μαζί με την αξίωση για αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Παραγραφή της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού

Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού υπόκειται καταρχήν στη συνήθη 20ετή παραγραφή της ΑΚ 249. Κατ΄ εξαίρεση όταν ο νόμος ορίζει βραχύτερο χρόνο παραγραφής υπάγεται στη συντομότερη παραγραφή και η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Η παραγραφή της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού αρχίζει αφότου πραγματοποιήθηκε ο πλουτισμός.

Παραπομπές στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού

Πολλές διατάξεις του ΑΚ παραπέμπουν στη ρύθμιση του αδικαιολόγητου πλουτισμού πχ 389 παρ 2: υπαναχώρηση, 943 παρ. 2: ευθύνη τρίτου που αποκτά από χαριστική αιτία στην αγωγή διάρρηξης κλπ.
Πρέπει να διακρίνουμε στις περιπτώσεις αυτές:
α) Τις παραπομπές  όπου πρέπει να εξετάζεται αν συντρέχουν οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
β) Τις παραπομπές όπου οι ίδιες οι παραπέμπουσες διατάξεις θεωρούν δεδομένη την ύπαρξη του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Προϋποθέσεις της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού

 Σύμφωνα με την ΑΚ904 παρ. 1 εδ α, οι προϋποθέσεις της ενιαίας αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι :

α) Πλουτισμός του υπόχρεου
Ως πλουτισμός εννοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του προσώπου που μπορεί να επέλθει κατά τους εξής τρόπους: με αύξηση του ενεργητικού  πχ με κτήση δικαιώματος είτε με μείωση του παθητικού πχ με απαλλαγή από χρέος και με αποθετική αύξηση της περιουσίας  δηλαδή με αποφυγή μείωσης του ενεργητικού ή αύξησης του παθητικού  πχ χρήση ξένου πράγματος όπως ο Γ που διαμένει στο διαμέρισμα του Κ χωρίς νόμιμη αιτία κι έτσι εξοικονομεί τα έξοδα που θα είχε για ενοίκια, ο πλουτισμός συνίσταται στις δαπάνες που εξοικονόμησε ο Γ.
Ο πλουτισμός μπορεί να αναζητηθεί μόνο εφόσον σώζεται  είτε αυτούσιος είτε με τη μορφή κάποιου ανταλλάγματος που έλαβε ο πλουτήσας στη θέση του πλουτισμού (ΑΚ 909).  Αρκεί να υπάρχει πλουτισμός, είαι αδιάφορος ο τρόπος περιέλευσής του στον λήπτη.
Ο πλουτισμός πρέπει να είναι πραγματικός δηλαδή ο λήπτης να αποκόμισε όντως ωφέλεια.  Δεν αρκεί η κατάσταση όπου το πρόσωπο θα μπορούσε να αποκομίσει ωφέλεια αλλά  να θεωρείται ότι πλούτισε από τη δυνατότητα αυτή.

β) Επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του δικαιούχου
 Κατά την ΑΚ 904 παρ.1 εδ α ο πλουτισμός πρέπει να προέρχεται "από την περιουσία" ή να έχει αποκτηθεί "με ζημία" του δικαιούχου.
"Όποιος έγινε πλουσιότερος... από την περιουσία άλλου" πρόκειται για περιπτώσεις περιουσιακών μετακινήσεων από περιουσία σε περιουσία που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της περιουσίας του δικαιούχου. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με τη μείωση του ενεργητικού της περιουσίας είτε με αύξηση του παθητικού. Στις παραπάνω περιπτώσεις οι περιουσιακές μετακινήσεις επιφέρουν ζημία (θετική) του δικαιούχου και ο πλουτισμός του υποχρέου προς απόδοση προέρχεται από την περιουσία του δικαιούχου με ζημία αυτού.
Δεν αποκλείεται όμως ο πλουτισμός να προκλήθηκε σε βάρος της περιουσίας του φορέα χωρίς ζημία του πχ αυθαίρετη χρησιμοποίηση χωρίς καμία φθορά ξένου κενού διαμερίσματος που ο ιδιοκτήτης  δεν χρησιμοποιεί, εδώ ο υπόχρεος πλουτίζει απλώς γιατί δεν πληρώνει ενοίκιο αλλά ο ιδιοκτήτης δεν έχει βλάβη γιατί δεν υφίσταται πραγματική ζημιά αφού η βούλησή του είναι διαφορετική.
"Όποιος έγινε πλουσιότερος... με ζημία άλλου" Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η ωφέλεια του υποχρέου δεν προέρχεται από την περιουσία του δικαιούχου αλλά επέρχεται μόνο με ζημία του. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που εμποδίζεται η αύξηση του ενεργητικού ή η μείωση του παθητικού της περιουσίας του δικαιούχου με τη μορφή του διαφυγόντος κέρδους πχ ο Α αποποιείται την κληρονομιά του υπέρ του επόμενου κληρονόμου Β, βάσει όμως άκυρης συμφωνίας μεταξύ τους, ο πλουτισμός του Β δεν προέρχεται από την περιουσία του Α αλλά από εκείνη που ακόμα δεν έχει περιέλθει σε αυτόν, δηλαδή με ζημία του που συνίσταται σε διαφυγόν κέρδος.

γ) Αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στον πλουτισμό και στη ζημιά
 Ως αιτιώδης συνάφεια εννοείται η ωφέλεια του πλουτήσαντος δεν αρκεί να είναι αντανακλαστικό ή τυχαίο επακόλουθο, αλλά απαιτείται να είναι άμεση συνέπεια της παροχής ή της επέμβασης στην περιουσία του ζημιωθέντος.  Άρα όταν η ωφέλεια στην περιουσία προσώπου ήταν απλώς αντανακλαστική και τυχαία, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της ΑΚ 904.
Ως περαιτέρω προϋπόθεση της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού θεωρείται κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη η αμεσότητα της περιουσιακής μετακίνησης.  Η έννοια της προϋπόθεσης αυτής είναι, ότι ο υπόχρεος σε απόδοση του πλουτισμού πρέπει να τον αποκόμισε "άμεσα" από την περιουσία του ζημιωθέντος (δανειστή της αξίωσης) δηλαδή χωρίς ο πλουτισμός να διήλθε μέσα από την περιουσία τρίτου προσώπου πχ άμεσος αντιπρόσωπος.
Ως συνέπεια των παραπάνω μπορεί ο ζημιωθείς / ο ενάγων να αξιώσει την ΑΚ 904 από το τρίτο πρόσωπο και όχι από τον εναγόμενο που δεν ζημιώθηκε ούτε πλούτισε από τη συναλλαγή.

δ) Έλλειψη νόμιμης αιτίας
Τελευταία προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η ωφέλεια του λήπτη σε βάρος του δότη να επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία. 
Όμως η ΑΚ 904 παρ. 1 εδ. α δεν προσδιορίζει πότε υπάρχει ή πότε λείπει νόμιμη αιτία οπότε την έννοια της αιτίας θα την αναζητήσει ο ερμηνευτής στο σύνολο της έννομης τάξης και στο πνεύμα πολλών ειδικών διατάξεων, καθώς και στην αποστολή και στον σκοπό του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Στο δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως αιτία εννοείται η νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού που αποκτήθηκε, δηλαδή το γεγονός εκείνο που παρέχει κάθε φορά τη σύμφωνη με την έννομη τάξη δικαιολογία για την οριστική διατήρηση του πλουτισμού.

Πηγές νόμιμων αιτιών:
α) Η βούληση του δότη. Η ωφέλεια που ο λήπτης αποκομίζει σε βάρος του δότη μπορεί κατά πρώτο λόγο να στηρίζεται στη βούληση του τελευταίου, η οποία συνήθως εμπεριέχεται σε υποσχετική σύμβαση ανάμεσά τους. Η βούληση αυτή συνιστά νόμιμη αιτία πλουτισμού εφόσον είναι έγκυρη σύμφωνα με τους απαιτούμενους από τον νόμο όρους. Σε περίπτωση που η βούληση πάσχει από ακυρότητα πχ δικαιοπρακτική ανικανότητα τότε καθίσταται αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που επήλθε βάσει αυτής. Η χαριστική δικαιοπραξία δεν αποτελεί νόμιμη αιτία.
β) Το αντάλλαγμα που προσφέρει ο πλουτήσας για την απόκτηση του πλουτισμού. Συνήθως ο πλουτισμός μολονότι δεν στηρίζεται ούτε στο νόμο ούτε στη βούληση του  δότη δεν θεωρείται αδικαιολόγητος λόγω του ανταλλάγματος που προσέφερε ο λήπτης για την κτήση του. Ως αντάλλαγμα μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε οικονομική θυσία του πλουτήσαντος, η οποία βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το όφελός του και καλύπτει την κτήση του. Σε περίπτωση μερικής μόνο κάλυψης έχουμε αδικαιολόγητο πλουτισμό για το κομμάτι της διαφοράς.
Νόμιμη αιτία αποτελεί κα το αντάλλαγμα που παρέχεται σε τρίτον και όχι στον δότη του πλουτισμού πχ ο Α πωλεί και μεταβιβάζει στον Β το αυτοκίνητο του Γ. Ο Β καταβάλλει στον Α το εύλογο τίμημα. Ο Β δεν υπόκειται στην αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού του Γ.
 γ) Η βούληση του νομοθέτη. Υπάρχουν ορισμένες αιτίες πλουτισμού που αναγνωρίζονται απευθείας από τον νόμο ως τέτοιες πχ 1041 ΑΚ χρησικτησία, 1710 ΑΚ απόκτηση κληρονομικού δικαιωματος κλπ.

Περιπτώσεις έλλειψης νόμιμης αιτίας:
Στην ΑΚ 904 παρ. 1 εδ β αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένες περιπτώσεις έλλειψης νόμιμης αιτίας:
α) Σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης: Πρόκειται για παροχή που καταβάλλεται προς εκπλήρωση ορισμένης υποχρέωσης η οοπία ήταν ανύπαρκτη κατά τον χρόνο της παροχής είτε διότι ουδέποτε γεννήθηκε πχ ακυρότητα συμβάσεων είτε διότι μεταγενέστερα αποσβέστηκε πχ λόγω πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης.  Ανύπαρκτη θεωρείται επίσης η υποχρέωση που κατά τον χρόνο της παροχής τελούσε υπό αναβλητική αίρεση ή εναντίον της οποίας μπορούσε να προταθεί ανατρεπτική ένσταση εκτός από την ένσταση παραγραφής. 
β) Σε περίπτωση παροχής για αίτια που δεν επακολούθησε: Τέτοιο είναι η παροχή που καταβάλλεται για ορισμένο μελλοντικό σκοπό, του οποίου όμως η επέλευση τελικά ματαιώνεται πχ καταβολή χρηματικού ποσού ως αρραβώνα για την υπό κατάρτιση σύμβαση. 
γ) Σε περίπτωση παροχής για αιτία που έληξε: Εδώ η καταβολή της παροχής γίνεται για ορισμένο σκοπό, ο οποίος πραγματοποιείται κατά τον χρόνο της παροχής, μεταγενέστερα όμως λήγει οριστικά. Ειδικότερα τη λήξη επιφέρουν η πλήρωση διαλυτικής αίρεσης ΑΚ 202, η ανάκληση δωρεάς ΑΚ 509, η ακύρωση ακυρώσιμης δικαιοπραξίας μετά την καταβολή της παροχής ΑΚ 184, η υπαναχώρηση ΑΚ 382 κλπ
δ) Σε περίπτωση παροχής για αιτία παράνομη ή ανήθικη. Παροχή για αιτία παράνομη υπάρχει όταν η παροχή καταβάλλεται προς ορισμένο σκοπό ο οποίος αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου.
Η παρανομία δεν συνιστά πάντα και ανηθικότητα, γεγονός που έχει σημασία για την εφαρμογή της ΑΚ 907 η οποία εφαρμόζεται μόνο αν η αιτία είναι και ανήθικη.



Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Α ΜΕΡΟΣ (ΕΓΚΛΗΜΑ-ΠΟΙΝΗ-ΑΔΙΚΟ) ΑΠΟ ΣΠΙΝΕΛΛΗ









ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΥ

(σημειώσεις από Δ. ΣΠΙΝΕΛΛΗ)




 (κατατακτήριες νομικής Κομοτηνής 2013-2014)





1834:
«Ποινικός Νόμος» του Maurer, μέλους της Αντιβασιλείας κατά την περίοδο ανηλικότητας του Όθωνα.

