Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΑΡΧΑΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Δικαστικός αγώνας ομηρικών χρόνων
  • Πρόκειται για το χωρίο της 18ης Ραψωδίας της Ιλιάδας όπου ο ποιητής περιγράφει τις εικόνες που χάραξε ο Ήφαιστος πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα. Μεταξύ άλλων, σφυριλάτησε ένα δικαστικό αγώνα με αφορμή μια διαφορά μεταξύ δύο ανδρών. Η διένεξη προέκυψε από τη θανάτωση ενός προσώπου.
  • Κατά τους ομηρικούς χρόνους η οικογένεια του θύματος είχε δικαίωμα αυτοδικίας και ο δράστης είχε δικαίωμα εξαγοράς της αυτοδικίας με καταβολή περιουσιακών στοιχείων. Στην αρχή η εξαγορά της αυτοδικίας ήταν προαιρετική και μετά έγινε υποχρεωτική.
  • Στην ομηρική σκηνή, δύο πρόσωπα φιλονικούν για το εάν μεσολάβησε ή όχι εξαγορά του δικαιώματος αυτοδικίας και για το λόγο αυτό προσφεύγουν στην δικαιοσύνη. Στην αρχή απευθύνονται σε ένα τρίτο πρόσωπο, τον Ίστορα, ο οποίος δεν καταφέρνει να τους συναιτήσει και έτσι η υπόθεση εισάγεται σε ένα πολυμελές δικαιοδοτικό όργανο, τους γέροντες. Πρόκειται για υβρίδια μορφή δικαιοδοτικού οργάνου που δύσκολα εντάσσεται στα σημερινά σχήματα απονομής της δικαιοσύνης. Το αξιοπερίεργο είναι ότι οι γέροντες δεν εκδίδουν απόφαση, αλλά ο ένας μετά τον άλλο εκφέρουν γνώμη και υπερτερεί η ορθότερη.
  • Ο Ίστωρ (σημαίνει αυτός που γνωρίζει) πιθανών να είναι ένας διαλλάκτης (βλ. στους Κλασικούς Χρόνους Δημόσια και Ιδιωτική Διαιτησία), το οποίο είναι κάποιο μέλος της κοινωνικής ομάδας των δυαδίκων που γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Ο διαλλάκτης καλείται να επιλύσει τη διαφορά ώστε να ικανοποιούνται και τα δύο μέρη ενώ οι γέροντες εφόσον δεν επιτευχθεί συμφιλίωση ή συμβιβασμός, εκδίδουν απόφαση δεσμευτική για τα μέρη, άσχετα αν τους ικανοποιεί ή όχι.
  • Κατά κανόνα, επί εκούσιας διαιτησίας, ο διαιτητής επιλέγεται ad hoc (κάποιος διαιτητής επιλέχθηκε για αυτόν τον διχασμό και μόνο) προκειμένου να επιλύσει συγκεκριμένη διαφορά. Στην Οδύσσεια όμως γίνεται λόγος για κατά επάγγελμα διαιτητές οι οποίοι βρίσκονταν όλη την ημέρα στην αγορά και επέλυαν τις διαφορές που τους υποβάλλονταν.
Νομοθεσία 8ου και 7ου αιώνα π.Χ.
  • Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. εμφανίζεται επιτακτική η ανάγκη καταγραφής του ισχύοντος άγραφου νόμου ο οποίος μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά μέσω της προφορικής παράδοσης και ήταν εθιμικός. Γνώστες και μέσα διάδοσης του, ήταν εκπρόσωποι των αριστοκρατικών γενεών οι οποίοι απένεμαν την δικαιοσύνη. Οπότε, πρόσωπα με κύρος ανέλαβαν την καταγραφή του μέχρι τότε άγραφου εθιμικού δικαίου. Η νομοθεσία συνδέεται και με δύο άλλα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τον 7ο και 8ο αιώνα π.Χ., τη διάδοση της γραφής και τους αποικισμούς. Η γραφή ήταν το όχημα της διάδοσης του νόμου και η σύνταξη νόμων χρειάστηκε ώστε να αποικίσουν μαζί άτομα από διαφορετικούς τόπους καταγωγής.
  • Ο 8ος αιώνας π.Χ. έχει επιλεγεί ως το χρονικό σημείο γένεσης της αρχαίας ελληνικής πόλης και του πολιτισμού της. Με τον 8ο αιώνα λήγει η περίοδος που συμβατικά ονομάζουμε σκοτεινούς χρόνους και συμπίπτει με τους γεωμετρικούς χρόνους που θεωρούνται ως περίοδος της μη γραφής. Τον 8ο αιώνα π.Χ. αρχίζουν να υπάρχουν γραπτές επιγραφικές μαρτυρίες, άρα διαδίδεται η γραφή. Τότε θεωρείται ότι έζησε ο ποιητής των ομηρικών ετών και τέλος, είναι ο αιώνας των μεγάλων ιστορικών συμβάντων: νόμισμα, αποικισμός, γραφή που επηρέασαν όλη την μετέπειτα πορεία της ανθρωπότητας.
  • Ούτε όμως οι επιγραφές του 8ου αιώνα π.Χ. που είναι ελάχιστες και αποσπασματικές, ούτε τα ομηρικά έπη, μας επιτρέπουν να υποψιαστούμε την ύπαρξη γραπτού δικαίου. Επίσης, με εξαίρεση το Σόλωνα και ελάχιστους νομοθέτες της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, τον Ζάλευκο και τον Χάρωνδα, ελάχιστα γνωρίζουμε για τους βίους και τα έργα των νομοθετών της εποχής.

Λυκούργος και Μεγάλη Ρήτρα
  • Στον βίο του Λυκούργου, ο Πλούταρχος μας παραδίδει την Μεγάλη Ρήτρα στην οποία οι Σπαρτιάτες έδωσαν τη μορφή ενός δελφικού χρησμού. Η Μεγάλη Ρήτρα θέτει τους βασικούς πολιτειακούς θεσμούς της Σπάρτης.
  • Η πολιτειακή μεταρρύθμιση ξεκινά με την κατανομή των πολιτών σε φυλές και ωβάς χωρίς να γνωρίζουμε αν είχαν ως κριτήριο την καταγωγή ή τον τόπο διαμονής.
  • Με τις επόμενες διατάξεις, η Μεγάλη Ρήτρα ορίζει τα πολιτειακά όργανα της Σπάρτης: την Γερουσία, τους βασιλείς (αρχαγέτας) και την Απέλλα. Η Γερουσία αποτελείται από 30 πρεσβύτερους και 2 βασιλείς οι οποίοι εφεξής εντάσσονται στο κυριαρχικό όργανο της πόλεως και διευθύνουν την συζήτηση. Η λαϊκή συνέλευση θα συνέρχεται πλέον κατά τακτκά χρονικά διαστήματα, κατά τη διάρκεια των Απελλών (των εορτών προς τιμή του Θεού Απόλλωνα).
  • Η Μεγάλη Ρήτρα ρυθμίζει με ασαφή τρόπο για μας, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία, κατανέμοντάς τις μεταξύ γερουσίας και λαϊκής συνέλευσης. Σύμφωνα με διάταξη της Ρήτρας, οι πρότασεις εισάγονται από τη γερουσία στη λαϊκή συνέλευση η οποία αποφασίζει με κυριαρχικό τρόπο. Από τη διάταξη προκύπτει ότι πριν ακόμη εγκαθιδρυθεί το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αθήνα, είχει ήδη υιοθετηθεί στην Σπάρτη.
  • Από μια ιδιαίτερα ασαφή διάταξη της Ρήτρας προκύπτει ότι η γερουσία και οι βασιλείς δεν ευθύνονται ούτε δεσμεύονται από τις μη ορθές αποφάσεις της λαϊκής συνέλευσης, αντιθέτως, οι ορθές αποφάσεις της είναι δεσμευτικές.

Κοινά χαρακτηριστικά των αρχαϊκών μεταρρυθμίσεων
  • Καθώς οι αρχαϊκές μεταρρυθμίσεις (να γραφτεί το εθιμικό δίκαιο) έρχονται να εκτοπίσουν μια καθαγιασμένη παράδοση, χρειάζεται και οι νομοθεσίες να έχουν θεϊκή προέλευση (Σπάρτη). Προέρχονται από τον Δία, ευθέως ή μέσω Απόλλωνα, οι δημιουργοί τους τις παρέλαβαν μέσω θείας αποκάλυψης ή τις υιοθέτησαν από μακρινή χώρα (Αίγυπτος) όπου ταξίδεψαν για αυτό το σκοπό. Οι βασιλείς της Σπάρτης βρίσκονταν σε διαρκή επικοινωνία με το Μαντείο των Δελφών, ενώ οι νομοθέτες ζητούσαν τη γνώμη του Θεού πριν προβούν σε μεταρρυθμίσεις.
  • Στο έργο όλων των νομοθετών υπάρχουν οι ίδιες προτεραιότητες: μέσω της νομοθεσίας επιδιώκεται να τεθεί τέλος σε μια στάση, στη διχόνοια που προέκυψε στο εσωτερικό της κοινωνικής ομάδας και να αποκατασταθεί η κοινωνική ειρήνη. Οι κρίσεις της εποχής οφείλονται είτε σε διαμάχες μεταξύ αριστοκρατικών οικογενειών για την κατάληψη της εξουσίας, είτε στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αγροτική τάξη λόγω της κατάτμησης των ιδιοκτησιών μετά από αλλεπάλληλες διαδοχές ή λόγω χρεών. Οπότε οι προτεραιότητες των νομοθετών είναι η ρύθμιση της ανθρωποκτονίας ακι της κληρονομικής διαδοχής με τις προεκτάσεις της στο καθεστώς της εγγείας ιδιοκτησίας.
  • Από τις μαρτυρίες για το έργο των αρχαϊκών νομοθετών που έχουν διασωθεί προκύπτει ότι κατέγραψαν κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, δεν προκύπτει όμως ότι πήραν τη μορφή επιτακτικών κανόνων δικαίου μιας δεδομένης κοινωνίας (δεν έγιναν δίκαιο).
  • Οι αρχαϊκοί νομοθέτες έχοντας λάβει σχετική εξουσιοδότηση, νομοθετούν. Το θεσμικό πλαίσιο της δραστηριότητάς τους προσδιορίζεται από την ιδιότητά τους: διαλλάκτης ή τύραννος. Ως διαλλάκτης, εξουσιοδοτείται από το λαό και καλείται να τον συμφιλιώσει μέσω της νομοθεσίας. Ως τύραννος, νομοθετεί για την τάξη που τον έβαλε στην εξουσία.
  • Οι αρχαϊκοί νομοθέτες δεν έσπευσαν να κωδικοποιήσουν το άγραφο δίκαιο στο σύνολό του, αλλά επέλεξαν. Οι διατάξεις αυτές δεν έχασαν την ατομικότητά τους αλλά δεν σχημάτισαν κώδικα. Σε αυτούς τους κανόνες δικαίου, προστέθηκαν και άλλοι που είτε άνηκαν στο παλιό άγραφο δίκαιο είτε επρόκειτογια νεοσύστατες διατάξεις που τώρα πια ήταν γραπτοί.
  • Πρώτο μέλημα των αρχαϊκών νομοθετών ήταν να γνωρίζουν κάθε είδους κανόνες δικαίου όπως εθιμικές διατάξεις, νομολογιακές αποφάσεις αλλά και συμφωνίες, ιδιωτικές ή διεθνείς, προφορικές ή γραπτές. Η ουσία του έργου του νομοθέτη συνίσταται στην επιλογή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων δικαιικών λύσεων, αυτής της οποίας η εφαρμογή θα έχει τις λιγότερες δυνατόν δυσμενείς συνέπειες για τα οικονομικά, ηθικά ή άλλα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Επομένως, μέσω της νομοθεσίας οι νομοθέτες επιδιώκουν να διαλλάξουν, να συμφιλιώσουν ή να ικανοποιήσουν αυτούς που τους έδωσαν την εξουσία των νομοθετών.
  • Η ασφάλεια δικαίου που επεδίωξαν οι αρχαϊκοί νομοθέτες μέσω της κατάργησης αντίθετων διατάξεων προκαλεί τον θαυμασμό αργότερα του Δημοσθένη.
  • Οι μεταρρυθμίσεις των αρχαϊκών χρόνων πραγματοποιήθηκαν, ως επί το πλείστον, μέσω νομοθετικών διατάξεων που απέβλεπαν στην αποκατάστασή της κοινωνικής ειρήνης και δικαιοσύνης.

Ο κώδικος της Γόρτυνος
  • Το εκτενέστερο και πληρέστερο αρχαίο ελληνικό νομοθέτημα που έχει διασωθεί προέρχεται από την κρητική πόλη Γόρτυνα. Πρόκειται γαι τον κώδικα της Γόρτυνος που χαράχθηκε σε μαρμάρινες στήλες που ανακαλύφθηκαν κατά το δεύτερο ήμιση του 19ου αιώνα μ.Χ.
  • Για την εποχή εκείνη, ο νόμος της Γόρτυνος είναι κώδικας. Πληροί την προϋπόθεση της κανονιστικότητας (οι διατάξεις του έχουν χαρακτήρα γενικό, αφηρημένο και απρόσωπο) και της επιτακτικότητας (έχει δεσμευτική ισχύ για τα υποκείμενα που αφορά).
  • Χρονολογείται 480 έως 460 π.Χ. και παρουσιάζει εσωτερική ενότητα, περιλαμβάνει 26 εσωτερικές παραπομπές σε άλλες διατάξεις του κώδικα. Αρχίζει με επίκληση των Θεών, ενώ πουθενά δεν αναφέρεται η αρχή που τον εξέδωσε (είναι δηλαδή αγνώστου πατρότητας).
  • Ενσωματώνει παλαιότερο γραπτό δίκαιο του 7ου αιώνα π.Χ. καθώς και ακόμα αρχαιότερα στοιχεία της προφορικής παράδοσης. Οι διατάξεις καλύπτουν αστικό, ποινικό και δικονομικό δίκαιο. Δεν ρυθμίζει όμως την ανθρωποκτονία, λόγω του ότι διατηρήθηκαν παλαιότερες διατάξεις σχετικές με την ανθρωποκτονία.
  • Αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη σύνθεση κοινωνικής διαστρώματωσης της Γόρτυνος: ελεύθεροι πολίτες, ελεύθεροι χωρίς πολιτικά δικαιώματα (απέταιροι), δουλοπάροικοι και δούλοι. Οι ελεύθεροι πολίτες διακρίνονται σε τέσσερις ηλικιακές τάξεις που καθορίζονται από την βιολογική ωριμότητα και τη δημόσια εκπαίδευση κάθε ηλικίας.
  • Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σειρά των διατάξεων. Οι πρώτες διατάξεις του κώδικα αναφέρονται στην διεκδίκηση της κυριότητας ενός δούλου ή ενός προσώπου του οποίου αμφισβητείται η ελευθερία. Ακολουθούν διατάξεις για αδικήματα κατά των ηθών, όπως η αποπλάνηση, η ασέλγεια και η μοιχεία, διατάξεις οικογενειακού δικαίου (διαζύγιο, λύση του γάμου λόγω θανάτου, έκθεση τέκνων, περιουσιακές σχέσεις συζύγων διαρκούντος του γάμου), διατάξεις κληρονομικού, εμπράγματου, ενοχικού κλπ. Αναφορικά με τα αδικήματα βιασμού και της μοιχείας εξαρτά το ύψος της προβλεπόμενης χρηματικής ποινής  από την ιδιότητα (ελεύθερος, απέταιρος, δουλοπάροικος, δούλος) του θύματος και του δράστη.
  • Σηματοδοτεί το τέλος των πρώϊμων χρόνων και τις απαρχές ενός ωριμότερου και πιο τεχνικού συστήματος δικαίου.

ΘΕΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2012 ΝΟΜΙΚΗ

Φέτος παιδιά έπεσαν τα Νομικά Λεξικά του Βυζαντινού Δικαίου!! Οπότε δεν πρέπει να παραλείψουμε τίποτα από το διάβασμά μας εκτός και αν δεν είναι αξιόλογο για θέμα κατατακτηρίων εξετάσεων.

Φιλικά,
Λίνα.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΔΙΚΑΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

Ορισμός για τα δίκαια της Ελληνικής Αρχαιότητας

Είναι το σύνολο των δικαίων των ελληνικών πόλεων όπου όταν είχαν το ίδιο πολιτικό καθεστώς παρουσίαζαν πολλά κοινά σημεία και όταν είχαν διαφορετικά πολιτεύματα, λιγότερα κοινά σημεία, οπότε το αρχαίο ελληνικό δίκαιο υποδηλώνει μια οικογένεια δικαίων που κάθε μέλος της συνδέεται με διαφορετική έννομή τάξη.

Κατηγορίες δικαίων Ελληνικής Αρχαιότητας (Αττικό Δίκαιο & Δίκαιο της Σπάρτης)

(α) Αρχαϊκοί χρόνοι (8ος  έως 6ος αιώνας π.Χ.)
  • Δικαστικός αγώνας ομηρικών χρόνων
  • Νομοθεσία 8ου και 7ου αιώνα π.Χ.
  • Λυκούργος και Μεγάλη Ρήτρα
  • Κοινά χαρακτηριστικά των αρχαϊκών μεταρρυθμίσεων
  • Ο κώδικας της Γόρτυνος
(β) Κλασικοί χρόνοι (5ος έως 4ος αιώνας π.Χ.)
  • Πολιτειακό πλαίσιο
  • Ιδιωτικό Δίκαιο (Οικογενειακό, Κληρονομικό, Εμπράγματο, Ενοχικό)
(γ) Ελληνιστικοί χρόνοι (301 π.Χ. έως 212 μ. Χ.)
  •  Πολιτειακό πλαίσιο
  • Ιδιωτικό Δίκαιο (Οικογενειακό, Κληρονομικό, Εμπράγματο, Ενοχικό)

Σημείωση από εμένα:
Με τα παραπάνω προσπαθώ να σας οργανώσω για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα την Ιστορία Δικαίου.

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

ΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (μη με ρωτήσετε που τις βρήκα.. δεν θυμάμαι)



Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου

Πρόσωπα

Χωρίζονται σε α) φυσικά β) νομικά.
Α) Φυσικά πρόσωπα
Ικανότητα δικαίου (34 ΑΚ) έχουν όλα τα φυσικά πρόσωπα ακόμα και ως έμβρυα, οπότε μιλάμε για κατά πλάσμα ικανότητα δικαίου. Σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι φορείς δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και καταστάσεων.
Δικαιοπρακτική ικανότητα (27 ΑΚ επ.)
Είναι η ικανότητα του ατόμου να μετέχει στη διαμόρφωση έννομων σχέσεων.
ΑΚ 128: ορισμός δικαιοπρακτικά ανίκανου
ΑΚ 129: ορισμός περιορισμένα δικαιοπρακτικά ανίκανου
ΑΚ 131: ορισμός παροδικά ανίκανου (περίπτωση μέθης, τοξικομανίας κ.λ.π.)
Οι συνέπειες του άρθρου αυτού αναφέρονται στην 132 ΑΚ. Τα άρθρα 134-136 ορίζουν τις δικαιοπραξίες που μπορούν να καταρτίζουν οι ανήλικοι κατά ηλικία.
ΑΚ 134: Ο ανήλικος άνω των 10 ετών καταρτίζει δικαιοπραξίες που του προσδίδουν μόνο έννομο όφελος, δεν επιβαρύνεται με υποχρεώσεις.
ΑΚ 135: Ο ανήλικος άνω των 14 διαθέτει ελεύθερα ότι κερδίζει.
ΑΚ 136: Ο ανήλικος άνω των 15 έχει δικαίωμα να εργαστεί.
Καταρτιθείσα δικαιοπραξία από δικαιοπρακτικά ανίκανο συνεπάγεται την ακυρότητα της.
Αφάνεια
Ρυθμίζεται από την ΑΚ 40. Αναφέρονται οι προυποθέσεις γα την κήρυξη του προσώπου σε αφάνεια. Αποτελεί νόμιμο τεκμήριο θανάτου με τις σχετικές συνέπειες (κληρονομικά δικαιώματα, συνταξιοδότηση συζύγου κ.λ.π.). Τέλος αποτελεί λόγο διαζυγίου καθώς ο γάμος δε διαλύεται αυτοδικαίως.
Προστασία προσωπικότητας
Ρυθμίζεται με τα άρθρα 57-60 ΑΚ. Αναφέρονται οι προυποθέσεις για την άρση της προσβολής της προσωπικότητας, μη επανάληψης στο μέλλον, αποζημίωσης και ηθικής ικανοποίησης.
Β) Νομικά πρόσωπα
Διακρίνονται σε:
1)νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ π.χ. κράτος, εκκλησία)
2)νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ π.χ. συνεταιρισμοί)
3)νομικά πρόσωπα μικτής φύσης (π.χ. ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ κ.λ.π.)
Ειδικότερα τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου διακρίνονται σε:
Α) Σωματεία (ΑΚ 78 επ.)
Β) Ενώσεις προσώπων που δεν αποτελούν σωματείο (ΑΚ 107)
Γ) Ιδρύματα (ΑΚ 108 επ.)
Δ) Επιτροπή εράνων και αστική εταιρία (ΑΚ 122 επ.)
Τα νομικά πρόσωπα έχουν αρχή και τέλος, ικανότητα δικαίου και πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Οι δικαιοπραξίες καταρτίζονται κάθε φορά από τα αρμόδια όργανα του προσώπου.

Δικαιώματα

Κατηγορίες δικαιωμάτων
Α. Εξουσιαστικά και διαπλαστικά
Τα εξουσιαστικά παρέχουν στο δικαιούχο εξουσία πάνω σε πράγματα ή αγαθό.
Ειδικότερα διακρίνονται σε:
Α) Απόλυτα: όταν η εξουσία αυτή παρέχεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα άλλα πρόσωπα να απέχουν από κάθε προσβολή του δικαιώματος (π.χ. εμπράγματα δικαιώματα).
Β) Σχετικά: όταν με την εξουσία αυτή υποχρεώνεται άλλο πρόσωπο προς πράξη ή παράλειψη (π.χ. ενοχικά δικαιώματα).
Τα διαπλαστικά παρέχουν τη δυνατότητα μονομερούς μεταβολής πάνω σε έννομη σχέση ή κατάσταση, π.χ. καταγγελία.
Β. Πλήρη δικαιώματα και δικαιώματα προσδοκίας
1)Πλήρες είναι το δικαίωμα, όπου έχουν πληρωθεί όλοι οι όροι για τη γένεση του δικαιώματος.
2)Στο δικαίωμα προσδοκίας δεν έχουν πληρωθεί όλοι οι όροι.
Γ. Αμεταβίβαστα και μεταβιβαστά
Τα αμεταβίβαστα δεν μπορούν να μεταβιβασθούν σε άλλο πρόσωπο, ενώ τα μεταβιβαστά μπορούν.
Δ. Προσωποπαγή και πραγματοπαγή
Α) Τα προσωποπαγή ανήκουν πάντα σε ορισμένο δικαιούχο.
Β) Τα πραγματοπαγή ανήκουν στον εκάστοτε κύριο ή νομέα ενός πράγματος.
Ε. Διαιρετά και αδιαίρετα
Τα διαιρετά ανήκουν σε περισσότερα πρόσωπα κατά ιδανικά μέρη ενώ τα αδιαίρετα όχι.
ΣΤ. Περιουσικά, προσωπικά, μικτά
Ζ. Κύρια και παρεπόμενα
Α) Τα κύρια υπάρχουν αυτοτελώς.
Β) Τα παρεπόμενα εξαρτώνται από ένα κύριο δικαίωμα (π.χ. ενέχυρο, υποθήκη)
Η. Ενοχικά, εμπράγματα, οικογενειακά, κληρονομικά

Αξίωση (ΑΚ 247)
Είναι η δυνατότητα να απαιτήσει κανείς από κάποιον άλλο πράξη.
Παραγραφή αξίωσης
Σημαίνει ότι μια αξίωση παύει να είναι δικαστικά επιδιώξιμη με τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής. Παράλληλα το άλλο μέρος (ο οφειλέτης) μπορεί να αντιτάξει ανατρεπτική ένσταση και να αποκρούσει την αξίωση.
Ο χρόνος παραγραφής είναι συνήθως είκοσι χρόνια (ΑΚ 249) εκτός αν προβλέπεται κάτι άλλο από το νόμο. Σημαντική εξαίρεση αποτελεί η ΑΚ 250 που προβλέπει 5ετή παραγραφή.
Προβλέπεται επίσης αναστολή της παραγραφής, οπότε το διάστημα αυτό δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής (ΑΚ 255 επ.).
Απόσβεση δικαιωμάτων
Αποσβεστική προθεσμά είναι το χρονικό διάστημα, μετά την παρέλευση του οποίου ένα δικαίωμα δεν μπορεί να ασκηθεί.

Δικαιοπραξίες
Ορισμός: είναι η δήλωση βούλησης που κατευθύνεται στην παραγωγή κάποιου έννομου αποτελέσματος.
Διάκριση δικαιοπραξιών
Α. Μονομερείς και πολυμερείς.

Α) Οι μονομερείς περιέχουν τη δήλωση βούλησης ενός μόνο προσώπου. Υποδιαιρούνται σε απευθυντέες και μη απευθυντέες.
-Στις απευθυντέες απαιτείται η περιέλευση της δήλωσης βούλησης σε κάποιο πρόσωπο (π.χ. δωρεά).
-Στις μη απευθυντέες δεν απαιτείται αυτή η περιέλευση (π.χ. διαθήκη).
Β) Οι πολυμερείς περιέχουν περισσότερες δηλώσεις βούλησης.
Υποδιαιρούνται σε:
-Συμβάσεις
-Συνδικαιοπραξίες
-Συλλογικές πράξεις
Β. Εν ζωή και αιτία θανάτου
Α) Στις εν ζωή τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αναπτύσσονται όσο ζει ο δικαιοπρακτών.
Β) Στις αιτία θανάτου τα αποτελέσματα αναπτύσσονται μετά το θάνατο του δικαιοπρακτούντος.
Γ. Προσωπικού και περιουσιακού δικαίου
Δ. Ενοχικές και εμπράγματες
Α) Στις ενοχικές μεταβιβάζεται, αλλοιώνεται, καταργείται ενοχικό δικαίωμα.
Β) Στις εμπράγματες μεταβιβάζεται, αλλοιώνεται, καταργείται εμπράγματο δικαίωμα.
Οι ενοχικές δικαιοπραξίες είναι ταυτόχρονα υποσχετικές, ενώ οι εμπράγματες εκποιητικές.
Ε. Επιδοτικές και μη επιδοτικές
Α) Με τις επιδοτικές πραγματοποιείται περιουσιακή μετακίνηση.
Β) Με τις μη επιδοτικές δεν πραγματοποιείται τέτοια μετακίνηση.
ΣΤ. Επαχθείς και χαριστικές
Α) Στις επαχθείς δικαιοπραξίες η επίδοση γίνεται με αντάλλαγμα (π.χ. πώληση).
Β) Στις χαριστικές γίνεται χωρίς αντάλλαγμα (π.χ. δωρεά).
Ζ. Αιτιώδεις και αναιτιώδεις
Α) Αιτιώδεις είναι οι δικαιοπραξίες που εξαρτώνται από έναν άλλο νομικό όρο, που ονομάζεται αιτία.
Π.χ. η μεταβίβαση κυριότητας εξαρτάται από την πώληση του πράγματος, οπότε είναι αιτιώδης δικαιοπραξία.
Β) Αντίθετα οι αναιτιώδεις δεν εξαρτώνται από κάποιον όρο-αιτία.
Η. Τυπικές και άτυπες
Α) Τυπικές δικαιοπραξίες είναι εκείνες για τις οποίες απαιτείται τύπος.
Β) Στις άτυπες ο τύπος δεν είναι αναγκαιός.
Θ. Συναινετικές και παραδοτικές
Στις παραδοτικές απαιτείται η παράδοση πράγματος ενώ στις συναινετικές όχι.
Ι. Αμφοτεροβαρείς και ετεροβαρείς
Α) Στις αμφοτεροβαρείς δημιουργείται υποχρέωση και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη.
Β) Στις ετεροβαρείς δημιουργείται υποχρέωση μόνο στο ένα μέρος.
ΙΑ. Ελεύθερης και αναγκαστικής κατάρτισης

Άκυρες δικαιοπραξίες
Απαγορευμένη: όταν η δικαιοπραξία αντίκεται σε διάταξη νόμου θεωρείται άκυρη (ΑΚ 174).
Ανήθικη: όταν η δικαιοπραξία αντίκεται στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178-9). Στις ανήθικες εντάσσονται και οι αισχροκερδείς (ΑΚ 179 εδ. Β΄).
Εικονική: όταν η δήλωση βούλησης δεν γίνεται στα σοβαρά (ΑΚ 138). Εδώ εντάσσονται η κρυψιβουλία και ο αστεϊσμός.
Οι άκυρες δικαιοπραξίες δεν παράγουν κανένα αποτέλεσμα και θεωρούνται αυτοδικαίως άκυρες (ΑΚ 180).

Ακυρώσιμες δικαιοπραξίες
Είναι οι δικαιοπραξίες που λόγω ελαττώματος (πλάνη, απάτη, απειλή) μπορούν να ακυρωθούν με δικαστική απόφαση (άρα όχι αυτοδικαίως).
Α) Πλάνη (ΑΚ 140 επ.) -> Διάσταση Βούλησης-Δήλωσης
Έχουμε πλάνη όταν ένας δικαιοπρακτών έχει εσφαλμένη γνώση ή άγνοια για το αποτέλεσμα ή το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας. Υπάρχει λοιπόν διάσταση ανάμεσα στη βούληση και τη δήλωση.
Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, να αφορά δηλαδή πολύ σημαντικό σημείο της δικαιοπραξίας (ΑΚ 147).
Σύμφωνα με την ΑΚ 143, πλάνη που αναφέρεται σε παραγωγικά αίτια της βούλησης (π.χ. προσδοκίες, μελλοντικά γεγονότα) δεν είναι ουσιώδης και δεν επιτρέπεται η ακύρωση της δικαιοπραξίας. Εξαίρεση της διάταξης αυτής αποτελεί η ΑΚ 142 που αφορά την πλάνη ως προς τις ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος (π.χ. φύλο, ηλικία κλπ).
Στην ΑΚ 144 προβλέπεται πότε αποκλείεται η ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω πλάνης.
Σύμφωνα με την ΑΚ 145 ο πλανηθείς μετά την ακύρωση οφείλει να αποζημιώσει τον αντισυμβαλλόμενο.
Β) Απάτη (ΑΚ 147 επ.)
Πρϋποθέσεις της απάτης: α) να είναι δόλια και β) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παραπλάνησης και δήλωσης βούλησης.
Η απάτη αρκεί να είναι επουσιώδης, όχι ουσιώδης όπως η πλάνη. Στην ΑΚ 148 αναφέρεται πότε αποκλείεται η ακύρωση λόγω πλάνης. Αντίθετα με την πλάνη, ο απατηθείς μπορεί να ζητήσει αποζημίωση (ΑΚ 149).
Γ) Απειλή (ΑΚ 150 επ.)
Ισχύει όταν ο ένας αντισυμβαλλόμενος παρασύρεται σε κατάρτιση δικαιοπραξίας παρά τη θέληση του λόγω εξαγγελίας κάποιου κακού.
Στην ΑΚ 151 αναφέρονται ποια μπορεί να είναι τα απειλούμενα αγαθά καθώς και η προϋπόθεση της πρόκλησης φόβου σε γνωστικό άνθρωπο. Ο απειληθείς μπορεί να ζητήσει αποζημίωση (ΑΚ 152).
Οι συνέπειες από την ακύρωση μιας δικαιοπραξίας προβλέπονται στην ΑΚ 184. Ουσιαστικά η δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ (ΑΚ 180).

Αίρεση (ΑΚ 201 επ.)
Αίρεση είναι ένας όρος – προϋπόθεση, σύμφωνα με τον οποίο η ενέργεια της δικαιοπραξίας εξαρτάται από ένα γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο. Διακρίνονται σε αναβλητικές και διαλυτικές.
ΑΚ 201: ορισμός αναβλητικής αίρεσης
ΑΚ 202: ορισμός διαλυτικής αίρεσης
Υπάρχουν ωστόσο δικαιοπραξίες ανεπίδεκτες αιρέσεως (π.χ. καταγγελία, υπαναχώρηση). Αντίθετα προς την αίρεση η προθεσμία είναι όρος, σύμφωνα με τον οποίο η ενέργεια της δικαιοπραξίας εξαρτάται από γεγονός μελλοντικό και βέβαιο.

Πληρεξουσιότητα (ΑΚ 216 επ.)
Είναι μονομερής απευθυντέα δικαιοπραξία με την οποία χορηγείται εξουσία αντιπροσώπευσης. Υποβάλλεται σε τύπο εκτός εάν προβλέπεται το αντίθετο (ΑΚ 217).
Είναι δυνατή η ανάκληση της πληρεξουσιότητας – πρόκειται για διαπλαστικό δικαίωμα (ΑΚ 218). Άλλος τρόπος παύσης της πληρεξουσιότητας είναι ο θάνατος του πληρεξουσίου ή αντιπροσωπευομένου ή η επέλευση δικαιοπρακτικής ανικανότητας.
ΑΚ 224: Δικαιοπραξίες μετά την παύση της πληρεξουσιότητας από πληρεξούσιο που δε γνώριζε την παύση, δεσμεύουν τον αντιπροσωπευόμενο.
ΑΚ 225: Αν ο πληρεξούσιος γνώριζε την παύση δε δεσμεύουν τον αντιπροσωπευόμενο. Σε περίπτωση που καταρτισθεί σύμβαση χωρίς πληρεξουσιότητα, η σύμβαση είναι έγκυρη, μόνο εάν την εγκρίνει ο αντιπροσωπευόμενος (ΑΚ 229).

Συναίνεση και έγκριση
Η συναίνεση παρέχεται πριν ή κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας από τρίτο πρόσωπο, το οποίο αφορά η δικαιοπραξία (ΑΚ 236). Τα σχετικά με την ανάκληση στην ΑΚ 237.
Η έγκριση παρέχεται μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (ΑΚ 238).

Προσοχή! Οι παρούσες σημειώσεις σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν το εγχειρίδιο. Είναι απλά βοηθητικές ως μια συνοπτική επισκόπηση της ύλης.

















Σημειώσεις Γενικού Ενοχικού


Ενοχικό δίκαιο Γενικό μέρος ΕΝΟΧΗ

Ενοχή ή ενοχική σχέση είναι η Έννoμη σχέση με την οποία ένα πρόσωπο υποχρεούται σε παροχή ή παράλειψη. Έχει δύο πρόσωπα: τον δανειστή και τον οφειλέτη. Όποιος έχει ικανότητα δικαίου μπορεί να είναι δανειστής ή οφειλέτης.



Οι ενοχές διακρίνονται σε :
1. .ενοχές από σύμβαση που αποβλέπουν
-σε μεταβίβαση δικαιώματος από τον ένα στον άJ.λo συμβαλλόμενο (πχ πώληση) -σε παραχώρηση της χρήσης πράγματος για ένα χρονικό διάστημα (πχ μίσθωση πράγματος)
-στην παροχή υπηρεσιών (πχ σύμβαση εργασίας)
- στην επιδίωξη κοινού σκοπού από όλους τους συμβαλλόμενους (πχ εταφία)
-στην ενίσχυση και εξασφάλιση άλλης κύριας ενοχής (πχ εγγύηση)
και
2. σε ενοχές από το νόμο, που είναι οι εξής:
ενοχές από αδικοπραξία, όταν το πρόσωπο που με παράνομη και υπαίτια
πράξη του προκάλεσε ζημία σε κάποιον άλλο  υποχρεούται να δώσει
αποζημίωση.
ενοχές από αδικαιολόγητο πλουτισμό, όταν το πρόσωπο που πλούτισε σε
βάρος άλλου υποχρεούται να επιστρέψει σε αυτό τον πλουτισμό αν δεν
μπορεί να παρουσιάσει νόμιμη αιτία που να του επιτρέπει να διατηρήσει
τον πλoυτισμό.
ενοχές από διοίκηση αλλοτρίων, όταν το ένα πρόσωπο διεκπεραιώνει υπόθεση του άλλου, του κύριου της υπόθεσης, χωρίς ο τελευταίος να έχει δώσει σχετική εντολή.
Οι ενοχικές συμβάσεις είναι άτυπες και τυπικές. Άτυπες λέγονται οι συμβάσεις που καταρτίζονται με απλή συναίνεση των συμβαλλομένων, χωρίς την τήρηση ιδιαίτερου τύπου. Τυπικές είναι οι συμβάσεις που καταρτίζονται με ορισμένο τύπο και κυρίως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, όπως η δωρεά.

ΠΑΡΟΧΗ
Το αντικείμενο της ενοχής καλείται παροχή και μπορεί να είναι οποιαδήποτε πράξη υπό ευρεία έννοια, δηλαδή είτε θετική ενέργεια είτε παράλειψη.
Η κανονική εκπλήρωση της παροχής προϋποθέτει ότι ο οφειλέτης καταβάλλει την παροχή στον τόπο και χρόνο που καθορίζεται στη συμφωνία. Εάν δεν έχουν καθοριστεί στη συμφωνία, ο τόπος και ο χρόνος καταβολής της παροχής καθορίζονται σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης, τις περιστάσεις και τη φύση της ενοχικής σχέσης. Εάν δεν ο τόπος δεν συνάγεται ούτε από τη δικαιοπραξία ούτε από τις περιστάσεις η παροχή καταβάλλεται στον τόπο όπου ο οφειλέτης είχε την

κατοικία του κατά τη γένεση της ενοχής ή στον τόπο της επαγγελματικής εγκατάστασης του οφειλέτη. Εάν η παροχή είναι χρηματική τόπος καταβολής θεωρείται η κατοικία του δανειστή ή ο τόπος της επαγγελματικής του εγκατάστασης.

ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΣΤΗ
Εάν ο oφεtλέτης δεν εκπληρώσει εγκαίρως την παροχή του και αυτό οφείλεται σε πταίσμα του, καθίσταται υπερήμερος και τότε γίνεται λόγος για υπερημερία οφειλέτη. Συνέπειες της υπερημερίας αυτής είναι ότι ο οφεΙλέτης υποχρεούται στην εκπλήρωση της παροχής και στην καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που προκλήθηκε από την καθυστέρηση.
Είναι δυνατό όμως να συμβεί και υπερημερία δανειστή, όταν αυτός δεν
αποδέχεται την προσφερθείσα παροχή, η οποία πρέπει να είναι πραγματική και προσήκουσα. Κατά την υπερημερία δανειστή, ο οφειλέτης εξακολουθεί να υποχρεούται στην καταβολή της παροχής σJJ.iJ. απαλλάσσεται της ευθύνης για ελαφρά αμέλεια. Δηλαδή ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια Επίσης ο oφεtλέτης, εάν θέλει να απαλλαγεί από την οφε1λή του, έχει το δικαίωμα να προβεί σε δημόσια κατάθεση ή σε διορισμό μεσεγγυούχου.

ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΤΩΝ ΕΝΟΧΩΝ
Η ενοχή αποσβένεται, με την ικανοποίηση του δανειστή. ,Τρόπος εκπλήρωσης της ενοχής είναι η καταβολή. Η καταβολή πρέπει να γίνει στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ορίσει ή σε όποιον ορίσει το δικαστήριο ή ο νόμος. Επίσης η ικανοποίηση του δανειστή σε περίπτωση υπερημερίας του επέρχεται με τη δημόσια κατάθεση. Η δημόσια κατάθεση γίνεται στη δημόσια αρχή του τόπου της εκπλήρωσης της παροχής που συνήθως είναι το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Δημόσια κατάθεση χωρεί μόνο σε κινητά πράγματα. Στη δημόσια κατάθεση ooφεtλέτης έχει την υποχρέωση να τη γνωστοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο δανειστή.
 
Εάν τα δύο πρόσωπα έχουν αμοιβαίες απαιτήσεις μπορεί να γίνει συμψηφισμός. Ο συμψηφισμός είναι η απόσβεση των δύο απαιτήσεων που είναι αντίθετες κατά το μέρος που καλύπτονται. Με τον συμψηφισμό ικανοποιούνται ταυτόχρονα ΟΙ απαιτήσεις μεταξύ δύο προσώπων, καθένα από τα οποία είναι συγχρόνως δανειστής και οφε1λέτης έναντι του άλλου.
Επίσης είναι δυνατό ο δανειστής να' συμφωνήσει με τον οφειλέτη στην άφεση του  χρέους ή με σύμβαση να αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος. Και σε αυτές τις περιπτώσεις επέρχεται απόσβεση της ενοχής.

Σημειώσεις Ειδικού Ενοχικού

ΔΩΡΕΑ
Είναι η σύμβαση μεταξύ δωρητή και δωρεοδόχου. Ο δωρητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραδώσει στον δωρεοδόχο περιουσιακό του αντικείμενο χωρίς αντάλλαγμα.
Η δωρεά γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Αν πρόκειται για κινητό πράγμα, αρκεί η παράδοση στον δωρεοδόχο.

Ο δωρητής έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά αν ο δωρεοδόχος αποδείχτηκε, με βαρύ του παράπτωμα, αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει τον  δωρητή. Η ανάκληση της δωρεάς γίνεται με δήλωση στον δωρεοδόχο.
Ανάκληση της δωρεάς δεν μπορεί να γίνει αν ο δωρητής συγχώρεσε τον δωρεοδόχο ή αν παρήλθε ένα έτος αφότου ο δωρητής πληροφορήθηκε το λόγο της ανάκλησης ή αν πέθανε c δωρεοδόχος ή αν η δωρεά έγινε για λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο καθήκον.


ΠΩΛΗΣΗ
Είναι η σύμβαση μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή. Με τη σύμβαση της πώλησης ο πωλητής έχει την υποχρέωση :
- να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή δικαίωμα που αποτελεί το αντικείμενο της πώλησης και
- να παραδώσει το πράγμα στον αγοραστή.
Οφείλει να πληροφορήσει τον αγοραστή για τις νομικές σχέσεις του αντικειμένου της πώλησης και ιδίως για τα όρια, τα δικαιώματα και τα βάρη πάνω στο ακίνητο καθώς και να παραδώσει και τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα. Ο πωλητής δεν ευθύνεται για τα νομικά ελαττώματα που υπάρχουν κατά το χρόνο της πώλησης αν ο αγοραστής τα γνώριζε. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις της υποθήκης, προσημείωσης, κατάσχεσης και
ενέχυρου, για τις οποίες ο πωλητής ευθύνεται πάντα.
Ο αγοραστής αναλαμβάνει την υποχρέωση : - να καταβάλει το τίμημα που συμφωνήθηκε - να παραλάβει το πράγμα της πώλησης.
Σε περίπτωση που ο πωλητής πωλεί πράγμα με ελάττωμα, το οποίο δεν γνώριζε ο αγοραστής, ή αν το πράγμα δεν έχει τις συμφωνημένες ιδιότητες, φέρει ευθύνη. Σε αυτή την περίπτωση ο αγοραστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει αναστροφή της πώλησης ή μείωση του τιμήματος. Στην αναστροφή της πώλησης ο αγοραστής έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος που πρόσθεσε ο ίδιος καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε. Ο πωλητής επιστρέφει το τίμημα με τόκο, τα έξοδα της πώλησης καθώς και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα. Στις περιπτώσεις της αναστροφής της πώλησης ή της μείωσης του τιμήματος
ή της αποζημίωσης λόγω ελαττώματος, ο αγοραστής έχει δικαίωμα να καταθέσει αγωγή, η οποία υπόκειται σε διετή παραγραφή για τα ακίνητα και σε εξάμηνη για τα κινητά.

ΜΙΣΘΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ
Είναι σύμβαση με τ/ν οποία παραχωρείται η χρήση του πράγματος. Τα συμβαλλόμενα μέρη είναι ο εκμισθωτής και ο μισθωτής. Με τη σύμβαση ( ο μισθωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής αναλαμβάνει τη' υποχρέωση να καταβάλλει το συμφωνημένο μίσθωμα.

Ειδικότερα:
Οι υποχρεώσεις του εκμισθωτή είναι:
- να παραδώσει στο μισθωτή το μίσθιο, κατάλληλο για τη χρήση που συμφωνήθηκε
- να διατηρεί αυτό κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης
- να φέρει τα βάρη του μισθίου και τους φόρους που το βαρύνουν
- να αποδώσει στο μισθωτή τις αναγκαίες δαπάνες που αυτός έκανε στο μίσθιο.
Οι υποχρεώσεις του μισθωτή είναι:
- να καταβάλει το μίσθωμα στις προθεσμίες που συμφωνήθηκε ή που συνηθίζεται
- να χρησιμοποιεί το μίσθιο με επιμέλεια
- να γνωστοποιεί στον εκμισθωτή έγκαιρα τα ελαττώματα του μισθίου που     εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της μίσθωσης
- να τηρεί την πρέπουσα συμπεριφορά προς τους άλλους ενοίκους
- να αποδώσει στη λήξη της μίσθωσης το μίσθιο στην κατάσταση που το παρέλαβε.
Η μίσθωση του πράγματος μπορεί να συμφωνηθεί:
- για ορισμένο χρόνο οπότε η μίσθωση λήγει όταν παρέλθει ο χρόνος αυτός. Αν μετά την παρέλευση του χρόνου αυτού ο μισθωτής εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το μίσθιο και ο εκμισθωτής ενώ το γνωρίζει δεν αντιτίθεται, η μίσθωση ανανεώνεται για αόριστο χρόνο και
- για αόριστο χρόνο οπότε λήγει με καταγγελία καθενός από τους     συμβαλλόμενους.

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Είναι σύμβαση με την οποία παρέχεται ανθρώπινη εργασία για την επίτευξη κάποιου έργου. Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει την εργασία του για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει τον μισθό που συμφωνήθηκε ή που συνηθίζεται. Ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελεί με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προκάλεσε στον εργοδότη από δόλο ή από αμέλειά του. Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και αν υπολογίζεται κατά διαστήματα, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά.
Η σύμβαση εργασίας, όταν είναι ορισμένου χρόνου, παύει να ισχύει με την παρέλευση του χρόνου για τον οποίο συμφωνήθηκε. Αν είναι αορίστου χρόνου λύνεται με καταγγελία της σύμβασης ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η ορισμένου χρόνου σύμβαση εργασίας ανανεώνεται για αόριστο χρόνο, όταν μετά τη λήξη του χρόνου της, ο εργαζόμενος εξακολουθήσει να εργάζεται χωρίς να αντιδρά ο εργοδότης. Καθένας από τους συμβαλλόμενους μπορεί οποτεδήποτε να καταγγείλει τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο χωρίς να τηρήσει προθεσμία.
Μεταξύ των ενώσεων ων εργοδοτών και των ενώσεων των εργαζομένων συνάπτονται εγγράφως συλλογικές συμβάσεις εργασίας που αναφέρονται στους όρους και τις συνθήκες που παρέχεται η εργασία.

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΟΥ
Είναι σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους (εργολάβος) αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο άλλος (εργοδότης) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει την αμοιβή που συμφωνήθηκε.
Ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί με την προσήκουσα επιμέλεια την ύλη που έδωσε ο εργοδότης, να ενημερώσει σχετικά και να επιστρέψει στον εργοδότη την ύλη που τυχόν περίσσευε. Η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται με την παράδοση του έργου. Ο εργολάβος φέρει τον κίνδυνο μέχρι την παράδοσή του.
Ο εργοδότης δικαιούται, αν το έργο έχει ουσιαστικά ελαττώματα, να τηρήσει αναστροφή της σύμβασης και μείωση της αμοιβής ή να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης. Μετά την έγκριση του έργου από τον εργοδότη, ο εργολάβος δεν φέρει ευθύνη για ελλείψεις παρά μόνο αν αυτές δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθούν κατά την παραλαβή του έργου.

ΜΕΣΙΤΕΙΑ
Είναι σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους (εντολέας) υπόσχεται στον άλλο (μεσίτη) αμοιβή για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαψίας για τη σύναψη μιας σύμβασης. Η αμοιβή καταβάλλεται μόνο όταν καταρτιστεί η σύμβαση ως αποτέλεσμα της μεσολάβησης ή της υπόδειξης. Σε περίπτωση που. ο μεσίτης προέβη σε δαπάνες, έχει αξίωση για καταβολή τους μόνο αν συμφωνήθηκε. Οι δαπάνες αυτές καταβάλλονται έστω και αν η σύμβαση δεν καταρτίστηκε. Αν η αμοιβή του μεσίτη είναι δυσανάλογα μεγάλη, ο εντολέας μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη μείωσή της.

ΔΑΝΕΙΟ
Είναι σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος μεταβιβάζει στον όχλο κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός αναλαμβάνει την-υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Ο δανειστής μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση της υπόσχεσης για παροχή δανείου αν ο δέκτης της υπόσχεσης κατέστη μετά από
αυτή αφερέγγυος.

ΧΡΗΣΙΔΑΝΕΙΟ
Είναι σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους (Χρήστης) παραχωρεί στον άλλο (χρησάμενο) τη χρήση πράγματος χωρίς αντάλλαγμα με την υποχρέωση να το παραδώσει. μετά τη λήξη της σύμβασης. Ο χρησάμενος αναλαμβάνει και τις συνήθεις για τη συντήρηση του πράγματος δαπάνες για το χρονικό διάστημα που έχει τη χρήση του. Δεν δικαιούται να παραδώσει
το πράγμα σε τρίτους χωρίς άδεια του χρήστη. Το χρησιδάνειο λήγει όταν παρέλθει ο χρόνος που συμφωνήθηκε ή μετά τη σχετική χρήση.

ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
Είναι η σύμβαση με τη οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους (θεματοφύλακας) παραλαμβάνει από τον άλλο (παρακαταθέτη) κινητό πράγμα για φύλαξη, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί.
Ο θεματοφύλακας έχει την υποχρέωση να καταβάλει την επιμέλεια που θα επιδείκνυε και για τις δικές του υποθέσεις. Δεν έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί το πράγμα χωρίς την άδεια του παρακαταθέτη. Ο παρακαταθέτης υποχρεούται να καταβάλει στο θεματοφύλακα τις δαπάνες στις οποίες προέβη αυτός για τη φύλαξη του πράγματος. Αν δύο ή περισσότεροι παρακαταθέτες παρέδωσαν σε θεματοφύλακα (μεσεγγυούχο) κινητό ή ακίνητο πράγμα για εξασφάλιση των δικαιωμάτων τους που
αμφισβητούνται ή είναι αβέβαια, ο μεσεγγυούχος έχει την υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα μόνο με τη συναίνεση όλων ή μετά δικαστική απόφαση. Η περίπτωση που περιγράφηκε καλείται μεσεγγύηση.



ΕΓΓΥΗΣΗ
Είναι η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους (εγγυητής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει στο δανειστή την οφε1λή σε περίπτωση μη καταβολής της από το οφειλέτη. Δηλαδή η σύμβαση της εγγύησης είναι παρεπόμενη της κύριας σύμβασης μεταξύ δανειστή και οφειλέτη . Η σύμβαση της εγγύησης είναι έγγραφη. Ο εγγυητής ευθύνεται για το μέγεθος της κύριας οφε1λής. Αν υπάρχουν περισσότεροι εγγυητές, ο καθένας ευθύνεται για όλο το μέγεθος της οφε1λής. Ο εγγυητής έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, μέχρις ότου ο δανειστής εξαντλήσει όλα τα μέσα και ιδίως επιχειρήσει την αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη και αυτή προβεί άκαρπη. Είναι η λεγόμενη ένσταση δίζησης. Ο εγγυητής που ικανοποίησε τον δανειστή έχει το δικαίωμα αναγωγής κατά του οφειλέτη και υπεισέρχεται στα δικαιώματα του δανειστή.








































Σημειώσεις στο "Εμπράγματο Δίκαιο"


Εμπράγματο Δίκαιο


ΕΝΝΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΡΑΓΜΑ από νομική άποψη. είναι κάθε ενσώματο αντικείμενο της απρόσωπη ς φύσης που επιδέχεται ανθρώπινης εξουσίασης. Δηλαδή πράγματα είναι μόνο τα ενσώματα αντικείμενα, αυτά που έχουν φυσική υπόσταση, στερεά, υγρά, αέρια. Πράγματα θεωρούνται και οι φυσικές δυνάμεις ή ενέργειες, ιδίως το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα με την προϋπόθεση ότι υπόκεινται σε εξουσίαση όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο. Σε καθεστώς εξουσίασης υπόκεινται τα πράγματα που ανήκουν στο χώρο της συναλλαγής. Επομένως δεν είναι πράγματα όσα είναι εκτός συναλλαγής και όσα είναι απαγορευμένα συναλλαγής.
 
Πράγματα εκτός συναλλαγής είναι :
- τα κοινά σε όλους, πχ ο ατμοσφαιρικός αέρας σε ελεύθερη κατάσταση, η ανοιχτή θάλασσα
- τα κοινόχρηστα, πχ τα νερά με ελεύθερη και συνεχή ροή, οι δρόμο, οι πλατείες, τα λιμάνια. Τα κοινόχρηστα πράγματα ανήκουν είτε στο δήμο, είτε στην κοινότητα ή αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο
δημόσιο. Είναι δυνατόν σύμφωνα με τους όρους του νόμου, η αρχή να παραχωρήσει σε ιδιώτη δικαίωμα σε κοινόχρηστα πράγματα αν με αυτό τον τρόπο εξυπηρετείται η κοινή χρήση ή τουλάχιστον δεν αναιρείται­

Αυτά που προορίζονται για την εξυπηρέτηση δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών, πχ θέατρα, εκκλησίες κλπ

Απαγορευμένα συναλλαγής είναι όσα με ειδικό νόμο τίθενται εκτός συναλλαγής πχ τρόφιμα που αποδείχθηκαν ακατάλληλα για κατανάλωση.  Όσα πράγματα βρεθούν χωρίς ιδιοκτήτη είτε διότι αυτός τα εγκατέλειψε είτε διότι απέθανε χωρίς κληρονόμο, ανήκουν στο Δημόσιο.

 Τα πράγματα διακρίνονται σε :
1. κινητά και ακίνητα. Ακίνητα είναι το έδαφος και τα συστατικά του, δηλαδή τα πράγματα που είναι συνδεδεμένα κατά σταθερό και διαρκή τρόπο με το έδαφος ή με το οικοδόμημα που είναι σε αυτό. Όσα πράγματα δεν είναι ακίνητα θεωρούνται κινητά, δηλαδή τα ζώα, το χρήμα, οι τίτλοι αξίας, τα πλοία, τα αυτοκίνητα, καθώς και τα παραρτήματα. Παράρτημα είναι το κινητό πράγμα, το οποίο, χωρίς να είναι συστατικό του κυρίου πράγματος, έχει προορισμό να εξυπηρετεί διαρκώς τον οικονομικό του σκοπό και έχει
τοπική σχέση με το κύριο πράγμα πχ οι τροχοί με το όχημα.
2. σε κύρια και παρεπόμενα. Κύρια είναι το έδαφος και το οικοδόμημα όπως και κάθε κινητό ή ακίνητο ως προς τα πράγματα που είναι συνδεδεμένα με αυτά ή εξυπηρετούν αυτά. Παρεπόμενα είναι τα συστατικά
και τα παραρτήματα.
3. σε αντικαταστατά και μη αντικαταστατά. Αντικαταστατά πράγματα είναι τα     κινητά που προσδιορίζονται στις συναλλαγές με αριθμό, μέτρο και χρήμα. Μη αντικαταστατά είναι όσα κινητά δεν μπορούν να προσδιοριστούν με αριθμό και μέτρο και τα ακίνητα.
4. σε αναλωτά και μη ανα.λωτά. Αναλωτά πράγματα είναι τα κινητά, των οποίων η χρήση, σύμφωνα με τον προορισμό τους, συνίσταται στην κατανάλωση και εκποίηση πχ τραπεζικά γραμμάτια. Μη αναλωτά πράγματα είναι όσα δεν προορίζονται για κατανάλωση.



ΝΟΜΗ
Όποιος απέκτησε φυσική εξουσία στο πράγμα (η οποία καλείται κατοχή) και την ασκεί με διάνοια κυρίου, δηλαδή με πεποίθηση ότι το πράγμα είναι δικό του, είναι νομέας του πράγματος και η πραγματική αυτή κατάσταση λέγεται νομή.
Η νομή αποκτάται αυτοπροσώπως και με αVt1Πρόσωπo. Αυτοπροσώπως αποκτάται η νομή με δύο τρόπους, δηλαδή με πρωτότυπο και παράγωγο τρόπο. Πρωτότυπος κτήση της νομής υπάρχει όταν αυτή αποκτάται για πρώτη φορά ή ανεξάρτητα από τη θέληση των προηγούμενων νομέων πχ στα κλοπιμαία. Παράγω-Υος κτήση της νομής υπάρχει όταν αυτή αποκτάται από κάποιον άλλο νομέα με τη θέλησή του. Στην παράγωγο κτήση της νομής γίνεται παράδοση του πράγματος. Η παράδοση του πράγματος γίνεται με διάφορους τρόπους, ένας από τους οποίους είναι η υλική παράδοση, όταν η νομή μεταβιβάζεται από χέρι σε χέρι. Η νομή σε εμπορεύματα και γενικά σε κινητά πράγματα που έχουν αποτεθεί σε αποθήκη ή έχουν παραληφθεί από
μεταφορέα, μεταβιβάζεται με τη μεταβίβαση του αποθετηρίου εγγράφου ή της φορτωτικής με την προϋπόθεση ότι αυτά έχουν εκδοθεί.

Όταν συμβεί η απώλεια ενός από τα στοιχεία της νομής δηλαδή απολεσθεί η εξουσία στο πράγμα είτε η διάνοια κυρίου, τότε επέρχεται η απώλεια της νομής.

Η νομή προστατεύεται με τρεις τρόπους:
- Ενδίκως, δηλαδή ασκώντας α) την αγωγή διατάραξης, όταν η νομή διαταράσσεται παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα, από τρίτο, αξιώνοντας την παύση της διατάραξης και την παράλειψή της στο μέλλον
και ζητώντας αποζημίωση, β) την αγωγή αποβολής, όταν η αποβολή του νομέα από το πράγμα του έγινε παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Οι αγωγές αυτές παραγράφονται ένα έτος μετά τη διατάραξη ή την αποβολή.
- Αυτοδύναμα. Ο νομέας έχει δικαίωμα να αποκρούσει με τη βία κάθε διατάραξη ή απειλούμενη αποβολή από τη νομή. Ο -νομέας κινητού πράγματος, από τον οποίο αφαιρέθηκε αυτό παράνομα, έχει το δικαίωμα να
το επανακτήσει με τη βία από το δράστη που συλλαμβάνεται ή καταδιώκεται επ' αυτοφώρω. Ο νομέας ακινήτου, από τον οποίο αφαιρέθηκε αυτό παράνομα, έχει το δικαίωμα να το ξαναπάρει με τη βία αμέσως μετά την αποβολή.
Με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων στις περιπτώσεις εκείνες που λόγω της διαφοράς που υπάρχει για τη νομή, απειλείται κίνδυνος φιλονικίας.



ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ
Η κυριότητα είναι νομική κατάσταση, γι' αυτό υπάρχει και αποκτάται σύμφωνα με τις. διατάξεις του νόμου. Κυριότητα είναι η εξουσία που ασκείται με άμεσο, καθολικό και απόλυτο τρόπο στο πράγμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου. Δηλαδή ο κύριος του πράγματος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί και να διαθέτει, όπως θέλει, το πράγμα, αρκεί βέβαια να κινείται στα νόμιμα πλαίσια και ν απαγορεύει σε οποιονδήποτε να επεμβαίνει στο πράγμα.

Η κυριότητα διακρίνεται σε πλήρη, ψιλή και μετακλητή. Ψιλή κυριότητα υπάρχει όταν από την κυριότητα έχει αφαιρεθεί η επικαρπία δηλαδή η χρήση και η κάρπωση του πράγματος. Μετακλητή κυριότητα υπάρχει όταν η κυριότητα τελεί σε αίρεση ή προθεσμία δηλαδή εξαρτάται από το αν συμβεί κάποιο γεγονός ή αν επέλθει κάποιο χρονικό σημείο. Πλήρης είναι η κυριότητα όταν δεν έχει αφαιρεθεί η επικαρπία.

Η κυριότητα αποκτάται με πρωτότυπο και παράγωγο τρόπο. Η κτήση της κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο γίνεται σε υπάρχοντα πράγματα είτε σε νέα πράγματα. Η κτήση της κυριότητας με παράγωγο τρόπο γίνεται πάντα σε υπάρχοντα πράγματα.




Η πρωτότυπη κτήση της κυριότητας σε υπάρχοντα πράγματα γίνεται με τους εξής τρόπους:
- Με κατάληψη αδέσποτων κινητών. Αδέσποτα κινητά πράγματα είναι τα άγρια ζώα, τα προϊόντα της θάλασσας, το σμήνος των μελισσών και τα κινητά που τα εγκατέλειψε ο κύριός τους. Εξαιρούνται τα κινητά αρχαιολογικής αξίας που προστατεύονται από ειδικούς νόμους. Τα αδέσποτα ακίνητα ανήκουν στο
δημόσιο.
- Με εύρεση απολωλότων. Απολωλώτα είναι τα κινητά πράγματα που ξέφυγαν από την εξουσία του κυρίου τους χωρίς τη θέλησή του, και τα οποία δεν είναι αδέσποτα ούτε αντικείμενα κλοπής. Ο ευρετής έχει την υποχρέωση να ειδοποιήσει το δικαιούχο ή την αστυνομική αρχή. Εάν δεν βρεθεί ο δικαιούχος ένα έτος μετά την ειδοποίηση της αστυνομίας, ο ευρετής αποκτά, με πρωτότυπο τρόπο, την κυριότητα του απολωλότος πράγματος. Αν ο δικαιούχος βρέθηκε, ο ευρετής δικαιούται να απαιτήσει κάθε δαπάνη για τη φύλαξη και τη συντήρηση του πράγματος και τα εύρετρα που προσδιορίζονται ανάλογα με την αξία του πράγματος.
- Με επιδίκαση. Τα δικαστήρια με απόφασή τους μπορούν να αποδώσουν σε     ορισμένο πρόσωπο την κυριότητα κάποιου πράγματος.
- Με πρόσχωση. Η δημόσια αρχή με πράξη της , αφού τηρήσει την προβλεπόμενη διαδικασία, μπορεί να αποδώσει την κυριότητα σε ορισμένο πρόσωπο λόγω ρυμοτομίας.
- Με ένωση του ακινήτου με άλλο ακίνητο. Αυτό μπορεί να συμβεί: α) με πρόσχωση, όταν προστίθεται από ποταμό έδαφος σε παραποτάμιο κτήμα, β) με πρόσκληση, όταν αποσπασθεί έδαφος από κάποιο κτήμα 'λόγω της ροής του ποταμού και ενωθεί με άλλο κτήμα, γ) με εμφάνιση νησιού σε πλεύσιμο ποταμό, που ανήκει στους 1α/ρίους των παραποτάμιων κτημάτων κατ' αναλογία και δα με κατάληψη εγκαταλειφθήσας κοίτης μη πλεύσιμου ποταμού, που ανήκει στους κυρίους των παραποτάμιων κτημάτων, κατ' αναλογία.
- Με χρησικτησία. Χρησικτησία είναι η κτήση της κυριότητας σε πράγμα, . κινητό ή ακίνητο, με άσκηση σε .αυτό της νομής για ορισμένο χρόνο. Το πράγμα πρέπει να είναι δεκτικό χρησικτησίας δηλαδή να μην είναι εκτός συναλλαγής και να μην εξαιρείται από το νόμο. Η χρησικτησία διακρίνεται σε τακτική και έκτακτη. Για την τακτική χρησικτησία πρέπει να υπάρχει νομή, καλή πίστη, νόμιμος τίτλος και ορισμένος χρόνος που για τα κινητά είναι τριετία και για τα ακίνητα είναι δεκαετία. Δηλαδή όποιος έχει στη νομή του πράγμα με την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα και με νόμιμο τίτλο, για μια δεκαετία, αν το πράγμα είναι ακίνητο ή .για μια τριετία αν είναι κινητό, γίνεται κύριος του πράγματος. Στην έκτακτη χρησικτησία γίνεται κύριος του πράγματος (κινητού ή ακινήτου) όποιος το έχει στη νομή του για μια εικοσαετία.
Η πρωτότυπη κτήση κυριότητας σε νέα πράγματα γίνεται με τους εξής τρόπους: με ένωση κινητού με ακίνητο. Το κινητό που ενώνεται με το ακίνητο γίνεται συστατικό αυτού.
- Με ένωση του κινητού με κινητό. Τα κινητά σε αυτή την περίπτωση γίνονται συστατικά ενιαίου πράγματος.
- Με ειδοποιία, δηλαδή η παραγωγή νέου κινητού πράγματος μετά από επεξεργασία ή μετάπλαση ξένης ύλης. Τέτοια επεξεργασία είναι η γραφή, ζωγραφική κλπ
- Με κτήση των καρπών του πράγματος, δηλαδή με κτήση των προϊόντων που δίνει το πράγμα αν(iλι:yyα με τη ψύση του και τον προορισμό του πχ γάλο., μίσθωμα  
Η κτήση της κυριότητας με παράγωγο τρόπο γίνεται είτε με σύμβαση είτε με κληρονομική διαδοχή. Η σύμβαση απαιτείται στη μεταβίβαση κυριότητας Κινητού ή ακινήτου πράγματος. Στη μεταβίβαση κυριότητας στα ακίνητα πράγματα η σύμβαση πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να υποβληθεί σε μεταγραφή. Στην περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής για την κτήση της κυριότητας στα ακίνητα πράγματα απαιτείται αποδοχή της κληρονομιάς με μεταγραφή. Η μεταγραφή είναι απαραίτητη για την έγκυρη κτήση της κυριότητας ακινήτου πράγματος είτε αυτή γίνεται με σύμβαση είτε γίνεται με κληρονομική διαδοχή. Η μεταγραφή γίνεται στο γραφείο μεταγραφών της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται το ακίνητο και συνίσταται στην καταχώριση της σύμβασης ή της αποδοχής της κληρονομιάς,


ΕΝΕΧΥΡΟ
Το ενέχυρο είναι εμπράγματο δικαίωμα σε ξένο κινητό πράγμα για την εξασφάλιση απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από τη πράγμα. Για να συσταθεί ενέχυρο, απαιτείται η παράδοση του κινητού πράγματος από τον κύριο στο δανειστή και συμφωνία αυτών, ότι ο δανειστής αποκτά ενέχυρο στο πράγμα. Η συμφωνία αυτή πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο που να έχει βέβαιη χρονολογία και στο οποίο να προσδιορίζεται η απαίτηση και να περιγράφεται το πράγμα που δίνεται ως ενέχυρο. Από τη σύμβαση με την οποία συστήνεται το ενέχυρο προκύπτουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ο ενεχυρούχος δανειστής έχει την υποχρέωση να φυλάσσει το πράγμα χωρίς όμως να το χρησιμοποιεί και να αποδώσει το πράγμα στον οφειλέτη μετά την απόσβεση της απαίτησης. Εάν η απαίτησή του καταστεί .απαιτητή, έχει το δικαίωμα να πωλήσει το πράγμα με πλειστηριασμό εφόσον έχει εκτελεστό τίτλο ή άδεια του δικαστηρίου.
Η απόσβεση του ενεχύρου γίνεται με : α) την απόσβεση της απαίτησης για την οποία έχει συσταθεί  β) με την απόδοση του πράγματος από το δανειστή στον κύριο, γ) με τη μονομερή δήλωση του δανειστή στον κύριο που παραιτείται από το ενέχυρο, δ) με την ύπαρξη στο ίδιο πρόσωπο της κυριότητας και του δικαιώματος του
ενεχύρου.

ΥΠΟΘΗΚΗ
Υποθήκη είναι το εμπράγματο δικαίωμα σε ξένο ακίνητο για την εξασφάλιση της απαίτησης του δανειστή με προνομιακή ικανοποίηση από το πράγμα. Η υποθήκη αποκτάται μόνο σε ακίνητα πράγματα που μπορούν να εκποιηθούν.
Για την απόκτηση υποθήκης απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων: που οδηγεί στην απόκτηση υποθήκης. Τέτοιοι τίτλοι είναι ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η ιδιωτική βούληση. Ο νόμος και η δικαστική απόφαση παρέχουν δικαίωμα εγγραφής υποθήκης σε όλα τα ακίνητα του οφειλέτη, ενώ η ιδιωτική βούληση μόνο στα ακίνητα που προσδιορίζονται σε αυτήν. Τίτλο
από το νόμο για εγγραφή υποθήκης έχουν:
1. το δημόσιο στα ακίνητα των οφειλετών του για απαιτήσεις από  καθυστερούμενους φόρους
2. το δημόσιο, οι δήμοι, οι κοινότητες, τα θρησκευτικά ή τα κοινής ωφέλειας ιδρύματα και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στα ακίνητα των διαχειριστών  ή των εγγυητών τους για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τη διαχείριση,
3. όποιοι τελούν υπό γονική μέριμνα ή επιτροπεία, στα ακίνητα των γονέων ή του επιτρόπου για την περιουσία τους που αυτοί διαχειρίζονται και για τις απαιτήσεις τους από αυτή τη διαχείριση,
4. ο κάθε σύζυγος για την απαίτησή του από την αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου,
5. οι κληροδόχοι στα ακίνητα της κληρονομιάς για τις απαιτήσεις τους,
6. οι κληρονόμοι στα ακίνητα της κληρονομιάς για τις απαιτήσεις προς εξίσωση  των μερίδων τους,
7. .0 ενυπόθηκος  δανειστής στο ενυπόθηκο ακίνητο για τους καθυστερούμενους τόκους της απαίτησης και για τη δικαστική δαπάνη.

Τίτλο για εγγραφή υποθήκης παρέχουν οι τελεσίδικες αποφάσεις κάθε δικαστηρίου (πολιτικού, ποινικού, διοικητικού)και οι τελεσίδικες αποφάσεις διαιτητών ή αλλοδαπών δικαστηρίων. Τίτλο από ιδιωτική βούληση για εγγραφή υποθήκης παραχωρεί ο οφειλέτης ή τρίτος υπέρ του οφειλέτη με τη βασική προϋπόθεση ότι αυτός που παραχωρεί υποθήκη είναι κύριος
του ακινήτου. Η παραχώρηση γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου, με μονομερή δήλωση και στ/ν οποία πρέπει να
προσδιορίζεται με σαφήνεια η ταυτότητα του ακινήτου που υποθηκεύεται.

Β) εγγραφή στο βιβλίο υποθηκών. Η υποθήκη υπάρχει από τη στιγμή της εγγραφής της στο βιβλίο υποθηκών που τηρείται στο γραφείο υποθηκών της περιφέρειας, όπου βρίσκεται το ακίνητο. Η εγγραφή της υποθήκης γίνεται για ορισμένη χρηματική απαίτηση και για συγκεκριμένο ακίνητο. Για τη εγγραφή απαιτείται σχετική αίτηση, ο τίτλος και δύο περ1λήψεις που περιέχουν τα στοιχεία του δανειστή και του οφειλέτη, τη χρονολογία και το είδος του τίτλου, το οφειλόμενο ποσό, το χρόνο λήψης του χρέους, τη
θέση και περιγραφή του ακινήτου. Η ημέρα της  εγγραφής ρυθμίζει την προτίμηση των υποθηκών. Οι υποθήκες που γράφηκαν την ίδια ημέρα έχουν την ίδια τάξη.

Τα βιβλία υποθηκών είναι δημόσια και προσιτά σε όποιον θέλει να τα συμβουλευτεί. Τα βιβλία υποθηκών αριθμούνται κατά σελίδα και μονογράφονται από τον πρόεδρο πρωτοδικών. Απαγορεύονται στο σώμα της εγγραφής ξέσματα, ενδιάμεσες σημειώσεις, παραγγραφές, παρεμβολές ή αφαιρέσεις φύλλων.

Για τη λήξη της υποθήκης απαιτείται απόσβεση και εξάλειψη. Η απόσβεση αφορά στον τίτλο και η εξάλειψη στην εγγραφή. Η υποθήκη αποσβήνεται : α) με την απόσβεση της απαίτησης, β) με την ολοσχερή εξαφάνιση του ενυπόθηκου ακινήτου, γ) με την παραίτηση του δανειστή που γίνεται με μονομερή δήλωση στον συμβολαιογράφο, δ) με πλειστηριασμό του ενυπόθηκου
ακινήτου και την καταβολή του εκπλειστηριάσματος, ε) με την παρέλευση της προθεσμίας για την οποία παραχωρήθηκε η υποθήκη, στ) με την παραγραφή της απαίτησης, ζ) με σύγχυση, δηλαδή όταν υπάρξουν στο ίδιο πρόσωπο η κυριότητα του ακινήτου και το δικαίωμα υποθήκης σε αυτό.

Η υποθήκη εξαλείφεται από το βιβλίο εγγραφών με δύο τρόπους: α) με τη συναίνεση του δανειστή που δίνεται με μονομερή δήλωση στον συμβολαιογράφο, β) με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Αν ο δανειστής δεν συναινεί στην εξάλειψη, το δικαστήριο τη διατάσσει, μετά από σχετική αγωγή όποιου έχει συμφέρον. Επίσης το δικαστήριο διατάσσει την εξάλειψη αν η υποθήκη έχει αποσβεσθεί ή αν η εγγραφή της είναι άκυρη;

ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗ ΥΠΟΘΗΚΗΣ
Η προσημείωση είναι εγγραφή υποθήκης με τον όρο ότι θα υπάρξει τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης και ότι θα μετατραπεί σε υποθήκη μέσα στην προθεσμία που προβλέπει ο νόμος. Εάν ο δανειστής έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη και υπάρχει ο κίνδυνος ο τελευταίος να εκποιήσει το ακίνητο, τότε μπορεί με δικαστική απόφαση να εγγράψει προσημείωση υποθήκης στα ακίνητα για εξασφάλιση της απαίτησή του. Η προσημείωση παρέχει δικαίωμα προτίμησης για την απόκτηση υποθήκης. Μετά την τελεσίδικη απόφαση η προσημείωση μετατρέπεται σε υποθήκη αναδρομικά, δηλαδή από την ημέρα της εγγραφής της.
































Σημειώσεις Κληρονομικού Δικαίου

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Κληρονομικό Δίκαιο -> ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις του ατόμου μετά το θάνατό του και ιδίως στην τύχη της περιουσίας του. Καταλαμβάνει το πέμπτο βιβλίο του ΑΚ (α.1710 – 2035). Διαιρείται σε :
Γενικό μέρος – διατάξεις για τη λειτουργία της κληρονομικής διαδοχής και ιδίως τη νομική θέση του κληρονόμου.
Ειδικό μέρος – διατάξεις για τους λόγους κτήσης αιτία θανάτου ή κατά το θάνατο. 
Πρακτική σημασία Κλ.Δ. -> οφείλεται στην αύξηση της ιδιωτικής περιουσίας και σε ιδιωτικούς σκοπούς. 
Βασικές αρχές:
α.ουσιαστικές
·Ιδιωτικό κληρονομικό δικαίωμα
·ελευθερία διάθεσης
·κληρονομικό δικαίωμα οικογένειας

β.οργανωτικές
·καθολική διαδοχή
·κλειστός αριθμός
·γρήγορη και σταθερή ένταξη


ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΕΦ.1 :ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ (ΓΕΝΙΚΑ)
Καθολική κληρονομική διαδοχή -> η διαδοχή του κληρονόμου με μία πράξη, δηλ. το θάνατο, σε όλες τις έννομες σχέσεις του κληρονομούμενου, εκτός από εκείνες που αποσβήνονται κατά τον θάνατό του. Διακρίνεται σε ολοκληρωτική ή ποσοστιαία, μεταβιβαστική και στατική. Θεμελιώνεται στα άρθρα 1710παρ.1 και 1901εδ.1ΑΚ.
Ειδική κληρονομική διαδοχή -> η διαδοχή του κληρονόμου σε ένα ή περισσότερα δικαιώματα σε όση έκταση αυτά περιέρχονται αμέσως στον κληροδόχο, χωρίς να διέλθουν από την κληρονομία η οποία περιέρχεται στον κληρονόμο. Διακρίνεται σε μεταβιβαστική και στατική.
-Με τον θάνατο του διαθέτη συγχωνεύεται η ατομική περιουσία του κληρονόμου με την κληρονομία. Πρόκειται για νομική συγχώνευση και είναι δυνατό μεταγενέστερα να ανατραπεί.
Κληρονομούμενος -> κάθε φυσικό πρόσωπο μετά το θάνατό του(ενν. ο εγκεφαλικός θάνατος). Τα νομικά πρόσωπα δεν κληρονομούνται.
Κληρονόμος -> μπορεί να είναι:
· φυσικό πρόσωπο, αρκεί αυτό να ζει ή να έχει τουλάχιστον συλληφθεί κατά την επαγωγή της κληρονομίας. Κληρονόμος γίνεται και ο κυοφορούμενος, υπό την αίρεση ότι θα γεννηθεί ζωντανός.
· νομικό πρόσωπο, αρκεί να έχει συσταθεί κατά την επαγωγή. Για το ίδρυμα βλ.α.109,114ΑΚ. ΔΕΝμπορεί να γίνει κληρονόμος η ένωση που δεν αποτελεί σωματείο και το νομικό πρόσωπο που βρίσκεται σε εκκαθάριση κατά το χρόνο επαγωγής.
Κληρονομία -> είναι οι έννομες σχέσεις (λ.χ. δικαιώματα, υποχρεώσεις) του κληρονομουμένου που περιέρχονται στον κληρονόμο.

Κληρονομητές σχέσεις
(γενικά) – περιουσιακές (περιπτώσεις)
- δικαίωμα στα προϊόντα της διανοίας 
- ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις
- εμπράγματα δικαιώματα και υποχρεώσεις 
- νομή ή οιονεί νομή και παρακλητική κατοχή
- κληρονομικά δικαιώματα (μετά την επαγωγή)
- δικαστικό συνάλλαγμα

Ακληρονόμητες σχέσεις(γενικά)
- μη περιουσιακές (περιπτώσεις)
- δικαίωμα στην προσωπικότητα
- οικογενειακά δικαιώματα και υποχρεώσεις Εξαίρεση: ορισμένα με περιουσιακή αξία
- η εξυπηρέτηση νομής ή η κατοχή ως φυσική εξουσία.
- η κατάσταση χρησικτησίας. 
Όμως:ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο χρησικτησίας το χρόνο του κληρονομούμενου.

Επαγωγή κληρονομίας -> είναι η κτήση της κληρονομίας με δικαίωμα αποποίησης, δηλαδή η προσωρινή κτήση της που πραγματοποιείται με διαλυτική αίρεση δικαίου, αυτοδίκαια πάντοτε κατά τον θάνατο του κληρονομουμένου(1711εδ.2ΑΚ).
Λόγοι επαγωγής είναι οι υποστάσεις από τις οποίες καλείται ο κληρονόμος στην κληρονομία. Διακρίνονται σε:
α. γενικούς
·διαθήκη
·νόμος
β.ειδικούς ·η συγκεκριμένη διαθήκη(στη διαδοχή από διαθήκη)
·η συγκεκριμένη σχέση(στην εξ αδιαθέτου διαδοχή και στη νόμιμη μοίρα)

Κληρονομικό δικαίωμα -> είναι η έννομη σχέση που συνδέει τον κληρονόμο με την κληρονομία από την επαγωγή της τελευταίας σ’ αυτόν, δηλ. η συνολική νομική κατάσταση του κληρονόμου(καθολικός διάδοχος). Είναι αμεταβίβαστο (βλ.α.1942επ.,1847επ.,1871επ.,914επΑΚ).
-Ο μελλοντικός κληρονόμος έχει πριν την επαγωγή μόνο απλή προοπτική(ελπίδα) να αποκτήσει κληρονομικό δικαίωμα. Αυτή δεν είναι προσδοκία.

Κληρονομική μερίδα -> είναι το κληρονομικό δικαίωμα του συγκληρονόμου, δηλ. η έννομη σχέση που συνδέει το συγκληρονόμο με την κληρονομία και τους άλλους συγκληρονόμους. Αυτή εκφράζεται σε ποσοστό, δηλ. σε κλάσμα. Διακρίνεται σε ιδιαίτερη και κοινή κληρονομική μερίδα.

Δικαστήριο κληρονομίας -> το μονομελές πρωτοδικείο της τελευταίας εν ζωή κατοικίας του κληρονομουμένου.

ΚΕΦ.2 : ΣΧΟΛΑΖΟΥΣΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
-η κληρονομία σχολάζει, όταν ο κληρονόμος είναι προσωρινός, δηλ. δεν έχει ακόμη χάσει το δικαίωμα αποποίησης ή είναι άγνωστος ή δεν είναι βέβαιο ότι αποδέχθηκε την κληρονομία ή δεν έχει ακόμη βρεθεί.
Προσωρινός κληρονόμος -> με την επαγωγή αποκτά προσωρινά την κληρονομία. Μέχρι την αποδοχή που οριστικοποιεί την κτήση του επικρατεί μετέωρη κατάσταση και η κληρονομία αποτελεί ειδική περιουσία αυτού. Έχει δικαίωμα διοίκησης: 
·αν αποδεχθεί την κληρονομία, οι διαχειριστικές πράξεις του είναι καθόλα έγκυρες.
·αν αποποιηθεί την κληρονομία, κάθε διαχειριστική πράξη του θεωρείται ότι έγινε από μη δικαιούχο. Ό νόμος εισάγει και εξαιρέσεις
(Βλ. σχετικά α.1858,1859ΑΚ,265εδ.1,2 ,292,921παρ.1,2,3 ,925,926ΚΠολΔ).
Άγνωστος κληρονόμος -> είναι ο κληρονόμος(1865εδ.1ΑΚ), όταν η ύπαρξή του είναι αμφισβητούμενη.
Κληρονόμος που δεν βρίσκεται -> πρόκειται για την δικαστική βεβαίωση περί του δημοσίου ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμου
(Βλ.α.1868,1869,1870ΑΚ,121ΕισΝΑΚ,779,813παρ.1εδ.2ΚΠολΔ).
Κηδεμόνας κληρονομίας -> είναι ο διοικητής της σχολάζουσας κληρονομίας. Διορίζεται κάθε πρόσωπο ικανό για δικαιοπραξία.
-Παύση του κηδεμόνα επιφέρουν:
α) η έκλειψη του λόγου κηδεμονίας(αυτοδίκαιη παύση)
β) ο θάνατος του κηδεμόνα ή η επερχόμενη πλήρης ή περιορισμένη ανικανότητά του για δικαιοπραξία(αυτοδίκαιη παύση)
γ) η παραίτηση του κηδεμόνα
δ) η παύση του κηδεμόνα από το δικαστήριο για σπουδαίο λόγο.

ΚΕΦ.3:ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ, ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΞΙΟΤΗΤΑ
Αποδοχή -> είναι η δήλωση βούλησης του προσωρινού κληρονόμου να γίνει οριστικός. Πρόκειται για δικαιοπραξία. Απαιτείται ικανότητα για δικαιοπραξία. Το δικαίωμα αποδοχής είναι διαπλαστικό, κληρονομητό, αλλά αμεταβίβαστο. Η αποδοχή γίνεται πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής.
(Βλ.α.1850 – 1853,1857ΑΚ).
Σιωπηρή αποδοχή -> επιφέρει συνήθως η ανάμειξη του κληρονόμου στην κληρονομία, δηλ. η επιχείρηση από αυτόν πράξεων που φανερώνουν βούληση αποδοχής(συμπερασματική συμπεριφορά).
Πλασματική αποδοχή -> η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή, αν περάσει η προθεσμία για αποποίηση (α.1850εδ.2ΑΚ). Εδώ καθιερώνεται πλάσμα δικαίου ότι υπάρχει δήλωση αποδοχής ανεξάρτητα από το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ή όχι αντίστοιχη βούληση. Δεν προϋποτίθεται ικανότητα για δικαιοπραξία του αποδεχομένου.
-η αποδοχή η οποία οφείλεται σε πλάνη, απάτη ή απειλή κρίνεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις δικαιοπραξίες(α.1857παρ.2ημιεδ.1, 140επ.,184ΑΚ).
Αποποίηση -> είναι η δήλωση βούλησης του προσωρινού κληρονόμου να μη γίνει οριστικός. Πρόκειται για δικαιοπραξία. Απαιτείται ικανότητα για δικαιοπραξία. Είναι δυνατή και αποποίηση υπέρ άλλου.
Κληρονομική αναξιότητα -> είναι η έκπτωση από το κληρονομικό δικαίωμα(με δικαστική απόφαση) για ορισμένα παραπτώματα του κληρονόμου που είτε θίγουν το πρόσωπο του κληρονομουμένου και ορισμένων προσώπων που συνδέονται στενά με αυτόν, είτε την ελευθερία διάθεσης αυτού. Απαιτείται πρόθεση του αναξίου(Βλ.α.1860επΑΚ).

ΚΕΦ.4 :ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ.
Κοινωνία κληρονόμων -> κάθε συγκληρονόμος έχει ορισμένη κληρονομική μερίδα. Η κληρονομία γίνεται κοινή κατά το λόγο των μερίδων. Η κοινωνία των συγκληρονόμων ως κοινωνία κατά ιδανικά μέρη είναι διακοινωνία: υπάρχει πάνω σε περισσότερα αντικείμενα. Οι διατάξεις της κοινωνίας που διέπουν τις ενοχικές σχέσεις των συγκληρονόμων ισχύουν για όλα τα αντικείμενα της κοινωνίας, σαν να ήταν αυτά όλα μαζί ένα αντικείμενο.
Κοινό δικαίωμα -> είναι το άθροισμα των μερίδων. 
Λύση κοινωνίας, διανομή -> ρυθμίζονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για την κοινωνία[Βλ.α.795επ.ΑΚ(1884εδ.2),478επ.ΚΠολΔ].
Νέμεση ανιόντος -> είναι η γνήσια κληρονομική σύμβαση για διανομή της κληρονομίας, που καταρτίζεται ανάμεσα στον ανιόντα (κληρονομούμενο) και τους κατιόντες του (α.1891επ.ΑΚ).

ΚΕΦ.5 : ΕΥΘΥΝΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ.
Υποχρεώσεις κληρονομίας: 
·χρέη κληρονομουμένου
·χρέη από την επαγωγή της κληρονομίας
·χρέη από τα έξοδα και τη διοίκηση της κληρονομίας
·χρέη κληρονομίας – κληρονόμου 
Απλός κληρονόμος -> λέγεται ο κληρονόμος όταν αποδεχθεί την κληρονομία απλά, δηλ. χωρίς το ευεργέτημα της απογραφής (α.1901ΑΚ).
Κληρονόμος με απογραφή -> η αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής προστατεύει κυρίως τον κληρονόμο και τους ατομικούς δανειστές του από τα χρέη της κληρονομίας. Προστατεύει συγχρόνως και τους δανειστές της κληρονομίας από τα ατομικά χρέη του κληρονόμου (α.1902επ.ΑΚ).
Χωρισμός περιουσιών -> η αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής επιφέρει χωρισμό περιουσιών. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της κληρονομίας αποχωρίζονται αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και αποτελούν χωριστή ομάδα (α.1905ΑΚ).
Δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας -> είναι η ανάθεση από το δικαστήριο σε εκκαθαριστή της διοίκησης της κληρονομίας, με σκοπό να ικανοποιηθούν από την τελευταία αποκλειστικά και ενδεχομένως σύμμετρα οι δανειστές της (α.1913επ.ΑΚ).

ΚΕΦ.6 : ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ Κ.Λ.Π. ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ.
Κληρονομητήριο -> πιστοποιητικό για το κληρονομικό δικαίωμα ή τα δικαιώματα που αποκτώνται στην κληρονομία, παρέχει ως προς τις πιστοποιήσεις μαχητό τεκμήριο και δημόσια πίστη. Δικαίωμα να ζητήσουν την παροχή του έχουν:
·ο κληρονόμος ή και ο δανειστής αυτού. Επίσης ο αγοραστής της κληρονομίας για το δικαίωμα του πωλητή
·ο καταπιστευματοδόχος 
·ο κληροδόχος
·ο εκτελεστής της διαθήκης
·όποιος μπορεί να ενεργήσει αναγκαστική εκτέλεση και έχει έννομο συμφέρον να πιστοποιηθεί το δικαίωμα εκείνο κατά του οποίου θα στραφεί αυτή.
Είδη κληρονομητηρίων:
α) το ατομικό, που πιστοποιεί μόνο το δικαίωμα εκείνου στον οποίο παρέχεται
β) το κοινό, που πιστοποιεί τα δικαιώματα όλων των δικαιούχων
γ) του εκτελεστή της διαθήκης, που πιστοποιεί μόνο το δικαίωμα του ιδίου.
(Βλ.α.1956επ.ΑΚ).
Αγωγή περί κλήρου -> αγωγή με την οποία ο κληρονόμος ζητάει από τον νομέα της κληρονομίας να του αναγνωρίσει το κληρονομικό δικαίωμά του και να του αποδώσει την κληρονομία ή κάποιο αντικείμενό της (Βλ.α.1871επ.ΑΚ).
Διάδικοι στην αγωγή περί κλήρου:
·ενάγοντας, είναι ο κληρονόμος και ο καταπιστευματοδόχος 
·εναγόμενος, είναι ο νομέας της κληρονομίας με τις εξής προϋποθέσεις:
α) κατακράτηση αντικειμένων της κληρονομίας
β) διάνοια κληρονόμου ή καταπιστευματοδόχου.
Εναγόμενος είναι και ο βεβαρημένος με καταπίστευμα, όπως επίσης και ο συγκληρονόμος.
Νομέας κληρονομίας -> είναι αυτός που νέμεται την κληρονομία ή κάποιο αντικείμενό της με διάνοια κληρονόμου.
Καλόπιστος νομέας -> είναι ο νομέας της κληρονομίας, αν κατά την κτήση της «νομής» χωρίς βαριά αμέλεια είχε την πεποίθηση ότι είναι κληρονόμος και δεν έμαθε αργότερα ότι δεν είναι.
Κακόπιστος νομέας. Βλ.α.1877ΑΚ.
Αξιόποινος νομέας.Βλ.α.1878ΑΚ.

ΚΕΦ.7 :ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Εκποίηση κληρονομίας -> η ενοχική σύμβαση (λ.χ. πώληση) για ολική ή κατά ποσοστό μεταβίβαση της κληρονομίας, δεν μεταβιβάζει ιδιότητα κληρονόμου (Βλ.α.1942επ.ΑΚ).
Στην περίπτωση πώλησης κληρονομίας:
·πωλητής είναι ο κληρονόμος και ο νομέας της κληρονομίας
·αγοραστής είναι ο συγκληρονόμος ή και οποιοσδήποτε τρίτος 
·αντικείμενο πώλησης είναι ολόκληρη η κληρονομία ή ποσοστό της.

ΚΕΦ.8 : ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
Κληρονομική σύμβαση -> σύμβαση που αφορά την κληρονομία προσώπου που ζει.
Είδη κληρονομικών συμβάσεων: 
·γνήσιες (επιτρέπονται μόνο κατ’εξαίρεση). Τέτοιες είναι:
α) η σύμβαση που περιέχει συμβατικές ή και μονομερείς διατάξεις αιτία θανάτου
β) η σύμβαση ανάμεσα στον κληρονομούμενο και το μελλοντικό κληρονόμο καταπιστευματοδόχο ή κληροδόχο με την οποία αποκλείεται ή γίνεται αμετάκλητη, ολικά ή μερικά, η επαγωγή της κληρονομίας στους τελευταίους. 
· ενοχικές (ορισμένες απαγορεύονται από τον ΑΚ με ποινή ακυρότητας)
·περιοριστικές ελευθερίας 
·αποποιητικές ή αποδεκτικές.

ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΚΕΦ.1 : ΕΞ’ ΑΔΙΑΘΕΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΗ 
Εξ’ αδιαθέτου διαδοχή -> επέρχεται από το νόμο (α.1813επ.ΑΚ) όταν:
·δεν υπάρχει διαθήκη (α.1710παρ.2ΑΚ)
·η διαδοχή από διαθήκη έχει ματαιωθεί ολικά ή μερικά (α.1710παρ.2ΑΚ)
·με την διαθήκη έχει διατεθεί περιοριστικά ένα μέρος μόνο από την κληρονομία (α.1801ΑΚ).
Αποκλεισμός -> είναι η αφαίρεση της εξ’ αδιαθέτου μερίδας από ορισμένο κληρονόμο. Επέρχεται με διαθήκη ή από το νόμο.
Κληρονόμοι:
I.Συγγενείς εξ΄ αίματος μόνο 
α)οι συγγενείς σε ευθεία γραμμή. Συγκεκριμένα οι κατιόντες απεριόριστα και οι ανιόντες μέχρι και τον τρίτο βαθμό.
β)οι συγγενείς σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τέταρτο βαθμό.
II.Σύζυγος που επιζεί
III.Δημόσιο
Τάξεις -> οι συγγενείς έχουν ενταχθεί σε τέσσερις ομάδες που λέγονται τάξεις. Δεν καλείται συγγενής εφόσον υπάρχει άλλος από προηγούμενη τάξη (α.1819ΑΚ, διαδοχή τάξεων).
Ρίζα -> είναι μια ομάδα συγγενών εξ’ αίματος, σε ευθεία ή πλάγια γραμμή, που περιλαμβάνει εκτός από αυτούς και εκείνον από τον οποίο κατάγονται (αρχηγός ρίζας).
Γραμμή -> είναι το σύνολο των εξ’ αίματος συγγενών από έναν γεννήτορα. Διακρίνουμε δύο γραμμές, την πατρική και τη μητρική.
Προσαύξηση -> είναι η αύξηση κληρονομικής μερίδας από έκπτωση συγκληρονόμου. Έκπτωσηείναι η απώλεια της κληρονομικής μερίδας που μπορεί να επέλθει είτε πριν από την επαγωγή είτε μετά από αυτήν.
Πρώτη τάξη -> καλούνται ως κληρονόμοι εξ’ αδιαθέτου οι κατιόντες του κληρονομουμένου (α.1813παρ.1εδ.1ΑΚ).
Δεύτερη τάξη -> καλούνται ως κληρονόμοι εξ’ αδιαθέτου οι γονείς του κληρονομουμένου, οι αδελφοί καθώς και τα τέκνα και οι εγγονοί αδελφών του που έχουν πεθάνει πριν από αυτόν (α.1814εδ.1ΑΚ), δηλ. τα ανίψια και τα παιδιά ανιψιών του.
Ετεροθαλείς αδελφοί -> παίρνουν το μισό της μερίδας που ανήκει στους αμφιθαλείς.
Τρίτη τάξη -> καλούνται ως κληρονόμοι εξ’ αδιαθέτου οι παππούδες και οι γιαγιάδες του κληρονομουμένου και από τους κατιόντες τους τα τέκνα και οι εγγονοί (α.1816παρ.1ΑΚ), δηλ. οι θείοι και τα πρώτα ξαδέλφια.
Τέταρτη τάξη -> καλούνται ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμοι οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες του κληρονομουμένου (α.1817παρ.1ΑΚ).
Σημ.: Στις τέσσερις πρώτες τάξεις καλείται συγχρόνως και ο σύζυγος που επιζεί.
Πέμπτη τάξη -> καλείται ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμος σε όλη την κληρονομία ο σύζυγος που επιζεί του κληρονομουμένου (α.1821ΑΚ), δηλ. ο σύζυγος από έγκυρο γάμο με τον κληρονομούμενο.
Έκτη τάξη -> καλείται ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμος το δημόσιο όταν δεν υπάρχει ούτε συγγενής από εκείνους που καλούνται κατά τον νόμο ούτε σύζυγος που επιζεί του κληρονομουμένου (α.1824ΑΚ).
Συνεισφορά -> είναι ο συνυπολογισμός στην κληρονομική μερίδα των κατιόντων χαριστικών παροχών που έδωσε σ’ αυτούς εν ζωή ο κληρονομούμενος (α.1895επ.ΑΚ).
Νομική φύση μετά το ν.1328/1983:
α. καθαρή εμπράγματη θεωρία 
β. ημιεμπράγματη θεωρία.
Νομική φύση πριν από το ν.1328/1983:
α. ενοχική θεωρία
β. συντηρητική εμπράγματη θεωρία 
Υποκείμενα στη συνεισφορά:
1.Κατιόντες
2.Υποκατάστατος
3. Λήπτης ορισμένης παροχής
Δυνατή η συνεισφορά σε θέση άλλου.
Αξία κληρονομίας -> είναι η αξία που έχει το ακαθάριστο ενεργητικό κατά το θάνατο του κληρονομουμένου.

ΚΕΦ.2 : ΔΙΑΔΟΧΗ ΑΠΟ ΔΙΑΘΗΚΗ
Διαδοχή από διαθήκη -> επέρχεται όταν ο κληρονομούμενος έχει συντάξει έγκυρη διαθήκη.
Είδη διαθήκης:
α.τακτικές 
·ιδιόγραφη (α.1721επ.ΑΚ)
·δημόσια (α.1724επ.ΑΚ)
·μυστική(α.1738επ.ΑΚ)

β.έκτακτες
·σε πλοίο (α.1749επ.ΑΚ)
·σε εκστρατεία(α.1753επ.ΑΚ)
·σε αποκλεισμό (α.1757επΑΚ)
Διαφορές των έκτακτων από τις τακτικές διαθήκες:
α. Συντάσσονται μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες 
β. Έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ.
Συνδιαθήκη -> είναι η διαθήκη που συντάσσουν περισσότερα πρόσωπα με την ίδια πράξη (α.1717ΑΚ).Αυτή δεν επιτρέπεται. 
Ανάκληση διαθήκης -> ο διαθέτης μπορεί να ανακαλέσει οποτεδήποτε ελεύθερα τη διαθήκη, δηλ. και χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος. Η ανάκληση είναι δικαιοπραξία αιτία θανάτου. Παραίτηση από το δικαίωμα ανάκλησης δεν επιτρέπεται. Η ανάκληση έχει ως συνέπεια την ανενέργεια της διαθήκης(α.1763επ.ΑΚ).Δημοσίευση διαθήκης. Βλ.α.1769επΑΚ.
Διαθήκη -> είναι η διάταξη της τελευταίας έγκυρης βούλησης του κληρονομουμένου. Είναι πάντοτε τυπική (α.1712ΑΚ). Είδη διατάξεων αιτία θανάτου αποτελούν :
·παροχικές διατάξεις (εγκατάσταση κληρονόμου ή καταπιστευματοδόχου ή σύσταση κληροδοσίας).
·μη παροχικές διατάξεις (διατάξεις κληρονομικού δικαίου, διατάξεις από άλλους κλάδους).
Ερμηνεία διαθήκης -> αναζητεί την αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις. Όταν όμως εμφανίζονται κενά αναζητεί την εικαζόμενη (υποθετική) βούληση (συμπληρωματική ερμηνεία).
Αληθινή βούληση: είναι η πραγματική βούληση του διαθέτη κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη. Η αναζήτησή της στηρίζεται σε δύο βασικές αρχές, στην υποκειμενικότητα και στην τυπικότητα.
Εικαζόμενη βούληση: είναι η βούληση την οποία ο διαθέτης δεν είχε κατά τη σύνταξη της διαθήκης, θα είχε όμως, αν γνώριζε ορισμένα περιστατικά. Προϋποθέτει κενό και έρεισμα στο κείμενο.
Ικανότητα για δικαιοπραξία -> η διαθήκη προϋποθέτει ικανότητα του διαθέτη για δικαιοπραξία. Τέτοια έχει κατ’ αρχήν ο ενήλικος. Αυτή πρέπει να υπάρχει σε όλη τη διάρκεια που συντάσσεται η διαθήκη.
Λόγοι ανικανότητας (α.1719επΑΚ):
α. Γενικοί
· ανηλικότητα
· δικαστική συμπαράσταση (εξαιρέσεις: θάνατος πριν από την τελεσιδικία, σύνταξη πριν από την άρση)
· έλλειψη συνείδησης, ψυχική ή διανοητική διαταραχή
β. Ειδικοί
· αδυναμία ανάγνωσης
· πραγματικοί λόγοι
Αόριστα πρόσωπα ή αντικείμενα. Βλ.α.1790 – 1793ΑΚ.
Εικονική διαθήκη
 -> είναι η διαθήκη, όταν δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (α.138παρ1ΑΚ).Αυτή είναι άκυρη.
Αστεϊσμός -> η διαθήκη είναι άκυρη, αν είναι προϊόν αστεϊσμού, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει βούληση σύνταξής της. 
Πλάνη, απάτη, απειλή -> καθιστούν με την ύπαρξή τους τη διαθήκη ακυρώσιμη (α.1782επΑΚ).
Περιπτώσεις πλάνης : 
·πλάνη στη δήλωση
·πλάνη στην ταυτότητα
·πλάνη στη βούληση
·πλάνη στις ιδιότητες
·πλάνη στο γάμο
·πλάνη στο μεριδούχο
Αντίθεση στο νόμο ή στα χρηστά ήθη -> επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
Είδη αιρέσεων στις διατάξεις τελευταίας βούλησης: 
α. Αίρεση αναβλητική
β. Αίρεση για διαρκή συμπεριφορά
γ. Αίρεση για σύμπραξη τρίτου
δ. Αίρεση παράνομη ή ανήθικη
ε. Αίρεση ακατάληπτη
στ. Αίρεση για αγαμία ή χηρεία
ζ. Αίρεση δελεαστική
η. Αίρεση για αντίταξη(εκπτωτική ρήτρα)
θ. Αίρεση για παροχή σε τρίτον
Εγκατάσταση κληρονόμου -> υπάρχει, όταν ο διαθέτης διορίζει άμεσο και καθολικό διάδοχό του. Μπορεί να εγκαταστήσει κληρονόμο ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η κληρονομική εγκατάσταση γίνεται με διαθήκη. Για ερμηνευτικές διατάξεις βλ.α.1800ΑΚ.
Είδη εγκατάστασης:
· αόριστη 
· σε ολόκληρο τον κλήρο ή σε ποσοστό του
· σε δήλο
· σε κοινή μερίδα
·ειδικές περιπτώσεις (μη εξάντληση κλήρου, υπέρβαση κλήρου, εγκαταστάσεις αόριστες και σε ποσοστά).
Εγκατάστατος -> είναι αυτός που έχει διοριστεί κληρονόμος ή καταπιστευματοδόχος.
Τιμώμενος -> είναι το πρόσωπο στο οποίο παρέχει κάτι ο διαθέτης με διάταξή του στη διαθήκη (λ.χ. κληρονόμος, κληροδόχος κ.λ.π.).
Υποκατάσταση -> είναι ο ορισμός υποκατάστατου.
Υποκατάστατος -> είναι αυτός που ορίζεται να γίνει κληρονόμος κ.λ.π. στη θέση κάποιου άλλου αν ο άλλος δεν θέλει ή δεν μπορεί να γίνει κληρονόμος κ.λ.π.
Κοινή υποκατάσταση (βασική μορφή της κληρονομικής υποκατάστασης) -> είναι η εγκατάσταση κληρονόμου (υποκατάστατος) για την περίπτωση που ο κατά πρώτο λόγο καλούμενος κληρονόμος (εγκατάστατος) εκπέσει πριν ή μετά την επαγωγή.
Αμοιβαία υποκατάσταση -> υπάρχει, όταν οι εγκατάστατοι έχουν υποκατασταθεί αμοιβαία, δηλ. ο καθένας έχει διοριστεί συγχρόνως και υποκατάστατος του άλλου. Ισχύει και εδώ ό,τι και για την κοινή υποκατάσταση.
Κληρονομικό καταπίστευμα -> υπάρχει, όταν ο διαθέτης επιβάλλει στον κληρονόμο του (βεβαρημένος), από διαθήκη ή εξ’ αδιαθέτου, την υποχρέωση να παραδώσει σε άλλον (καταπιστευματοδόχος) την κληρονομία που απέκτησε έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο (α.1923παρ.1ΑΚ).Η σύσταση καταπιστεύματος γίνεται με διαθήκη.
Ερμηνευτικές διατάξεις (α.1924 – 1933ΑΚ) :
α. Μη σύλληψη ή σύσταση
β. Αναβλητική αίρεση ή προθεσμία κ.λ.π. 
γ. Διαλυτική αίρεση ή προθεσμία 
δ. Απαγόρευση εκποιήσης ή διάθεσης
ε. Οικογενειακό καταπίστευμα 
στ. Άτεκνος κατιόν
Καταπιστευματοδόχος -> είναι το πρόσωπο υπέρ του οποίου έχει διαταχθεί καταπίστευμα. Αυτός είναι ο καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου.
Ο καταπιστευματοδόχος πριν από την επαγωγή:
α) Έχει δικαίωμα προσδοκίας να αποκτήσει το καταπίστευμα. 
β) Συναινεί να διατεθούν αντικείμενα της κληρονομίας.
γ) Μπορεί να ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα για την κληρονομία.
δ) Καταρτίζει συμβάσεις με το βεβαρημένο για να αποκτήσει την κληρονομία.
Κατάσταση μετά την επαγωγή:
α) ο βεβαρημένος παύει να είναι κληρονόμος (α.1941ΑΚ).
β) ο καταπιστευματοδόχος γίνεται καθολικός διάδοχος του διαθέτη και μάλιστα άμεσος.
Κληροδοσία ή κληροδότητα -> είναι ο προσπορισμός με διαθήκη σε κάποιον ορισμένης ωφέλειας (συνήθως περιουσιακής) χωρίς όμως να εγκαθίσταται κληρονόμος. Συνίσταται, ρητά ή σιωπηρά, με διαθήκη ή καμιά φορά από το νόμο.
Σιωπηρή κληροδοσία υπάρχει, όταν ο διαθέτης διέταξε να μην περιέλθει στον εγκατάστατο ορισμένο αντικείμενο της κληρονομίας (α.1970ΑΚ).
Βεβαρημένος με κληροδοσία -> μπορεί να είναι ο κληρονόμος, ο καταπιστευ -ματοδόχος, ο κληροδόχος, ο υποκληροδόχος.
Κληροδόχος -> μπορεί να είναι κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό. Επιτρέπεται να καταληφθεί κληροδοσία και στον κληρονόμο ή τον καταπιστευματοδόχο. Ο κληροδόχος δεν ευθύνεται για τα χρέη της κληρονομίας.
Αντικείμενο της κληροδοσίας μπορεί να είναι κάθε περιουσιακή ωφέλεια και γενικότερα κάθε παροχή αποτιμητή σε χρήμα ή και μη αποτιμητή.
Διαζευκτική κληροδοσία υπάρχει, όταν ο διαθέτης όρισε να πάρει ο τιμώμενος ένα από περισσότερα αντικείμενα και η επιλογή έχει ανατεθεί σε τρίτο (α.1973εδ.2ΑΚ).
Μορφές κληροδοσίας (γενικότερα):
α. Είδους 
β. Γένους 
γ. Ξένου αντικειμένου
δ. Προμηθευτική
ε. Στο δανειστή
στ. Στον κληρονόμο (εξαιρετό).
Είδη υποκατάστασης στην κληροδοσία:
-Κοινή -> υπάρχει, όταν ο διαθέτης αφήνει το αντικείμενο της κληροδοσίας σε άλλον, αν ο πρώτος τιμώμενος δεν αποκτήσει την κληροδοσία.
-Καταπιστευτική -> υπάρχει, όταν ο διαθέτης ορίζει ότι αυτό που κληροδοτήθηκε περιέρχεται σε άλλον από ορισμένο χρονικό σημείο ή γεγονός μετά την απόκτηση της κληροδοσίας (α.2009εδ.1ΑΚ), δηλ. μετά την αποδοχή της.
Οικογενειακή (είδος της προηγούμενης) υπάρχει, όταν το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε κατά τη θέληση του διαθέτη πρέπει να μείνει για πάντα στη δική του οικογένεια (α.2010ΑΚ).
Ματαίωση κληροδοσίας -> υπάρχει, όταν η κληροδοσία δεν ενεργεί.
Ενοχική κληροδοσία -> ο κληροδόχος αποκτά με τη κληροδοσία καταρχήν το ενοχικό δικαίωμα να απαιτήσει από το βεβαρημένο την παροχή του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε (α.1955ΑΚ). Η ενοχή πηγάζει από δικαιοπραξία (διαθήκη) και διέπεται από τις διατάξεις του ενοχικού δικαίου.
Άμεση κληροδοσία είναι εκείνη της οποίας το αντικείμενο προσπορίζεται αμέσως και αυτοδικαίως στον κληροδόχο (α.1996ΑΚ, κτήση δικαιώματος, απαλλαγή από υποχρέωση).
Τρόπος -> είναι η υποχρέωση σε παροχή την οποία επιβάλλει ο διαθέτης στον κληρονόμο κ.λ.π., χωρίς όμως να προσπορίσει στον ωφελούμενο δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή.
Βεβαρημένος με τρόπο -> μπορεί να είναι ο κληρονόμος, ο καταπιστευματοδόχος και ο κληροδόχος (α.1715,2011,1967 εδ.1ΑΚ).
Ωφελούμενος με τρόπο -> μπορεί να είναι όχι μόνο πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, αλλά και κάποιος σκοπός.
Αντικείμενο του τρόπου -> μπορεί να είναι κάθε παροχή περιουσιακή ή και μη περιουσιακή.
Εκτελεστής διαθήκης -> πρόσωπο στο οποίο ο διαθέτης αναθέτει είτε την εκτέλεση των διατάξεων της διαθήκης είτε τη διοίκηση της νόμιμης μοίρας σε περίπτωση αποκλήρωσης για λόγους πρόνοιας.
-Παύση του λειτουργήματος του εκτελεστή επιφέρουν:
α) Η περάτωση της εκτέλεσης
β) Η παροχή από τον κληρονόμο επαρκούς εγγύησης ότι θα εκτελέσει τις διατάξεις της διαθήκης που του ανατέθηκε η εκτέλεση (α.2028ΑΚ)
γ) Ο θάνατος ή η επερχόμενη πλήρης ή περιορισμένη ανικανότητα του εκτελεστή για δικαιοπραξία (α.2029ΑΚ)
δ) Η παραίτηση του εκτελεστή (α.2030ΑΚ)
ε) Η απόφαση του δικαστηρίου της κληρονομίας για σπουδαίους λόγους και ιδίως για βαριά παράβαση καθηκόντων ή ανικανότητα για διαχείριση.

ΚΕΦ.3. : ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ
Νόμιμη μοίρα -> είναι ελάχιστο κληρονομικό δικαίωμα (1/2 εξ’ αδιαθέτου μερίδας) που έχουν οι μεριδούχοι στην κληρονομία ακόμη και παρά τη θέληση του κληρονομουμένου.
Μεριδούχος -> είναι αυτός που έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας (κατιόντες, γονείς, σύζυγος που επιζεί του κληρονομουμένου)
Μορφές απονομής της νόμιμης μοίρας:
·κληρονομική μερίδα 
·κληροδοσία
·παροχή εν ζωή
·δικαίωμα ανατροπής δωρεών.
Μη κατάληψη της νόμιμης μοίρας -> επιφέρει ως προς το μέρος που λείπει αναγκαστική διαδοχή του μεριδούχου. Διακρίνεται σε ολική και μερική.
Περιορισμοί του μεριδούχου από τη διαθήκη κατά το α.1829ΑΚ είναι:
α. Οι περιορισμοί με στενή έννοια, δηλ. όσοι επηρεάζουν άμεσα την κληρονομική διαδοχή και δεσμεύουν άμεσα το μεριδούχο.
β. Οι περιορισμοί με ευρεία έννοια, δηλ. όσοι απλώς επιβαρύνουν το μεριδούχο, γεννούν σε βάρος του μόνο ενοχικές υποχρεώσεις.
ΔΕΝ είναι περιορισμοί:
α. Η εγκατάσταση του μεριδούχου σε δήλο.
β. Η εγκατάσταση του μεριδούχου στην ψιλή κυριότητα, την επικαρπία, την οίκηση, ή σε απαίτηση κατά τρίτου (άποψη Φίλιου). Κρατεί η αντίθετη άποψη.
Υπολογισμός αξίας -> η αξία την νόμιμης μοίρας υπολογίζεται ως εξής:
Ως βάση υπολογισμού μπαίνει η αξία της κληρονομίας σε χρήμα και ειδικότερα η αξία που έχει το ακαθάριστο ενεργητικό της τελευταίας. Από αυτή την αξία αφαιρείται η αξία που έχουν τα χρέη της κληρονομίας και ορισμένες δαπάνες. Στη συνέχεια προστίθεται λογιστικά η αξία των εν ζωή παροχών κ.λ.π. που έκανε ο κληρονομούμενος. Επάνω σ’ αυτή την κληρονομία (πλασματική κληρονομία) υπολογίζεται η αξία της νόμιμης μοίρας, στην οποία καταλογίζεται (αφαιρείται) η αξία της παροχής που έλαβε ο μεριδούχος. Η αξία την νόμιμης μοίρας ανάγεται σε ποσοστό της πραγματικής κληρονομίας, το οποίο αποτελεί την πραγματική κληρονομική μερίδα του μεριδούχου.
Υπολογισμός αξίας με συνεισφορά -> η αξία της νόμιμης μοίρας για κάθε κατιόντα προσδιορίζεται με βάση την αξία της εξ’ αδιαθέτου μερίδας που θα περιερχόταν σ’ αυτόν με συνυπολογισμό και της συνεισφοράς (α.1834παρ5.1εδ.1ΑΚ). Αυτός ο συνυπολογισμός ισχύει είτε υπάρχει διαθήκη είτε όχι. Αρκεί το γεγονός ότι αν επερχόταν η εξ’ αδιαθέτου διαδοχή, ανεξάρτητα από το αν επήλθε ή όχι, θα γινόταν συνεισφορά . Αντίθετα, η αξία την νόμιμης μοίρας των γονέων ή του συζύγου που επιζεί προσδιορίζεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις (α.1831επ.ΑΚ). 
Μέμψη άστοργης δωρεάς -> είναι η αγωγή με την οποία ο μεριδούχος ζητάει να ανατραπεί η εν ζωή δωρεά που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του.
Άστοργη δωρεά -> είναι η δωρεά που θίγει τη νόμιμη μοίρα. Χαρακτηρίζεται έτσι κάτω από τις προϋποθέσεις των άρθρων 1835επ.ΑΚ.
Αποκλήρωση -> είναι η διάταξη του διαθέτη η οποία αποκλείει το μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα (α.1839εδ.1ΑΚ). Ο αποκλεισμός μπορεί να είναι ολικός ή μερικός. Επιτρέπεται όμως να περιλαμβάνει μόνο περιορισμούς.
Συγγνώμη: το δικαίωμα αποκλήρωσης αποσβήνεται με συγγνώμη, ρητή ή σιωπηρή (α.1844εδ.1ΑΚ).
Λόγοι αποκλήρωσης:
I.Υπέρ ανιόντος (α.1840ΑΚ).
II.Υπέρ κατιόντος (α.1841ΑΚ,πρβλ.1840ΑΚ).
III.Υπέρ συζύγου (α.1842ΑΚ)
Αποκλήρωση για λόγους προνοίας -> ο διαθέτης έχει το δικαίωμα να αποκληρώσει τον κατιόντα του για λόγους πρόνοιας, όταν ο τελευταίος ζει βίο άσωτο ή είναι καταχρεωμένος. Η αποκλήρωση έχει σκοπό να προστατέψει το μεριδούχο και την οικογένειά του (α.1845ΑΚ).

