Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΣΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Σ.Ο.Σ. ΘΕΜΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ)

Το δημοψήφισμα όπως διαμορφώθηκε στο Σύνταγμα του 1975 και τροποποιήθηκε το 1986

Το Σύνταγμα του 1975 είναι το δεύτερο ελληνικό σύνταγμα (μετά του  1927 άρθρο 125 παρ 5) που αναφέρεται  στο θεσμό του δημοψηφίσματος αλλά το πρώτο που καθιερώνει το νομοθετικό δημοψήφισμα.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 2 "ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να προκηρύξει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα". Η προκήρυξη δημοψηφίσματος άνηκε κατά το Σύνταγμα του 1975 στις αυτόνομες αρμοδιότητες του ΠτΔ χωρίς προσυπογραφή. Το Σύνταγμα του 1975 καθιέρωνε το προεδρικό δημοψήφισμα. Το δημοψήφισμα αποτελούσε συνταγματικό μέσο το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο ΠτΔ σε περίπτωση διαφωνίας του προς την κυβέρνηση. Το εκλογικό σώμα καλούνταν ως διαιτητής να λύσει τη διαφορά αυτή. Επομένως, ριζική σε ότι αφορά το θεσμό του δημοψηφίσματος υπήρξε η μεταρρύθμιση του 1986 που μετέβαλε καταρχήν το χαρακτήρα του δημοψηφίσματος από προεδρικό σε κυβερνητικό ενώ στο εθνικό δημοψήφισμα προστέθηκε και το κοινωνικό. Δεν ανήκει πλέον στον ΠτΔ αλλά στην πλειοψηφία της βουλής η  δημοψηφισματική διαδικασία. 

Προϋποθέσεις εφαρμογής του δημοψηφίσματος κατ΄ ερμηνεία του άρθρου 44 παρ 2 του Σ

 Το δημοψήφισμα είναι αναγκαίο να αφορά είτε κρίσιμο εθνικό θέμα είτε ψηφισμένα νομοσχέδια σχετικά με σοβαρό κοινωνικό θέμα. Είναι προφανές ότι απορρέων σκοπός του δημοψηφίσματος είναι η θέσπιση ή μη στηνδ ελληνική πολιτεία ορισμένων κανόνων δικαίου οι οποίοι κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα ενταχθούν στην ελληνική έννομη τάξη. 

Εθνικό και κοινωνικό δημοψήφισμα

 Με το αναθεωρημένο σύνταγμα του 1986 τα είδη του δημοψηφίσματος διπλασιάστηκαν ώστε πέρα από το εθνικό δημοφήφισμα η πρόβλεψη αφορά πλέον και το κοινωνικό δημοψήφισμα.
Το εθνικό δημοψήφισμα αφορά δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα όπου αναμφίβολη είναι η ασάφεια της έννοιας του κρίσιμου εθνικού θέματος με αποτέλεσμα αυτό να εμπίπτει στην κρίση της βουλής. Επιπρόσθετα διαδικαστικό νομικό γνώρισμα του εθνικού δημοψηφίσματος είναι ο αυτόνομος χαρακτήρας του καθώς δεν έχει δεσμεύσεις όσον αφορά το χρόνο υποβολής των προτάσεων και το αντικείμενο. Η διαδικασία έχει τρία στάδια: ξεκινά με την πρόταση του υπουργικού συμβουλίου προς τη βουλή, συνεχίζει με απόφαση της βουλής με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών και την εφαρμογή του δημοψηφίσματος που ξεκινά με την πράξη έκδοσης προεδρικού διατάγματος προσυπογεγραμμένου από τον αρμόδιο υπουργό.
Η διαδικασία διαφοροποιείται στο κοινωνικό δημοψήφισμα όπου η πρόταση απαιτείται να υπογραφεί τουλάχιστον από 120 βουλευτές, αριθμός που επιτρέπει και στην αντιπολίτευση την κατάθεση σχετικής πρότασης. Σύμφωνα με συνταγματική ρύθμιση, δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο δημοψηφίσματος τα δημοσιονομικά νομοσχέδια.  Επίσης δεν επιτρέπεται να γίνουν πάνω από δύο κοινωνικά δημοψηφίσματα μέσα σε μία βουλευτική περίοδο. Σχετικά με την πρόταση παραπομπής σε δημοψήφισμα του ψηφισμένου νομοσχεδίου, μπορεί να υποβληθεί στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ψήφιση μέχρι την έκδοση και δημοσίευση.

Ελλάδα και δημοψηφίσματα
  •  Το δημοψήφισμα του 1924 από τη Δ Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Η Μοναρχία καταργήθηκε στις 25 Μαρτίου  1924 και προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για την επικύρωση της απόφασης της συντακτικής.
  • Το δημοψήφισμα που έγινε στις 3/11/1935 έμεινε στησν ιστορία σαν Νόθο δημοψήφισμα. Διενεργήθηκε από τη δικτατορική κυβέρνηση του Γ. Κονδύλη που συγκάλεσε την Ε Εθνική Εθνοσυνέλευση για να καταργήσει το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας.
  • Την 1/09/1946 στο δημοψήφισμα τπου διενεργήθηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, οι επιλογές ήταν τρεις: υπέρ ή κατά της επανόδου του βασιλιά και υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Το ΚΚΕ απείχε από τις βουλευτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 αλλά συμμετείχε στο δημοψήφισμα.
  • Το δημοψήφισμα του 1968 υπήρξε το πρώτο από τα 2 δημοψηφίσματα παρωδίες που διενέργησε η Χούντα των Συνταγματαρχών. Διεξήχθη την Κυριακή 29/09/1968 και το εκλογικό σώμα κλήθηκε να εγκρίνει με Ναι ή Όχι σχέδιο συντάγματος το οποίο είχε νωρίτερα δημοσιοποιηθεί. Κυρίαρχη στη διαφημιστική εκστρατεία της χούντας ήταν η λέξη ΝΑΙ η οποία προωθήθηκε από όλα τα ΜΜΕ της εποχής.
  • Το δημοψήφισμα του 1973 υπήρξε το δεύτερο νόθο δημοψήφισμα της Χούντας. Διεξήχθη την Κυριακή 29/07/1973 και σκοποί του ήταν να εγκριθεί από το εκλογικό σώμα σχέδιο ψηφίσματος με τον τίτλο "περί τροποποιήσεως του από 15ης Νοεμβρίου 1968 Συντάγματος", η εκλογή προέδρου και αντιπροέδρου της Δημοκρατίας για θητεία 8 ετών, η έγκριση για πολιτειακή αλλαγή δηλαδή να εγκριθεί η κατάργηση της μοναρχίας που είχε αποφασίσει και εκτελέσει δύο μήνες πριν ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν με συντακτική πράξη την 1/6/1973 είχε εγκαθιδρύσει το πολίτευμα της προεδρικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με προσωρινό πρόεδρο τον Γεώργιο Παπαδόπου.ο. Για τα τρία ερωτήματα οι ψηφοφόροι κλήθηκαν να επιλέξουν με ΝΑΙ ή ΌΧΙ. Στο δημοψήφισμα εκείνο επετράπει για πρώτη και μοναδική φορά σε εκλογική διαδικασία να ψηφίσουν οι ψηφοφόροι με την αστυνομική τους ταυτότητα αφού πολύς κόσμος βρισκόταν σε διακοπές για τα "μπάνια του λαού".
  • Στις 8/12/1974 έγινε το τελευταίο δημοψήφισμα στην Ελλάδα για τη μορφή του πολιτεύματος για την επιλογή βασιλευόμενη ή αβασίλευτη δημοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν 69,2% υπερ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Η λέξη "δημοψήφισμα" συνδέεται με τραυματικές εμπειρίες στο ΠΑΣΟΚ. Για παράδειγμα μια συζήτηση περί δημοψηφισμάτων οδήγησε εκτός Κοινοβουλευτικής Ομάδας τον Κώστα Σημίτη, ενώ το ΠΑΣΟΚ ήταν στην αντιπολίτευση. Σε μια κομματική συνεδρίαση ο Γ. Παπανδρέου είπε ότι οι κονοτικές συνθήκες πρέπει να κυρώνονται με δημοψήφισμα. Μερικές ώρες αργότερα ο πρώην πρωθυπουργός δεν άνηκε στις τάξεις των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ (ΠΙΘΑΝΟ ΘΕΜΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ)

Δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο ο λαός παίρνει ο ίδιος τις βασικές πολιτικές αποφάσεις. Βέβαια κατά το πέρασμα των αιώνων, εξαιτίας της μεταβολής των συνθηκών της ζωής και των αναγκών των ανθρώπων, η δημοκρατία πήρε διάφορες μορφές.
Αρχικά εμφανίστηκε η άμεση Δημοκρατία που άκμασε στην αρχαία Ελλάδα. Άμεση δημοκρατία δεν είχε μόνο η Αθήνα αλλά και πολλές πόλεις - κράτη. Στην Αρχαία Αθήνα κύριο πολιτειακό όργανο ήταν η λαϊκή συνέλευση και η εκκλησία του Δήμου. Η εκκλήσια του δήμου δεν ήταν όργανο της πολιτείας ήταν η ίδια η πολιτεία όπου συμμετείχαν όλοι δηλαδή μόνο οι ελεύθεροι με ισηγορία και ισονομία. Αυτό σημαίνει ότι ο δήμος ταυτίζεται με το κράτος.
Επίσης, η παραχώρηση της Μεγάλης Χάρτας των ελευθεριών (Magna Carta Libertatum) από τον Ιωάννη τον Α (Αγγλία) ώστε να βρει συμβιβαστική λύση κατά την αντιπαράθεση με τους εκπροσώπους των φεουδαρχών, αποτελεί τη βάση γαι την δημιουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος.
Η έννοια της αντιπροσώπευσης θεμελιώθηκε κατά τα τέλη του 18ου αιώνα με την αμερικανική και γαλλική επανάσταση. Έτσι στο γαλλικό σύνταγμα του 1791 ορίζεται ότι το Έθνος από το οποίο πηγάζουν όλες οι εξουσίες, δεν μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες αυτές παρά κατ΄ εξουσιοδότηση.
Σύμφωνα με την αντιπροσωπευτική θεωρία, επειδή ο λαός δεν διαθέτει τη μόρφωση, τον χρόνο και τις απαραίτητες ικανότητες να αναλάβει την εξουσία, ανατέθει σε πρόσωπα αντιπροσώπους να τον αντικαθιστά πλήρως.
Ο αντιπρόσωπος του έθνους συμμετέχει ελεύθερα στη λήψη των αποφάσεων. Λειτουργεί ελεύθερα με βάση τη θέληση του και όχι ενεργώντας με βάση κάποια εντολή που έχει λάβει από τον αντιπροσωπευόμενο έθνος. Κοντά στην έννοια αυτή βρίσκεται το άρθρο 60 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της ψήφου κατά τη συνείδησή τους.
Από το παραπάνω φιλελεύθερο αντιπροσωπευτικό σύστημα (τέλη 18ου αιώνα) του οποίου βασική αρχή αποτελούσε η άποψη ότι ο λαός είναι ανίκανος να αναλάβει την εξουσία, σιγά σιγά προχωρούμε στη σύγχρονη δημοκρατία. Η σύγχρονη Δημοκρατία είναι μικτή δηλαδή περιλαμβάνει στοιχεία αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας. 
Η μικτή δημοκρατία στην Ελλάδα συνταγματοποιήηκε κυρίως με το σύνταγμα του 1975 ενώ είχαν προηγηθεί άλλα όπως αυτό του 1927 το οποίο ήταν το μόνο που είχε αποδεχθεί το ημιαντιπροσωπευτικό σύστημα εισάγοντας με το άρθρο 125 αρ. 5 το προαιρετικό συνταγματικό δημοψήφισμα, με την καταστατική συντακτική πράξη.
Στη σύγχρονη κομματική δημοκρατία στο μέτρο κατά το οποίο εφαρμόζεται η αρχή της ταυτότητας, δεν εφαρμόζεται η ελεύθερη εντολή όπως στην αντιπροσώπευση και οι αντιπρόσωποι λειτουργούν ως εκπρόσωποι. Εκπροσωπώ σημαίνει μεταφέρω τη θέληση του άλλου. Ο εκπροσωπούμενος λαός είναι ανώτερος από τους βουλευτές και για αυτό το λόγο είναι αυτός που δίνει τις εντολές και ο εκπρόσωπος ως κατώτερος τις εφαρμόζει. Λαός και κυβέρνηση αποτελούν μια οντότητα.  Οι εκπρόσωποι, που εκλέγονται από το λαό μέσω εκλογών κάθε τέσσερα χρόνια, μεταφέρουν την θέληση του λαού, δεν ασκούν το δικαίωμα για άσκηση της εξουσίας αντ'  αυτού. Αντίθετα με την αντιπροσώπευση, στην εκπροσώπηση η εξουσία παύει να υπάρχει από τη στιγμή που θα ανακληθεί, δηλαδή είναι εφικτή η ανάκληση.
Εκπροσώπηση υπάρχει και στην αμιγώς διακυβέρνηση της χώρας εφόσον το Σύνταγμα ορίζει ότι η κυβέρνηση είναι κομματική, ο πρωθυπουργός είναι ο εκπρόσωπος του κόμματος ή του συνασπισμού που διαθέτει στη βουλή την απόλυτη πλειοψηφία εδρών και τα μέρη της κυβέρνησης εξαρτώνται άμεσα από τον εκπρόσωπο πλειοψηφίας. 
Μία από τις βασικότερες αρχές της εκπροσώπησης είναι η δεσμευτική εντολή που τονίζει τη δέσμευση των αντιπροσώπων στις αποφάσεις του εκλογικού σώματος, ώστε η λαϊκή θέληση να μεταφέρεται αυτούσια στο κοινοβούλιο.
Επίσης, με βάση τον θεσμό της εκπροσώπησης ο λαός μέσω των εκλογών δίνει εντολή πλειοψηφίας αλλά και μειοψηφίας. 
ΓΕΝΙΚΑ:
Η αντιπροσώπευση και η εκπροσώπηση είναι καθαρά αντίθετες έννοιες. Η αντιπροσώπευση συνδέεται με την έμμεση  δημοκρατία καθώςω ο λαός είναι απών από οποιαδήποτε λήψη απόφασης ενώ η εκπροσώπηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άμεση δημοκρατία. Αντιπροσώπευση σημαίνει αποφασίζω αντί του άλλου ενώ εκπροσώπηση  είναι μεταφέρω τη θέληση  του άλλου.
Επιπλέον, το αντιπροσωπευτικό σύστημα αποξενώνει το λαό από το δικαίωμα άσκησης της εξουσίας που πηγάζει από τον ίδιο ενώ στην εκπροσώπηση ο λαός έχει τον κύριο λόγο.
Τέλος, η αντιπροσώπευση συνδέεται με την ελεύθερη εντολή, σύμφωνα με την οποία ο αντιπρόσωπος λειτουργεί με βάση τη συνείδησή του και δεν δέχεται κανένα έλεγχο, ενώ η εκπροσώπηση με την επιτακτική εντολή/δεσμευτική εντολή ορίζει ότι οι βουλευτές πρέπει να υπακούν τις εντολές του λαού. 

Βέβαια, το σύγχρονο σύνταγμα περιλαμβάνει διατάξεις που επανασυνταγματοποιούν την αντιπροσώπευση (αρθρο 60 παρ. 1 Σ, 61 παρ. 1 Σ) αλλά και άλλες που καθιερώνουν την εκπροσώπηση και την ελεύθερη εντολή (άρθρο 1 παρ. 3 του Σ, άρθρο 52 του Σ, το άρθρο 66 παρ. 1 του Σ και τέλος το άρθρο 44 παρ. 2 του Σ).
Η μίξη αυτών των διαφορετικών διατάξεων έχει ως συνέπεια τη δημιουργία εντάσεων μεταξύ των συνταγματικών κανόνων. Από τη σύγκρουση αυτή υπερτερεί η δεσμευτική εντολή.