Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

ΘΕΩΡΙΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ


1.ΕΝΝΟΙΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
            Αντικείμενο ρύθμισης του Δικαίου είναι οι πράξεις  και οι παραλείψεις των ανθρώπων, τις οποίες μπορούμε να ονομάσουμε πράξεις δικαίου. Οι πράξεις δικαίου παραπέρα διακρίνονται σε νόμιμες (ή θεμιτές) πράξεις (δηλαδή εκείνες που επιτρέπει  το Δίκαιο)  και σε παράνομες (ή άδικες) πράξεις (εκείνες που απαγορεύει το Δίκαιο). Κάθε πράξη δικαίου επιφέρει έννομες συνέπειες (δηλαδή συνέπειες προβλεπόμενες από τον Νόμο).
            Νόμιμες πράξεις δικαίου είναι οι δικαιοπραξίες, οι οιονεί δικαιοπραξίες και οι υλικές πράξεις.
            Δικαιοπραξία είναι η νόμιμη πράξη δικαίου που περιέχει δήλωση βουλήσεως και επιφέρει ως έννομη συνέπεια  το αποτέλεσμα που επιδιώκει αυτός που την τελεί. Έτσι λ.χ. η διαθήκη χαρακτηρίζεται ως δικαιοπραξία ,αφού είναι α)ανθρώπινη πράξη  (πράξη δικαίου) που επιτρέπει το Δίκαιο ,β) περιέχει δήλωση βουλήσεως (δηλαδή την  εξωτερίκευση της επιθυμίας αυτού που την τελεί σχετικά με τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του μετά τον θάνατό του) και γ) επιφέρει ως έννομη συνέπεια  το αποτέλεσμα που επιδιώκει αυτός που την τελεί (δηλαδή  την επαγωγή της κληρονομιάς του διαθέτη  στα πρόσωπα που ορίζει με τη διαθήκη του).Ομοίως δικαιοπραξία είναι η πώληση πράγματος, αφού πρόκειται για ανθρώπινη πράξη (πράξη δικαίου) που επιτρέπεται από το Δίκαιο, β)περιέχει δήλωση βουλήσεως (δηλαδή εξωτερίκευση της επιθυμίας του πωλητή και του αγοραστή) και γ)επιφέρει ως έννομη συνέπεια το αποτέλεσμα που επιδιώκουν αυτοί που την τελούν (δηλαδή τη δημιουργία ενοχικής υποχρέωσης του πωλητή να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πωλούμενου πράγματος και να παραδώσει τη νομή του πράγματος ,καθώς επίσης τη δημιουργία ενοχικής υποχρέωσης του αγοραστή να πληρώσει στον πωλητή το συμφωνημένο τίμημα) κ.ο.κ.
            Από τις δικαιπραξίες διαφέρουν οι οιονεί δικαιοπραξίες και οι υλικές πράξεις. Οιονεί δικαιοπραξία είναι η νόμιμη πράξη δικαίου, της οποίας η έννομη συνέπεια είναι ανεξάρτητη από τη βούληση από το αποτέλεσμα που επιδίωξε αυτός που την τέλεσε. Λ.χ.η όχληση δανειστή προς οφειλέτη είναι οιονεί δικαιοπραξία, διότι είναι ανθρώπινη πράξη που επιτρέπει το Δίκαιο (νόμιμη πράξη δικαίου),αλλά το αποτέλεσμα που επιδιώκει αυτός που την τελεί (είσπραξη της απαιτήσεως από τον οφειλέτη) δεν είναι η έννομη συνέπεια που επέρχεται (περιέλευση του οφειλέτη σε κατάσταση υπερημερίας)[1]. Υλική  πράξη είναι η πράξη δικαίου που επιφέρει έννομες συνέπειες ανεξάρτητα από τη βούληση αυτού που την τελεί.Π.χ. υλική πράξη είναι η εύρεση χαμένου πράγματος (1081ΑΚ): αν κάποιος βρει χαμένο πράγμα έχει υποχρέωση να ειδοποιήσει εκείνον που το έχασε ή αυτόν στον οποίο ανήκει το πράγμα ή κάθε άλλο δικαιούχο, δηλαδή η πράξη εύρεσης χαμένου πράγματος επιφέρει ως έννομη συνέπεια την υποχρέωση του ευρέτη να ειδοποιήσει τα παραπάνω πρόσωπα, ανεξάρτητα από το αν επεδίωκε   ή όχι ο ευρέτης,όταν έβρισκε το χαμένο πράγμα,  να  τους ειδοποιήσει .
            Όπως ήδη προαναφέραμε παράνομες ή άδικες πράξεις είναι εκείνες οι πράξεις δικαίου που απαγορεύει το Δίκαιο, οι πράξεις δικαίου που αντιβαίνουν στους κανόνες δικαίου. Στο αστικό δίκαιο ορισμένες άδικες πράξεις υπό ορισμένες προϋποθέσεις (υπαιτιότητα αυτού που τις τέλεσε, επέλευση ζημίας) δημιουργούν ευθύνη αυτού που τις τέλεσε να αποζημιώσει αυτόν που ζημιώθηκε. Αυτές οι άδικες π΄ραξεις που δημιουργούν νόμιμο λόγο αστικής ευθύνης υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ ονομάζονται αδικοπραξίες.


2.ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ
            Έχουν παγιωθεί ορισμένες διακρίσεις των δικαιοπραξιών. από τις οποίες οι σημαντικότερες είναι οι εξής:
            1.Με κριτήριο τον αριθμό των μερών που τελούν τη δικαιοπραξία διακρίνουμε τις δικαιοπραξίες σε
α)Μονομερείς δικαιοπραξίες, όταν περιέχουν δήλωση βουλήσεως ενός μόνο προσώπου. Ανάλογα με το εάν η δήλωση βουλήσεως πρέπει να περιέλθει σε άλλο πρόσωπο ή όχι ,οι μονομερείς δικαιοπραξίες διακρίνονται σε ι) απευθυντέες (ληψιδεείς)  π.χ. η καταγγελία και σε ιι)με απευθυντέες (μη ληψιδεείς) π.χ. διαθήκη.
β)Πολυμερείς δικαιοπραξίες, όταν περιέχουν δήλωση βουλήσεως δυο ή περισσότερων προσώπων. Οι πολυμερείς δικαιοπραξίες διακρίνονται σε :ι)συμβάσεις, οι οποίες περιέχουν δηλώσεις βουλήσεων δυο ή περισσότερων προσώπων, οι οποίες αντιτίθενται μεταξύ τους, όπως και τα συμφέροντα των μερών, αλλά συμπίπτουν ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα π.χ. πώληση.Οι συμβάσεις διακρίνονται σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (π.χ. πώληση,ανταλλαγή,μίσθωση),οι οποίες δημιουργούν ενοχικές υποχρεώσεις που αξιολογούνται ως νομικά ισοδύναμες και για τα δυο αντισυμβαλλόμενα μέρη,και σε ετεροβαρείς συμβάσεις (π.χ. δωρεά,παρακαταθήκη,προκήρυξη,δάνειο,χρησιδάνειο) οι οποίες δημιουργούν ενοχικές υποχρεώσεις καταρχήν μόνο για το ένα αντισυμβαλλόμενο μέρος. ιι)Καταστατικές συμφωνίες, δηλαδή αυτές που περιέχουν δηλώσεις βουλήσεως που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία νομικού προσώπου ή ενώσεως προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα π.χ. συστατική πράξη σωματείου. ιιι)Συνδικαιοπραξίες, δηλαδή αυτές που περιέχουν όμοιες δηλώσεις βουλήσεως πολλών προσώπων π.χ. καταγγελία από περισσότερους δανειστές. ιν)Συλλογικές πράξεις , δηλαδή αυτές με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση ενώσεως προσώπων ή συλλογικών οργάνων (αποφάσεις)
            2.Με κριτήριο τον σκοπό και το περιεχόμενό των δικαιοπραξιών κάνουμε τις εξής διακρίσεις των δικαιοπραξιών :
α)Δικαιοπραξίες εν ζωή   ,με τις οποίες ρυθμίζονται οι έννομες  σχέσεις ζωντανού προσώπου και σε δικαιοπραξίες αιτία θανάτου ,με τις οποιες ρυθμίζονται οι έννομες σχέσεις ενός φυσικού προσώπου για τον χρόνο μετά τον θάνατό του.Στο ελληνικό δίκαιο δικαιοπραξίες αιτία θανάτου είναι μόνο δύο :η διαθήκη και η δωρεά αιτία θανάτου. Όλες οι άλλες δικαιοπραξίες είναι δικαιοπραξίες εν ζωή.
β)Δικαιοπραξίες υποσχετικές ,με τις οποίες δημιουργείται υποχρέωση του υποσχόμενου (οφειλέτη) και αντίστοιχο δικαίωμα άλλου προσώπου (δανειστή) ,και σε δικαιοπραξίες εκποιητικές ,με τις οποίες μετατίθεται, καταργείται, αλλοιώνεται ή επιβαρύνεται ένα δικαίωμα.(δηλαδή με τις εκποιητικές δικαιοπραξίες πραγματώνεται εκποίηση ή διάθεση ή υπό ευρεία έννοια απαλλοτρίωση του δικαιώματος[2]). Οι εκποιητικές δικαιοπραξίες περιέχουν επίδοση, ενώ οι υποσχετικές δικαιοπραξίες δεν περιέχουν επίδοση. 
γ)Δικαιοπραξίες ενοχικές, με τις οποίες συνιστάται, αλλοιώνεται, μετατίθεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα και σε δικαιοπραξίες εμπράγματες, με τις οποίες συνιστάται, αλλοιώνεται, μετατίθεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα. Οι περισσότερες ενοχικές δικαιοπραξίες είναι συμβάσεις.
Η διάκριση των δικαιοπραξιών σε υποσχετικές και εκποιητικές δεν πρέπει να συγχέεται με τη διάκριση των δικαιοπραξιών σε ενοχικές και εμπράγματες. Όλες οι εμπράγματες δικαιοπραξίες είναι εκποητικές. Από τις ενοχικές δικαιοπραξίες υποσχετικές είναι αυτές με τις οποίες συνιστάται ενοχικό δικαίωμα (π.χ. δάνειο), ενώ εκποιητικές είναι αυτές με τις οποίες μετατίθεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα (εκχώρηση απαιτήσεως).
δ)Δικαιοπραξίες αιτιώδεις-δικαιοπραξίες αναιτιώδεις : Η διάκριση αφορά κυρίως τις δικαιοπραξίες που περιέχουν επίδοση (δηλαδή ενέργεια με την οποία πραγματοποιείται περιουσιακή μετακίνηση και προσπορίζεται σε κάποιον άλλο δικαίωμα ή περιουσιακό όφελος).Αιτία είναι ο σκοπός που δικαιολογεί τον πλουτισμό του λήπτη από την επίδοση[3]. Αιτιώδης είναι η δικαιοπραξία  της οποίας  σύμφωνα με τον Νόμο η ισχύς της εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας. Αναιτιώδης είναι η δικαιοπραξία  της οποίας σύμφωνα με τον Νόμο η ισχύς είναι ανεξάρτητη από το κύρος και την ύπαρξη της αιτίας .
Η διάκριση των δικαιοπραξιών σε αιτιώδεις και αναιτιώδεις έχει την εξής πρακτική συνέπεια : στις αιτιώδεις δικαιοπραξίες αν η αιτία αιτιώδους δικαιοπραξίας είναι ελαττωματική αντίστοιχα ελαττωματική είναι και  η δικαιοπραξία, ενώ αντίθετα η ύπαρξη και το κύρος  αναιτιώδους  δικαιοπραξίας δεν επηρεάζεται από τα ελαττώματα οποιασδήποτε αιτίας.
ε)Δικαιοπραξίες επαχθείς ,στις οποίες το έννομο αποτέλεσμα που επιδιώκεται και προκύπτει από αυτές έχει κάποιο οικονομικό αντίβαρο, ακόμη κι αν δεν αποτελεί περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, και δικαιοπραξίες χαριστικές,οι οποίες συνεπάγονται ως έννομο αποτέλεσμα τον προσπορισμό μιας ωφέλειας σε κάποιον άλλο χωρίς αντάλλαγμα αλλά από πρόθεση καθαρά χαριστική. Επαχθείς δικαιοπραξίες είναι όλες οι αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και από τις ετεροβαρείς το δάνειο, το χρησιδάνειο κλπ. Χαριστικές δικαιοπραξίες συμβάσεις είναι κυρίως η δωρεά,η παρακαταθήκη κλπ.
            4.Με κριτήριο το εάν για τη δικαιοπραξία ο Νόμος απαιτεί την τήρηση συστατικού τύπου ή όχι , διακρίνουμε τις τυπικές δικαιοπραξίες ,για την έγκυρη κατάρτιση των οποίων απαιτείται η τήρηση ορισμένου (συστατικού) τύπου,από τις άτυπες δικαιοπραξίες ,για την έγκυρη κατάρτιση των οποίων δεν είναι απαραίτητη η τήρηση ορισμένου τύπου. Οι δυο βασικές μορφές τύπου είναι το ιδιωτικό έγγραφο (απλά «έγγραφο») και το συμβολαιογραφικό έγγραφο. Τυπικές δικαιοπραξίες είναι η σύσταση νομικού προσώπου για την οποία ως συστατικός τύπος απαιτείται έγγραφο, η πώληση ακινήτου, η δωρεά ακινήτου και όλες   οι  συμβάσεις  που έχουν ως αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητο (για όλες τις προηγούμενες απαιτείται ως συστατικός τύπος συμβολαιογραφικό έγγραφο),η εγγύηση για την οποία ως συστατικός τύπος απαιτείται έγγραφο κ.ο.κ. Άτυπες δικαιοπραξίες είναι η μίσθωση (ακίνητου ή κινητού) πράγματος, η πώληση κινητού πράγματος κ.ο.κ. Διευκρινίζεται ότι συστατικός τύπος είναι ο τύπος, η τήρηση του οποίου  απαιτείται από τον Νόμο για την έγκυρη κατάρτιση της δικαιοπραξίας, ενώ αποδεικτικός τύπος είναι ο τύπος που δεν απαιτείται από τον Νόμο να τηρηθεί για την έγκυρη κατάρτιση της δικαιοπραξίας και ο οποίος όταν τηρείται χρησιμεύει απλά  ως αποδεικτικό μέσο για την τέλεση  της δικαιοπραξίας και των μερικότερων όρων της.

3.ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ  ΕΓΚΥΡΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ
            Για να καταρτισθεί έγκυρα μια δικαιοπραξία πρέπει να συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις:
1)Ικανότητα δικαίου. Αυτοί που τελούν τη δικαιπραξία πρέπει να είναι πρόσωπα (υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων). Δεν νοείται τέλεση δικαιοπραξίας από κάποιον που δεν έχει την ιδιότητα του προσώπου (λ.χ. α)ζώο, β)«πνεύμα», γ) «νομικό πρόσωπο» ενώ δεν έχει ολοκληρωθεί η νόμιμη διαδικασία  απόκτησης νομικής προσωπικότητας π.χ. «σωματείο» που δεν έχει γραφεί στο βιβλίο σωματείων του πρωτοδικείου, «ίδρυμα» του οποίου ο οργανισμός δεν έχει εγκριθεί με προεδρικό διάταγμα , Ο.Ε. που δεν έχει δημοσιευθεί το καταστατικό της κ.ο.κ.) ή που την είχε, αλλά την έχασε (λ.χ. νεκρός, διαλυμένο νομικό πρόσωπο).

2)Δικαιοπρακτική ικανότητα. Αυτοί που τελούν τη δικαιοπραξία πρέπει να έχουν την απαιτούμενη δικαιοπρακτική ικανότητα. Δικαιοπρακτική ικανότητα είναι η ικανότητα αυτοπρόσωπης τέλεσης δικαιοπραξίας. Από απόψεως δικαιοπρακτικής ικανότητας διακρίνουμε τα φυσικά πρόσωπα σε α)πλήρως ικανά για δικαιοπραξία, β) περιορισμένως ικανά για δικαιοπραξία ,γ) ανίκανα για δικαιοπραξία.
Πλήρως ικανός για δικαιοπραξία είναι αυτός που έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (ενήλικος) και δεν έχει κηρυχθεί σε δικαστική συμπαράσταση (πλήρη στερητική, μερική στερητική, επικουρική).
 Περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία είναι α)οι ανήλικοι που συμπλήρωσαν το δέκατο έτος της ηλικίας τους,β)όσοι βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση, γ)όσοι βρίσκονται σε επικουρική  δικαστική συμπαράσταση. Ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι α)όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο έτος ηλικίας τους, β)όσοι βρίσκονται σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση. Δικαστική συμπαράσταση είναι η κατάσταση στην οποία υποβάλλεται με δικαστική απόφαση  το φυσικό πρόσωπο εάν είτε α)λόγω ψυχικής ή διανοητικής ταραχής αδυνατεί ολικά ή μερικά να φροντίζει μόνος του για τις υποθέσεις του είτε β)λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού εκθέτει στον κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του ,τον σύζυγό του, τους κατιόντες του (τέκνα, εγγόνια κλπ) ή τους ανιόντες του (γονείς, παππούδες κλπ).Όταν κάποιος υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση το δικαστήριο ορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη του,ο οποίος τελεί ως νόμιμος αντιπρόσωπος του συμπαραστατέου τις δικαιοπραξίες που ο ίδιος δεν μπορεί να τελέσει. Στερητική δικαστική συμπαράσταση υπάρχει όταν με δικαστική απόφαση κηρύσσεται κάποιος ανίκανος για όλες ή μερικές  δικαιοπραξίες, επειδή κρίνεται ότι αδυνατεί να ενεργεί γι’ αυτές αυτοπροσώπως . Η  στερητική δικαστική συμπαράσταση είναι πλήρης , όταν οφορά όλες τις δικαιοπραξίες, και μερική, όταν αφορά μόνο ορισμένες δικαιοπραξίες[4]. Επικουρική δικαστική συμπαράσταση υπάρχει όταν για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών του δικαστικώς συμπαραστατέου απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη . Η επικουρική δικαστική συμπαράσταση είναι πλήρης όταν οφορά όλες τις δικαιοπραξίες, και μερική όταν αφορά μόνο ορισμένες διακιοπραξίες. Σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση μπορεί να υποβληθεί με απόφαση δικαστηρίου  και όποιος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον δυο ετών, ύστερα από αίτησή του και για όσες δικαιοπραξίες προσδιορίζει ο ίδιος ο αιτών στην αίτησή του.
            Οι περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία μπορούν να επιχειρήσουν δικαιοπραξία μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος ή μόνο με τους όρους που ορίζει ο νόμος (133ΑΚ).Έτσι, ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος μπορεί να επιχειρεί δικαιοπραξία από την οποία αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος (134ΑΚ),ο ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο τέταρτο έτος μπορεί να διαθέτει ελεύθερα καθετί που κερδίζει από την προσωπική εργασία του ή του δόθηκε για να το χρησιμοποιεί ή να το διαθέτει ελεύθερα,ο ανήλικος που συμπλήρωσε το δεκατο πέμπτο έτος μπορεί εφόσον συναινούν οι κηδεμόνες του να συνάπτει σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος,ενώ ο έγγαμος ανήλικος μπορεί να επιχειρεί κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη  για τη συντήρηση και βελτίωση της περιουσίας του ,για τις τρέχουσε ανάγκες της οικογένειάς του,για τις ανάγκες προσωπικής συντήρησης και εκπαίδευσης,ακθώς επίσης να εκμισθώνει έως για μια εξαετία τα ακίνητά του,να επισπράττει εισοδήματα από την περιουσία του και να διεξάγει μόνος του κάθε δίκη σχετική με τις παραπάνω δικαιοπραξίες.
            Εάν δεν υπάρχει η απαιτούμενη δικαιοπρακτική ικανότητα,η δικαιοπραξία που επιχειρήθηκε είναι άκυρη.

3)Συμφωνία βουλήσεως και δηλώσεως βουλήσεως. Δεν πρέπει να υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην ελεύθερη βούληση του δικαιοπρακτούντος και στη δήλωση βουλήσεώς του.
Διάσταση ανάμεσα στην ελεύθερη βούληση του δικαιοπρακτούντος και τη δήλωση βουλήσεώς του υπάρχει στις εξής περιπτώσεις:
α) Σε περίπτωση ασκήσεως σωματικής βία επάνω στον δικαιοπρακτούντα ή εάν κατά το χρόνο που έγινε η δήλωση βουλήσεως το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του (131εδ.α΄ ΑΚ).    Σ’ αυτές τις περιπτώσεις διατάραξης των σωματικών η πνευματικών λειτουργιών του δικαιοπρακτούντος, η δήλωση βουλήσεως και η δικαιοπραξία που την περιέχει είναι άκυρη.
β)Στην περίπτωση της εικονικότητας ,όταν δηλαδή η δήλωση βουλήσεως δεν γίνεται στα σοβαρά αλλά φαινομενικά («για τα μάτια»). Στην περίπτωση εικονικότητας η δικαιοπραξία είναι άκυρη.
γ)Στις περιπτώσεις που η δήλωση βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος πάσχει από ουσιώδη πλάνη, απάτη η απειλή. Ουσιώδης πλάνη είναι η παρανόηση του δικαιοπρακτούντος που αφορά ένα τόσο σημαντικό στοιχείο της δικαιοπραξίας, ώστε αν η παρανόηση δεν υπήρχε, ο δικαιοπρακτών δεν θα τελούσε τη δικαιοπραξία.
Απάτη είναι   η  δόλια παραπλάνηση του δικαιοπρακτούντος από κάποιο πρόσωπο, η οποία οδήγησε τον δικαιοπρακτούντα στην τέλεση της δικαιοπραξίας. Απειλή είναι η εξαγγελία κακού από κάποιον σε βάρος του δικαιοπρακτούντος, που εξαναγκάζει τον δικαιοπρακτούντα να τελέσει τη δικαιοπραξία. Η δικαιοπραξία που καταρτίσθηκε λόγω απάτης ή απειλής είναι ακυρώσιμη, δηλαδή ακυρώνεται από το αρμόδιο δικαστήριο ύστερα από αγωγή αυτού που απατήθηκε ή απειλήθηκε.

4.Μη αντίθεση στο Νόμο και στα χρηστά ήθη. Το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας να μην είναι αντίθετο στο Νόμο ή στα χρηστά ήθη. Δικαιοπραξία που αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου είναι άκυρη (174ΑΚ).Επίσης άκυρη είναι η δικαιοπραξία που αντιτίθεται στα χρηστά ήθη (178ΑΚ),δηλαδή στις θεμελιώδεις ηθικές, πνευματικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, οικονομικές αρχές που διέπουν την κοινωνία.
7.Πρέπει να τηρείται ο τυχόν απαιτούμενος από τον Νόμο (συστατικός ) τύπος της δικαιοπραξίας[5] . Διαφορετικά ,η δικαιοπραξία είναι άκυρη.

Εάν τηρηθούν οι παραπάνω προϋποθέσεις ,τότε καταρτίζεται έγκυρη δικαιοπραξία. Εάν όμως λείπει κάποια από αυτές, η δικαιοπραξία είναι ελαττωματική, δηλαδή ανάλογα με την περίπτωση ανυπόστατη, άκυρη ή ακυρώσιμη. Διευκρινίζουμε ότι:
-Μια δικαιοπραξία είναι έγκυρη, όταν υφίστανται όλες οι προϋποθέσεις εγκυρότητας των δικαιοπραξιών.
-Μια δικαιοπραξία είναι ανυπόστατη -δηλαδή θεωρείται ότι δεν υπάρχει-, όταν υφίσταται ένα τόσο σημαντικό σφάλμα που ανάγεται στην τέλεσή της, ώστε προκύπτει αναμφισβήτητα ότι αυτή η δικαιοπραξία δεν καταρτίσθηκε ποτέ.
-Μια δικαιοπραξία είναι άκυρη –δηλαδή, ενώ τελέσθηκε, θεωρείται ότι δεν υπάρχει και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα ήδη από την τέλεσή της και στο εξής- α)όταν δεν υπάρχει η απαιτούμενη δικαιοπρακτική ικανότητα ενός δικαιοπρακτούντος, β)στις περιπτώσεις ελλείψεως συμφωνίας μεταξύ της ελεύθερης βουλήσεως και τη δηλώσεως βουλήσεως του δικαιοπρακτόυντος λόγω διατάραξης των σωματικών ή πνευματικών λειτουργιών του ή λόγω εικονικότητας, γ)όταν υπάρχει αντίθεση στο Νόμο ή στα χρηστά ήθη ή δ)όταν δεν έχει τηρηθεί ο απαιτούμενος συστατικός τύπος.
-Μια δικαιοπραξία είναι ακυρώσιμη, στις περιπτώσεις ελλείψεως συμφωνίας μεταξύ της ελεύθερης βουλήσεως και τη δηλώσεως βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος λόγω ουσιώδους πλάνης, απάτης ή απειλής. Η ακυρώσιμη δικαιοπραξία θεωρείται έγκυρη μέχρις ότου αυτός που πλανήθηκε, απατήθηκε ή απειλήθηκε ζητήσει την ακύρωσή της από το δικαστήριο και εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση που ακυρώνει τη δικαιοπραξία. Από τότε που εκδοθεί δικαστική απόφαση που ακυρώνει τη δικαιοπραξία αυτή, η ακυρώσιμη δικαιοπραξία θεωρείται ότι δεν υπάρχει.





[1] Παράδειγμα:Ο Α οφείλει στον Β από σύμβαση δανείου 300.000 δρχ,τα οποία καθυστερεί να του τα αποδώσει.Ο Β για να πάρει τα οφειλόμενα οχλεί  τον Α ,δηλαδή του ζητεί τα χρήματα (λ.χ. απευθύνοντάς του εξώδικη δήλωση συνταγμένη από Δικηγόρο και επιδιδόμενη με Δικαστικό Επιμελητή).Έννομη συνέπεια της οχλήσεως είναι ότι ο Α περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας,η οποία επάγεται γι’ αυτόν μια σειρά από δυσμενείς συνέπειες που ορίζει ο Νόμος (οφειλή τόκων υπερημερίας κλπ),ανεξάρτητα από το αν τις θέλησε ή όχι ο Β,ο οποίος με την όχληση απλώς τα χρήματά του επεδίωκε να λάβει.
[2] βλ. σχετικό κεφάλαιο για την απώλεια δικαιώματος
[3] Στο ρωμαϊκό δίκαιο γινόταν αναφορά στις εξής «αιτίες»: causa solvendi (αιτία «λύσεως»), όταν η επίδοση γίνεται για την εκπλήρωση υποχρέωσης (η συνηθέστερη περίπτωση αιτίας), β)causa credendi (αιτία «πιστώσεως»), όταν η επίδοση γίνεται με σκοπό τη λήψη ανταλλάγματος ή την επιστροφή αυτού που δόθηκε ,γ)causa donandi (αιτία «δωρεάς»),όταν η επίδοση γίνεται χαριστικά.
[4] Διευκρινίζεται ότι ο δικαστικώς συμπαραστατέος μπορεί να τελεί δικαιοπραξίες (έχει ικανότητα δικαίου),όχι όμως να τις τελεί αυτοπροσώπως (διότι δεν έχει πλήρη διακιοπρακτική ικανότητα),αλλά μέσω του νόμιμου αντιπροσώπου του που είναι ο δικαστικός συμπαραστάτης του.
[5] βλ. παραπάνω τη διάκριση μεταξύ άτυπων και τυπικών δικαιοπραξιών.

Πηγή: ΤΕΙ ΣΕΡΡΩΝ

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Διατάξεις από τις οποίες προκύπτει η τυπική ισχύς του Συντάγματος:
1. Άρθρο 110 Σ "απαγόρευση της αναθεώρησης μερικών βασικών διατάξεων, επιτρέπεται των υπολοίπων με ειδική διαδικασία"
2. Άρθρο 111 παρ. 1 Σ "κάθε διάταξη ή διοικητική πράξη με κανονιστικό χαρακτήρα που είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα καταργείται από την έναρξη ισχύος του"
3. Άρθρο 87  παρ. 2 Σ "οι δικαστές σε καμία περίπτωση δεν είναι υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται
σε διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του Συντάγματος"
4. Άρθρο 93 παρ. 4 Σ "τα δικαστήρια υποχρεούνται όπως μη εφαρμόζουν νόμο, το περιεχόμενο του οποίου αντίκειται στο Σ"

Γραπτές πηγές του Συντάγματος:
1. Το συνταγματικό κείμενο: Αποτελείται από 120 διατάξεις συν τις ερμηνευτικές δηλώσεις, τις 8 συντακτικές πράξεις, τα 12 ψηφίσματα της Ε Αναθεωρητικής βουλής, τις συντακτικές πράξεις και ψηφίσματα της περιόδου 1944-1952 και από την αυξημένη τυπική ισχύος νομοθεσία για την προστασία κεφαλαίων εξωτερικού, φορολογίας Ελλήνων και άλλων.
2. Νόμοι: και ειδικότερα τους εκτελεστικούς που διακρίνονται σε οργανωτικούς και απλούς εκτελεστικούς. Οι οργανωτικοί διακρίνονται στον ΚανΒ, τον εκλογικό νόμο, τον νόμο περί ΠτΔ και τον νόμο περί υπουργικού συμβουλίου.
3. Η αυτονομία του ΚανΒ, των ΑΕΙ και των ΟΤΑ.

Άγραφες πηγές:
1. ¨Εθιμο.
2.  Συνήθεια.
3. Συνθήκες του πολιτεύματος.
4. Κανόνες πολιτικής εθιμοτυπίας.

Προϋποθέσεις συνταγματικού εθίμου:
1. Ομοιόμορφη άσκηση με την πεποίθηση αυτών που συμμορφώνονται σε αυτό ότι εφαρμόζουν επιτακτικό κανόνα δικαίου.
2. Η άσκηση αυτή να γίνεται από τα νόμιμα όργανα του κράτους σύμφωνα με την δημοκρατική αρχή.
3. Η πεποίθηση ότι εφαρμόζεται υποχρεωτικός κανόνας δικαίου να δημιουρηθεί στον ΅κύκλο των ενδιαφερομένων΅ δηλαδή στα κρατικά όργανα και στα άτομα εκείνα που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την νομιμότητα της πράξης.
4. Η δημιουργία του εθίμου να γίνει με θετικές πράξεις και όχι με παραλείψεις.
5. Ένα χρονικκό διάστημα που δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων γιατί είναι σχετικό και
6. Το περιεχόμενο του εθίμου να είναι καταλυτικό συνταγματικής διάταξης.

Διατάξεις που απαγορεύουν την αναδρομική ισχύ των Νόμων:
1. Άρθρο 7 Σ "έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της"
2. Άρθρο 78 παρ. 2 Σ " απαγορεύει την επιβολή ή άλλου οικονομικού βάρους με αναδρομικό νόμο"
3. Άρθρο 77 παρ. 2 Σ " απαγορεύει την έκδοση αναδρομικών νόμων με το πρόσχημα ότι είναι ερμηνευτικό"

Κανονισμός της Βουλής:
1. Συμπληρώνει τις διατάξεις του Σ όσον αφορά την οργάνωση και λειτουργία της βουλής.
2. Καθορίζει την οργάνωση των υπηρεσιών της βουλής και ρυθμίζει τα θέματα του προσωπικού της.
3. Είναι ιδιότυπος νόμος γιατί ψηφίζεται μόνο από την βουλή χωρίς σύμπραξη ΠτΔ.

Βασικοί κανόνες  που καθορίζουν τη σχέση εκλογέα - βουλευτή:
1. 51 παρ 2 "οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος"
2. 60 παρ. 1 "οι βουλευτές έχουν απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση"
3. 61 παρ. 1 "ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων"

Κύρια στοιχεία ή βάσεις του Πολιτεύματος:
1. Λαϊκή κυριαρχία.
2. Το αιρετό του ανώτατου άρχοντα.
3. Το κοινοβουλευτικό σύστημα.
4. Το αντιπροσωπευτικό σύστημα.
5. Η δικαιοκρατία.

Μέσα άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου:
1. Αίτηση καταθέσεως εγγράφου υπογεγραμμένη από βουλευτή και αρμόδιο υπουργό.
2. Αναφορές - εκφράζεται η ευχή για τη λήψη ορισμένου νομοθετικού ή διοικητικού έργου.
3. Ερωτήσεις.
4. Επερωτήσεις - γίνονται εγγράφως από βουλευτή.
5. Προτάσεις εμπιστοσύνης - δυσπιστίας.

Συνέπειες της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας:
1. Ο λαός πρέπει να αποτελείται αρχικά από όλους τους ενήλικους πολίτες. Η συνέπεια αυτή καθιερώνεται ρητά από τη διάταξη του άρθρου 51 παρ 3 Σ κατά την οποία οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση καθολική και μυστική ψηφοφορία.
2. Ο λαός ως ανώτατο όργανο του κράτους, ασκεί αποκλειστικά την αναθεωρητική λειτουργία έχει δηλ την αποκλειστική αρμοδιότητα της αναθεωρήσεως του Συντάγματος. Η συνέπεια αυτή καθιερώνεται με το άρθρο 110 Σ.
3. Κατά τα συντάγματα του 1864 και 1911 και 1952 το ΅τεκμήριο αρμοδιότητας΅ μιλούσε υπέρ του λαού και κατά του βασιλιά. Όλες οι αρμοδιότητες ανήκουν στο λαό εκτός από εκείνες πυο ρητά το Σ παραχώρησε στο βασιλιά. Το ισχύον σύνταγμά μας περιλαμβάνει διάταξη που σύμφωνα με το άρθρο 50 ΅ ο πρόεδρος της δημοκρατίας δεν έχει άλλες αρμοδιότητες παρά μόνο όσες του απονέμουν ρητά το σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι με αυτό΅ .

Διάκριση κανονιστικών διαταγμάτων:
1. Στα αυτοτελή κανονιστικά διατάγματα. Η αρμοδιότητα κατ ευθείαν από το Σ με το άρθρο 43 παρ 1 "o ΠτΔ εκδίδει τα διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων και δεν μπορεί ποτέ να αναστείλει την εφαρμογή τους ούτε να εξαιρέσει κανέναν από την εκτέλεσή τους".
2. Στα μη αυτοτελή κανονιστικά διατάγματα (με εξουσιοδότηση του κοινού νόμου) για την ρύθμιση των θεμάτων που καθορίζονται σε αυτούς σε γενικό πλαίσιο. Αποτελούν μορφή σοβαρής και εκτεταμένης αρμοδιότητας των φορέων της εκτελεστικής εξουσίας.

Πηγές του δημοσίου δικαίου:
1. Το σύνταγμα και οι ερμηνευτικές του δηλώσεις.
2. Ο νόμος ο οποίος αποτελεί τη σπουδαιότερη πηγή του θετικού δικαίου και ψηφίζεται από τη βουλή.
3. Τα διατάγματα.
4. Ο κανονισμός της βουλής.
5. Οι υπουργικές εγκύκλιες διαταγές.
6. Οι νομαρχιακές διατάξεις.
7. Οι διοικητικές συμβάσεις.
8. Το έθιμο.

Τι είναι ερμηνευτική δήλωση:
1. Ερμηνευτική δήλωση είναι η πράξη του συντακτικού ή αναθεωρητικού νομοθέτη με την οποία ερμηνεύει αυθεντικά το νόημα συγκεκριμένης διάταξης του Σ.
2. Ψηφίζονται μαζί με την ερμηνευόμενη συνταγματική διάταξη από την συντακτική συνέλευση και την Αναθεωρητική βουλή και δημοσιεύονται στην ΕκΤ.
3. Η ερμηνευτική δήλωση περιέχει κανόνα δικαίου που έχει ίση τυπική ισχύ με την διάταξη στην οποία αναφέρεται.
4. Η πρακτική σημασία της ερμηνευτικής δήλωσης είναι διαδικαστική.

Το ανεύθυνο του ΠτΔ:
Ο ΠτΔ σύμφωνα με το άρθρο 49Σ δεν ευθύνεται:
1. Για την από αμέλεια παραβίαση του Συντάγματος.
2. Για την από αμέλεια παραβίαση των νόμων.
3. Για τις πράξεις του οοι οποίες δεν τον δεσμεύουν.

(μια επιλογή από θέματα συνταγματικού με συνοπτικό τρόπο γραφής)

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ - Η ΒΟΥΛΗ



Η ΒΟΥΛΗ
άμεσο και συλλογικό όργανο του κράτους, αποτελεί το θεμέλιο του αντιπροσωπευτικού συστήματος
I. ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
§         ΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ - ΑΡΘΡΟ 55
Η ιδιότητα του εκλογίμου αναγνωρίζεται σε κάθε Έλληνα πολίτη που έχει τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν και συμπληρωμένο, κατά την ημέρα της εκλογής (και όχι της ημερομηνίας θέσης υποψηφιότητας), το εικοστό πέμπτο έτος, ανεξάρτητα με το αν είναι ή όχι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους
Η βουλευτική ιδιότητα αποκτάται με την εκλογή και από την ημέρα της εκλογής αυτοδίκαια, χωρίς δηλαδή να απαιτείται δήλωση αποδοχής. Για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους οι βουλευτές πρέπει να δώσουν τον όρκο που ορίζει το άρθρο 59 Σ.
§         ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ - ΑΡΘΡΟ 56
Τα κωλύματα εκλογιμότητας ορίζονται περιοριστικά από το Σύνταγμα, στο άρθρο 56, και ερμηνεύονται στενά, διότι αποτελούν εξαιρέσεις του δικαιώματος του εκλέγεσθαι.
Τα απόλυτα κωλύματα (άρθ.56 παρ.4) ισχύουν για όλη την επικράτεια και δεν αίρονται με παραίτηση. Αυτά αφορούν τους πολιτικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς που έχουν αναλάβει υποχρέωση να παραμείνουν στην υπηρεσία τους για ορισμένο χρόνο. Τα σχετικά κωλύματα είναι εκείνα που αίρονται με την προηγούμενη παραίτηση του έχοντος την ιδιότητα [γενικά κωλύματα] (άρθρο 56 παρ.1 π.χ. έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί, δήμαρχοι, διοικητή ή προέδρου Δ.Σ. ενός ν.π.δ.δ.  κ.ά.) ή που ισχύουν μόνο σε τοπικό επίπεδο [τοπικά κωλύματα, ίδιο άρ. παρ.3].
Αναλυτικότερα, τα σχετικά κωλύματα διακρίνονται σε:
            α)Τα σχετικά  κωλύματα εκλογιμότητας, που ισχύουν για όλη την επικράτεια και αίρονται με παραίτηση πριν την υποβολή υποψηφιότητας, η δε παραίτηση συντελείται με μόνη την υποβολή της χωρίς να χρειάζεται και αποδοχή από την σχετική υπηρεσία ή άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Αυτά προβλέπονται στο άρθρο 56 παρ.1 και αφορούν τα εξής πρόσωπα :
  • έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί (εξαιρούνται οι Καθηγητές Πανεπιστημίων)
  • έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι
  • αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας
  • δήμαρχοι και οι πρόεδροι κοινοτήτων
  • υπάλληλοι και οι διοικητές ή πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
  • διοικητές ή πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων των δημόσιων ή δημοτικών επιχειρήσεων
 Όλοι οι παραπάνω υποχρεούνται σε υποβολή παραίτησης πριν την ανακήρυξή τους ως υποψηφίων. Για τους στρατιωτικούς που παραιτήθηκαν, δεν επιτρέπεται η επάνοδος στην υπηρεσία τους.
β) Τα (σχετικά) τοπικά κωλύματα εκλογιμότητας, που δεν αίρονται ούτε με παραίτηση από τη θέση αυτή, περιγράφονται στο άρθρο 56 παρ.3. και αφορούν τις εξής κατηγορίες :
  • Διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι, σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και άλλων νομικών προσώπων που συνδέονται με το Δημόσιο
  • Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών
  • Ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας
  • Έμμισθοι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
  • Γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων
-> Σημειώνουμε εδώ ότι τα τοπικά αυτά κωλύματα εκλογιμότητας ισχύουν μόνο για τις εκλογικές περιφέρειες όπου εκτεινόταν η αρμοδιότητά τους, για το χρονικό διάστημα των τελευταίων δεκαοκτώ μηνών της τετραετούς βουλευτικής περιόδου και, άρα, δεν κωλύεται ,π.χ., ο πρόεδρος ενός κοινωφελούς ΝΠΔΔ της Κοζάνης να υποβάλει υποψηφιότητα για την εκλογική περιφέρεια Ηρακλείου Κρήτης, εφόσον η αρμοδιότητά του δεν εκτεινόταν ως εκεί.

§         ΤΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΑ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ - ΑΡΘΡΟ 57
Τα ασυμβίβαστα είναι ιδιότητες που δεν πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του βουλευτή μετά την εκλογή του (άρθρο 57). Με την αναθεώρηση του 2001 τα ασυμβίβαστα διευρύνθηκαν σε ό,τι αφορά στις οικονομικές λειτουργίες του κράτους, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της πολιτικής διαφθοράς. Ιδιαίτερο ζήτημα ετέθη ως προς το αν οι βουλευτές μπορούν να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. Με την αναθεώρηση του 2001 έγιναν δεκτές ρυθμίσεις για την πλήρη απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος. Οι απαγορεύσεις αυτές κρίθηκαν ατελέσφορες και για τον λόγο τούτο η Αναθεώρηση του 2008 δέχθηκε τον καθορισμό με νόμο των επαγγελμάτων εκείνων που η άσκησή τους απαγορεύεται (επιπλέον όσων ρητώς απαγορεύει το ίδιο το Σύνταγμα).
            Το αξίωμα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστο με το έργο ή την ιδιότητα μέλους του διοικητικού συμβουλίου, διοικητή, γενικού διευθυντή ή υπαλλήλου εμπορικής εταιρείας ή επιχείρησης που απολαμβάνει ειδικά προνόμια ή κρατική επιχορήγηση ή είναι ανάδοχος δημόσιας επιχείρησης, ή κατέχει ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό, ή εκδίδει εφημερίδα, ή ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια εξουσία, ή μισθώνει ακίνητα του δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή ο βουλευτής οφείλει, μετά την εκλογή του, να επιλέξει, εντός οκτώ ημερών, μεταξύ της βουλευτικής ιδιότητας και της ασυμβίβαστης ιδιότητας ή έργου. Εάν δεν υποβάλει τη σχετική δήλωση, εκπίπτει από το βουλευτικό αξίωμα. Επίσης, εάν ο βουλευτής, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου αποδεχθεί κάποιο από αυτά τα ασυμβίβαστα, τότε εκπίπτει από το κοινοβουλευτικό αξίωμα.
Για τον έλεγχο του κύρους των βουλευτικών εκλογών και για τις ενστάσεις, που ασκούνται κατά βουλευτών και αφορούν έλλειψη θετικών προσόντων εκλογιμότητας ή ύπαρξη κωλυμάτων ή ασυμβιβάστων, αποφαίνεται κατά το Σύνταγμα το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 100), που λειτουργεί ως εκλογοδικείο. Ο έλεγχος γίνεται μόνο μετά από τη νομότυπη υποβολή αίτησης-ένστασης.
ΙΙ. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΑΠΟ ΝΟΜΙΚΗ ΣΚΟΠΙΑ
α) ΑΝΕΥΘΥΝΟ ΚΑΙ ΑΚΑΤΑΔΙΩΚΤΟ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ (βουλευτική ασυλία)
άρθρο 60 παρ.1 : “Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση”. Νομική συνέπεια της ελεύθερης εντολής είναι ότι 1) η απομάκρυνση ενός βουλευτή από το κόμμα του (π.χ. διαγραφή λόγω αφόρητα για το κόμμα αποκλινουσών απόψεών του) δεν συνεπάγεται την απώλεια της βουλευτικής του ιδιότητας και 2) δεν μπορεί ο εκλογέας να ανακαλέσει τον βουλευτή εάν αυτός δεν κάνει πράξη όσα προεκλογικά υποσχέθηκε (το αντίθετο συμβαίνει στο καθεστώς της «επιτακτικής εντολής», που δεν έχει εφαρμογή στο πολίτευμά μας).
Ζήτημα εμφανίζεται σε σχέση με την ελεύθερη εντολή και την κομματική πειθαρχία του βουλευτή. Κυρίαρχο πρόβλημα συνιστά η σύγκρουση που εμφανίζεται μεταξύ των δύο συνταγματικών αρχών, της ελεύθερης εντολής και της κομματικής πειθαρχίας (όπως συνάγεται από το άρθ. 29 Σ. και από διατάξεις του κανονισμού της Βουλής). Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κινείται με κριτήριο μάλλον το δεύτερο, καθοδηγούμενο από τις πολιτικές ηγεσίες. Η αυστηρή κομματική πειθαρχία δικαιολογείται πάντα με την επίκληση της ενότητας και της αποτελεσματικής λειτουργίας του κόμματος. Το έλλειμμα ενδοκομματικής δημοκρατίας μεταφέρεται στο κοινοβουλευτικό πεδίο και καθίσταται ορατό όταν οι πρόεδροι των κοινοβουλευτικών ομάδων δημόσια δηλώνουν ανενδοίαστα πότε “επιτρέπουν” την άσκηση του δικαιώματος ψήφου των βουλευτών “κατά συνείδηση”.
Περαιτέρω, ο βουλευτής απολαμβάνει ορισμένα προνόμια που συγκροτούν την βουλευτική ασυλία και συνδέονται με την φύση του λειτουργήματός του. Τα “προνόμια” αυτά είναι θεσμικές εγγυήσεις και εξυπηρετούν κατ’ αρχήν την Βουλή, με σκοπό να παρέχουν στα μέλη του Κοινοβουλίου εγγυήσεις για την ανεξαρτησία τους και την επιτέλεση της λειτουργικής τους αποστολής.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ:
Ανεύθυνο
Το ανεύθυνο του βουλευτή  διασφαλίζεται με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ.1, που ορίζει ότι “ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων”. Το ανεύθυνο του βουλευτή περιλαμβάνει όχι μόνο το ποινικά, αλλά και το αστικά, πειθαρχικά και πολιτικά ανεύθυνο. Χρονικά είναι απεριόριστο, δηλαδή καλύπτει τον βουλευτή και μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας.
εξαίρεση: ο βουλευτής διώκεται για συκοφαντική δυσφήμηση ύστερα από άδεια της Βουλής. Η άδεια δίδεται εντός σαράντα πέντε ημερών από την ημέρα που περιήλθε η έγκληση στον Πρόεδρο της Βουλής. Αν η Βουλή αρνηθεί να δώσει άδεια ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται ανέγκλητη.
Ακαταδίωκτο
Το ακαταδίωκτο του βουλευτή θεσπίζεται στο άρθρο 62 παρ. 1 : «Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος». Το ακαταδίωκτο αναφέρεται σε αξιόποινη πράξη του βουλευτή, με εξαίρεση τα επ’ αυτοφώρω κακουργήματα, και αίρεται αν η Βουλή επιτρέψει την ποινική δίωξη. Η απαγόρευση δίωξης, σύλληψης ή φυλάκισης βουλευτή αφορά κάθε περίπτωση, είτε έχει δημιουργηθεί πριν ή μετά την εκλογή του, είτε έχει σχέση με τα βουλευτικά του καθήκοντα ή όχι, αρκεί κατά το διάστημα που θα έπρεπε να ασκηθεί η δίωξη αυτός είχε τη βουλευτική ιδιότητα.
Την άδεια άρσης του ακαταδίωκτου εξετάζει η Βουλή μετά από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα που διαβιβάζεται στον Πρόεδρο της Βουλής. Η Βουλή αποφασίζει με μυστική ψηφοφορία. Την διαδικασία ρυθμίζει λεπτομερώς ο Κανονισμός της Βουλής (άρθ.83 ΚτΒ). Η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε εάν η Βουλή δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών.
Διαφορές του ανεύθυνου από το ακαταδίωκτο
§         Το ανεύθυνο αφορά πράξεις σχετικές με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων, το ακαταδίωκτο αφορά κάθε  αξιόποινη πράξη, με εξαίρεση τα επ’ αυτοφώρω κακουργήματα.
§         το ανεύθυνο δεν αίρεται, με εξαίρεση την συκοφαντική δυσφήμηση, το ακαταδίωκτο αίρεται με απόφαση της Βουλής
§         Το ανεύθυνο αφορά κάθε μορφή δίωξης, το ακαταδίωκτο αφορά μόνο την ποινική δίωξη.
§         Το ανεύθυνο δεν έχει χρονικό περιορισμό, το ακαταδίωκτο περιορίζεται στον χρόνο της βουλευτικής περιόδου.

βουλευτικό απόρρητο-Δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας:Το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας ή βουλευτικό απόρρητο στηρίζεται στο άρθρο 61 παρ.3, που επιτρέπει στον βουλευτή να αρνηθεί τη μαρτυρία, σχετικά με πληροφορίες που πήρε ή έλαβε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ή σχετικά με τα πρόσωπα από τα οποία πήρε ή στα οποία έδωσε τις πληροφορίες.
αποζημίωση και ατέλειες :άρθρο 63 παρ.1 ορίζει ότι, οι βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους, δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες, το ύψος των οποίων καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, στο πλαίσιο της αυτονομίας της. Επίσης, οι βουλευτές απολαμβάνουν συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική ατέλεια, που η έκτασή της καθορίζεται επίσης από την απόφαση την Ολομέλεια της Βουλής.Στην περίπτωση αδικαιολόγητης απουσίας βουλευτή σε περισσότερες από πέντε συνεδριάσεις τον μήνα, κρατείται υποχρεωτικά το ένα τριακοστό της μηνιαίας του αποζημίωσης για κάθε απουσία.
ΙΙΙ. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Α. ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Η σημαντικότερη αρμοδιότητα της Βουλής των Ελλήνων είναι η νομοθετική, δηλαδή η θέσπιση γενικών και απρόσωπων κανόνων δικαίου. Τη νομοθετική αρμοδιότητα αυτή δεν θα πρέπει να την εννοήσουμε μόνον με τη στενή έννοια, δηλ. την ψήφιση τυπικών νόμων. Έτσι, στη συνέχεια θα παρουσιαστούν όλες οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα περιπτώσεις όπου η Βουλή παράγει γενικούς και απρόσωπους κανόνες δικαίου.
α1. Η αναθεώρηση του Συντάγματος
Η Βουλή των Ελλήνων ψηφίζει μόνη της, χωρίς δηλ. τη συμμετοχή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή της Κυβέρνησης ως διακριτό αυτοτελές πολιτειακό όργανο, την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η διαδικασία της αναθεώρησης εκτείνεται σε δύο συνεχόμενες περιόδους (άρα σε δύο συνεχόμενες Βουλές) και περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο 110 του Συντάγματος και στο άρθρο 119 του Κανονισμού της Βουλής.
α2. Η ψήφιση τυπικών νόμων
Η κύρια λειτουργία κάθε νομοθετικού σώματος είναι να συζητά, να επεξεργάζεται και να ψηφίζει τους τυπικούς νόμους, δηλ. τους απρόσωπους και γενικούς κανόνες δικαίου οι οποίοι, όπως έχουμε ήδη πει, εκδίδονται και δημοσιεύονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Οι νόμοι ψηφίζονται είτε από την Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων είτε από τις αρμόδιες διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές (στην τελευταία περίπτωση η Ολομέλεια απλώς επικυρώνει με μια γενική πολιτική συζήτηση σε μια συνεδρίαση, χωρίς να υπεισέλθει στις κατ΄ ιδίαν ρυθμίσεις). Το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος αναφέρει ποια νομοσχέδια (με βάση το περιεχόμενό τους) συζητούνται και ψηφίζονται από την Ολομέλεια (πχ. τα νομοσχέδια που οργανώνουν την προστασία ενός ατομικού δικαιώματος ή εκείνα που ερμηνεύουν αυθεντικά έναν προηγούμενο νόμο ή ο εκλογικός νόμος κλπ.). Στην Ολομέλεια, επίσης, ψηφίζονται όλοι οι νόμοι για τους οποίους το Σύνταγμα απαιτεί μιαν ειδική πλειοψηφία (πχ. η αμνηστία για πολιτικά εγκλήματα, η αναγνώριση σε διεθνείς οργανισμούς αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα κλπ.)

α3. Η ψήφιση του Κανονισμού της Βουλής
Η Βουλή ψηφίζει μόνη της (χωρίς, δηλ., τη σύμπραξη του Προέδρου της Δημοκρατίας) τον Κανονισμό της και τις τροποποιήσεις που επιφέρει σε αυτόν (άρθρο 65 παρ. 1 Σ.)
α4. άλλα νομοθετήματα:
§         Η ψήφιση του προϋπολογισμού, του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους και της Βουλής(άρθρο 72 παρ. 1 εδ. β΄ Σ.) 
§         Η έγκριση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης(άρθρο 79 παρ. 8 Σ.)
§         Η απόφαση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος(άρθρο 44 παρ. 2 Σ.) 
§         Η απόφαση για τη θέση σε εφαρμογή του νόμου για την κατάσταση πολιορκίας (άρθρο 48 Σ.)

α5. Η παροχή συγκατάθεσης για αναστολή των εργασιών της Βουλής των Ελλήνων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ημερών ή για επανάληψη της αναστολής των εργασιών κατά την ίδια βουλευτική σύνοδο
(άρθρο 40 παρ. 3 Σ.).

α6. Η Διαδικασία
Η νομοθετική πρωτοβουλία ασκείται είτε από την Κυβέρνηση (με νομοσχέδια) είτε από την ίδια τη Βουλή των Ελλήνων (με προτάσεις νόμων). Υπάρχουν όμως και κάποιες περιπτώσεις (πχ. τα συνταξιοδοτικά θέματα) όπου η πρωτοβουλία προέρχεται μόνον από την Κυβέρνηση (άρθρο 72).
`           Τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμων συνοδεύονται υποχρεωτικά από αιτιολογική έκθεση (η οποία αναλύει τους σκοπούς των προτεινομένων ρυθμίσεων) και από το κείμενο των ισχυουσών διατάξεων που καταργούνται ή τροποποιούνται. Επίσης, εάν το νομοσχέδιο ή η πρόταση νόμου συνεπάγεται επιβάρυνση του προϋπολογισμού, συνοδεύεται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους η οποία καθορίζει το ύψος της δαπάνης, καθώς και από έκθεση του Υπουργού Οικονομικών και του προτείνοντος Υπουργού για τον τρόπο με τον οποίο θα καλυφθεί η δαπάνη αυτή (ή η τυχόν ελάττωση των εσόδων). Τέλος, τα νομοσχέδια αποστέλλονται στη Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, η οποία υποβάλλει έκθεση με τις παρατηρήσεις της.`     Τροπολογίες ή προσθήκες σε υπό ψήφιση νομοσχέδια και προτάσεις νόμου μπορούν να υποβάλουν τόσο οι Υπουργοί όσο και οι Βουλευτές. Οι τροπολογίες αυτές πρέπει να κατατεθούν το αργότερο τρεις ημέρες πριν αρχίσει η συζήτηση του νομοσχεδίου.
`           Κάθε νομοσχέδιο παραπέμπεται στην αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή. Αυτή, εάν μεν πρόκειται για νομοσχέδιο αρμοδιότητας της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων, το επεξεργάζεται και το παραπέμπει στην Ολομέλεια για ψήφιση. Εάν το νομοσχέδιο δεν ανήκει στην ανωτέρω κατηγορία, τότε η επιτροπή το επεξεργάζεται και το ψηφίζει. Και στην περίπτωση αυτή το νομοσχέδιο (ή η πρόταση νόμου) εισάγεται στην Ολομέλεια, η οποία όμως το συζητά και το ψηφίζει ενιαία, σε μία συνεδρίαση.

Β.  Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

`           Με βάση την κοινοβουλευτική αρχή, η Κυβέρνηση πρέπει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής των Ελλήνων ΚΑΙ είναι υπόλογη έναντι αυτής. Έτσι, κάθε φορά που σχηματίζεται μια νέα Κυβέρνηση (ύστερα από βουλευτικές εκλογές ή μετά από την παραίτηση της προηγούμενης), και πιο συγκεκριμένα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του νέου Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση αυτή οφείλει να εμφανίζεται ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων και να ζητά ψήφο εμπιστοσύνης (άρθρο 84 Σ.). Για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, πρέπει η Κυβέρνηση να ψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, που δεν μπορεί όμως να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.
Η Κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα και όποτε άλλοτε θελήσει, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, να ζητήσει από τη Βουλή των Ελλήνων ψήφο εμπιστοσύνης. Αντίστοιχα, από την ίδια τη Βουλή των Ελλήνων μπορεί να προέλθει η πρόταση δυσπιστίας, δηλαδή να αμφισβητηθεί η εμπιστοσύνη της Βουλής προς την Κυβέρνηση. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από τουλάχιστον πενήντα βουλευτές (το ένα έκτο του συνόλου) και να αναφέρει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. Για να γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας, δηλαδή για να αποδειχθεί ότι η Κυβέρνηση δεν διαθέτει πλέον την εμπιστοσύνη της Βουλής, πρέπει να υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Το Σύνταγμα και, κυρίως, ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπουν μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου. Με αυτά είτε ζητούνται απλώς πληροφορίες και διευκρινίσεις από την Κυβέρνηση, είτε ασκείται έλεγχος, με την έννοια ότι αποδίδεται μομφή στην Κυβέρνηση για την πολιτική της σε έναν ορισμένο τομέα.
`           Το ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει ορισμένα μόνο μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου, ειδικότερα την αναφορά (άρθρο 69 Σ.), την κλήτευση υπουργού (άρθρο 66 παρ.3 Σ.), τις εξεταστικές επιτροπές (άρθρο 68 παρ.2 Σ.) και βεβαίως την πρόταση δυσπιστίας (άρθρο 84 Σ.), που κατά την ελληνική συνταγματική θεωρία αποτελεί το ύψιστο μέσον κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Εμφανίζονται, όμως και άλλα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου, προβλεπόμενα από τον Κανονισμό του Σώματος.

Εποπτικά, τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι τα ακόλουθα:
1. Οι αναφορές
(άρθρο 125 ΚτΒ)
Καθένας ή πολλοί μαζί μπορούν να απευθύνουν εγγράφως και επωνύμως παράπονα ή αιτήματα στη Βουλή των Ελλήνων. Οι Βουλευτές μπορούν, εάν το επιθυμούν, να υιοθετήσουν τις αναφορές αυτές. Ο Υπουργός είναι υποχρεωμένος, εντός είκοσι πέντε ημερών, να απαντήσει στην αναφορά.
2. Οι αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων
(άρθρο 133 ΚτΒ)
Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να ζητούν εγγράφως από τους Υπουργούς την κατάθεση εγγράφων σχετικών με κάποια δημόσια υπόθεση. Ο Υπουργός οφείλει να καταθέσει εντός μηνός τα ζητούμενα έγγραφα. Πάντως δεν μπορούν να κατατεθούν έγγραφα που αφορούν διπλωματικό ή στρατιωτικό ή σχετικό με την ασφάλεια του Κράτους μυστικό.
3. Οι ερωτήσεις
(άρθρα 126 έως 128 ΚτΒ).
Οι βουλευτές μπορούν να απευθύνουν εγγράφως στους Υπουργούς ερωτήσεις για οποιαδήποτε δημόσια υπόθεση, οι οποίες σκοπούν στην ενημέρωση της Βουλής σχετικά με την υπόθεση αυτή. Οι Υπουργοί οφείλουν να απαντούν εγγράφως στους ερωτώντες βουλευτές εντός είκοσι πέντε ημερών. Σε κάθε περίπτωση, στην αρχή μιας συνεδρίασης κάθε εβδομάδα εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της Βουλής και συζητούνται αναφορές και ερωτήσεις.
4.  Οι επίκαιρες ερωτήσεις
(άρθρα 129 έως 132 ΚτΒ)
Για θέματα της άμεσης επικαιρότητας, κάθε Βουλευτής έχει δικαίωμα να υποβάλλει επίκαιρη ερώτηση που απευθύνεται στον Πρωθυπουργό ή τους Υπουργούς, οι οποίοι απαντούν προφορικά. Μία φορά τουλάχιστον την εβδομάδα, ο Πρωθυπουργός απαντά ο ίδιος σε δύο τουλάχιστον επίκαιρες ερωτήσεις που αυτός επιλέγει. Επίκαιρες ερωτήσεις συζητούνται στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων σε τρεις συνεδριάσεις κάθε εβδομάδα, αλλά και στο Τμήμα Διακοπής των εργασιών.
5. Οι συζητήσεις με πρωτοβουλία βουλευτών
(άρθρα 128Β και 132Α ΚτΒ)
Τόσο στις διαρκείς επιτροπές όσο και στην Ολομέλεια μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις που αφορούν κυρίως την παραγωγή νομοθετικού έργου, να διεξάγονται με πρωτοβουλία βουλευτών συζητήσεις για θέματα γενικότερης σημασίας ή ενδιαφέροντος.
6. Οι επερωτήσεις
(άρθρα 134 έως 137 ΚτΒ)
Οι επερωτήσεις αποσκοπούν στον έλεγχο της Κυβέρνησης για πράξεις ή παραλείψεις της. Οι βουλευτές που έχουν καταθέσει ερωτήσεις μπορούν να τις μετατρέψουν σε επερωτήσεις εάν κρίνουν ότι η απάντηση του Υπουργού δεν είναι επαρκής. Οι επερωτήσεις συζητούνται στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων. Εάν υπάρχουν περισσότερες επερωτήσεις για το ίδιο θέμα, η Βουλή μπορεί να αποφασίσει την ταυτόχρονη συζήτησή τους, ή ακόμη και τη γενίκευση της συζήτησης.
7. Ο επίκαιρες επερωτήσεις
(άρθρο 138 ΚτΒ)
Για θέματα της άμεσης επικαιρότητας κάθε Βουλευτής έχει το δικαίωμα να υποβάλει επίκαιρη επερώτηση. Οι επίκαιρες επερωτήσεις συζητούνται κάθε Δευτέρα στην Ολομέλεια αλλά και σε ορισμένες συνεδριάσεις του Τμήματος διακοπής των εργασιών. Κατά γενικό κανόνα, οι διαδικασίες που προβλέπει ο Κανονισμός για τις επερωτήσεις εφαρμόζονται και στις επίκαιρες επερωτήσεις.
8. Η σύσταση εξεταστικών επιτροπών
(άρθρο 144 - 149 ΚτΒ)
Οι εξεταστικές επιτροπές συνιστώνται για την εξέταση ειδικών ζητημάτων δημόσιου ενδιαφέροντος μετά πρόταση του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των Βουλευτών (60 Βουλευτές) και απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των Βουλευτών (120 ψήφοι).
Αν το θέμα αφορά στην εξωτερική πολιτική ή την εθνική άμυνα, απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών (151 Βουλευτές). Οι εξεταστικές επιτροπές έχουν όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών και του εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
9. Ο έλεγχος που ασκεί η Βουλή επί των Ανεξάρτητων Αρχών
(άρθρα 138 ΚτΒ και 101Α Σ.)
Κάθε Οκτώβριο, όλες οι Ανεξάρτητες Αρχές υποβάλλουν στον Πρόεδρο της Βουλής έκθεση με τα πεπραγμένα τους. Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας εξετάζει τις εκθέσεις και συντάσσει πορίσματα, στα οποία περιλαμβάνεται και η γνώμη της μειοψηφίας
10. Κλήση μελών της Κυβέρνησης και άλλων από τις Διαρκείς Επιτροπές
(άρθρ 41Α ΚτΒ)
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος υποβοηθείται από την αρμοδιότητα των Διαρκών Επιτροπών να καλούν μέλη της Κυβέρνησης, Υφυπουργούς αλλά και κάθε άλλον, υπηρεσιακό παράγοντα ή μη για να παράσχει διευκρινήσεις για κάθε εξεταζόμενο ζήτημα.
IV. ΑΛΛΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
1. Η Βουλή των Ελλήνων εκλέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
2. Η Βουλή διαπιστώνει την αδυναμία του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκήσει τα καθήκοντά του
3. Η Βουλή διαπιστώνει την αδυναμία του Πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του
4. Η Βουλή εκλέγει το Προεδρείο της
5. Η Βουλή αποφασίζει για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας(άρθρα 49 Σ. και 159 ΚτΒ)
6. Η Βουλή αποφασίζει για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους(άρθρα 86 Σ. και 153 επ. ΚτΒ).
7. Η Βουλή παρέχει άδεια για την ποινική δίωξη βουλευτή για συκοφαντική δυσφήμηση που έκανε κατά την άσκηση των καθηκόντων του(άρθρο 61 παρ. 2 Σ.),καθώς και για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου (άρθρο 62 Σ.).
8. Η Βουλή παρέχει τη συγκατάθεσή της για την απονομή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας χάρης σε Υπουργό που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος(άρθρο 47 παρ. 3 Σ.)

V. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
1. Οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες
2. Η Ολομέλεια και το Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής –έννοια βουλευτικής περιόδου:
Η Ολομέλεια της Βουλής αποτελείται από το σύνολο των βουλευτών, δηλαδή από 300 μέλη. Το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο αριθμός των βουλευτών μπορεί να είναι άνω των διακοσίων και κάτω των τριακοσίων (άρθ. 51 παρ.1 Σ.), ωστόσο ο εκλογικός νόμος όρισε τον ανώτατο αριθμό. Οι βουλευτές εκλέγονται στις βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός εάν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα. Το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων, που θεωρητικά είναι μία τετραετία, ονομάζεται "βουλευτική περίοδος"(άρθρο 53 παρ.1 εδ.α Σ.). Η έναρξη της βουλευτικής περιόδου συμπίπτει με την ημέρα των γενικών βουλευτικών εκλογών.
Κατά τη διάρκεια της διακοπής των εργασιών της Βουλής των Ελλήνων, δηλ. για το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο συνόδων (συνήθως κατά τους θερινούς μήνες), ένα μέρος του νομοθετικού έργου αλλά και του κοινοβουλευτικού ελέγχου ασκείται από το Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής. Σε αυτό μετέχει το 1/3 του όλου αριθμού των βουλευτών. Δεδομένου δε ότι, κατά πάγια κοινοβουλευτική πρακτική, μια τακτική σύνοδος που ξεκινά τις εργασίες της στις αρχές Οκτωβρίου λήγει τον Μάιο ή τον Ιούνιο του επόμενου έτους, κάθε καλοκαίρι συγκροτούνται τρία Τμήματα Διακοπών (για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο) και με τον τρόπο αυτό μετέχουν διαδοχικά όλοι ανεξαιρέτως οι βουλευτές.
3. Σύνοδοι: Κατά τη διάρκεια της περιόδου, η Βουλή των Ελλήνων συνέρχεται σε τακτικές, έκτακτες και ειδικές συνόδους.
4. Το Προεδρείο της Βουλής των Ελλήνων (ΣΟΣ)
Το Προεδρείο της Βουλής των Ελλήνων προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 65). Αποτελείται από τον Πρόεδρο της Βουλής, από επτά (7) Αντιπροέδρους, τρεις (3) Κοσμήτορες και έξι (6) Γραμματείς. Κύριο χαρακτηριστικό είναι η διακομματική του σύνθεση. Έτσι, ο τέταρτος Αντιπρόεδρος, ένας Κοσμήτορας και ένας Γραμματέας προέρχονται υποχρεωτικά από την αξιωματική αντιπολίτευση ο πέμπτος Αντιπρόεδρος και ένας Γραμματέας από τη δεύτερη σε δύναμη Κοινοβουλευτική Ομάδα της αντιπολίτευσης, ο έκτος και ο έβδομος Αντιπρόεδρος από την τρίτη και τέταρτη σε δύναμη κοινοβουλευτική ομάδα της αντιπολίτευσης, αντιστοίχως, αναλόγως αναλόγως της σύνθεσης της Βουλής. Συνεπώς οι Αντιπρόεδροι μπορούν να είναι από πέντε έως επτά. Το μέλος του Προεδρείου, που είναι, βέβαια, υποχρεωτικά βουλευτής, δεν μπορεί να είναι και μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός.
Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και οι πέντε Αντιπρόεδροι εκλέγονται στην αρχή κάθε περιόδου, και για όλη τη διάρκεια αυτής. Αντίθετα, η θητεία των Κοσμητόρων και των Γραμματέων διαρκεί όσο και η τακτική σύνοδος της Βουλής των Ελλήνων για την οποία εκλέχθηκαν.
Η εκλογή του Προέδρου της Βουλής είναι μια από τις σημαντικές στιγμές της λειτουργίας της Βουλής των Ελλήνων. Και αυτό, όχι μόνον διότι το αξίωμα του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων είναι αυτό καθ ΄εαυτό σημαντικό, αλλά και γιατί η μυστική αυτή ψηφοφορία εκλογής αποτελεί την πρώτη δοκιμασία συνοχής κάθε νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ο Πρόεδρος εκλέγεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλ. με 151 ψήφους). Εάν η πλειοψηφία αυτή δεν επιτευχθεί, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται, και εκλέγεται ο σχετικώς πλειοψηφήσας.
Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων διευθύνει τις εργασίες του Σώματος, εκπροσωπεί τη Βουλή των Ελλήνων, έχει την αρμοδιότητα επιβολής πειθαρχικών ποινών σε βουλευτές και γενικότερα προΐσταται όλων των υπηρεσιών της Βουλής και έχει όλες τις αρμοδιότητες που του αναγνωρίζει το Σύνταγμα, ο Κανονισμός ή που πηγάζουν από την αρχή της αυτονομίας της Βουλής των Ελλήνων. Με άλλα λόγια, σε ό,τι αφορά την εσωτερική λειτουργία της Βουλής των Ελλήνων, το τεκμήριο αρμοδιότητας συντρέχει υπέρ του Προέδρου. Πέραν της εσωτερικής λειτουργίας της Βουλής των Ελλήνων, ο Πρόεδρος αναπληρώνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όταν ο τελευταίος απουσιάζει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό, πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του.Οι Αντιπρόεδροι ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναθέτει με απόφασή του ο Πρόεδρος ή που αναφέρονται στον Κανονισμό. Οι Κοσμήτορες επικουρούν τον Πρόεδρο σε οργανωτικά και λειτουργικά ζητήματα της Βουλής των Ελλήνων, ενώ οι Γραμματείς επικουρούν τον Πρόεδρο στις συνεδριάσεις της Βουλής των Ελλήνων και έχουν όσες άλλες αρμοδιότητες τους αναθέσει ειδικά ο Πρόεδρος.
5. Η Διάσκεψη των Προέδρων (ΣΟΣ)
Ο Πρόεδρος της Βουλής προεδρεύει στην Διάσκεψη των Προέδρων. Τη Διάσκεψη των Προέδρων συγκροτούν :
  1. οι προηγούμενοι Πρόεδροι της Βουλής (εφόσον έχουν εκλεγεί βουλευτές)
  2. οι Αντιπρόεδροι της Βουλής
  3. οι Πρόεδροι των Διαρκών Επιτροπών
  4. ο Πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας
  5. οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων
  6. ένας ανεξάρτητος βουλευτής (εφόσον υπάρχουν τουλάχιστον πέντε ανεξάρτητοι βουλευτές).

Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι ένα διακομματικό συλλογικό όργανο της Βουλής των Ελλήνων με βασική αποστολή την καλύτερη οργάνωση και διεξαγωγή των εργασιών της Βουλής μέσα από τη συνεργασία του Προεδρείου της Βουλής των Ελλήνων και όλων των κοινοβουλευτικών ομάδων. Το όργανο αυτό, που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό της Βουλής του 1987 και αναγνωρίστηκε συνταγματικά με την αναθεώρηση του 2001. Όπως διαπιστώνεται από τη σύνθεση του οργάνου, ο αριθμός των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων δεν είναι σταθερός. Κυμαίνεται ανάλογα με τον αριθμό των κοινοβουλευτικών ομάδων και των ανεξαρτήτων βουλευτών, καθώς και με το εάν υπάρχουν ή όχι τέως Πρόεδροι της Βουλής που έχουν εκλεγεί βουλευτές.
Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, η Διάσκεψη των Προέδρων έχει την αρμοδιότητα να επιλέγει, με ομοφωνία ή αλλιώς με την πλειοψηφία των 4/5 των μελών της, τα μέλη των Ανεξαρτήτων Αρχών που προβλέπονται από το Σύνταγμα (πχ. Συνήγορος του Πολίτη, ΑΣΕΠ κλπ.). Ασκεί επίσης κατ΄ αρχήν και την κοινοβουλευτική εποπτεία επί των Αρχών αυτών.
6. Οι Επιτροπές της Βουλής
-Διαρκείς Κοινοβουλευτικές Επιτροπές:
  • Επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων
  • Επιτροπή εθνικής άμυνας και εξωτερικών υποθέσεων
  • Επιτροπή οικονομικών υποθέσεων
  • Επιτροπή κοινωνικών υποθέσεων
  • Επιτροπή δημόσιας διοίκησης, δημόσιας τάξης και δικαιοσύνης
  • Επιτροπή παραγωγής και εμπορίου
- Ειδικές Κοινοβουλευτικές Επιτροπές: έχουν σκοπό να επεξεργασθούν και να εξετάσουν συγκεκριμένα σχέδια νόμων ή προτάσεις νόμων. Η λειτουργία τους διαρκεί εωσότου πάρουν οριστική απόφαση σχετικά με την επεξεργασία και εξέταση των νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμων για τα οποία συστάθηκαν.
- Ειδικές Μόνιμες Επιτροπές:
  • Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Απόδημου Ελληνισμού
  • Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας
  • Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Αποτίμησης Τεχνολογίας
  • Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Ισότητας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
  • Μόνιμη Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας
  • Επιτροπή Περιφερειών

-και άλλες, βλ. Μαυριά σελ….επ.
VΙ. ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
1. η θητεία της Βουλής λήγει ΟΜΑΛΑ  την παρέλευση της τετραετούς βουλευτικής περιόδου. Η λήξη της βουλευτικής περιόδου κηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα.
 Το Σύνταγμα προβλέπει όμως ορισμένες περιπτώσεις (πρόωρης) διάλυσης της Βουλής, ως εξαιρέσεις στον κανόνα της τετραετούς της θητείας:
2. κατά το άρθρο 41 παρ.5: “Η Βουλή διαλύεται υποχρεωτικά στην περίπτωση του άρθρου 32 παρ.4”, δηλαδή όταν κατά την τρίτη ψηφοφορία, για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, κανένας από τους υποψηφίους δεν συγκεντρώσει τα τρία πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών (180 βουλευτές).
3. κατά το άρθρο 37 παρ.3 εδ.γ: “Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν... αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης ... (ο ΠτΔ ενν.) επιδιώκει το σχηματισμό Κυβέρνησης για τη διενέργεια εκλογών... και διαλύει τη Βουλή”. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, εάν υπάρχει αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης που θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να διαλύσει τη Βουλή και τις εκλογές θα διενεργήσει εκλογική Κυβέρνηση, είτε πολιτική, είτε υπηρεσιακή.
4. κατά το άρθρο 38 παρ.1 εδ.α: “Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει από τα καθήκοντά της την Κυβέρνηση, αν αυτή παραιτηθεί, καθώς και αν η Βουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της κατά το άρθρο 84”.
Δηλαδή:
§         Η Κυβέρνηση υποχρεούται να παραιτηθεί εάν χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής (κατά το άρθρο 84),  είτε διότι έγινε δεκτή πρόταση δυσπιστίας, είτε διότι απορρίφθηκε πρόταση εμπιστοσύνης (δυνητική). Τότε, με το δεδομένο ότι δεν υπάρχει πλέον Κυβέρνηση που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιχειρεί να σχηματίσει Κυβέρνηση που θα λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής, με τις διερευνητικές εντολές και την συνάντηση με τους αρχηγούς των κομμάτων της Βουλής  ->>> Εάν αποτύχουν οι προσπάθειές του ορίζεται εκλογική κυβέρνηση (πολιτική ή υπηρεσιακή).
§         Η Κυβέρνηση μπορεί να παραιτηθεί όποτε θέλει, ενώ μάλιστα έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Τότε, ο ΠτΔ δεν μπορεί να επιχειρήσει να σχηματισθεί άλλη Κυβέρνηση που θα λάβει (κι αυτή!) την εμπιστοσύνη της Βουλής. Άρα, θα διαλυθεί οπωσδήποτε η Βουλή και οι εκλογές θα γίνουν με εκλογική κυβέρνηση (πολιτική ή υπηρεσιακή).
5. κατά το άρθρο 41 παρ.2 εδ.α : “Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας”.
Εδώ προβλέπεται η υποχρέωση του Προέδρου να κάνει δεκτή πρόταση της Κυβέρνησης για τη διάλυση της Βουλής. Αναγκαίες προϋποθέσεις για την πρωτοβουλία-πρόταση της Κυβέρνησης είναι η ύπαρξη εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας και η πρωτοεμφάνιση του εθνικού αυτού θέματος (άρθρο 41 παρ.2 εδ.β: “Αποκλείεται η διάλυση της νέας Βουλής για το ίδιο θέμα”). Σε αυτή την περίπτωση διάλυσης της Βουλής, το σχετικό διάταγμα προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Κυβέρνηση διεξαγωγής των εκλογών είναι η Κυβέρνηση που προτείνει τη διάλυση και έχει βέβαια την εμπιστοσύνη της Βουλής.
6. κατά το άρθρο 41 παρ.1 εδ.α : “Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να διαλύσει τη Βουλή, αν έχουν παραιτηθεί ή και καταψηφιστεί από αυτή δύο Κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα”.
Εδώ προβλέπεται η δυνατότητα - ευχέρεια του αρχηγού του κράτους να διαλύει τη Βουλή, εάν κρίνει ότι η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα, παρότι μπορεί να υπάρχει κυβέρνηση που απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, υπό μία δεσμευτική προϋπόθεση, που είναι η παραίτηση ή καταψήφιση δύο Κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της ίδιας βουλευτικής περιόδου.Ως καταψήφιση νοείται και η απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης και η αποδοχή πρότασης δυσπιστίας, όπως ρυθμίζονται στο άρθρο 84.Τα "αριθμητικά" κριτήρια που θέτει το άρθρο 84 παρ.6 οριοθετούν αυστηρά την έννοια της κυβερνητικής σταθερότητας.
 ΒΛΕΠΟΥΜΕ, ΛΟΙΠΟΝ, ΟΤΙ ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ κατά τις οποίες μπορεί να παρέμβει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ΔΥΟ:
Πρώτον, ακριβώς μετά τη δεύτερη παραίτηση ή καταψήφιση, οπότε δεν υπάρχει Κυβέρνηση που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Τότε, ο Πρόεδρος διαλύει τη Βουλή και, όπως προβλέπει το άρθρο 41 παρ.1 εδ.γ, τις εκλογές διεξάγει εκλογική Κυβέρνηση, πολιτική (άρθρο 37 παρ.3 εδ.γ, φράση δεύτερη, "από όλα τα κόμματα") ή υπηρεσιακή (άρθρο 37 παρ.3 εδ.γ, φράση τρίτη, με Πρωθυπουργό τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε κυβέρνηση "όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής").
Δεύτερον, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη διακριτική ευχέρεια, αντί να διαλύσει τη Βουλή ακριβώς μετά τη δεύτερη παραίτηση ή καταψήφιση, να κινήσει τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών, από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει Κυβέρνηση που θα έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Στην περίπτωση αυτή, εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι, παρά την ύπαρξη Κυβέρνησης που απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, δεν εξασφαλίζεται κυβερνητική σταθερότητα, διαλύει τη Βουλή. Τότε, όπως ορίζει το άρθρο 41 παρ.1 εδ.β : "Οι εκλογές ενεργούνται από την Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της διαλυόμενης Βουλής". 
Όπως έχουμε ήδη δει, το διάταγμα της διάλυσης της Βουλής, αν δεν προσυπογραφεί από τον Πρωθυπουργό, εκδίδεται, κατά το άρθρο 35 παρ.2 εδ.γ, με μόνη την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας.Το προεδρικό διάταγμα διάλυσης της Βουλής (όπως και το διάταγμα λήξης της τετραετούς θητείας) πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει  :α)   προκήρυξη εκλογών μέσα σε τριάντα ημέρες και β) σύγκληση της νέας Βουλής μέσα στις τριάντα επόμενες ημέρες (ερμηνευτική δήλωση του άρθ. 41).
Πηγή: http://e-dikaio.blogspot.gr/

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΠτΔ)
Ι. ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ: (άρθρο 31 Σ)
Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται έμμεσα, από την Βουλή των Ελλήλων (32 παρ.1 Σ.), και οι υποψήφιοι προτείνονται από τις κοινοβουλευτικές ομάδες. Η ρύθμιση αυτή είναι χαρακτηριστική για αμιγές κοινοβουλευτικό πολίτευμα, όπου η Κυβέρνηση εξαρτάται μόνο από τη Βουλή και ο αρχηγός του κράτους έχει περιορισμένες αρμοδιότητες. Για να εκλεγεί κάποιος στη θέση του ΠτΔ πρέπει να πληροί τέσσερα βασικά κριτήρια:
1. ελληνική ιθαγένεια από πενατετίας τουλάχιστον
2. καταγωγή από έλληνα πατέρα ή μητέρα («ή μητέρα»: αναθ. του 2001)
3. συμπλήρωση 40ου έτους της ηλικίας
4. νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν, ήτοι άρθρο 51 παρ.2, εδ.β
5. να μην έχει εκλεγεί ήδη 2 φορές ως ΠτΔ και να μην έχει παραιτηθεί πριν τη λήξη της θητείας του (βλ. κωλύματα αμέσως παρακάτω)
Να σημειωθεί ότι αν και απαιτείται να δοθεί όρκος ενώπιον της Βουλής στο ορθόδοξο δόγμα (άρθρο 33, παρ.2), δεν σημαίνει ότι αποτελεί κριτήριο η θρησκεία του.
ΙΙ. ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ:
1. οριστικό κώλυμα-> όταν έχει ήδη εκλεγεί δύο (2) φορές (αρ. 30 παρ. 5)
2. προσωρινό κώλυμα-> όταν παραιτήθηκε πριν τη λήξη της θητείας του και δεν έχει προηγηθεί δεύτερη θητεία (ερμ. δήλωση αρ. 32)
ΙΙΙ. Η ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ο Πρόεδρος δίδει όρκο ενώπιον της Βουλής προτού αναλάβει τα καθήκοντά του (άρθ. 33).
ΤΑ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΞΙΩΜΑ:
Το άρθρο 30 παρ.2 ορίζει ότι το αξίωμα του Προέδρου είναι ασυμβίβαστο με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, θέση ή έργο.
 ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΘΗΤΕΙΑΣ
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται για περίοδο πέντε ετών (άρθ. 30 παρ.1). Κατ’ εξαίρεση η θητεία λήγει πρόωρα σε περίπτωση απώλειας του προεδρικού αξιώματος, δηλ. στις εξής περιπτώσεις  (άρθ. 32 παρ.1 εδ.β) :
α)Αν παραιτηθεί
β)Αν πεθάνει
      γ) Αν κηρυχθεί έκπτωτος
δ) Αν περιέλθει σε  οριστική αδυναμία να ασκήσει τα καθήκοντά του (άρθ.34 παρ.2 Σ. και 151 ΚτΒ)
Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠτΔ (S.O.S.)
Την αναπλήρωση του Προέδρου της Δημοκρατίας για όλες τις περιπτώσεις που δεν ασκεί τα καθήκοντά του - αποδημία άνω 10 ημερών, θάνατος, παραίτηση, έκπτωση – ρυθμίζει το άρθρο 34. Η αναπλήρωση γίνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει Βουλή κάποιο λόγο (π.χ. έχει διαλυθεί λόγω εκλογών), τότε αναπληρώνεται από τον Πρόεδρο της  τελευταίας Βουλής.  
Σε περίπτωση, τέλος, που αυτός δεν υπάρχει ή αρνείται, τότε αναπληρώνεται συλλογικά από την κυβέρνηση. Ερμηνευτικά συνάγεται ότι ο Πρόεδρος της Βουλής, αντίθετα από τον Πρόεδρο της τελευταίας Βουλής, δεν δικαιούται να αρνηθεί την αναπλήρωση.
Ο αναπληρωτής Πρόεδρος της Δημοκρατίας:
- δεν μπορεί να προβεί σε διάλυση της Βουλής, με μόνη εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 34 παρ.4, εάν δηλ., δεν επιτευχθεί εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας στις τρεις πρώτες φάσεις της διαδικασίας εκλογής.
-δεν μπορεί να προκηρύξει δημοψήφισμα.
Ο αναπληρωτής Πρόεδρος μπορεί να διορίσει Πρωθυπουργό, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ.2 και την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 38.
           - ως προς τη νομική του θέση:
-ο αναπληρών τον ΠτΔ δεν έχει τα ασυμβίβαστα του ΠτΔ,
- αναφέρουμε οπωσδήποτε την περίπτωση της «ψήφου Αλευρά»: εκλογές ΠτΔ 1985, κατόπιν παραίτησης προηγούμενου ΠτΔ. Οξύ κλίμα αντιπαράθεσης σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο απόψεων της θεωρίας του συνταγματικού δικαίου. Α’ άποψη: εφόσον πρόκειται για υποκατάσταση προσώπου και όχι οργάνου, ο αναπλρών τον ΠτΔ Πρόεδρος της Βουλής δεν δύναται να συμμετέχει σε ψηφοφορίες της Βουλής, άρα ούτε καις την ανάδειξη του νέου ΠτΔ. Β’ άποψη: Η άσκηση από τον Πρόεδρο της Βουλής των καθηκόντων του αναπληρούντος τον ΠτΔ, δεν αναστέλλει τη βουλευτική του ιδιότητα και επομένως δεν αποκλείεται από τις ψηφοφορίες για την ανάδειξη νέου Π.τ.Δ.
- Θέση Μαυριά: εάν πρόκειται για τον Πρόεδρο της Βουλής, κατά το διάστημα της αναπλήρωσης του ΠτΔ, δεν μπορεί αυτός να ασκεί και τα καθηκοντά του ως Προέδρου της Βουλής (σε αντίθεση με την Κυβέρνηση, η οποία ασκεί σωρευιτκά και τα δικά της καθήκοντα)
IV. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΠτΔ (ΧΡΟΝΟΣ, ΨΗΦΟΦΟΡΙΕΣ Κ.ΛΠ.)
άρθρο 32 Σ. και 140 ΚτΒ
Ο ΠτΔ εκλέγεται για πλήρη θητεία 5 ετών και αναλαμβάνει τα καθήκοντά του την επομένη της ημέρας που έληξε η θητεία του απερχόμενου Προέδρου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις αναλαμβάνει από την επομένη της εκλογής του (άρθρο 33 παρ.1 Σ.).
§         Η πρόταση υποψηφίων ΠτΔ
 Από το Σ δεν ορίζεται ποιος προτείνει υποψήφιο για το αξίωμα του αρχηγού του κράτους. Ο Κανονισμός της Βουλής στο άρθρο 140 παρ.5 ΚτΒ ορίζει ότι δικαίωμα πρότασης υποψηφίου έχουν μόνο οι κοινοβουλευτικές ομάδες. Η ομάδα των ανεξαρτήτων μπορεί να προτείνει όποιον συγκέντρωσε τις περισσότερες υποδείξεις των μελών της.
§         Ο χρόνος εκλογής του ΠτΔ
 άρθρο 32 παρ.1:  η εκλογή του νέου Προέδρου διεξάγεται έναν τουλάχιστον μήνα πριν λήξει η θητεία τού εν ενεργεία Προέδρου.
-Εάν η Βουλή είναι απούσα (δηλ. δεν βρίσκεται σε τακτική σύνοδο), τότε συγκαλείται εκτάκτως.
-Εάν η Βουλή έχει διαλυθεί, τότε η εκλογή Πρόεδρου της Δημοκρατίας αναβάλλεται για να συγκροτηθεί η νέα Βουλή σε σώμα και η εκλογή γίνεται μέσα σε είκοσι μέρες από την συγκρότησή της (άρθρο 32 παρ.5).
§         Η διαδικασία της εκλογής του ΠτΔ
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται με ονομαστική (συνεπώς φανερή) ψηφοφορία σε ειδική συνεδρίαση που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Βουλής (πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 η ψηφοφορία ήταν μυστική). Αρνητική πλευρά της φανερής ψηφοφορίας: ενδεχόμενο άσκησης πιέσεων στους βουλευτές από τις κομματικές τους ηγεσίες.
-κατά τον Κανονισμό της Βουλής, απαγορεύεται τόσο η συζήτηση πριν την εκλογή του Προέδρου (άρθρο 140 παρ.4 ΚτΒ), όσο και η αιτιολόγηση της ψήφου (άρθρο 140 παρ.6, προτελ. εδ.).
-δεν υπάρχει τρόπος δικαστικού ελέγχου της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, αφού δεν προβλέπεται αντίστοιχο δικαιοδοτικό όργανο.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΣΤΑΔΙΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΠτΔ:
  • 1ο στάδιο: εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει τα 2/3, δηλ. 200 βουλευτές.
  • 2ο στάδιο: εάν δεν υπάρξει εκλογή ακολουθεί δεύτερη ψηφοφορία πέντε ημέρες μετά την πρώτη, όπου απαιτούνται πάλι τα 2/3, δηλ. 200 βουλευτές.
  • 3ο στάδιο: εάν η προηγούμενη ψηφοφορία αποβεί άκαρπη, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται πέντε μέρες μετά και εκλέγεται ο υποψήφιος που συγκεντρώνει τα 3/5 των 300, δηλ. 180 βουλευτές.
  • 4ο στάδιο: εάν δεν έχει εκλεγεί Πρόεδρος, τότε η Βουλή διαλύεται σε 10 μέρες από την ψηφοφορία με διάταγμα, που υπογράφει μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και προκηρύσσονται εκλογές (σε 30 ημέρες) για ανάδειξη νέας Βουλής (που συγκροτείται εντός 30 ημερών).
  • 5ο στάδιο: στη νέα Βουλή εκλέγεται Πρόεδρος όποιος συγκεντρώσει τα 3/5 των 300, δηλ. 180 βουλευτές.
  • 6ο στάδιο: εάν δεν έχει εκλεγεί Πρόεδρος, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία μετά από πέντε ημέρες και εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλ. 151 βουλευτές.
  • 7ο στάδιο: εάν κανείς δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μετά πέντε ημέρες, μεταξύ των δύο υποψηφίων που πλειοψήφησαν, και εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει την σχετική πλειοψηφία.
 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: εξαντλητική ρύθμιση, ώστε οπωσδήποτε να υπάρχει Αρχηγός του Κράτους
V. ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (SOS)
εισαγωγικές παρατηρήσεις:
Οι αρμοδιότητες του ΠτΔ σήμερα είναι αρκετά περιορισμένες σε σχέση με το
παρελθόν, και κυρίως μετά την αναθεώρηση του συντάγματος του 1986, ενώ εξαρχής τονίζουμε ότι ο ΠτΔ έχει μόνον όσες αρμοδιότητες του απονέμει το Σύνταγμα: οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας απαριθμούνται κατά τρόπο περιοριστικό στο Σύνταγμα. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να συναχθούν ερμηνευτικά και άλλες αρμοδιότητες πέραν αυτών που ρητά καταγράφονται στο Σύνταγμα. Το άρθρο 50 Σ., που θεσπίζει το τεκμήριο αρμοδιότητας σύμφωνα με την δημοκρατική αρχή, προβλέπει: “Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει άλλες αρμοδιότητες παρά μόνο όσες του απονέμουν ρητά το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι με αυτό.”
            Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, αναφέρουμε και ότι ο  Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του ισχύει η αρχή του “πολιτικώς ανεύθυνου” του Προέδρου της Δημοκρατίας και ο, συναφής με την αρχή αυτή, κανόνας της προσυπογραφής, σύμφωνα με τον οποίον ο προσυπογράφων Υπουργός καθίσταται υπεύθυνος (άρθρο 35 Σ.) και όχι ο ΠτΔ κι έτσι, καμία πράξη του Προέδρου δεν ισχύει ούτε εκτελείται εάν δεν υπογράψει ο αρμόδιος, κάθε φορά, Υπουργός ή Υπουργοί.
Αυτές διακρίνονται ανάλογα με τη φύση τους σε:
1. Αρμοδιότητες Νομοθετικής Φύσης (όσες ασκούνται ως παράγοντας της νομοθετικής λειτουργίας-αρ. 26 παρ. 1)
α. Έκδοση και δημοσίευση των νόμων (άρθ. 42 παρ.1 εδ.α)
β. Αναπομπή νόμου ψηφισμένου από την Βουλή (άρθ.42 παρ.1 εδ.β)
γ. Έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων (άρθρο 26 παρ.1 και 43)
δ. Έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (άρθρο 44 παρ.1)
ε. Θέση σε ισχύ του νόμου για κατάσταση πολιορκίας (άρθρο 48)
στ. προκήρυξη δημοψηφίσματος για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά μετά από πρόταση 3/5 της Βουλής.
2. Αρμοδιότητες Δικαστικής Φύσης
απονομή χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (άρθρο 47 παρ.1) σε πολίτες, μπορεί δηλαδή να χαρίζει, μετατρέπει ή μετριάζει τις ποινές που επιβάλλονται από τα δικαστήρια και επίσης να αίρει τις οποιεσδήποτε συνέπειες των ποινών που έχουν επιβληθεί ή εκτιθεί. Για την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής απαιτείται πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη του Συμβουλίου Χαρίτων.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να απονέμει χάρη σε Υπουργούς που έχουν καταδικασθεί σύμφωνα με το άρθρο 86, μόνο με την συγκατάθεση της Βουλής (άρθρο 47 παρ.2).
       3. Αρμοδιότητες Εκτελεστικής Λειτουργίας
      α. έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων (π.χ. διορισμός και παύση δημοσίων υπαλλήλων, δικαστικών λειτουργών, αρ. 46 παρ.1 και 88 παρ. 1 αντίστοιχα)
      β. αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και απονομή βαθμών σε όσους υπηρετούν σε αυτές
      γ. απονομή παρασήμων (αρ. 46 παρ. 2)
      
4. Αρμοδιότητές του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος
α. ανάθεση διερευνητικής εντολής (αρ. 37)
β. διορισμός Πρωθυπουργού, Υπουργών, Υφυπουργών (37)
γ. απαλλαγή Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της (38)
δ. σύγκληση Βουλής (40)
ε. κήρυξη έναρξης και λήξης βουλευτικής περιόδου (40)
στ. αναστολή εργασιών Βουλής
ζ. διάλυση της Βουλής
η. προκήρυξη δημοψηφίσματος της παρ. 2, εδ. 1 του αρ. 44 (προσοχή)
θ. απεύθυνση διαγγελμάτων προς το λαό
5. Αρμόδιότητες χωρίς προσυπογραφή
Στο άρθρο 35 παρ.2 Σ. θεσπίζονται, περιοριστικά, ορισμένες πράξεις που εξαιρούνται από τον κανόνα της προσυπογραφής. Οι πράξεις για τις οποίες δεν απαιτείται προσυπογραφή είναι οι εξής:
α)      Ο διορισμός Πρωθυπουργού
β)     Η ανάθεση διερευνητικών εντολών
γ)    Η διάλυση της Βουλής κατά τα άρθρα 37 παρ.4, 41 παρ.1, 53 παρ.1. Ειδικότερα, όταν η Κυβέρνηση απαλλάσσεται από τα καθήκοντά της (λόγω παραίτησης ή καταψήφισης), εάν ο Πρωθυπουργός δεν προσυπογράφει το οικείο διάταγμα, αυτό υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που ασκεί “δέσμια” αρμοδιότητα, δηλ. δεν έχει διακριτική ευχέρεια να πράξει αλλιώς. Το ίδιο συμβαίνει όταν διαλύεται η Βουλή και ο Πρωθυπουργός αρνείται να προσυπογράψει το διάταγμα διάλυσης καθώς και όταν λήγει η τετραετής θητεία της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο αρνείται να προσυπογράψει το προεδρικό διάταγμα που πιστοποιεί την λήξη της βουλευτικής περιόδου.
δ)   Η αναπομπή νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου που έχει ψηφισθεί από την Βουλή
ε)    Ο διορισμός του προσωπικού των υπηρεσιών της προεδρίας της δημοκρατίας.
VI. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
 Κάνουμε διάκριση μεταξύ πράξεων κατά την άσκηση των καθηκόντων του και πράξεων που δεν σχετίζονται με το αξίωμά του (άρθ.49). Για τις πράξεις κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο Πρόεδρος ευθύνεται μόνο για:
α) εσχάτη προδοσία
β) για εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος.
Εσχάτη προδοσία υπάρχει όταν ο Πρόεδρος, χρησιμοποιώντας την ιδιότητά του και τις εξουσίες που του παρέχονται από το Σύνταγμα, κατέλυσε ή μετέβαλε ή προσπάθησε να καταλύσει με την βία το πολίτευμα της χώρας.
Εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος υπάρχει όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προβαίνει ηθελημένα σε έκδοση πράξης, σε ενέργεια ή σε παράλειψη, που είναι αντίθετη με επιτακτική διάταξη του Συντάγματος, από αυτές που αναφέρονται στις αρμοδιότητες που ασκεί ο Πρόεδρος ατομικά και χωρίς διακριτική ευχέρεια, με συνέπεια την σοβαρή διατάραξη της λειτουργίας του πολιτεύματος.
Η ευθύνη του Προέδρου για τις ανωτέρω πράξεις είναι πολιτική, αστική και ποινική. Η πολιτική ευθύνη, δηλ. η έκπτωση από το αξίωμα, συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ.1 εδ.β και 49 παρ.4. Η ποινική και αστική ευθύνη προκύπτει από το άρθρο 49.
Για τις πράξεις που δεν σχετίζονται με το λειτούργημά του, ο Πρόεδρος έχει πλήρη ευθύνη. Η δίωξη όμως αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα κατέχει το αξίωμα.
Τη διαδικασία της παραπομπής, της εκδίκασης και της καταδίκης ή της απαλλαγής του Προέδρου ορίζουν τα άρθρα 49 και 86 του Συντάγματος.

ΠΗΓΗ: http://e-dikaio.blogspot.gr/