Νόμος 1492/1950:
«Ποινικός Κώδικας», άρχισε να ισχύει την 01/01/1951 εν συντομία ΠΚ, στο γενικό μέρος περιέχει διατάξεις που έχουν εφαρμογή σε όλα τα εγκλήματα ή σε κατηγορίες από αυτά. Την τελική του διαμόρφωση έδωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Χωραφάς (1896-1974).
Πολλές ποινικές διατάξεις περιέχονται και έξω από τον Ποινικό Κώδικα, στους λεγόμενους ειδικούς ποινικούς νόμους όπως ο αγορανομικός κώδικας, ο δασικός κώδικας, ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας κλπ.

Οι κανόνες του ποινικού δικαίου:
Δίκαιο είναι ένα σύνολο κανόνων που θεσπίζει ή αναγνωρίζει η πολιτεία για να ρυθμίζουν εξαναγκαστικά την κοινωνική ζωή στο πνεύμα της δικαιοσύνης.
Η ρυθμιστική λειτουργία των κανόνων αυτών ασκείται σε τρεις φάσεις, στις οποίες αντιστοιχούν τρία είδη κανόνων.
- Πρώτα, υπάρχουν κανόνες δικαίου οι οποίοι καθορίζουν πως πρέπει να συμπεριφέρονται τα μέλη της κοινωνίας μεταξύ τους. Άλλοι απ΄ αυτούς καθορίζουν τι πρέπει να πράττουν οι κοινωνοί (επιτακτικοί  κανόνες) πχ «να σώζεις όποιον βρίσκεται σε κίνδυνο ζωής», και άλλοι τι πρέπει να μην πράττουν (απαγορευτικοί κανόνες) πχ «μην κλέβεις». Όλοι αυτοί οι κανόνες λέγονται πρωταρχικοί  ή πρωτεύοντες ή βασικοί κανόνες δικαίου.
- Επειδή οι κοινωνοί συχνά δε συμμορφώνονται με τους πρωταρχικούς κανόνες, η πολιτεία θεσπίζει και άλλου είδους κανόνες οι οποίοι προβλέπουν κυρώσεις για την περίπτωση παραβάσεων των πρωταρχικών κανόνων. Αυτές οι κυρώσεις είναι διαφόρων ειδών, σημαντική θέση όμως κατέχουν ανάμεσα σε αυτές οι ποινικές κυρώσεις. Οι κανόνες αυτοί ονομάζονται δευτερεύοντες ή κυρωτικοί πχ «όποιος σκοτώνει άλλων με πρόθεση, τιμωρείται με θάνατο ή ισόβια κάθειρξη».
- Και οι κυρωτικοί όμως κανόνες δεν μπορούν να επηρεάσουν τους παραβάτες των κανόνων δικαίου, αν δεν υπάρχουν τρόποι για να εφαρμοστούν οι κανόνες αυτοί. Για αυτό το δίκαιο περιλαμβάνει και τρίτο είδος κανόνων, οι οποίοι καθορίζουν τα όργανα και τη διαδικασία με την οποία επιβάλλονται οι κυρώσεις και έτσι εξαναγκάζονται (άμεσα ή έμμεσα) οι κοινωνοί να συμμορφώνονται με τους πρωταρχικούς κανόνες. Οι κανόνες του τρίτου αυτού είδους λέγονται δικονομικοί κανόνες δικαίου.
- Οι κανόνες του ποινικού δικαίου με την ευρεία του έννοια είναι κυρωτικοί και δικονομικοί. Ειδικότερα οι κυρωτικοί κανόνες του ποινικού δικαίου καθορίζουν ποιες άδικες πράξεις  (δηλαδή παραβάσεις πρωταρχικών κανόνων) είναι ποινικά ενδιαφέρουσες και σε ποια ποινική κύρωση πρέπει να υποβληθεί ο δράστης τους. Το σύνολο των κανόνων αυτών αποτελεί το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο.
- Οι ποινικοί δικονομικοί κανόνες εξάλλου καθορίζουν ειδικότερα ποια κρατικά όργανα (κυρίως δικαστικά και εισαγγελικά) και με ποια διαδικασία πρέπει να δράσουν για να κριθεί α) αν ένας  άνθρωπος (ο κατηγορούμενος) είναι ένοχος για ορισμένο έγκλημα και β) σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος είναι ένοχος, ποια ποινική κύρωση πρέπει να του επιβληθεί. Το σύνολο των τελευταίων αυτών κανόνων αποτελεί το δικονομικό ποινικό δίκαιο ή ποινική δικονομία.
- Τέλος, η κρίση ότι πρέπει να  επιβληθούν ορισμένες ποινικές κυρώσεις (δικαστική απόφαση) πρέπει να υλοποιηθεί. Με ποιο τρόπο γίνεται αυτό καθορίζουν οι κανόνες που ρυθμίζουν την εκτέλεση των ποινών. Το σύνολο αυτών των κανόνων αποτελεί το δίκαιο εκτέλεσης των ποινών.
Το ποινικό δίκαιο ανήκει στο δημόσιο δίκαιο γιατί σε αυτή η Πολιτεία εμφανίζεται απέναντι στα μέλη της κοινωνίας ως εξουσία που υπερέχει και διατάζει (Μαγκάκης).

Ποινή:
Ποινή είναι ένα κακό που το απειλεί ο νόμος και το επιβάλλει ο δικαστής στο δράστη μιας άδικης πράξης ως εκδήλωση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας του από την έννομη τάξη (Χωραφάς).
Τα βασικά χαρακτηριστικά της είναι:
α) Είναι κακό δηλαδή συνίσταται σε προσβολή των έννομων αγαθών του δράστη όπως η περιουσία του (πχ χρηματικές ποινές, πρόστιμα), η ελευθερία του (πχ φυλάκιση), ακόμη και η ζωή του (παλιά υπήρχε θανατική ποινή). Η ποινή διαφέρει από την αποζημίωση που βλάπτει μεν την περιουσία του δράστη  αλλά σκοπό έχει μόνο να αντικαταστήσει τη ζημιά του θύματος.
β) Το επιβάλλει η Πολιτεία ως προστάτης της έννομης τάξης σε δύο στάδια. Στο πρώτο ο νομοθέτης θεσπίζει μια ποινική διάταξη και απειλεί ποινή κατά των δραστών ορισμένων πράξεων και στο δεύτερο στάδιο ο δικαστής επιβάλλει στο συγκεκριμένο δράστη την ποινή που απειλείται στο νόμο.
γ) Η ποινή επιβάλλεται στο δράστη ορισμένης πράξης.  Είναι «προσωποπαγής», δηλαδή συνδέεται άρρηκτα με ορισμένο πρόσωπο. Αν ο δράστης πεθάνει, παύει οριστικά και η ποινική του δίωξη.
Η επιβολή της ποινής δεν προϋποθέτει πράξη. Δεν μπορεί επομένως να επιβληθεί μόνο επειδή λ.χ. ένα άτομο είναι επικίνδυνο ή επειδή κάνει κακές σκέψεις (Ανδρουλάκης, Μαγκάκης)

