Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΒΑΣΙΚΕΣ ΣHΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (δεν θυμάμαι ποιος τις πρωτοδημοσίευσε)




1. Νομοθετική διαδικασία.

Η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στη Βουλή και στην Κυβέρνηση (άρθρο 73§1 Σ).
Νομοσχέδιο: νομοθετική πρωτοβουλία από τον/τους αρμόδιο/ους υπουργό/ούς.
Πρόταση νόμου: νομοθετική πρωτοβουλία από έναν (ή περισσότερους) βουλευτές.

Τόσο το νομοσχέδιο όσο και η πρόταση νόμου, με την κατάθεσή τους θα πρέπει να συνοδεύονται από αιτιολογική έκθεση που θα αναφέρει τους σκοπούς που εξυπηρετεί. Με την παρ. 3 του άρθρου 73 του Συντάγματος, απαγορεύεται η νομοθετική πρωτοβουλία (τροποποίηση ή προσθήκη), εκ μέρους της Κυβέρνησης ή της Βουλής, όταν πρόκειται για επωφελή ατομικό νόμο.

Νομοθετική πρωτοβουλία, σχετική με συνταξιοδοτικά θέματα πρέπει να συνοδεύεται από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου (73§2 Σ.)
Νομοθετική πρωτοβουλία, που συνεπάγεται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (75§1 Σ.)
Νομοθετική πρωτοβουλία, που συνεπάγεται δαπάνη ή ελάττωση εσόδων πρέπει να συνοδεύεται από ειδική υπουργική έκθεση (75§3 Σ.)

Η νομοθετική διαδικασία διακρίνεται στη «μεγάλη» και τη «μικρή»:
«μεγάλη»: η οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή επεξεργάζεται το νομοσχέδιο ή την πρόταση νόμου και υποβάλει σχετική έκθεση. Ακολουθεί η συζήτηση και ψήφισή του στην Ολομέλεια της Βουλής, πρώτα επί της αρχής, στη συνέχεια ξεχωριστά για κάθε άρθρο και για τυχόν τροπολογίες, και τέλος επί του συνόλου. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται για τα θέματα του άρθρου 72§1 του Συντάγματος.

«μικρή»: η αρμόδια διαρκής κοινοβουλευτική επιτροπή, συζητάει και ψηφίζει το νομοσχέδιο ή την πρόταση νόμου και στη συνέχεια η Ολομέλεια σε μία μόνο συνεδρίαση ψηφίζει ενιαία επί της αρχής, των άρθρων και στο σύνολο.

2. Διάλυση της Βουλής κατά το Σύνταγμα.

2.α. Υποχρεωτική διάλυση της Βουλής.
Το Σύνταγμα υποχρεώνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ) να διαλύσει τη Βουλή όταν αυτή:
i. Αδυνατεί να αναδείξει ΠτΔ (32§4 εδ.α΄ Σ.).
ii. Αδυνατεί να αναδείξει (βιώσιμη) Κυβέρνηση (37§3 εδ.γ΄ Σ.).

Η διάλυση της Βουλής σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται προκειμένου να κληθεί το εκλογικό σώμα να λύσει το πολιτικό αδιέξοδο.
Στο άρθρο 32 του Συντάγματος καθορίζεται η διαδικασία εκλογής του ΠτΔ.

2.β. Διάλυση της Βουλής με Προεδρική πρωτοβουλία.

Ο ΠτΔ έχει τη διακριτική ευχέρεια (και όχι την υποχρέωση) διάλυσης της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 41§1 Σ, αν έχουν παραιτηθεί ή και καταψηφιστεί από αυτή δύο Κυβερνήσεις. 
Σημειώσεις:
i. Ως παραίτηση, νοείται μόνο η παραίτηση της Κυβέρνησης και όχι η ατομική παραίτηση του Πρωθυπουργού.
ii. Ως καταψήφιση, νοείται τόσο η απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης όσο και η αποδοχή πρότασης δυσπιστίας.

2.γ. Διάλυση της Βουλής με Κυβερνητική πρωτοβουλία.

Η διάλυση της Βουλής με Κυβερνητική πρωτοβουλία γίνεται με δύο τρόπους:
i. Αιτιώδης διάλυση της Βουλής: Σύμφωνα με τα άρθρο 41§2 του Συντάγματος, ο ΠτΔ διαλύει τη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Στην περίπτωση αυτή οι εκλογές διεξάγονται από την Κυβέρνηση που απολάμβανε την εμπιστοσύνη της διαλυόμενης Βουλής.
ii. Αναιτιώδης διάλυση της Βουλής: Η Κυβέρνηση παραιτείται προκειμένου να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, προφανώς, επειδή πιστεύει ότι είναι ευνοϊκή η πολιτική συγκυρία για να τις κερδίσει. Σύμφωνα με το άρθρο 38§1 εδ.γ΄, όταν η Κυβέρνηση παραιτηθεί διεξάγονται εκλογές σύμφωνα με το άρθρο 37§3 εδ.γ΄ δηλαδή, με το σχηματισμό «οικουμενικής» ή «υπηρεσιακής» Κυβέρνησης και κατόπιν διαλύεται η Βουλή για τη διεξαγωγή εκλογών.

Σε κάθε περίπτωση το Διάταγμα διάλυσης της Βουλής πρέπει να διαλαμβάνει την προκήρυξη εκλογών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες καθώς και τη πρόβλεψη της σύγκλησης της νέας Βουλής μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από αυτές.

3. Η Δεδηλωμένη

Για να διορίσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Πρωθυπουργό θα πρέπει η εμπιστοσύνη της Βουλής προς την Κυβέρνηση να είναι πολιτικά «δεδηλωμένη» ήδη κατά τη στιγμή σχηματισμού της τελευταίας (δηλ. διορισμού του Πρωθυπουργού και των Υπουργών).
Η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης (άρθρο 84§§ 1 και 6) –μέσα σε 15 ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού- έχει μόνο επιβεβαιωτική σημασία. Αν, όμως, η Κυβέρνηση δεν ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, εντός 15 ημερών από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, τότε θεωρείται ότι η Κυβέρνηση καταψηφίστηκε από τη Βουλή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να την απαλλάξει άμεσα από τα καθήκοντά της. 

Η διαπίστωση της πολιτικώς «δεδηλωμένης» εμπιστοσύνης της Βουλής προκύπτει από τις δημόσιες δηλώσεις (κοινοβουλευτικών) κομμάτων και μεμονωμένων βουλευτών ή έστω από την απ΄ ευθείας εκ μέρους τους ενημέρωση του ΠτΔ.

Σύμφωνα με το άρθρο 84 §6 του Συντάγματος, πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών (ήτοι, 300*(2/5)= 120). Συνεπώς, μια στάση έμμεσης στήριξης (ανοχής) προς την Κυβέρνηση, μπορεί να εκφραστεί με την απουσία του βουλευτή από την ψηφοφορία.
Αντίθετα, η πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (ήτοι, 151).

(Απόλυτη πλειοψηφία: Οι θετικές ψήφοι θα πρέπει να είναι περισσότερες από το άθροισμα των αρνητικών, των λευκών, των «παρών» κ.α.)

Αρχή της δεδηλωμένης: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατία δίνει εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών (37§2 εδ.α΄).
Αν το κόμμα αυτό δεν έχει αρχηγό (ή εκπρόσωπο) ή ο αρχηγός ΔΕΝ έχει εκλεγεί βουλευτής, τότε ο ΠτΔ δίνει εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης σε αυτόν που θα προτείνει η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος. Η Κοινοβουλευτική Ομάδα δύναται να προτείνει για Πρωθυπουργό και κάποιον ο οποίος δεν έχει εκλεγεί βουλευτής. Η μόνη δέσμευση προκύπτει από το άρθρο 81§2 του Σ., το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 55 που αναφέρεται στα προσόντα εκλογιμότητας. 

Πεμπτουσία του Κοινοβουλευτικού συστήματος αποτελεί η εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής και μόνο. Αντίθετα, στα «Ορλεανικού» τύπου κοινοβουλευτικά καθεστώτα η εξάρτηση της Κυβέρνησης ήταν διπλή, τόσο από την εμπιστοσύνη της Βουλής όσο και του αρχηγού του κράτους.

Η αρχή της δεδηλωμένης δεν έχει εφαρμογή μόνο μετά την διεξαγωγή των εκλογών, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση π.χ. αν το συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, εκλέξει στην κορυφαία ηγετική θέση του κόμματος νέο πρόσωπο αντί για τον έως τότε αρχηγό του και ο τελευταίος παραιτηθεί από την πρωθυπουργία.

Από συνταγματική άποψη (84§ 1 εδ. β΄), νέα Κυβέρνηση έχουμε όταν έχουμε νέο διορισμό Πρωθυπουργού και όχι όταν αλλάξουν τα πρόσωπα ή τα χαρτοφυλάκια έστω και όλων των υπουργών και υφυπουργών.
Υποχρέωση να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή έχει κάθε νέα Κυβέρνηση. Συνεπώς, δεν υφίσταται καμία υποχρέωση της Κυβέρνησης να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης σε περίπτωση απλού (ή ολικού) ανασχηματισμού της, αν δεν υπάρχει νέος διορισμός Πρωθυπουργού.

Η διερευνητική εντολή διαφοροποιείται ουσιαστικά από την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης, αφού, αντίθετα προς εκείνη, δεν συνεπάγεται το διορισμό του εντολοδόχου ως Πρωθυπουργού και γι΄ αυτό παραμένει άτυπη, χωρίς να χρειάζεται δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Είναι, δηλαδή, απλή ανάληψη -εκ μέρους του εντολοδόχου- πολιτικής πρωτοβουλίας για διεξαγωγή συνεννοήσεων μεταξύ των κομμάτων. Άλλωστε, Πρωθυπουργός μπορεί να διοριστεί είτε ο φορέας της διερευνητικής εντολής είτε άλλο πρόσωπο το οποίο θα υποδείξει ο τελευταίος, με τη συναίνεση των κομμάτων που θα στηρίξουν την Κυβέρνηση.

4. Δύο περιπτώσεις παραίτησης της Κυβέρνησης.

I. Ατομική παραίτηση του Πρωθυπουργού.
II. Παραίτηση της Κυβέρνησης συνολικά.

Το αποτέλεσμα είναι ταυτόσημο, δηλ. απαλλαγή της Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, αλλά και κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές αναδύονται διαδικαστικές διαφοροποιήσεις και ενδεχόμενες δυνατότητες.

4.α. Ατομική παραίτηση του Πρωθυπουργού.
i. Αν η παραίτηση του Πρωθυπουργού είναι επακόλουθο της αλλαγής ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να διορίσει τον νέο αρχηγό του κόμματος Πρωθυπουργό.
ii. Αν παραιτηθεί από Πρωθυπουργός αλλά παραμείνει αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος, τότε η κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος προτείνει (δεσμευτικά) στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το διορισμό νέου Πρωθυπουργού (άρθρο 38§ 2 εδ. α΄).

4.β. Παραίτηση της Κυβέρνησης συνολικά.
i. Αν η απερχόμενη Κυβέρνηση ήταν Κυβέρνηση συνασπισμού περισσότερων κομμάτων, και κανένα δεν διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, υπάρχει η δυνατότητα να συγκροτηθεί ένας νέος κυβερνητικός συνασπισμός, με την ίδια ή διαφορετική κομματική σύνθεση. Η δυνατότητα αυτή διερευνάται μέσω της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών.
ii. Αν η απερχόμενη κυβέρνηση ήταν μονοκομματική και διέθετε την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλεί όλους τους πολιτικούς αρχηγούς για την επιδίωξη σχηματισμού «οικουμενικής» εκλογικής Κυβέρνησης. Αν αυτό δεν επιτευχθεί τότε αναθέτει σε έναν από τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων (37 § 3 εδ. δ΄) τον σχηματισμό Κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για τη διενέργεια εκλογών και διαλύει τη Βουλή.

5. Προσόντα εκλογιμότητας.

Για να εκλεγεί κάποιος βουλευτής θα πρέπει:
i. Να είναι Έλληνας πολίτης,
ii. Να έχει νόμιμη ικανότητα να εκλέγει,
iii. Να έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του.

Τα προσόντα εκλογιμότητας δεν χρειάζεται να συντρέχουν κατά την υποβολή υποψηφιότητας αλλά κατά την ημέρα των εκλογών (55§1), όμως θα πρέπει να διατηρούνται σε όλη τη διάρκεια της θητείας του βουλευτή.
Η κρίση για την έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα (άρθρο 100 § 1 εδ.γ΄Σ.) συγκαταλέγεται στις αρμοδιότητες του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ).

Εκτός από τα προσόντα εκλογιμότητας του άρθρου 55 § 1, υπάρχουν τα κωλύματα εκλογής (άρθρο 56) και τα ασυμβίβαστα (άρθρο 57).

Τα κωλύματα εκλογής, κατά μία άποψη, αποτρέπουν την άνιση διεκδίκηση του βουλευτικού αξιώματος μεταξύ των υποψηφίων και διακρίνονται σε σχετικά και απόλυτα:
Σχετικά κωλύματα: Είναι τα κωλύματα εκλογής του άρθρου 56 §1, τα οποία αίρονται με την υποβολή παραίτησης του κωλυόμενου προσώπου από τη θέση του, την προηγούμενη της ανακήρυξής του ως υποψηφίου. Η επάνοδος στην υπηρεσία μετά τις εκλογές απαγορεύεται μόνο για τους στρατιωτικούς που παραιτήθηκαν, για τους λοιπούς υπαλλήλους και λειτουργούς εξ΄ αντιδιαστολής συνάγεται ότι επιτρέπεται. Ο κοινός νομοθέτης πάντως είναι ελεύθερος να προβλέψει ή να μην προβλέψει τη δυνατότητα επανόδου και να ορίσει τις προϋποθέσεις.
Απόλυτα κωλύματα: Είναι τα κωλύματα τα οποία, σε αντίθεση με τα σχετικά, δεν αίρονται ούτε με υποβολή παραίτησης από την κατεχόμενη θέση. Έτσι, οι νομάρχες και οι υπερνομάρχες δεν επιτρέπεται να θέσουν υποψηφιότητα, ούτε να εκλεγούν βουλευτές καθ΄ όλη τη διάρκεια της νομαρχιακής τους θητείας, έστω κι αν παραιτηθούν.
Ο έλεγχος εκλογής των βουλευτών από το ΑΕΔ δεν διενεργείται αυτεπάγγελτα, αλλά μόνο ύστερα από την υποβολή του σχετικού αιτήματος απο όποιον έχει έννομο συμφέρον και μέσα σε σύντομη προθεσμία.

Έννομο συμφέρον και επομένως δικαίωμα υποβολής ένστασης έχει καθένας που ανακηρύχθηκε υποψήφιος, αλλά όχι βουλευτής στη ίδια εκλογική περιφέρεια.

Λόγοι ένστασης, αποτελούν:
i.Έλλειψή των προσόντων εκλογιμότητας
ii. Συνδρομή κωλύματος
iii.Παράβαση του νόμου (ή του Συντάγματος) κατά τη διεξαγωγή της εκλογής
iv.Λανθασμένη αρίθμηση των ψήφων.

Έννομο συμφέρον και επομένως δικαίωμα ένστασης έχει κάθε εκλογέας γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους της ίδιας εκλογικής περιφέρειας, αλλά αυτός δεν έχει επιτρέπεται να επικαλεστεί λανθασμένη αρίθμηση των ψήφων.

6. Απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας.

Η απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας επέρχεται μόνο σε 4 περιπτώσεις:
i. Με το θάνατο του βουλευτή
ii. Με την παραίτησή του (άρθρο 60 §2)
iii.Με τη διάλυση της Βουλής ή τη λήξη της βουλευτικής περιόδου
iv.Με τη δημοσίευση απόφασης του ΑΕΔ, η οποία ακυρώνει (κατ’ αποδοχή σχετικής ένστασης) την εκλογή του λόγω:
α) προγενέστερης έλλειψης προσόντος/ντων εκλογιμότητας
β) συνδρομής κωλύματος
γ) παραβίαση διάταξης σχετικής με τη διενέργεια των εκλογών

ή διαπιστώνει (κατ’ αποδοχή σχετικής αίτησης) την έκπτωσή του λόγω:
δ) μεταγενέστερης στέρησης προσόντος εκλογιμότητας
ε) ασυμβίβαστου
στ) υπέρβαση του ορίου προεκλογικών δαπανών.

Τόσο το ανεύθυνο όσο και το ακαταδίωκτο του βουλευτή, για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων (άρθρο 61 § 1), συνιστούν κλασικά παραδείγματα θεσμικών εγγυήσεων όχι υπέρ του βουλευτή ως ατόμου, αλλά με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, μέσω της ανεμπόδιστης άσκησης των αρμοδιοτήτων του βουλευτή.

7. Η Κυβέρνηση.

Κατά το άρθρο 82§1 η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων.
Κατά το άρθρο 81§1 την Κυβέρνηση αποτελεί το Υπουργικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς. Έτσι, οι όροι «Κυβέρνηση» και «Υπουργικό Συμβούλιο» ταυτίζονται κατά περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, υπονοώντας το άμεσο συλλογικό όργανο το οποίο συγκροτείται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς.
Η Κυβέρνηση δεν είναι διοικητικό όργανο. Είναι ιδιαίτερο όργανο επιφορτισμένο με ειδική, συνταγματικά καθορισμένη αποστολή.
Όπως προαναφέρθηκε, μέλη της Κυβέρνησης είναι ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί. Στην έννοια του «Υπουργού» συμπεριλαμβάνονται και οι υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου και οι αναπληρωτές υπουργοί.
Οι υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου και οι αναπληρωτές υπουργοί, εκ του Συντάγματος, είναι μέλη της Κυβέρνησης (ομοίως, του Υπουργικού Συμβουλίου) όμως, το αν υπάρχουν ή όχι αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Πρωθυπουργού.
Αντίθετα, ο Πρωθυπουργός υποχρεούται να προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας υπουργούς (με χαρτοφυλάκιο= πολιτικούς προϊσταμένους υπουργείων με καθορισμένες αρμοδιότητες), προκειμένου να διασφαλίζεται η λειτουργικότητα της Κυβέρνησης.

Κατά το Σύνταγμα, οι υφυπουργοί μπορούν (δύναται) να αποτελούν μέλη της Κυβέρνησης. Η επιλογή αφήνεται στον κοινό νομοθέτη. Αυτός, με το Ν.1558/85 (νόμος περί υπουργικού συμβουλίου), ορίζει ότι οι υφυπουργοί ΔΕΝ αποτελούν μέλη του υπουργικού συμβουλίου, με συνέπεια να μην μετέχουν στις συνεδριάσεις του, εκτός αν ο Πρωθυπουργός τους καλέσει να μετέχουν σε συγκεκριμένη συνεδρίαση, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Κατά το άρθρο 73§1 οι υφυπουργοί στερούνται της δυνατότητας υποβολής νομοσχεδίων στη Βουλή, αφού η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην Κυβέρνηση.

8. Πολιτική ευθύνη.

Η αρχή της πολιτικής ευθύνης της Κυβέρνησης εξαγγέλλεται στο άρθρο 85 και εξειδικεύεται με δύο κυρίως τρόπους:
i. Η Κυβέρνηση και τα μέλη της οφείλουν να λογοδοτούν ενώπιον της Βουλής για τον τρόπο άσκησης (ή παράληψης άσκησης) των αρμοδιοτήτων τους (υπόκεινται δηλ. σε κοινοβουλευτικό έλεγχο).
ii.Η Βουλή μπορεί να εκφράσει τη δυσπιστία της (μομφή) προς την Κυβέρνηση ή προς συγκεκριμένο μέλος της (άρθρο 84§2).

Προϋποθέσεις για την υποβολή πρότασης δυσπιστίας:
i. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να φέρει τις υπογραφές του 1/6 του όλου αριθμού των βουλευτών.
ii. Η πρόταση πρέπει να ορίζει σαφώς τα προς συζήτηση θέματα.
iii.Για να μπορεί να κατατεθεί η πρόταση δυσπιστίας, θα πρέπει να έχει παρέλθει τουλάχιστον 6μηνο από την απόρριψη της προηγούμενης πρότασης. 

Ερμηνευτικές δηλώσεις:
i. Δεν εξομοιώνεται η πρόταση εμπιστοσύνης με την πρόταση δυσπιστίας.
ii. Η απόρριψη πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης δεν εμποδίζει την υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά μέλους της, πριν την πάροδο του 6μηνου, και αντιστρόφως.
iii. Δεν απαιτείται 6μηνο, αν η νέα πρόταση δυσπιστίας φέρει τις υπογραφές της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών.

Συνέπεια της υπερψήφισης πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης είναι η υποχρεωτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έκδοση ρυθμιστικού διατάγματος για την απαλλαγή της από τα καθήκοντά της (άρθρο 38§1 εδ.α΄).
Αντίθετα, δεν υπάρχει ρητή Συνταγματική ρύθμιση για τις συνέπειες της υπερψήφισης πρότασης δυσπιστίας κατά συγκεκριμένου μέλους της Κυβέρνησης.
Σημειώνεται, ότι όταν ο κοινός νομοθέτης ορίζει ότι οι υφυπουργοί δεν είναι μέλη της Κυβέρνησης, τότε δεν νοείται μομφή (πρόταση δυσπιστίας) κατά αυτών.

9. Αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας.

1. Ρυθμιστικές αρμοδιότητες (ασκούνται υπό την ιδιότητά του ως ρυθμιστής του πολιτεύματος –άρθρο 30§1-).
1.1. Διορισμός Πρωθυπουργού
1.2. Διορισμός και παύση λοιπών μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών.
1.3. Απαλλαγή της Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της.
1.4. Διάλυση της Βουλής (ή διαπίστωση της λήξης της βουλευτικής περιόδου).
1.5. Προκήρυξη εκλογών.
1.6. Σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο και αναστολή εργασιών της.
1.7. Προκήρυξη δημοψηφίσματος.

Οι αρμοδιότητες αυτές μορφοποιούνται νομικά με την έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων, τα οποία ΔΕΝ υπόκεινται σε ακυρωτικό έλεγχο επειδή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στις περιπτώσεις αυτές, δρα ως ρυθμιστής του πολιτεύματος και όχι ως διοικητική αρχή.

Άλλες ρυθμιστικές αρμοδιότητες, οι οποίες όμως δεν μορφοποιούνται νομικά με την έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων, είναι:
Η παροχή διερευνητικών εντολών
Η δυνατότητά του να απευθύνει διαγγέλματα προς τον λαό.

Στις ρυθμιστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας συγκαταλέγεται και η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία γίνεται είτε με τη δημοσίευση (από τον ΠτΔ) της απόφασης της Βουλής είτε με την έκδοση του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος (άρθρο 48 §§ 1 και 2, αντίστοιχα).

2. Νομοθετικές αρμοδιότητες (ασκούνται υπό την ιδιότητά του ως παράγοντα της νομοθετικής λειτουργίας –άρθρο 26§1-).
2.1. Αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι η έκδοση και δημοσίευση των ψηφισμένων από τη Βουλή νόμων (άρθρο 42§1 εδ. α΄). «Έκδοση» δεν σημαίνει κύρωση των νόμων (όπως ίσχυε προ της αναθεώρησης του 1986), αλλά εννοιολογικά σημαίνει τη βεβαίωση του αρχηγού του κράτους ότι ακολουθήθηκε η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία για την ψήφιση του νόμου από τη Βουλή. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται ότι η έκδοση συνεπάγεται τη δυνατότητα του Προέδρου να ελέγξει τη σκοπιμότητα του νόμου.
2.2. Ο Πρόεδρος μπορεί να εκδόσει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Η διατύπωση («μπορεί») δεν συνεπάγεται συναπόφαση, αλλά αντίθετα υποχρέωση του Προέδρου να υπογράψει εφόσον η Κυβέρνηση (υπουργικό συμβούλιο) τού προτείνει την έκδοση αυτής της πράξης.
2.3. Στις νομοθετικές αρμοδιότητες του Προέδρου συγκαταλέγεται και η απονομή χάρης. Η απονομή χάρης μπορεί να έχει πολιτική διάσταση ή μπορεί, απλώς, με τον τρόπο αυτό να εκδηλώνεται η επιείκεια της Πολιτείας σε ορισμένο πρόσωπο.

3. Εκτελεστικές αρμοδιότητες (ασκούνται υπό την ιδιότητά του ως παράγοντα της εκτελεστικής λειτουργίας –άρθρο 26§2-).
3.1. Έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων (άρθρο 43)
3.2. Διορισμός και παύση δημοσίων υπαλλήλων, εκτός από τις εξαιρέσεις που ορίζει ο νόμος (άρθρο 46 §1).
3.3. Διορισμός δικαστικών λειτουργών.
3.4. Η αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων και η απονομή βαθμών σε όσους υπηρετούν σ΄ αυτές.
3.5. Οι αρμοδιότητες του αρχηγού του κράτους ως διεθνούς παραστάτη (στη θεωρία υποστηρίζεται ότι η αρμοδιότητα αυτή ασκείται από τον Πρόεδρο υπό την ιδιότητά του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος.

10. Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα είναι διάχυτος και παρεμπίπτων. 
Διάχυτος: Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν συνταγματικά δικαστήρια και ως εκ τούτου αρμόδια για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων είναι όλα τα δικαστήρια (άρθρο 93§4).
Παρεμπίπτων: Το κάθε δικαστήριο, στο πλαίσιο των δικαιοδοτικών του καθηκόντων, με την ευκαιρία της κρίσης της κύριας υπόθεσης, ελέγχει τη συνταγματικότητα του νόμου. Αν η κρίσιμη διάταξη κριθεί αντισυνταγματική δεν ακυρώνεται (ως τέτοια) για κάθε ενδιαφερόμενο, αλλά δεν εφαρμόζεται κατά την κρίση της υπόθεσης που αφορά τους συγκεκριμένους διάδικους (άρθρο 93§3).
Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας είναι πάντα συγκεκριμένος. Αφορά, δηλαδή τη συγκεκριμένη διάταξη νόμου που είναι κρίσιμη για την επίλυση της εκάστοτε ένδικης διαφοράς.
Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δεν είναι προληπτικός αλλά κατασταλτικός: Διεξάγεται μετά τη θέσπιση του νόμου και συχνά μετά και την έναρξη της εφαρμογής του στη πράξη.
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα άρσης της αμφισβήτησης κατά τη διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας μιας νομοθετικής διάταξης. Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας άρσης της αμφισβήτησης είναι η έκδοση, για το ζήτημα αυτό, αντίθετων αποφάσεων από δύο ανώτατα δικαστήρια (άρθρο 100§1 εδ. ε΄).
Σε περίπτωση που κριθεί αντισυνταγματική μια διάταξη νόμου, τότε αυτή ακυρώνεται erga omnes (έναντι όλων – για κάθε ενδιαφερόμενο) και η απόφαση δημοσιεύεται σε Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης, αφού συνιστά άσκηση αρνητικής νομοθετικής λειτουργίας.

Το Σύνταγμα κατοχυρώνει αρμοδιότητες, πρωτίστως στο Συμβούλιο της Επικρατείας και δευτερευόντως στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τον έλεγχο της νομιμότητας (άρα και της συνταγματικότητας) της δράσης της δημόσιας διοίκησης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει καταστεί ο κατ’ εξοχήν ελεγκτής της συνταγματικότητας των διοικητικών πράξεων, ιδίως όταν έχουμε ακυρωτικό έλεγχο διοικητικών –και μάλιστα κανονιστικών- πράξεων (95§1 περ. δ΄).

Προληπτικός έλεγχος για ορισμένες κατηγορίες νόμων ή κανονιστικών διοικητικών πράξεων:
Το Συμβούλιο της Επικρατείας επεξεργάζεται όλα τα διατάγματα κανονιστικού χαρακτήρα (άρθρο 95§1 περ. δ΄) πριν την υπογραφή τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας .
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα σχετικά με συνταξιοδοτικά νομοσχέδια (άρθρα 73§2 και 98§1 περ. δ΄). Βέβαια η γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι απλή και όχι σύμφωνη, δηλαδή η γνώμη δεν είναι δεσμευτική ούτε για τη Βουλή ούτε για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων διενεργείται και αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα από την προβολή ή μη σχετικού ισχυρισμού από διάδικο.

Αντικείμενο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων είναι όλοι οι επί της ουσίας νόμοι:
Νόμοι του νομοθετικού οργάνου.
Διοικητικές πράξεις (κανονιστικές, ατομικές).
Αναγκαστικοί νόμοι και νομοθετικά διατάγματα.
Αντίθετα, δεν μπορούν, σύμφωνα με τη ρητή επιταγή του άρθρου 111§2 του Συντάγματος, να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου συνταγματικότητας οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα της περιόδου 1974 -1975.
Ομοίως, οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου δεν ελέγχονται δικαστικά καθώς επίσης, και η εκ του Συντάγματος (74§5 εδ. β΄,γ΄) επιταγή περί της μη ύπαρξης σε νομοσχέδιο άσχετων διατάξεων ή άσχετων τροπολογιών με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο.

Όρια ελέγχου:
Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια οριοθετείται με βάση τις νομοθετικές ρυθμίσεις για την αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Άρα τα δικαστήρια μόνο μέσα στα πλαίσια των νομοθετικά προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων τους μπορούν να ασκήσουν έλεγχο συνταγματικότητας.
Τα δικαστήρια δεν έχουν αρμοδιότητα ελέγχου της σκοπιμότητας της εκάστοτε κρινόμενης διάταξης νόμου.

Τεκμήριο συνταγματικότητας των νόμων:
Α. «εν αμφιβολία, μη αποδεικνυομένης της προς το Σύνταγμα αντιφάσεως, ο νόμος δέον να κριθεί συνταγματικός και εάν ακόμη δεν αποδεικνύεται η αρμονία τους προς το Σύνταγμα».
Β. Επίσης, το τεκμήριο συνταγματικότητας σημαίνει ότι ο νόμος ισχύει και εφαρμόζεται από την έκδοση και δημοσίευσή του, χωρίς να απαιτείται προληπτική διάγνωση της συνταγματικότητάς του. Μάλιστα, στα πλαίσια του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και κατασταλτικού ελέγχου, η τυχόν δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας συγκεκριμένης διάταξης επιφέρει μόνο τη μη εφαρμογή της στην κρινόμενη υπόθεση, χωρίς κατά τα άλλα να θίγεται η ισχύς της.

Όπως αναφέρθηκε η συνέπεια της διαπίστωσης της αντισυνταγματικότητας μιας διάταξης νόμου είναι η μη εφαρμογή της στη συγκεκριμένη υπόθεση. Τότε, όμως, με βάση ποιους νόμους θα εκδικαστεί η υπόθεση των διαδίκων;
Θα εκδικαστεί:
α) Με προϊσχύοντα νόμο, ο οποίος ρύθμιζε το ίδιο αντικείμενο
β) Με εφαρμογή υφιστάμενης γενικής διάταξης.
γ) Με αναλογική εφαρμογή ρυθμίσεων σχετικών με παρεμφερή θέματα.

Έλεγχος συνταγματικότητας από άλλα κρατικά όργανα: 
α) Από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας:
Η συμμετοχή του Προέδρου στον έλεγχο συνταγματικότητας έχει περιοριστεί πρακτικά στην άρνησή του να εκδίδει κανονιστικά διατάγματα, όταν ο αρμόδιος Υπουργός δεν έχει συμμορφωθεί με τις παρατηρήσεις που έγιναν για το σχέδιο διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
β) Από τη Βουλή:
Η Βουλή, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Κανονισμού της, είναι αρμόδια να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων πριν την ψήφισή τους.
γ) Από Διοικητικά όργανα:
Στην πράξη έλεγχος συνταγματικότητας από διοικητικά όργανα ασκείται, ενίοτε, σε υπουργικό επίπεδο με την αποστολή σχετικών ερωτημάτων προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και την υποβολή των σχετικών γνωμοδοτήσεων από αυτό. Επίσης, έλεγχος συνταγματικότητας μπορεί να γίνει από τις Ανεξάρτητες Αρχές.

Η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος:
Η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος προϋποθέτει ότι η άμεσα εφαρμοστέα εκάστοτε διάταξη είναι επαρκώς ορισμένη ώστε να μπορεί να υλοποιηθεί, έστω και κατά ένα μέρος, χωρίς νομοθετική εξειδίκευση.
Η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος από τη Δημόσια Διοίκηση μπορεί να πάρει μορφή υλικών ενεργειών ή έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων, όχι όμως και εκείνη της έκδοσης κανονιστικών πράξεων, αφού η διοίκηση δεν διαθέτει πρωτεύουσα κανονιστική αρμοδιότητα. Εκεί όμως όπου ο κοινοβουλευτικός νομοθέτης εξουσιοδότησε τη διοίκηση να ρυθμίσει ορισμένο θέμα με την έκδοση κανονιστικής πράξης, η τελευταία όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να λάβει υπόψη της και να σεβαστεί τις τυχόν σχετικές συνταγματικές επιταγές, έστω κι αν δεν γίνεται καμία μνεία αυτού στον εξουσιοδοτικό νόμο.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΟΥ - ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΥΛΗ

Παιδιά, ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Να ξέρετε ότι όταν δεν απαντώ είμαι πολύ απασχολημένη αλλά πάντα σκέφτομαι αυτόν τον ιστότοπο και πως να βοηθήσω όλους εμάς από όπου και αν βρισκόμαστε να συναντηθούμε τον Δεκέμβρη διαβασμένοι να δώσουμε κατατακτήριες εξετάσεις νομικής όσο υπάρχουν βεβαίως - βεβαίως.
Χαίρομαι όταν βλέπω τόσους ανθρώπους να με εμπιστεύονται για να διαβάσουν. Σας έχω αναρτήσει ξανά υλικό για διάβασμα. Διαβάστε αυτά και στις διακοπές μου θα τελειώσω επιτέλους το βιβλίο της Ιστορίας Δικαίου που με έχει τόσο παιδέψει για να σας βγάλω μια πιο κατανοητή και πιο λίγη ύλη για διάβασμα.
Να θυμάστε ότι η Ιστορία Δικαίου αποτελείται από εποχές για το από πότε ξεκίνησε να υπάρχει δίκαιο που να έχει φτάσει ως σήμερα στα αυτιά μας. Παλιά, το δίκαιο δεν είχε την έντυπη μορφή που έχει σήμερα ούτε ήταν κωδικογραφημένο. Αν θυμάστε από τον Οβελίξ και τον Αστερίξ όταν κάτι έπρεπε να τηρείται στο χωριό, έγραφαν σε μια μεγάλη πέτρα αυτό που ήθελαν να το ξέρουν όλοι καθώς δεν υπήρχαν εφημερίδες ή ίντερνετ και επειδή όλοι περνούσαν από την πλατεία του χωριού όλοι ενημερωνόντουσαν. Για παράδειγμα θα μπορούσε να λέει ότι ψηφίζουν μόνο άνδρες άνω των 25 ετών ή πλούσιοι άνδρες ή κάτι άλλο που είχε σχέση με τα περιουσιακά, με την προίκα, τον γάμο κλπ. Ότι διασώθηκε μας ενημερώνει για το πως σκέφτονταν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή.
Επίσης πολύ σημαντικό δεν έχει διασωθεί δημόσιο δίκαιο  μόνο ιδιωτικό. Άρα, θα πρέπει να διαβάσουμε πολύ προσεχτικά τι ίσχυε στο Αττικό και Ελληνιστικό Δίκαιο, μετά στο Ρωμαϊκό, στο Βυζαντινό, μετά στα Δίκαια τα δικά μας και να τα συγκρίνουμε ώστε να μπορούμε να απαντάμε στις ερωτήσεις που μπορεί να μας βάλουν.

Αυτά για σήμερα... εύχομαι καλό διάβασμα και καλό υπόλοιπο καλοκαιριού!

