Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΓΕΝΙΚΑ

Άρθρο 61 - Έννοια  ΝΠ

Ενωση προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης σύνολο περιουσίας που έχει ταχθεί στην εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν να αποκτήσουν προσωπικότητα (νομικό πρόσωπο), αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος. 

Άρθρο 62 - Ικανότητα δικαίου ΝΠ

Η ικανότητα του νομικού προσώπου δεν επεκτείνεται σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. 

Άρθρο 63 - Σύσταση ΝΠ

Η συστατική πράξη, το καταστατικό ή ο οργανισμός του νομικού προσώπου συντάσσονται εγγράφως.


Άρθρο 64 - Έδρα ΝΠ

Το νομικό πρόσωπο, αν στη συστατική πράξη ή στο καταστατικό δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει ως έδρα τον τόπο όπου λειτουργεί η διοίκησή του.  

Άρθρο 65 - Λήψη αποφάσεων ΝΠ

Το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Οταν η διοίκηση είναι πολυμελής, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο στη συστατική πράξη ή στο καταστατικό, οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. 

Άρθρο 66 - Κώλυμα μέλους στη λήψη απόφασης ΝΠ

Μέλος της διοίκησης δεν δικαιούται να ψηφίσει, αν η απόφαση αφορά την επιχείρηση δικαιοπραξίας ή την έγερση ή την κατάργηση δίκης μεταξύ του νομικού προσώπου και του μέλους ή του συζύγου του ή εξ αίματος συγγενούς του ως και τον τρίτο βαθμό. 

Άρθρο 67 - Αντιπροσώπευση ΝΠ



Οποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα. Υποκατάσταση απαγορεύεται εφόσον η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά. 

Άρθρο 68 - Έκταση εξουσίας διοίκησης ΝΠ

Η έκταση της εξουσίας εκείνου που έχει τη διοίκηση προσδιορίζεται από τη συστατική πράξη ή το καταστατικό; ο προσδιορισμός αυτός ισχύει και για τους τρίτους. Με τη συστατική πράξη ή το καταστατικό ορισμένες υποθέσεις μπορούν να ανατεθούν σε ιδιαίτερο πρόσωπο. Η εξουσία του, σε περίπτωση αμφιβολίας, εκτείνεται και σε κάθε συναφή πράξη.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την
αντιπροσώπευση και την εντολή. 

Άρθρο 69 - Προσωρινή διοίκηση ΝΠ

Αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούναι για τη διοίκηση του νομικού προσώπου, ή, αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου, ο πρόεδρος των πρωτοδικών διορίζει προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. 

Άρθρο 70 - Δικαιοπραξίες ΝΠ

Δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο.  

Άρθρο 71 - Ευθύνη ΝΠ

Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον.


Άρθρο 72 - Διάλυση - εκκαθάριση ΝΠ

Μόλις το νομικό πρόσωπο διαλυθεί, βρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση. Ωσότου περατωθεί η εκκαθάριση και για τις ανάγκες της θεωρείται ότι υπάρχει.  

Άρθρο 73 - Διάλυση - εκκαθάριση ΝΠ

Αν ο νόμος ή η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζουν διαφορετικά ή το αρμόδιο όργανο δεν αποφάσισε διαφορετικά, η εκκαθάριση γίνεται από εκείνους που έχουν τη διοίκηση του νομικού προσώπου. Αν δεν υπάρχουν, ο πρόεδρος των πρωτοδικών διορίζει έναν ή περισσότερους εκκαθαριστές. 

Άρθρο 74 - Διάλυση - εκκαθάριση ΝΠ

Ο εκκαθαριστής ενεργεί ως διοικητής του νομικού προσώπου. Η εξουσία του περιορίζεται στις ανάγκες της εκκαθάρισης.

Άρθρο 75 - Ευθύνη εκκαθαριστή ΝΠ

Ο εκκαθαριστής ευθύνεται να αποζημιώσει τους δανειστές του νομικού προσώπου για κάθε υπαίτια παράβαση των υποχρεώσεών του. Περισσότεροι εκκαθαριστές ευθύνονται εις ολόκληρον. 

Άρθρο 76 - Διαδικασία εκκαθάρισης ΝΠ

Η εκκαθάριση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τη δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας, που εφαρμόζονται αναλόγως. 

 Άρθρο 77 - Τύχη περιουσίας ΝΠ

Η περιουσία νομικού προσώπου που διαλύθηκε, αν ο νόμος ή η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, ή το αρμόδιο όργανο δεν αποφάσισε διαφορετικά, περιέρχεται στο δημόσιο. Το δημόσιο έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει το σκοπό του νομικού προσώπου με την περιουσία αυτή. 
 Πηγή: Υπουργείο δικαιοσύνης  

ΤΙ ΠΕΦΤΕΙ ΣΕ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΣΟΣ)

1. Αφάνεια

Είναι ένα θέμα που δεν έχει πέσει τα τελευταία δέκα χρόνια Όμως αν πάτε στη σχολή θέλουν να το ξέρετε.
Θα δώσετε ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα του γάμου που λύεται με δικαστική απόφαση και στο θέμα της περιουσίας που όταν τον κρίνει το δικαστήριο άφαντο, τον κληρονομούν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του και όταν γυρίσει μπορεί να ζητήσει την περιουσία του πίσω δεν μπορεί όμως.. να ζητήσει να γυρίσει και η γυναίκα του που μπορεί να έχει ξαναπαντρευτεί.

2. Ακυρώσιμες δικαιοπραξίες

Πολύ ΣΟΣ. Πρόκειται για δικαιοπραξίες που μπορούν να ακυρωθούν με δικαστική απόφαση λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής και που παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους μέχρι την απόφαση αυτή. Μετά εξομοιώνονται με τις άκυρες δικαιοπραξίες.
Ότι έχω αναρτήσει πάνω σε αυτό το θέμα είναι πολύ ΣΟΣ ΣΟΣ!!!!!

3. Άκυρες δικαιοπραξίες ολικά ή μερικά

Άκυρες είναι οι αισχροκερδής, οι καταχρηστικές, οι εικονικές και οι ανήθικες δικαιοπραξίες. Διαβάστε τις πολύ καλά.
Επίσης, διαβάστε και για την μερική ακυρότητα όπου ένα μέρος της δικαιοπραξίας είναι έγκυρο και ένα άλλο είναι άκυρο.
Κάθε χρόνο αναρωτιόμαστε αν η δικαιοπραξία που έχουμε στο πρακτικό μας είναι άκυρη ή ακυρώσιμη οπότε ΣΟΣ.

4. Αντιπροσώπευση

Θα υπάρχει ειδική μνεία πάνω στο θέμα από το μπλοκ. Οπότε ναι πέφτει και η αντιπροσώπευση μαζί συνήθως με κάποια σύμβαση. Μία φορά έχει πέσει αντιπροσώπευση τα τελευταία δέκα χρόνια.

5. Πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια / πλάνη ως προς το πρόσωπο ή το πράγμα / πλάνη στη βούληση / πλάνη στη δήλωση

Όλα Σ.Ο.Σ. Έχει πέσει πολλές φορές η πλάνη και η απάτη στις συναλλαγές.

6. Διαλυτική / αναβλητική αίρεση

Σχεδόν πάντα το πρακτικό μας έχει αίρεση. Αναβλητική έχουμε όταν τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας θα επέλθουν μετά από ένα αβέβαιο και μελλοντικό γεγονός ενώ διαλυτική έχουμε όταν τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας διαλύονται όταν επέρχεται ένα αβέβαιο και μελλοντικό γεγονός.

7. Ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις

Το διαβάζουμε. Θα έχω ξεχωριστή ανάρτηση. Έχει πέσει μία φορά τα τελευταία δέκα χρόνια.

8. Διάρρηξη δικαιοπραξίας (καταδολίευση)

Πολύ Σ.Ο.Σ. Έχει αναρτηθεί σχετικά με αυτό κάτι. Γίνεται όταν κάποιος μεταβιβάζει την περιουσία του με δόλο για να αποφύγει να του την κατασχέσουν οι δανειστές του. Οι δανειστές του λοιπόν έχουν δικαίωμα να διαρρήξουν το συμβόλαιο που συνέταξε είτε πώληση είτε δωρεά και να κατασχέσουν το ακίνητο αυτό.

9. Σωματείο  (ευθύνες διοικούντων - αρμοδιότητες διοικούντων και μελών)

Έχει πέσει σχετικό θέμα δύο φορές τα τελευταία δέκα χρόνια.

10. Παραγραφή / αποσβεστική προθεσμία

Υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο και συνήθως μπαίνει η παραγραφή ή η αποσβεστική προθεσμία ως υποερωτημα του πρακτικού που θα μας βάλουν. Έχει πέσει δύο φορές.


Καλή επιτυχία στο διάβασμά σας!!

ΕΝΝΟΙΑ, ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ (ΣΟΣ ΓΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ)

Έννοια μερικής ακυρότητας
Ολική ακυρότητα είναι η ακυρότητα που καταλαμβάνει ολόκληρο το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα είναι η ακυρότητα μέρους μόνο του περιεχομένου της δικαιοπραξίας. Το άλλο μέρος της δικαιοπραξίας που δεν καταλαμβάνεται από τον ίδιο ή άλλο λόγο ακυρότητας είναι έγκυρο. Συνεπώς ενώ η δικαιοπραξία εδώ πάσχει από μερική ακυρότητα. Μερική ακυρότητα νοείται σε περιπτώσεις που το τμήμα της δικαιοπραξίας που δεν θίγεται από ακυρότητα μπορεί να αποτελεί ισχυρη δικαιοπραξία.
Το απλούστερο παράδειγμα είναι η σύμβαση πχ πώληση που έχει ως αντικείμενο περισσότερα πράγματα, αν η πώληση του ενός είναι άκυρη πχ περίπτωση 175, η πώληση των άλλων πραγμάτων μπορεί να είναι έγκυρη. Ακόμη σύμφωνα με το 294 δικαιοπραξία για τόσο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη για "το υπερβάλλον". Η μερική ακυρότητα μπορεί όμως να αναφέρεται και στη συμφωνία με ένα από τα περισσότερα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δικαιοπραξία πχ χρέος του Α προς τον Β εγγυώνται οι Χ και Ψ, από τους οποίους ο Ψ είναι ανίκανος.

Είδη της μερικής ακυρότητας
Διακρίνεται σε απόλυτη και σχετική. Απόλυτη μερική ακυρότητα είναι ακυρότητα μέρους της δικαιοπραξίας, την οποία μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Για παράδειγμα στην περίπτωση που η πώληση του ενός των περισσοτέρων πραγμάτων είναι άκυρη λόγω αντιθέσεως στα χρηστά ήθη, την ακυρότητα μπορούν να επικαλεσθούν όχι μόνο ο πωλητής ή ο αγοραστής αλλά και οι δανειστές τους. Η ακυρότητα αυτή τίθεται για εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και λαμβάνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν προκύπτει από τα πραγματαικά περιστατικά που έχουν υποβληθεί σε αυτό ενώ η παραίτηση από το δικαίωμα επικλήσεως της είναι άκυρη. Σχετική μερική ακυρότητα είναι η ακυρότητα μέρους της δικαιοπραξίας την οποία μπορούν να επικαλεσθούν μόνο πρόσωπα υπέρ των οποίων θεσπίζεται ή οι δανειστές τους με πλαγιαστική αγωγή (ΚπολΔ 72). Επειδή η ακυρότητα αυτή  τίθεται για εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος δεν λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο αλλά πρέπει να προταθεί από τον δικαιούμενο δικαστικά ή εξώδικα. Μέχρι τότε η δικαιοπραξία παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της πχ η περίπτωση που χρέος του Α προς τον Β εγγυώνται οι Χ και Ψ από τους ο Ψ δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησής του (ΑΚ 131 παρ. 1) κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας της εγγύησης, έχουμε σχετική ακυρότητα, η οποία μπορεί να προταθεί μόνο από τον Ψ και η οποία μέχρι την επίκληση της παράγει έννομα αποτελέσματα.
Επίσης η μερική ακυρότητα μπορεί να διακριθεί σε αρχική όταν το ελάττωμα που την προκαλεί υφίσταται κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας πχ ένας από τους εγγυητές είναι δικαιοπρακτικά ανίκανος και σε επιγενόμενη όταν η ακυρότητα του μέρους επήλθε μεταγενέστερα όπως στην περίπτωση που όρος της δικαιοπραξίας ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση λόγω πλάνης. Βέβαια όσον αφορά την εφαρμογή της ΑΚ 181 είναι αδιάφορο αν η ακυρότητα του μέρους είναι αρχική ή επιγενόμενη.

