Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ



Οι υποχρεώσεις των βουλευτών καθορίζονται από το Σύνταγμα, τον κανονισμό της βουλής και τους νόμους. Τις γενικές υποχρεώσεις των βουλευτών στις συνεδριάσεις της βουλής καθορίζει το άρθρο 75 παρ. 3 του ΚτΒ, κατά το οποίο οι βουλευτές οφείλουν (α) να εμφανίζονται και να συμπεριφέρονται με τρόπο που να ανταποκρίνεται προς τη σοβαρότητα του επιτελούμενου έργου (β) να αποφεύγουν ενέργειες που παρενοχλούν την άνετη διεξαγωγή των εργασιών και (γ) να συμβάλλουν καθένας ατομικά στην ευπρεπή εμφάνιση της βουλής. Στο άρθρο 77 παρ. 1 του ΚτΒ οι βουλευτές οφείλουν να τηρούν τον κανονισμό και να συμμορφώνονται με τις υποδείξεις του Προέδρου της Βουλής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλογικά και στις συνεδριάσεις των επιτροπών της βουλής.
Σχετικά με την παρουσία των βουλευτών στις συνεδριάσεις της βουλής και των επιτροπών που ρυθμίζονται από τον ΚτΒ οι βουλευτές οφείλουν να προσέρχονται στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, του τμήματος διακοπών των εργασιών και των επιτροπών της βουλής αν είναι μέλη τους και να παρευρίσκονται καθ’ όλη τη διάρκειά τους. Σε κάθε συνεδρίαση εκτίθεται κατάλογος παρουσίας προς υπογραφή από όλους τους βουλευτές, οι λόγοι δικαιολογημένης απουσίας από συγκεκριμένη συνεδρίαση και ο τρόπος βεβαίωσης αυτής καθορίζονται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής και με σύμφωνη γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής μπορεί η διαπίστωση της παρουσίας των βουλευτών να γίνει και με το ηλεκτρονικό σύστημα. Για τη μετάβαση των βουλευτών στο εξωτερικό τις ημέρες που συνεδριάζει η Ολομέλεια ή η σύνθεση του τμήματος διακοπής των εργασιών της οποίας είναι μέλη, καθώς και για απουσία περισσότερο από πέντε συνεδριάσεις το μήνα απαιτείται άδεια από τη βουλή που τη χορηγεί ύστερα από γραπτή αίτηση του ενδιαφερομένου. Ο μέγιστος αριθμός βουλευτών που επιτρέπεται να απουσιάζει με άδεια δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/6 του όλου αριθμού των βουλευτών. Κύρωση προβλέπεται μόνο στην περίπτωση αδικαιολόγητης απουσίας των βουλευτών σε περισσότερες από πέντε συνεδριάσεις το μήνα.
Ο νόμος καθιερώνει την υποχρέωση των βουλευτών να δηλώνουν την περιουσιακή τους κατάσταση και την περιουσιακή κατάσταση των μελών της οικογένειάς τους μέσα σε 90 ημέρες από την ορκωμοσία τους και να την επαναλαμβάνουν κάθε Απρίλιο, εφόσον διατηρούν την ιδιότητα του βουλευτή και επί τρία έτη μετά την απώλεια αυτής. Η δήλωση περιέχει λεπτομερώς τα περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν τόσο κατά το χρόνο της ανάληψης των καθηκόντων όσο και κατά το χρόνο υποβολής της. Υποβάλλεται στον Αντιπρόεδρο της βουλής τον οποίο ορίζει το Προεδρείο και ο οποίος ελέγχει τις δηλώσεις και αν ανακύψει περίπτωση ποινικής ευθύνης ενός προσώπου, αποστέλλει τον φάκελο στον αρμόδιο αντιεισαγγελέα του Άρειου Πάγου, ο οποίος ασκεί ποινική δίωξη ή παραγγέλλει την άσκηση της στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών. Ο βουλευτής που παραλείπει να υποβάλλει τη δήλωση ή υποβάλει ανακριβής δήλωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή σε αυτόν και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ενός έως πέντε ετών, αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση τριών μηνών έως δύο ετών. Οι αξιόποινες πράξεις αυτές δικάζονται σε πρώτο βαθμό από το Τριμελές Εφετείο,  κατά της  απόφασης του οποίου επιτρέπεται πάντοτε έφεση στον κατηγορούμενο και τον Εισαγγελέα ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου.
Ο βουλευτής υπέχει πειθαρχική ευθύνη ενώπιον της βουλής στις περιπτώσεις παρεκτροπής του στις συνεδριάσεις αυτής. Την ευθύνη αυτή του βουλευτή καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 65 παρ. 4  του Συντάγματος κατά την οποία ο Πρόεδρος της Βουλής «μπορεί να λάβει πειθαρχικά μέτρα σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής εναντίον βουλευτή που παρεκτρέπεται». Ειδικότερα ο βουλευτής ευθύνεται πειθαρχικά όταν «παραβιάζει τον Κανονισμό ή επιδεικνύει ανάρμοστη συμπεριφορά στις συνεδριάσεις και στις συζητήσεις της βουλής». Έτσι η διάταξη καθιερώνει 2 πειθαρχικά παραπτώματα. Ανάρμοστη συμπεριφορά αποτελούν (α) η παρεμπόδιση της ομαλής διεξαγωγής των συνεδριάσεων ή συζητήσεων και η διατάραξη της τάξης με οποιοδήποτε τρόπο (β) η διακοπή των ομιλητών χωρίς τη συγκατάθεση του ΠτΒ ή η αποδοκιμασία τους με λόγια ή έργα (γ) η ομιλία χωρίς την προηγούμενη άδεια του Προέδρου (δ) η απρεπής συμπεριφορά με λόγια ή έργα (ε) η έλλειψη του οφειλόμενου σεβασμού στο Προεδρείο (ζ) η χρησιμοποίηση προσβλητικών εκφράσεων κατά της τιμής και υπόληψης του ΠτΔ, των μελών της κυβέρνησης, του Προεδρείου της και των μελών της βουλής (η) η καταφρόνηση του Συντάγματος και των πολιτειακών θεσμών με λόγια ή έργα. Η διάταξη του άρθρου 77 ΚτΒ προβλέπει 4 πειθαρχικές ποινές (α) την ανάκληση στην τάξη (β) τη στέρηση δικαιώματος του λόγου (γ) τη μομφή για αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά και (δ) προσωρινό αποκλεισμό από συνεδριάσεις. Οι ποινές επιβάλλονται στην ίδια συνεδρίαση όπου διαπράχθηκε το παράπτωμα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αθανάσιος Ράικο "Συνταγματικό Δίκαιο" Τόμος Ι, σελ.  688-692

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου