Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ 2011-2012 ΘΕΜΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Συγκρίνεται την απόλυτη με την συνταγματική μοναρχία. Αναφέρατε παραδείγματα.

Απάντηση:

Η απόλυτη μοναρχία είναι το πιο συχνό φαινόμενο στην Ευρώπη, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Σε αυτήν την περίπτωση ο μονάρχης κατέχει όλη την δύναμη στο κράτος. Ο κλήρος και οι ευγενείς χάνουν την δύναμη τους. Το πιο γνωστό παράδειγμα για έναν απόλυτο μονάρχη είναι ο Βασιλιάς Ήλιος Λουδοβίκος ΙΔ΄. Σήμερα οι απόλυτες μοναρχίες είναι λίγες και αυτές είναι το Μπρουνέι, το Βατικανό, η Σαουδική Αραβία, το Μπουτάν, καθώς και άλλα αραβικά κράτη στον Περσικό κόλπο.

Η Συνταγματική μοναρχία είναι μια μορφή πολιτεύματος που καθιερώνεται στο πλαίσιο ενός συνταγματικού συστήματος που αναγνωρίζει έναν εκλεγμένο ή κληρονομικό μονάρχη ως αρχηγό κράτους, σε αντιδιαστολή με μια απόλυτη μοναρχία, όπου ο μονάρχης διατηρεί την απόλυτη εξουσία. Η διαδικασία της διακυβέρνησης και του νόμου μέσα σε μια συνταγματική μοναρχία είναι συνήθως πολύ διαφορετική από αυτήν που παρατηρείται σε μια απόλυτη μοναρχία.

Οι σύγχρονες συνταγματικές μοναρχίες εφαρμόζουν συνήθως την έννοια trias politica ή «το χωρισμό των δυνάμεων», όπου ο μονάρχης είτε είναι ανώτατη Αρχή του εκτελεστικού κλάδου είτε έχει απλά έναν εθιμοτυπικό ή συμβολικό ρόλο και επί των τριών βασικών λειτουργιών μας Πολιτείας.
Στις Συνταγματικές Μοναρχίες υπάρχει Πρωθυπουργός ώς Πρόεδρος της Κυβέρνησης και ασκεί εκτελεστική εξουσία, αλλά ο Μονάρχης εξακολουθεί να έχει πολιτικές , εκτελεστικές, εξουσίες τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιήσει σύμφωνα με τις δυνατότητες που του παρέχουν σχετικά άρθρα του υφιστάμεου Συντάγματος.
Έχουν υπάρξει Συνταγματικές Μοναρχίες με χαρακτήρα φασιστικό (ή σχεδόν-φασιστικά), όπως συνέβη στην ΙταλίαΙαπωνία και Ισπανία, ή και με στρατιωτικές δικτατορίες, όπως είναι αυτήν την περίοδο η περίπτωση στην Ταϊλάνδη.
Ιστορικά οι Συνταγματικές Μοναρχίες είναι η εξέλιξη της Απόλυτων Μοναρχιών και εξελίσονται συνήθως σε Βασιλευόμενες Κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες και σπανιότερα σε κάποιο τύπο αβασίλευτης δημοκρατίας (Προεδρευόμενη ή Προεδρική Δημοκρατία).
Συνταγματικές Μοναρχίες σήμερα είναι:

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΕΥΧΟΜΑΙ ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!!!!!!

Εγώ παιδιά πάλι δεν τα κατάφερα, ήμουν πολύ κουρασμένη αυτές τις ημέρες, κόλλησα και δεν θυμήθηκα όλα αυτά που έπρεπε να γράψω στην ιστορία δικαίου. Θα έρθω αύριο στο συνταγματικό αλλά σίγουρα θα τα ξαναπούμε με όσους δεν περάσουν σαν και μένα του χρόνου. Του χρόνου τελικά θα είναι η ένατη φορά που δίνω.... δεν πειράζει! Χαλάλι... Αλλά τώρα πια έχω αρκετές σημειώσεις για να διαβάσω και εγώ.. Παιδιά μην αμελήσετε μόλις τελειώσουν τα Χριστούγεννα και άντε ο Γενάρης για να βγουν τα αποτελέσματα, κανονίστε αν δεν δείτε το όνομά σας στους επιτυχόντες -που το εύχομαι ολόψυχα- θα ήθελα να μου το γράψετε.. να αρχίσετε από Φλεβάρη οπωσδήποτε το διάβασμα. Ο τελευταίος μήνας ή δίμηνο δεν φτάνει για να δώσουμε εξετάσεις.. Φιλιά πολλά και ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!!!!!

Δ ΜΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΛΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!!


Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ
Η de facto Κυβέρνηση Καραμανλή
Στη λεγόμενη «Κυβέρνηση εθνικής ενότητας» υπουργοί διορίζονται πολιτικοί από την ΕΡΕ και την ΕΚ και προσωπικότητες οπυ έχουν διακριθεί στην αντίθεση προς τη δικτατορία. Ως αντιπρόεδρος και υπουργός εξωτερικών διορίζεται ο κεντρώος Γ. Μαύρος. Αφού ο θεμελιώδης κανόνας της έννομης τάξης είναι τώρα η λαϊκή κυριαρχία, οι πράξεις που έγιναν εναντίον της δικτατορίας και υπέρ της δημοκρατίας δεν αποτελούν πλέον εγκλήματα.
Την 1η Αυγούστου 1974, εκδίδεται η πρώτη συντακτική πράξη της de facto περιόδου. Αυτή η συντακτική πράξη καταργεί το Σύνταγμα της δικτατορίας και  ξαναθέτει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952.  Ο Γκιζίκης παραμένει στη θέση του  μέχρι το δημοψήφισμα. Ο Καραμανλής και η Κυβέρνησή του αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα, αλλά επιδεικνύουν σωφροσύνη και πολιτική δεξιοτεχνία. Η εγκαθίδρυση κράτους δικαίου προϋποθέτει λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος με εκλογές, λύση του πολιτειακού, ψήφιση νέου Συντάγματος και κάθαρση του άγους της δικτατορίας, ζητήματα αλληλένδετα. Η μέθοδος που επιλέγεται είναι η ψήφιση Συντάγματος από εκλεγμένη συνέλευση και η απομόνωση του πολιτειακού, για το οποίο αποφαίνεται ο λαός με δημοψήφισμα.
Οι δύο λαϊκές ετυμηγορίες
Ο δρόμος προς τις εκλογές ξεκινά με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Η κατάσταση πολιορκίας αίρεται. Οι εκλογές (17 Νοεμβρίου 1974) διεξάγονται υποδειγματικά με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής χωρίς +1 και για πρώτη φορά προβλέπονται βουλευτές Επικρατείας.
Το δημοψήφισμα που διεξάγεται στις 8 Δεκεμβρίου 1974 πριν από την εναρκτήρια συνεδρίαση της Βουλής, βρίσκει το πολιτειακό λυμένο, 69,78% των εγκύρων ψηφοδελτίων αναγράφουν «Αβασίλευτη δημοκρατία» και 30,82% «Βασιλευόμενη δημοκρατία».
Η Ε Αναθεωρητική Βουλή όπως αυτονομάστηκε είναι και αυτή συντακτική.
Οι συντακτικές εργασίες
Η διαδικασία επεξεργασίας του νέου Συντάγματος ξεκινά  με σχέδιο που η Κυβέρνηση συντάσσει, δίνει στον Τύπο και καταθέτει στη Βουλή. Το νέο Σύνταγμα το υπογράφει ο πρόεδρος της Βουλής, το δημοσιεύει ο προσωρινός ΠτΔ στην ΕτΚ με διάταγμα προσυπογεγραμμένο από τον πρόεδρο και τα μέλη το υπουργικού συμβουλίου και ισχύει από 11 Ιουνίου 1975.
Η απόκτηση νέου Συντάγματος συμβολίζει την ολοκλήρωση της νομικής ασφάλειας και της σταθερότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η εκπόνηση του συνταγματικού κειμένου
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ο Κ.Παπακωνσταντίνου συντάσσει δύο ανέκδοτα σχέδια Συντάγματος, το ένα με κληρονομικό αρχηγό του κράτους και το άλλο με αιρετό. Χωρίς μεγάλη πιθανότητα σφάλματος, θα πρόκειται για επεξεργασία του Συντάγματος του 1952 με προσθήκη ιδεών κυρίως από τη «Βαθειά Τομή» και το σχέδιο Μανιάτη. Βάση του κυβερνητικού σχεδίου αποτελεί το δεύτερο κείμενο Παπανσταντίνου. Ορισμένα σημεία του τα επεξεργάζεται ο Κ. Τσάτσος και στα μεγάλα ζητήματα επεμβαίνει ο ίδιος ο Καραμανλής.
Κατά τη συζήτηση του κειμένου γίνονται δεκτές πολλές τροπολογίες. Πριν όμως ολοκληρωθεί η διαδικασία η αντιπολίτευση αποχωρεί από τη συζήτηση των λίγων άρθρων που απομένουν και αφορούν προεδρικές αρμοδιότητες.
Το Σύνταγμα στο σύνολο του το ψηφίζουν μόνο οι βουλευτές της Ν.Δ.
Το Σύνταγμα του 1975 βασίζεται στο Σύνταγμα του 1952 αλλά έχει και πρωτότυπες ρυθμίσεις. Για ορισμένες διατάξεις έχουν ληφθεί υπόψη ιδίως το Σύνταγμα του 1927 και τα Συντάγματα της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας.
Το Σύνταγμα του 1975
Μοιάζει με το Σύνταγμα του 1982 και προβλέπει αρχηγό του κράτους που εκλέγεται έμμεσα με πρωτότυπο τρόπο, είναι απαλλαγμένο από τις δουλείες των εμφύλιων συγκρούσεων και περιέχει πολλές νέες διατάξεις που εκφράζουν τη σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία με κοινωνικό περιεχόμενο.
Το νέο Σύνταγμα προβλέπει εξορθολογισμένο κοινοβουλευτικό σύστημα με μονήρη βουλή και διατυπώνει ρητά την αρχή της δεδηλωμένης. Ιδρύει και δεύτερο νομοθετικό όργανο,  που αποτελούν ο ΠτΔ και το υπουργικό συμβούλιο, για την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου. Προβλέπει συμβουλευτικό δημοψήφισμα και τον θεσμό των νόμων – πλαισίων. Επιτρέπει βουλευτές Επικρατείας και την άσκηση του νομοθετικού έργου σε Τμήματα της Βουλής. Ιδρύει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και ανάγει τα φορολογικά δικαστήρια σε τακτικά διοικητικά. Επιτρέπει την ίδρυση περισσότερων βαθμίδων στην τοπική αυτοδιοίκηση. Προβλέπει εφικτή διαδικασία για τη συνταγματική αναθεώρηση με πολύ λόγους ουσιαστικούς περιορισμούς. Το εξαιρετικά επιτυχές άρθρο 28 θεσπίζει την υπεροχή του διεθνούς δικαίου έναντι του νόμου και επιτρέπει, υπό όρους, την αναγνώριση συνταγματικών αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών και τη θέσπιση περιορισμών στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας. Ακόμη περισσότερο, διευκολύνει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Για πρώτη φορά υπάρχει συνταγματική ρύθμιση για τα πολιτικά κόμματα. Μετά την εμπειρία της δικτατορίας, ενισχύεται η προστασία  των ατομικών δικαιωμάτων τόσο με γενικές ρήτρες όσο και με ειδικές διατάξεις. Προβλέπονται ορισμένα κοινωνικά δικαιώματα. Έχει διαγραφεί η διάταξη για την επίσημη γλώσσα του κράτους. Τέλος το Σύνταγμα διατυπώνει ρητά δικαίωμα αντιστάσεως και μάλιστα προσθέτει αντίστοιχη υποχρέωση.
Η ρήξη με αφορμή τις προεδρικές αρμοδιότητες
Κανένα κόμμα δεν είχε συγκροτημένες απόψεις για το νέο Σύνταγμα. Η αντιπολίτευση εντοπίζει την κριτική της σε ότι χαρακτηρίζει γενικώς προεδρικές υπερεξουσίας δηλαδή προεδρικές αρμοδιότητες χωρίς προσυπογραφή. Ποιες όμως ήταν στο κυβερνητικό σχέδιο και ποιες τελικά μπήκαν στο Σύνταγμα του 1975;
Με το κυβερνητικό σχέδιο ο ΠτΔ δεσμευόταν με την αρχή της δεδηλωμένης μόνο στον πρώτο διορισμό πρωθυπουργού μετά τις εκλογές και όχι αργότερα. Επίσης το σχέδιο εξαιρούσε την παύση του πρωθυπουργού  από την υπουργική προσυπογραφή. Ο Πρόεδρος θα μπορούσε να παύσει τον λαοπρόβλητο πρωθυπουργό και να διορίσει στη θέση του οποιονδήποτε, τον κηπουρό του όπως λέγανε. Ο νέος πρωθυπουργός θα μπορούσε μάλιστα να προσυπογράψει διάταγμα που θα κήρυσσε κατάσταση πολιορκίες, οπότε θα καταλήγαμε σε προεδρική δικτατορία.
Να όμως που τελικά το κείμενο του Συντάγματος δεν περιέχει τις διατάξεις που στηριζόταν σε αυτό το σενάριο. Έτσι η αρχή της δεδηλωμένης ισχύει σε όλη τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, δηλαδή από τις εκλογές έ3ως τη διάλυση της βουλής ή τη λήξη της θητείας της. Ακόμη περισσότερο οι ρυθμίσεις του 1975 καθιστούν νομικά αδύνατη την παύση της κυβερνήσεως, εφόσον δεν έχει αλλάξει η δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της βουλής στο πρόσωπο του πρωθυπουργού.
Η κάθαρση
Οι πρωταίτιοι της δικτατορίας παραπέμπονται στην τακτική δικαιοσύνη και καταδικάζονται για στάση και εσχάτη προδοσία. Προηγουμένως ο Άρειος Πάγος θεωρεί ότι η εσχάτη προδοσίας είναι έγκλημα στιγμιαίο και όχι διαρκές. Έτσι διώκονται ποινικά μόνο όσοι έδρασαν την 21η Απριλίου και όχι όσοι έλαβαν μετέπειτα μέρος σε Κυβερνήσεις ή ανέλαβαν άλλα αξιώματα. Επίσης δίκη γίνεται και για τα επεισόδια του Πολυτεχνείου (ανθρωποκτονίες) και δύο δίκες για βασανιστήρια στην ΕΣΑ.
Η Ελλάς ίσως είναι η μόνη χώρα στην οποία μετά από δικτατορία επιβάλλεται ποινικός κολασμός έστω και σε περιορισμένη έκταση.

ΟΙ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
Η αναθεώρηση του 1986
Το Σύνταγμα του 1975 αναθεωρείται δύο φορές με τήρηση της σχετικής διαδικασίας. Όλες οι διατάξεις που αναθεωρούνται το 1986 αφορούν τον ΠτΔ ιδίως τις πράξεις του χωρίς υπουργική προσυπογραφή. Συγκεκριμένα διαγράφονται αφενός η διάταξη για διάλυση της βουλής για προφανή δυσαρμονία της βουλής προς το λαϊκό αίσθημα και η δυνατότητα να παύεται η Κυβέρνηση. Έτσι φαίνεται ο Πρόεδρος δεν μπορεί να συγκρουστεί με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Όμως ακόμη και μετά την αναθεώρηση του 1986 ο ΠτΔ διαθέτει πάντοτε το φοβερότερο και αποτελεσματικότερο νομικό όπλο, την παραίτησή του.
Η αναθεώρηση του 2001
Είναι προϊόν συνεργασίας ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Η διαδικασία ξεκινά το 1995 αλλά ματαιώνεται με τη διάλυση της βουλής το 1996. Τον Ιούνιο του 1997 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και βουλευτές της ΝΔ υποβάλλουν δύο προτάσεις για αναθεώρηση του Συντάγματος οι οποίες γενικώς δεν συγκρούονται.
Η αναθεώρηση του 2001 τροποποιεί τουλάχιστον το ένα τρίτο των άρθρων του Συντάγματος αλλά σε δευτερεύοντα θέματα. Μπαίνουν στο Σύνταγμα πολλές ρυθμίσεις που ήδη υπήρχαν σε κατώτερο επίπεδο πχ απαγόρευση θανατικής ποινής. Οι νέες ρυθμίσεις είναι γενικώς λεπτομερείς και τις βρίσκουμε σε όλο το φάσμα το τυπικού Συντάγματος αλλά συχνά δεν ανήκουν στο ουσιαστικό. Το Σύνταγμα γίνεται ογκώδες.
Με την αναθεώρηση του 2001 ορίζεται το ασυμβίβαστο για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων και την άσκηση δραστηριοτήτων ΜΜΕ κάτι που υπήρχε ήδη στο επίπεδο του νόμου.  Ορίζεται μάλιστα αμάχητο τεκμήριο διαπλοκής για συγγενείς.
Δημοσίευση και μεταφορά στη δημοτική
Και το 1986 και το 2001 οι αναθεωρημένες διατάξεις του Συντάγματος δημοσιεύονται στην ΕτΚ με ψήφισμα της αναθεωρητικής βουλής. Το υπογράφει μόνο ο πρόεδρος της και όχι ο ΠτΔ που δεν μετέχει στην αναθεώρηση. Το συναρμολογημένο κείμενο του Συντάγματος δημοσιεύεται με πράξη προέδρου βουλής.
Η απόφαση με την οποία η βουλή καθορίζει τις αναθεωρητέες διατάξεις πριν από τις εκλογές του 2000 δεν αναφέρει τίποτε για μεταφορά στη δημοτική αλλά το Β ψήφισμα δεν περιλαμβάνει κανένα νέο κανόνα δικαίου.
Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ του αρχικού κειμένου του Συντάγματος και του κειμένου στη δημοτική επικρατεί το αρχικό κείμενο (Β ψήφισμα).
Η ευρωπαϊκή πορεία
Το 1967 η πορεία αυτή αναστέλλεται εξαιτίας της δικτατορίας. Μόλις αποκαθίσταται η δημοκρατία, ο Καραμανλής προσανατολίζει εξωτερικώς την Ελλάδα προς τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η συνθήκη για τν ένταξη υπογράφεται στην Αθήνα στις 27 Μαΐου του 1978 και τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1981.
Πριν  τις εκλογές του 1981 το ΠΑΣΟΚ αμφισβητεί έντονα την προσχώρηση.
Τώρα η Ελλάς συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών που υποστηρίζουν θερμά την ευρωπαΙκή ενοποίηση.
Η νέα συνταγματική πραγματικότητα
Το Σύνταγμα του 1975 που έχει αιρετό αρχηγό του κράτους, προβλέπει πολίτευμα παρόμοιο με του Συντάγματος του 1952,  η νέα όμως συνταγματικότητα διαφέρει ριζικά από την προδικτατορική.
Η δικτατορία ήταν στην Ελλάδα σχετικά σύντομη (7 χρόνια) και τελειώνει με εθνική καταστροφή. Στην Ελλάδα η δημοκρατία λειτουργεί από τον 19ο αιώνα υφίσταται  δύο μεγάλους κλυδωνισμούς με τους παγκόσμιους πολέμους δηλαδή από εξωτερικές αιτίες, και οι δικτατορίες αποτελούν παρενθέσεις.
Στο κομματικό επίπεδο η απρόσκοπτη πλέον λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών και το ότι η δικτατορία, όπως και να το κάνουμε, ήταν δεξιά ευνοούν τους βενιζελικούς.
Το ΠΑΣΟΚ δεσπόζει 23 χρόνια (1981-2004). Η ΝΔ μαζί με την ενιαία τότε Αριστερά (ΚΚΕ και Συνασπισμό), το εκτοπίζει 1989-1993 μόνο χρησιμοποιώντας τις διατάξεις για την ποινική ευθύνη υπουργών αλλά ύστερα το ΠΑΣΟΚ επανέρχεται ανανεωμένο. Αργότερα η φθορά του επιτρέπει τον σχηματισμό πλειοψηφίας ΝΔ το 2004.
Το σημαντικότερο από όλα είναι η εναλλαγή στην εξουσία λειτουργεί.





































Ο ΛΑΟΣ

ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΩΜΑ
Τι είναι ο λαός
Στο δημοκρατικό μας πολίτευμα ο λαός είναι το κυρίαρχο όργανο. Το Σύνταγμα δεν αναφέρει ρητά ότι ο λαός είναι όργανο του κράτους, τούτο όμως συνάγεται από την καθολική ψηφοφορία. Το Σύνταγμα αναθέτει αρμοδιότητες στον λαό και με την λαϊκή κυριαρχία τον καθιστά κυρίαρχο όργανο.
Ο λαός είναι όργανο συλλογικό  και αυτοτελές (ή απλό).
Συγκρότηση
Ο λαός εκφράζεται πάντοτε με την καθολική ψηφοφορία Συνεπώς εκλογικό δικαίωμα έχουν όλοι οι πολίτες αλλά το Σύνταγμα επιτρέπει στον νόμο να θεσπίσει εξαιρέσεις.
Τον λαό εν στενή έννοια τον αποτελούν όλοι όσοι έχουν την ελληνική ιθαγένεια με τρεις εξαιρέσεις. Στερούνται το δικαίωμα ψήφου όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, όσοι βρίσκονται σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση και όσοι έχουν αμετάκλητα καταδικασθεί ποινικά σε στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για όσο χρόνο διαρκεί αυτή η στέρηση.
Αρμοδιότητες
Το Σύνταγμα δίνει στον λαό δύο αρμοδιότητες, να εκλέγει τους βουλευτές και να εκφράζει τη βούλησή του σε δημοψήφισμα. Ο νόμος προσθέτει Τρίτη αρμοδιότητα, την εκλογή των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Το Σύνταγμα δεν προβλέπει ρητά καθολική ψηφοφορία στο δημοψήφισμα. Αυτή όμως συνάγεται εύκολα από την έννοια του δημοψηφίσματος. Ο νόμος δεν μπορεί να το αναθέσει σε άλλο όργανο εκτός από τον λαό.
Οι εκλογικοί κατάλογοι
Το εκλογικό δικαίωμα μπορεί κανείς να το ασκήσει μόνο ύστερα από ορισμένες διατυπώσεις. Το δικαίωμα του εκλέγειν έχουν σε κάθε εκλογική περιφέρεια μόνο όσοι είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους των δήμων και κοινοτήτων της εκλογικής περιφέρειας. Οι εκλογικοί κατάλογοι είναι ένα μέσο για τη γνησιότητα της ψηφοφορίας. Η εγγραφή δεν δημιουργεί το δικαίωμα, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για την άσκησή του.
Οι εκλογικοί κατάλογοι καταρτίζονται κατά δήμους και κοινότητες με βάση τα οικεία δημοτολόγια και τηρούνται στο υπουργείο εσωτερικών. Η εγγραφή είναι υποχρεωτική. Το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας μπορεί, με βάση ειδικούς καταλόγους, να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα στον δήμο ή στην κοινότητα όπου είτε είναι εγγεγραμμένο είτε υπηρετεί. Οι ετεροδημότες μπορούν να ψηφίζουν στον τόπο διαμονής του με ειδικούς καταλόγους. Ναυτικοί που υπηρετούν σε πλοίο με ελληνική σημαία και κατά την ημέρα των εκλογών ευρίσκονται σε ελληνικό λιμάνι δήμου όπου δεν είναι εγγεγραμμένοι ψηφίζουν εκεί με βάση κατάσταση που συντάσσει ο πλοίαρχος. Τα εκλογικά βιβλιάρια έχουν καταργηθεί. Οι εκλογικοί κατάλογοι είναι ενιαίοι άρα και τα εκλογικά τμήματα. Οι δήμοι χωρίζονται σε εκλογικά διαμερίσματα και όχι σε ενορίες.
Τα χαρακτηριστικά της ψήφου
Η ψήφος του λαού είναι άμεση, καθολική, μυστική, ατομική, ίση, προσωπική και υποχρεωτική. Για να διασφαλίσει τη μυστικότητα της ψήφου, η εκλογική νομοθεσία περιλαμβάνει πολλές ειδικές διατάξεις και η σχετική νομολογία του ΑΕΔ είναι απαιτητική.
Την ατομικότητα τη θεσπίζει η διάταξη ότι οι βουλευτές εκλέγονται από τους πολίτες.
Η ισότητα της ψήφου συνάγεται από τη γενική αρχή της ισότητας.
Την προσωπική ψήφο προβλέπει η εκλογική νομοθεσία.
Αφού η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική, η ψήφος είναι και δικαίωμα και λειτούργημα.
Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα  σε ολόκληρη την Επικράτεια.

ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
Λαός και κόμματα
Εφόσον τα κόμματα συμβάλουν στον σχηματισμό της πολιτικής βουλήσεως του λαού, το ελληνικό δίκαιο τα αναγνώρισε πρώτα με την αναλογική και ορίζοντας ότι οι επιτροπές της βουλής συγκροτούνται κατά αναλογία της δυνάμεως των κομμάτων, δηλαδή των κοινοβουλευτικών ομάδων.
Το ισχύον Σύνταγμα αφιερώνει στα κόμματα ειδικό άρθρο, που εντάσσεται στο μέρος «Οργάνωση και λειτουργίες της Πολιτείας» και έχει περιορισμένο αντικείμενο. Ιδρύει ειδικό δικαίωμα των Ελλήνων να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, Απαγορεύονται ορισμένες εκδηλώσεις όμως υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων σε ομάδες πολιτών που βρίσκονται μέσα στον κρατικό μηχανισμό πχ δικαστικούς, ενόπλους, δημοσίους κλπ.
Η ρύθμιση με νόμο
Τα κόμματα αποκτούν νομική προσωπικότητα μόλις το 2002. Το πολιτικό κόμμα πριν αναλάβει δραστηριότητα καταθέτει ιδρυτική δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Τη δήλωση καταθέτει ο Πρόεδρος ή η Διοικούσα Επιτροπή του και σε αυτή αναφέρεται ότι η οργάνωση και η δράστη του εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, δηλαδή επαναλαμβάνεται η σχετική συνταγματική διάταξη. Πολιτικό κόμμα δεν ιδρύεται χωρίς τη δήλωση.
Το Σύνταγμα δεν περιέχει κανόνες για την εσωτερική οργάνωση των κομμάτων. Προβλέπει ρυθμίσεις για τα οικονομικά τους και έτσι μπορούν να επιβληθούν εμμέσως ορισμένοι κανόνες για τη δομή τους. Η κρατική χρηματοδότηση διακρίνεται σε τακτική και εκλογική. Η τακτική καταβάλλεται κατά έτος και ανέρχεται σε 1,02% των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Η εκλογική καταβάλλεται κάθε φορά που διεξάγονται βουλευτικές ή ευρωπαϊκές  εκλογές και ανέρχεται σε 0,22% των τακτικών εσόδων του προϋπολογισμού του έτους των εκλογών.
Ο έλεγχος των οικονομικών κομμάτων και υποψηφίων ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου. Την αποτελούν ένας αντιπρόεδρος της Βουλής, ως πρόεδρος, εκπρόσωποι των κομμάτων και ένας αρεοπαγίτης, ένας σύμβουλος της Επικρατείας και ένας σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Το ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπει δυνατότητα διαλύσεως πολιτικού κόμματος με απόφαση κρατικού οργάνου. Τα κόμματα διαλύονται αποκλειστικώς μόνα τους.














Η ΒΟΥΛΗ


Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ
Τι είναι η βουλή
Η βουλή είναι άμεσο συλλογικό όργανο του κράτους, απολαμβάνει το τεκμήριο της αρμοδιότητας, αποτελεί το κανονικό νομοθετικό όργανο και ψηφίζει τους νόμους. Δρα αυτοτελώς  με μόνη εξαίρεση το νομοθετικό δημοψήφισμα.
Οι κύριες αρμοδιότητες της βουλής είναι δύο, να ψηφίζει τους νόμους και τον προϋπολογισμό του κράτους και να ελέγχει την Κυβέρνηση και διαμέσου των υπουργών όλη την εκτελεστική εξουσία.
Ο αριθμός των βουλευτών και οι εκλογικές περιφέρειες
Ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται με νόμο, δεν μπορεί όμως να είναι μικρότερος από 200 ούτε μεγαλύτερος από 300. Ο νόμος ορίζει τον μέγιστο αριθμό, τριακοσίους που είναι  μάλλον υπερβολικός για τον πληθυσμό της χώρας.
Οι βουλευτικές έδρες κατανέμονται σε εκλογικές περιφέρειες. Εκτός όμως από τους βουλευτές που εκλέγονται ανά περιφέρειες μπορεί να εκλέγεται ενιαίως σε ολόκληρη την Επικράτεια, σε συνάρτηση με τη συνολική εκλογική δύναμη του κάθε κόμματος στην Επικράτεια, όπως νόμος ορίζει. Ο νόμος μπορεί να μην προβλέπει βουλευτές Επικρατείας, αλλά από το 1974 προβλέπει παγίως.
Οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο. Περιφέρεια για την εκλογή βουλευτών ορίζεται ο νομός αλλά κατά εξαίρεση ο νόμος Αττικής διαιρείται σε πέντε εκλογικές περιφέρειες και ο νομός Θεσσαλονίκης σε δύο. Οι 288 έδρες που απομένουν μετά την αφαίρεση των 12 εδρών Επικρατείας, κατανέμονται στις εκλογικές περιφέρειες.
Το διάταγμα αναλογισμού των βουλευτικών εδρών, όπως λέγεται, εκδίδεται πριν από κάθε γενικές εκλογές.
Από την αναθεώρηση του 2001 το Σύνταγμα δεν προβλέπει μόνο ότι το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο αλλά και ότι αυτός ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
Το εκλογικό σύστημα
Το ισχύον εκλογικό σύστημα δεν εφαρμόσθηκε στις εκλογές του 2004, τις επόμενες από την ψήφισή του, διότι δεν ψηφίστηκε με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Είναι και αυτό σύστημα ενισχυμένης αναλογικής.
Τα λευκά ψηφοδέλτια δεν προσμετρούνται στα έγκυρα. Η ρύθμιση όμως αυτή είναι αντισυνταγματική. Η νομολογία  θεωρεί ότι τα λευκά είναι έγκυρα, επειδή αποδοκιμάζουν όλους τους υποψηφίους, και ότι πρέπει να υπολογίζονται στην εξαγωγή του εκλογικού μέτρου. Ειδεμή, θίγεται η ισότητα της ψήφου και η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής βούλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας.
Όταν τα λευκά θεωρούνται έγκυρα, επιδρούν στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Οι 260 έδρες στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι 12 Επικρατείας κατανέμονται αναλογικά στους εκλογικούς σχηματισμούς σε επίπεδο επικρατείας κατά το σύστημα Χάγκενμπαχ – Μπίσοπ χωρίς +1. Οι αδιάθετες 40 κατανέμονται με σχετική πλειοψηφία δηλαδή παραχωρούνται όλες σε όποιο σχηματισμό έρθει πρώτος στην επικράτεια.
Ο εκλογέας μπορεί να εκφράσει την προτίμησή του υπέρ υποψηφίων του συνδυασμού, σημειώνοντας στο ψηφοδέλτιο σταυρό προτίμησης παραπλεύρως του ονόματός του.
Η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας
Το εκλογικό σύστημα δεν μπορεί να δώσει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτικών εδρών στο δεύτερο σε ψήφους κομματικό σχηματισμό ή με άλλα λόγια να μετατρέψει την πλειοψηφία των ψήφων σε μειοψηφία των εδρών.

ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ
Α. Ποιοι αναδεικνύονται
Τα προσόντα εκλογιμότητας
Τα προσόντα είναι δύο, η νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν και η ηλικία των 25 ετών.
Τα είδη των κωλυμάτων εκλογιμότητας
Πρόσωπα που έχουν τα προσόντα εκλογιμότητας δεν μπορούν να εκλεγούν όταν έχουν επί πλέον ορισμένες ιδιότητες. Με άλλα λόγια, στα θετικά προσόντα εκλογιμότητας προστίθεται η απουσία κωλύματος. Κάθε κώλυμα είναι είτε απόλυτο είτε σχετικό.  Το απόλυτο δεν αίρεται με κανένα τρόπο, ενώ το σχετικό είτε αίρεται με παραίτηση του ενδιαφερόμενου είτε αφορά μόνο ορισμένες εκλογικές περιφέρειες (τοπικό κώλυμα). Όλα τα κωλύματα πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
Το απόλυτο κώλυμα
Είναι μόνο ένα : Πολιτικοί υπάλληλοι και στρατιωτικοί γενικά που έχουν κατά το νόμο αναλάβει υποχρέωση να παραμείνουν στην υπηρεσία για ορισμένο χρόνο, δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές όσο διαρκεί η υποχρέωσή τους.
Τα σχετικά κωλύματα που αίρονται με παραίτηση
Έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι και υπάλληλοι, άλλοι υπάλληλοι του Δημοσίου, υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, υπάλληλοι ΟΤΑ ή άλλων ΝΠΔΔ, αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των ΟΤΑ, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή δημοσίων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος επιχειρήσεων των ΟΤΑ δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές, αν δεν παραιτηθούν πριν από την ανακήρυξη τους ως υποψηφίων. Η παραίτηση συντελείται με μόνη τη γραπτή υποβολή της. Αποκλείεται η επάνοδος στην Υπηρεσία των στρατιωτικών ώστε να μη διαταράσσεται η πειθαρχία στο στράτευμα. Αντίθετα οι πολιτικοί υπάλληλοι επανέρχονται οπότε η παραίτησή τους λίγα προσφέρει.
Τα τοπικά κωλύματα
Αυτά δεν αίρονται με παραίτηση. Δεν μπορούν να εκλεγούν υποψήφιοι ούτε βουλευτές όσοι υπηρέτησαν σε εκλογική περιφέρεια μέσα στους τελευταίους 18 μήνες της τετραετούς βουλευτικής περιόδου. Τα κωλύματα ισχύουν  μόνο για όσους υπηρέτησαν τους τελευταίους 18 μήνες  πριν από το χρονικό σημείο κατά το οποίο λήγει η τετραετής βουλευτική περίοδος.  Στα κωλύματα δεν υπάγονται οι Βουλευτές Επικρατείας.
Απόκτηση της βουλευτικής ιδιότητας και όρκος
Μετά τη διαλογή των ψήφων και τη σύνταξη των πρακτικών ο δικαστικός αντιπρόσωπος διαβιβάζει τα αποτελέσματα στο οικείο πρωτοδικείο.
Η βουλευτική ιδιότητα αποκτάται με την ανακήρυξη αλλά condition juris για την άσκηση των καθηκόντων είναι η ορκωμοσία. Βουλευτής που αρνείται να ορκισθεί  δεν μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος, διότι δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο Σύνταγμα.
Το Σύνταγμα ορίζει τον τύπο του όρκου των ορθοδόξων, αλλά αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι βουλευτές δίνουν τον ίδιο όρκο σύμφωνα με τον τύπο της δικής τους θρησκείας ή του δικού τους δόγματος.  Ο όρος αλλόθρησκοι περιλαμβάνει ακόμη και τους άθεους.



Απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας
Ο βουλευτής παύει να είναι βουλευτής σε τέσσερις περιπτώσεις : αν πεθάνει, αν παραιτηθεί, αν διαλυθεί η βουλή ή λήξει η βουλευτική περίοδος και με απόφαση του ΑΕΔ.  Η απόφαση αυτή είτε ακυρώνει την εκλογή είτε διαπιστώνει την έκπτωση από το αξίωμα.
Αναπληρωματική εκλογή
Τις βουλευτικές έδρες που κενώνονται τις καταλαμβάνουν οι αναπληρωματικοί του ίδιου συνδυασμού στην ίδια περιφέρεια. Αν δεν υπάρχουν αναπληρωματικοί, προκηρύσσεται αναπληρωματική εκλογή. Αν μόνο μία έδρα είναι κενή, ισχύει σύστημα σχετικής πλειοψηφίας.
Β. Η βουλευτική Ανεξαρτησία
Πως διασφαλίζεται
Τον βουλευτή τον ελέγχει σήμερα δραστικότατα, το κόμμα του και ιδίως ο αρχηγός του που μπορούν κατά κανόνα να αποτρέψουν την επανεκλογή του ακόμη και κρατώντας τον στον συνδυασμό.
Οι βουλευτικές ασυλίες
Για να ασκεί ελεύθερα το λειτούργημα του, ο βουλευτής πρέπει να μην είναι δυνατόν να απειληθεί με ποινική δίωξη. Τα προνόμια που λέγονται βουλευτικές ασυλίες είναι δύο, το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο.
Το ανεύθυνο
Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση. Το Σύνταγμα ορίζει ρητά το ανεύθυνο : ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.
Το ανεύθυνο υπάρχει κυρίως χάριν της λειτουργίας της βουλής και έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής. Καλύπτει μόνο τη γνώμη ή ψήφο κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων, αλλά εκεί είναι πλήρες, διότι αποκλείεται η ποινική, αστική ευθύνη. Το ανεύθυνο δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων. Άρα δεν αποκλείει την άμυνα ούτε τη συμμετοχή στο έγκλημα.  Το ανεύθυνο ισχύει και μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας. Το ανεύθυνο δεν ισχύει για συκοφαντική δυσφήμηση.
Το ακαταδίωκτο
Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς την άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας βουλής.
Το ακαταδίωκτο καταλαμβάνει  όλα τα εγκλήματα του βουλευτή, τόσο τα άσχετα προς τα καθήκοντά του όσο και τα σχετικά που δεν καλύπτει το ανεύθυνο. Ο βουλευτής παραμένει υπεύθυνος, η ποινική του δίωξη δεν μπορεί να γίνει παρά με την άδεια της βουλής. Το ακαταδίωκτο καλύπτει και τα εγκλήματα του βουλευτή πριν αποκτήσει την βουλευτική του ιδιότητα. Δεν συλλαμβάνεται, δεν προσωποκρατείται, ούτε ανακρίνεται ως κατηγορούμενος. Ακόμα και η ποινή στερητική της ελευθερίας δεν εκτελείται. Όμως ο βουλευτής θα δώσει λόγο όταν χάσει την βουλευτική του ιδιότητα. Το ακαταδίωκτο προστατεύει τον βουλευτή ποινικά όχι αστικά ή πειθαρχικά έξω από τη βουλή.
Ανεύθυνο και ακαταδίωκτο
Το ανεύθυνο καλύπτει κάθε γνώμη ή ψήφο που έδωσε ο βουλευτής κατά την άσκηση των καθηκόντων εκτός από τη συκοφαντική δυσφήμηση, δεν αίρεται ποτέ ισχύει για πάντα και προστατεύει τον βουλευτή από ποινική, αστική και πειθαρχική σκοπιά. Το ακαταδίωκτο καλύπτει τις πράξεις που δεν υπάγονται στο ανεύθυνο, αίρεται με άδεια της βουλής, ισχύει εφόσον ισχύει η βουλευτική ιδιότητα, δεν ισχύει για τα αυτόφωρα κακουργήματα και προστατεύει μόνο από ποινικές διώξεις.

Τα ασυμβίβαστα
Συνέπεια του ασυμβίβαστου είναι ότι ο βουλευτής έχει δικαίωμα επιλογή μεταξύ του αξιώματός του και ορισμένων έργων ή ιδιοτήτων που μπορούν να τον θέσουν άμεσα ή έμμεσα σε θέση μειονεκτική έναντι κάποιας οικονομικής εξουσίας ή να τον κάνουν να δρα με κύριο γνώμονα το συγκεκριμένο ιδιωτικό του οικονομικό συμφέρον. Αν όμως δεν επιλέξει σε 8 ημέρες, εκπίπτει από το αξίωμα. Το Σύνταγμα ορίζει τα ασυμβίβαστα.
Το ασυμβίβαστο με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος αποτελεί καινοτομία του 2001 και ο νόμος που θα θέσπιζε εξαιρέσεις, μικρές ή μεγάλες, δεν ψηφίσθηκε. Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο ισχύει πλήρως από την 1η Ιανουαρίου 2003. Τούτο στερεί τον βουλευτή από τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται την ιδιότητά του, αλλά και απομακρύνει από την υποψηφιότητα όσους δεν θυσιάζουν τον επάγγελμά τους.
Κώλυμα και ασυμβίβαστο
Το κώλυμα εκλογιμότητας υπάρχει πριν από την εκλογή και την εμποδίζει ενώ το ασυμβίβαστο ανακύπτει μετά την εκλογή και αφορά την ταυτόχρονη διατήρηση δύο ιδιοτήτων.
Η βουλευτική αποζημίωση
Οι βουλευτές για την άσκηση των καθηκόντων τους δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες, το ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Η αποζημίωση είναι η ίδια για όλους τους βουλευτές και ίση με το σύνολο των αποδοχών του Αρείου Πάγου.. Δεν επιτρέπεται παραίτηση από την αποζημίωση ούτε εκχώρηση ή κατάσχεσή της.
Από τη βουλευτική αποζημίωση ένα 25% και ένα επίδομα βιβλιοθήκης είναι αφορολόγητα. Η υπόλοιπη φορολογείται αυτοτελώς, πρόκειται για έμμεση αύξηση.
Οι βουλευτές απολαμβάνουν συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική ατέλεια που η έκτασή της καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Επίσης έχουν επίδομα γραφείου, δικαιούνται να έχουν συνεργάτες κλπ.
Οι βουλευτές θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα ύστερα από 4 πλήρη έτη θητείας. Η σύνταξη καταβάλλεται με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας αλλά για όσους εξελέγησαν πριν το 1993 με του 56ου έτους.

Η ΧΡΟΝΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΗΣ
Πότε εκφράζεται η βουλή
Το νομοθετικό όργανο υπόκειται σε ολοσχερή ανανέωση κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Συνάμα ελέγχει την εκτελεστική εξουσία που όμως δεν πρέπει να του υποτάσσεται.
Βουλευτική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο κανονικώς εκλέγονται οι βουλευτές. Σύνοδος είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η βουλή μπορεί να συνεδριάζει σε ολομέλεια. Συνεδριάσεις είναι οι συναντήσεις των βουλευτών κατά τις οποίες η βουλή ασκεί τις αρμοδιότητες της.
Μεταξύ περιόδων ισχύει η ισχύς της ασυνέχειας και όλα τα κείμενα πρέπει να επανακτατεθούν για να επιληφθεί η νέα βουλή.
Μεταξύ συνόδων όμως ισχύει η αρχή της συνέχειας.
Η βουλευτική περίοδος
Οι βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών εκλογών. Η περίοδος τελειώνει είτε κανονικά με την εκπνοή του χρόνου της είτε πρόωρα με διάλυση της βουλής. Η διάλυση της βουλής γίνεται με προεδρικό διάταγμα στις περιπτώσεις που προβλέπει το Σύνταγμα. Σε περίπτωση πολέμου η βουλευτική περίοδος παρατείνεται σε όλη τη διάρκειά του.  Το ίδιο συμβαίνει σε κατάσταση πολιορκίας. Η Τρίτη περίπτωση που η βουλή αναβιώνει είναι για να αποφασίσει αν συντρέχει περίπτωση εκλογής νέου ΠτΔ εφόσον η αδυναμία του προέδρου να ασκήσει τα καθήκοντά του παρατείνεται πέρα τις 30 ημέρες.

Τα είδη των συνόδων
Είναι τρία, οι τακτικές, οι έκτακτες και οι ειδικές. Τακτική λέγεται η σύνοδος κατά την οποία η βουλή έχει κάθε αρμοδιότητα, δηλαδή ακόμη και να εγκρίνει  τον προϋπολογισμό του κράτους.  Η βουλή συνέρχεται σε τακτική σύνοδο αυτοδικαίως κάθε έτος την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου. Τακτική είναι και η πρώτη σύνοδος κάθε νέας βουλής. Έκτακτη λέγεται η σύνοδος που προκαλεί κατά το δοκούν η εκτελεστική εξουσία με προεδρικό διάταγμα φυσικά προσυπογεγραμμένο.  Κατά την έκτακτη σύνοδο η βουλή ασκεί κάθε αρμοδιότητα εκτός από την έγκριση του προϋπολογισμού. Ειδική λέγεται η σύνοδος την οοπία προβλέπει υποχρεωτικώς το Σύνταγμα για να ασκήσει η βουλή συγκεκριμένες αρμοδιότητες.
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναστείλει τις εργασίες της βουλευτικής συνόδου, η αναστολή δεν επιτρέπεται να διαρκέσει περισσότερο από τριάντα μέρες.
Το Σύνταγμα προβλέπει ειδική σύνοδο σε τέσσερις περιπτώσεις : πρώτο αν η αδυναμία του ΠτΔ να ασκήσει τα καθήκοντά του παρατείνεται πέρα από τις 30 ημέρες, δεύτερον σε χηρεία του προεδρικού αξιώματος για την εκλογή νέου προέδρου, τρίτον όταν εφαρμόζονται τα μέτρα καταστάσεως ανάγκης και τέλος προκειμένου η βουλή να αποφανθεί για την πρόταση εμπιστοσύνης προς Κυβέρνηση που μόλις σχηματίστηκε.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ
Α. Η αυτονομία
Οι εκδηλώσεις της
Ρυθμίζει τα εσωτερικά της μόνη της χωρίς την εκτελεστική εξουσία. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την αυτονομία της βουλής με τέσσερα μέσα, κυρίως με τον Κανονισμό, αλλά με τον δικό της προϋπολογισμό, την εκλογή του προεδρείου της και την πειθαρχική εξουσία της στα μέλη της.
Ο Κανονισμός
Το Σύνταγμα θέτει τις αδρές γραμμές για την εσωτερική οργάνωση της βουλής και ιδρύει αρμοδιότητά της να τις συμπληρώνει με τον Κανονισμό.
 Η αρμοδιότητα για την ψήφισή του ανήκει στην Ολομέλεια της βουλής. Ο Κανονισμός αποτελεί ιδιότυπο νόμο, που, όπως όλοι οι νόμοι, δεν μπορεί να τροποποιήσει ή να καταργήσει ανώτερους κανόνες.  Διαφέρει από τους κοινούς νόμου και στη θέσπισή τους και στο περιεχόμενό του. Τον καταρτίζει μόνη της η βουλή και τροποποιείται μόνο με νέο Κανονισμό και όχι με νόμο. Την πρωτοβουλία για τον Κανονισμό έχουν μόνο οι βουλευτές. Ο Κανονισμός δημοσιεύεται με παραγγελία του προέδρου της βουλής και όχι του ΠτΔ.
Ο Κανονισμός περιλαμβάνει κανόνες δικαίου που αναφέρονται αποκλειστικώς στην οργάνωση και λειτουργία της βουλής και δεν μπορεί να τροποποιήσει νόμο. Έχει δύο μέρη το κοινοβουλευτικό και το προσωπικό.  Σπουδαιότερο μέρος είναι το πρώτο διότι περιλαμβάνει τις λεπτομέρειες  για την οργάνωση του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Ο προϋπολογισμός της βουλής
Για να είναι η βουλή οικονομικά ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία, έχει δικό της προϋπολογισμό ο οποίος ψηφίζεται και εκτελείται χωρίς ανάμειξη του υπουργού των οικονομικών.
Η εκλογή του προεδρείου
Η εκτελεστική εξουσία δεν διορίζει το προεδρείο της βουλής. Η εκλογή του προέδρου της βουλής αποτελεί την πρώτη δοκιμασία κάθε πλειοψηφίας μετά τις εκλογές και άλλοτε εθεωρείτο τεκμήριο για τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της βουλής.
Το προεδρείο είναι διακομματικό. Απαρτίζεται από τον πρόεδρο, πέντε αντιπροέδρους, τρεις κοσμήτορες και έξι γραμματείς. Τα μέλη του προεδρείου έχουν το ασυμβίβαστο με το υπουργικό αξίωμα.

Ο πειθαρχικός έλεγχος
Πειθαρχική εξουσία πάνω στους βουλευτές έχει μόνο η ίδια η βουλή ή όργανό της που εκλέγει αυτή η ίδια. Όποιος βουλευτής παραβιάζει τον Κανονισμό μπορεί να λάβει πειθαρχικά μέτρα όχι προς συμμόρφωση αλλά για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του σώματος και της ελευθερίας των άλλων βουλευτών.
Β. Η κατανομή της εργασίας
Ολομέλεια και σχηματισμοί της βουλής
Η βουλή είναι όργανο του κράτους και όχι νομικό πρόσωπο, το σύστημα των συνόδων έχει χάσει την αρχική του σημασία και η δημοκρατία έχει γίνει κομματική. Λόγω του μεγάλου αριθμού των μελών της και της πληθώρας των καθηκόντων της η βουλή κατανέμει τα έργα της σε επί μέρους σχηματισμούς.
Το τμήμα διακοπής των εργασιών
Κατά τη διάρκεια της διακοπής των εργασιών της βουλής, το νομοθετικό της έργο ασκείται από Τμήμα της. Το Τμήμα διακοπής της βουλής ασκεί περιορισμένο κοινοβουλευτικό έλεγχο με επίκαιρες ερωτήσεις. Το Τμήμα είναι μικρογραφία της Ολομέλειας. Αποτελείται από το ένα τρίτο του συνόλου της Ολομέλειας. Η σύνθεσή του αλλάζει διαχρονικά.
Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές
Το σύνταγμα επιβάλλει να υπάρχουν διαρκείς  επιτροπές διότι εκεί μπορούν να επεξεργαστούν καλύτερα τα νομοσχέδια. Ο Κανονισμός προβλέπει έξι τέτοιες επιτροπές με καταρχήν 50 μέλη η καθεμία. Νομοσχέδιο που συζητήθηκε κα ψηφίσθηκε σε επιτροπή εισάγεται στην Ολομέλεια σε μία συνεδρίαση και συζητείται και ψηφίζεται ενιαία επί της αρχής, επί των άρθρων και στο σύνολο.
Οι κοινοβουλευτικές ομάδες
Οι βουλευτές σχηματίζουν ομάδες κατά τους κομματικούς τους δεσμούς και αυτές συμμετέχουν στη λειτουργία της βουλής ιδίως με αναλογική εκπροσώπηση στους σχηματισμούς της και αυτοτελή έκφραση. Οι ομάδες εξασφαλίζουν οργανωμένη και πειθαρχημένη συλλογική δράση των βουλευτών.
Η διάσκεψη των προέδρων
Την ημερήσια διάταξη των εργασιών της βουλής την καταρτίζει ο πρόεδρός της αλλά ο Κανονισμός προβλέπει και ένα όργανο, τη διάσκεψη των προέδρων για να συντονίζει τις εργασίες λαμβάνοντας υπόψη τις επιτροπές και τις κοινοβουλευτικές ομάδες.
Γ. Η λειτουργία
Γενικοί κανόνες
Η βουλή συνεδριάζει δημόσια αλλά μπορεί να διασκεφθεί σε μυστική συνεδρίαση, ύστερα από αίτηση της Κυβέρνηση  ή 15 βουλευτών αν το αποφασίσει η πλειοψηφία σε μυστική συνεδρίαση. Για να συνεδριάσει η βουλή δεν προβλέπεται απαρτία αρκεί ο προεδρεύων και ένας βουλευτής.  Η ψήφος των βουλευτών είναι προσωπική αλλά επιτρέπεται και επιστολική όσων βρίσκονται σε αποστολή στο εξωτερικό. Η ψηφοφορία είναι φανερή εκτός από την εκλογή προσώπων και κάθε ζήτημα που αφορά πρόσωπα τα οποία αναφέρονται ονομαστικά.
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος
Η βουλή είναι ανώτερη από την Κυβέρνηση που χρειάζεται την εμπιστοσύνη της βουλή αλλά και μπορεί να διαλύσει τη βουλή με προεδρικό διάταγμα.  Υπάρχει αναγκαία ισορροπία μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας.  Το Σύνταγμα ρυθμίζει την εμπιστοσύνη και τη δυσπιστία προς την Κυβέρνηση και περιλαμβάνει ορισμένους κανόνες για τα άλλα μέσα για τα οποία ο Κανονισμός δεν περιορίζεται από κλειστό αριθμό.
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος προς την Κυβέρνηση και κάθε μέλος της ασκείται από την Ολομέλεια της βουλής. Ασκείται επίσης από το Τμήμα διακοπής των εργασιών και τις διαρκείς επιτροπές των συνόδων εφόσον όμως ο Κανονισμός το προβλέπει.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ


ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Τι είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Είναι το αιρετό όργανο που βρίσκεται στη θέση του βασιλέα. Είναι άμεσο μονοπρόσωπο όργανο αλλά όχι ανώτατο ή κυρίαρχο. Δρα σχηματίζοντας σύνθετο όργανο με τους υπουργούς, αν και στον κανόνα αυτό υπάρχουν ελάχιστες εξαιρέσεις. Αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των τριών εξουσιών.
Ρυθμιστής του πολιτεύματος
Είναι το μοναδικό όργανο για το οποίο το Σύνταγμα ορίζει όχι μόνο τι κάνει, δηλαδή ποιες αρμοδιότητες έχει αλλά και τι είναι : Είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος. Ο χαρακτηρισμός το αυτός εμπεριέχει κανόνες δικαίου δηλαδή παρεμβάλλεται νομικά ανάμεσα στη βουλή και την Κυβέρνηση ώστε να διατηρείται η τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση.
Η εκλογιμότητα
Για να εκλεγεί κανείς πρόεδρος πρέπει να είναι Έλληνας πολίτης από πενταετίας, να έχει πατέρα ή μητέρα με ελληνική καταγωγή, να έχει συμπληρώσει τα σαράντα έτη και να έχει νόμιμη την ικανότητα του εκλέγειν.
Το Σύνταγμα του 1952 απαιτούσε ο διάδοχος να είναι ορθόδοξος, σήμερα δεν έχουν σημασία οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
Η θητεία
Είναι πενταετής και αρχίζει από την ορκωμοσία. Σε περίπτωση πολέμου η θητεία παρατείνεται έως τη λήξη του δηλαδή δεν γίνεται προεδρική εκλογή.
Κωλύματα εκλογιμότητας
Προβλέπονται δύο. Αφενός επανεκλογή του ίδιου προσώπου επιτρέπεται μόνο μία φορά. Αφετέρου ο ΠτΔ που παραιτείται πριν από τη λήξη της θητείας του δεν μπορεί να λάβει μέρος στην εκλογή που επακολουθεί εξαιτίας της παραίτησής του. Μπορεί να λάβει μέρος σε εκλογή που δεν προκάλεσε με την παραίτησή του.
Πως εκλέγεται
Τον εκλέγει η βουλή με ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση που συγκαλείται από τον πρόεδρο της βουλής ένα τουλάχιστον μήνα πριν λήξη η θητεία του εν ενεργεία ΠτΔ.
Αν η προεδρική θητεία λήξει προώρως, η συνεδρίαση για την εκλογή νέου Προέδρου συγκαλείται μέσα σε 10 ημέρες το αργότερο από αυτό το γεγονός. Πρόωρη λήξη έχουμε αν έχει αδυναμία να ασκήσει  τα καθήκοντά του, αρρωστήσει, πεθάνει, παραιτηθεί ή κηρυχθεί έκπτωτος.
Ο Κανονισμός προβλέπει ότι οι κοινοβουλευτικές ομάδες κάνουν πρόταση για πρόεδρο. Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών. Αν δεν συγκεντρωθεί η διαδικασία επαναλαμβάνεται μετά από πέντε ημέρες. Αν δεν επιτευχθεί και στη δεύτερη ψηφοφορία αυτή επαναλαμβάνεται ακόμη μία φορά ύστερα από πέντε ημέρες οπότε εκλέγεται ΠτΔ εκείνος που συγκέντρωσε τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών. Αν δεν επιτευχθεί και πάλι, διαλύεται η βουλή σε δέκα μέρες από την ψηφοφορία και προκηρύσσονται εκλογές για νέα βουλή. Μόλις συγκροτηθεί σε σώμα έχουμε άλλες δύο ψηφοφορίες. Αν δεν, τότε στην έκτη όποιος έρθει πρώτος από τους δύο της πέμπτης ψηφοφορίας. Αν ισοψηφία τότε κλήρωση.



Πρώτη βουλή
Δεύτερη βουλή
1η ψηφοφορία : 200/300
4η ψηφοφορία : 180/300
2η ψηφοφορία : 200/300
5η ψηφοφορία : 151/300
3η ψηφοφορία : 180/300
6η ψηφοφορία : Όποιος έρθει πρώτος από τους 2 της 5ης
Διάλυση βουλής και εκλογές
Αν ισοψηφία στην 6η, κλήρωση.

Η αναπλήρωση
Το Σύνταγμα ορίζει πέντε περιπτώσεις για αναπλήρωση του Προέδρου και ποιο όργανο την ασκεί : τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όταν απουσιάζει στο εξωτερικό περισσότερο από δέκα ημέρες, αν πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή αν κωλύεται για οποιονδήποτε  λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του, τον αναπληρώνει προσωρινά ο Πρόεδρος της βουλής, αν δεν υπάρχει βουλή, ο Πρόεδρος της τελευταίας βουλής και αν αυτός αρνείται η κυβέρνηση συλλογικά.
Αν η αδυναμία του ΠτΔ να ασκήσει τα καθήκοντά του παρατείνεται πέρα από 30 ημέρες συγκαλείται υποχρεωτικά η βουλή, ακόμη και αν αυτή διαλυθεί, για να αποφασίσει με την πλειοψηφία των 2/5 του συνόλου των μελών της αν συντρέχει λόγος για εκλογή νέου ΠτΔ.
Σε καμία περίπτωση η αναπλήρωση δεν μπορεί να διαρκέσει παραπάνω από έξι συνολικά μήνες.
Όσο διαρκεί η αναπλήρωση δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διάλυση της βουλής με εξαίρεση την αυτοδίκαιη διάλυση όταν η βουλή αποτυγχάνει να εκλέξει ΠτΔ με αυξημένη πλειοψηφία καθώς και οι διατάξεις για προσφυγή σε δημοψήφισμα.

ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ
Η αρχή της νομιμότητας
Ο ΠτΔ δεν έχει άλλες αρμοδιότητες παρά μόνο όσες του απονέμουν ρητά το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι σε αυτό.
Ο κανόνας της υπουργικής προσυπογραφής
Καμία πράξη του ΠτΔ δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του αρμόδιου Υπουργού ο οποίος με μόνη την υπογραφή του γίνεται υπεύθυνος και χωρίς την δημοσίευση στην ΕτΚ.
Ο Πρόεδρος εκφράζει την κρατική βούλησή  και παράγει κανόνες δικαίου, με πράξεις που λέγονται προεδρικά διατάγματα μόνο εφόσον υπουργός συμπράττει μαζί του. Αν δεν έχουν προσυπογραφή τότε είναι απλά σχέδια.
Τα προεδρικά διατάγματα τα καταρτίζει εξ ολοκλήρου ο υπουργός και αφού γίνουν οι απαραίτητες προπαρασκευαστικές ενέργειες και διαπιστώσεις τα στέλνει στον Πρόεδρο προσυπογεγραμμένα. Πριν ο Πρόεδρος υπογράψει έχει περιορισμένη δυνατότητα να ελέγξει το διάταγμα. Αφενός όσον αφορά τη νομιμότητα μπορεί να ελέγξει μόνο αν το σχέδιο διατάγματος είναι προφανώς παράνομο και να εκφράσει εμπιστευτικά τη γνώμη του στον υπουργό. Αν ο υπουργός μαζί με τον πρωθυπουργό επιμένουν ο πρόεδρος μπορεί να αρνηθεί να υπογράψει μόνο εφόσον η άρνησή του δεν συνεπάγεται ποινική του ευθύνη. Αν το διάταγμα είναι κανονιστικό ή ατομικό ο πρόεδρος οφείλει πάντοτε να υποχωρήσει.
Τα διαγγέλματα
 Είναι οι τυπικές πράξεις του Προέδρου που δεν περιέχουν κανόνες δικαίου. Τα διαγγέλματα απευθύνονται στο λαό και προσυπογράφονται από τον Πρωθυπουργό και δημοσιεύονται στην ΕτΚ.
Οι εξαιρέσεις από την προσυπογραφή
Οι πράξεις χωρίς προσυπογραφή είναι οι ακόλουθες :
·            Ο διορισμός του πρωθυπουργού
·            Η ανάθεση διερευνητικής εντολής
·            Η διάλυση της βουλής αν δεν την προσυπογράψει ο Πρωθυπουργός και η προκήρυξη εκλογών μόλις λήξει η βουλευτική περίοδος αν δεν προσυπογράψει το υπουργικό συμβούλιο
·            Η αναπομπή ψηφισμένου νομοσχεδίου ή προτάσεως νόμου
·            Ο διορισμός του προσωπικού της Προεδρία της Δημοκρατίας
·            Η απαλλαγή από τα καθήκοντά της Κυβερνήσεως που παραιτήθηκε ή από την οποία η βουλή απέσυρε  την εμπιστοσύνη της αν δεν προσυπογράψει ο πρωθυπουργός

Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ
Τα τρία είδη ευθύνης
Το Σύνταγμα δεν προβλέπει πολιτική ευθύνη του ΠτΔ.  Το Σύνταγμα ρυθμίζει σε αδρές γραμμές την ποινική ευθύνη του ΠτΔ και παραπέμπει σε νόμο για τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεών του. Αστικώς, ο Πρόεδρος ευθύνεται όπως ο΄λα τα φυσικά πρόσωπα.
Πότε ο Πρόεδρος ευθύνεται ποινικά
Σε αντίθεση με τον βασιλιά που ήταν ποινικά ανεύθυνος για όλες του τις πράξεις, ο Πρόεδρος είναι κατά γενικό κανόνα υπεύθυνος. Κατ΄ εξαίρεση δεν ευθύνεται για πράξεις που ενέργησε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ευθύνεται όμως για εσχάτη προδοσία ή παραβίαση, με πρόθεση του Συντάγματος. Για πράξεις που δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του και ευθύνεται όπως όλοι οι άνθρωποι.
Τα δύο εγκλήματα
Το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας είναι ένα μη γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα μπορεί να τελεστεί και από όποιον έχει την προεδρική ιδιότητα και από κάθε δράστη διότι εσχάτη προδοσία προβλέπει ο ΠΚ. Το έγκλημα τιμωρείται ως τετελεσμένο ακόμη και ενώ βρίσκεται σε απόπειρα. Τιμωρείται με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη, έκπτωση από το αξίωμα και ισόβια ή πρόσκαιρη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.
Το έγκλημα της παραβίασης με πρόθεση για να διαπραχθεί πρέπει ο Πρόεδρος να προβεί σε έκδοση πράξης ή άλλης ενέργειας ή υποπίπτει σε παράλειψη σχετική με την αρμοδιότητά του. Τιμωρείται με έκπτωση από το αξίωμα και αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων από δύο μέχρι δέκα έτη. Στην εσχάτη προδοσία η ποινή είναι βαρειά όπως και στον ΠΚ  Αντίθετα στην παραβίαση βασικά η ποινή είναι η έκπτωση.
Η διαδικασία
Η πρόταση για κατηγορία και παραπομπή του ΠτΔ σε δίκη υποβάλλεται στη Βουλή υπογραμμένη από το ένα τρίτο τουλάχιστον των μελών της και γίνεται αποδεκτή με απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών της δηλ. από 100 και 200. Το σύστημα της ποινικής ευθύνης του ΠτΔ είναι πολύ δυσκίνητο και μόνο μία περίπτωση καταδίκης Προέδρου δημοκρατικής χώρας είναι γνωστή.
Διεθνής ποινική ευθύνη
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καθώς και οποιοσδήποτε άλλος δεν εξαιρείται από την ποινική ευθύνη ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που εδρεύει στη Χάγη. Αυτό έχει δικαιοδοσία, επικουρικώς προς τα εθνικά δικαστήρια, για γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου.





ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ, ΙΔΙΩΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΥΠΟΓΡΑΦΗ
Α. Διορισμός πρωθυπουργού
Δέσμια επιλογή
Τον πρωθυπουργό τον διορίζει ο ΠτΔ σύμφωνα με λεπτομερείς συνταγματικούς κανόνες που του επιβάλλουν δέσμια αρμοδιότητα στην επιλογή του προσώπου. Έτσι ο διορισμός εξαιρείται από την υπουργική προσυπογραφή ώστε ο πρόεδρος να έχει ποινική ευθύνη, αν τους παραβεί.  Από τον διορισμό που γίνεται με προεδρικό διάταγμα διαφέρει η εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως που δίδεται προφορικά και σημαίνει ότι ο Πρόεδρος δεσμεύεται να διορίσει πρωθυπουργό τον εντολοδόχο και υπουργούς τα πρόσωπα που αυτός θα προτείνει. Όλη τη διαδικασία τη διέπει η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της βουλής.
Ο διορισμός πρωθυπουργού που θα εμφανισθεί στη βουλή
Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Τι γίνεται όμως αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Καταρχάς προβλέπονται τρεις διερευνητικές εντολές δηλαδή εντολές σχηματισμού Κυβέρνησης υπό την αναβλητική αίρεση ότι ο εντολοδόχος θα βρει κοινοβουλευτικούς συμμάχους, ώστε να σχηματίσει Κυβέρνηση που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της βουλής.
Η ανάθεση διερευνητικής εντολής είναι και αυτή πράξη χωρίς προσυπογραφή.
Το Σύνταγμα προβλέπει τρεις διερευνητικές εντολές ώστε να επωφελούνται τα δύο μεγάλα κόμματα και το ΚΚΕ.
Κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες.
Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελοσφορήσουν ο ΠτΔ καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων σε κοινή σύσκεψη.  Στη σύσκεψη συμμετέχουν οι αρχηγοί του κόμματος και ένας βουλευτές τους. Στη σύσκεψη πρέπει να επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής ώστε να δικαιολογείται η επόμενη φάση που συνεπάγεται εκλογές.
Σκοπός Κυβερνήσεως
Καθήκοντα ΠτΔ
Να εμφανισθεί στη βουλή
Αν κόμμα με απόλυτη πλειοψηφία:
·            Ο ΠτΔ διορίζει τον αρχηγό του πρωθυπουργό
Αν κανένα κόμμα με απόλυτη πλειοψηφία:
·            1η διερευνητική εντολή σε αρχηγό 1ου κόμματος
·            2η διερευνητική εντολή σε αρχηγό 2ου κόμματος
·            3η διερευνητική εντολή σε αρχηγό 3ου κόμματος
Σύσκεψη αρχηγών :
·            Κυβέρνηση που να έχει εμπιστοσύνη βουλής
Εκλογές μετά από διάλυση της βουλής
·            Κυβέρνηση από όλα τα κόμματα
·            Κυβέρνηση υπό πρόεδρο ανώτατου δικαστηρίου