Λόγοι της μερικής ακυρότητας - παραδείγματα
Η μερική ακυρότητα μπορεί να στηρίζεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας. Τέτοιοι λόγοι είναι η ανικανότητα για δικαιοπραξία (ΑΚ 128 επ.), η μη τήρηση του νόμιμου συστατικού τύπου (ΑΚ 159 παρ.1), τα ελαττώματα της βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος (ΑΚ 138 εικονικότητα, αστεϊσμός), τα ελαττώματα του περιεχομένου της δικαιοοπραξίας (ΑΚ 174 η αντίθεση της δικαιοπρξίας στο νόμο, ΑΚ 178-179 η αντίθεση της δικαιοπραξίας στα χρηστά ήθη).
Έτσι για παράδειγμα στην περίπτωση που ο Α ο Β και ο Γ συνάπτουν μια εταιρεία είναι δυνατόν η εταιρική σύμβαση να είναι έγκυρη ως προς τον Β και Γ αλλά άκυρη ως προς τον Α, γιατί στερείται δικαιοπρακτικής ικανότητας είτε γιατί είναι ανήλικος (ΑΚ 128 εδ1) είτε γιατί βρίσκεται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 128 εδ 2 134) είτε για κατά τη δεδομένη στιγμή δεν είχε συνείδηση των πράξεων του ή βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη βούλησή του (ΑΚ 131) είτε γιατί τελεί υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση και συνάπτει τη σύμβαση χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού του συμπαραστατη (ΑΚ 129 περ 3, 433, 1683 εδ.γ., 1678 παρ. 2). Επίσης συλλογική σύμβαση εργασίας είναι άκυρη ως προς ανήλικο που συμπλήρωσε το 15ο έτος εφόσον συνάπτει τη συγκεκριμένη σύμβαση εργασίας χωρίς τη  συναίνεση των γονιών του ή των προσώπων που ασκούν την επιμέλεια του (ΑΚ 136).
Επιπλέον στην περίπτωση που ο Χ και Ψ κύριοι όμορων κτημάτων καταρτίζουν εγγράφως σύμβαση με την οποία α) ο Χ επιτρέπεται να αποθέτει τα αγριόχορτα που μαζεύει κάθε φορά όταν καθαρίζει το κτήμα του, στο κτήματου Ψ έναντι 1000 ευρώ ετησίως και β) ο Ψ πρέπει να μεταβιβάσει στον Β το ακίνητό του έναντι του τιμήματος των 500.000 ευρώ μετά την πάροδο 100 ετών, η σύμβασηη είναι άκυρη ως προς το μέρος με το οποίο ο Ψ ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του ακινήτου του στον Χ, γιατί δεν περιβλήθηκε τον νόμιμο συστατικό τύπο, ήτοι τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου (ΑΚ 159παρ.1 και 369). Τα αυτά ταύτα ισχύουν και στην περίπτωση δωρεάς περισσοτέρων του ενός πραγμάτων. Δηλαδή η σύμβαση θα είναι άκυρη για το πράγμα ως προς το οποίο δεν καταρτίστηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο. Το ίδιο και όταν συμφωνήθηκε η πώληση ποιμνίου μαζί με τον τόπο εγκατάστασεώς του με ιδιωτικό έγγραφο. Ακόμη στην περίπτωση που περισσότεροι εγγυώνται το χρέος του Α για παράδειγμα, η σύβμαση της εγγύησης είναι άκυρη ως προς τον εγγυητή του οποίου η δήλωση δεν περιελήφθη σε ιδιωτικό έγγραφο (ΑΚ 849). Πρόκειται γαι το νόμιμο συστατικό τύπο που θα πρέπει να τηρηθεί λόγω ανάγκης προστασίας του Α. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους από  περισσότερους (ΑΚ 873).  Επίσης είναι δυνατό μέρος της δικαιοπραξίας να είναι εικονικό (ΑΚ 138 παρ.1) δηλαδή η αμοιβαία συμφωνία των μερών να μην έχει γίνει στα σοβαρά, αλλά φαινομενικά ως προς ένα τμήμα της πχ ο Α πωλεί και μεταβιβάζει 2 ακίνητα  αξίας στον  στον γιό του Β εκ των οποίων το ένα εικονικά είτε προς καταδολίευση των δανειστών του (απόλυτη εικονικότητα) είτε για να καλύψει δωρεά προς το σκοπό αποφυγής του βαρύτερου φόρου δωρεάς (σχετική εικονικότητα).  Η εικονική δικαιοπραξία της πώλησης είναι άκυρη ως εικονική ενώ η καλυπτόμενη δικαιοπραξία της δωρεάς είναι έγκυρη υπό την προϋπόθεση ότι οι συμβαλλόμενοι ήθελαν την δωρεά και τηρήθηκε ο συμβαολαιογραφικός τύπος (ΑΚ 138 παρ. 2 και 498). Περίπτωση δε που εμφανίζεται συχνά στην πράξη είναι η πώληση ακινήτου με συμβολαιογραφικό έγγραφο στο οποίο αναγράφεται - για λόγους φοροδιαφυγής - τίμημα μικρότερο από το συμφωνηθέν. Κατά μία άποψη η εμφανιζόμενη πώληση είναι άκυρη ως εικονική (ΑΚ 138 παρ. 1). Άκυρη επίσης, είναι και η καλυπτόμενη πώληση με το πραγματικό τίμημα αφού η συμφωνία για το τίμημα αυτό δεν έχει περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Κατά άλλη ορθότερη άποψη η σύμβαση είναι άκυρη ως εικονική  (ΑΚ 138 παρ. 1). Η καλυπτόμενη πώληση με το μεγαλύτερο τίμημα είναι έγκυρη, αλλά μόνο για το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο. Διότι η πραγματικά ηθελημένη δικαιοπραξία με το μεγαλύτερο τίμημα υποβλήθηκε εν μέρει στον προσήκοντα τύπο και είναι ως προς αυτό το τμήμα έγκυρη (ΑΚ 138 παρ.2), θα συμπαρασύρονταν και αυτό το τμήμα σε ακυρότητα μόνο υπό τους όρους της ΑΚ 181. Τέλος στην περίπτωση της κρυψιβουλίας ή αστεϊσμού, αναφορικά με τμήμα μόνο της δικαιοπραξίας η μερική ακυρότητα επέρχεται εφόσον ο αποδέκτης της δηλώσεως διέγνωσε την επιφύλαξη ή τον αστεϊσμό του δηλούντος.
Εν συνεχεία, μπορεί μέρος της δικαιοπραξίας να αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου όπως πχ στην περίπτωση που ο Α δάνεισε ένα χρηματικό ποσό στον Β με ετήσιο τόκο 50% ενώ το ανώτερο ετήσιο ποσοστό του δικαιοπρακτικού τόκου που καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι 9,25% ετησίως (αρ. 3 παρ. 2 Ν 2842/2000), Συνεπώς, ενόψει της ΑΚ 294 όπου κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το επιπλέον, ο όρος σχετικά με τον τόκο του δανείου είναι άκυρος ως προς το περαν το επιτρεπόμενο ύψος επιτόκιο. Εδώ δεν ανατρέπεται όλη η δικαιοπραξία αλλά κατά το μέρος που συμφωνήθηκε τόκος που υπερβαίνει το ανώτατο θεμικό όριο. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση που έχει περιληφθεί, στη σύμβαση συμφωνία περί μη ευθύνης ενέκα δόλου ή βαριάς αμέλειας (ΑΚ 332 παρ. 1). Ο όρος αυτός είναι άκυρος, αλλά δεν επηρεάζεται εκ της ακυρότητας το λοιπό μέρος της σύμβασης. Το ίδιο και αν και σε σύσταση ενεχύρου περιελήφθη η κατά την ΑΚ 1239 απαγορευμένη συμφωνία να περιέρχεται το ενέχυρο στον δανειστή, αν δεν ικανοποιηθεί εμπρόθεσμα.
Επισης είναι δυνατό η μερική ακυρότητα να οφείλεται στο ότι μέρος της δικαιοπραξίας προσκρούει στις ΑΚ 175-177 με τις οποίες θεσπίζονται απαγορεύσεις διαθέσεως. Έτσι για παράδειγμα στην περίπτωση που ο Χ πουλά στον Ψ την κυριότητα ενός πράγματος και την επικαρπία ενός άλλου, η πώληση είναι άκυρη ως προς το τμήμα της που αφορά την πώληση της επικαρπίας του ενός πράγματος ενόψει της απόλυτης απαγόρευσης διάθεσης που τίθεται στην ΑΚ 1166 με την οποία θεσπίζεται το αμεταβίβαστο της επικαρπίας. Ακόμη αν ο πατέρας Α πουλήσει στον Τ το οικόπεδο που κληροδότησε σε αυτόν και στον γιο του Β η σύζυγος του Σ χωρίς να ζητήσει την άδεια του δικαστηρίου (1526 ΑΚ) η πώληση θα είναι άκυρη ως προς το μερίδιο των 3/4 του ανηλίκου. Πρόκειται για περίπτωση σχετικής απαγόρευσης διαθέσεως εκ του νόμου που έχει ταχθεί για την προστασία ορισμένων προσώπων. Από το συνδυασμό των διατάξεων 1526, 175ΑΚ προκύπτει ότι ο νομοθέτης δεν θέλει να εκποιούνται περιουσιακά στοιχςεία των ανηλίκων και κυρίως τα ακίνητα χωρίς έλεγχο του λόγου και της σκοπιμότητας της διάθεσης από το δικαστήριο, ακόμη και στην περίπτωση που η εκποίηση διενεργείται από τους γονείς του ανηλίκου που ασκούν την γονική μέριμνα . Τα ίδια ισχύουν και στην απαγόρευση  διάθεσης έχει ταχθεί υπέρ ορισμένου προσώπου με δικαστική απόφαση.
Επιπλέον μέρος της δικαιοπραξίας μπορεί να αντίκειται στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178) με γνώμονα τις αντιλήψεις του μέσου χρηστού και υγιώς σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου. Πρόκειται για κρίση που ελέγχεται κάθε φορά από το δικαστήριο και υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου. Έτσι είναι ακυρη η ρήτρα αγαμίας σε μια σύμβαση εργασίας και δεν επισύρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, ακόμη και αν τα μέρη απέδωσαν αποφασιστική σημασία στην ρήτρα. Η ακυρότητα της ρήτρας αποσκοπεί στην παρεμπόδιση επεμβάσεως του εργοδότη στις προσωπικές νομικές σχέσεις του εργαζομένου ως έκφραση της προστασίας της προσωπικότητας του εργαζομένου (ΑΚ 57). Η ολική ακυρότητα και η απώλεια της εργασίας θα ερχόταν σε αντίφαση με την ανωτέρω προστασία της προσωπικότητας του εργαζομένου. Επίσης, η συμφωνία γιατρού και ασθενή περί  υποβολής του τελευταίου σε εγχείρηση, συνοδευόμενη από υπόσχεση ευθανασίας σε περίπτωση που η εγχείρηση αποδείξει το ανίατο της ασθένειας είναι άκυρη μόνο ως προς το δεύτερο σκέλος. Κατά τον ίδιο τρόπο η συμφωνία περί μη ασκήσεως του επαγγέλματος του χρυσοχόου με αληθινά ή με μη γνήσια κοσμήματα σε ορισμένο τόπο κρίνεται ισχυρή μόνο ως προς τα μη γνήσια κοσμήματα.
Τέλος, μερική ακυρότητα δεν αποκλείεται και στην περίπτωση των αισχροκερδών διακιοπραξιών (ΑΚ 179). Η δικαιοπραξία θα είναι τότε έγκυρη κατά το μέρος γαι το οποίο θα υπάρχει αναλογία παροχής και αντιπαροχής και άκυρη μόνο για το υπερβάλλον. Ο κερδοσκοπών δύσκολα θα μπορεί στην περίπτωση αυτή να επικαλεσθεί κατά εφαρμογή της ΑΚ 181 ολική ακυρότητα. Συνεπώς, αν ο Γ πωλήσει στον Δ 2 γλυπτά, εκ των οποίων το ένα για 80.000 ευρώ, ενώ η αγοραία αξία του δεν υπερβαίνει τα 10.000 ευρώ, εκμεταλλευόμενος την απειρία του Δ, τότε η πώληση θα είναι άκυρη ως προς το ένα γλυπτό.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΝΝΟΙΑ, ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ (ΣΟΣ ΓΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ)

Έννοια της ακυρότητας
Η δικαιοπραξία ως πράξη που θέτει ένα ατομικό και συγκεκριμένο κανόνα δικαίου μέσω μίας ή περισσοτέρων δηλώσεων βουλήσεως, προκειμένου να είναι  υποστατή, θα πρέπει να συντρέχουν σε αυτή όλα τα ουσιώδη στοιχεία που θέτει ο νόμος ώστε να είναι νομικά υπαρκτή και ισχυρή.  Άρα μια άκυρη δικαιοπραξία είναι μία υπόστατη δικαιοπραξία ανίσχυρη και ανενεργός. Στην άκυρη δικαιοπραξία δεν συντρέχει όρος του κύρους και μάλιστα, τέτοιος η συνδρομή του οποίου είναι απαραίτητη για το κύρος και άρα την ενέργεια της δικαιοπραξίας. Κατά την ΑΚ 180 "Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε". Όπως η ανυπόστατη έτσι και η άκυρη δικαιοπραξία αν και υποστατή δεν παράγει έννομες συνέπειες δικαιοπρακτικές. Προέρχεται αυτόματα εκ του νόμου χωρίς να απαιτείται καμία ενέργεια των μερών ή του δικαστηρίου η ακυρότητα και δύναται μόνο η έγερση αναγνωριστικής αγωγής του Κωδ Πολ Δικ 70 και όχι και η αγωγή για κήρυξη της ακυρότητας.

Λόγοι ακυρότητας
Οι λόγοι της ακυρότητας είναι πολλοί και ανάγονται σε ελλείψεις όρων του κύρους της δικαιοπραξίας. Τέτοιοι είναι πχ η ανικανότητα για δικαιοπραξία (ΑΚ 128 επ.), τα ελαττώματα της δήλωσης βουλήσεως (εικονικότητα ΑΚ 138, αστεϊσμός), η μη τήρηση του νόμιμου συστατικού τύπου (ΑΚ 159), η αντίθεση της δικαιοπραξίας στο νόμο (ΑΚ 174) ή στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178,179).

Είδη ακυρότητας
Η ακυρότητα διακρίνεται σε αρχική που υπάρχει ήδη κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και σε επιγενόμενη που επέρχεται εκ των υστέρων μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Διακρίνεται επίσης σε απόλυτη ακυρότητα όταν παραβιάζεται διάταξη που έχει τεθεί προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, ισχύει υπέρ και κατά παντός, λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και είναι οριστική και αθεράπευτη καθώς και σε σχετική ακυρότητα στην περίπτωση παραβάσεως διάταξης που έχει τεθεί προς προστασία ορισμένων μόνο προσώπων και όπως και στην απόλυτη ακυρότητα δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα και μπορεί να θεραπευτεί με τη μορφή παραιτήσεως από το δικαίωμα επικλήσεως των δικαιουμένων προσώπων. Σημαντική τέλος είναι η διάκριση της ακυρότητας σε ολική και μερική. Η ολική αφορά το σύνολο του περιεχομένου της δικαιοπραξίας ενώ η μερική ακυρότητα αφορά μόνο μέρος του περιεχομένου της δικαιοπραξίας. Το λοιπό δε μέρος είναι έγκυρο.

ΟΙ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ

Η σύνθεση της διοίκησης του σωματείου ορίζεται από το άρθρο 92 ΑΚ. Σύμφωνα με αυτόν τα ίδια τα μέλη του σωματείου χρειάζεται να το διοικούν, με αποτέλεσμα την επίτευξη της αυτοδιοικήσεως. Η επιτρεπόμενη εθνικότητα των μελών της διοίκησης του σωματείου περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην ελληνική. Ωστόσο η συμμετοχή αλλοδαπών πολιτών μπορεί να επιτραπεία μόνο από τις Αρχές και κατά εξαίρεση τριών προϋποθέσεων. Η πρώτη έχει να κάνει με το σκοπό του σωματείου η δεύτερη με τον αριθμό των συμμετεχόντων αλλοδαπών που πρέπει να είναι ίσος ή μικρότερος των ελλήνων και η τρίτη με τη συμμετοχή των αλλοδαπών πολιτών μέσω σχετικού προεδρικού διατάγματος.

Οι αποφάσεις που ενδέχεται να λάβει η διοίκηση ως όργανο του σωματείου ενέχουν τον κίνδυνο μιας κάποιας ελαττωματικότητας. Σε ανυπόστατες και άκυρες από τη μία και από την άλλη σε ακυρώσιμες. Οι πρώτες, οι ανυπόστατες σχετίζονται άμεσα με τις αποφάσεις που δε μοιάζουν στην πραγματικότητα ως "αποφάσεις" εξαιτίας των γνωρισμάτων τους. Χαρακτηριστικές εδώ είναι μεταξύ άλλων οι περιπτώσεις αποφάσεων που έχουν παρθεί με την απουσία της προαπαιτούμενης απαρτίας των μελών ή εκείνων που έχουν ληφθεί μεν μέσω της νόμιμης και προβλεπόμενης διαδικασίας αλλά τα ενεργούντα μέλη πράττουν  σε βάρος ακόμα και της ζωής των υπολοίπων μελών.
Σε περίπτωση που οι αποφάσεις έχουν παρθεί εξωτερικά ως επιτρεπόμενες αλλά η λήψη τους έχει γίνει κατόπιν παραβίασης του καταστατικού ή της νομοθεσίας τότε χαρακτηρίζονται ως άκυρες.
Επίσης, ελαττωματικές κρίνονται και οι αποφάσεις της διοίκησης του σωματειου εφόσον λήφθηκαν με ποσοστά πλειοψηφίας μικρότερα των προαπαιτούμενων από τη νομοθεσία ή το καταστατικό. Στην τελευταία περίπτωση ότι έχει αποφασιστεί ακυρώνεται ακόμη και μέσω δικαστικής απόφασης και χαρακτηρίζεται ως ακυρώσιμη.

Το ίδιο συμβαίνει και με το κύρος των αποφάσεων των μελών της γενικής συνέλευσης.  Στο άρθρο 95 και 96 του ΑΚ ορίζεται ξεκάθαρα πότε θα συγκαλείται η γενική συνέλευση του σωματείου. Το κύρος λοιπόν των αποφάσεων αυτών εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες, από το κατά πόσο έχουν υπόσταση ανυπόστατη, άκυρη και ακυρώσιμη.  Βάσει της νομολογίας της Ελλάδας την πρώτη κατηγορία ελαττωματικών αποφάσεων στελεχώνουν αυτές που έχουν ληφθεί "κατά το φαινόμενο" . Οι άκυρες αντιβαίνουν το νόμο ή το καταστατικό και οι ακυρώσιμες που ακυρώνονται με δικαστική απόφαση αφού δεν ισχύουν "εκ νόμου".

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟΥ


Στα πλαίσια της γενικότερης συναλλακτικής περιπτωσιολογίας συμβαίνει ενίοτε τα συμβαλλόμενα μέρη να μην είναι έτοιμα για πραγματικούς λόγους ή να μην επιθυμούν να προβούν ακόμα στην επίκαιρη κατάρτιση μιας οριστικής σύμβασης, εντούτοις όμως να εξακολουθούν να αποβλέπουν βουλητικά στην μελλοντική κατάρτισή της. Στις περιπτώσεις αυτές είθισται τα μέρη να επιλέγουν την κατάρτιση μιας προκαταρκτικής ή προσυμβατικής σύμβασης, του προσυμφώνου, με την οποία αναλαμβάνουν, είτε αμφιμερώς είτε μονομερώς, την υποχρέωση να συνάψουν στο μέλλον την οριστική σύμβαση.

Το προσύμφωνο δηλαδή είναι μια προπαρασκευαστική υποσχετική σύμβαση που μάλιστα λειτουργεί απόλυτα δεσμευτικά για τους συμβαλλομένους, υποχρεώνοντάς έκαστο μέρος σε σύμπραξη για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης. Επομένως, εάν ο ένας από τους δύο συμβαλλόμενους αθετήσει την υποχρέωσή του και δεν συμπράξει στην κατάρτιση της κύριας σύμβασης, ο άλλος μπορεί να αξιώσει είτε την εκπλήρωση της σύμβασης είτε και αποζημίωση, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 383 και 385 του Αστικού Κώδικα.

Με το προσύμφωνο δημιουργείται τέλεια ενοχή, δηλαδή γεννιούνται υποχρεώσεις και από τα δύο μέρη για τη σύναψη της κύριας σύμβασης, οι οποίες είναι αγώγιμες. Στην περίπτωση, όπου αίτημα της αγωγής είναι η καταδίκη του εναγόμενου σε δήλωση βουλήσεως για την κατάρτιση της κύριας σύμβασης, κατά το άρθρο 949 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η δήλωση αυτή θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι έγινε με την τελεσιδικία της απόφασης, οπότε και ο ενάγων μπορεί να προβεί σε δήλωση αποδοχής της, επιφέροντας την κατάρτιση της σύμβασης.

Με τη διάταξη αυτή δηλαδή θεσμοθετείται ειδικός τρόπος αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία επέρχεται από την τελεσιδικία της απόφασης που καταδικάζει σε δήλωση βούλησης τον οφειλέτη και προϋποθέτει αφενός την ιδιότητα του ενάγοντος ως φορέα της αξίωσης να δεχθεί τη δήλωση αυτή και αφετέρου την ιδιότητα του εναγομένου ως οφειλέτη της.

Το προσύμφωνο, σύμφωνα με το άρθρο 166 ΑΚ, υπόκειται στον τύπο που ορίζει ο νόμος για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί (ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό έγγραφο). Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, το προσύμφωνο δημιουργεί υποχρέωση των συμβαλλομένων να προσέλθουν στη σύναψη της κυρίας σύμβασης. 
Προκειμένου μία συμφωνία να χαρακτηρισθεί ως έγκυρο προσύμφωνο, θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε αυτό όλοι οι ουσιώδεις όροι της σκοπούμενης σύμβασης, αλλιώς είναι άκυρο.
Προκειμένου όμως μία συμφωνία να χαρακτηρισθεί ως έγκυρο προσύμφωνο, θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε αυτό όλοι οι ουσιώδεις όροι της σκοπούμενης σύμβασης, αλλιώς είναι άκυρο. Ωστόσο, δεν απαιτείται να δηλώνεται πανηγυρικώς στο κείμενό του η υποχρέωση που αναλαμβάνεται με αυτό για τη σύναψη της οριστικής σύμβασης, αλλά αρκεί αυτή να προκύπτει με σαφήνεια από το περιεχόμενό του, ενώ επιπλέον δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται η ακριβής ημερομηνία κατάρτισης της.

Εξάλλου, το προσύμφωνο δεν υπόκειται σε μεταγραφή ακόμη και αν αναφέρεται σε δικαιοπραξία, με την οποίαν συνιστάται, αλλοιώνεται, μεταβιβάζεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, καθώς το ίδιο αποτελεί απλώς υποσχετική σύμβαση. Επιπλέον, η κατάργηση προσυμφώνου, το οποίο αναφέρεται στην κατάρτιση μελλοντικής σύμβασης που έχει αντικείμενο τη μεταβίβαση κυριότητας ή τη σύσταση άλλου εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο, δεν υποβάλλεται στο συμβολαιογραφικό τύπο, που επιβάλλεται για την οριστική σύμβαση και το προσύμφωνο, αλλά μπορεί να γίνει και με μεταγενέστερη άτυπη σύμβαση.

Περαιτέρω, εκ της παραπάνω διάταξης του άρθρου 166 ΑΚ, η οποία επιβάλλει όπως το προσύμφωνο υποβληθεί στον τύπο που ορίζει ο νόμος για την οριστική σύμβαση, συνάγεται, ότι εφόσον για την πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου (άρθρα 369 και 1033 του ΑΚ) το προσύμφωνο, που αφορά τέτοια σύμβαση υποβάλλεται υποχρεωτικά στον τύπο αυτόν. Διαφορετικά το προσύμφωνο θα καθίσταται άκυρο, κατ΄ άρθ. 159 ΑΚ, και θα θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ (άρθρο 180 του ίδιου κώδικα), με περαιτέρω συνέπεια η αγωγή του άρθρου 949 ΚΠολΔ, που προϋποθέτει υποχρέωση του εναγομένου από σύμβαση ή απευθείας από το νόμο, να απορρίπτεται ως αβάσιμη.

Ειδικότερα σε σχέση με την αγωγή για την καταδίκη του εναγομένου σε δήλωση βούλησης κατά άρθρο 949 ΚΠολΔ, αυτή μπορεί να εγερθεί και στην περίπτωση που είχε προσυμφωνηθεί, με το νόμιμο, όμως, τύπο, να πουληθεί πράγμα, το οποίο, κατά το χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου, δεν ανήκει στην κυριότητα εκείνου που προσυμφώνησε την πώληση με την μελλοντική ιδιότητα του πωλητή, γιατί η συμφωνία πώλησης ακόμη και ξένου πράγματος είναι έγκυρη, οπότε ο πωλητής είναι υποχρεωμένος να αποκτήσει το πράγμα και συνακόλουθα να παραδώσει την νομή αυτού στον αγοραστή.

Ωστόσο, τόσο η έλλειψη κυριότητας σ΄ αυτόν που προσυμφώνησε την πώληση, όσο και η απώλειά της, πριν από την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, συνιστούν αδυναμία παροχής, της οποίας οι συνέπειες ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 335, 362 και 380 επ. AK. Ο αγοραστής λοιπόν, έχει και στις περιπτώσεις των ελλείψεων αυτών έννομο συμφέρον να ασκήσει την αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βούλησης, αφού δεν αποκλείεται να αποκτηθεί, ενδιάμεσα ή μεταγενέστερα, από τον πωλητή η κυριότητα του πράγματος, το οποίο υποσχέθηκε να πουλήσει. Σε αντίθετη περίπτωση, ο αγοραστής θα έχει, μετά την τελεσιδικία της απόφασης που καταδικάζει τον πωλητή στη δήλωση βούλησης, όσα δικαιώματα του δίνουν οι ρυθμίσεις για τα νομικά ελαττώματα του πωληθέντος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 513 και 516 του ΑΚ.

ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=526495&subcat=103

ΑΚΥΡΩΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΛΟΓΩ ΠΛΑΝΗΣ Ή ΑΠΑΤΗΣ

Στο δαιδαλώδες δίκαιο των συμβάσεων συχνά ανακύπτουν ζητήματα σε σχέση την εγκυρότητά τους, ειδικά όταν κατά την κατάρτιση τους έχει εμφιλοχωρήσει κάποιο ελάττωμα, οπότε αυτές μπορεί να ακυρωθούν με την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης. Πρόκειται για τις λεγόμενες ακυρώσιμες συμβάσεις, η ακύρωση των οποίων μπορεί να οφείλεται σε πλάνη, απάτη ή απειλή κατά το σχηματισμό ή τη δήλωση της βούλησης ενός εκ των συμβαλλομένων.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 140 του Αστικού Κώδικα, βασικός λόγος ακυρωσίας μιας σύμβασης είναι η πλάνη ενός από τους συμβαλλομένους, δηλαδή η εσφαλμένη γνώση ή η μη συνειδητή άγνοια της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα να υπάρχει διάσταση μεταξύ της πραγματικότητας και της εικόνας που έχει γι’ αυτήν ο πλανώμενος. Η πλάνη αυτή μπορεί να αφορά καταρχήν στη δήλωση της βουλήσεως, όταν άλλο ήθελε να συμφωνήσει ο συμβαλλόμενος και άλλο τελικά συμφώνησε δια της δήλωσής του (πχ αναγραφή λάθος τιμήματος εκ παραδρομής).

Εντούτοις, η πλάνη μπορεί να αφορά και στην ίδια τη βούληση, όταν ο συμβαλλόμενος προχώρησε στη σύναψη μιας σύμβασης, επειδή σχημάτισε βούληση που δε θα σχημάτιζε αν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η πλάνη, (πχ ο πλανώμενος αποφάσισε την αγορά διαμερίσματος, επειδή είχε την εσφαλμένη πληροφορία, ότι επίκειται κατασκευή σταθμού Μετρό πλησίον του ακινήτου). Η τελευταία αυτή περίπτωση συνιστά την λεγόμενη  πλάνη που αφορά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης.

Απαραίτητη όμως προϋπόθεση για να αποκτήσει ο πλανώμενος το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης δικαστικώς, είναι η πλάνη να είναι ουσιώδης, δηλαδή τέτοιας σπουδαιότητας, ώστε αν ο πλανώμενος γνώριζε την αληθή κατάσταση δε θα προχωρούσε ποτέ στη σύναψη της σύμβασης. Ουσιώδης πλάνη θεωρείται καταρχήν αυτή που αφορά σε ιδιότητα προσώπου ή πράγματος (ΑΚ 142 ΑΚ), ενώ, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 143 ΑΚ, η πλάνη που αφορά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης θεωρείται ως μη ουσιώδης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από άλλη ειδική διάταξη.

Αντιθέτως, δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση του προκείμενου δικαιώματος του πλανηθέντος η έλλειψη υπαιτιότητάς του σε σχέση με την πλάνη του, αφού αυτός μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης ακόμα και αν δεν κατέβαλλε την απαιτούμενη επιμέλεια για να διαπιστώσει την υφιστάμενη πραγματική κατάσταση.

Η ακύρωση της σύμβασης επιφέρει όμως συνέπειες και για τον αντισυμβαλλόμενο του πλανηθέντος, καθώς έτσι διαψεύδεται η εμπιστοσύνη που αυτός επέδειξε πιστεύοντας στη σύναψη της σύμβασης, χωρίς επιπλέον να αποκλείεται να έχει υποβληθεί σε, εν τέλει άσκοπες, δαπάνες κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (πχ αμοιβές δικηγόρου, οδοιπορικά) ή και κατά την προετοιμασία εκπλήρωσης της σύμβασης (πχ έξοδα συσκευασίας και αποστολής αγαθών), και ως εκ τούτου να έχει υποστεί θετική ζημία.

Ο αντισυμβαλλόμενος ωστόσο μπορεί να έχει υποστεί και περαιτέρω ζημία, σε περίπτωση που απέρριψε πρόταση για σύναψη άλλης σύμβασης, πιστεύοντας στην εγκυρότητα της ακυρώσιμης σύμβασης, οπότε και πρόκειται για διαφυγόν κέρδος. Οι ζημίες αυτές αποτελούν το λεγόμενο αρνητικό διαφέρον, η διεκδίκηση του οποίου από τον ζημιωθέντα αποβλέπει στην ανάκτηση των περιουσιακών στοιχείων που αυτός θα είχε, εάν δεν ελάμβανε χώρα η ακύρωση της σύμβασης από τον πλανηθέντα ζημιώσαντα.

Η αποζημίωση αυτή όμως, τελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 145 ΑΚ, υπό δύο βασικούς περιορισμούς. Αφενός, το αρνητικό διαφέρον δεν μπορεί να υπερβαίνει το διαφέρον από την έγκυρη σύμβαση, δηλαδή η αποζημίωση δεν μπορεί ποτέ να είναι μεγαλύτερη από το κέρδος που θα είχε ο αντισυμβαλλόμενος του πλανηθέντος σε περίπτωση που εκπληρωνόταν η ακυρωθείσα σύμβαση. Αφετέρου δε, αποκλείεται η υποχρέωση του πλανηθέντος για αποζημίωση, αν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την πλάνη του πρώτου.    

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ, προβλέπεται ως λόγος ακυρωσίας μιας σύμβασης και η απάτη. Ως απάτη νοείται κάθε σκόπιμη συμπεριφορά που τείνει στην παραγωγή, ενίσχυση ή διατήρηση πεπλανημένης αντίληψης ή εντύπωσης, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγνοούντα συμβαλλόμενο ήταν επιβαλλόμενη από την καλή πίστη ή από την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και του δηλούντος. Τέτοια ιδιαίτερη σχέση, που επιβάλει τη γνωστοποίηση της αλήθειας, υπάρχει πάντα κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη μιας σύμβασης. Για την κατάφαση της απάτης απαιτείται η με δόλια πρόθεση παραπλάνηση του συμβαλλομένου, η οποία επιπλέον πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη δήλωση βούλησης στην οποία αυτός προέβη και να αφορά σε πραγματικά περιστατικά.

Στην περίπτωση που ο συμβαλλόμενος οδηγήθηκε δια εξαπατήσεως στη δήλωση βούλησής του, έχει δύο δυνατότητες. Η πρώτη παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 149 εδ. β ΑΚ, σύμφωνα με την οποίαν ο απατηθείς μπορεί να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία, με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή του, οπότε και έχει δικαίωμα να ζητήσει ό, τι θα απεκόμιζε αν τα κρίσιμα περιστατικά ήταν αληθινά, δηλαδή να λάβει το θετικό διαφέρον ή το διαφέρον εκπληρώσεως της σύμβασης. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, όταν ο απατηθείς συνάπτει σύμβαση αγοράς προϊόντων από τον αντισυμβαλλόμενο του, ο οποίος τον πείθει ότι αυτά είναι αφορολόγητα, γεγονός το οποίο όμως δεν ισχύει, οπότε και ο πρώτος, αντί να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης, μπορεί να την αποδεχτεί, αξιώνοντας όμως παράλληλα ως αποζημίωση τα χρήματα που κατέβαλε ως φόρο για τα προϊόντα.

Αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 147 ΑΚ, ο εξαπατηθείς μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης και να αναζητήσει την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας που υπέστη σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (149 εδ. α ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή, η αποζημίωση περιλαμβάνει το αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ό,τι ο εξαπατηθείς θα είχε αν δεν επεδείκνυε εμπιστοσύνη στην έγκυρη κατάρτιση της σύμβασης, και επιπλέον την χρηματική του ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Μάλιστα, στην περίπτωση της απάτης το αρνητικό διαφέρον δεν περιορίζεται, όπως στην περίπτωση της πλάνης, οπότε το ύψος του μπορεί να υπερβαίνει αυτό του θετικού διαφέροντος της σύμβασης.


ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=504746&subcat=103

ΑΚΥΡΗ Η ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΩΛΗΣΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ

Για την μεταβίβαση (πώληση, δωρεά, κλπ.) ακινήτου απαιτειται συμβολαιογραφικό εγγραφο και μεταγραφή αυτού στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολογικό γραφείο. Απαιτείται επίσης οι δηλώσεις βουλήσεως των συναλλασσομένων να είναι αληθείς. Στο συμβόλαιο τόσο ο μεταβιβάζων (πωλητής, δωρητής) όσο και ο προς ον η μεταβίβαση (αγοραστής, δωρεοδόχος) δηλώνουν γραπτώς, ως βεβαιώνει ο συμβολαιογράφος, ότι επιθυμούν την συγκεκριμένη δικαιοπραξία, ενώ στην πώληση γίνεται δήλωση βουλήσεως και για την καταβολή ή πίστωση τιμήματος.
Σε κάποιες, ωστόσο, περιπτώσεις η μεταβίβαση είναι εικονική, δηλαδή τα δύο μέρη, παρά το γεγονός ότι επισήμως δηλώνουν στον συμβολαιογράφο ότι θέλουν την μεταβίβαση, στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν την πώληση ή την δωρεά, ή επιθυμούν μία άλλη δικαιοπραξία, η οποία δεν αναφέρεται επισήμως.
Εάν αποδειχθεί ότι τα μέρη δεν δήλωσαν στο συμβόλαιο την πραγματική τους βούληση, αλλά ότι μόνο φαινομενικώς προέβησαν στην μεταβίβαση, η συγκεκριμένη δικαιοπραξία είναι άκυρη και μπορεί όποιος έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει στο δικαστήριο και να την ακυρώσει.
Η εικονική μεταβίβαση μπορεί να γίνεται για διάφορους λόγους. Μπορεί επί παραδείγματι ο μεταβιβάζων πωλητής να έχει χρέη και να επιδιώκει εικονικώς να μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία του σε άλλον, ώστε να τα προστατεύσει από τους δανειστές του, παρά το ότι σε μία τέτοια περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος της καταδολίευσης δανειστών, που ενέχει αστικές συνέπειες και ποινικές ευθύνες.
Άλλη περίπτωση εικονικότητος είναι η πώληση ακινήτου που γίνεται από γονέα σε τέκνο ή από παππού / γιαγιά σε εγγόνι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται περί δωρεάς. Ενώ δηλαδή το συμβόλαιο αναγράφει ότι συνεφωνήθη και κατεβλήθη τίμημα, στην πράξη τέτοιο τίμημα δεν έχει ποτέ καταβληθεί.
Εικονική μεταβίβαση ακινήτου μπορεί να λαμβάνει χώρα και όταν κάποιος πωλεί ακίνητο, όχι αληθώς, αλλά φαινομενικώς, για να μην έχει επισήμως στην κατοχή του κατοικία και να δύναται να λάβει απαλλαγή φόρου για κτήση πρώτης κατοικίας.
Στην υπ’ αριθ. 223/2009 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι «για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός, ότι η δήλωση βούλησης των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται».
Η μεταβίβαση που έχει λάβει χώρα εικονικώς αναγνωρίζεται ως άκυρη με αγωγή στο δικαστήριο και δικαστική απόφαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η βούληση των συμβαλλομένων δεν ήταν αυτή που φαινομενικώς δηλώθηκε στο συμβόλαιο, είτε περί της μεταβιβάσεως, είτε περί της καταβολής του τιμήματος, καθώς και η εικονικότητα περί του τιμήματος αρκεί από μόνη της για την κήρυξη μίας δικαιοπραξίας ως άκυρης.
Αυτός που ισχυρίζεται ότι η μεταβίβαση είναι άκυρη, μπορεί να υποστηρίξει ότι υποκρύπτεται μία άλλη δικαιοπραξία, που υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να ισχύσει, εφόσον συντρέχουν τα στοιχεία και οι προϋποθέσεις της υποκρυπτόμενης δικαιοπραξίας. Μπορεί δηλαδή να είναι άκυρη η πώληση, αλλά να ισχύσει ως δωρεά.
Μπορεί όμως και να μην υποκρύπτεται άλλη δικαιοπραξία και απλώς η συγκεκριμένη εικονική να είναι άκυρη. Εάν δηλαδή αποδειχθεί ότι εκείνος που μεταβίβασε δεν ήθελε αληθώς να απωλέσει την κυριότητα του ακινήτου και εκείνος στον οποίο έγινε η μεταβίβαση ούτε τίμημα κατέβαλε, ούτε ήθελε να αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου, η μεταβίβαση ακυρώνεται με δικαστική απόφαση και το ακίνητο θεωρείται ότι ποτέ δεν έφυγε από την κυριότητα του εικονικού πωλητού, που μετά την αναγνώριση της εικονικότητος παραμένει κύριος του ακινήτου.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