Γιατί τιμωρεί η Πολιτεία; (σκοποί της ποινής):
α) Η Γενική Πρόληψη. Το κυριότερο σημείο της θεωρίας του Anselm v. Feuerbach   για την ποινή είναι ότι η αποτροπή των κοινωνών από την τέλεση εγκλημάτων επιτυγχάνεται όχι με την εκτέλεσή  της, αλλά κυρίως με την απειλή της ποινής στο νόμο που ισοφαρίζει την αναμενόμενη ευχαρίστηση από το έγκλημα.
β) Η Ειδική Πρόληψη. Η ποινή αποτελεί απομόνωση του εγκληματία, προσωρινή ή διαρκή  αχρήστευση, αποβολή του από την κοινωνία ή εγκλεισμό του σε φυλακή οπότε οι θετικές σχολές ποινικού δικαίου θεωρούσαν ότι με την ποινή επερχόταν:
- Βελτίωση για τους εγκληματίες που είναι βελτιώσιμοι και χρειάζονται βελτίωση.
- Εκφοβισμό των εγκληματιών που δεν χρειάζονται βελτίωση.
- Αχρήστευση των εγκληματιών που δεν είναι βελτιώσιμοι.
Στο στάδιο της ποινής αποτελεί η σύνθεση της γενικής και της ειδικής πρόληψης.
Στο στάδιο της θέσπισης μιας ποινικής διάταξης από το νομοθέτη ο μόνος σκοπός που μπορεί από τα πράγματα να υπάρχει είναι η γενική πρόληψη.
Στο στάδιο της επιβολής της ποινής από το δικαστή και οι δύο σκοποί λαμβάνονται υπόψη αλλά το προβάδισμα έχει η ειδική πρόληψη.
Στο στάδιο της εκτέλεσης της ποινής μόνο η ειδική πρόληψη ενδιαφέρει.
Οι αρχές της ποινής είναι:
-          Ο προσωποπαγής χαρακτήρας της ποινής και ο συσχετισμός της μόνο με πράξη του τιμωρούμενου.
-          Η αρχή της αναλογίας ανάμεσα στο κακό της ποινής και στο κακό που συνιστά το έγκλημα.
-          Τέλος, η αρχή της νομιμότητας κατά την οποία κάθε έγκλημα πρέπει κατά κανόνα να αντιμετωπίζεται με ποινική δίωξη και με τιμωρία.

Κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο (αρχή της νομιμότητας):
Στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος 1975/1986/2001/2008 λέει «Έγκλημα δεν υπάρχει, ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης».
Η αρχή της νομιμότητας nullum crimen, nulla poena sine lege αναλύεται σε ειδικότερες αρχές που είναι:
- Ο νόμος πρέπει να είναι γραπτός.  Ως γραπτός θεωρείται ο κανόνας που έχει εκδοθεί από τη νομοθετική εξουσία (νόμος με τυπική έννοια) όσο και αυτός που εκδόθηκε από την εκτελεστική εξουσία με νομοθετική εξουσιοδότηση (νόμος με ουσιαστική μόνο έννοια). Συνέπεια της αρχής είναι το έθιμο που δεν μπορεί να αποτελέσει κανόνα δικαίου, μπορεί όμως να αποτελέσει κανόνα που μειώνει ή καταλύει το αξιόποινο.
- Ο νόμος πρέπει να είναι ρητός. Τούτο σημαίνει ότι απαγορεύεται η αναλογία ή ανάλογη εφαρμογή ενός κανόνα δικαίου για να πληρωθεί ένα κενό στον ποινικό νόμο.
- Ο νόμος πρέπει να είναι προηγούμενος. Επομένως, απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή ποινικού νόμου που θεμελιώνει ή επαυξάνει το αξιόποινο.  Ενώ η αναδρομική εφαρμογή ενός νόμου που καταλύει ή μειώνει το αξιόποινο (ηπιότερου νόμου) όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και προβλέπεται ρητά στο άρθρο 2 του ΠΚ.
- Τέλος ο νόμος πρέπει να είναι ορισμένος. Πρέπει να περιγράφεται με σαφή, ορισμένα στοιχεία. Δεν επιτρέπεται να καθορίζεται με αόριστες και γενικές εκφράσεις. Οπότε απαγορεύεται η πρόβλεψη εντελώς αόριστων ποινών πχ ποινής στερητικής της ελευθερίας από 10 ημέρες έως 20 χρόνια (Ανδρουλάκης).

Έγκλημα:
Έγκλημα είναι ότι προβλέπεται και απειλείται με ποινή στο νόμο.
Ουσιαστική έννοια του εγκλήματος:
Το έγκλημα πρέπει να είναι ακριβώς το γεγονός που επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται με ποινή.
Ειδικότερα:
α) Η ποινή πρέπει να γίνει αισθητή από έναν άνθρωπο ως κακό. Άρα το έγκλημα πρέπει να είναι εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά.
β) Η ποινή είναι κακό, δηλαδή προσβάλλει τα έννομα αγαθά του δράστη. Επομένως, πρέπει και το έγκλημα να στρέφεται κατά έννομων αγαθών του ατόμου ή της ολότητας.
γ) Η ποινή έχει την έννοια της ιδιαίτερης αποδοκιμασίας της πράξης. Άρα, για να απειληθεί με ποινή μια πράξη που προσβάλλει έννομα αγαθά πρέπει να έχει ανάλογα χαρακτηριστικά ώστε να αξίζει την ιδιαίτερη αποδοκιμασία. Τέτοιο χαρακτηριστικό είναι η ιδιάζουσα αντικοινωνικότητα που αναλύεται στην ιδιαίτερη επικινδυνότητα και τη μεγαλύτερη κοινωνικοηθική απαξία (Ανδρουλάκης).
δ) Η ιδιαίτερη αποδοκιμασία όμως αφορά το δράστη. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτεία απευθύνεται στον ψυχικό κόσμο του δράστη, τον μέμφεται και αξιώνει από αυτόν να μην ξαναεγκληματίσει.  Για να γίνει αυτό πρέπει να μπορεί η πράξη να καταλογισθεί στο δράστη της.
Από τη στιγμή κατά την οποία μια εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά που έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά προβλεφθεί στο νόμο και απειληθεί για αυτήν ποινή με απόφαση του νομοθέτη, η συμπεριφορά αυτή είναι έγκλημα, το οποίο έχει και όλα τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένα έγκλημα.
Δογματικός ορισμός του εγκλήματος
Κατά το άρθρο 14 ΠΚ έγκλημα είναι μια πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της που τιμωρείται από το νόμο.
Ειδικότερα:
α) Η πράξη που προβλέπει το άρθρο 14 σημαίνει εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά.
β) Το στοιχείο του αδίκου μαζί με το στοιχείο του τιμωρούμενου αντιστοιχεί στην προσβολή έννομων αγαθών που είναι ιδιαζόντως αντικοινωνική, δηλαδή ιδιαίτερα επικίνδυνη και έχει κοινωνικοηθική απαξία.
γ) Το στοιχείο του καταλογιστού ταυτίζεται στους δύο ορισμούς.
δ) Τέλος, και το στοιχείο του τιμωρητού από το νόμο είναι επίσης το ίδιο και στους δύο ορισμούς.
Ο ορισμός του εγκλήματος στο άρθρο 14 ΠΚ δεν έχει απλώς θεωρητική αξία αλλά έχει και έννομες συνέπειες. Πρώτα, δεν επιτρέπει στο δικαστή να χαρακτηρίσει μια συμπεριφορά ως έγκλημα αν δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της διάταξης αυτής. Δεύτερον ούτε ο νομοθέτης κατά την ορθότερη γνώμη (Ανδρουλάκης, Μαγκάκης) επιτρέπεται να θεσπίσει ποινική διάταξη που να απειλεί ποινή αν δεν συντρέχουν τα χαρακτηριστικά αυτά.
Επομένως, δεν μπορεί να τιμωρηθεί ένας παραβάτης πρωταρχικού κανόνα δικαίου αν η συμπεριφορά του είναι κατ’ εξαίρεση δικαιολογημένη (όχι άδικη), δεν μπορεί να τιμωρηθεί ούτε και να απειληθεί με ποινή δράστης μη καταλογιστός και επιβολή ποινής όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αδίκου και του καταλογιστού θα υποβίβαζε τον άνθρωπο σε αντικείμενο και θα πρόσβαλε την ανθρώπινη αξία.
Τα εγκλήματα διακρίνονται σε:
α) Κοινά και ιδιαίτερα.
β) Απλής συμπεριφοράς (τυπικά) και εγκλήματα αποτελέσματος (ουσιαστικά).
γ) Ενέργειας (ή τέλεσης ή κίνησης) και παράλειψης (γνήσια ή μη γνήσια).
δ) Βλάβης και διακινδύνευσης.
ε) Στιγμιαία (ή καταστάσεως) και διαρκή.
στ) Απλά και σύνθετα.

Τα γενικά στοιχεία του εγκλήματος:
α) Η πράξη.
β) Το άδικο.
γ) Ο καταλογισμός.
δ) Το τιμωρητό.

Η πράξη:
Ως πράξη νοείται:
-          Εκούσια (π.χ. όχι οι κινήσεις που κάνει ένας επιληπτικός  που βρίσκεται  σε κρίση, ούτε η ζημία που προξενήθηκε λ.χ. από άνθρωπο που τον έσπρωξαν πάνω σε ένα ράφι  με γυαλικά).
-          Εξωτερική (όχι σκέψεις).
-          Συμπεριφορά (όχι μονόλογος, ούτε εγγραφές  σε ιδιαίτερο ημερολόγιο).
-          Ανθρώπου (όχι ζώου, ούτε νομικού προσώπου).
Όταν ο νόμος μιλάει για πράξεις εννοεί και τις παραλείψεις (άρθρο 14 παρ. 2) π.χ. παράλειψη λυτρώσεως από κίνδυνο ζωής (άρθρο 307 ΚΠ), ή θάνατος αρρώστου επειδή ο θεράπων γιατρός του παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα.