Ο διορισμός πρωθυπουργού που θα διενεργήσει εκλογές
Αν η σύσκεψη δεν δώσει Κυβέρνηση με εμπιστοσύνη βουλής δεν τελειώνει. Το Σύνταγμα επιβάλλει διάλυση της βουλής και εκλογές αλλά αφήνει στα κόμματα τη δυνατότητα να σχηματίσουν την Κυβέρνηση που θα τις διενεργήσει.
Ως κόμματα της βουλής νοούνται οι κοινοβουλευτικές ομάδες.
Αν έστω και ένα μικρό κόμμα δεν συμφωνήσει, τέτοια οικουμενική κυβέρνηση δεν σχηματίζεται.
Σε περίπτωση νέας αποτυχίας ο ΠτΔ αναθέτει στον Πρόεδρο του ΣτΕ ή του Αρείου Πάγου ή του ΕΣ το σχηματισμό κυβέρνησης όσο το δυνατό ευρύτερης αποδοχής για να διενεργήσει εκλογές και διαλύει τη βουλή.
Και διαλύει τη βουλή
Η διάλυση της βουλής όταν τα κόμματα αποτυγχάνουν να δώσουν κυβέρνηση, λειτουργεί ως κύρωση. Τα κόμματα συνήθως συμμαχούν
Το τέλος της κυβερνήσεως
Ο ΠτΔ απαλλάσσει από τα καθήκοντά της τη Κυβέρνηση αν αυτή παραιτηθεί ή χάσει την εμπιστοσύνη της βουλής πχ παραίτηση Κυβερνήσεως Στεφανόπουλου το 1966.
Αν πρωθυπουργός παραιτηθεί, εκλείψει ή αδυνατεί για λόγους υγείας να ασκήσει τα καθήκοντά του, ο ΠτΔ διορίζει πρωθυπουργό αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος όπου ανήκει ο απερχόμενος πρωθυπουργός . Η πρόταση γίνεται το αργότερο σε τρεις ημέρες από την παραίτηση ή έλλειψη ή αδυναμίας του πρωθυπουργού. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία ακολουθούν οι διερευνητικές εντολές και η σύσκεψη. Και εδώ αν χρειάζεται ο Πρόεδρος περιμένει να του προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα τον νέο αρχηγό του κόμματος πχ περίπτωση Παπανδρέου το 1996 για λόγους υγείας.
Β. Η διάλυση της βουλής
Τα τρία είδη
·            Με κυβερνητική πρόταση, άρθρο 41 παρ.2
·            Με προεδρική πρωτοβουλία, άρθρο 41 παρ.1
·            Υποχρεωτική εκ του Συντάγματος, άρθρα 32 παρ.4 εδ.α και 37παρ.3 εδ.γ
Η διάλυση με κυβερνητική πρόταση
Ο ΠτΔ διαλύει τη βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης για ανανέωση λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Την πρωτοβουλία την έχει η Κυβέρνηση που έχει ψήφο εμπιστοσύνης και ο Πρόεδρος είναι υποχρεωμένος να προσυπογράψει. Το αν το θέμα που επικαλείται η Κυβέρνηση είναι όντως τέτοιο το ελέγχει μόνο πολιτικά ο λαός με την ψήφο του. Δεν το ελέγχει ο ΠτΔ διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με χάραξη πολιτικής. Το Σύνταγμα επίσης ορίζει ότι αποκλείεται η διάλυση της βουλής για το ίδιο θέμα.
Η διάλυση με προεδρική πρωτοβουλία
Ο ΠτΔ μπορεί να διαλύσει τη Βουλή, αν έχουν παραιτηθεί ή και καταψηφιστεί από αυτή δύο κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα. Αν ο πρωθυπουργός αρνηθεί να προσυπογράψει το σχετικό προεδρικό διάταγμα δημοσιεύεται χωρίς την υπογραφή του. Με άλλα λόγια η διάλυση αποτελεί εδώ διακριτική ευχέρεια του ΠτΔ.  Αφότου συντρέξουν δύο προϋποθέσεις ο Πρόεδρος αποκτά το δικαίωμα να διαλύσει τη βουλή αλλά δεν υποχρεούται να ο ασκήσει αμέσως. Μπορεί να διαλύσει τη βουλή αρκετό χρόνο ύστερα από τη δεύτερη πτώση. Οι εκλογές που ακολουθούν τις διενεργεί η Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της βουλής.
Ο χρονικός περιορισμός στη διάλυση
Η βουλή που εκλέχθηκε μετά τη διάλυση της προηγούμενης δεν μπορεί να διαλυθεί πριν περάσει ένα έτος αφότου άρχισε τις εργασίες της. Η απαγόρευση δεν ισχύει αν η προηγούμενη βουλή δεν διαλύθηκε αλλά έληξε η θητεία της.
Γ. Η αναπομπή ψηφισμένου νομοσχεδίου
Τι προβλέπει το Σύνταγμα
Ο ΠτΔ μπορεί χωρίς προσυπογραφή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή του, να αναπέμψει στη βουλή νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που έχει ψηφιστεί από αυτή, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής. Τότε αυτό εισάγεται στην Ολομέλεια της βουλής και αν επιψηφιστεί και πάλι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών ο Πρόεδρος το εκδίδει και το δημοσιεύει υποχρεωτικά μέσα σε δέκα ημέρες από την επιψήφισή του.


Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ


ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Τι είναι η Κυβέρνηση
Είναι άμεσο συλλογικό όργανο από νομική άποψη στο ανώτατο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας μετά τον ΠτΔ.
Συγκρότηση
Την Κυβέρνηση αποτελεί το Υπουργικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς καθώς και τους αντιπροέδρους. Υπό την ευρεία έννοια περιλαμβάνει και τους αναπληρωτές υπουργούς, του υπουργούς χωρίς χαρτοφυλάκιο και τους υφυπουργούς.
Η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει και ορισμένα άλλα συλλογικά κυβερνητικά όργανα. Τα κυριότερα είναι η Κυβερνητική Επιτροπή, το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας και η Επιτροπή Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής.
Αρμοδιότητες
Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων. Για αυτό άλλωστε διαθέτει τη νομοθετική πρωτοβουλία όπως ακριβώς τη διαθέτουν και τα μέλη του νομοθετικού οργάνου.
Ο πρωθυπουργός
Μέσα στην Κυβέρνηση δεσπόζει ο πρωθυπουργός ή πρόεδρος της Κυβερνήσεως. Τον διορίζει ο ΠτΔ αλλά δεν μπορεί ποτέ να τον παύσει. Αντίθετα, με πρόταση του πρωθυπουργού ο Πρόεδρος διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς.
Ο πρωθυπουργός προεδρεύει στο υπουργικό συμβούλιο, την Κυβερνητική Επιτροπή και το ΚΥΣΕΑ.
Όταν το πολίτευμα λειτουργεί ομαλά, άρνηση υπουργού σε οποιαδήποτε υπόδειξη πρωθυπουργού δεν νοείται. Είτε ο υπουργός παραιτείται είτε ο πρωθυπουργός τον παύει.
Προσόντα και ασυμβίβαστα
Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός αν δεν συγκεντρώνει τα προσόντα του βουλευτή.  Οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα των μελών της Κυβέρνησης, των Υφυπουργών και του προέδρου της βουλής αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους.
Τέλος απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η συμμετοχή στην κυβέρνηση.
Η υπουργική αλληλεγγύη
Η Κυβέρνηση αποτελεί ενιαία νομική και πολιτική οντότητα μέσα στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Είναι συλλογικό όργανο υπεύθυνο ενώπιον της βουλής. Όλοι οι υπουργοί που ο καθένας τους έχει διαφορετικές αρμοδιότητες εφαρμόζουν την ίδια κυβερνητική πολιτική και οφείλουν τη θέση τους στον υπουργό.
Η αδυναμία του πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του
Η ασθένεια του Παπανδρέου οδηγεί το 2001 στη συνταγματική πρόβλεψη διαδικασίας για απομάκρυνση του πρωθυπουργού που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους υγείας. Την αδυναμία τη διαπιστώνει η βουλή με απόφασή της που λαμβάνεται με ονομαστική ψηφοφορία και απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, χρειάζεται όμως πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας στην οποία ανήκει ο πρωθυπουργός.  Σε κάθε άλλη περίπτωση η πρόταση υποβάλλεται από τα δύο πέμπτα τουλάχιστον του όλου αριθμού των βουλευτών.

Η ΚΟΙΝΟΥΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Τα τρία είδη ευθύνης
Ενώ τους βουλευτές τους προστατεύει το ανεύθυνο για γνώμη και ψήφο, οι υπουργοί έχουν ευθύνη κοινοβουλευτική, ποινική και αστική.
Η πολιτική ευθύνη έχει γίνει κοινοβουλευτική
Η Κυβέρνηση δεν παραμένει στην εξουσία αν δεν έχει ψήφο εμπιστοσύνης αλλιώς υποχρεούται να παραιτηθεί. Την παραίτηση την υποβάλλει ο πρωθυπουργός μόνος του και όχι το υπουργικό συμβούλιο.
Η βουλή παρέχει ή αίρει την εμπιστοσύνη της προς την Κυβέρνηση με τυπική διαδικασία και μόνο μέσα σε σύνοδο.
Μολονότι δε το λέει το Σύνταγμα, η Κυβέρνηση αποδοκιμάζεται επίσης, αν η βουλή δεν εγκρίνει τον προϋπολογισμό. Το ίδιο ισχύει καταρχήν αν η βουλή απορρίψει οποιοδήποτε νομοσχέδιο.
Ο πρωθυπουργός δεν έχει ποτέ υποχρέωση να παραιτηθεί για ενέργειες, παραλείψεις ή δηλώσεις του ΠτΔ.
Η απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της
Η Κυβέρνηση δεν είναι πλέον κυβέρνηση όταν ο ΠτΔ την απαλλάξει από τα καθήκοντά της με προεδρικό διάταγμα. Αυτό το προσυπογράφει ο πρωθυπουργός που παραιτείται για να αναλάβει τη σχετική ευθύνη. Μετά την παραίτηση ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί εξακολουθούν να ασκούν περιορισμένα καθήκοντα μέχρι να διορισθούν νέοι.
Η πρόταση εμπιστοσύνης
Μέσα σε 15 ημέρες από την ορκωμοσία του πρωθυπουργού η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής. Η πρόταση εμπιστοσύνης συζητείται μαζί με τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης.
Η Κυβέρνηση μπορεί να ζητεί την ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής και οποτεδήποτε άλλοτε.
Η πρόταση δυσπιστίας
Η βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας. Πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών δηλ 50 από 300.
Συζήτηση και αναγκαία πλειοψηφία
Η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο μέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η Κυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξη της.
Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών.

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ
Το πλαίσιο και η ποινική ευθύνη
Χωρίς τον φόβο της ποινικής ευθύνης η κοινοβουλευτική μπορεί να είναι αναποτελεσματική.  Έτσι σε αντίθεση με τους βουλευτές οι υπουργοί είναι ποινικά ανεύθυνοι. Υπόκεινται δε σε ειδικούς κανόνες.
Για την αστική ευθύνη των υπουργών δεν υπάρχουν ειδικοί διατάξεις.
Ουσιαστικές ρυθμίσεις
Το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο δεν μεταχειρίζεται τους υπουργούς ούτε ευμενέστερα ούτε δυσμενέστερα από κάθε άλλον.



Οι ειδικές ρυθμίσεις
Η εξαιρετική μεταχείριση των υπουργών είναι κυρίως δικονομική και αφορά πλημμελήματα ή κακουργήματα. Η διαδικασία αποτελείται από δύο μεγάλα μέρη. Πρώτα η βουλή και όχι ο εισαγγελέας διενεργεί προκαταρκτική εξέταση και ασκεί την ποινική δίωξη και ύστερα επιλαμβάνεται το Ειδικό Δικαστήριο.
Ο ρόλος της βουλής
Για να επιληφθεί η βουλή πρέπει να υποβληθεί πρόταση για δίωξη από βουλευτές. Αν η πρόταση γίνει δεκτή η βουλή συγκροτεί κοινοβουλευτική επιτροπή που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση και της υποβάλλει πόρισμα. Αν η βουλή αποφασίσει την άσκηση δίωξης η υπόθεση περιέρχεται στην αρμοδιότητα του Ειδικού Δικαστηρίου.
Η ενδιάμεση διαδικασία
Τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου και ο εισαγγελέας κληρώνονται από τα μέλη του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η προδικασία λήγει με βούλευμα, παραπεμπτικό ή απαλλακτικό.
Στο ακροατήριο
Αν το βούλευμα είναι παραπεμπτικό γίνεται κλήρωση για τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου πάλι από τα μέλη των ίδιων δικαστηρίων.
Η διαδικασία στο ακροατήριο διεξάγεται κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και η απόφαση είναι αμετάκλητη.
Οι συμμέτοχοι
Αν παραπεμφθεί υπουργός συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι που δικάζονται μαζί με τον υπουργό.
Παραγραφή και αποσβεστική προθεσμία
Τα πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται από υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του παραγράφονται με τη συμπλήρωση πέντε ετών από την ημέρα που τελέστηκαν.
Το αξιόποινο των ίδιων πράξεων εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη.
Η χάρη σε υπουργό
Ο  ΠτΔ μόνο με συγκατάθεση της βουλής έχει το δικαίωμα να απονέμει χάρη σε Υπουργό που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 86.
















ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ


Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥΣ
Τι είναι τα δικαστήρια
Είναι τα άμεσα και απλά όργανα του κράτους τα οποία είναι αρμόδια για την απονομή της δικαιοσύνης και συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. Ως απονομή δικαιοσύνης νοείται η επίλυση των διαφορών με δύναμη δεδικασμένου και ο ποινικός κολασμός.
Εξαιρέσεις
Επειδή τα δικαστήρια παρουσιάζουν μεγαλύτερες εγγυήσεις ανεξαρτησίας από τα διοικητικά όργανα, το Σύνταγμα ή ο νόμος τους αναθέτουν και ορισμένες αρμοδιότητες εκτός από την απονομή δικαιοσύνης. Αυτές αρμόζουν και σε διοικητικά όργανα.
Έπειτα υπάρχουν λίγες εξαιρέσεις και από τον μεγάλο κανόνα ότι τη δικαιοσύνη την απονέμουν τα δικαστήρια:
·            Η βουλή ασκεί ποινική δίωξη κατά υπουργών και ΠτΔ και δίνει άδεια δίωξη βουλευτή για συκοφαντική δυσφήμηση που διέπραξε κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
·            Ένορκοι δηλαδή απλοί πολίτες που αναδεικνύονται με κλήρωση μετέχουν μαζί με τακτικούς δικαστές στη συγκρότηση των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων.
·            Με κλήρωση ορίζονται δύο τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών της Χώρας και μετέχουν στο ΑΕΔ για την εκδίκαση ορισμένων υποθέσεων.
·            Στα πρωτοβάθμια διαρκή στρατοδικεία μετέχουν μάχιμοι αξιωματικοί που γνωρίζουν στρατιωτική ψυχολογία.
·            Το δικαστήριο λειών το συγκροτούν κατά πλειοψηφία μη τακτικοί δικαστές από τη διοίκηση.
Διακρίσεις
Διακρίνονται σε τακτικά, ειδικά, έκτακτα και εξαιρετικά.
Τακτικά χαρακτηρίζονται τα δικαστήρια που προβλέπονται από πάγιες διατάξεις και έχουν αρμοδιότητα να δικάζουν όλες τις διαφορές και όλες τις αξιόποινες πράξεις εκτός από όσες ορίζει το Σύνταγμα για τα Ειδικά Δικαστήρια. Τακτικά πολιτικά είναι τα ειρηνοδικεία, τα πρωτοδικεία, τα εφετεία και ο Άρειος Πάγος. Τακτικά ποινικά είναι τα πταισματοδικεία, τα πλημμελειοδικεία, τα εφετεία,, τα μεικτά ορκωτά και ο Άρειος Πάγος. Τακτικά διοικητικά είναι τα διοικητικά πρωτοδικεία, τα διοικητικά εφετεία και το Συμβούλιο Επικρατείας.
Και τα ειδικά δικαστήρια προβλέπονται από πάγιες διατάξεις αλλά είναι αρμόδια να δικάζουν μόνο ορισμένες υποθέσεις. Ειδικά είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Ειδικό Δικαστήριο Κακοδικίας και Μισθοδικείο, τα δικαστήρια ανηλίκων, τα διαρκή στρατοδικεία και αεροδικεία και τα δικαστήρια λειών.
Έκτακτα χαρακτηρίζονται τα ειδικά δικαστήρια που συγκροτούνται εκ των  υστέρων για να δικάσουν ορισμένο πρόσωπο ή ορισμένη υπόθεση. Το Σύνταγμα το απαγορεύει. Τέτοιο ήταν το Έκτακτο Στρατοδικείο που δίκασε τους Έξι.
Τέλος, εξαιρετικά χαρακτηρίζονται τα δικαστήρια που μπορεί να συσταθούν όταν εφαρμόζεται ο νόμος περί καταστάσεως πολιορκίας.
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
Το Σύνταγμα συγκεντρώνει στο ΑΕΔ τις αρμοδιότητες που είχαν άλλοτε το Εκλογοδικείο και το Δικαστήριο συγκρούσεως καθηκόντων και του αναθέτει επί πλέον ορισμένες που αποβλέπουν ιδίως στην ενότητα της νομολογίας των τριών ανώτατων δικαστηρίων.
Συγκροτείται από τους Προέδρους του Συμβουλίου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από τέσσερις συμβούλους της Επικρατείας και τέσσερις αρειοπαγίτες που ορίζονται με κλήρωση κάθε δύο χρόνια. Στο δικαστήριο προεδρεύει ο αρχαιότερος  στον βαθμό από τους προέδρους.
Όταν το ΑΕΔ δικάζει για την άρση των συγκρούσεων ή την άρση της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου μετέχουν και δύο τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων νομικών σχολών της Χώρας που ορίζονται με κλήρωση.
Το Σύνταγμα ορίζει περιοριστικώς τις αρμοδιότητές του :
·            Η εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών.
·            Ο έλεγχος του κύρους των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος.
·            Η κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή.
·            Η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του ΣΤΕ και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου τέλος μεταξύ του ΕΣ και λοιπών δικαστηρίων.
·            Η άρση της αμφισβήτηση για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν για αυτές  αντίθετες αποφάσεις του ΣτΕ, του Αρείου Πάγου ή του ΕΣ.
·            Η άρση της αμφισβήτησης για το χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεδεγμένων.

Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
Οι τακτικοί δικαστές
Είναι οι λειτουργοί που κατ΄ επάγγελμα απονέμουν δικαιοσύνη.  Διορίζονται με τη διαδικασία που ορίζει το Σύνταγμα και απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία ώστε να επιτελούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα εφαρμόζοντα τους κανόνες δικαίου αποκλειστικά με δική τους ανεπηρέαστη κρίση και γνώμονα τη συνείδησή τους. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του κράτους.
Οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία επιλογής τους. Ο νόμος καθιερώνει το σύστημα του διαγωνισμού για εισαγωγή στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Ύστερα από εκπαιδευτική περίοδο τριών ετών οι διοριζόμενοι γίνονται τακτικοί οπότε απολαμβάνουν την ισοβιότητα.
Η λειτουργική ανεξαρτησία
Έτσι χαρακτηρίζεται η ανεξαρτησία απέναντι στις άλλες δύο εξουσίες, νομοθετική κα εκτελεστική.
Τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να μην εφαρμόζουν το νόμο που το περιεχόμενό τους είναι αντίθετο στο Σύνταγμα. Εδώ θεμελιώνεται ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.
Όλα τα δικαστήρια και οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ανεξάρτητοι και από τα ανώτερα δικαστήρια και δικαστές. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους.
Η προσωπική ανεξαρτησία
Βάσει της προσωπικής ανεξαρτησίας είναι η ισοβιότητα. Αυτή όμως συνδυάζεται με όριο ηλικίας και έτσι καταντά ψιλό όνομα. Σημαίνει ότι ο δικαστικός λειτουργός μισθοδοτείται μέχρι να τον καταλάβει το όριο ηλικίας δηλαδή ακόμη και στην απίθανη περίπτωση να καταργηθεί η θέση του.
Αν η θέση καταργηθεί ενώ η απόλυση του δημόσιου υπαλλήλου επιτρέπεται, του δικαστικού λειτουργού αποκλείεται.
Την ισοβιότητα συμπληρώνουν άλλες εγγυήσεις.  Καταρχήν την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών την κρίνουν δικαστήρια ή συλλογικά όργανα που συγκροτούν δικαστικοί λειτουργοί.  Ο διορισμός τους δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας. Οι δικαστικοί λειτουργοί μπορεί να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια που βεβαιώνει ο νόμος και αφού τηρηθούν οι διατάξεις. Τα πειθαρχικά συμβούλια συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενίοτε καθηγητές πανεπιστημίου που είναι όμως δημόσιοι λειτουργοί.
Σε κατοχύρωση της ανεξαρτησίας αποβλέπει και η καθιέρωση ορισμένων ασυμβίβαστων για τους δικαστικούς λειτουργούς. Απαγορεύεται να παρέχουν άλλη μισθωτή εργασία καθώς και να ασκούν άλλο επάγγελμα. Κατ΄ εξαίρεση μπορούν να διδάσκουν.  Απαγορεύεται η συμμετοχή τους στη Κυβέρνηση.
Η φαλκίδευσή της
Τέσσερις άλλες ρυθμίσεις δύσκολα συνάδουν προς την ισοβιότητα και την προσωπική ανεξαρτησία.  Πρώτον η εγγύηση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου δεν ισχύει για την προαγωγής στις θέσεις της ηγεσίας της δικαιοσύνης (34). Οι προαγωγές αυτές γίνονται από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου και είναι στη διακριτική ευχέρεια του κυβερνώντος κόμματος.
Δεύτερον το όριο ηλικίας κατά το οποίο οι ισόβιοι δικαστές συνταξιοδοτούνται είναι το 67 για του ανώτατους και το 65 για τους υπόλοιπους.
Τρίτον, το Σύνταγμα ορίζει ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Οι δικαστές πετυχαίνουν την αύξησή τους δικαστικά.
Τέλος, η διάταξη που επιτρέπει στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οδηγεί ορισμένους σε εξαρτήρσεις ιδίως όταν δεν έχουν τη μονιμότητα ή δεν βρίσκονται στην ανώτατη ακαδημαϊκή βαθμίδα.
Οι εγγυήσεις για τα άτομα
Τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια  που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως νόμος ορίζει.
Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα είναι επιβλαβής για τα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν λόγοι προστασίας ιδιωτικής ζωής.
Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά.
Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις τους για τα δικαιώματα ή συμφέροντα όπως ο νόμος ορίζει.
Έτσι ιδρύεται ατομικό δικαίωμα, κάθε πρόσωπο μπορεί να αξιώσει από τη δικαστική εξουσία την προστασία του και δεν επιτρέπεται να δικάζεται αν δεν ακουσθεί.