ΠΗΓΗ: http://nomika-themata.blogspot.gr/2011/08/blog-post_15.html

ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια δικαιοπραξία δεν αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της, επειδή παρουσιάζει κάποιο ελάττωμα. Διακρίνουμε τις εξής μορφές παθολογικών δικαιοπραξιών:
1. Ανυπόστατες
2. Ανενεργείς
3. Άκυρες
4. Ακυρώσιμες
1. ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΕΣ
Έννοια: Είναι δικαιοπραξίες των οποίων λείπουν ουσιώδη στοιχεία του πραγματικού τους (τα essentialia negotii) πχ μίσθωση χωρίς να ορίζεται το αντικείμενο της μίσθωσης.
Συνέπειες: Οι ανυπόστατες δικαιοπραξίες είναι ανύπαρκτες. Δεν υφίστανται καν ως δικαιοπραξίες.
2. ΑΝΕΝΕΡΓΕΙΣ
Έννοια: Είναι δικαιοπραξίες για την ολοκλήρωση των οποίων απαιτείται η συνδρομή ορισμένων ακόμη στοιχείων, τα οποία δεν είναι βέβαιο αν θα συμπληρωθούν πχ μεταγραφή μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου ΑΚ 1033,  η έγκριση τρίτου ΑΚ 236.
Συνέπειες: Μέχρι να συμπληρωθούν τα στοιχεία που λείπουν, το κύρος των δικαιοπραξιών αυτών είναι μετέωρο -αν συμπληρωθούν η δικαιοπραξία καθίσταται έγκυρη και αναπτύσσει όλη της την ενέργεια- αν καταστεί βέβαιο ότι δεν θα συμπληρωθούν ποτέ η δικαιοπραξία καθίσταται άκυρη.
3. ΑΚΥΡΕΣ
Έννοια: Άκυρη είναι η δικαιοπραξία που έχει την εξωτερική μορφή δικαιοπραξίας, δεν παράγει όμως  τα έννομα αποτελέσματά της λόγω κάποιου ελαττώματος που έχει εμφιλοχωρήσει σε αυτήν.
Λόγοι ακυρότητας: Πολλοί (πχ έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας, παράνομο ή ανήθικο περιεχόμενο, εικονικότητα). Ο νόμος με ειδικές διατάξεις προβλέπει την ακυρότητα δικαιοπραξίας.
Είδη ακυρότητας
1. Απόλυτη (η ακυρότητα που τάσσεται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, μπορεί να επικαλεσθεί οιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον και λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο πχ ΑΚ 174) – Σχετική (η ακυρότητα που τάσσεται για την εξυπηρέτηση ιδιωτικού συμφέροντος, μπορεί να την επικαλεστεί μόνο το πρόσωπο υπέρ του οποίου τάσσεται και το δικαστήριο την λαμβάνει υπόψη μόνο αφού προταθεί πχ ΑΚ 131 παρ. 1)
2. Ολική (όταν ολόκληρη η δικαιοπραξία είναι άκυρη) - Μερική (όταν μέρος της δικαιοπραξίας είναι άκυρο). Ερώτημα: Επηρεάζει η ακυρότητα του μέρους το κύρος ολόκληρης της δικαιοπραξίας; Μόνο αν συνάγεται ότι τα μέρη, αν γνώριζαν την ακυρότητα, δεν θα είχαν καταρτίσει τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος ΑΚ 181)
Παραδείγματα μερικής ακυρότητας: δανειακή σύμβαση με τοκογλυφικό επιτόκιο, συστατική πράξη ιδρύματος την οποία υπογράφουν 25 πρόσωπα από τα οποία ένα είναι δικαιοπρακτικά ανίκανο, πώληση ακινήτου με τίμημα στο ήμισυ της  πραγματικής αξίας του αλλά για κάλυψη της διαφοράς ανάληψη υποχρέωσης από τον αγοραστή να κλείσει το κατάστημά του για είκοσι χρόνια
Πρακτικό: Ο 17ετής Α συμφωνεί με τον Π την αγορά ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Όταν ο Α προσέρχεται στο κατάστημα του Π για να παραλάβει τον υπολογιστή, ο Π του ανακοινώνει ότι δεν είναι υποχρεωμένος να του τον παραδώσει γιατί η πώληση ήταν άκυρη λόγω δικαιοπρακτικής ανικανότητας του Α. Ερωτάται: Έχει δίκιο ο Π; Απάντηση: Η πώληση πράγματι είναι άκυρη (ΑΚ 127, 130). Η απάντηση όμως στο ερώτημα αν δικαιούται ο Π να επικαλεστεί την ακυρότητα αυτή εξαρτάται από ποια γνώμη θα ακολουθήσουμε ως προς τον χαρακτηρισμό της ακυρότητας ως απόλυτης ή σχετικής. Αν συνταχθούμε με την κρατούσα άποψη που δέχεται την ακυρότητα αυτή ως απόλυτη ναι, έχει δίκιο ο Π αρνούμενος να παραδώσει τον υπολογιστή. Αν ακολουθήσουμε την αντίθετη άποψη ότι δηλαδή πρόκειται για σχετική ακυρότητα, ο Π δεν μπορεί να την επικαλεστεί. Μόνο ο ανήλικος Α , υπέρ του οποίου τάσσεται η ακυρότητα, δικαιούται να την επικαλεστεί.
Θεραπεία ακυρότητας: Είναι δυνατή, εφόσον το προβλέπει ο νόμος, σε εξαιρετικές περιπτώσεις πχ ΑΚ 498 παρ.2  (ίαση με παράδοση του κινητού της άκυρης λόγω μη τήρησης του συμβολαιογραφικού τύπου δωρεάς κινητού ) ή εφόσον ο δικαιούμενος να επικαλεστεί σχετική ακυρότητα παραιτηθεί από το δικαίωμα επίκλησής της. 
Μετατροπή = Η αλλαγή του νομικού χαρακτήρα άκυρης δικαιοπραξίας, ώστε η άκυρη δικαιοπραξία να ισχύσει υπό διαφορετική όμως νομική μορφή, που καλύπτει παρεμφερές περιεχόμενο ΑΚ 182Προϋποθέσεις i. η άκυρη δικαιοπραξία να περιέχει τα στοιχεία έγκυρης ii. τα μέρη να αγνοούν την ακυρότητα και iii. τα μέρη να ήθελαν την άλλη δικαιοπραξία, αν γνώριζαν ότι κατάρτιζαν άκυρη δικαιοπραξία. Παράδειγμα: Οι συμβαλλόμενοι καταρτίζουν σύμβαση μεταβίβασης της επικαρπίας η οποία κατά το άρθρ. 1166 α΄ ΑΚ απαγορεύεται, συνεπώς είναι άκυρη. Η άκυρη μεταβίβαση της επικαρπίας μπορεί όμως υπό τις προϋποθέσεις του άρθρ. 182 ΑΚ να ισχύσει ως έγκυρη μεταβίβαση της άσκησης της επικαρπίας, την οποία επιτρέπει ο νομοθέτης ΑΚ 1166. β΄.
Επικύρωση =Η επανακατάρτιση  άκυρης δικαιοπραξίας , όταν δεν συντρέχει πλέον λόγος ακυρότητας, με τη βούληση των μερών να επικυρώσουν την άκυρη δικαιοπραξία → Η επικύρωση ενεργεί για το μέλλον ΑΚ 183 παρ.1.
4. ΑΚΥΡΩΣΙΜΕΣ
Έννοια: Ακυρώσιμη είναι η δικαιοπραξία η οποία λόγω κάποιου ελαττώματος παράγει μεν τα έννομα αποτελέσματά της, μπορεί όμως να ακυρωθεί (ανατραπεί) με δικαστική απόφαση, οπότε εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη ΑΚ 184.
Λόγοι ακυρωσίας Πλάνη, απάτη, απειλή. Επιπλέον σύμφωνα με το ν. 2957/2001 όποιος προβαίνει σε δήλωση βούλησης που επηρεάστηκε από πράξη διαφθοράς έχει δικαίωμα να ακυρώσει τη δικαιοπραξία (Ο νόμος αυτός πάντως είναι εκτός της εξεταστέας ύλης)
Συνέπειες της ακύρωσης Η ακύρωση της δικαιοπραξίας δρα αναδρομικά, ανατρέχει στο χρόνο κατάρτισής της = ανατρέπονται οι έννομες συνέπειες της ακυρωθείσας δικαιοπραξίας αναδρομικά και αυτή εξομοιώνεται πλέον με απολύτως άκυρη. Εξαίρεση στην αναδρομική ενέργεια: Η ακύρωση διαρκών συμβάσεων πχ εργασίας που ήδη λειτουργούν δρα  για το μέλλον (ex nunc). Προστασία των τρίτων: Τι γίνεται όμως με τους τρίτους που απέκτησαν δικαιώματα βάσει της μεταγενέστερα ακυρωθείσας δικαιοπραξίας; Αυτοί φαίνονται να θίγονται από την αναδρομική ανατροπή των αποτελεσμάτων της ακυρώσιμης δικαιοπραξίας. Ο ΑΚ στο άρθρ. ΑΚ 184 προβλέπει  την προστασία μόνο όσων αποκτούν εμπράγματα δικαιώματα, παραπέμποντας στις ειδικές διατάξεις = εφόσον πρόκειται για κτήση ακινήτου στις ΑΚ 1203 – 1204 και εφόσον πρόκειται για κτήση κινητού στην ΑΚ 1036 (καλόπιστη κτήση κυριότητας κινητού από μη κύριο).
Πρακτικό: Ο Α αγόρασε από τον Β ζωγραφικό πίνακα, τον οποίο λίγο αργότερα πούλησε και μεταβίβασε στον Κ. Ο Β πέτυχε την ακύρωση της μεταβίβασης της κυριότητας του πίνακα στον Α και ζητά από τον Κ, που δικαιολογημένα αγνοούσε πλάνη του Β, την απόδοση του πίνακα. Ερωτάται: Έχει δίκιο ο Β;
Απάντηση: Όχι. Μετά την ακύρωση της μεταβίβασης του ζωγραφικού πίνακα από τον Β στον Α (με τελεσίδικη δικαστική απόφαση) σύμφωνα με το άρθρ. 184 ΑΚ, η κυριότητα του πίνακα επανήλθε στον Β. Όμως, σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη του άρθρ. 184, η ακύρωση της δικαιοπραξίας δε θίγει το εμπράγματο δικαίωμα που ο τρίτος Κ απέκτησε δυνάμει του άρθρ. 1036 ΑΚ.
 Πώς επέρχεται η ακύρωση:  Με τελεσίδικη (διαπλαστική) δικαστική απόφαση ΑΚ 154 α΄ μετά από αγωγή (ή ένσταση) του πλανηθέντος, απατηθέντος ή απειληθέντος και των κληρονόμων τους ΑΚ 154 β΄ εντός αποσβεστικής προθεσμίας δύο ετών από τη δικαιοπραξία ή από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή και πάντως εντός είκοσι ετών από τη δικαιοπραξία ΑΚ 157..
Συρροή ακυρότητας και ακυρωσίας: Όταν μια δικαιοπραξία έχει διάφορα ελαττώματα από τα οποία άλλα την καθιστούν άκυρη και άλλα ακυρώσιμη, γεννάται το πρόβλημα αν επιτρέπεται η ακύρωση της άκυρης δικαιοπραξίας. Το ζήτημα αμφισβητείται = έχουν υποστηριχθεί και οι δύο λύσεις: η καταφατική (συρροή κανόνων δικαίου) και η αποφατική
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ (ΑΚ 173, 200)
Ι. Έννοια: Η διακρίβωση του αληθούς νοήματος της δήλωσης βούλησης → αντικείμενο ερμηνείας είναι οι δηλώσεις βούλησης
ΙΙ. Πότε απαιτείται ερμηνεία της δήλωσης βούλησης;
1. Μόνο όταν δήλωση βούλησης παρουσιάζει ασάφεια. Έτσι η νομολογία
2. Πάντοτε, ακόμη και όταν η δήλωση βούλησης φαίνεται σαφής. Έτσι η θεωρία.
Παράδειγμα: Ομογενής χρησιμοποιεί στη διαθήκη του τον όρο επικαρπία -που δεν παρουσιάζει καμιά ασάφεια- ενώ εννοεί οίκηση
ΙΙΙ. Είδη ερμηνείας:
1. Υποκειμενική = ανεύρεση της αληθούς βούλησης του δηλούντος ΑΚ 173
2. Αντικειμενική = ανεύρεση του νοήματος που αποδίδει στη δήλωση ο μέσος έντιμος άνθρωπος του κύκλου συναλλαγών στον οποίο ανήκει ο αποδέκτης της δήλωσης ΑΚ 200
IV. Ποιο είδος ερμηνείας υπερισχύει;
 Κανένα. Κατά την ερμηνεία γίνεται συγκερασμός τους. Εξαιρέσεις: i. Κατά την ερμηνεία διαθήκης αναζητείται αποκλειστικά η αληθινή βούληση του διαθέτη ii. Η ερμηνεία δήλωσης βούλησης που απευθύνεται σε ευρύ κύκλο προσώπων (πχ καταστατικό σωματείου) γίνεται αποκλειστικά με την αντικειμενική μέθοδο.

συγγραφέας: Ελισσάβετ Οικονομίδου-Πούλου 

ΠΗΓΗ: http://e-dikaio.blogspot.gr

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ (ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑ - ΠΛΑΝΗ - ΑΠΑΤΗ - ΑΠΕΙΛΗ)

Προαπαιτούμενα του κύρους των δικαιοπραξιών
Έννοια: Προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας για να είναι αυτή έγκυρη.
Ποια είναι τα προαπαιτούμενα του κύρους
1. Δικαιοπρακτική ικανότητα
2. Μη αντίθεση της δικαιοπραξίας στο νόμο και τα χρηστά ήθη
3. Εξουσία διαθέσεως στις εκποιητικές δικαιοπραξίες
4. Τήρηση του απαιτούμενου συστατικού τύπου
5. Έλλειψη διάστασης δηλώσεως – βουλήσεως και έλλειψη ελαττωμάτων της βουλήσεως
 Θα ασχοληθούμε με το προαπαιτούμενο αριθμός 5 και ειδικότερα
α. Ηθελημένη διάσταση = εικονικότητα
β. Ακούσια διάσταση = πλάνη στη δήλωση
γ. Ελαττώματα της βούλησης = πλάνη στη βούληση, απάτη και απειλή
Εικονικότητα
I. Έννοια: Σύμφωνα με το άρθρ. 138 παρ.1 ΑΚ “Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη”.Παράδειγμα: Ο Α, για να αποφύγει τους δανειστές του, συμφωνεί με τον αδελφό του Β να του μεταβιβάσει το διαμέρισμά του μόνο φαινομενικά, έτσι ώστε να φαίνεται προς τα έξω ως κύριος ο Β. Για να είναι άκυρη λόγω εικονικότητας μια δικαιοπραξία πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω:
II. Προϋποθέσεις
1. Δήλωση βούλησης τα έννομα αποτελέσματα της οποίας ο δηλών δεν θέλει να επέλθουν στην πραγματικότητα
2. Δικαιοπραξία δεκτική εικονικότητας. Δεν επιδέχονται εικονικότητα ο γάμος, η υιοθεσία κλπ. Αμφισβητείται αν οι μονομερείς μη απευθυντέες δικαιοπραξίες πχ διαθήκη επιδέχονται εικονικότητα.
3. Γνώση της εικονικότητας από τρίτο πρόσωπο, εκτός δηλαδή από τον εικονικά δηλούντα αμφ. (κρ. υπέρ Γεωργιάδης, Δωρής = στενή έννοια εικονικότητας, κατά Παπαντωνίου, Σπυριδάκης, Φίλιος = ευρεία έννοια εικονικότητας) Βλ. παρακάτω κρυψιβουλία
Παραδείγματα:
1. Στο παραπάνω παράδειγμα, αν ο Β δεν γνωρίζει την εικονικότητα του Α, κατά την κρ. άποψη αποκτά την κυριότητα του ακινήτου, αφού προϋπόθεση της ακυρότητας λόγω εικονικότητας είναι η γνώση του τρίτου – εδώ του αντισυμβαλλομένου του εικονικά δηλούντος, δηλ. του Β. Κατά τους οπαδούς της ευρείας έννοιας της εικονικότητας είναι άκυρη η πώληση και η μεταβίβαση της κυριότητας, όμως όπως θα δούμε παρακάτω, ο Β, ως καλόπιστος, προστατεύεται. Συνεπώς και με τις δύο απόψεις καταλήγουμε στο ίδιο αποτέλεσμα = ο Β γίνεται κύριος.
2. Η Α, αλλοδαπή υπήκοος, για να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα, παντρεύτηκε τον Έλληνα Β. Οι Α και Β συμφώνησαν με ιδιωτικό έγγραφο, ότι ο γάμος τους είναι εικονικός και ότι καμιά σχέση δεν θα υπάρχει ανάμεσά τους. Δυο χρόνια μετά την τέλεση του γάμου πέθανε ο Β. Μόλις η Α πληροφορήθηκε το θάνατό του, ζήτησε το μερίδιό της από την κληρονομία, αλλά τα αδέλφια του Β υποστήριξαν ότι ο γάμος Α και Β είναι εικονικός και συνεπώε άκυρος. Η διαφορά έφτασε στο δικαστήριο. Πώς θα κρίνει το δικαστήριο και γιατί; (Πρακτικό αρ. 31 από Ι. Σπυριδάκη, Πρακτικά θέματα Αστικού Δικαίου Γενικές Αρχές 1982)
III. Συνέπειες:
Απόλυτη ακυρότητα της εικονικής δήλωσης. Προσοχή: Περιορισμός της ακυρότητας. ΑΚ 139 “Η εικονικότητα δεν βλάπτει αυτόν που συναλλάχθηκε αγνοώντας την”. Τι σημαίνει δεν βλάπτει; Απαγορεύεται η επίκληση της ακυρότητας απέναντι στον καλόπιστο τρίτο = η εικονική δικαιοπραξία απέναντι στον καλόπιστο τρίτο είναι έγκυρη.
Παράδειγμα: Ο Π πωλεί και μεταβιβάζει εικονικά ένα ακίνητό του στον Α, που γνώριζε την εικονικότητα. Ο Α στη συνέχεια πωλεί και μεταβιβάζει το ακίνητο αυτό στον Γ, ο οποίος αγνοούσε την εικονικότητα της πώλησης και μεταβίβασης από τον Π στον Α. Ο Γ απέκτησε την κυριότητα στο ακίνητο (από μη κύριο!), γιατί ως συναλλασσόμενος που αγνοούσε την εικονικότητα προστατεύεται βάσει της ΑΚ 139. Η ακυρότητα λόγω εικονικότητας δεν αντιτάσσεται εναντίον του.
IV. Είδη εικονικότητας
1. Απόλυτη, όταν η εικονικότητα δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία την οποία θέλησαν τα μέρη πχ, ο Π πωλεί και μεταβιβάζει στην αδελφή του Α εικονικά ένα από τα ακίνητά του, για να μειώσει το φόρο ακίνητης περιουσίας.
2. Σχετική, όταν η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει άλλη την οποία θέλησαν τα μέρη πχ ο Π θέλει να δωρίσει στον ανιψιό του Α ένα οικόπεδο, για φορολογικούς όμως λόγους δηλώνει ότι του το πωλεί (εικονική είναι η πώληση – καλυπτόμενη η δωρεά). Κατά την ΑΚ 138 παρ.2 η ηθελημένη καλυπτόμενη δικαιοπραξία είναι έγκυρη, αν συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται από το νόμο για τη σύστασή της. Έννοια. Ειδικά το πρόβλημα του τύπου. Διχογνωμία ως προς το εάν απαιτείται η πραγματική βούληση να περιβληθεί τον νόμιμο για την καλυπτόμενη τύπο: κρ. η άποψη -και στη νομολογία- ότι δεν απαιτείται και ότι απλώς αρκεί η τήρηση του απαιτούμενου από το νόμο τύπου. Παράδειγμα: Ο Α αγόρασε ένα ακίνητο από τον Π, στο συμβόλαιο όμως εμφανίστηκε ως αγοράστρια η Σ, σύζυγος του Α. Σχετική εικονικότητα. Η Σ δεν απέκτησε κυριότητα (ΑΚ 138). Το ερώτημα αν απέκτησε κυριότητα ο Α εξαρτάται από τη θέση που θα λάβει κανείς στο ως άνω εριζόμενο θέμα. Κατά την κρ. άποψη ναι, είναι αρκετό το ότι τηρήθηκε ο απαιτούμενος για τη δωρεά τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Δεν απαιτείται να προκύπτει μέσα από το συμβόλαιο η δήλωση περί δωρεάς.
V. Κρυψιβουλία
Έννοια: περίπτωση όπου ο δηλών προβαίνει σε δήλωση βούλησης την οποία ενδιάθετα δε θέλει= μονομερής εικονικότητα = οι τρίτοι δεν γνωρίζουν την επιθυμία του δηλούντος να μην ισχύσει η δήλωση της βούλησής του.
Συνέπειες: Κατά την κρ άποψη (στενή έννοια εικονικότητας) εφαρμόζονται οι ΑΚ 138, 139 αναλ. = αυτός που αγνοεί την κρυψιβουλία προστατεύεται = η δήλωση βούλησης είναι ισχυρή
Κατά τους οπαδούς της ευρείας έννοιας της εικονικότητας: κρυψιβουλία = εικονικότητα→ΑΚ138, 139 ευθέως
Παράδειγμα: Ο Α δωρίζει στην Β ακίνητό του μόνο κατά το φαινόμενο, ενώ στην πραγματικότητα δεν επιθυμεί τη δωρεά. Η Β δεν γνωρίζει την ενδιάθετη βούληση του Α να μην ισχύσει η δικαιοπραξία. Πρόκειται για κρυψιβουλία, ενδιάθετη επιφύλαξη. Και υπό τις δύο διαφορετικές απόψεις οδηγούμαστε στο ίδιο αποτέλεσμα. Κατά τη στενή έννοια της εικονικότητας η δωρεά είναι έγκυρη ΑΚ 138, 139 αναλ. Κατά την ευρεία έννοια της εικονικότητας η δήλωση του Α είναι άκυρη κατά το άρθρ. ΑΚ 138 προστατεύεται όμως η Β, αφού κατά το άρθρ. ΑΚ 139 η ακυρότητα της δωρεάς δεν την βλάπτει.
Πλάνη
Έννοια: Άγνοια, εσφαλμένη γνώση της πραγματικότητας. Συγκρουόμενα συμφέροντα: αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας (απαιτεί την αποδέσμευση του πλανηθέντος), αρχή της ασφάλειας των συναλλαγών (απαιτεί τη διατήρηση του κύρους της δικαιοπραξίας). Λύση του νομοθέτη → η πλάνη μόνο υπό προϋποθέσεις επηρεάζει το κύρος της δικαιοπραξίας.
Ο ΑΚ αναγνωρίζει δύο είδη πλάνης:
1. Πλάνη στη δήλωση = Ακούσια διάσταση ανάμεσα στη βούληση και τη δήλωση
2. Πλάνη στη βούληση (ή πλάνη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης)= Ελαττωματικός σχηματισμός της βούλησης λόγω πλάνης
Παραδείγματα: πλάνης στη δήλωση: Ο βιβλιοπώλης Β στην παραγγελία βιβλίων σε εκδοτικό οίκο αντί να γράψει 10 γράφει 100,  η Δ παρέχει εγγύηση και αγνοώντας τον όρο ένσταση δίζησης, δηλώνει ότι παραιτείται από αυτήν.  
πλάνης στη βούληση: ο Α αποφασίζει να αγοράσει ένα ακίνητο, γιατί εσφαλμένα πιστεύει ότι θα ενταχθεί σύντομα στο σχέδιο πόλεως, η Β αγοράζει επίχρυσο δακτυλίδι, επειδή εσφαλμένα πιστεύει ότι είναι χρυσό. 
Η πλάνη δεν αρκεί για να καταστήσει τη δικαιοπραξία ελαττωματική. Πρέπει να συντρέχουν και κάποιες επιπλέον προϋποθέσεις, πρέπει η πλάνη να είναι ουσιώδης.
Προϋποθέσεις ακυρωσίας
1. Πλάνη
2. Ουσιώδες της πλάνης  Πότε όμως είναι η πλάνη ουσιώδης; Οι προϋποθέσεις του ουσιώδους ρυθμίζονται ξεχωριστά για κάθε ένα από τα δύο είδη πλάνης
2α. Πλάνη στη δήλωση ΑΚ 140, 141  =  αντικειμενικό και υποκειμενικό κριτήριο Προσοχή: Με την πλάνη στη δήλωση η ΑΚ 146 εξομοιώνει την εσφαλμένη διαβίβαση δήλωσης πχ ο Α δηλώνει 100 και ο ΟΤΕ διαβιβάζει εσφαλμένα 1000
2β. Πλάνη στη βούληση: ΑΚ 143 Καταρχήν είναι επουσιώδης βλ. όμως παρακάτω για το δικαιοπρακτικό θεμέλιο = δεν επηρεάζει το κύρος της δικαιοπραξίας, η δικαιοπραξία είναι έγκυρη. Εξαίρεση: Πλάνη ως προς τις ιδιότητες (πχ  το έτος κατασκευής και ο κυβισμός αυτοκινήτου, η ύλη πχ χρυσός από την οποία κατασκευάστηκε κόσμημα, το άρτιο και οικοδομήσιμο οικοπέδου, η φερεγγυότητα του οφειλέτη, το πρόσωπο του δημιουργού ζωγραφικού πίνακα, όχι όμως και η αξία του πράγματος ) ΑΚ 142 = αντικειμενικό και υποκειμενικό κριτήριο
3. Αρνητική προϋπόθεση: Προσοχή: ΑΚ 144. Η ακύρωση αποκλείεται αν i. ο άλλος δέχεται τη δήλωση, όπως την εννοεί ο πλανώμενος πχ  ο Π δηλώνει ότι πωλεί με τιμή 100 Ευρώ ενώ επιθυμεί 120 και ο αντισυμβαλλόμενος δέχεται με 120  ii. αυτή αντιβαίνει στην καλή πίστη πχ ο πλανηθείς πωλητής οικοπέδου επικαλείται ουσιώδη πλάνη του, αφού ο αγοραστής ανήγειρε πολυώροφη οικοδομή σε αυτό.
Συνέπειες
1. Η δικαιοπραξία καθίσταται ακυρώσιμη. Για την έννοια βλ. παραπάνω.
2. Ο πλανηθείς υποχρεούται να ανορθώσει τη ζημία που προξένησε η ακύρωση (ΑΚ 145)
    εκτός αν ο ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την πλάνη.
Τι συμβαίνει όταν πλανώνται και οι δύο συμβαλλόμενοι (διμερής πλάνη);
α. Διμερής στη δήλωση i. ετεροειδής → η δικαιοπραξία  μπορεί να ακυρωθεί από κάθε μέρος ii  ομοειδής = falsa demonstratio → η δικαιοπραξία ισχύει με το ηθελημένο από τα δύο μέρη περιεχόμενο, η σύμβαση δεν ακυρώνεται.
β. Διμερής στη βούληση. i. ετεροειδής → κανένα από τα μέρη δεν μπορεί να ακυρώσει .ii. ομοειδής = αν τα πεπλανημένα παραγωγικά αίτια συνιστούν δικαιοπρακτικό θεμέλιο = αν οι δικαιοπρακτούντες έθεσαν τα γεγονότα αυτά ως βάση, ως όρο για την ισχύ της δικαιοπραξίας προσοχή όχι ως αίρεση, γιατί αν είχαν εξαρτήσει τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας από τα πεπλανημένα παραγωγικά αίτια, η θα εφαρμόζονταν οι ΑΚ 201επ και όχι η θεωρία του δικαιοπρακτικού θεμελίου → ΑΚ 288, 388 αναλ. ή κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης για πλάνη. Η θεωρία του δικαιοπρακτικού θεμελίου παρουσιάζει δυσκολίες και θα τη διδαχθείτε εκτενέστερα στο β΄ έτος των σπουδών σας. 
Παραδείγματα:Οι Α και Β καταρτίζουν πώληση μετοχών στηριζόμενοι στην αναγραφείσα σε εφημερίδα τιμή 10. Η πραγματική όμως τιμή της μετοχής είναι 20. Πρόκειται για έλλειψη δικαιοπρακτικού θεμελίου - Οι δηλούντες χρησιμοποιούν εσφαλμένα τον όρο χρησιδάνειο αντί μίσθωση, την οποία πράγματι επιθυμούν. Καταρτίζεται μίσθωση, συνεπώς δεν υφίσταται λόγος ακύρωσης (falsa demonstratio non nocet.).
Απάτη
Προϋποθέσεις
1.Παραπλάνηση = πρόκληση ή ενίσχυση πλάνης
2.Δόλος εκείνου που ασκεί την απάτη = ο εξαπατών πρέπει να έχει την πρόθεση να εξαπατήσει
3. Αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην παραπλάνηση και τη δήλωση βούλησης του εξαπατηθέντος
Αν η εξαπάτηση έγινε από τρίτο εκτός από τις παραπάνω προϋποθέσεις απαιτείται και:
4. Ο λήπτης της δήλωσης (πχ ο αντισυμβαλλόμενος) ή ο τρίτος που αμέσως απέκτησε δικαίωμα από τη δικαιοπραξία του εξαπατηθέντος (πχ ο τρίτος δικαιούχος στην ασφάλιση ζωής) να γνώριζε ή να όφειλε να γνωρίζει την απάτη ή  (ΑΚ 147 β΄). Παρά τη διατύπωση της διάταξης η έννοια του τρίτου είναι στενή, σημαίνει μόνο το πρόσωπο που δεν ενεργεί για τον ένα από τους συναλλασσόμενους.
Συνέπειες
1. Η δικαιοπραξία καθίσταται ακυρώσιμη. Για την έννοια βλ. παρακάτω.
2. Ο εξαπατηθείς παράλληλα με την ακύρωση έχει δικαίωμα αποζημίωσης κατά τα άρθρ. 914επ ΑΚ (149 α΄)
3. Ο εξαπατηθείς δικαιούται να ζητήσει μόνο αποζημίωση και να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία (149 β΄ ΑΚ).
Παραδείγματα:
1. Ο Κ, κύριος αγροτικής έκτασης την οποία ενδιαφέρεται να πωλήσει, πείθει ψευδώς τον υποψήφιο αγοραστή Α ότι δήθεν σύντομα θα κατασκευαστεί στην περιοχή κεντρικός δρόμος που θα ανεβάσει την αξία των ακινήτων της περιοχής. Ο Α πείθεται και αγοράζει το εν λόγω ακίνητο. Όταν ο Α ανακαλύπτει την απάτη, μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της πώλησης λόγω απάτης (ΑΚ 147). Προσοχή: Δεν μπορεί να ζητήσει την ακύρωση λόγω πλάνης (πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια ΑΚ 143) 
2. Ο Μ, μεσίτης του Π, ο οποίος ενδιαφέρεται να πωλήσει ένα διαμέρισμά του, εξαπατά τον Α, ο οποίος πείθεται και αγοράζει το διαμέρισμα. Ο Μ, σύμφωνα με τη στενή έννοια του τρίτου, δεν είναι τρίτος σε σχέση με τον Π, συνεπώς ο Α μπορεί να ακυρώσει την πώληση του διαμερίσματος χωρίς να είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 147 β΄. Αν στο παραπάνω παράδειγμα ο Μ ήταν μεσίτης του Α και τον εξαπατούσε, ο Α θα μπορούσε να ζητήσει ακύρωση, μόνο αν στο πρόσωπο του Π συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 147 β΄, δηλαδή αν ο Π γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη.
3.Ο Ο, που ενδιαφέρεται να λάβει δάνειο από  τη τράπεζα Τ, παραπλανά τον Ε να συνάψει εγγύηση υπέρ του με την Τ. Ο Ε πείθεται. Ο Ο, που μετήλθε την απάτη, είναι τρίτος στη σύμβαση εγγύησης, συνεπώς ο Ε μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της εγγύησης, μόνο αν συντρέχουν στο πρόσωπο της Τ οι προϋποθέσεις της ΑΚ 147 β΄.
Απειλή
Προϋποθέσεις
1. Εξαγγελία βλάβης της προσωπικότητας ή της περιουσίας του απειλούμενου ή των προσώπων που συνδέονται μαζί του, αν ο απειλούμενος δεν προβεί σε δήλωση βούλησης. Η εξαγγελία της βλάβης πρέπει επιπλέον να έχει βαρύτητα (να προξενεί φόβο) και αμεσότητα (να εκθέτει σε άμεσο κίνδυνο) και να είναι παράνομη ή αντίθετη στα χρηστά ήθη (ΑΚ 150, 151).
2. Αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην απειλή και τη δήλωση βούλησης του απειληθέντος = πρέπει η απειλή να εξανάγκασε τον απειλούμενο σε δήλωση βούλησης (ΑΚ 150).
Συνέπειες
1. Η δικαιοπραξία καθίσταται ακυρώσιμη. Βλ. παρακάτω
2. Ο απειληθείς παράλληλα με την ακύρωση έχει δικαίωμα αποζημίωσης κατά τα άρθρ. 914επ ΑΚ (152 α΄ ΑΚ)
3. Ο απειληθείς δικαιούται να ζητήσει μόνο αποζημίωση και να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία (152 β΄ ΑΚ).
Παραδείγματα
1. Η Μ, μητέρα της Θ, ύστερα από απειλή του Α, με τον οποίο συζούσε η Θ, ότι θα ενδώσει σε γάμο, μόνο αν η Μ του μεταβιβάσει ένα ακίνητο, μεταβίβασε ακίνητο στον Α. Η μεταβίβαση είναι ακυρώσιμη κατά τα άρθρ. 150 επ. ΑΚ (ΕφΠειρ 21/1999 ΕλλΔνη 1999, 1760)
2.Ο Α απειλεί το γείτονά του Β ότι αν δεν του δωρίσει ένα χρηματικό ποσό, θα καταγγείλει στην Πολεοδομία οικοδομικές παραβάσεις στο ακίνητο του Β. Ο Β ενδίδει. Η δωρεά είναι ακυρώσιμη. Η καταγγελία είναι μεν νόμιμη, η συσχέτισή της όμως με τη δωρεά την καθιστά αντίθετη στα χρηστά ήθη.
3. Ο Α απειλεί τον Β ότι θα τον σκοτώσει για λόγους εκδίκησης. Ο Β, φοβούμενος για τη ζωή του, πωλεί και μεταβιβάζει στον Γ το μοναδικό ακίνητό του για να φύγει στο εξωτερικό.  Η πώληση του ακινήτου στον Γ είναι έγκυρη (βλ παραπ. προϋπόθεση 1). Ο μετερχόμενος την απειλή πρέπει να έχει σκοπό να οδηγήσει τον απειλούμενο σε τέτοια ψυχολογική κατάσταση ώστε αυτός να προβεί στη δήλωση βούλησης.

συγγραφέας: Ελισάβετ Οικονομίδου-Πούλου 
 
Πηγή: http://e-dikaio.blogspot.gr

ΓΙΑ ΝΑ ΛΥΣΟΥΜΕ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ

Ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα να είναι κάποιος φορέας ή υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο άνθρωπος καλείται και φυσικό πρόσωπο για να αντιδιαστέλλεται από τα νομικά πρόσωπα.
Επομένως, υποκείμενα δικαίου είναι τα φυσικά (ΑΚ 34) και α νομικά πρόσωπα (ΑΚ 61).

Δικαιοπρακτική ικανότητα είναι η ικανότητα ενός προσώπου (φυσικού ή νομικού) να καταρτίζει δικαιοπραξίες και να συνάπτει συμβάσεις. Η ικανότητα δικαίου διαφέρει από την δικαιοπρακτική ικανότητα στο γεγονός ότι στα υποκείμενα δικαίου είναι και τα πρόσωπα που στερούνται δικαιοπρακτικής ικανότητας πχ ανήλικος έχει ικανότητα δικαίου όχι όμως δικαιοπρακτική ικανότητα, άρα μπορεί να αποκτήσει ακίνητο απο κληρονομιά ή δωρεά αλλά δεν μπορεί να αγοράσει ένα ποδήλατο.

Ικανοί για δικαιοπραξία είναι οι ενήλικοι (άνω των 18 ετών ΑΚ 127). Εξαιρούνται τα πρόσωπα που για λόγους υγείας είναι ανίκανα ή περιορισμένα ικανά για δικαιοπραξία. Απολύτως ανίκανος για δικαιοπραξία είναι αυτός που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του (νήπιο) και αυτός που βρίσκεται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 128). Πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση είναι η κατάσταση στην οποία τίθεται με δικαστική απόφαση ορισμένο πρόσωπο (πχ άτομα που πάσχουν από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, τοξικομανείς, αλκοολικοί, σωματικά ανάπηροι) και κατά τη διάρκεια της οποίας το πρόσωπο αυτό είναι ανίκανο για μερικές (μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση) ή όλες (πλήρης στερητικής δικαστική συμπαράσταση) τις δικαιοπραξίες. Ανίκανος για δικαιοπραξία είναι και αυτός που κατά το χρόνο που γίνεται η δήλωση βούλησής του δεν έχει συνείδηση των πράξεων του πχ μέθη, υψηλός πυρετός, λήψη ναρκωτικών ουσιών ή βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφαστικστικά τη λειτουργία της βούλησής του πχ σχιζοφρένεια, παράνοια (ΑΚ 131). Συνέπειες της ανικανότητας είναι η δήλωση βούλησης  αλλά και η δικαιοπραξία να είναι άκυρη (ΑΚ 130), την ακυρότητα μπορεί να την επικαλεστεί όποιος έχει έννομο συμφέρον. Άκυρη είναι επίσης και η δήλωση βούλησης που απευθύνεται σε ανίκανο πρόσωπο. Είναι έγκυρες όμως οι συναλλαγές που κάνει το ανίκανο πρόσωπο για καθημερινές του ανάγκες πχ αγορά ψωμιού, εφημερίδας και γενικά μικρής αξίας συναλλαγές. Περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία  (ΑΚ 129) έχουν: οι ανήλικοι πο συμπλήρωσαν το 10ο έτος, όποιοι βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση και όποιοι βρίσκονται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση. Εδώ το πρόσωπο είναι ικανό για όλες τις δικαιοπραξίες εκτός από εκείνες που προβλέπονται στη δικαστική απόφαση που το έθεσε σε δικαστική συμπαράσταση και μπορεί να τις ενεργήσει μόνο μέσω του δικαστικού συμπαραστάτη του. Όταν ένα πρόσωπο βρίσκεται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση απαιτείται δικαστική απόφαση η οποία ορίζει αν η συμπαράσταση ορίζει όλες ή μερικές δικαιοπραξίες  και οι δικαιοπραξίες που καλύπτονται από την επικουρική συμπαράσταση είναι έγκυρες μόνο αν προηγηθεί συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη.

Τα στάδια ικανότητας του ανηλίκου και το κύρος των δικαιοπραξιών τους είναι τα εξής:
α) Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 10ο έτος (ΑΚ 134) είναι ικανός για δικαιοπραξίες από τις οποίες αποκτά και μόνο έννομο όφελος πχ ανήλικος μπορεί να αποδεχθεί δωρεά και κληρονομιά αλλά δεν είναι ικανός να συνάψει πώληση.
β) Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 14ο έτος (ΑΚ 135) είναι επιπλέον ικανός να διαθέτει ελεύθερα καθετί που κερδίζει από την προσωπική του εργασία πχ μισθοί, δώρα, φιλοδωρήματα ή που του δόθηκε για να το χρησιμοποιεί ή να το διαθέτει ελεύθερα πχ παιχνίδια, ρούχα, βιβλία πχ 14χρονος ανήλικος μπορεί με τα χρήματα που κέρδισε από την εργασία του  να αναλάβει μετοχές ΑΕ.
γ) Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 15ο έτος (ΑΚ 136) είναι επιπλέον ικανός να συνάπτει με τη γενική συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλειά του, σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος.
δ) Ο έγγαμος ανήλικος (ΑΚ 137) είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη για τη συντήρηση ή βελτίωση της περιουσίας του καθώς και για τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του.
Όσον αφορά το κύρος των παραπάνω δικαιοπραξιών είναι έγκυρες αν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις αλλιώς είναι άκυρες (ΑΚ 130).

Το νομικό πρόσωπο αρχίζει να υπάρχει με τη σύστασή του όπου απαιτούνται δύο πράξεις την συστατική δηλαδή η δικαιοπραξία με την οποία δημιουργείται το νομικό πρόσωπο και η καταστατική δηλαδή το καταστατικό (για το σωματείο) ή ο οργανισμός (για το ίδρυμα) τα οποία περιέχουντους όρους διοίκησης και λειτουργίας του νομικού προσώπου (ΑΚ 63). Οι δύο αυτές πράξεις δύναται να ενωθούν σε ενιαίο έγγραφο και να συνταχθούν εγγράφως. Επίσης το νομικό πρόσωπο αποκτά νομική προσωπικότητα εφόσον τηρηθούν οι όροι δημοσιότητας που προβλέπονται από το νόμο. Σε περίπτωση ελαττωματική σύστασης νομικού προσώπου αυτό υφίσταται και συνάπτει έγκυρες συναλλακτικές σχέσεις με τρίτους εφόσον έχει αρχίσει να λειτουργεί, σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για ένα "εν τοις πράγμασι (de facto)" νομικό πρόσωπο και η ακυρότητα της σύστασής του ενεργεί μόνο για το μέλλον. Αυτό συμβαίνει για να προστατεύονται οι τρίτοι που συναλάσσονται καλόπιστα με το νομικό πρόσωπο. Το νομικό πρόσωπο τελειώνει με τη λύση και την εκκαθάρισή του. Η λύση έχει ως συνέπεια τη λήξη της δραστηριότητας του ΝΠ ως προς την επιδίωξη του σκοπού του και η εκκαθάριση που ακολουθείται αυτοδικαίως μετά τη λύση, αποβλέπει στην επαλήθευση του ενεργητικού και του παθητικού του ΝΠ, στη ρευστοποίηση του ενεργητικού, στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του έναντι τρίτων και την απόδοση του τυχόν υπολοίπου στα δικαιούμενα πρόσωπα. Η διοίκηση  είναι το απαραίτητο όργανο για τη λειτουργία του ΝΠ, το οποίο φροντίζει τις υποθέσεις του και εκπροσωπεί αυτό δικαστικά και εξώδικα. Η φροντίδα των υποθέσεων περιλαμβάνει τη διαχείριση της περιουσίας του, την επιχείρηση δικαιοπραξιών και υλικών πράξεων, τη λήψη αποφάσεων και γενικότερα την πραγμάτωση τυο σκοπού του ΝΠ. Προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να δεσμεύειται το ΝΠ από τις δικαιοπραξίες της διοίκησής του: (ΑΚ 70) α) τη δικαιοπραξία πρέπει να ενεργεί το όργανο που διοικεί το ΝΠ β) το όργανο αυτό θα πρέπει να ενεργεί με αυτή του την ιδιότητα δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό του ΝΠ και γ) το όργανο διοίκησης πρέπει να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, όπως προσδιορίζονται από το καταστατικό. Δικαιοπραξίες που δεν πληρούν τις άνω προϋποθέσεις δεν δεσμεύουν το νομικό πρόσωπο. Το ΝΠ έχει δική του βούληση, την οποία εκφράζουν τα πρόσωπα που το διοικούν. Υπό το πρίσμα αυτό, και η ευθύνη του ΝΠ για ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διαμορφώνεται ως ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις δικές του και όχι τρίτων προσώπων (ΑΚ 71). Η ύπαρξη ευθύνης είναι αναγκαστικού δικαίου δηλαδή δεν μπορεί να αποκλεισθεί με διάταξη του καταστατικού και προϋποθέτει: α) πράξη ή παράλειψη που να παράγει υποχρεώση αποζημίωσης β) πράξη ή παράλειψη των αντιπροσωπευτικών οργάνων γ) πράξη ή παράλειψη κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους:  η πράξη ή η παράλειψη του οργάνου πρέπει να τελεί σε εσωτερική συνα΄φεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του (πχ το όργανο κατά τη σύναψη σύμβασης στο όνομα του ΝΠ διαπράττει απάτη σε βάρος του αντυσυμβαλλόμενου). Γίνεται δεκτό ότι τέτοια συνάφεια υπάρχει και όταν η πράξη ή η παράλειψη αποτελεί υπέρβαση ή και κατάχρηση της εξουσίας του οργάνου αλλά σε καμία περίπτωση όταν έγινε επ' ευκαιρία της εκτέλεσης των καθηκόντων του (πχ το νομικό πρόσωπο δεν ευθύνεται όταν κατά την υπογραφή σύμβασης το όργανο διέπραξε κλοπή σε βάρος πελάτη του αντισυμβαλλόμενου που βρισκόταν στον ίδιο χώρο). Επιπροσθέτως, αν το όργανο είναι υπαίτιο, ευθύνεται και το ίδιο για την πράξη ή παράλειψη. Όμως για την ευθύνη του οργάνου είναι αναγκαίο να υφίσταται πταίσμα του, παρόλο που η ευθύνη του ΝΠ για το ίδιο ζηημιογόνο γεγονός είναι αντικειμενική (ανεξάρτητη από την ύπαρξη πταίσματος του ίδου του ΝΠ).

Έννομη σχέση αποκαλούμε τη σχέση ενός προσώπου προς ένα άλλο πρόσωπο ή προς ένα πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το δίκαιο, όπως πχ η σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή ή μεταξύ εταίρων.
Δικαίωμα είναι η εξουσία πυο απονέμεται από το δίκαιο στο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του (οικονομικών ή προσωπικών ή απλώς  ηθικών).
Αξίωση είναι το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή παράλειψη (ΑΚ 247).
Κατάχρηση δικαιώματος (ΑΚ 281)  υπάρχει όταν η άσκηση του δικαιώματος υπερβαίνει ορισμένα όρια ή κριτήρια που θέτει ο νόμος και αυτά είναι α) η καλή πίστη (η ευθύτητα, η εντιμότητα και η ειλικρίνεια που πρέπει να τηρεί κανείς στις συναλλαγές) β) τα χρηστά ήθη (οι επιταγές της κοινωνικής ηθικής) και γ) ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος δηλαδή η ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος του δικαιούχου. Συνέπειες της καταχρηστικής άσκησης ο ΑΚ 281 δεν ορίζει. Οι έννομες συνέπειες επιβάλλονται κάθε φορά στη συγκεκριμένη περίπτωση με σκοπό την αποτροπή των αποτελεσμάτων της καταχρηστικής άσκησης. Έτσι, αν το δικαίωμα ασκήθηκε με αγωγή ή ένσταση, αυτή είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται. Αν ασκήθηκε με δικαιοπραξία αυτή είναι άκυρη.
Θεμιτή αυτοδικία και συνέπειες: Σε εξαιρετικές περιτπώσεις ο νόμος επιτρέπει την αυτοδύναμη προστασία του δικαιώματος. Οι περιπτώσεις αυτές είναι η αυτοδικία, η άμυνα και η κατάσταση ανάγκης. Αυτοδικία είναι η ικανοποίηση της αξίωσης από τον δικαιούχο αυτοδύναμα και χω΄ρις τη βοηθεια της αρχής (ΑΚ 282). Ο ΑΚ δεν προσδιορίζει ποιες πράξεις μπορεί να ενεργήσει ο δικαιούχος αλλά συνήθως ως πράξεις θεμιτής αυτοδικίας θεωρούνται η αφαίρεση πράγματος πχ απόσπαση του πράγματος από τα χέρια του κλέφη, η καταστροφή πράγματος πχ καταστροφή λάστιχου του αυτοκινήτου του κλέφτη που διαφεύγει ή η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (κράτηση ) του οφειλέτη πχ παρεμπόδιση από τον ξενοδόχο της αναχώρησης του πελάτη που δεν πλήρωσε το λογαριασμό.

Άμυνα ορίζεται ως η υπεράσπιση που επιβάλλεται σε κάποιον για να αποτρέψει παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον του ίδιου ή τρίτου. Η άμυνα διακρίνεται σε αστική (ΑΚ 284) και ποινική (ΠΚ 22 παρ. 2). Η άμυνα σε αντίθεση με την αυτοδικία έχει αμυντικό χαρακτήρα. Κατάσταση ανάγκης είναι η κατάσταση που υπάρχει όταν καθίσταται αναγκαία η καταστροφή ξένου πράγματος προκειμένου να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος που απειλεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημιά σε αυτόν που επιχειρεί την καταστροφή ή σε άλλον (ΑΚ 285). Η διαφορά της κατάστασης ανάγκης κατά προσώπου, στην κατάσταση ανάγκης η ενέργεια στρέφεται κατά πράγματος. Συνέπειες: αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραπάνω τότε η άμυνα και η κατάσταση ανάγκης είναι παράνομες και γεννούν υποχρέωση αποζημίωσης.

Παραγραφή είναι ο θεσμός του δικαίου σύμφωνα με τον οποίο μια αξίωση παύει να είναι δικαστικά επιδιώξιμη, επειδή ο δικαιούχος παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που ορίζεται από τον νόμο. Η συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής δεν συνεπάγεται την απόσβεση της αξίωσης, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται αλλά δημιουργεί δικαίωμα του οφειλέτη να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής (ΑΚ 272) δηλαδή να προβάλλει την ανατρεπτική ένσταση της παραγραφής. Οι αξιώσεις παραγράφονται μετά από 20 χρόνια (συνήθης παραγραφή). Παρόλα αυτά υπάρχουν αξιώσεις που παραγράφονται μετά από πέντε χρόνια όπως πχ οι αξιώσεις των εμπόρων από εμπορική αιτία (ΑΚ 250).
Αποσβεστική προθεσμία είναι το χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο να ασκηθεί το δικαίωμα και με την άπρακτη παρέλευση του οποίου το δικαίωμα αποσβήνεται (ΑΚ 279).