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΔΙΚΑΙΟ


ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΔΙΚΑΙΟ
1453 – 1835

Η δικαϊκή τάξη κατά τους μεταβυζαντινούς αιώνες
Μπορεί η Άλωση του 1453 να σήμανε το τέλος του βυζαντινού κράτους δεν σήμαινε όμως το τέλος του βυζαντινού δικαίου. Σουλτανικά προνόμια, η Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και ορισμένες ελληνικές κοινότητες διαφύλαξαν σημαντικό μέρος.
Τα προνόμια
  • Βεράτια. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι που δεν πρόβαλαν αντίσταση και πλήρωναν τα χαράτσια ζούσαν στο οθωμανικό κράτος αυτοδιοικούμενοι σύμφωνα με το θρησκευτικό τους δίκαιο. Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ανασύστησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και παραχώρησε μια σειρά ειδικά και γενικά προνόμια. Την κύρια πηγή για τα προνόμια αυτά αποτελούν τα «βεράτια» δηλαδή έγγραφα που χορηγούσε η Οθωμανική Διοίκηση στους Πατριάρχες αλλά και σε άλλα μέλη του ανώτατου κλήρου. Τα προνόμια αυτά περιείχαν ελευθερία της λατρείας, εσωτερική αυτοδιοίκηση θρησκευτικών κοινοτήτων και ιδρυμάτων, ελεύθερη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και απαλλαγή από φορολογία και άλλα. Σύμφωνα με τα «βεράτια» την επιλογή του Πατριάρχη την είχε η πατριαρχική σύνοδος αλλά τελευταίο λόγο είχε ο Σουλτάνος. Τα προνόμια στο πέρασμα των χρόνων ανανεώθηκαν, είναι όμως γνωστό ότι πολλές φορές παραβιάστηκαν με διάφορα προσχήματα.
  • Τανζιμάτ. Σημαντικές για τα ατομικά δικαιώματα των μη μουσουλμανικών υπηκόων και γενικότερα για τη θέση της Εκκλησίας στο οθωμανικό κράτος ήσαν οι μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) που επιχειρήθηκαν στα μέσα του 1800 μέσα στα πλαίσια της εξέλιξης του «Ανατολικού ζητήματος». Στα σπουδαιότερα μέτρα για την υλοποίηση αυτών των μεταρρυθμίσεων ανήκει η έκδοση δύο διαταγμάτων, του Χάττι Σερίφ (3/11/1839) και του Χάττι Χουμαγιούν (18/02/1856) που καθιέρωσαν μια μορφή θρησκευτικής ισότητας όλων των υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα δικαιώματα αυτά περιορίστηκαν ιδίως μετά το 1909 και ιδίως μετά τη μικρασιατική καταστροφή και η υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης (1923) περιόρισε την εξουσία του Πατριαρχείου.
Τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης
  • Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Ορθόδοξη Εκκλησία πέρα από τις διαφορές του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου κατόρθωσε να κρίνει το μεγαλύτερο μέρος των αστικών διαφορών μεταξύ των ορθόδοξων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
  • Αρμόδια σε πρώτο βαθμό ήταν τα κατά τόπους εκκλησιαστικά δικαστήρια, αποτελούμενα από επισκόπους ως εκπρόσωποι του πατριάρχη. Σε δεύτερο βαθμό αναγνωριζόταν αρμοδιότητα του πατριάρχη και της Ιεράς Συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια είχαν μεγάλο κύρος και προσέφευγαν ακόμα και Τούρκοι και Εβραίοι, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια. 
  • Παράλληλα, μέσω των προνομίων αναγνωρίστηκε δικαστική αρμοδιότητα και στις κοινοτικές αρχές (τους προεστώτες και τους κοτζαμπάσηδες). Στα τελευταία χρόνια τα δικαστήρια των κοινοτικών αρχών ήταν πιο συμπαθή στο λαό από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια.


Τα εφαρμοζόμενα δίκαια
  • Από το 1700 έως το 1821 ισχύουν παράλληλα το τουρκικό δίκαιο που εφαρμόζεται στα τουρκικά δικαστήρια και το βυζαντινό δίκαιο (Εξάβιβλος του Αρμενοπούλου παράλληλα με νομοκανόνες του 16ου και 17ου αιώνα). Τον τελευταίο αιώνα της τουρκικής κυριαρχίας γνώρισε μεγάλη άνθηση και το εθιμικό δίκαιο. Ορισμένα από αυτά το τοπικά έθιμα, καταγράφηκαν πχ της Νάξου, της Μυκόνου και της Θύρας.
  • Αντίθετα με την Ελλάδα που από 1453-1821 γνώρισε πλήρη νομοθετικό μαρασμό, ο ελληνισμός των παραδουνάβιων Ηγεμονιών επέδειξε έντονη νομοθετική δραστηριότητα (Νομικόν Πρόχειρον του Μιχαήλ Φωτεινόπουλου, το Συνταγματικόν Νομικόν του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, ο Πολιτικός Κώδικας της Μολδαβίας του Καλλιμάχη και ο Βλαχικός Κώδικας του Ιωάννη Καρατζά).
Η γένεση του νεότερου ελληνικού (αστικού) δίκαιου
Ένα από τα πρώτα μελήματα των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν η δημιουργία μιας έννομης τάξης στις απελευθερωμένες από τον τουρκικό ζυγό περιοχές. Σχετικές διατάξεις υπάρχουν στα συνταγματικά κείμενα  που καταρτίστηκαν από τις τοπικές Εθνικές Συνελεύσεις.
Η αποδοχή του Βυζαντινού Κράτους
  • Η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Εκδόθηκε Νοέμβριο 1821 και ορίστηκε ότι ισχύον δίκαιο αποτελούν οι κοινωνικοί νόμοι των αείμνηστων Χριστιανών αυτοκρατόρων. Με την ίδια διάταξη δόθηκε εντολή στον Άρειο Πάγο να μεταγλωττιστούν στα Νέα Ελληνικά τα  «Βασιλικά».  Υπήρχε η τάση μεταξύ των Ελλήνων να αναγνωριστεί το νέο ελληνικό κράτος ως η συνέχεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αυτή η επιδίωξη δεν είχε μόνο εθνικοσυναισθηματικούς λόγους αλλά και μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις.  Πέρα από τους λόγους αυτούς η προτίμηση στο βυζαντινό δίκαιο ήταν και δύο άλλοι παράγοντες : (α) η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη του ανώτερου κλήρου και της αστικής τάξης στο βυζαντινό δίκαιο ίσως για διασφάλιση προνομίων και (β) ο φόβος της  Διοίκησης ότι ενδεχόμενη εισαγωγή ποικίλων τοπικών εθίμων θα έθετε σε κίνδυνο την πολιτική ενότητα του Έθνους.
  • Η Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου. Ένα μήνα μετά τη Νομική Διάταξη, η Α’ Εθνική Συνέλευση ψηφίζει (1 Ιανουαρίου 1822) το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδας» όπου γινόταν αναβίωση του βυζαντινού δικαίου και εισαγωγή του γαλλικού Εμπορικού κώδικα μετά από αίτημα των Ελλήνων εμπόρων καθώς ήδη εφαρμοζόταν αυτούς στις επαγγελματικές τους σχέσεις.
  • Η Β’ Εθνική Συνέλευση του Άστρους. (1823) Το παραπάνω συνταγματικό κείμενο υποβλήθηκε σε νέα επεξεργασία με το όνομα «Νόμος της Επιδαύρου» όπου το πεδίο εφαρμογής των βυζαντινών διατάξεων επεκτάθηκε και στα θέματα ευθύνης των δικαστών. Η διάταξη αυτή δεν επαναλήφθηκε διότι δημοσιεύθηκε ο «Διοργανισμός των Δικαστηρίων» που περιείχε ειδικές ρυθμίσεις.
  • Το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδας. Ψηφίστηκε το 1827 στην Τροιζήνα στην Γ’ Εθνική Συνέλευση.  Ορίστηκε ότι η Βουλή οφείλει να μεριμνήσει για τη σύνταξη κωδίκων με βάση τη γαλλική νομοθεσία.  Μέχρι τότε ισχύει η βυζαντινή νομοθεσία.
  • Οι αντιδράσεις στην εισαγωγή του βυζαντινού δικαίου.  Η εισαγωγή του βυζαντινού δικαίου δεν έγινε με ενθουσιασμό από όλες τις πλευρές. Ο Αδαμάντιος Κοραής το 1822 είχε πει ότι απλά οι νόμοι αυτοί είναι ανεκτοί γιατί είναι προτιμότεροι από την αναρχία.
  • Το ψήφισμα περί του Διοργανισμού των Δικαστηρίων. (Ψήφισμα ΙΘ’ 15/12/1828) Τα πολιτικά δικαστήρια ακολουθούν τους νόμους των αυτοκρατόρων (Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου) ενώ τα εμπορικά δικαστήρια θα ακολουθούν τον Εμπορικό Γαλλικό Κώδικα. Για πρώτη φορά με αυτή τη διάταξη κατανομάζεται η Εξάβιβλος και επίσης περιορίζεται η εφαρμογή των αυτοκρατορικών νόμων στο αστικό μόνο δίκαιο ενώ μέχρι τότε εφαρμόζονταν και στο ποινικό δίκαιο.
  • Οι πρακτικές δυσχέρειες της εφαρμογής των βυζαντινών νόμων.  Στις 4/12/1830 στο Διάταγμα 64 της Ελληνικής κυβέρνησης, επισημαινόταν η πρόθεση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης να εφαρμοστούν οι πολιτικοί βυζαντινοί νόμοι. Οι πολίτες όμως δεν μπορούσαν να πληροφορηθούν εύκολα το σύνολο των πολιτικών εθνικών νόμων και οι δικαστές δεν είχαν βοήθημα στην απονομή της δικαιοσύνης.  Με το Διάταγμα προκύπτει η πρόθεση του νομοθέτη να περιοριστούν τα «Βασιλικά» ενώ γινόταν έμμεση παραπομπή στην «Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου». Η ανεπάρκεια όμως της Εξαβίβλου να καλύψει όλα τα θέματα του αστικού δικαίου στο σύνολό τους είχε γίνει αντιληπτή και για πρώτη φορά γίνεται σοβαρή επίσημη μνεία να κωδικοποιηθούν τα «Βασιλικά».
  • Το Ψήφισμα 152 περί Διοργανισμού Δικαστηρίων. Τα πολιτικά δικαστήρια ακολουθούσαν μεν τους νόμους των Αυτοκρατόρων μέχρι να εκδοθεί η συλλογή αυτών, μπορούσαν να συμβουλεύονται την Εξάβιβλο.  Οι συντάκτες του διατάγματος δεν έδιναν νομοθετική ισχύ της Εξαβίβλου αλλά μόνο συμβουλευτική ισχύ λόγω της έλλειψης των κειμένων των βυζαντινών νόμων και της μεγάλης δυσκολίας εξεύρεσής τους.
Η Αντιβασιλεία : Το έργο του Μάουερ και το Διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου 1835
  • Η συμβολή του Μάουερ στο νεότερο ελληνικό δίκαιο. Όταν ήταν ανήλικος ο Όθωνας, ένα από τα τακτικά μέλη της Αντιβασιλείας ο νομομαθής  Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουερ, ανέλαβε την ευθύνη για την οργάνωση των τομέων παιδεία, εκκλησία και δικαιοσύνη. Η παραμονή του στην Ελλάδα μόνο 18 μήνες  (1833-1834) λόγω διαφωνίας του με την αγγλική πολιτική. Στο σύντομο αυτό όμως διάστημα επιτέλεσε σημαντικό νομοθετικό έργο. Ο Ποινικός Νόμος, ο Οργανισμός των Δικαστηρίων  και των Συμβολαιογράφων, η Πολιτική και η Ποινική Δικονομία ανήκουν στο ενεργητικό του. Στο θέμα του αστικού δικαίου ήταν πιο διστακτικός και τελικά υποστήριξε την κατάρτιση κώδικα βάση βυζαντινών και μεταβυζαντινών εθιμικών κανόνων.
  • Οι αντιλήψεις του Μάουερ για το έθιμο. Κατά τον Μάουερ, το εθιμικό δίκαιο περιελάμβανε εκτός από ποικίλα τοπικά έθιμα και νομικές συλλογές της ύστερης βυζαντινής περιόδου όπως η Εξάβιβλος. Το άγραφο αυτό εθιμικό δίκαιο δημιουργήθηκε με τον καιρό υπό την επίδραση του  ρωμαϊκού και εκκλησιαστικού δικαίου αλλά εν μέρει και του τούρκικου. Την ίδια σχέση είχε και το τοπικό γερμανικό δίκαιο προς τα ξένα δίκαια  που αφομοιώθηκαν σιγά σιγά με τα χρόνια. Γιατί το εκκλησιαστικό δίκαιο καθώς και η Εξάβιβλος είναι δίκαια που καθιερώθηκαν μετά από μακρόχρονη συνήθεια.
  • Το Διάταγμα της 23 Φεβρουαρίου/7 Μαρτίου 1835. Λίγους μήνες μετά την αποχώρηση του Μάουερ εκδίδεται το Διάταγμα αυτό με το οποίο οι συντάκτες του ήθελαν ως αστικό δίκαιο να ισχύει η Εξάβιβλος (αυτοκρατορικοί νόμοι). Με την άποψη αυτοί όμως δεν ήταν σύμφωνοι όλοι οι νομικοί της εποχής που έλεγαν ότι τα «Βασιλικά» αλλά και οι μεταγενέστερες «Νεαρές» έλυναν θέματα που η Εξάβιβλος δεν μπορούσε να λύσει με τα επιχειρήματα ότι ο Αρμενόπουλος άντλησε άμεσα ή έμμεσα υλικό από τις πηγές αυτές (Βασιλικά και Νεαρές).  Το πρόβλημα όμως δεν ήταν μόνο θεωρητικό, παρόλο που οι δικαστές συναινούσαν να χρησιμοποιούν τα «βασιλικά» στην έκδοση των αποφάσεών τους σε πολιτικές υποθέσεις, η κωδικοποίηση του Λέοντος ΣΤ’ υπήρχε μόνο σε δύο αντίτυπα και στάθηκε αδύνατο να βρεθούν άλλα αντίτυπα των «Βασιλικών».
  • Οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος. Η αδυναμία χρησιμοποίησης των πηγών του βυζαντινού δικαίου οδήγησε δύο καθηγητές της Νομικής Σχολής Αθηνών, τον Γεώργιο Ράλλη και τον Μάρκο Ρενιέρη, να μεταφράσουν στα ελληνικά το 1838 το εγχειρίδιο ρωμαϊκού δικαίου του Γερμανού Mackeldey.  Με την ενέργεια αυτή ήθελαν να δώσουν ένα βοήθημα αστικού δικαίου αλλά να ανακόψουν την προσπάθεια ορισμένων νομικών κύκλων που ήθελαν την εισαγωγή του Γαλλικού αστικού κώδικα πέραν του Εμπορικού που είχε ήδη εισαχθεί.  Το πρόβλημα όμως δεν λύθηκε παρά ότι χρησιμοποιήθηκε το έργο τους από τους δικαστές με αποτέλεσμα το θέμα του αστικού δικαίου  να μείνει ανοικτό.
  • Η επικράτηση των πανδεκτιστικών αντιλήψεων.  Στα μέσα του 19ου αιώνα η νομολογία του Αρείου Πάγου και η επιστήμη ταλαντευόταν με αφορμή το διάταγμα του 1835 μεταξύ «Βασιλικών» και «Ιουστινιάνειου Πανδέκτη».  Κυριότερος υποστηρικτής του Πανδέκτη ο Παύλος Καλλιγάς που είχε εξοικειωθεί με αυτόν στην Γερμανία. Πίστευε ότι τα κενά της Εξαβίβλου έπρεπε να τα καλύψει μια αναδρομή στην ιουστινιάνεια κωδικοποίηση. Αντιμετώπιζε την Εξάβιβλο σαν αφετηρία  για την αναδρομή στον αρχικό νόμο παραβλέποντας το γεγονός ότι μεταξύ της Εξαβίβλου και των Ιουστιανιανών παρεμβάλλονταν τα «Βασιλικά». Στο μεταξύ οι υποστηρικτές των Βασιλικών δεν κατέθεταν έτσι απλά τα όπλα. Η πίεση όμως του ρωμαϊκού δικαίου επάνω στο βυζαντινό γινόταν όλο και πιο έντονη.  Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί λόγω της εξειδίκευσης των νέων νομικών που επέστρεφαν στην Ελλάδα μετά από σπουδές κυρίως στην Γερμανία, ευνοούσαν το «δίκαιο των Πανδεκτών» που υπήρχε και σε μεγάλη συγγραφική παραγωγή.  Με τέτοιο εξοπλισμό οι δικαστές και οι δικηγόροι ήταν φυσικό να επικρατήσουν τα κείμενα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης και κυρίως ο Πανδέκτης ως κύρια πηγή του νεότερου ελληνικού αστικού δικαίου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το δίκαιο αυτό ίσχυσε αμετάβλητο.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΡΩΜΑΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ


ΡΩΜΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
202 π.Χ. – 534 μ.Χ.

Δίκαιο της αυτοκρατορίας, δίκαιο των επαρχιών και τοπικά δίκαια
  • Με την κατάκτηση της ανατολικής Μεσογείου άνοιξε ο δρόμος για την σταδιακή διείσδυση του ρωμαϊκού δικαίου στις χώρες που κατακτήθηκαν και έγιναν επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους το οποίο αποτελείται από δύο κατηγορίες κανόνων δικαίου, το «δίκαιο της αυτοκρατορίας» και το «δίκαιο των επαρχιών».
  • Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει (α) νομοθετικές διατάξεις λαϊκών συνελεύσεων δημοκρατικής περιόδου (leges) (β) τα edicta των αρχόντων στους οποίους τους αναγνωρίζεται η εξουσία να εκδίδουν διατάγματα και κυρίως των πραιτόρων (γ) τα συγκλητικά δόγματα (δ) τις γνωμοδοτήσεις των νομομαθών και (ε) τις αυτοκρατορικές διατάξεις.
  • Το επαρχιακό δίκαιο αποτελείται από τα νομοθετικά μέτρα που πήραν οι Ρωμαίοι για συγκεκριμένη επαρχία του ρωμαϊκού κράτους.  Το επαρχιακό δίκαιο διακρίνεται από τα δίκαιο της αυτοκρατορίας και από τα τοπικά δίκαια που δεν ήταν ρωμαϊκής προέλευσης.
  • Από τις αρχές της Δημοκρατίας αναπτύσσεται ένα άλλο δίκαιο το ius gentium  του οποίου η προέλευση δεν είναι σαφής. Πρόκειται για διατάξεις που θέσπισαν οι Ρωμαίοι για όλους τους Ρωμαίους και ξένους. Το ius gentium θεωρούνταν οι μη ρωμαϊκής προέλευσης διατάξεις τους οποίους όμως τους αναγνώριζαν οι Ρωμαίοι και τους εφάρμοζαν και οι ίδιοι.  Κατά τους αρχαϊκούς χρόνους οι σχέσεις (κυρίως εμπορικές) των Ρωμαίων με ξένους βρίσκονταν εκτός ρυθμιστικού πεδίου του ρωμαϊκού δικαίου. Το πεδίο του ius gentium θα διευρυνθεί τον τρίτο αιώνα π.Χ. με τη δημιουργία του praetor peregrinus  αρμόδιου για την επίλυση διαφορών μεταξύ ρωμαίων και ξένων.
Το δίκαιο της αυτοκρατορίας
  • Leges. Όταν κατακτήθηκε η Ελλάδα, το δίκαιο του ρωμαϊκού κράτους συντίθεται από τις leges που ψηφίζονται από δύο λαϊκές συνελεύσεις και από τα plebiscite, διατάξεις που ψηφίζονται από τη συνέλευση των πληβείων και οι οποίες είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα όχι μόνο για πληβείους αλλά και για ρωμαίους πχ οι διατάξεις του Αυγούστου για το γάμο. Την πρωτοβουλία για θέσπιση νέου νόμου αναλαμβάνει ένας άρχοντας με αρμοδιότητα να συγκαλεί τις λαϊκές συνελεύσεις. Η πρόταση υποβάλλεται πρώτα στη Σύγκλητο όπου και συζητείται. Το σχέδιο νόμου εκτίθεται σε κοινή θέα επί τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα ψήφισής του για να γίνει γνωστό στο λαό. Στο διάστημα αυτό οι πολίτες υποβάλλουν υποδείξεις που μπορούν αν υιοθετηθούν ή αγνοηθούν.  Οι προτάσεις ψηφίζονται από τις λαϊκές συνελεύσεις και τίθενται σε ισχύ αμέσως από την ψήφισή τους. Το κείμενο μιας lex περιλαμβάνει (α) το προοίμιο όπου αναφέρεται το όνομα του άρχοντα που πρότεινε το νόμο, τον τόπο και χρόνο ψηφοφορίας κλπ (β) το κυρίως μέρος του νόμου και (γ) την κύρωση του νόμου.  Νόμος του οποίου η παράβαση συνεπάγεται ακυρότητα των πράξεων που προσκρούουν στο περιεχόμενό του, χαρακτηρίζεται ως lex perfecta (τέλειος νόμος).  Νόμος του οποίου η παράβαση επισύρει μεν ποινές αλλά οι πράξεις είναι έγκυρες χαρακτηρίζεται ως lex minus (ημιτελής νόμος).  Νόμος ο οποίος δεν περιλαμβάνει καμία κύρωση και η παράβασή τους δεν συνεπάγεται ούτε ακυρότητα ούτε χρηματική ποινή λέγεται lex imperfecta (ατελής νόμος).
  • Έννοια του όρου lex.  Ως lex σημαίνει κυρίως τον κανόνα δικαίου, αναγκαστικού χαρακτήρα που προτείνεται από αρμόδιο άρχονται και ψηφίζεται από τη λαϊκή συνέλευση.  Κατά τον Κικέρωνα η lex δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μορφή συμφώνου μεταξύ πολιτών και κράτους.  Πιο πιστός στην πραγματικότητα είναι ο ορισμός του νομικού Capito, σύμφωνα με τον οποίο η lex εκφράζει τη λαϊκή βούληση επάνω σε μια πρόταση ενός άρχοντα.
  • Η ρωμαϊκή ολιγονομία και οι mores maiorum.   Χαρακτηριστικό στοιχείο του ρωμαϊκού δικαίου αποτελεί η ολιγονομία, κυρίως στο ιδιωτικό δίκαιο. Θεμελιώδη ζητήματα του ιδιωτικού ρωμαϊκού δικαίου όπως η πατρική εξουσία, η κυριότητα, ο ενοχικός δεσμός ή η κληρονομική διαδοχή δεν αποτέλεσαν αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης μέσω των leges.  Οι ρυθμίσεις που ακολουθούνται στα θέματα αυτά απορρέουν από τα πάτρια ήθη των Ρωμαίων (mores maiorum). Υπήρχε δυσχέρεια στην ενσωμάτωση των εθίμων μεταξύ των πηγών του δικαίου.
  • Ο Δωδεκάδελτος και ο Ακουίλιος νόμος.
Þ     Από τους σημαντικότερους νόμους ο Δεδεκάδελτος νόμος των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ. και ο Ακουίλιος νόμος του 3ου ή 2ου αιώνα π.Χ. Τα δύο αυτά νομοθετήματα υπήρξαν ιδιαίτερα μακρόβια (ο Δωδεκάδελτος ίσχυσε μέχρι τους χρόνους του Ιουστινιανού). Κατά τους Ρωμαίους ιστορικούς, ο Δωδεκάδελτος νόμος προέκυψε από τη διαμάχη μεταξύ πατρικίων και πληβείων. Οι πληβείοι διαμαρτύρονταν για την αυθαιρεσία των αρχόντων εξαιτίας της έλλειψης νομοθεσίας. Το 455 π.Χ. μετά από πρόταση του δημάρχου των πληβείων η Σύγκλητος αναθέτει σε τριμελή επιτροπή τη μελέτη άλλων έννομων τάξεων , σύμφωνα με τη παράδοση της Αθήνας και της σολώνειας νομοθεσίας, νομοθεσιών που ίσχυαν στις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας.  Βέβαια η ελληνική επίδραση αμφισβητείται από τους ιστορικούς που υποστηρίζουν ότι στο νομοθέτημα περιληφθήκαν παλαιότεροι και άγραφοι νόμοι του αρχαϊκού ρωμαϊκού δικαίου.  Λίγα χρόνια αργότερα το 451 π.Χ. ορίζεται από την Συνέλευση δεκαμελής επιτροπή αποτελούμενη αποκλειστικά από πατρίκιους στην οποία ανατίθεται η σύνταξη ενός κώδικα.  Στο διάστημα αυτό παύθηκαν προσωρινώς όλες οι άλλες αρχές της Ρώμης και στην συντακτική επιτροπή ανατέθηκαν όλες οι κρατικές εξουσίες. Οι πατρίκιοι ολοκλήρωσαν το έργο τους που αποτελείται από δέκα πινακίδες (δέλτους) πάνω στις οποίες είχαν καταγραφεί οι διατάξεις του νομοσχεδίου.  Κρίθηκε όμως ότι το σχέδιο ήταν ελλειπές και για τη συμπλήρωσή του ορίστηκε νέα δεκαμελής επιτροπή από πατρίκιους και πληβείους που συνέταξε ακόμα δύο δέλτους. Δημοσιεύτηκε το 449/8 π.Χ. στη Ρωμαϊκή Αγορά.  Ο Δωδεκάδελτος δεν έχει σωθεί ακέραιος. Το περιεχόμενό του το γνωρίζουμε αποσπασματικό από μαρτυρίες.  Περιελάμβανε συνοπτικά (α) δικονομικές διατάξεις (γενικές προϋποθέσεις δίκης, κλήτευση, ομολογία, έκδοση και εκτέλεση απόφασης) (β) διατάξεις οικογενειακού δικαίου (σύναψη γάμου, διαζύγιο, γνησιότητα τέκνων, επιτροπεία και επιμέλεια, χειραφεσία αρρένων κατιόντων) (γ) διατάξεις εμπράγματου δικαίου (κυριότητα ακινήτων, μεταβίβαση ακινήτων, παραγραφή) (δ) διατάξεις ενοχικού δικαίου (προσωπική εγγύηση για χρηματικό δάνειο, δημιουργία ενοχικής δέσμευσης) (ε) ιδιωτικά αδικήματα (αδικήματα κατά προσώπου και περιουσίας και ποινές)  (στ) Διαθήκη και εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή (η διαθήκη μετατρέπεται σε δικαιοπραξία του οικογενειακού και του περιουσιακού δικαίου) και (στ) Δημόσια αδικήματα (ανθρωποκτονία, εμπρησμός, ψευδομαρτυρία, μαγεία). Οι δύο τελευταίος και μεταγενέστερες δέλτοι είναι προϊόν πολιτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ πατρικίων και πληβείων.  Στους πληβείους επιτρέπεται πια το συνέρχεσθαι, απαγορεύεται η εκτέλεση ανθρώπου χωρίς δικαστική απόφαση και επιβεβαιώνεται το δικαίωμα προσφυγής στην κρίση του λαού προσώπων που καταδικάστηκαν σε θάνατο ή βαριές σωματικές ποινές.  Ο Δωδεκάδελτος εισάγει, τέλος, την αρχή σύμφωνα με την οποία ο νεότερος νόμος καταργεί αυτοδικαίως τον παλαιότερο. Επειδή όμως ο Δωδεκάδελτος δεν στηρίχθηκε σε θεμελιώδεις διατάξεις του ρωμαϊκού δικαίου αλλά σε επιμέρους διατάξεις αυτού μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν κατάργησε κάθε προγενέστερη του διάταξη.  Ο νέος νόμος όντας δεσμευτικός για πληβείους και πατρίκιους ήρθε να πληρώσει κενά της ρωμαϊκής έννομης τάξης του 5ου αιώνα π.Χ.
Þ     Ο Ακουίλιος νόμος υπήρξε ιδιαίτερα συνοπτικός. Αποτελείται από τρία άρθρα για το οποία το ένα (δεύτερο) αρκετά νωρίς περιέπεσε σε αχρησία. Αντίθετα, το πρώτο και το τρίτο άρθρο (βλ αδικοπραξίες) αποτέλεσε τον πυρήνα του δικαίου των αδικαιοπραξιών μέχρι τους νεότερους νόμους.
  • Αυτοκρατορικές διατάξεις. Με την εγκαθίδρυση της αυτοκρατορίας, οι διατάξεις των αυτοκρατόρων εντάχθηκαν μεταξύ των πηγών του δικαίου, για να καταστούν, με τη σταδιακή ενίσχυση της εξουσίας των μεταγενέστερων αυτοκρατόρων, σχεδόν αποκλειστική πηγή δημιουργίας κανόνων δικαίου. Για τους νομικούς του 2ου και 3ου αιώνα, τίθενται στην ίδια μοίρα με τις leges της δημοκρατικής περιόδου.
  • Νομικό θεμέλιο της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η νομιμοποίηση της εξουσίας των πρώτων αυτοκρατόρων έγινε με επίκληση εννοιών του δημοσίου δικαίου των δημοκρατικών χρόνων. Το imperium περιλάμβανε τις εξουσίες που έδινε στους άρχοντες η μία από τις λαϊκές συνελεύσεις. Στους χρόνους της ηγεμονίας η ίδια η lex de imperio  απονέμει στον αυτοκράτορα τις παραπάνω εξουσίες καθιστώντας τον υπεράνω όλων των αρχόντων. Στο πρόσωπο του αυτοκράτορα συγκεντρώνονταν και οι εξουσίες που το δημοκρατικό καθεστώς αναγνώριζε στους δημάρχους.  Η εξουσία αυτή είχε δημιουργηθεί για τα συμφέροντα των πληβείων και νομιμοποιούσε κάθε ενέργεια του αυτοκράτορα υπέρ της λαϊκής σωτηρίας. Τέλος, κατά την Ηγεμονία η  αυθεντία (auctoritas) απέρρεε από το προσωπικό κύρος του αυτοκράτορα, το οποίο τον καθιστούσε φορέα ορισμένων εξουσιών.
  • Princeps legibus solutus. Σύμφωνα με την αρχή αυτή «ο μονάρχης είναι υπεράνω του νόμου» και δεν δεσμεύεται από τις ίδιες του τις διατάξεις ούτε από τους νόμους.
  • Το νομολογιακό δίκαιο. Η ολιγονομία του ρωμαϊκού δικαίου στα θέματα ιδιωτικού δικαίου αντισταθμίζεται από την ανάπτυξη ενός νομολογιακής προέλευσης δικαίου που αποτελείται από τις αποφάσεις απονομής ένδικης προστασίας που εκδίδουν οι πραίτορες. Ξεκινώντας τη θητεία του, κάθε άρχοντας είχε την εξουσία να απευθυνθεί στο λαό και να ανακοινώσει με ποιο τρόπο θα ασκήσει τα καθήκοντά του.  Κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, οι πραίτορες εξέδιδαν ένα δικαστικό πρόγραμμα (formula) ενώ κατά τη διάρκεια της ετήσιας θητείας τους εξέδιδαν μεμονωμένες διατάξεις για θέματα που υποβάλλονταν στην κρίση τους. Το σύστημα των πραιτορικών formulae ήρθε να πληρώσει τα κενά στη απονομή της δικαιοσύνης  από την εφαρμογή παλαιότερων ένδικων βοηθημάτων, τα οποία ασκούνταν αποκλειστικά σε ρωμαίους και αν υπήρχε η παραμικρή απόκλιση στον τύπο συνεπαγόταν με απόρριψη του ένδικου βοηθήματος. Ο αρμόδιος άρχων  είχε τη δυνατότητα να χορηγήσει ένδικη προστασία ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των διαδίκων. Νομοθετική ρύθμιση της formulae πραγματοποιήθηκε αργότερα με δύο νομοθετήματα. Με το πρώτο διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής της και με το δεύτερο τα παλαιότερα ένδικα βοηθήματα συρρικνώθηκαν στο έσχατο. Η δυνατότητα αυτή των πραιτόρων να παρέχουν ένδικη προστασία συνέβαλε σε αναγνώριση νέων ιδιωτικών δικαιωμάτων που δεν υπήρχαν πριν. Με την πάροδο του χρόνου, ένα τμήμα του πραιτορικού δικαίου άρχισε να επαναλαμβάνεται από πραίτορα σε πραίτορα μέχρι που στα μέσα του 2ου αιώνα το πραιτορικό δίκαιο άρχισε να μην ανανεώνεται και μετά στις αρχές της αυτοκρατορικής περιόδου το σύστημα των formulae είχε να ανταγωνιστεί την απονομή της δικαιοσύνης από τον αυτοκράτορα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον από κει και μετά.
  • Η νομική επιστήμη. Η ρωμαϊκή νομική επιστήμη πρωτοεμφανίζεται κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. Στα μέσα του 2ου αιώνα συντάσσονται τα πρώτα έργα για το ius civile ενώ τον 1ο αιώνα ο Quintus Musus Scaevola  αφιερώνει ένα έργο αποτελούμενο από 18 βιβλία στη μελέτη του ius civile, έργο το οποίο άσκησε μεγάλη επιρροή στους μεταγενέστερους νομικούς. Κατά τους χρόνους της Ηγεμονίας, οι νομικοί κατέχουν συχνά  υψηλές υπαλληλικές θέσεις που τίθενται στην υπηρεσία των αυτοκρατόρων ενώ το έργο τους είναι τόσο θεωρητικό αλλά και πρακτικό αφού γνωμοδοτούν, συντάσσουν δικαιοπρακτικά έγγραφα, συμβουλεύουν διαδίκους, δικηγόρους και δικαστές σε υποθέσεις. Τα έργα τους διακρίνονται σε Responsa και Questiones, εγχειρίδια και μονογραφίες, Digesta και διδακτικά έργα.  Τα Responsa  είναι γνωμοδοτήσεις σε νομικά ερωτήματα προφορικές στην αρχή μετά εγγράφως. Οι Questiones είχαν θεωρητικό χαρακτήρα  αφού αναπτύσσονταν υποθετικές περιπτώσεις που συζητήθηκαν από τον νομικό διδάσκαλο και τους μαθητές του. Τα νομικά εγχειρίδια έχουν ως περιεχόμενο το ius civile είτε το πραιτορικό δίκαιο. Οι μονογραφίες έχουν ως αντικείμενο το σχολιασμό ενός περιορισμένου νομικού θέματος. Τα Digesta (πανδέκτης) είναι έργα συνθετικά που δεν περιορίζονται σε ένα κλάδο του δικαίου αλλά σε σύνολο κλάδων δικαίου. Τέλος, τα διδακτικά έργα των ρωμαίων νομικών είναι τα Εγχειρίδια, Institutiones, Sententiae και Regulae.
  • H μέθοδος των νομικών του κλασικού δικαίου. Η μέθοδος των κλασικών νομικών είναι περιπτωσιολογική και εξυπηρετεί συγκεκριμένες πρακτικές ανάγκες του έννομου βίου.  Ήδη  από τους δημοκρατικούς χρόνους, οι Ρωμαίοι διακρίνουν μεταξύ ius civile και ius gentium, το δίκαιο που ισχύει αποκλειστικά και μόνο για ρωμαίους πολίτες και το δίκαιο που ισχύει για όλους ανεξαρτήτους ιθαγένειας. Επιπλέον δέχονται και την ύπαρξη ενός φυσικού νόμου, αμετάβλητου στο χρόνο και στο χώρο και διαδεδομένου μεταξύ όλων των ανθρώπων. Από τον 2ο αιώνα μ. Χ. οι ρωμαίοι νομικοί αρχίζουν να επικαλούνται επιταγές της ηθικής. Έναν αιώνα αργότερα ο Ουλπιανός διατυπώνει τρεις αρχές του δικαίου: (α) να ζει κανείς κατά τρόπο έντιμο,  (β) να μην βλάπτει τον άλλο και (γ) να αποδίδει στον άλλο αυτό που του ανήκει.
  • Η δικαιοπλαστική δύναμη της νομικής επιστήμης.  Με το έργο τους οι ρωμαίοι νομικοί έθεσαν νέους κανόνες δικαίου σε θέματα που δεν ρυθμίζονταν από το ius civile  ή από το πραιτορικό δίκαιο ή ακόμα διεύρυναν το πεδίο εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του ισχύοντος δικαίου. Κατά τους δημοκρατικούς χρόνους οι νομικοί ήταν μέλη ιερατικών οικογενειών (ποντίφηκες) ενώ κατά τον τελευταίο αιώνα της δημοκρατίας και της Ηγεμονίας ανήκουν συνήθως στην συγκλητική αριστοκρατία.
  • Ius publice respondendi.  Η ηθική και κοινωνική καταξίωση του προσώπου του νομικού παύει να αποτελεί το μοναδικό όρο από τους χρόνους του Αύγουστου και πέρα. Ο Αύγουστος απονέμει το προνόμιο στους νομικούς να γνωμοδοτούν κατά εξουσιοδότηση του ηγεμόνα. Από την περίοδο της Ηγεμονίας έχουν περισωθεί 30 ονόματα νομικών στους οποίους οι αυτοκράτορες απένειμαν το ius respondendi.
  • Ο Αναφορικός Νόμος (lex citationis). Οι παραπάνω διατάξεις ωστόσο δεν έδωσαν οριστική λύση το πρόβλημα της δικαιοπλαστικής αξίας του έργου των ρωμαίων νομικών. Ενδεικτική της κατάστασης που επικρατεί κατά τους χρόνους αυτούς είναι η διάταξη των αυτοκρατόρων Θεοδοσίου Β και Ουαλεντινιανού Γ, ο λεγόμενος Αναφορικός Νόμος με την οποία επιχειρείται να τεθεί τέλος στην ανασφάλεια που δημιουργείται από την επίκληση ποικίλων και αντιφατικών μεταξύ τους απόψεων των κλασικών ρωμαίων νομικών.
Το δίκαιο των επαρχιών
  • Περιεχόμενο. Αποτελείται από τα ήδικτα (edicta) που εκδίδουν οι ρωμαίοι διοικητές των διαφόρων επαρχιών, τόσο των συγκλητικών επαρχιών όσο και των αυτοκρατορικών και αφορούν στην οργάνωση της συγκεκριμένης επαρχίας. Δεν πρέπει να συγχέονται με τα ποικίλα ευκαιριακά edicta που εξέδιδαν οι διοικητές των επαρχιών.
  • Τα τοπικά δίκαια. 
Þ     Οι αλληλεπιδράσεις. Οι ρωμαϊκές κατακτήσεις δεν σήμαναν και την άμεση κατάργηση των τοπικών δικαίων των χωρών που κατακτήθηκαν. Στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι τοπικές διατάξεις και να αναγνωρίζονται από τους ρωμαίους δικαστές των επαρχιών.  Για όσους έχει απονεμηθεί η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη ισχύει το ρωμαϊκό δίκαιο.  Επιδράσεις πάντως παρατηρούνται και από τις αντίθετες πλευρές. Δηλαδή τα ελληνικής προέλευσης δίκαια των ρωμαϊκών επαρχιών δεν μένουν απρόσβλητα από ρωμαϊκές επιρροές.
Þ     Το έθιμο. Τα τοπικά δίκαια έχουν για τους ρωμαίους αξία εθίμου. Η θέση του εθίμου στην ρωμαϊκή έννομη τάξη έχει αποσιωπηθεί από πολλούς ρωμαίους νομικούς και υποτιμηθεί. Οι κλασικοί νομικοί, ενώ αναφέρονται συχνά σε εθιμικές διατάξεις, αρνούνται να περιλάβουν το έθιμο στους κανόνες δικαίου. Στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου η ισχύς του εθίμου αναγνωρίζεται σπανιότερα από ότι στο πεδίο του δημοσίου δικαίου.
Þ     Η επικράτηση μετά το 212 παράνομων εθίμων. Η αποδοχή των τοπικών δικαίων δεν δημιουργούσε προβλήματα πριν το 212 αν δεν έθιγαν οικονομικά συμφέροντα του ρωμαϊκού κράτους και δεν εφαρμόζονταν από ρωμαίους πολίτες. Μετά το 212 τα πράγματα αλλάζουν. Η εφαρμογή των τοπικών δικαίων δεν είναι εφικτή αν δεν έρχεται σε σύγκρουση με το ρωμαϊκό δίκαιο. Τα παραδείγματα που αποδεικνύουν την επικράτηση παράνομων εθίμων είναι πολλά και κυρίως στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου. Για παράδειγμα, οι ελληνόφωνες επαρχίες εξακολουθούν να θεωρούν ότι με την αποκήρυξη διακόπτεται κάθε δεσμός του αποκηρυσσομένου με την πατρική οικογένεια ενώ η αποπομπή στη Ρώμη  δεν έθιγε τα κληρονομικά δικαιώματα του αποπεμπομένου στην πατρική περιουσία.  Ο Διοκλητιανός εξέδωσε διάταξη που καταδίκαζε την ελληνική πρακτική που ερχόταν σε σύγκρουση με το ρωμαϊκό δίκαιο. Παρά την αυτοκρατορική απαγόρευση, η πρακτική αυτή δεν καταργείται αλλά εξακολουθεί να εφαρμόζεται και στους μεταιουστινιάνειους χρόνους. Ένα ακόμα παράδειγμα εφαρμογής παράνομου εθίμου στο οικογενειακό δίκαιο είναι η ενεχύραση τέκνων από τον ασκούντα την πατρική εξουσία. Η πώληση ή ενεχύραση ελεύθερων προσώπων προκειμένου να εξασφαλιστεί μια απαίτηση (συνήθως δάνειο).  Παρόλο που οι αυτοκράτορες το απαγόρευαν να συμβαίνει, συναντάμε το 569 δικαιοπρακτικό έγγραφο όπου ελεύθερο άτομο δόθηκε στο δανειστή ως αντικείμενο εμπράγματης ασφάλειας. Τέλος, ένα τρίτο παράδειγμα επικράτησης παράνομου εθίμου, παρέχεται από τη διάταξη των αυτοκρατόρων Γρατιανού, Ουλεντινιανού Α και Θεοδοσίου Α με την οποία απαγορεύεται η κατάρτιση εγγύησης προς εξασφάλιση της επιστροφής των προικώων ενώ τέτοιες συμβάσεις ήταν διαδεδομένες μεταξύ του ελληνιστικού κόσμου.
Þ     Θεωρία του εθίμου. Η θεωρία του εθίμου εκφράζεται μέσα από ορισμένα αποσπάσματα του Πανδέκτη, τα οποία έχουν υποστεί σοβαρότατες επεμβάσεις.
Þ     Ο αναγκαστικός χαρακτήρας του εθίμου.  Ο αναγκαστικός χαρακτήρας του εθίμου θεμελιώνεται στη γενική συναίνεση αυτών που επιχειρούν συγκεκριμένη εθιμική συμπεριφορά και τη σιωπηρή αποδοχή της από όσους δεν την παρεμποδίζουν. Κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου το έθιμο έχει αναγκαστικό χαρακτήρα μόνο εφόσον το περιεχόμενό του είναι ορθολογικό και αληθές. Κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους το περιεχόμενο του εθίμου δεν πρέπει να προσκρούει το νόμο. Μόνο αν ο νόμος έχει πέσει σε αχρησία γίνεται δεκτή από τους κλασικούς χρόνους η επικράτηση εθίμου (contra legem). Μετά το 212 και την απονομή της ρωμαϊκής πολιτείας σε όλους τους ελεύθερους πολίτες των ρωμαϊκών επαρχιών, τα τοπικά όρια του ρωμαϊκού δικαίου καταλύονται και οι κάτοικοι των επαρχιών, ρωμαίοι πια, έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν τόσο τις διατάξεις του δικαίου της αυτοκρατορίας όσο και των τοπικών τους δικαίων ή ακριβέστερα των τοπικών εθίμων.
Þ     Η νομική γλώσσα των ρωμαϊκών επαρχιών.  Η άτυπη αλληλεπίδραση και συνύπαρξη του ρωμαϊκού δικαίου και των τοπικών εθίμων των ρωμαϊκών επαρχιών διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη του 3ου αιώνα. Η συνύπαρξη παρατηρείται και στο επίπεδο της γλώσσας, όταν αφορούν ελληνόφωνους, μεταφράζονται στην ελληνική γλώσσα. Επίσης, δεν ήταν λίγες οι λατινικής προέλευσης λέξεις που εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στην ελληνική ορολογία των επαρχιών. Δεν πρόκειται όμως  για αντικατάσταση λατινικών με ελληνικά αλλά για διατήρηση λατινικής λέξης με ελληνικό περίβλημα. Όμως, οι εξελληνισμοί είναι περισσότεροι κατά τις μεταγενέστερες περιόδους. Μετά το 212 ο Διοκλητιανός επιβάλλει τη χρήση της λατινικής γλώσσας για όλα τα επίσημα έγγραφα του κράτους, γεγονός που δημιούργησε ιδιαίτερες δυσχέρειες στους ελληνόφωνους κατοίκους.




Ιδιωτικό Δίκαιο
  • Πρόσωπα, πράγματα και αγωγές. Ανάμεσα στις υποδιαιρέσεις του δικαίου είναι και η διάκριση σε δίκαιο προσώπων, σε δίκαιο πραγμάτων και δίκαιο αγωγών. Θα μας απασχολήσουν τα δύο πρώτα δίκαια και ειδικότερα σε στοιχεία του οικογενειακού, κληρονομικού, εμπράγματου και ενοχικού ρωμαϊκού δικαίου που περιλαμβάνονται στην ταξινόμηση του Γάϊου.
  • Τα πρόσωπα – Οικογενειακό Δίκαιο.
Þ     Τα υποκείμενα του δικαίου. Πλήρη ικανότητα δικαίου αναγνωρίζει το ρωμαϊκό δίκαιο μόνο στους εκ γενετής και αυτεξούσιους ρωμαίους πολίτες.  Από τα πρόσωπα που συνθέτουν τη ρωμαϊκή οικογένεια μόνο ο αρχηγός (pater familias) έχει εξ ορισμού πλήρη ικανότητα δικαίου. Η σύζυγος είτε τελεί υπό την εξουσία του συζύγου ή του πατέρα της, είτε έχει μεν χειραφετηθεί, έχει όμως επίτροπο.  Από την εποχή του Αυγούστου θεσπίστηκε η απαλλαγή από την επιτροπεία των αυτεξούσιων γυναικών που έχουν περισσότερα από τρία τέκνα. Τα τέκνα και μετά την ενηλικίωσή τους υπάγονται στην πατρική εξουσία από την οποία απαλλάσσονται πλήρως μετά το θάνατο ή την καταδίκη του εξουσιαστή σε στέρηση του πολίτη ή με χειραφεσία. Οι δούλοι δεν θεωρούνται υποκείμενα του δικαίου, οι μεταξύ τους σχέσεις (γάμος) δεν ενδιαφέρουν καν την έννομη τάξη, ενώ οι σχέσεις τους με ελεύθερα πρόσωπα είτε επισύρουν την ευθύνη του κυρίου τους στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου ενεργούν είτε συνεπάγονται τον σωματικό κολασμό του δούλου. Οι υπεξούσιοι και οι δούλοι μπορούν να διαχειρίζονται ελεύθερα περιουσιακά στοιχεία που είτε τους  παραχώρησε ο εξουσιαστής είτε κέρδισαν οι ίδιοι. Από νομικής απόψεως τα περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στον εξουσιαστή.
Þ     Ο Ρωμαϊκός γάμος. Όπως και για τους Έλληνες και για τους Ρωμαίους  η συμβίωση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του γάμου. Χαρακτηριστικό της έγγαμης σχέσης είναι η διάρκεια που τη διαφοροποιεί από τις άλλες έννομες σχέσεις. Από τη διαρκή συμβίωση συνάγεται η πρόθεση των συμβιούντων να είναι σύζυγοι. Ο γάμος του κλασικού ρωμαϊκού δικαίου διαπνέεται από πνεύμα ελευθερίας έχοντας ως μόνη προϋπόθεση τη συμβίωση. Ηθική χροιά αποκτά ο γάμος τους τελευταίους χρόνους του κλασικού δικαίου.
Þ     Προϋποθέσεις του γάμου.  Μέχρι τα τέλη του κλασικού ρωμαϊκού δικαίου ο γάμος συνιστά πραγματικό γεγονός κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις όπως είναι η ιδιότητα του πολίτη, η συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας, η συγκατάθεση του εξουσιαστή, αν οι μελλόνυμφοι είναι υπεξούσιοι καθώς κι η συναίνεσή τους.  Εκτός από τις παραπάνω θετικές προϋποθέσεις η αναγνώριση έννομων συνεπειών στη διαρκή συμβίωση δύο προσώπων εξαρτάται και από την απουσία κωλύματος. Τα κωλύματα του γάμου στο ρωμαϊκό δίκαιο είναι περισσότερα από το αρχαίο ελληνικό δίκαιο. Κώλυμα συνιστά η συγγένεια, κατά ευθεία γραμμή και εκ πλαγίου μέχρι τρίτου βαθμού. Στους βυζαντινούς χρόνους έφτασε μέχρι έβδομο βαθμό.  Κώλυμα συνιστά επίσης και η ύπαρξη προηγούμενου γάμου, ο οποίος δεν έχει λυθεί με το θάνατο ή με διαζύγιο. Κώλυμα επίσης συνιστά για τη γυναίκα η καταδίκη της για μοιχεία ενώ για άνδρες υπήρχε κώλυμα κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους θητείας.
Þ     Η συζυγική εξουσία. Η αναγνώριση ενός γάμου ως νόμιμου, αρκεί προκειμένου να αναγνωριστεί υποχρέωση σύστασης προίκας, τήρησης πίστης  εκ μέρους της γυναίκας και προκειμένου για τέκνα να θεωρούνται γνήσια και όχι νόθα.  Δεν αρκεί όμως για να περιέλθει η σύζυγος κάτω από την εξουσία του συζύγου, αν ήταν υπεξούσια παραμένει στην προηγούμενη εξουσία αν ήταν αυτεξούσια διατηρεί την ιδιότητα της αυτή και μετά το γάμο. Η μεταβίβαση της εξουσίας στον σύζυγο γίνεται είτε τυπικά με μεταβίβαση της εξουσίας από τον προηγούμενο εξουσιαστή είτε ο σύζυγος μπορεί να ασκήσει την εξουσία αυτή επί της συζύγου για ένα συνεχές έτος εφόσον η τελευταία δεν απουσιάσει από τη συζυγική εστία περισσότερο από τρεις συνεχείς νύχτες.  Ο τελευταίος τρόπος παύει να εφαρμόζεται τους κλασικούς χρόνους.
Þ     Περιουσιακές συνέπειες του γάμου. Εάν ο γάμος δεν συνοδεύεται από την κτίση εξουσίας του συζύγου πάνω στη σύζυγο, η περιουσιακή κατάσταση των συζύγων δεν μεταβάλλεται. Οι σύζυγοι κληρονομούνται από τους εξ αίματος συγγενείς τους ενώ δεν γεννιέται υποχρέωση διατροφής σε βάρος συζύγου. Αν όμως μεσολάβησε μεταβίβαση εξουσίας στον σύζυγο, η σύζυγος περιέχεται στην εξουσία του συζύγου και καλείται στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή στην τάξη των θυγατέρων. Ως εξουσιαστής, ο σύζυγος έχει υποχρέωση διατροφής της γυναίκας.  Στην παλιά εθιμική διάταξη του ρωμαϊκού δικαίου απαγορεύονταν οι δωρεές μεταξύ συζύγων, αυτή ίσχυσε μέχρι 206 μ. Χ. όπου οι δωρεές κατέστησαν ισχυρές υπό την προϋπόθεση ότι δεν είχαν ανακληθεί όσο ζούσε ο σύζυγος.
Þ     Η προίκα.  Στη ρωμαϊκή κοινωνία οι γονείς συναγωνίζονταν για το ποιος θα προικίσει καλύτερα την θυγατέρα του ενώ οι επίδοξοι σύζυγοι για το ποιος θα πάρει τη μεγαλύτερη προίκα (dos). Η νομοθεσία του Αυγούστου αποτέλεσε ορόσημο για το δίκαιο της προίκας και γενικότερα το οικογενειακό δίκαιο.  Ο Αύγουστος εξέδωσε μια σειρά από νομοθετήματα με τα οποία ρυθμιζόταν ο γάμος, η προίκα, η μοιχεία. Είναι πολύ πιθανό, η κοινωνική μέχρι τότε υποχρέωση του πατέρα να προικίσει την κόρη του, να μετατράπηκε σε νομική μετά την έκδοση των σχετικών νόμων του Αυγούστου. Ο νόμος του Αυγούστου προσέδωσε στην προίκα μια νέα μορφή που αποδείχθηκε ιδιαίτερα μακρόβια, αφού, στη χώρα μας καταργήθηκε το 1983. Με τον γάμο, η Ρωμαία είτε χάνει κάθε κληρονομικό δικαίωμα από την πατρική εξουσία με την προίκα που λαμβάνει και περιέχεται στην κυριότητα του συζύγου είτε παραμένει στην ίδια κατάσταση που ήταν δηλαδή υπό την εξουσία του πατέρα τους ή αυτεξούσια και διατηρεί τα κληρονομικά δικαιώματά της ενώ λαβαίνει προίκα για να συμβάλλει στα βάρη του γάμου. Η σύσταση της προίκας πραγματοποιείται με κατάρτιση μιας τυπικής δικαιοπραξίας. Δηλαδή πανηγυρική παραδοτική δικαιοπραξία, χέρι με χέρι, είτε με προφορική συμφωνία μεταξύ προικοδότη και προικολήπτη περί μελλοντικής σύστασης προίκας.  Το ρωμαϊκό δίκαιο φαίνεται πως αγνοούσε την κατάρτιση προικώων συμβολαίων και, γενικότερα, τον έγγραφο τύπο των δικαιοπραξιών. Από τις αρχές όμως του 2ου αιώνα διαδίδεται και μεταξύ των Ρωμαίων, κατοίκων ελληνιστικών περιοχών, η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου για τη σύσταση της προίκας. Στα έγγραφα αυτά γίνεται λόγος για έγγραφο γάμο και όχι σε άγραφο γάμο όπου η σύσταση προίκας δεν έγινε εγγράφως. Τα έγγραφα που έχουν διασωθεί είναι είτε σε λατινική είτε σε ελληνική γλώσσα. Ακόμη και αν δεν ήταν εγγράφως, οι Ρωμαίες συνήθιζαν να καταρτίζουν ένα κατάλογο όπου έγραφαν όλα τα πράγματα που έφερναν στο σπίτι του συζύγου, τον υπέγραφε ο σύζυγος και υποχρεωνόταν σε περίπτωση διαζυγίου να τα επιστρέψει.  Σε περίπτωση άρνησής του η σύζυγος είχε δικαίωμα αγωγής εναντίον του συζύγου αφού δεν υπήρχε εγγράφως προικώο. Στο ρωμαϊκό δίκαιο υπήρχαν τρεις μορφές προίκας. Dos recepticia χαρακτηρίζεται η προίκα όπου υπάρχει ρητή συμφωνία για επιστροφή των προικώων σε περίπτωση λύσης του γάμου. Dos profecticia συνίσταται αποκλειστικά από τον πατέρα και σε περίπτωση λύσης του γάμου του επιστρέφονταν τα προικώα. Και τέλος η dos adventicia η οποία συνίσταται από την ίδια την σύζυγο εφόσον είναι αυτεξούσια ή τρίτο πρόσωπο και δεν προβλέπεται επιστροφή της προίκας σε περίπτωση λύσης του γάμου.
Þ     Επιστροφή των προικώων. Αξιοπερίεργο είναι ότι ενώ το ρωμαϊκό δίκαιο ρύθμιζε την σύσταση της προίκας δεν προέβλεπε την περίπτωση επιστροφής της από τον σύζυγο. Βέβαια τα διαζύγια ήταν σπάνια και ο φυσικός τρόπος λύσης ήταν ο θάνατος ενός από τους δύο συζύγους.  Σύμφωνα με ένα  νόμο του Ρωμύλου ο σύζυγος μπορούσε να αποπέμψει τη σύζυγο και να κρατήσει τα προικώα αν διέπραττε μοιχεία, αν δηλητηρίαζε παιδί της ή άλλαζε ένα αγνοία του συζύγου το κλειδί του σπιτιού. Αλλιώς ο σύζυγος σε περίπτωση διαζυγίου υποχρεωνόταν να επιστρέψει το μισό του ύψους της προίκας στη σύζυγο ενώ το υπόλοιπο προσφερόταν ως θυσία στους θεούς. Τα ήθη όμως άρχιζαν να αλλάζουν τον 3ο αιώνα και τα διαζύγιο πολλαπλασιάζονταν και το 230 μ. Χ. η ρωμαϊκή κοινωνία συγκλονίζεται από ένα σκανδαλώδες διαζύγιο. Ο σύζυγος απόπεμψε τη σύζυγο λόγω στειρότητας και δεν επέστρεφε και τη προίκα. Ο απόηχος του σκανδάλου ήταν τόσο έντονος που οδήγησε τους ρωμαίους σε θέσπιση μέτρων υπέρ της γυναίκας. Στην αρχή η προστασία αυτή περιήλθε την ίδια τη γαμήλια συμφωνία με την εισαγωγή ρήτρας προσφεύγοντας στο δικαστήριο. Ούτε όμως αυτή η λύση εξασφάλιζε την επιστροφή της προίκας της γυναίκας. Προκειμένου να πληρωθεί το κενό θεσπίστηκε ένα από τα διάσημα και μακρόβια ένδικα βοηθήματα του ρωμαϊκού δικαίου, η αγωγή περιουσιακών στοιχείων της συζύγου. Χάρη σε αυτήν ο δικαστής εκδίδει απόφαση με γνώμονα την καλή πίστη και επιείκεια.  Ενώ αρχικά η αγωγή νομιμοποιείται να εγείρει μόνο η σύζυγος, σε περίπτωση αναίτιας αποπομπής της, μετά το πεδίο εφαρμογής του ένδικου βοηθήματος διευρύνεται και χορηγείται ακόμα και στον προικοδότη πατέρα.
Þ     Οι παρακρατήσεις. Η περί επιστροφή της προίκας δικαστική απόφαση ορίζει και τις ενδεχόμενες παρακρατήσεις που δικαιούται να κάνει ο σύζυγος από την προικώα περιουσία. Οι παρακρατήσεις αυτές υπαγορεύονται είτε από ηθικούς λόγους (κοινωνικά ήθη ή η ανατροφή των παιδιών του ζεύγους) είτε από λόγους περιουσιακούς, όπως δωρεές υπέρ της συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή δαπάνες χάρη στις οποίες αυξήθηκε ή μειώθηκε η αξία της προίκας. Κατά τους δημοκρατικούς χρόνους, το ύψος των παρακρατήσεων καθόριζε ο δικαστής με βάση την αρχή της επιείκειας. Αργότερα στο κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο, το ύψος των παρακρατήσεων δεν επαφίεται πλέον στην κρίση του δικαστή αλλά είναι προκαθορισμένο ανάλογα με το λόγο που δικαιολογεί την παρακράτηση. Για ηθικά παραπτώματα της γυναίκας (μοιχεία) ο σύζυγος παρακρατεί το 1/6 της προίκας, ενώ για ελαφρότερα παραπτώματα το 1/8.  Για ηθικά παραπτώματα του συζύγου, τον υποχρεώνει να επιστρέψει όλη την προίκα μετά τη λύση του γάμου ενώ σε ελαφρύτερο παράπτωμα εντός έξι μηνών από τη λύση. Στις παρακρατήσεις λόγω τέκνων, ο σύζυγος παρακρατεί το 1/6 της προίκας για κάθε παιδί μέχρι το ύψος του μισού της προίκας.
Þ     Περιορισμοί διαθέσεως των προικώων. Μετά τη νομοθεσία του Αυγούστου για τον γάμο και την προίκα, ο σύζυγος δεν είναι ελεύθερος να διαθέτει την προίκα όπως θέλει. Τα ακίνητα σε ιταλικό έδαφος, απαγορεύεται να τα εκποιήσει χωρίς συγκατάθεση της συζύγου. Επίσης απαγορευόταν να δοθεί ως εγγύηση για δάνεια του συζύγου.
Þ     Λύση του γάμου. Λύση γάμου επέρχεται με το θάνατο ενός από τους δύο συζύγους, την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη και με διαζύγιο.  Μέχρι τους κλασικούς χρόνους, το ρωμαϊκό δίκαιο δεν περιλαμβάνει περιορισμούς για τη λύση του γάμου, η οποία είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί είτε μονομερώς είτε με κοινή συναίνεση. Από τους προκλασικούς όμως χρόνους η μονομερής και χωρίς λόγο λύση του γάμου επιφέρει κοινωνική αποδοκιμασία. Από τους χρόνους του Αυγούστου ο σύζυγος υποχρεούται να χωρίσει τη σύζυγο λόγω μοιχείας όχι όμως το αντίθετο. Σε περίπτωση που ο σύζυγος είναι εξουσιαστής της συζύγου, η άρση της συζυγικής εξουσίας πραγματοποιείται μέσω μιας τυπικής διαδικασίας ανάλογης με αυτήν που συστάθηκε.
Þ     Η πατρική εξουσία. Η εξουσία που ασκεί ο αρχηγός της ρωμαϊκής οικογένειας πάνω  στα υπεξούσια μέλη της δεν διαφέρει και πολύ από την εξουσία του κυρίου πάνω στους δούλους. Στον αρχηγό της οικογένειας του αναγνωρίζεται δικαίωμα εκθέσεως, δηλαδή εγκατάλειψης του νεογέννητου τέκνου, δικαίωμα σωματικού κολασμού των τέκνων, που ενδέχεται να φτάσει και μέχρι θάνατο αυτών, καθώς και δικαίωμα πώλησης και ενεχυρίασης των τέκνων (το οποίο απαγορεύτηκε). Είχε δικαίωμα να αποπέμψει τον κατιόντα από την πατρική εστία αν ο κατιών υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα. Όπως είδαμε πριν, η αποπομπή δεν συνεπάγεται με αποκλεισμό του αποπεμφθέντος από τη κληρονομική διαδοχή. Ο αποκλεισμός επέρχεται με τη διαθήκη του αρχηγού της οικογένειας.  Ο αρχηγός της οικογένειας είναι κύριος της οικογενειακής περιουσίας. Ότι αποκτά ο υπεξούσιος επέρχεται στην κυριότητα του εξουσιαστή. Ακόμα και τα περιουσιακά στοιχεία που αυτός παραχώρησε στα τέκνα ή δούλους του ανήκουν, παραχωρεί μόνο την ελεύθερη διαχείριση. Το ius civile δεν προέβλεπε προστασία των τρίτων που συναλάσσονταν με υπεξούσιο πρόσωπο. Προστασία τρίτων χορηγήθηκε από τους πραίτορες, με τη δημιουργία των αγωγών προσθέτου ιδιότητας, μέσω αυτών ο τρίτος μπορεί να στραφεί κατά του εξουσιαστή.  Στο πεδίο αδικοπραξιών ο αρχηγός της οικογένειας μπορούσε είτε να πληρώσει τη χρηματική ποινή είτε να παραδώσει στο θύμα τον υπεξούσιο δράστη.
Þ     Υιοθεσία και εισποίηση. Εκτός από τα γνήσια τέκνα που γενιούνται εντός νόμιμου γάμου, κάτω από την εξουσία του αρχηγού της οικογένειας τίθενται και τα πρόσωπα που εισέρχονται στην οικογένεια μέσω εισποίησης αν είναι αυτεξούσια ή μέσω υιοθεσίας αν είναι υπεξούσια. Η εισποίηση ήταν ο αρχαιότερος τρόπος δημιουργίας τεχνητής συγγένειας. Η δικαιοπραξία είχε πανηγυρικό χαρακτήρα και απαιτούσε τη σύμπραξη λαϊκής συνέλευσης. Χαρακτηριστικό της εισποίησης είναι ότι ο εισποιούμενος είναι πρόσωπο αυτεξούσιο που εισέρχεται σε μια νέα οικογένεια και τόσο ο ίδιος όσο και τα πρόσωπα που βρίσκονται υπό την εξουσία του περιέρχονται υπό την πατρική εξουσία του εισποιούντος. Ενώ με την υιοθεσία, ο υιοθετούμενος είναι πάντοτε πρόσωπο υπεξούσιο, το οποίο αποσπάται από την εξουσία του φυσικού του φορέα για να περιέλθει στην εξουσία του υιοθετούντος. Και αυτή τελείται με πανηγυρικό τρόπο όχι όμως ενώπιον λαιϊκής συνέλευσης αλλά ενός άρχοντα. Η υιοθεσία μοιάζει με θεατρική παράσταση σε δύο πράξεις. Στην πρώτη καταρτίζεται μεταξύ του φυσικού εξουσιαστή και του υιοθετούντος ή τρίτου προσώπου μια πώληση του υπεξουσίου (κατάσταση παραπλήσια με τη δουλεία). Αν όμως, μετά από κάθε πώληση, ο αγοραστής απελευθερώνει με πανηγυρικό τρόπο τον  υπεξούσιο, το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η λήξη της πατρικής εξουσίας. Με την τριπλή πώληση και την ταυτόχρονη τριπλή απελευθέρωση ο υπεξούσιος γίνεται αυτεξούσιος και έτσι λήγει η πρώτη πράξη της υιοθεσίας. Η δεύτερη πράξη ξεκινά με τη αξίωση που προβάλλει ο υιοθετών προς τον πρώην εξουσιαστή, διεκδικώντας την πατρική εξουσία επί του υιοθετουμένου. Αν ο προηγούμενος δε φέρει αντίρρηση, τότε ο άρχων επιδικάζει τον υιοθετούμενο στον υιοθετούντα, νέο εξουσιαστή.
·         Κληρονομικό δίκαιο. Στο ρωμαϊκό δίκαιο απαντούν δύο μορφές καθολικής διαδοχής αιτία θανάτου: η hereditas του ius civile και η bonorum possession του πραιτορικού δικαίου.
Þ     Hereditas. Hereditas δεν είναι άλλο παρά η καθολική διαδοχή στο σύνολο των περιουσιακών δικαιωμάτων που είχε ο αποβιώσας. Η ιδιότητα του κληρονόμου (heres) αναγνωριζόταν στο αρχαϊκό δίκαιο μόνο στα πρόσωπα που τελούσαν κάτω από την εξουσία του αρχηγού της οικογένειας. Αργότερα όμως επεκτάθηκε σε όλα τα πρόσωπα που καλούνται στην κληρονομική διαδοχή, είτε εξ αδιαθέτου είτε από διαθήκη. Η κατηγορία των κληρονόμων που τελούσαν υπό την εξουσία του αποβιώσαντος , διακρίνονται από τους άλλους κληρονόμους, τους εξωτερικούς, ως προς το ότι οι πρώτοι αποκτούν αυτοδικαίως την ιδιότητα του κληρονόμου ενώ αυτό δεν συμβαίνει με τους εξωτικούς. Επιπλέον οι πρώτοι κληρονόμοι (sui) ο αρχηγός της οικογένειας δεν μπορεί να τους παρακάμψει και επίσης τα πρόσωπα αυτά αποκτούν την ιδιότητα του κληρονόμου ακόμα και αν δεν την επιθυμούν.
Þ     Bonoum possessio.  Στο αρχαικό ρωμαϊκό δίκαιο εκτός από τους υπεξούσιους του αρχηγού της οικογένειας που κληρονομούσαν αυτοδικαίως, οι άλλοι κληρονόμοι δεν είχαν τη δυνατότητα να αξιώσουν την απόδοση της νομής της κληρονομίας. Την προστασία των κληρονόμων που δεν ήταν sui ανέλαβε ο πραίτωρ με την παροχή ειδικού ένδικου βοηθήματος.  Ο πραίτωρ άλλοτε ενεργούσε υποβοηθώντας μια διάταξη του ius civile άλλοτε συμπληρώνοντας την, ενώ άλλες φορές διορθώνοντας το ius civile όταν ο διαθέτης αγνόησε πρόσωπα που έπρεπε να κληθούν στην κληρονομική διαδοχή. Η παραπομπή στην νομή διατάσσεται από τον πραίτορα (στις επαρχίες) μετά από αίτηση των δικαιούχων. Στις ελληνόφωνες επαρχίες η σχετική αίτηση συντάσσεται στα λατινικά και μεταφράζεται στα ελληνικά
Þ     Η εξ αδιαθέτου διαδοχή.  Σύμφωνα με το ius civile στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή καλούνται οι sui (υπεξούσιοι) του αποβιώσαντος. Περιλαμβάνεται και η σύζυγος μόνο εφόσον είχε περιέλθει στην εξουσία του συζύγου της και δεν είχε μείνει στην πατρική εξουσία ή αυτεξούσια. Αν δεν υπάρχουν υπεξούσιοι, καλείται ο πλησιέστερος εκ των πλαγίων συγγενής (άνδρας). Από γυναίκες καλούνται μόνο αδελφές από τον ίδιο πατέρα και η μητέρα εφόσον είχε τελέσει γάμο με τον πατέρα του και ήταν υπεξούσια. Αν δεν υπάρχουν άνδρες εκ πλαγίου τότε η περιουσία περιερχόταν στο γένος του αποβιώσαντος, ενώ αργότερα θεωρείται αδέσποτη. Σύμφωνα με το πραιτορικό δίκαιο η εξ αδιαθέτου διαδοχή περιλαμβάνει τις εξής τάξεις (α) τους κατιόντες του κληρονομουμένου (υπεξούσιοι και χειραφετημένους) (β) στη δεύτερη τάξη καλούνται όλα τα πρόσωπα που προβλέπονται στην εξ αδιαθέτου διαδοχή του ius civile (γ) στην τρίτη τάξη καλούνται οι εξ αίματος συγγενείς, από πατρική και μητρική πλευρά, μέχρι έκτου βαθμού και (δ) στην τέταρτη τάξη καλείται ο επιζών σύζυγος εφόσον υπάρχει νόμιμος γάμος  κατά το ius civile άσχετα αν ήταν υπεξούσια ή μη.
Þ     Η εκ διαθήκης  διαδοχή.  Η κατάρτιση διαθήκης απέκλειε τη διαδικασία της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Άρα ο διαθέτης μπορούσε να αφήσει και παραπάνω περιουσιακά στοιχεία στους εκ διαθήκης κληρονόμους. Σύμφωνα με το ius civile προέβλεπε τριών ειδών διαθήκες (α) Ο πρώτος τύπος διαθήκης καταρτίζεται ενώπιον λαϊκής συνέλευσης και μάλλον αποτελούσε ένα συνδυασμό δημόσιας διαθήκης και υιοθεσίας αυτεξούσιου προσώπου (εισποίηση) το οποίο ο διαθέτης ορίζει ως κληρονόμο του. Το είδος αυτό παύει να υπάρχει το 2ο αιώνα μ.Χ. (β) Ο δεύτερος τύπος διαθήκης είναι η καλούμενη «διαθήκη με χαλκό και ζυγό». Ανάγεται σε χρόνους προχρηματικής οικονομία, όπου πολλές δικαιοπραξίες γίνονταν με χαλκό και ζυγό. Με τη χρησιμοποίηση του τύπου αυτού οι συναλλασσόμενοι εμφανίζονται να καταρτίζουν μια πώληση (εικονική) όπου το τίμημα είναι μια ποσότητα χαλκού. Ενώπιον μαρτύρων, ο χαλκός τίθεται πάνω σε μια ζυγαριά και ζυγίζεται από ένα πρόσωπο αρμόδιο. Στην περίπτωση της διαθήκης «πωλητής» είναι ο διαθέτης και «αγοραστής» ένα τρίτο πρόσωπο ρωμαίος πολίτης όπου ο διαθέτης «πωλεί» την περιουσία του. Ο «αγοραστής» αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει μετά το θάνατο του «πωλητή» στο πρόσωπο που υπέδειξε ο διαθέτης.  Η διαθήκη συνήθως  συνοδεύεται από έγγραφο που περικλείει διατάξει ς τελευταίας βούλησης του διαθέτη  που σφραγίζεται από πέντε μάρτυρες και τον ζυγοστάτη. (γ) Ο τρίτος τύπος είναι η προφορική διαθήκη , σε καιρό πολέμου, ενώπιον των ρωμαίων στρατιωτών. Σύμφωνα με το πραιτορικό δίκαιο ο πραίτωρ έχει την εξουσία να παραπέμψει στη νομή κληρονομιαίων περιουσιακών στοιχείων πρόσωπα κατονομαζόμενα σε διαθήκες που δεν καταρτίστηκαν με έναν από τους τύπους διαθήκης του ius civile. Προϋπόθεση να υπάρχει έγγραφη διαθήκη και να έχει σφραγιστεί από τους παρόντες μάρτυρες. Αν στις διατάξεις τελευταίας βούλησης δεν ορίζεται κληρονόμος, είναι μεν έγκυρη διαθήκη αλλά δεν θεωρείται διαθήκη αλλά κωδίκελλος.
Þ     Οι αναγκαίοι κληρονόμοι. Ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους, ο αρχηγός της οικογένειας υποχρεούτο να συμπεριλάβει στη διαθήκη του όλα τα υπεξούσια πρόσωπα και που με το θάνατό του καθίσταται αυτεξούσια, έστω και αν στη διαθήκη ορίζεται ως κληρονόμος μόνο ένας από αυτούς. Η παράλειψη ενός από τα πρόσωπα είτε συνεπάγεται ακυρότητα της διαθήκης είτε καλείται και ο υπεξούσιος που παραλείφθηκε. Ο αριθμός των αναγκαίων κληρονόμος διευθύνθηκε από τους πραίτορες. Κατά το πραιτορικό δίκαιο ο διαθέτης υποχρεούται να μνομονεύσει όχι μόνο τους υπεξούσιους αλλά και όλα τα πρόσωπα που καλούνται στην πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής του πραιτορικού δικαίου. Στο κλασικό δίκαιο χορηγείται στους αναγκαίους κληρονόμους ένδικο βοήθημα να προσβάλουν τη διαθήκη (μέμψη άστοργη διαθήκη). Ο αναγκαίος κληρονόμος που παραλείφθηκε δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της διαθήκης μέσω της μέμψης άστοργης διαθήκης αν παραλήφθηκε τελείως ή δεν αγνοήθηκε μεν αλλά λαμβάνει κάτω από το ¼ αυτών που θα κληρονομούσε ως εξ αδιαθέτου. Το ελάχιστο μερίδιο των αναγκαίων κληρονόμων, η νόμιμη μοίρα καθορίστηκε από τα  δικαστήρια.  Το κλασικό δίκαιο παρείχε τους αναγκαίους κληρονόμους δύο δυνατότητες (α) να ζητήσουν την ακύρωση της διαθήκης και να πάρει το ποσοστό της νόμιμης μοίρας ή (β) να αρκεστεί σε αυτά που του άφησε ο διαθέτης που είναι λιγότερα από τη νόμιμη μοίρα. Στο μετακλασικό δίκαιο παρέχεται και τρίτη δυνατότητα χωρίς να προσβάλει τη διαθήκη να ζητήσει τη συμπλήρωση του μεριδίου του, ώστε να λάβει τη νόμιμη μοίρα.
·         Εμπράγματο δίκαιο. Το στοιχείο που διαφοροποιεί το ρωμαϊκό εμπράγματο δίκαιο από το αρχαίο ελληνικό και ελληνιστικό είναι η διαφορετική αντίληψη της κυριότητας. Αντίθετα από τους Έλληνες, οι Ρωμαίοι διαβάθμιζαν τις διάφορες μορφές εξουσιασμού ενός πράγματος σε κυριότητα, νομή, κατοχή και περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα.
Þ     Νομή. Η νομή ισοδυναμεί με τη φυσική εξουσίαση ενός πράγματος, εφόσον το πρόσωπο που ασκεί τη φυσική εξουσίαση έχει την πεποίθηση ότι δικαιούται να εξουσιάζει το συγκεκριμένο πράγμα.  Υπό την έννοια αυτή, ενδέχεται το ίδιο πρόσωπο να είναι νομέας και κύριος του πράγματος, ενδέχεται όμως άλλος να είναι νομέας και άλλος ο κύριος. Ως νομείς το κλασικό δίκαιο αναγνωρίζει, εκτός από τον κύριο του πράγματος τα πρόσωπα που εξουσιάζουν το πράγμα ανεξάρτητα αν σχημάτισαν την πεποίθηση ότι τους ανήκει καλόπιστα ή όχι πχ κλέφτης. Συγχρόνως το κλασικό δίκαιο αναγνωρίζει ως νομείς και τα πρόσωπα που ασκούν φυσική εξουσία στη θέση και με του συναίνεση του κυρίου. Αντίθετα θεωρούνται ως νομείς πρόσωπα που πχ μισθωτής, ασκούν φυσική εξουσίαση με διάνοια δικαιούχου, και όχι με διάνοια κυρίου.  Το κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο αναγνωρίζει δύο είδη νομής: (α) τη νομή που οδηγεί μέσω της χρησικτησίας στη κτήση κυριότητας και τη  νομή που προστατεύεται με την πουβλικιανή αγωγή και (β) τη νομή που προστατεύται με τα παραγγέλματα αλλά δεν οδηγεί σε κτήση κυριότητας. Η κατοχή συνιστά «φυσική νομή» και όχι μόνο δεν οδηγεί σε κτήση κυριότητας δεν προστατεύεται από ένδικα βοηθήματα.
Þ     Κυριότητα. Η έννοια και το περιεχόμενό της δεν παρέμειναν αμετάβλητα σε όλη τη διάρκεια του ρωμαϊκού δικαίου.
Þ     Η κυριότητα του αρχαϊκού δικαίου. Κατά το στάδιο αυτό η έννοια της κυριότητας συγχέεται με τη νομή.  Οι εξουσίες που απορρέουν είναι άμεσες δεν είναι όμως απόλυτες ούτε στρέφονται κατά παντός.  Ως κύριος θεωρείται αυτός που έχει «ισχυρότερο δικαίωμα να νέμεται το πράγμα» σε σχέση με το δικαίωμα συγκεκριμένου τρίτου προσώπου. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες (η αρχαϊκή Ρώμη ήταν μια κλειστή αγροτική κοινωνία) επιβάλουν αξιοποίηση της γης και οικιακών ζώων προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Οπότε η ιδιότητα του νομέα ή του κύριου δεν ενδιέφερε την έννομη τάξη. Η κυριότητα από τον αρχηγό της φαμίλιας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εκδήλωση της εξουσίας του κατά την διαχείριση των περιουσιακών αγαθών του οίκου του.  Κατά το στάδιο αυτό, δεν νοείται μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας αλλά όλοι οι τρόποι κτήσης κυριότητας του ius civile είναι πρωτότυποι. Αν ένα πράγμα το διεκδικούσαν πολλά πρόσωπα υποχρεούνταν να το αποδείξουν στο δικαστή. Η εκδίκαση αυτή όμως δεν αποκλείει από και άλλα πρόσωπα στο μέλλον να αποδείξουν ότι τους ανήκει το πράγμα. Οπότε δεν είχαμε απόλυτο δικαίωμα αλλά σχετικό.