Το άδικο:
Άδικη είναι η πράξη που αντικειμενικά και απρόσωπα, ως κοινωνικό γεγονός, βρίσκεται σε αντίθεση προς το δίκαιο ως μια ενότητα κανόνων και για αυτό αποδοκιμάζεται από αυτό (Μαγκάκης).
Όμως:
-          Ως άδικη χαρακτηρίζεται η πράξη ανεξάρτητα από το πώς θα κρίνουμε το δράστη της.  Άρα μπορεί η πράξη να είναι άδικη αλλά ο δράστης να μην τιμωρείται γιατί δεν είναι καταλογιστός ή τιμωρητός.
-          Η κρίση για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης προηγείται πάντα από την κρίση για τον καταλογισμό. Πρώτα εξετάζεται αν η πράξη ως συμβάν αντιφάσκει προς ορισμένο πρωταρχικό κανόνα δικαίου και συνιστά την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος (α.υ.ε.). Σε καταφατική περίπτωση κρίνουμε ότι η πράξη είναι καταρχήν άδικη. Μετά εξετάζεται αν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση κάποιος λόγος που αποκλείει το άδικο χαρακτήρα της πράξης. Αν δεν συντρέχει τέτοιος λόγος η πράξη είναι και τελειωτικά άδικη (Ανδρουλάκης).
Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος (α.υ.ε.)
Κάθε ποινικός κανόνας δικαίου αποτελείται από δύο μέρη:
α) από το πραγματικό το οποίο περιέχει το σύνολο των προϋποθέσεων που τάσσει ο κανόνας αυτός ώστε με την πλήρωσή τους να ασκήσει την ενεργό ρυθμιστική του λειτουργία σε μια συγκεκριμένη περίπτωση και
β) και από την έννομη συνέπεια η οποία περιέχει το σύνολο των νομικών αποτελεσμάτων που συνεπάγεται η πλήρωση των προϋποθέσεων του πραγματικού.
Στο άρθρο 299 παρ.1 ΠΚ διακρίνουμε: Πραγματικό «Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον…» και έννομη συνέπεια : « .. τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη».
Το πραγματικό των ποινικών κανόνων δικαίου που αφορούν τα διάφορα εγκλήματα περιέχει κυρίως όλα τα αντικειμενικά στοιχεία και τα υποκειμενικά στοιχεία με τα οποία περιγράφεται ένα έγκλημα. Τα στοιχεία αυτά ονομάζουμε αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τα πρώτα και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος  τα δεύτερα.
Η α.υ.ε. περιλαμβάνει και περιγράφει πάντοτε το υποκείμενο του εγκλήματος και την εγκληματική συμπεριφορά καθώς και ορισμένες περιστάσεις (τόπου, χρόνου, τόπου κλπ) πχ 362 ΠΚ «όποιος (υποκείμενο) με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου (περιστάσεις) ισχυρίζεται ή διαδίδει (συμπεριφορά) για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του (αντικείμενο).
Αντικειμενική αιτιώδης συνάφεια
Όταν στην α.υ.ε. περιλαμβάνεται και ένα αποτέλεσμα, αποκτά μεγάλη σημασία το πρόβλημα της σύνδεσης του αποτελέσματος αυτού με την πράξη του δράστη. Πρόκειται για το πρόβλημα της αντικειμενικής αιτιώδους συνάφειας μεταξύ συμπεριφοράς και αποτελέσματος.
Σύμφωνα με την κρατούσα στο ποινικό δίκαιο θεωρία «του ισοδύναμου των όρων» για να διαπιστώσουμε αν η πράξη του δράστη αποτελεί αίτιο του αποτελέσματος, χρησιμοποιούμε την εξής πρακτική μέθοδο: Υποθέτουμε ότι έλειπε η πράξη και εξετάζουμε αν στην περίπτωση αυτή θα επήρχετο ή όχι το αποτέλεσμα. Αν δεν θα επήρχετο χωρίς την πράξη του δράστη, τότε αυτή ήταν αίτιό του. Αν θα επήρχετο και χωρίς αυτήν, τότε η πράξη δεν ήταν αίτιο του αποτελέσματος (Ανδρουλάκης, Μαγκάκης, Μανωλεδάκης).
Η α.υ.ε. και η ένδειξη του αδίκου
Όταν μια πράξη αντιστοιχεί στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος έχουμε μια ένδειξη ότι η πράξη αυτή είναι άδικη. Μόνο ορισμένος από τις  παραβάσεις πρωταρχικών κανόνων δικαίου ανάγονται σε αξιόποινες: εκείνες που προσβάλλουν έννομα αγαθά και έχουν ιδιάζοντα αντικοινωνικό χαρακτήρα. Άρα, όταν μια συμπεριφορά συνιστά την α.υ. ενός εγκλήματος οπωσδήποτε αποτελεί και παράβαση ενός πρωταρχικού κανόνα. Για αυτό όταν αξιολογείται ποινικά ένα συγκεκριμένο συμβάν, αμέσως μετά τη διαπίστωση ότι πρόκειται για πράξη, πρέπει να εξετασθεί αν η πράξη αυτή ανταποκρίνεται στην α.υ. ενός εγκλήματος. Σε καταφατική περίπτωση μπορούμε να διατυπώσουμε την κρίση ότι η πράξη αυτή είναι καταρχήν άδικη.

Διακρίσεις των εγκλημάτων:
Ανάλογα με το υποκείμενο ή με το είδος της συμπεριφοράς ή ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι αντικειμένου ή με τις περιστάσεις ή με την ποινή που επισύρουν, τα εγκλήματα διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες.
Οι κυριότερες είναι οι εξής:
Α. Εγκλήματα κοινά και εγκλήματα ιδιαίτερα
Στα πρώτα το υποκείμενό τους ως αυτουργός μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος  πχ ανθρωποκτονία 299 ΠΚ, κλοπή 372 ΠΚ κλπ ενώ στα ιδιαίτερα εγκλήματα ως αυτουργός τους μπορεί να είναι μόνο πρόσωπο που ανήκει σε ορισμένο κύκλο ατόμων πχ στη δωροδοκία «υπάλληλος» 235 ΠΚ, στην παιδοκτονία «μητέρα» 303 ΠΚ, στην εκμετάλλευση πόρνης «άντρας» 350 ΠΚ, στα εγκλήματα τους στρατιωτικού ποινικού κώδικα «στρατιωτικός» κ.ο.κ.
Πρακτική σημασία έχει η διάκριση αυτή σε περιπτώσεις συμμετοχής.
Β. Εγκλήματα απλής συμπεριφοράς (τυπικά) και εγκλήματα αποτελέσματος (ουσιαστικά)
Στα πρώτα είτε δεν υπάρχει καθόλου υλικό αντικείμενο πχ απόδραση κρατουμένου 173 ΠΚ, ψευδορκία 224 ΠΚ είτε υπάρχει τέτοιο αλλά η επενέργειά του δράστη σε αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συμπεριφορά πχ πλαστογραφία 216 ΠΚ.
Στα δεύτερα πρέπει εκτός από συμπεριφορά του δράστη να υπάρξει και μια παραπέρα μεταβολή κατάστασης σε κάποιο υλικό αντικείμενο χωρισμένη από τη συμπεριφορά του δράστη, πράγμα που συμβαίνει στην ανθρωποκτονία 299 ΠΚ, στη φθορά ξένης περιουσίας 381 ΠΚ, στην απάτη 386 ΠΚ κλπ.
Πρακτική σημασία έχει η διάκριση αυτή κυρίως γιατί στα εγκλήματα αποτελέσματος ανακύπτει το πρόβλημα της αντικειμενικής αιτιώδους συνάφειας, τα προβλήματα των εγκλημάτων τέλεσης που τελούνται με παράλειψη που θα εξετάσουμε του χρόνου και του τόπου τέλεσης του εγκλήματος.
Γ. Εγκλήματα ενέργειας (ή τέλεσης ή κίνησης) και εγκλήματα παράλειψης (γνήσια ή μη γνήσια)
Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει εγκλήματα που η αντικειμενική τους υπόσταση συνίσταται σε μια ενέργεια πχ αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος  372 ΠΚ, κατάρτιση πλαστού εγγράφου 224 ΠΚ.
Γνήσια εγκλήματα παράλειψης  είναι εκείνα που η αντικειμενική τους υπόσταση συνίσταται στην παράλειψη ορισμένης ενέργειας η οποία επιβάλλεται από το Δίκαιο. Η συμπεριφορά αυτή προϋποθέτει ένα επιτακτικό πρωταρχικό κανόνα δικαίου  (ενώ στα εγκλήματα ενέργειας προϋποτίθεται ένας απαγορευτικός κανόνας). Τέτοια εγκλήματα είναι η παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής 307 ΠΚ, η παρασιώπηση εγκλημάτων 232 ΠΚ κλπ.
Τα μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης είναι εγκλήματα ενέργειας που κατ΄ εξαίρεση τελούνται (και) με παράλειψη. Πρόκειται για εγκλήματα αποτελέσματος των οποίων ο δράστης είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει το αποτέλεσμα αυτό, παρέλειψε να το πράξει 15ΠΚ. Η παράλειψη αυτή τιμωρείται όπως η πρόκληση του αποτελέσματος με ενέργεια του δράστη πχ η ανθρωποκτονία ενώ λ.χ. τελείται στη συνηθισμένη της μορφή με ενέργεια όπως ο Α πυροβολεί τον Β, μπορεί να τελεστεί και με παράλειψη όπως η μητέρα που αφήνει νηστικό το νεογέννητο βρέφος, η νοσοκόμα που δε δίνει τα φάρμακα στον ασθενή και πεθαίνει.
Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του 15ΠΚ πηγάζει:
α) από ρητές διατάξεις νόμων πχ διατάξεις του δημοσίου ναυτικού δικαίου που προβλέπουν υποχρεώσεις του πλοιάρχου να σώζει σε περίπτωση ναυαγίου
β) από την έννομη θέση του υπόχρεου πχ των γονέων που έχουν υποχρέωση να φροντίζουν τα παιδιά τους
γ) από την εκούσια ανάληψη της υποχρέωσης παροχής προστασίας είτε με σύμβαση πχ από νοσοκόμο ή δάσκαλο είτε έμπρακτα πχ από αυτόν που χωρίς υποχρέωση περιμαζεύει ένα εγκαταλειμμένο παιδί
δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου που προκάλεσε ένα κίνδυνο πχ όποιος κλείδωσε κατά λάθος έναν άλλο σε ένα κτίριο έχει υποχρέωση, μόλις το αντιληφθεί, να σπεύσει να τον ελευθερώσει
ε) από ορισμένες σχέσεις εμπιστοσύνης που δημιουργούνται από καταστάσεις κοινότητας κινδύνου πχ ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας ορειβατών που βρίσκονται στο βουνό.
Παράδειγμα:
Αν ένας άνθρωπος βρίσκεται σε κίνδυνο ζωής και ένας άλλος οποιοσδήποτε παραλείψει να τον σώσει, ενώ μπορεί να το πράξει χωρίς δικό του κίνδυνο, και ο πρώτος πεθάνει, ο δεύτερος είναι ένοχος του γνήσιου εγκλήματος παράλειψης του άρθρου 307 ΠΚ. Αν όμως ο υπαίτιος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει το θάνατο  πχ ήταν ο πατέρας του κινδυνεύοντος και δεν το έκανε, η παράλειψή του τιμωρείται όπως η τέλεση ανθρωποκτονίας με ενέργεια κατά το άρθρο 299 ΠΚ.
Δ. Εγκλήματα βλάβης και εγκλήματα διακινδύνευσης
Στα πρώτα η εγκληματική συμπεριφορά επιφέρει και βλάβη του έννομου αγαθού που προστατεύει η ποινική διάταξη πχ ανθρωποκτονία, κλοπή, πλαστογραφία, βιασμός, διγαμία κλπ.
Στα εγκλήματα διακινδύνευσης η εγκληματική συμπεριφορά συνίσταται σε διακινδύνευση του έννομου αγαθού χωρίς να απαιτείται και βλάβη του.  Ο νομοθέτης εδώ καθιστά αξιόποινη τη συμπεριφορά σε πιο πρώιμο στάδιο, ενώ βέβαια αν επέλθει και βλάβη αυτή τιμωρείται με άλλη συνήθως διάταξη, αυστηρότερα.
Τέτοια εγκλήματα είναι  η έκθεση 306 ΠΚ, η παραβίαση των κανόνων της οικοδομικής 286 ΠΚ, η προσβολή της διεθνούς ειρήνης της χώρας 141 ΠΚ κλπ
Στα παραπάνω εγκλήματα ο κίνδυνος είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και πρέπει η ύπαρξή του να διαπιστώνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Τα εγκλήματα αυτά καλούνται εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης..
Εκτός από αυτά υπάρχουν και άλλα εγκλήματα διακινδύνευσης όπου η επέλευση του κινδύνου δεν είναι στοιχείο της α.υ.ε. αλλά απλώς υπήρξε το κίνητρο του νομοθέτη για τη θέσπιση της αντίστοιχης ποινικής δίωξης. Ο νομοθέτης έκρινε ότι ορισμένη συμπεριφορά είναι γενικά επικίνδυνη και την κατέστησε αξιόποινη πχ ο καταρτισμός ένοπλης ομάδα 195 ΠΚ, η παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών 284 αρ. 1εδ αΠΚ. Αυτά ονομάζονται εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης.
Ε. Εγκλήματα στιγμιαία (ή καταστάσεως) και εγκλήματα διαρκή
Στα στιγμιαία η τέλεσή τους ολοκληρώνεται αφού συμπληρωθούν όλα τα στοιχεία της α.υ.ε. και παραχθεί με την προσβολή του έννομου αγαθού μια κατάσταση.  Τέτοια είναι η κλοπή 372 ΠΚ ή η ανθρωποκτονία 299 ΠΚ όπου με τη θεμελίωση της κατοχής του ξένου πράγματος από τον κλέφτη ή με το θάνατο του θύματος ολοκληρώνεται το έγκλημα.  Η κατακράτηση του ξένου πράγματος δε συνιστά συνέχιση τέλεσης της κλοπής και ασφαλώς είναι αδιανόητη παρόμοια σκέψη στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας.
Διαρκή είναι τα εγκλήματα όπου η ολοκλήρωση της α.υ.ε. δε συνιστά αναγκαία και αποπεράτωση του εγκλήματος, αλλά η προσβολή του έννομου αγαθού, με τον τρόπο που την προβλέπει η αντίστοιχη ποινική διάταξη, παρατείνεται όσο χρόνο διατηρείται η κατάσταση που δημιουργήθηκε με την ενέργεια του δράστη. Τέτοια εγκλήματα είναι η παράνομη κατακράτηση 325 ΠΚ ή η διατάραξη οικιακής ειρήνης 334 ΠΚ.  Η τέλεση της παράνομης κατακράτησης που κλειδώνει κάποιον σε ένα δωμάτιο δεν ολοκληρώνεται με το κλείδωμα της πόρτας αλλά παρατείνεται για όσο χρόνο ο δράστης παραλείπει να ελευθερώσει το θύμα.
Πρακτικές συνέπειες της πρακτικής αυτής:
α) στα διαρκή εγκλήματα συνεχίζεται η επίθεση κατά του έννομου αγαθού όσο διαρκεί η τέλεσή τους και επομένως είναι δυνατή η άμυνα όπως πχ  αν ο παράνομα κρατούμενος σπάσει την πόρτα του χώρου και ελευθερωθεί
β) στα στιγμιαία ο «επιγενόμενος δόλος» δεν αρκεί για να θεμελιώσει την ποινική τους ευθύνη, ενώ στα διαρκή, αν ο δόλος υπάρξει μετά το αρχικό τους στάδιο αλλά όσο διαρκεί η τέλεσή τους θεμελιώνει την ευθύνη τους πχ κάποιος κλείδωσε άλλον καταλάθος και ύστερα το αντιληφθεί αλλά παραλείψει να τον ελευθερώσει διαπράττει παράνομη παρακράτηση
γ) στα διαρκή εγκλήματα η παραγραφή αρχίζει μόνο όταν παύσει η διάρκεια του εγκλήματος λ..χ. όταν το θύμα ανακτήσει την ελευθερία του.
ΣΤ. Εγκλήματα απλά και εγκλήματα σύνθετα
Απλά είναι τα εγκλήματα για τα οποία η αντίστοιχη ποινική διάταξη δεν προβλέπει ειδικά ότι πρέπει να τελεστούν με ορισμένο αριθμό πράξεων. Επομένως μπορούν να τελεστούν και με μια μόνο πράξη πχ η ανθρωποκτονία τελείται και με ένα πυροβολισμό.
Σύνθετα είναι εκείνα τα οποία σύμφωνα με την ποινική διάταξη, η α.υ.ε. συγκροτείται από περισσότερες από μία πράξεις:
-          σύνθετα με τη στενή έννοια (όπου όλες οι μερικότερες πράξεις είναι και αυτοτελώς αξιόποινες πχ ληστεία 380 ΠΚ που αποτελείται από δύο πράξεις την παράνομη βία 330 ΠΚ και την κλοπή 372 ΠΚ που κάθε μια τους χωριστά είναι έγκλημα)
-          Πολύπρακτα (όπου από τις επιμέρους πράξεις που τα απαρτίζουν άλλες είναι αυτοτελώς αξιόποινες και άλλες όχι πχ ο βιασμός μία πράξη που τον συγκροτεί είναι η παράνομη βία 330 ΠΚ και η άλλη η εξώγαμη συνουσία που δεν είναι.
Ζ. Κακουργήματα – πλημμελήματα – πταίσματα
Εδώ διακρίνονται τα εγκλήματα με βάση την κύρια ποινή που απειλείται για αυτά τα εγκλήματα:
α) κάθε πράξη για την οποία απειλείται στο νόμο η ποινή της κάθειρξης είναι κακούργημα
β) κάθε πράξη για την οποία απειλείται φυλάκιση ή χρηματική ποινή ή περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα είναι πλημμέλημμα
γ) κάθε πράξη για την οποία απειλείται κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα.
Οι κυριότερες πρακτικές συνέπειες της διάκρισης αυτής είναι:
-          τα κακουργήματα δεν τιμωρούνται όταν τελούνται από αμέλεια, τα πλημμελήματα μόνο κατ΄ εξαίρεση, όταν αυτό προβλέπεται ρητά, τα πταίσματα κατά κανόνα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια εκτός αν ρητά προβλέπεται ότι τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο 26 ΠΚ
-          μόνο των κακουργημάτων και πλημμελημάτων τιμωρείται η απόπειρα, όχι των πταισμάτων
-          ο χρόνος παραγραφής κάθε μιας κατηγορίας διαφέρει
-          σημαντικές διαφορές ρυθμίσεων υπάρχουν και στην ποινική δικονομία.

Τόπος και χρόνος τέλεσης της πράξης:
Γνωρίζοντας την έννοια της πράξης και της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος μπορούμε να καθορίσουμε τον τόπο όπου καθώς και το χρόνο κατά τον οποίο θεωρείται ότι τελέστηκε μια αξιόποινη πράξη.
Σύμφωνα με το 16ΠΚ  τόπος τέλεσης  της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη καθώς και ο τόπος που επήλθε ή σε περίπτωση απόπειρας έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα.
Πρακτική σημασία έχει ο καθορισμός του τόπου τέλεσης της πράξης ενόψει των τοπικών ορίων εφαρμογής των ελληνικών ποινικών νόμων, καθώς και για τον καθορισμό του τοπικά αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τον 17 ΠΚ χρόνος τέλεσης  της πράξης θεωρείται ο χρόνος  κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος.
Πρακτική σημασία έχει ο καθορισμός του χρόνου τέλεσης της πράξης για τα θέματα των χρονικών ορίων εφαρμογής των ποινικών νόμων πχ μη αναδρομικότητα, για την έναρξη του χρόνου της παραγραφής, για το χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να υπάρχει υπαιτιότητα, ικανότητα για καταλογισμό ή συναίνεση του παθόντος.