Δικαιοπραξία είναι η δήλωση βούλησης που κατατείνει στην επίτευξη συγκεκριμένου έννομου αποτελέσματος. Οιωνεί δικαιοπραξία (οιωνεί = σαν) είναι η εξωτερίκευση βούλησης η οποία έχει ως αποτέλεσμα να επέρχονται έννομες συνέπειες ανεξάρτητα από τη βούληση του προσώπου που προβαίνει σε αυτές πχ η όχληση (ενόχληση) ή η αναγγελία (γνωστοποίηση ή ειδοποίηση).
Υλική πράξη είναι η πράξη με την οποία προκαλείται μεταβολή στον εξωτερικό,  υλικό κόσμο και με αυτή την μεταβολή και μόνο συνδέεται ορισμένη έννομη συνέπεια πχ η πνευματική δημιουργία, το διάβασμα μαθημάτων.
Οι δικαιοπραξίες διακρίνονται σε: μονομερείς (περιέχεται η δήλωση ενός πχ διαθήκη) και πολυμερείς (περισσότερες δηλώσεις βουλήσης πχ δάνειο),  τυπικές (συμβολαιογραφικό τύπο) και άτυπες (προφορικά).
Σύμβαση είναι η σύμπτωση δύο αντίθετων δηλώσεων βουλήσεων που αποβλέπουν σε συγκεκριμένο έννομο αποτέλεσμα πχ σύμβαση πώλησης, δωρεάς, έργου. Με την αποδοχή καταρτίζεται και η σύμβαση πχ πρόταση υπάρχει όταν ο Α πάρει το προϊόν από το ράφι και το εναποθέσει στο ταμείο, αποδοχή υπάρχει όταν ο καταστηματάρχης συντάξει την απόδειξη και εισπράξει το τίμημα.
Προσύμφωνο είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη υπόσχονται ή αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση. Δηλαδή είναι μια προπαρασκευασστική σύμβαση που καταρτίζουν οι ενδιαφερόμενοι αφενός γιατί η κατάρτιση της σύβμασης δεν είναι δυνατον να γίνει άμεσα και αφετέρου θέλουν να δεσμευτούν ότι η σύμβαση θα καταρτιστεί. Υπόκειται σε τύπο (ΑΚ 166).
Κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης  τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 197). Το μέρος που παραβιάζει αυτή την υποχρέωση υπέχει ευθύνη για αποζημίωση, αν προκληθεί ζημιά στο άλλο μέρος (ΑΚ 198).
Η ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων αρχίζει όταν εκδηλωθεί με οποιονδήποτε τρόπο ενδιαφέρον για τη σύναψη σύμβασης. Αρκεί δηλαδή οποιαδήποτε συναλλακτική επαφή πχ είσοδος στο κατάστημα του πελάτη και λήγει με την οριστική διακοπή τους είτε με την κατάρτιση έγκυρης σύμβασης ή προσυμφώνου.


Αισχροκερδής δικαιοπραξία είναι η σύμβαση με περιουσιακό χαρακτήρα, με την οποία εκμεταλλεύεται ο ένας συμβαλλόμενος την ανάγκη, την κουφότητα (απερισκεψία) ή την απειρία του άλλου και επιτυγχάνει έτσι να πάρει  κάποια περιουσιακά ωφελήματα που βρίσκονται σε δυσαναλογία με την παροχή του άλλου μέρους. Η συνέπεια είναι η ακυρότητα της αισχροκερδούς δικαιοπραξίας ως αντίθετης στα χρηστά ήθη (ΑΚ 179).
 Ελαττωματική είναι η δικαιοπραξία η οποία δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματά της ή τα παράγει μεν αλλά μπορεί να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση για ορισμένους λόγους που αφορούν ατέλειες ή ελλείψεις που παρουσιάζει. Οι ελαττωματικές διακρίνονται σε ανυπόστατες, σε άκυρες και ακυρώσιμες. Ανυπόστατη είναι η δικαιοπραξία  της οποίας λείπει η μορφή ή ένα ή περισσότερα από τα ουσιώδη στοιχεία της, η έλλειψη δε αυτή είναι οριστική πχ η πώληση αν δεν καθορίστηκε το τίμημα ούτε προβλέφθηκε τρόπος καθορισμού. Είναι ανύπαρκτη  ως δικαιοπραξία και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Μπορεί όμως να θεμελιωθεί αξίωση από προσυμβατική ευθύνη (ΑΚ 197,198) αλλά και από άλλες διατάξεις (αδικοπρακτική ευθύνη, αδικαιολόγητο πλουτισμό). Διαφέρει από τις ανενεργείς ή ατελείς δικαιοπραξίες οι οποίες δεν επιφέρουν έννομα αποτελέσματα γιατί η επέλευση των αποτελεσμάτων αυτών εξαρτάται από κάποιο όρο πχ έγκριση τρίτου ή αίρεση πχ μεταγραφή ακινήτου που δεν έχει εκπληρωθεί. Σε αντίθεση με την ανυπόστατη, η ατελής υφίσταται αλλά δεν αναπτύσει τα έννομα αποτελέσματά της μέχρι να συμπληρωθεί το στοιχείο που λείπει.

Άκυρη δικαιοπραξία  είναι εκείνη που έχει μεν την εξωτερική μορφή της δικαιοπραξίας αλλά εξαιτίας ελαττώματος που υπάρχει σε αυτή δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματά της. Η ακυρότητα επέρχεται κατά κανόνα αυτοδικαίως, δηλαδή δεν απαιτείται να κηρυχθεί από το δικαστήριο. Κατά  εξαίρεση η ακυρότητα πρέπει να κηρυχθεί από το δικαστήριο στις περιπτώσεις του άκυρου γάμου (ΑΚ 1376) και των άκυρων αποφάσεων σωματείων (ΑΚ 101). Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ 180).
Λόγοι που καθιστούν άκυρη μια δικαιοπραξία: α) η έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας β) όταν προσκρούει σε απογορευτικό κανόνα γ) αντίθετη με τα χρηστά ήθη δ) όταν αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης της ανάγκης, της κουφότητας, ή της απειρίας στις συναλλαγές ε) έλλειψη προβλεπόμενου τύπου και στ) η εικονικότητα.
Εικονική είναι η δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (ΑΚ 138 παρ.1). Σκοπός της είναι να δημιουργηθεί στους τρίτους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει πρόθεση πραγματικής μεταβολής πχ μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από τον υπερχρεωμένο οφειλέτη σε συγγενείς του για να αποφύγει την κατάσχεση. Η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη και έχει δύο περιορισμούς α) σε καμία περίπτωση δεν βλάπτεται ο τρίτος που συναλλάχθηκε αγνοώντας την εικονικότητα (ΑΚ 139) και β) εφόσον κάτω από τη σύμβαση (εικονική) κρύβεται άλλη σύβμαση (καλυπτόμενη) για την οποία έχει τηρηθεί ο νόμιμος τύπος, η καλυπτόμενη σύμβαση είναι έγκυρη (ΑΚ 138 παρ. 2) πχ για φορολογικούς λόγους η δωρεά ακινήτου εμφανίζεται εικονικά ως πώληση ακινήτου δηλαδή εικονική είναι η πώληση ενώ η δωρεά είναι η καλυπτόμενη σύμβαση. Επειδή έχει προβλεφθεί ο συμβολαιογραφικός τύπος έστω και αν είναι εικονικός, η σύμβαση της δωρεάς είναι έγκυρη.

Ακυρώσιμη δικαιοπραξία είναι κάθε δικαιοπραξία η οποία λόγω ορισμένου ελαττώματος μπορεί να ακυρωθεί με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι να ακυρωθεί υπάρχει και παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματα μιας έγκυρης δικαιοπραξίας. Ακυρώσιμη μπορεί να είναι κάθε σύμβαση του εμπορικού ή αστικού δικαίου αλλά και οι μονομερείς δικαιοπραξίες. Η έννομη συνέπειά της είναι ότι μετά την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση εξομοιώνεται με αρχικά άκυρη.
Οι λόγοι που καθιστούν μια σύμβαση ακυρώσιμη είναι αποκλειστικά τρεις α) όταν η σύμβαση έχει καταρτιστεί λόγω πλάνης β) όταν η σύμβαση έχει καταρτιστεί λόγω απάτης και γ) όταν η σύμβαση έχει καταρτιστεί λόγω απειλής.

 Πλάνη και προϋποθέσεις: Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση ή η άγνοια της πραγματικότητας με αποτέλεσμα να υπάρχει διάσταση μεταξύ της πραγματικότητας και της παράστασης που έχει γαι αυτή αυτός που πλανάται. Αυτός που πλανήθηκε μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας ενώ οφείλει να αποκαταστήσει τις ζημιές που έχει υποστεί ο αντισυμβαλλόμενός του. Διακρίνεται σε πλάνη στη δήλωση και πλάνη στη βούληση ως προς τις ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος που έχει ως συνέπεια την ακύρωση της δικαιοπραξίας μόνο όταν είναι ουσιώδης και σε πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης που δεν οδηγεί σε ακύρωση της σύμβασης γιατί δεν θεωρείται ουσιώδης. Η πλάνη στη δήλωση (ΑΚ 141) υπάρχει κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, η δήλωση κάποιου δεν ανταποκρίνεται στη βούλησή του πχ ο Α θέλει να αγοράσει 100 τεμάχια αλλά τελικά αγοράζει 1000 τεμάχια. Η πλάνη στις ιδιότητες του προσώπου ή του πράγμτος θεωρείται ουσιώδης αν οι ιδιότητες αυτές είναι τόσο σπουδαίες για την όλη δικαιοπραξία ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία (ΑΚ 142). Κατά συνέπεια, το ουσιώδες της πλάνης καθιστά τη δικαιοπραξία ακυρώσιμη πχ αγορά ρολογιού ως χρυσού που αποδεικνύεται στην πραγματικότητα ότι είνα επίχρυσο.
Πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια υπάρχει όταν η δήλωση ανταποκρίνεται στη βούληση του δηλούντος αλλά έχει (η βούληση) σχηματισθεί ελαττωματικά λόγω της εσφαλμένης γνώσης ή άγνοιας της πραγματικότητας. Η πλάνη αυτή δεν είναι ουσιώδης και επομένως δεν επιτρέπει την ακύρωση της δικαιοπραξίας (ΑΚ 143) πχ η πλάνη που αφορά αγορά οικοπέδου επειδή ο αγοραστής έχει την πληροφορία ότι θα διανοιχθεί νέος δρόμος και θα ανατιμηθούν τα ακίνητα, πράγμα όμως που δεν συμβαίνει. (παραγωγικά αίτια της βούλησης νοούνται όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά περιστατικά όπως γεγονότα, πράξεις, προσδοκίες κλπ που στηρίχθηκε αυτός που δικαιοπρακτεί για να σχηματίσει τη βούλησή του).
Απάτη είναι η δόλια παραπλάνηση άλλου σε δήλωση βούλησης με την παρουσίαση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (ΑΚ 147) πχ ο πελάτης εξαπατά την τράπεζα συναλλασσόμενος με ένα πλαστό βιβλιάριο. Η απάτη αποτελεί λόγο που καθιστά ακυρώσιμη τη δικαιοπραξία. Επιπροσθέτως, αυτός που απατήθηκε μπορεί να ζητήσει αποζημίωση. Η απάτη αποτελεί και ποινικό αδίκημα (ΠΚ 386).
Απειλή υφίσταται όταν η σύβμαση καταρτίζεται από τον φόβο επέλευσης ενός γεγονότος που είναι ικανό να προξενήσει φόβο στον μέσο άνθρωπο (ΑΚ 150). πχ αν δεν μου πουλήσεις  το σπίτι σου  θα σου κάψω το αυτοκίνητό σου. Η απειλή αποτελεί λόγο που καθιστά ακυρώσιμη τη δικαιοπραξία και αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα (ΠΚ 333) και επιπροσθέτως αυτός που απειλήθηκε μπορεί να ζητήσει αποζημίωση.
Αίρεση είναι όρος που προστίθεται στη δικαιοπραξία και εξαρτά το κύρος της από την επέλευση ενός μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος. Οι αιρέσεις διακρίνονται σε αναβλητικές και διαλυτικές. Αναβλητική  είναι η αίρεση που τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο δηλαδή τα αποτελέσματά της αναβάλλονται έως το χρονικό σημείο που θα συμβεί και εφόσον συμβεί το μελλοντικό αυτό γεγονός (ΑΚ 201) πχ όταν περάσεις τις εξετάσεις θα σου δωρίσω το αυτοκίνητο. Διαλυτική είναι η αίρεση με βάση την οποία τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας παράγονται αμέσως, ανατρέπονται όμως και επανέρχονται αυτοδίκαια  η προηγούμενη κατάσταση, όταν και εφόσον συμβεί το μελλοντικό γεγονός από το οποίο εξαρτήθηκε (ΑΚ 202) πχ σου δίνω τώρα ένα αυτοκίνητο αλλά αν αποτύχεις στις εξετάσεις θα στο πάρω πίσω.

Αντιπροσώπευση υπάρχει όταν η πρόταση για να καταρτιστεί μια δικαιοπραξία γίνεται από κάποιο τρίτο πρόσωπο (αντιπρόσωπος). Ο αντιπρόσωπος καταρτίζει δηλαδή δικαιοπραξίες οι οποίες δεν ωφελούν ή δεσμεύουν τον ίδιο αλλά αυτόν τον οποίο αντιπροσωπεύει (αντιπροσωπευόμενος). Διακρίνεται σε άμεση και έμμεση. Άμεση είναι εκείνη όταν ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου και μέσα στα όρια της αντιπροσωπευτικής εξουσίας, έτσι ώστε τα αποτελέσματά της δικαιοπραξίας να επέρχονται αμέσως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου (ΑΚ 211 παρ. 1). Έμμεση είναι εκείνη όταν ο αντιπρόσωπος επιχειρεί τη δικαιοπραξία στο όνομά του αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Στη συνέχεια όμως απαιτείται άλλη δικαιοπραξία πχ μεταβίβαση δικαιώματος μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευόμενου για να μεταβιβαστούν στον τελευταίο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που ανέλαβε ο αντιπρόσωπος με την αρχική δικαιοπραξία. Ο τρίτος δεν συμβάλλεται με τον έμμεσα αντιπροσωπευόμενο ο οποίος παραμένει άγνωστος σε αυτόν.