ΚΕΦ.4 : ΔΩΡΕΑ ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Δωρεά αιτία θανάτου -> είναι η δωρεά με την αναβλητική αίρεση ότι θα προαποβιώσει ο δωρητής ή θα συναποβιώσουν ο δωρητής και ο δωρεοδόχος, υπό τον όρο ότι ο δωρεοδόχος όσο ζει ο δωρητής δεν θα έχει την απόλαυση των αντικειμένων της δωρεάς. Συνίσταται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.
Υποκείμενο -> μπορεί να είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, αρκεί να έχει ικανότητα για δωρεά. Δεν μπορεί να είναι νομικό πρόσωπο, έχει όμως αυτό τη δυνατότητα να είναι αιτία θανάτου δωρεοδόχος.
Αντικείμενο -> μπορεί να είναι κάθε αντικείμενο δωρεάς, ακόμα και ολόκληρη η περιουσία του δωρητή ή ποσοστό αυτής που θα βρεθεί κατά το θάνατό του.
Ανάκληση: 
·ελεύθερη (α.2033ΑΚ)
·περιορισμένη (αν συμφωνηθεί να είναι η δωρεά αμετάκλητη. Βλ.α.2034ΑΚ).

ΚΕΦ.5 : ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ΕΝ ΖΩΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
Α. Δωρεά εν ζωή -> είναι κάθε δωρεά, πέρα από τη δωρεά αιτία θανάτου, της οποίας τα αποτελέσματα εξαρτώνται από το θάνατο του δωρητή.
Β. Επαχθής δικαιοπραξία -> είναι η δικαιοπραξία (κατά κανόνα σύμβαση) με την οποία ο κληρονομούμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει σε άλλον με αντάλλαγμα ( λ.χ. πώληση) αντικείμενα της κληρονομίας του.
Γ. Μεταθανάτια πληρεξουσιότητα -> είναι η πληρεξουσιότητα που παρέχει ο κληρονομούμενος σε ορισμένο πρόσωπο (α.217επ.ΑΚ) για το χρόνο μετά το θάνατό του. Τέτοια δεν μπορεί να δοθεί στο μοναδικό κληρονόμο. Αυτή συνήθως συνδυάζεται και με αντίστοιχη εντολή στον πληρεξούσιο (α.713επ.ΑΚ).
Δ. Σύμβαση υπέρ τρίτου -> ο υποσχόμενος και ο δέκτης της υπόσχεσης συμφωνούν ότι κάποιος τρίτος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει απευθείας από τον πρώτο την παροχή κατά το θάνατο του δεύτερου (α.411ΑΚ). Η παροχή προέρχεται είτε από την περιουσία του υποσχομένου είτε από την περιουσία του δέκτη της υπόσχεσης. Ο τελευταίος θέλει συνήθως να κάνει δωρεά στον τρίτο. Καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο (α.498παρ.1,2032ΑΚ). Χωρίς αυτό είναι άκυρη.


Σημειώσεις στο "Κληρονομικό Δίκαιο"


Κληρονομικό δίκαιο
Με το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η μεταβίβαση αυτή της περιουσίας από τον άνθρωπο που πέθανε σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, ορίζεται ως κληρονομική διαδοχή. Για να υπάρξει κληρονομική διαδοχή
πρέπει να συντρέχουν τρία στοιχεία: 1. κληρονομιά, 2. κληρονομούμενος, 3. κληρονόμος.

Κληρονομιά είναι το ενιαίο περιουσιακό σύνολο (ενεργητικό και παθητικό δηλαδή χρέη) του προσώπου που πέθανε (το οποίο καλείται κληρονομούμενος) και στο οποίο υπεισέρχεται ορισμένο πρόσωπο που
καλείται κληρονόμος. Επειδή ο κληρονόμος υπεισέρχεται με ενιαίο τρόπο στην περιουσία του κληρονομούμενου θεωρείται καθολικός διάδοχος. Ο κληρονόμος μπορεί να είναι είτε φυσικό πρόσωπο είτε νομικό πρόσωπο.
Κληρονομούμενος όμως είναι μόνο φυσικό πρόσωπο ανεξάρτητα με τον τρόπο που επήλθε ο θάνατος.

Ο κληρονομούμενος μπορεί να θελήσει να αφήσει ορισμένα μόνο αντικείμενα από τη συνολική. περιουσία του σε κάποιο πρόσωπο. Σε αυτή την περίπτωση ο κληρονομούμενος λέγεται κληροδότης. Το πρόσωπο που δέχεται τα αντικείμενα λέγεται κληροδόχος και τα αντικείμενα αυτά αποτελούν την κληροδοσία.
Η κληρονομική διαδοχή γίνεται με τρεις τρόπους:
- Διαδοχή εκ διαθήκης, δηλαδή η κληρονομική διαδοχή γίνεται με διαθήκη, με την οποία ο κληρονομούμενος καθορίζει την τύχη της περιουσίας του.
- Διαδοχή εξ' αδιαθέτου, δηλαδή η κληρονομική διαδοχή, γίνεται όπως προβλέπει ο νόμος, στην περίπτωση που δεν υπάρχει διαθήκη.
- Αναγκαστική διαδοχή, δηλαδή σε κληρονομική διαδοχή που γίνεται από το νόμο και παρά τη θέληση του κληρονομούμενου.



ΔΙΑΘΗΚΗ

Διαθήκη είναι η μονομερής, αιτία θανάτου, δικαιοπραξία (η οποία καλείται και διάταξη τελευταίας βούλησης), που περιέχει τη δήλωση βούλησης, με την οποία ρυθμίζονται τα θέματα της κληρονομικής διαδοχής του κληρονομούμενου που λέγεται διαθέτης. Η μονομερής αυτή δικαιοπραξία συντάσσεται αυτοπροσώπως και ανακαλείται ελεύθερα. Δεν έχουν την ικανότητα να συντάσσουν διαθήκη :α) οι ανήλικοι, β) οι τελούντες σε δικαστική συμπαράσταση και γ) όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της
διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή τη χρήση του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας.

Η διαθήκη πρέπει να συνταχθεί σύμφωνα με ορισμένο τύπο που προβλέπεται από το νόμο. Οι διαθήκες ανάλογα με τον τύπο που επιβάλλει ο Αστικός Κώδικας διακρίνονται σε κοινές και έκτακτες. Οι κοινές διαθήκες συντάσσονται οποτεδήποτε και οι έκτακτες μόνο όταν ο διαθέτης αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή του και βρίσκεται σε πλοίο ή σε τόπο που είναι αποκλεισμένο ς εξαιτίας επιδημίας ή άλλων έκτακτων
περιπτώσεων. Έκτακτες διαθήκες συντάσσουν και οι στρατιωτικοί όταν βρίσκονται σε εκστρατεία, σε πολεμικό κλοιό, αποκλεισμό, πολιορκία και αιχμαλωσία. Οι έκτακτες διαθήκες έχουν τρίμηνη ισχύ. Παύουν να ισχύουν αν παρήλθαν οι δυσμενείς περιστάσεις και ο διαθέτης εξακολουθεί να ζει.

Οι κοινές διαθήκες διακρίνονται σε : α) ιδιόγραφες, β) δημόσιες και γ) μυστικές.

Ιδιόγραφη είναι η διαθήκη που γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. Με την ιδιόγραφη διαθήκη ο διαθέτης εκφράζει την τελευταία του θέληση κατά τον απλούστερο τρόπο. Έχει όμως μειονεκτήματα όπως ενδοιασμούς για τη γνησιότητα της ιδιόγραφης διαθήκης ή φόβους μήπως αυτή συντάχτηκε υπό απε1λή ή πίεση.

Δημόσια είναι η διαθήκη που συντάσσεται με δήλωση της τελευταίας βούλησης του διαθέτη ενώπιον συμβολαιογράφου και τριών μαρτύρων ή ενώπιον δύο συμβολαιογράφων και ενός μάρτυρα. Ο διαθέτης δηλώνει προφορικά την τελευταία του βούληση στον συμβολαιογράφο παρουσία τριών μαρτύρων. Ο συμβολαιογράφος μετά τη δήλωση του διαθέτη συντάσσει σχετική πράξη για τη διαθήκη που περιέχει τα στοιχεία του διαθέτη, του συμβολαιογράφου και των μαρτύρων, χρονολογία και την τελευταία δήλωση
του διαθέτη. Η πράξη αυτή, αφού αναγνωσθεί, υπογράφεται από όλους.

Μυστική είναι η διαθήκη που καταρτίζεται με την παράδοση εγγράφου από το διαθέτη στο συμβολαιογράφο, με την προφορική δήλωση ότι το έγγραφο αυτό περιέχει την τελευταία του βούληση. Η παράδοση γίνεται με την παρουσία  τριών μαρτύρων ή δεύτερου συμβολαιογράφου και ενός μάρτυρα. Δηλαδή η μυστική διαθήκη αποτελείται από δύο έγγραφα α)από αυτό που δίνει ο διαθέτης και περιέχει την τελευταία του βούληση και το οποίο πρέπει να είναι υπογεγραμμένο από τον διαθέτη και σφραγισμένο, β)από το έγγραφο που συντάσσει  ο συμβολαιογράφος δηλαδή την πράξη σχετικά με την παράδοση της διαθήκης.
Μετά το θάνατο του διαθέτη, η διαθήκη πρέπει να δημοσιευθεί δηλαδή να γνωστοποιηθεί επίσημα το περιεχόμενό της. Η δημοσίευσή γίνεται από το αρμόδιο δικαστήριο. Δικαστήριο της κληρονομιάς, όπως χαρακτηρίζεται το αρμόδιο δικαστήριο, είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε την κατοικία του ή τη διαμονή του. Σε περίπτωση που αυτή δεν είναι γνωστή, αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της πρωτεύουσας του κράτους. Αντίγραφα των πρακτικών δημοσίευσης κάθε διαθήκης αποστέλλονται στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κάθε Μονομελές Πρωτοδικείο τηρεί βιβλία των διαθηκών που δημοσιεύονται.

 O EΞ AΔIAΘETOY

Όταν ο κληρονομούμενος δεν έχει ρυθμίσει την τύχη της περιουσίας του μετά το θάνατό του, δηλαδή όταν δεν υπάρχει διαθήκη, επεμβαίνει ο νόμος και συγκεκριμένα ο Αστικός Κώδικας. Υπάρχουν έξι τάξεις που κληρονομούν τον αποθανόντα. Η πρώτη τάξη περιλαμβάνει τη γενιά του κληρονομούμενου δηλαδή οι κατιόντες (τέκνα, εγγονοί δισέγγονοι κλπ) με τη βασική αρχή ότι ο εγγύτερος εφόσον ζει αποκλείει τον απώτερο. Η δεύτερη τάξη περιλαμβάνει τη γενιά των γονιών του κληρονομούμενου, δηλαδή τους γονείς τους αδελφούς. Η τρίτη τάξη περιλαμβάνει τους παπούδες και τις γιαγιάδες του κληρονομούμενου. Η τέταρτη τάξη περιλαμβάνει τους προπαπούδες και τις προγιαγιάδες. Η πέμπτη τάξη περιλαμβάνει τον επιζόντα σύζυγο που καλείται ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμος σε ολόκληρη την κληρονομιά. Η έκτη τάξη περιλαμβάνει το Δημόσιο που κληρονομεί εξ' αδιαθέτου.

Ο ΕΠΙΖΩΝ ΣΥΖΥΓΟΣ

Εκείνος από τους συζύγους που εmζεί καλείται στην εξ' αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή ως κληρονόμος με τους συγγενείς της πρώτης τάξης, σε ποσοστό γ.ι της κληρονομιάς. Με τους συγγενείς των άλλων τάξεων, στο μισό της κληρονομιάς. Όταν δεν υπάρχουν συγγενείς της πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης τάξης, ο σύζυγος που επιβιώνει καλείται ως κληρονόμος σε όλη την κληρονομιά και αποτελεί την πέμπτη τάξη. Επίσης ο σύζυγος που επιζεί παίρνει ως εξαίρετα ανεξάρτητα από την τάξη με την οποία καλείται, τα έπιπλα, τα σκεύη, τα ενδύματα και άλλα οικιακά αντικείμενα που χρησιμοποιούσε είτε μόνος είτε με τον αποθανόντα σύζυγο. Είναι το επονομαζόμενο «εξαίρετο του επιζώντος συζύγου».

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ

Είναι η κληρονομική διαδοχή που επιβάλλεται από τον Αστικό Κώδικα αναγκαστικά υπέρ ορισμένων προσώπων που συνδέονται με συγγενικό δεσμό με τον κληρονομούμενο και τα οποία αυτός δεν θέλει ως κληρονόμους του. Πρόκειται για το λεγόμενο δικαίωμα της νόμιμης μοίρας. Νόμιμη μοίρα δικαιούνται 1. οι κατιόντες, 2. οι γονείς, 3. ο επιζών σύζυγος. Η νόμιμη μοίρα είναι το ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας. Για να προσδιοριστεί νόμιμη μοίρα πρέπει προηγουμένως να προσδιοριστεί η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ

Ο διαθέτης μπορεί για ορισμένους λόγους να στερήσει τον μεριδιούχο από τη νόμιμη. μοίρα. Οι λόγοι είναι:
- αν επιβουλεύτηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη
- αν προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στη σύζυγό του
- αν έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του διαθέτη ή του συζύγου του,
- αν αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη,
- αν ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη.

ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

Είναι η δήλωση του κληρονόμου ότι αποδέχεται την κληρονομιά. Η αποδοχή γίνεται είτε ρητά είτε συνάγεται σιωπηρά από την ανάμειξη του κληρονόμου στην κληρονομιά. Είναι δυνατόν όμως ο κληρονόμος να μη δεχτεί την κληρονομιά. Στην περίπτωση αυτή υποβάλλει στο δικαστήριο της κληρονομιάς τη δήλωση για αποποίηση της κληρονομιάς, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών από τη στιγμή που έλαβε γνώση. Αποτέλεσμα της αποποίησης είναι ότι η επαγωγή προς εκείνον που την αποποιήθηκε θεωρείται ότι δεν
έγινε και η κληρονομιά επάγεται σε εκείνον που θα είχε κληθεί αν αυτός που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το θάνατο του Κληρονομούμενου.

 Όταν ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την αποδοχή, η κληρονομιά θεωρείται σχολάζουσα. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο της κληρονομιάς, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, διορίζει κηδεμόνα της κληρονομιάς, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον κληρονόμο.



ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟ



Ο κληρονόμος δικαιούται με αίτησή του να ζητήσει από το δικαστήριο της κληρονομιάς πιστοποιητικό για το κληρονομικό του δικαίωμα και για τη μερίδα που του αναλογεί. Το πιστοποιητικό αυτό λέγεται κληρονομητήριο.
Χορηγείται από το δικαστήριο, αφού προηγουμένως ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως με κάθε τρόπο και εξακρή3ωθείτο κληρονομικό δικαίωμα του αιτούντος. Το κληρονομητήριο αναγράφει τον κληρονόμο, ή αν υπάρχουν περισσότεροι την κληρονομική μερίδα καθενός και ακόμη τον εκτελεστή της διαθήκης. Αν το κληρονομητήριο που χορηγήθηκε είναι ανακριβές, το δικαστήριο της
κληρονομιάς διατάσσει την αφαίρεσή του. Με την αφαίρεση το κληρονομητήριο παύει να ισχύει.