Þ     Προκλασική κυριότητα.. Κατά το στάδιο αυτό, η κυριότητα του ius civile διατηρεί την αρχαϊκή της μορφή, όσο εξακολουθεί να ισχύει ο παλαιός τρόπος ένδικης προστασίας της. Με τη σταδιακή όμως επέκταση της Ρώμης έξω από τα όρια της ιταλικής χερσονήσου έγινε αντιληπτό ότι η αρχαϊκή αυτή μορφή της κυριότητας και κυρίως η προστασία της δεν ανταποκρινόταν στις νέες ανάγκες της εποχής. Αυτές ήρθαν να καλύψουν οι πραίτορες μέσω της ειδικής ένδικης προστασίας. Έτσι δημιουργήθηκε μία νέα μορφή κυριότητας, η πραιτορική κυριότητα η οποία αντισδιαστέλλεται προς την κυριότητα του ius civile. Στη διαδικασία της πραιτορικής formula, σε περίπτωση απώλειας της νομής, ο κύριος του πράγματος δικαιούται να ασκήσει διεκδικητική αγωγή. Ασκώντας αυτό το ένδικο βοήθημα, ο ενάγων οφείλει να αποδείξει ότι είναι κύριος του πράγματος και η απόδειξή του ισχύει κατά παντός και όχι μόνο εναντίον ενός αντίδικου.  Η χορηγούμενη από το πραιτορικό δίκαιο διεκδικητική αγωγή εμφανίζεται άλλοτε ως εμπράγματη (με αίτημα την απόδοση του πράγματος) και άλλοτε ως ενοχική. Στη δεύτερη περίπτωση υπόσχεται ο εναγόμενος ότι θα  καταβάλει ορισμένο ποσό στον ενάγοντα για να αναγνωριστεί ο ενάγοντας ως κύριος του πράγματος. Λόγω της μεταβολής του τρόπου προστασίας της, η κυριότητα αρχίζει πλέον να διακρίνεται από τη νομή, καθώς και από τα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα.
Þ     Η κυριότητα του κλασικού ρωμαϊκού δικαίου. Κατά το στάδιο αυτό και με την έναρξη της αυτοκρατορικής περιόδου, εισάγεται ένα νέο δικονομικό σύστημα, η έκτακτη διαγνωστική διαδικασία που ίσχυσε παράλληλα με την πραιτορική formula μέχρι τον 2ο αιώνα μ.Χ. Στο νέο αυτό σύστημα η έννοια της κυριότητας αποκρυσταλλώνεται και η διάκρισή της από τη νομή και τα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα γίνεται σαφέστερη. Η έννοια όμως της κυριότητας του κλασικού δικαίου δεν είναι ενιαία δηλαδή το είδος του πράγματος, αν βρίσκεται στην ιταλική χερσόνησο ή σε επαρχία και με τον τρόπο που αποκτήθηκε η κυριότητα διακρίνεται σε τρεις μορφές (α) την κυριότητα του ius civile που περιορίζεται στους ρωμαίους πολίτες και για ακίνητα που βρίσκονται μέσα στη ιταλική χερσόνησο (β) την κυριότητα του πραιτορικού δικαίου όπου μέσω διεκδικητικής αγωγής μεταβιβάζεται η κυριότητα  και (γ) τρίτη τέλος μορφή κυριότητας αναγνωρίζεται πάνω στα επαρχιακά ακίνητα όπου ήδη από τον τελευταίο αιώνα της δημοκρατίας, η κυριότητα ανήκει στο κράτος λόγω ότι είχε επιβληθεί φορολογία και η νομή στους ιδιώτες. 
Þ     Η κυριότητα του μετακλασικού δικαίου. Εδώ η κυριότητα συγχέεται όπως και στους αρχαϊκούς χρόνους με τη νομή και τα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα. Οι μεταβολές αυτές αποκλείεται να οφείλονται σε ελληνικές επιδράσεις καθώς στις ελληνόφωνες ρωμαϊκές περιοχές το δικαίωμα της κυριότητας δεν είχε σχηματοποιηθεί.  Οι ασάφειες αυτές παύουν να παρατηρούνται στο ιουστινιάνειο δίκαιο, το οποίο επανήλθε στις διακρίσεις των εμπράγματων δικαιωμάτων του κλασικού δικαίου, καταργήθηκε ο δυισμός της κυριότητας (κυριότητα του ius civile και κυριότητα του πραιτορικού δικαίου) και έγινε δεκτή η ενιαία αντίληψη του δικαιώματος της κυριότητας, ανεξάρτητα από φορείς και από αντικείμενο του δικαιώματος.
Þ     Περιορισμοί της κυριότητας. Παρόλο που από τον τελευταίο αιώνα της δημοκρατικής περιόδου, έγινε δεκτό ότι οι εξουσίες που πηγάζουν από την κυριότητα στρέφονται κατά παντός, οι εξουσίες αυτές δεν έχουν τον απόλυτο και καθολικό χαρακτήρα που θα αποκτήσουν τον 18ο αιώνα και εφεξής.  Ο Δωδεκάδελτος έθεσε περιορισμούς στην κυριότητα προκειμένου να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον πχ για λόγους υγιεινής, θρησκευτικούς κλπ όσο και σε όφελος ιδιωτικών συμφερόντων κυρίως γειτονικών ακινήτων. Οι περιορισμοί αυξάνουν κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους.
Þ     Τρόποι κτήσης της κυριότητας. Η διάκριση μεταξύ πρωτότυπων και παράγωγων τρόπων κτήσης της κυριότητας υπήρξε, άγνωστο στο αρχαϊκό και το προκλασικό δίκαιο.  Ακόμα και όταν η κτήση της κυριότητας ενός πράγματος είναι προϊόν συμφωνίας, ο ένας εγκαταλείπει το πράγμα και ο άλλος το αποκτά κατά τρόπο πρωτότυπο. Στο κλασικό δίκαιο, πιθανό φαίνεται να αναγνωρίζεται η μεταβίβαση της κυριότητας  και η κτήση της με παράγωγο τρόπο.
Þ     Παράγωγοι τρόποι κτήσης της κυριότητας. Η τυπικότητα που χαρακτηρίζει το ius civile επιβάλει για τη μεταβίβαση την τήρηση ορισμένου τύπου με τη μορφή εικονικής πώλησης είτε με τη μορφή εικονικής δίκης, κατά την οποία διεκδικείται η κυριότητα του πράγματος. Εκτός από τους δύο αυτούς τρόπους γίνεται δεκτή δυνατότητα μεταβίβασης της κυριότητας με μόνη την παράδοση της νομής του πράγματος (tradition) με τις εξής προϋποθέσεις (α) ο μεταβιβάζων να είναι κύριος του πράγματος (β) το πράγμα να μην περιλαμβάνεται σε πράγματα που το ius civile θέλει τύπο και (γ) για να επιφέρει τη μεταβίβαση της κυριότητας, η παράδοση της νομής πρέπει να έχει νόμιμη αιτία. Αν αυτή είναι πώληση δεν αρκεί η παράδοση αλλά και η καταβολή τιμήματος ή έστω πίστωση του. Στο μετακλασικό δίκαιο, παύουν να χρησιμοποιούνται η εικονική πώληση και η εικονική δίκη ενώ η παράδοση της νομής συγχωνεύεται με την ενοχική δικαιοπραξία. Ειδικότερα, η αγοραπωλησία και η δωρεά αντιμετωπίζονται ως παραδοτικές δικαιοπραξίες που συνεπάγονται τη μεταβίβαση της κυριότητας.  Γίνεται πλέον δεκτό υπό την επίδραση ελληνιστικών νομικών αντιλήψεων ότι η μεταβίβαση της κυριότητας του πωλούμενου πράγματος  απαιτεί την καταβολή τιμήματος.
Þ     Πρωτότυποι ή φυσικοί τρόποι κτήσης της κυριότητας. Οι φυσικοί τρόποι κτήσης της κυριότητας (για τους Ρωμαίους) διακρίνονται σε τρεις ενότητες (α) την κτήση της κυριότητας με κατάληψη της νομής του πράγματος (β) την κτήση της κυριότητας καρπών και (γ) την κτήση της κυριότητας σε περίπτωση ένωση πραγμάτων που ανήκουν σε διαφορετικούς κυρίους.
Þ     Χρησικτησία. Η δυνατότητα αυτή ήταν ήδη γνωστή από τους χρόνους του Δωδεκάδελτου. Σύμφωνα με τη διάταξη του αρχαϊκού νόμου ο νομέας πράγματος αποκτά, μετά πάροδο δύο ετών προκειμένου για ακίνητο ή ενός έτους προκειμένου για κινητό, την κυριότητα. Προϋπόθεση ήταν ο νομέας να την αντλεί από τον νόμιμο δικαιούχο. Για το λόγο αυτό δεν αποκτάται κυριότητα επί κλοπιμαίων, δεδομένου ότι η νομή ασκείται παρά τη θέληση του κυρίου του πράγματος. Η προθεσμία του ενός ή δύο ετών διακόπτεται όχι μόνο αν ο κύριος διεκδικήσει το πράγμα από τον νομέα και αν τρίτος στραφεί εναντίον του κυρίου, επικαλούμενος ισχυρότερο δικαίωμα.  Κατά τους κλασικούς χρόνους  οι προϋποθέσεις ήταν (α) πράγμα δεκτικό χρησικτησίας (εξαιρούνται κλοπιμαία, επαρχιακά ακίνητα, πράγματα εκτός συναλλαγής, περιουσία δημοσίου και ελεύθεροι άνθρωποι) (β) νόμιμος τίτλος (αγοραπωλησία, δωρεά, προίκα, εξόφληση, κτήση εγκαταλειμμένων πραγμάτων, κληρονομιά και κληροδοσία) (γ) καλή πίστη του νομέα και (δ) πάροδος ορισμένου χρόνου, το ίδιο με τους αρχαϊκούς χρόνους.  Προς τα τέλη του κλασικού δικαίου εφόσον ισχύουν οι προϋποθέσεις (νομή, νόμιμος τίτλος, καλή πίστη και χρόνος) αλλά πρόκειται για επαρχιακό ακίνητο, αν ο κύριος του ακινήτου ασκήσει, μετά την παρέλευση του χρόνου, διεκδικητική αγωγή εναντίον του νομέα, αποκρούεται με τη «μακράς νομής παραγραφή» η οποία αποτελεί αποσβεστική προθεσμία για την έγερση διεκδικητικής αγωγής.  Αργότερα, η αποσβεστική προθεσμία κατέληξε να αποτελεί κτητική παραγραφή και άρα, η πλήρωση των προϋποθέσεων της μακράς νομής να οδηγεί σε κτήση κυριότητας των επαρχιακών ακινήτων. Στους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου εισάγεται και η μακροτάτου χρόνου παραγραφή που έχει ως μοναδική προϋπόθεση την αδιάλειπτη άσκηση νομής επί 40 έτη.
Þ     Εμπράγματη ασφάλεια. Εμφανίζεται με τη μορφή της fiducia (εμπράγματη ασφάλεια) και του pignus (ενέχυρο). Η fiducia συνίσταται στη μεταβίβαση της κυριότητας (συνήθως και της νομής) από τον οφειλέτη στο δανειστή, για να εξασφαλιστεί απαίτηση του τελευταίου. Όμως σε περίπτωση εξόφλησης του χρέους, για το οποίο συστάθηκε η εμπράγματη ασφάλεια, τα μέρη συμφωνούν ότι ο δανειστής υποχρεούται να επαναμεταβιβάσει την κυριότητα στον οφειλέτη. Μέχρι τα τέλη του κλασικού δικαίου, σε περίπτωση μη εξόφληση και εφόσον δεν είχε συμφωνηθεί διαφορετικά, η κυριότητα παρέμενε στον δανειστή. Από τα τέλη των κλασικών χρόνων, ο δανειστής υποχρεούται να πωλήσει το πράγμα και να ικανοποιηθεί από το προϊόν της πώλησης, αποδίδοντας στον οφειλέτη το επιπλέον. Στην αρχαιότερη μορφή του το pignus (ενέχυρο) συνεπαγόταν την παράδοση  της νομής του πράγματος στον δανειστή  ενώ αργότερα αναγνωρίζεται δυνατότητα σύστασης ενεχύρου χωρίς παράδοση της νομής, η οποία παραμένει στον οφειλέτη. Αντικείμενο εμπράγματης ασφάλειας μπορεί να είναι κάθε πράγμα κινητό ή ακίνητο, είτε έχει υλική υπόσταση είτε όχι. Από το αρχαίο ελληνικό δίκαιο αλλά και το ρωμαϊκό δίκαιο μέχρι τους κλασικούς χρόνους δεν επέτρεπε σε πράγμα να εξασφαλίζει περισσότερες από μια απαιτήσεις.
Þ     Νομική υποθήκη. Στο κλασικό δίκαιο αναγνωρίζεται δυνατότητα σύστασης υποθήκης επάνω στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων ενός προσώπου.  Η γενική όμως αυτή υποθήκη δεν πηγάζει από το νόμο αλλά από σύμβαση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη.  Γενική υποθήκη εκ του νόμου αναγνωρίζεται στο μετακλασικό δίκαιο.
  • Ενοχικό Δίκαιο.
Þ      Obligatio. Κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, ο δεσμός που συνέδεε οφειλέτη και δανειστή και δημιουργούσε υποχρέωση του πρώτου να προβεί σε παροχή, δεν ήταν νομικός δεσμός, αλλά φυσικός. Δεσμευόταν η φυσική ελευθερία του οφειλέτη (ή τρίτου προσώπου) μέχρι η οφειλή καταβληθεί στον δανειστή. Στο τέλος των αρχαϊκών χρόνων γίνεται δεκτό ότι ο οφειλέτης ευθύνεται απέναντι στο δανειστή μόνο με την περιουσία του. Ο όρος που υποδηλώνει τον ενοχικό δεσμό είναι obligatio και αρχίζει να χρησιμοποιείται κατά τον τελευταίο αιώνα της δημοκρατικής περιόδου.
Þ     Η διαίρεση των ενοχών. Κατά τους κλασικούς χρόνους ο Γάιος θεωρεί ότι όλες οι ενοχές πηγάζουν είτε από σύμβαση είτε από αδικαιοπραξία. Η διμερής όμως αυτή διάκριση δεν εξαντλούσε όλες τις περιπτώσεις ενοχικού δεσμού. Έτσι οι συντάκτες του Πανδέκτη εισήγαγαν ενοχές και από άλλες διάφορες αιτίες ήτοι  ενοχές που δημιουργούν υποχρέωση «ωσάν να πηγάζουν από σύμβαση» και τις ενοχές που η ευθύνη γεννιέται «ωσάν να υπήρχε αδικοπραξία». Ο νόμος ως άμεση πηγή ενοχικής δέσμευσης υπήρξε άγνωστος στο ρωμαϊκό δίκαιο ακόμα και στους ύστερους χρόνους.
Þ     Ενοχές από σύμβαση. Για τους Ρωμαίους, κάθε συμφωνία δεν αποτελεί και σύμβαση και επομένως δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Η κλασική νομική επιστήμη αναγνωρίζει το στοιχείο του εξαναγκασμού μόνο σε ορισμένες συμβατικές σχέσεις, που προβλέπονται ρητώς από το ρωμαϊκό δίκαιο και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις. Παράλληλα, αναγνωρίζεται το στοιχείο του εξαναγκασμού και στις αμφοτεροβαρείς σχέσεις.
Þ     Ταξινόμηση των συμβάσεων. Με βάση τον τρόπο κατάρτισης οι συμβάσεις του κλασικού δικαίου διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες (α) στις συμβάσεις που καταρτίζονται με παράδοση του πράγματος (re) (β) σε αυτές που καταρτίζονται προφορικά (verbis) (γ) μέσω της σύνταξης εγγράφου (litteris) (δ) καταρτίζονται με μόνη τη συναίνεση των μερών (consensus). Στις πρώτες τρεις κατηγορίες απαιτείται η πλήρωση ενός τυπικού στοιχείου που συνίσταται στην παράδοση του πράγματος είτε στην τήρηση εγγράφου προφορικού ή γραπτού, ενώ κάτι τέτοιο δεν υπάρχει την τέταρτη. Αναλυτικά: Re καταρτιζόμενες συμβάσεις του ρωμαϊκού δικαίου είναι το δάνειο, η εμπράγματη ασφάλεια και το ενέχυρο, η παρακαταθήκη και το χρησιδάνειο. Η κατάρτιση σύμβασης μέσω εγγράφου εμφανίζεται στο προκλασσικό ρωμαϊκό δίκαιο και δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη.  Πρόκειται για τυπική σύμβαση, ετεροβαρή του ius civile και έχει τη μορφή της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους. Η αναγνώριση χρέους σημειώνεται με τη συγκατάθεση του οφειλέτη στα λογιστικά βιβλία του δανειστή. Σύμβαση που καταρτίζεται με απαγγελία ορισμένων φράσεων (προφορική) είναι η επερώτηση. Συνίσταται σε ερώτηση του δανειστή και απάντηση του οφειλέτη.  Ακολουθώντας όμως την ελληνιστική παράδοση που επέβαλε τον έγγραφο τύπο, οι επερωτήσεις έγιναν έγγραφες και υπήρξαν ιδιαίτερα μακρόβιες στο ελληνικό δίκαιο μέχρι τους νεότερους χρόνους. Οι καλούμενες συναινετικές συμβάσεις αποτελούν μια από τις σημαντικότερες προσφορές των Ρωμαίων στο χώρο του δικαίου. Οι Ρωμαίοι δέχθηκαν γύρω στον 2ο αιώνα ότι ορισμένες συναλλακτικές σχέσεις παράγουν έννομα αποτελέσματα χωρίς να περιβληθούν με ορισμένο τύπο όπως η αγοραπωλησία, η μίσθωση, η εντολή και η εταιρεία. Την έλλειψη τύπου την αναπληρώνει η έννοια της καλής πίστης.
Þ     Οι αδικοπραξίες. Οι αδικοπραξίες αποτελούν τη δεύτερη πηγή ενοχών. Ο Ακουίλιος Νόμος ειδικότερα ρυθμίζει το αδίκημα της πρόκλησης περιουσιακής ζημιάς χωρίς να συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί την συμπεριφορά του δράστη, καθιστώντας την νόμιμη (ανωτέρα βία, κατάσταση ανάγκης, άμυνα, πράξη αρχής). Βέβαια, στην αρχική του διατύπωση, ο Ακουίλιος Νόμος είχε περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, έθετε αυστηρές προϋποθέσεις για τον τρόπο που προκλήθηκε η ζημιά και για το αντικείμενο πάνω στο οποίο προκλήθηκε. Το πεδίο αυτό το διεύρυναν ύστερα οι πραίτορες οι οποίοι χορήγησαν την ένδικη προστασία και σε άλλες περιπτώσεις. Τέλος, στους κλασικούς χρόνους έγινε και άλλη επέκταση, αφού εντάχθηκαν νέες περιπτώσεις. Ο Ακούιλιος Νόμος ήταν αντικείμενο επεξεργασίας από νομικούς των νεότερων χρόνων
Þ     Η θέση του ρωμαϊκού δικαίου στις μεταγενέστερες έννομες τάξεις της Ευρώπης. (θέμα κατατακτηρίων εξετάσεων 2010) Αν ο σύγχρονος κόσμος οφείλει στην αρχαία Ελλάδα την τέχνη, την φιλοσοφία και το δράμα, στη Ρώμη χρωστά το δίκαιο. Ενώ οι Έλληνες προβληματίστηκαν με την έννοια του νόμου και τη θέση του στις κοινωνίες, η θέσπιση κανόνων και η εφαρμογή τους από τα ελληνικά λαϊκά δικαστήρια δεν προβλημάτισε καθόλου τους νομικούς της εποχής. Οι Ρωμαίοι με τη σειρά τους, υιοθέτησαν τα διδάγματα της ελληνικής φιλοσοφίας και εξήγαγαν κανόνες ρυθμιστικούς του καθημερινού βίου. Το ρωμαϊκό δίκαιο διείσδυσε στο σύνολο σχεδόν της Ευρώπης και συνέβαλε στη διαμόρφωση της κοινής ευρωπαϊκής νομικής παιδείας υπό το καθεστώς της οποίας βιώνουμε μέχρι σήμερα. Το μεγαλύτερο μέρος από το ρωμαϊκό δίκαιο που γνωρίζουμε προέρχεται από τον Πανδέκτη που  τα κείμενα αποτελούν προϊόν χιλιετούς αδιάλειπτης δικαιικής ιστορίας από την εποχή που το Ρωμαϊκό Κράτος δεν ξεπερνούσε τα όρια της Ρώμης. Στη δυτική Ευρώπη ως ρωμαϊκό δίκαιο θεωρείτο όχι αυτό της κλασικής περιόδου αλλά εκείνο που του είχαν ενσωματωθεί ξένα στοιχεία ξένα προς την ρωμαϊκή παράδοση. Η στέψη στη Ρώμη του Καρλομάγνου (Χριστούγεννα του 800) ως αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σηματοδοτεί τις απαρχές ενός δικαίου, του ius commune, το οποίο στο ξεκίνημά του περιέχει αυτοκρατορικές διατάξεις καθολικής ισχύος. Ο Καρλομάγνος και οι διάδοχοί του θέσπισαν διατάξεις που δέσμευαν το σύνολο των υπηκόων της αυτοκρατορίας ανεξαρτήτου εθνικότητας. Μετά τον 11ο αιώνα το κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο και ο Πανδέκτης υπήρξαν άγνωστοι στη Δύση.  Πεντακόσια χρόνια μετά ο Πανδέκτης αρχίζει να χρησιμοποιείται από τους Δυτικούς συμβολαιογράφους της Ευρώπης. Επίσης σχολιασμένο αντίγραφο του Πανδέκτη, πωλούνταν στα βιβλιοπωλεία και διδασκόταν στις νομικές σχολές της Ιταλίας κατά τον 12ο αιώνα.  Ο Πανδέκτης στην αυθεντική του μορφή περιήλθε ως λάφυρο στους Φλωρεντινούς όταν το 1406 κατέλαβαν την Πίζα και σήμερα βρίσκεται στην βιβλιοθήκη Laurentiana της Φλωρεντίας. Κατά τον 14ο και τον 15ο αιώνα, διδασκαλία και θεωρητική ανάλυση του ρωμαϊκού δικαίου κυριαρχούνται από την προσωπικότητα του Bartolus. Στον σύντομο βίο του ξεκίνησε τις νομικές του σπουδές στα 14 του, στα είκοσί του έγινε διδάκτωρ και αφού για ένα διάστημα ορίστηκε δικαστής, αφιερώθηκε στη διδασκαλία και τη συγγραφή. Ο Bartolus (και οι διάδοχοί του)  έστρεψαν τη μελέτη και τη διδασκαλία του ρωμαϊκού δικαίου προς τα καθημερινά νομικά προβλήματα. Ζώντας την πραγματικότητα των μεσαιωνικών ιταλικών πόλεων – κρατών, εντεταγμένων στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, ο Bartolus διαπιστώνει πως ναι μεν ο αυτοκράτωρ είναι κυρίαρχος του κόσμου αλλά στην πράξη οι λαοί αρνούνται να υπακούσουν στην αυτοκρατορική εξουσία. Στις ιταλικές πόλεις – κράτη ο λαός θεσπίζει ο ίδιος νόμους, τοπικής ισχύος που έρχεται σε σύγκρουση με το «κοινό δίκαιο» της αυτοκρατορίας.  Η σύγκρουση μεταξύ τοπικών δικαίων (ius proprium) και κοινού δικαίου (ius commune) πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον Bartolus μέσω κανόνων του «κοινού δικαίου « της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως οι κανόνες αυτοί βρίσκονται διατυπωμένοι στον Πανδέκτη.  Ο Πανδέκτης όμως δεν περιελάμβανε γενικές διατάξεις που θα μπορούσαν να έχουν εφαρμογή στο γενικότερο πρόβλημα της σύγκρουσης  και για αυτό το λόγο οι Μπαρτολιστές προσέφυγαν σε ρυθμίσεις ειδικών περιπτώσεων που είχαν προβλεφθεί στον Πανδέκτη. Από τα τέλη του 14ου αιώνα το ius commune όπως αναπτύχθηκε από τη σχολή του Bartolus ισχυροποίησε τη θέση του και η διδασκαλία του επεκτάθηκε με την ίδρυση νέων πανεπιστημίων. Όμως στην προσπάθειά τους να βρουν λύσεις στα σύγχρονά τους προβλήματα, οι νομικοί του «κοινού δικαίου» του 15ου αιώνα απομακρύνονταν όλο περισσότερο από τον Πανδέκτη και στα μεταγενέστερα σχόλια επάνω σε αυτό το απόσπασμα. Η αντίδραση ήρθε από το ανθρωπιστικό κίνημα στα μέσα του 15ου αιώνα που επανατοποθετούνται απέναντι στην προσφορά της κλασικής αρχαιότητας, ελληνικής και ρωμαϊκής.  Τα κείμενα του Πανδέκτη αρχίζουν να γίνονται αντικείμενο προβληματισμού όσον αφορά την αυθεντικότητά τους. Οι ανθρωπιστές γνώριζαν ότι το κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο δεν βρίσκεται στο σχολιασμένο αντίγραφο του Πανδέκτη του 11ου αιώνα αλλά στο αυθεντικό στην Φλωρεντία.  Στην προσπάθειά τους να απαλλάξουν το ρωμαϊκό δίκαιο από τις παρεμβάσεις των γλωσσογράφων και σχολιαστών του Μεσαίωνα, οι νομικοί ανθρωπιστές ανακαλύπτουν την «δικαιική στρωματογραφία» του Πανδέκτη, με τις ιουστινιάνειες παρεμβάσεις στην επιφάνεια, τα αποσπάσματα των κλασικών ρωμαίων νομικών του 2ου και 3ου αιώνα στη συνέχεια, μέχρι το βάθος του νόμου, τον Δωδεκάδελτο νόμο. Κατά τον 16ο αιώνα πραγματοποιείται στην Γερμανία η καλούμενη «υποδοχή» του ρωμαϊκού δικαίου που έμελε να σηματοδοτήσει την μετέπειτα δικαιική πορεία της Κεντρικής Ευρώπης.  Το έδαφος είχε προετοιμαστεί από τα κανονικά δικαστήρια της Ευρώπης που χρησιμοποιούσαν το ρωμαϊκό δίκαιο στις αποφάσεις τους και από Γερμανούς νομικούς που σπούδαζαν σε ιταλικά και γαλλικά πανεπιστήμια. Ως συνεχιστές της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι Γερμανοί αυτοκράτορες διέβλεψαν ότι ο Πανδέκτης, ο οποίος είχε καταστεί ius commune για το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, μπορούσε να αποτελέσει τον ενοποιητικό κρίκο μεταξύ των διαφόρων περιοχών της αυτοκρατορίας. Για την υποδοχή του ρωμαϊκού δικαίου οι Γερμανοί αυτοκράτορες προσέφυγαν στην ιδέα της μεταβίβασης της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Γερμανία. Το κλίμα για την υποδοχή ήταν ευνοϊκό καθώς σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, το έθιμο είχε αρχίσει να παραμερίζεται σε όφελος του νόμου. Τα έθιμα που στην Γερμανία δεν κωδικοποιήθηκαν παρουσίαζαν αποδεικτικές δυσχέρειες και οι δικαστές παροτρύνονταν να εφαρμόζουν τις διατάξεις του ρωμαϊκού ius commune αντί του εθιμικού κανόνα. Αυτός ο παραμερισμός του παλαιότερου γερμανικού εθιμικού ιδιωτικού δικαίου και η επικράτηση του ρωμαϊκού σηματοδοτεί τις απαρχές της νεότερης ιστορίας του ιδιωτικού δικαίου και της γερμανικής νομικής επιστήμης.
Þ     Usus modernus pandectarum. Το ρωμαϊκό δίκαιο δεν έπαυε να είναι ένα ξένο δίκαιο. Το έργο της αφομοίωσης το ανέλαβαν σε πέρας οι νομικοί μέσω της ερμηνείας και της πρακτικής επεξεργασίας του Πανδέκτη (usus modernus).  Η υποδοχή όμως του ρωμαϊκού δικαίου δεν επέφερε αυτοδικαίως την ολοσχερή εξαφάνιση του εθιμικού δικαίου. Μολονότι γινόταν δεκτό ότι ο δικαστής οφείλει να ερμηνεύει τον νόμο και όχι απλώς να ακολουθεί τα δικαστικά προηγούμενα, παρόλα αυτά καλό θα ήταν να ληφθούν υπόψη. Η πρακτική αυτή οδήγησε στη δημιουργία νομολογιακών εθίμων τα οποία συγκέντρωναν στοιχεία εθιμικού και ρωμαϊκού δικαίου. Με τον τρόπο γίνεται διάκριση μεταξύ τοπικού εθίμου περιοχής και ρωμαϊκού δικαίου.  Το θέμα απασχόλησε τους νομικούς της εποχής του 17ου αιώνα. Άρα η υποδοχή του ρωμαϊκού δικαίου δεν σήμαινε την χωρίς άλλο εφαρμογή του αλλά εφαρμοζόταν εφόσον δεν προσκρούει σε τοπική πρακτική ή σε αναγνωρισμένο έθιμο. Κατά τον 18ο αιώνα το ρωμαϊκό δίκαιο εμπλέκεται στο κίνημα των Διαφωτιστών οι οποίοι υποστήριζαν ότι η βούληση και μόνο του μονάρχη είναι αρκετή για να τεθεί ένα σαφές και ορθολογικό σύνολο δικαιικών κανόνων απαλλαγμένο από τοπικές διαφοροποιήσεις και το αμάλγαμα ρωμαϊκών και εθιμικών διατάξεων. Ο κώδικας ερχόταν να αντικαταστήσει ξεπερασμένους κανόνες με διατάξεις προσαρμοσμένους στην εποχή. Το ρωμαϊκό δίκαιο στα τέλη του 18ου αιώνα έπαυσε να θεωρείται διαχρονικό κοινό δίκαιο αλλά δίκαιο μιας αρχαίας κοινωνίας. Στον παραγκωνισμό του Πανδέκτη συνέβαλε και η επιτυχία του έργου του Montesquieu «περί του πνεύματος των νόμων» ο οποίος υποστήριζε ότι οι νόμοι δεν μπορούν να είναι παγκόσμιοι, συνδέονται με το κλίμα, τις οικονομικές συνθήκες, τις παραδόσεις, τη θρησκεία κ.ο.κ. που επικρατούν σε μια συγκεκριμένη κοινωνία. Αν και ανέτρεχε στο ρωμαϊκό δίκαιο δεν υπήρχε αμφισβήτηση ότι το ρωμαϊκό δίκαιο αφορούσε το δίκαιο μιας αρχαίας κοινωνίας. Ήδη πριν ολοκληρωθούν οι ευρωπαϊκές κωδικοποιήσεις κατά τον 19ο αιώνα το ρωμαϊκό δίκαιο είχε παύσει να είναι πηγή άντλησης νομικών απόψεων. Την ίδια εποχή ο Goethe παρατηρούσε ότι το ρωμαϊκό δίκαιο είναι σαν τη πάπια: άλλοτε είναι εμφανές και κολυμπά στην επιφάνεια του νερού, ενώ άλλοτε είναι αφανές και κολυμπά στα βάθη, πάντοτε όμως είναι παρόν. Το ρωμαϊκό δίκαιο επανεμφανίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα ως αντίδραση των κωδικοποιήσεων και των συνεπειών τους ως προς την έννοια και το περιεχόμενο του δικαίου.  Εκτιμώντας ότι το δίκαιο ενός λαού αποτελεί το σημαντικότερο τμήμα της ιστορίας του, ο Gibbon διαίρεσε το χιλιετές ρωμαϊκό δίκαιο (από τον Δωδεκάδελτο μέχρι τον Ιουστινιανό) σε τρεις ιστορικές περιόδους με σημαντικότερη την μεσαία, την περίοδο της κλασικής επιστήμης. Το κεφάλαιο μεταφράστηκε στα γερμανικά από τον  Hugo ο οποίος θεωρούσε ότι ο Gibbon δεν ακολούθησε αρχαιογνωστική προσέγγιση αλλά προσπάθησε να συνδέσει τις έννομες καταστάσεις με τις συγκεκριμένες ιστορικές κοινωνικές συνθήκες σύμφωνα με τη μέθοδο του Montesquieu. Η αξία του ρωμαϊκού δικαίου δεν βρίσκεται στη ρωμαϊκή νομοθεσία αλλά στις διαφωνίες μεταξύ των ρωμαϊκών νομικών. Ο Savigny διαπίστωσε ότι διατάξεις του ρωμαϊκού δικαίου εφαρμόζονταν πριν αναβιώσει η μελέτη των ρωμαϊκών κειμένων. Μετά την αποκάλυψη αυτή η ιουστινιάνεια κωδικοποίηση έπαυσε να αποτελεί μοναδική πηγή για τη γνώση του ρωμαϊκού κλασικού δικαίου. Οι Γερμανοί ρωμαϊστές του 19ου αιώνα δεν ενδιαφέρθηκαν να μάθουν με ποιο τρόπο οι Σχολιαστές κατάφεραν να προσαρμόσουν το ρωμαϊκό δίκαιο στις ανάγκες της εποχής τους. Αρχές του 19ου αιώνα οι ρωμαϊστές στρέφουν το ενδιαφέρον τους προς την προετοιμασία ενός αστικού κώδικα  που ολοκληρώνεται το 1900. Η προσφορά του έργου των Πανδεκτιστών στον γερμανικό αστικό κώδικα υπήρξε τεράστια. Το ρωμαϊκό δίκαιο επέδρασε στις σύγχρονες έννομες τάξεις κατά τρόπο διττό: κατά τρόπο άμεσο, με την ενσωμάτωση ρωμαϊκής προέλευσης διατάξεων από τους νεότερους νομοθέτες αλλά και εμμέσως, μέσω της θεμελίωσης στη ρωμαϊκή νομική επιστήμη αρχών αναγκαίων για την λειτουργία της ατομιστικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα.