Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΡΩΜΑΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Β. ΡΩΜΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ι. ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΑ ΔΙΚΑΙΑ
Εισαγωγή
Με την κατάκτηση της ανατολικής Μεσογείου άνοιξε ο δρόμος για τη σταδιακή διείσδυση του ρωμαϊκού δικαίου στις χώρες που κατακτήθηκαν και έγιναν επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους. Το δίκαιο των κατακτητών συνθέτουν δύο άνισες μεταξύ τους κατηγορίες κανόνων δικαίου αφενός το δίκαιο της αυτοκρατορίας και αφετέρου το δίκαιο των επαρχιών.
Το επαρχιακό δίκαιο αποτελείται από τα νομοθετικά μέτρα που πήραν οι Ρωμαίοι για συγκεκριμένη επαρχία του ρωμαϊκού κράτους. Το επαρχιακό δίκαιο διακρίνεται τόσο από το δίκαιο της αυτοκρατορίας όσο και από τα τοπικά δίκαια των διαφόρων επαρχιών, δεδομένου ότι, αντίθετα από τις δύο πρώτες κατηγορίες κανόνων δικαίου, τα τοπικά δίκαια δεν έχουν ρωμαϊκή προέλευση.
Ήδη από τις αρχές της Δημοκρατίας, αναπτύσσεται στη Ρώμη και μια άλλη κατηγορία κανόνων δικαίου, πρόκειται για διατάξεις που θέσπισαν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι και ίσχυαν για όλους, Ρωμαίους και ξένους. Το πεδίο των διατάξεων αυτών θα διευρυνθεί κατά τον τρίτο αιώνα π.Χ. όταν αρχίζουν να ενσωματώνονται άλλες πρακτικές άλλων μεσογειακών λαών στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Έννοια του όρου lex
Την πρωτοβουλία για την θέσπιση νέου νόμου αναλαμβάνει ένας από τους άρχοντες που είχαν αρμοδιότητα να συγκαλούν τις λαϊκές συνελεύσεις. Η πρόταση υποβάλλεται πρώτα από τη Σύγκλητο όπου και συζητείται. Οι προτάσεις ψηφίζονται από τις λαϊκές συνελεύσεις και τίθενται σε ισχύ αμέσως μετά την ψήφισή τους.
Το κείμενο μιας lex περιλαμβάνει τρία μέρη:
(α) το προοίμιο όπου αναφέρεται το όνομα του άρχοντα που πρότεινε τον νόμο, τον τόπο και τον χρόνο ψηφοφορίας κλπ
(β) το κυρίως κείμενο του νόμου και
(γ) την κύρωση του νόμου.
Νόμος του οποίου η παράβαση συνεπάγεται ακυρότητα των πράξεων που προσκρούουν στο περιεχόμενό του, χαρακτηρίζεται ως τέλειος νόμος. Νόμος που δεν περιλαμβάνει καμία κύρωση και συνεπώς, η παράβαση του δεν συνεπάγεται ούτε ακυρότητα ούτε χρηματική ποινή, χαρακτηρίζεται ως ατελής νόμος.
Lex = Νόμος. Ως lex χαρακτηρίζονται οι διατάξεις που τα συμβαλλόμενα μέρη εντάσσουν σε μια σύμβαση όπως ο ίδιος όρος υποδηλώνει το καταστατικό ενός ιδιωτικού συλλόγου. Κυρίως όμως σημαίνει τον κανόνα δικαίου, αναγκαστικού χαρακτήρα που προτείνεται από τον άρχοντα και ψηφίζεται από τη λαϊκή συνέλευση.
Πιο πιστός στην πραγματικότητα είναι ο ορισμός του νομικού Capito σύμφωνα με τον οποίο η lex εκφράζει τη λαϊκή βούληση πάνω σε μια πρόταση ενός άρχοντα.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του ρωμαϊκού δικαίου είναι η ολιγονομία κυρίως στο επίπεδο του ιδιωτικού δικαίου. Θεμελιώδη ζητήματα του ιδιωτικού δικαίου όπως η πατρική εξουσία, η κυριότητα, ο ενοχικός δεσμός ή η κληρονομική διαδοχή δεν αποτέλεσαν αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης μέσω σχετικών leges.
Ο Δωδεκάδελτος και ο Ακουίλιος Νόμος
Από τους σημαντικότερους νόμους της δημοκρατικής περιόδου υπήρξαν ο Δωδεκάδελτος νόμος των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ και ο Ακουίλιος Νόμος του 3ου και 2ου αιώνα π.Χ. Τα δύο αυτά νομοθετήματα υπήρξαν ιδιαίτερα μακρόβια. Ο Δωδεκάδελτος ίσχυσε τουλάχιστον μέχρι τους χρόνους του Ιουστινιανού.
Κατά τους Ρωμαίους ιστορικούς, ο Δωδεκάδελτος νόμος προέκυψε από τη διαμάχη πατρικίων και πληβείων. Οι πληβείοι διαμαρτύρονταν για την αυθαιρεσία των αρχόντων εξαιτίας της έλλειψης νομοθεσίας. Το 455 π.Χ. μετά από πρόταση, του δημάρχου των πληβείων, η Σύγκλητος αναθέτει σε τριμελή επιτροπή τη μελέτη άλλων έννομων τάξεων, σύμφωνα με την παράδοση της Αθήνας και της σολώνειας νομοθεσίας, σίγουρα όμως των νομοθεσιών που ίσχυαν στις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Η ελληνική επίδραση στον Δωδεκάδελτο αμφισβητείται από ορισμένους ιστορικούς του δικαίου.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 451, ορίζεται από την Συνέλευση δεκαμελής επιτροπή αποτελούμενη αποκλειστικά από πατρικίους στην οποία ανατίθεται η σύνταξη ενός κώδικα. Για το διάστημα που οι πατρίκιοι θα επιτελούν το έργο της κωδικοποίησης, παύθηκαν προσωρινώς όλες οι άλλες αρχές της Ρώμης, και στην συντακτική επιτροπή ανατέθηκαν όλες οι κρατικές εξουσίες.
Οι ρωμαίοι πατρίκιοι ολοκλήρωσαν το έργο τους, το οποίο αποτελείτο από δέκα πινακίδες επάνω στις οποίες είχαν καταγραφεί οι διατάξεις του νομοσχεδίου. Κρίθηκε όμως ότι το σχέδιο είχε ελλείψεις και για τη συμπλήρωσή του ορίστηκε νέα δεκαμελής επιτροπή αποτελούμενη αυτή τη φορά τόσο από πατρίκιους όσο και από πληβείους, η οποία και συνέταξε δύο ακόμη δέλτους.
Ο Δωδεκάδελτος νόμος δεν έχει σωθεί ακέραιος. Το περιεχόμενό του γνωρίζουμε κατά τρόπο αποσπασματικό από τους μεταγενέστερους συγγραφείς. Από τις μαρτυρίες προκύπτει ότι επρόκειτο για ένα συνοπτικό νομοθετικό κείμενο που περιελάμβανε δικονομικές διατάξεις, διατάξεις οικογενειακού δικαίου, διατάξεις εμπράγματου δικαίου, διατάξεις ενοχικού δικαίου, ιδιωτικά αδικήματα, διαθήκη και εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και δημόσια αδικήματα.
Οι δύο τελευταίες και μεταγενέστερες δέλτοι του νόμου είναι προϊόν πολιτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ πατρικίων και πληβείων. Στους πληβείους αναγνωρίζεται πλέον το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, απαγορεύεται η εκτέλεση ενός προσώπου αν δεν προηγηθεί πρώτα σχετική απόφαση, και επιβεβαιώνεται το δικαίωμα προσφυγής στην κρίση του λαού προσώπων που καταδικάστηκαν σε θάνατο ή σε βαριές σωματικές ποινές. Ο Ακουίλιος Νόμος υπήρξε ιδιαίτερα συνοπτικός. Αποτελείται από τρία κεφάλαια από τα οποία το δεύτερο αρκετά νωρίς περιέπεσε σε αχρησία.
Ius publice respondendi e Ο Αναφορικός Νόμος
Ο κύκλος των νομικών που νομιμοποιούνται να γνωμοδοτούν κατ εξουσιοδότηση του ηγεμόνα, διευρύνεται από τους μεταγενέστερους αυτοκράτορες. Με αποτέλεσμα οι γνώμες των νομικών να μην είναι πάντοτε συγκλίνουσες. Για να τεθεί τέλος στην ανασφάλεια που δημιουργείτο από αυτές τις γνώμες, ο Ανδριανός όρισε ότι οι γνωμοδοτήσεις των νομομαθών είναι δεσμευτικές από τον δικαστή μόνο εφόσον είναι ομόφωνες ειδεμή, αναγνωρίζεται ελευθερία του εφαρμοστή του δικαίου να κρίνει κατά συνείδηση.
Οι παραπάνω διατάξεις δεν φαίνεται ότι έδωσαν οριστική λύση στο πρόβλημα της δικαιοπλαστικής αξίας του έργου των ρωμαίων νομικών. Ενδεικτική της κατάστασης που επικρατεί κατά τους χρόνους αυτούς είναι η διάταξη των αυτοκρατόρων Θεοδοσίου Β και Ουαλεντινιανού Γ, ο λεγόμενος Αναφορικός Νόμος με την οποία επιχειρείται να τεθεί τέλος στην ανασφάλεια που δημιουργείτο μεταξύ των αντιφατικών γνωμών των νομικών.
Το δίκαιο των επαρχιών – Τα τοπικά δίκαια – Το έθιμο
Το δίκαιο των επαρχιών αποτελείται από τα ήδικτα που εκδίδουν οι ρωμαίοι διοικητές των διαφόρων επαρχιών, τόσο των συγκλητικών επαρχιών, όσο και των αυτοκρατορικών και αφορούν στην οργάνωση της συγκεκριμένης επαρχίας.
Οι ρωμαϊκές κατακτήσεις δεν σήμαιναν, και την άμεση κατάργηση των τοπικών δικαίων των χωρών που κατακτήθηκαν. Στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, οι τοπικές διατάξεις εξακολουθούν να εφαρμόζονται από τους κατοίκους των επαρχιών και να αναγνωρίζονται από τους ρωμαίους δικαστές των επαρχιών και να αναγνωρίζονται από τους ρωμαίους δικαστές των επαρχιών. Για τους κατοίκους στους οποίους έχει απονεμηθεί ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, ισχύει το ρωμαϊκό δίκαιο.
Τα τοπικά δίκαια έχουν για τους Ρωμαίους αξία εθίμου. Η θέση του εθίμου στη ρωμαϊκή έννομη τάξη έχει αποσιωπηθεί από πολλούς ρωμαίους νομικούς και υποτιμηθεί από πολλούς ρωμαϊστές. Οι κλασικοί νομικοί, ενώ αναφέρονται συχνά στην εφαρμογή εθιμικής προέλευσης διατάξεων, αρνούνται να περιλάβουν το έθιμο μεταξύ των κανόνων δικαίου.
Παραδείγματα που αποδεικνύουν την επικράτηση παράνομων εθίμων είναι πολλά και εντοπίζονται στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου:
(α) οι ελληνόφωνες επαρχίες εξακολουθούν να θεωρούν ότι με την αποκήρυξη διακόπτεται κάθε δεσμός προσωπικός και περιουσιακός του αποκηρυσσομένου με την πατρική οικογένεια
(β) η ενεχύραση τέκνων από τον ασκούντα την πατρική εξουσία
(γ) η κατάρτιση εγγύησης προς εξασφάλισης της επιστροφής της προίκας.
Ο αναγκαστικός χαρακτήρας του εθίμου θεμελιώνεται στη γενική συναίνεση αυτών που επιχειρούν συγκεκριμένη εθιμική συμπεριφορά και τη σιωπηρή αποδοχή της από όσους δεν την παρεμποδίζουν.
ΙΙ. ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Τα υποκείμενα δικαίου
Πλήρη ικανότητα δικαίου αναγνωρίζει το ρωμαϊκό δίκαιο μόνο στους εκ γενετής και αυτεξούσιους ρωμαίους πολίτες. Από τα πρόσωπα που συνθέτουν τη ρωμαϊκή οικογένεια, μόνο ο αρχηγός τους, ο πάτερ φαμίλιας έχει εξ ορισμού πλήρη ικανότητα δικαίου. Η σύζυγος είτε τελεί υπό την εξουσία του συζύγου ή του πατέρα της είτε έχει μεν χειραφετηθεί έχει όμως έναν επίτροπο.
Οι δούλοι δεν θεωρούνται υποκείμενα δικαίου, οι μεταξύ τους σχέσεις πχ γάμος δεν ενδιαφέρουν καν την έννομη τάξη, ενώ οι σχέσεις τους με πρόσωπα ελεύθερα είτε επισύρουν την ευθύνη του κυρίου τους στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου ενεργούν είτε συνεπάγονται τον σωματικό κολασμό του δούλου.
Οι υπεξούσιοι και οι δούλοι μπορούν να διαχειρίζονται ελεύθερα περιουσιακά στοιχεία που είτε τους παρεχώρησε ο εξουσιαστής είτε κέρδισαν οι ίδιοι.
Προϋποθέσεις γάμου – κωλύματα - συνέπειες
Είναι η ιδιότητα του πολίτη, η συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας, η συγκατάθεση του εξουσιαστή αν οι μελλόνυμφοι είναι υπεξούσιοι, καθώς και η συναίνεσή τους.
Ειδικότερα η συγγένεια κατ΄ ευθεία γραμμή και εκ πλαγίου μέχρι δεύτερου βαθμού (αδέλφια) συνιστούσε πάντοτε κώλυμα γάμου για τους Ρωμαίους. Ο γάμος μεταξύ συγγενών τρίτου βαθμού εκ πλαγίου, συνήθης περίπτωση στο αττικό δίκαιο των κλαστικών χρόνων, απαγορεύεται από το ρωμαϊκό δίκαιο. Οι απαγορεύσεις γάμου λόγω συγγενείας θα επεκταθούν κατά τους βυζαντινούς χρόνους ακόμα και μέχρι τον έβδομο βαθμό εκ πλαγίου.
Κώλυμα γάμου συνιστά επίσης και η ύπαρξη προηγούμενου γάμου, ο οποίος δεν έχει λυθεί με το θάνατο ενός των συζύγων ή με το διαζύγιο. Κώλυμα γάμου για τη γυναίκα συνιστά η καταδίκη της για μοιχεία ενώ τους άνδρες μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ Χ υπάρχει κώλυμα γάμου καθόλη τη διάρκεια της στρατιωτικής τους θητείας.
Εάν ο γάμος δεν συνοδεύεται από την κτήση εξουσίας του συζύγου επάνω στη σύζυγο η περιουσιακή κατάσταση των συζύγων δεν μεταβάλλεται. Οι σύζυγοι κληρονομούνται από τους εξ αίματος συγγενείς τους ενώ δεν γεννιέται υποχρέωση διατροφής της συζύγου σε βάρος του συζύγου. Ως εξουσιαστής, ο σύζυγος έχει υποχρέωση διατροφής της γυναίκας.
Η προίκα
Θεσμός υπαγορευόμενος από τα κοινωνικά ήθη η προίκα συνιστούσε έκφραση της αδυναμίας του γυναικείου φύλου και πολύ συχνά της γονικής ματαιοδοξίας. Στη ρωμαϊκή κοινωνία οι γονείς συναγωνίζονται για το ποιος θα προικίσει καλύτερα την θυγατέρα του ενώ οι επίδοξοι σύζυγοι για το ποιος θα πάρει τη μεγαλύτερη προίκα. Ήδη από την εποχή του Μενάνδρου, γάμος χωρίς προίκα ήσαν αδιανόητος για τους Αθηναίους και θέμα διακωμώδησης.
Η νομοθεσία του Αυγούστου αποτέλεσε ορόσημο για το δίκαιο της προίκας και γενικότερα το οικογενειακό δίκαιο. Στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας εξυγίανσης των ηθών, ο Αύγουστος εξέδωσε μια σειρά από νομοθετήματα με τα οποία ρυθμιζόταν ο γάμος, η προίκα, η μοιχεία. Είναι πολύ πιθανό η κοινωνική μέχρι τότε υποχρέωση του πατέρα να προικίσει την κόρη του, να μετατράπηκε σε νομική μετά την έκδοση των σχετικών νόμων του Αυγούστου. Πάντως ο νόμος του Αυγούστου προσέδωσε στην προίκα μια νέα μορφή που αποδείχθηκε ιδιαίτερα μακρόβια αφού στη χώρα μας δεν καταργήθηκε παρά το 1983.
Λόγω του τυπικού χαρακτήρα του ρωμαϊκού δικαίου, η σύσταση της προίκας πραγματοποιείται με την κατάρτιση μιας τυπικής δικαιοπραξίας. Η τυπικότητα της σύστασης προίκας συνίσταται είτε σε μια πανηγυρική παραδοτική δικαιοπραξία, χέρι με χέρι, μέσω της οποίας μεταβιβάζεται στον προικολήπτη η κυριότητα των προικών είτε σε πανηγυρική δήλωση του προικοδότη ότι συνιστά προίκα ή ακόμη σε προφορική συμφωνία μεταξύ προικοδότη και προικολήπτη περί μελλοντικής σύστασης προίκας.
Στο ρωμαϊκό δίκαιο απαντούν τρεις μορφές προίκας. Η πρώτη μορφή χαρακτηρίζεται από σχετική συμφωνία όπου υπάρχει ρητή πρόβλεψη για επιστροφή της προίκας σε περίπτωση λύσης του γάμου. Η δεύτερη μορφή συνίσταται αποκλειστικά από τον πατέρα ή ανιόντα από πατρική πλευρά της γυναίκας και χαρακτηριστικό της είναι ότι αν λυθεί ο γάμος, η προίκα επιστρέφεται στον προικοδότη. Η Τρίτη προίκα συνίσταται από την ίδια την σύζυγο εφόσον είναι αυτεξούσια ή τρίτο πρόσωπο και η σχετική συμφωνία δεν προβλέπει την επιστροφή της προίκας σε περίπτωση λύσης του γάμου.
Η πατρική εξουσία
Η εξουσία που ασκεί ο αρχηγός της ρωμαϊκής οικογένειας επάνω στα υπεξούσια μέλη της δε διαφέρει και πολύ από την εξουσία του κυρίου επάνω στους δούλους. Στον αρχηγό της οικογένειας αναγνωρίζεται δικαίωμα εκθέσεως δηλαδή εγκατάλειψης νεογέννητου τέκνου, δικαίωμα σωματικού κολασμού των τέκνων, που ενδέχεται να φτάσει μέχρι τη θανάτωσή τους, καθώς και δικαίωμα πώλησης και ενεχυρίασης των τέκνων.
Ο πάτερ φαμίλιας έχει επίσης την εξουσία να αποπέμψει τον κατιόντα από την πατρική εστία σε περίπτωση σοβαρού παραπτώματος. Ο αρχηγός της οικογένειας είναι κύριος της οικογενειακής περιουσίας. Ότι αποκτά ο υπεξούσιος περιέχεται στην κυριότητα του εξουσιαστή.
Υιοθεσία και εισποίηση
Εκτός από τα γνήσια τέκνα που γεννούνται στο πλαίσιο νόμιμου γάμου, κάτω από την εξουσία του πάτερ φαμίλια τίθενται και τα πρόσωπα που εισέρχονται στην οικογένεια μέσω εισποίησης αν είναι αυτεξούσια ή μέσω υιοθεσίας αν είναι υπεξούσια. Η εισποίηση πρέπει να ήταν ο αρχαιότερος τρόπος δημιουργίας τεχνητής συγγένειας. Η δικαιοπραξία είχε πανηγυρικό χαρακτήρα και απαιτούσε τη σύμπραξη λαϊκής συνέλευσης. Με την εισποίηση εισέρχεται σε μια νέα οικογένεια, του εισποιούντος, και τόσο ο ίδιος όσο και τα πρόσωπα που ενδεχομένως βρίσκονται κάτω από την εξουσία του, περιέρχονται υπό την πατρική εξουσία του εισποιούντος. Αντίθετα με την υιοθεσία, ο υιοθετούμενος είναι πάντοτε πρόσωπο υπεξούσιο, το οποίο αποσπάται από την εξουσία του φυσικού της φορέα για να περιέλθει στην εξουσία του υιοθετούντος. Και αυτή τελείται με τρόπο πανηγυρικό όχι όμως ενώπιον συνέλευσης αλλά ενός άρχοντα.
Από πλευράς τύπου, η υιοθεσία μοιάζει με θεατρική παράσταση σε δύο πράξεις. Στην πρώτη πράξη καταρτίζεται μεταξύ του φυσικού εξουσιαστή και του υιοθετούντος μια πώληση του υπεξουσίου και στη δεύτερη πράξη ξεκινά με τη αξίωση που προβάλλει ο υιοθετών προς τον πρώην εξουσιαστή διεκδικώντας την πατρική εξουσία επί του υιοθετουμένου.
Εξ αδιαθέτου διαδοχή
Καλούνται οι υπεξούσιοι του αποβιώσαντος που μετά το θάνατό του καθίστανται αυτεξούσια. Συμπεριλαμβάνεται και η σύζυγος εφόσον είχε περιέλθει υπό την εξουσία του και δεν είχε παραμείνει στην πατρική εξουσία ή δεν ήταν αυτεξούσια. Αν δεν υπάρχουν κληρονόμοι καλείται ο πλησιέστερος εκ πλαγίου άρρεν συγγενής. Το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα των γυναικών συγγενών εξ αρρενογονίας περιορίζεται στις ομοπάτριες αδελφές και στη μητέρα εφόσον είχε τελέσει γάμο με τον πατέρα του αποβιώσαντος. Τέλος, αν δεν υπάρχουν εκ πλαγιώς συγγενείς εξ αρρενογονίας, στο αρχαϊκό δίκαιο η περιουσία περιερχόταν στο γένος του αποβιώσαντος ενώ αργότερα θεωρείται αδέσποτη.
Περιορισμοί της κυριότητας στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Οι περιορισμοί της κυριότητας δεν αποτελούν στο ρωμαϊκό δίκαιο την εξαίρεση, αλλά είναι συνυφασμένες με την έννοια του δικαιώματος αυτού. Ήδη από τους χρόνους του Δωδεκαδέλτου, εισάγονται περιορισμοί των εξουσίων του κυρίου, τόσο προκειμένου να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον πχ για λόγους θρησκευτικούς, υγιεινής όσο και σε όφελος ιδιωτικών συμφερόντων, κυρίως προς εξυπηρέτηση των γειτονικών ακινήτων.
Οι περιορισμοί αυξήθηκαν κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, και κυρίως κατά τους χρόνους της Δεσποτείας που αν το επιθυμούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη να αποτελέσουν αντικείμενο πραγματικής δουλείας πχ δουλεία διόδου μέσα από το γειτονικό ακίνητο και να αντιμετωπίζονται ως δουλείες πλέον από τον νόμο.

ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ

ΘΕΜΑΤΑ ΙΟΥΛΙΟΥ 1999 Α ΣΕΙΡΑ
1. α) Η σύναψη του γάμου στο βυζαντινό δίκαιο.
Κατά το ιουστινιάνειο δίκαιο συστατικό στοιχείο του γάμου ήταν η γαμική διάθεση δηλαδή η βούληση δύο προσώπων αν συνάψουν γάμο. Δεν ήταν όμως πάντοτε εύκολο να διαγνωσθεί αν συνέτρεχε αυτή η βούληση γιατί υπήρχε ο κίνδυνος σύγχυσης με την παλλακεία. Έτσι η διάκριση γάμου και παλλακείας κατέληγε συχνά μετά την αχρησία των παλαιών τύπων του ρωμαϊκού δικαίου για τη σύναψη του γάμου, να είναι ζήτημα πραγματικό.
Για την απόδειξη της σύναψης του γάμου προέβλεπε το ιουστινιάνειο δίκαιο την κατάρτιση προικώων συμβολαίων ή τη δήλωση της βούλησης ενώπιον του ενδίκου της Εκκλησίας και μαρτύρων.
Ζήτημα αν καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στο γάμο και την παλλακεία, δημιούργησε η διάταξη της Εκλογής κατά την οποία όποιος συνοικεί με ελεύθερη γυναίκα, της αναθέτει τη διαχείριση του νοικοκυριού και διατηρεί γενετήσιες σχέσεις μαζί της έχει συνάψει με τη γυναίκα αυτή άγραφο νόμο.
Στα τέλη του 9ου αιώνα ο Λέων ΣΤ ο Σοφός αφενός μεν προφανώς μετά από απαίτηση της Εκκλησίας καταργεί την παλλακεία με τη νεαρά 91 αφετέρου δε καθιερώνει ως συστατικό τύπο του γάμου την ιερολογία με τη νεαρά 89.
1. β) Η πατρική εξουσία στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Η εξουσία που ασκεί ο αρχηγός της ρωμαϊκής οικογένειας επάνω στα υπεξούσια μέλη της δε διαφέρει και πολύ από την εξουσία του κυρίου επάνω στους δούλους. Στον αρχηγό της οικογένειας αναγνωρίζεται δικαίωμα εκθέσεως δηλαδή εγκατάλειψης νεογέννητου τέκνου, δικαίωμα σωματικού κολασμού των τέκνων, που ενδέχεται να φτάσει μέχρι τη θανάτωσή τους, καθώς και δικαίωμα πώλησης και ενεχυρίασης των τέκνων.
Ο πάτερ φαμίλιας έχει επίσης την εξουσία να αποπέμψει τον κατιόντα από την πατρική εστία σε περίπτωση σοβαρού παραπτώματος. Ο αρχηγός της οικογένειας είναι κύριος της οικογενειακής περιουσίας. Ότι αποκτά ο υπεξούσιος περιέχεται στην κυριότητα του εξουσιαστή.
2. α) Νομικός πλουραλισμός στις ελληνιστικές μοναρχίες.
Στις μοναρχίες όπου προϋπήρχαν ελληνικές πόλεις, τα ελληνικά δικαστήρια δεν καταργήθηκαν αμέσως, αλλά εξακολούθησαν να λειτουργούν για ένα διάστημα. Στο διάστημα αυτό όμως είχαν να ανταγωνιστούν τις δικαιοδοτικές εξουσίες των μοναρχών, στην ανοχή των οποίων επαφίεται η λειτουργία λαϊκών δικαστηρίων.
Οι ελληνιστικές μοναρχίες χαρακτηρίζονται από πληθυσμική πολυμορφία στην οποία αντιστοιχεί μια πλειονότητα δικαίων. Το πρόβλημα της σχέσης των διαφόρων δικαίων μεταξύ τους γίνεται ιδιαίτερα οξύ στις ελληνιστικές μοναρχίες που έχουν να παρουσιάσουν νομική παράδοση προγενέστερη της μακεδονικής κατάκτησης.
2. β) Τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης κατά την μέση βυζαντινή περίοδο.
Τα όργανα για την απονομή της δικαιοσύνης επαναλαμβάνονται σχεδόν στο σύνολό τους από την κωδικοποίηση του 9ου αιώνα που καταρτίστηκε επί Λέοντος του Σοφού.
Στις διατάξεις της Εισαγωγής παρέχονται πολλές πληροφορίες για τα δικαστήρια και τα πρόσωπα που είχαν σχέση με αυτά. Δύο αχρονολόγητες Νεαρές διατάξεις του Κωνσταντίνου Ζ΄ αφορούν κυρίως στις δικαστικές δαπάνες.
Για τον 11ο αιώνα παρέχει πολλές πληροφορίες η Εκλογή των Βασιλικών, ο συντάκτης της οποία ήταν ασφαλώς δικαστής γιατί επιμένει σε πολλές λεπτομέρειες δικαστηριακού περιεχομένου.
Τα τέσσερα ανώτατα δικαστήρια ήταν του Μεγάλου Δρουγγαρίου, του Πρωτοασηκρτις, του Δικαιοδότου και του προκαθημένου των δημοσιακών δικαστηρίων.
ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2000
1. α) Εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή στο αττικό δίκαιο.
Στον Σόλωνα αποδίδεται επίσης ο νόμος περί διαθηκών. Εξουσία σύνταξης διαθήκης αναγνωρίζεται μόνο σε περίπτωση που ο διαθέτης δεν έχει γνήσιους άρρενες κατιόντες, τους οποίους δεν δικαιούται να αποκλείσει από την κληρονομική διαδοχή, παρά μόνο αν έχει προηγηθεί αποκήρυξή τους. Εάν δεν υπάρχουν γνήσιοι άρρενες κατιόντες, μέσω της σύνταξης διαθήκης, παρέχεται στο διαθέτη δυνατότητα να παρακάμψει τους αγχιστείας, αναθέτοντας τη συνέχιση του οίκου στο εξ υιοθεσίας γιό.
Ο αττικός νόμος δεν απαιτεί για το κύρος των διαθηκών ιδιαίτερο συστατικό τύπο. Έγκυρες θεωρούνται τόσο οι έγγραφες όσο και οι προφορικές διατάξεις τελευταίας βούλησης αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει στο νόμο και υπό την προϋπόθεση ότι ο διαθέτης συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις νόμιμες προϋποθέσεις (ιδιότητα πολίτη και νόμιμη ηλικία).
Ως λόγους ακυρότητας η σολώνεια νομοθεσία εισάγει την έλλειψη πνευματικής ικανότητας και την άσκηση βίας σε βάρος του διαθέτη. Κατά τους κλασικούς χρόνους λόγους ακυρότητας συνιστούν εκτός από την φρενοβλάβεια, το γήρας, η σύνταξη διαθήκης υπό την επίρρεια ψυχοφαρμάκου, η επήρεια κάποιας γυναίκας καθώς και η άσκηση σε βάρος του διαθέτη ψυχολογικής ή φυσικής βίας.
1. β) Μνηστεία στο βυζαντινό δίκαιο.
Η προσπάθεια της Εκκλησίας να θέσει υπό τον απόλυτο της έλεγχο την οικογένεια και μέσω αυτής να ενισχύσει την πολιτική της επιρροή υπήρξε συνεπής και είχε στεφθεί από απόλυτη επιτυχία ήδη στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας. Η εξέλιξη του θεσμού του γάμου στις διαδοχικές περιόδους της ιστορίας του Βυζαντίου, όπως αυτή διαπιστώνεται μέσα από τις επίσημες νομοθετικές και τις ανεπίσημες νομικές συλλογές είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επιδίωξη της Εκκλησίας να επιβάλει την κυριαρχία της στο χώρο αυτό.
Οι προϋποθέσεις για γάμο ήταν α) η νόμιμη ηλικία 12 έτους για κορίτσια και 14 έτους για αγόρια β) η συναίνεση των μελλονύμφων γ) η συναίνεση του εξουσιαστή τους αν ήταν υπεξούσιοι και δ) η τήρηση του νόμιμου τύπου.
Οι ίδιες προϋποθέσεις ίσχυαν και για την έγκυρη σύναψη μνηστείας ακόμη και ως προς την ηλικία.
Πολλές οι περιπτώσεις που οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν τηρούνταν πράγμα που συνεπάγονταν την ακύρωση του γάμου. Αν το κορίτσι δεν είχε κλείσει τα 12 έτη, γινόταν παράταση της συμβίωσης μέχρι την συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας για να ισχυροποιηθεί ο γάμος.
2. α) Υποκείμενα δικαίου στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Πλήρη ικανότητα δικαίου αναγνωρίζει το ρωμαϊκό δίκαιο μόνο στους εκ γενετής και αυτεξούσιους ρωμαίους πολίτες. Από τα πρόσωπα που συνθέτουν τη ρωμαϊκή οικογένεια, μόνο ο αρχηγός τους, ο πάτερ φαμίλιας έχει εξ ορισμού πλήρη ικανότητα δικαίου. Η σύζυγος είτε τελεί υπό την εξουσία του συζύγου ή του πατέρα της είτε έχει μεν χειραφετηθεί έχει όμως έναν επίτροπο.
Οι δούλοι δεν θεωρούνται υποκείμενα δικαίου, οι μεταξύ τους σχέσεις πχ γάμος δεν ενδιαφέρουν καν την έννομη τάξη, ενώ οι σχέσεις τους με πρόσωπα ελεύθερα είτε επισύρουν την ευθύνη του κυρίου τους στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου ενεργούν είτε συνεπάγονται τον σωματικό κολασμό του δούλου.
Οι υπεξούσιοι και οι δούλοι μπορούν να διαχειρίζονται ελεύθερα περιουσιακά στοιχεία που είτε τους παρεχώρησε ο εξουσιαστής είτε κέρδισαν οι ίδιοι.
2. β) Δίκαιο εκλογής Ισαύρων: γενικά χαρακτηριστικά, ποινικό δίκαιο, γλώσσα.
Η στροφή στον προσανατολισμό των νομικών σπουδών επηρέασε αποφασιστικά τη διάδοση των κειμένων της ιουστινιάνειας περιόδου. Όχι μόνο το αυθεντικό κείμενο της κωδικοποίησης εξαφανίζεται από το προσκήνιο αλλά και τα έργα των αντικηνσόρων γίνονται δυσεύρετα. Επίσης, τα ούτως ή άλλως δυσεύρετα νομοθετικά ή ερμηνευτικά κείμενα είναι δυσνόητα. Ο μόνος τρόπος ήταν η γρήγορη αντιγραφή τους σε απλή γραφή και διάδοσή τους. Τις προϋποθέσεις πληρούσε η Εκλογή.
Το νομοθέτημα του Λέοντος Γ’ του Ισαύρου και του γιού του Κωνσταντίνου Ε υπήρξε το αποτέλεσμα της προσπάθειας να συγκεντρωθούν οι βασικοί για την καθημερινοί ζωή κανόνες δικαίου σε σύντομες φράσεις, γραμμένες σε κατανοητή γλώσσα για το μέσο άνθρωπο της εποχής εκείνης. Η Εκλογή περιέχει καινοτομίες κυρίως στο οικογενειακό δίκαιο και πολύ περισσότερο στο ποινικό δίκαιο.

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ


ιστορική εξέλιξη του βυζαντινού δικαίου

Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' ήταν ο πρώτος που προχώρησε στη σύνθεση ενός νομικού κώδικα υπό τον γενικό τίτλο Codex Theodosianus. Τούτη η σύνθεση περιελάμβανε μόνον έδικτα σε διάφορα θέματα τα οποία είχαν εκδώσει αυτοκράτορες από την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄, 306-337.
Μετά από το θάνατο του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου το 395 οι δύο διάδοχοί του κυβέρνησαν ως συναυτοκράτορες. Ο ένας ήταν αρμόδιος για τα θέματα της ανατολής και ο άλλος για τα θέματα της δύσης. Ενώ οι δύο θεωρητικά ήταν συναυτοκράτορες μιας ενιαίας αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα τα δύο μισά ποτέ δεν ενώθηκαν ξανά. Όταν ο Ιουστινιανός ήρθε στην εξουσία το 527 ως κυβερνήτης του ανατολικού μισού, ένας από τους στόχους του ήταν να ενημερωθούν και να κωδικοποιηθούν όλοι οι νόμοι, καθώς εξαιτίας των κοινωνικών αλλαγών οι νόμοι που υπηρέτησαν τις προηγούμενες γενεές χρειάζονταν αναθεωρήσεις προκειμένου να γίνουν λειτουργικοί στην εποχή του. Ο νέος αυτοκράτορας ήταν αποφασισμένος να λύσει μια και καλή το πρόβλημα, συγκεντρώνοντας όλους τους νόμους σε μια ενότητα. Φαίνεται πως η πρόθεσή του δεν ήταν να δημιουργήσει κάτι νέο, αλλά να συλλέξει όλους τους νόμους που ήταν ακόμη εν ισχύ, να διαγράψει εκείνους που είχαν περιπέσει σε αχρηστία και να αποβάλλει οποιοδήποτε είδος αντινομίας. Όλα όσα είχαν απόλυτη ισχύ νόμου, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν στα παρακάτω:
Εισηγήσεις: Μια αναμόρφωση των εισηγήσεων του Γάιου, του 2ου αι.
Πανδέκτης: Οι απόψεις περίπου 39 δικηγόρων, οι οποίοι έζησαν στη χρονική περίοδο που καλύπτει η μετάβαση από τον Αύγουστο ως τον Ιουστινιανό. Μερικοί ξαναγράφτηκαν για να συμφωνούν με το σύγχρονο νόμο, ενώ περικόπηκαν οι αντιφάσεις και οι διαφοροποιημένες απόψεις. Το τελικό αποτέλεσμα υποτίθεται ότι αντιπροσώπευσε το νόμο με τον οποίο κυβέρνησε ο Ιουστινιανός
Κώδικας: Όλα τα διατάγματα που εκδόθηκαν από τους προηγούμενους αυτοκράτορες και ήταν ακόμα σε ισχύ.
Νεαραί: Νέοι νόμοι. Η πρόθεση του Ιουστινιανού ήταν να κρατήσουν στην αιωνιότητα, αλλά όπως φαίνεται το όνειρο δε διήρκεσε πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον Ιουστινιανό. Από τον 16ο αι. το έργο αποκαλείται Cοrpus Juris Civilis.

[Επεξεργασία]Νόμος και Αυτοκράτωρ

Καθώς γίνεται αρκετός λόγος για τη σχέση του βυζαντινού αυτοκράτορα και την ιδιάζουσα σχέση του με το νόμο, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι εν τη γενέσει του το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό πολίτευμα είναι προϊόν μιας αντίφασης. Κουρασμένοι οι Ρωμαίοι από τους διαρκείς εμφύλιους πολέμους εμπιστεύθηκαν τα δημόσια πράγματα (res publica) στις πνευματικές και ηθικές αρετές και συνεπώς τις επιλογές ενός απόλυτου μονάρχη προικισμένου με τη θεία χάρη[1]. Τούτη η ασιατική κατά βάσιν αντίληψη του «θείου ανδρός» σωτήρος είναι παρούσα και στη φυσική συνέχεια –αν και ελαφρά τροποποιημένη- της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τη βυζαντινή κοινωνία. Μια ματιά στο έπος της Ηρακλειάδας του Γεώργιου Πισίδη, στην οποία ο Ηράκλειος χαρακτηρίζεται ως ισόθεος[2], αρκεί για να δείξει πως ο αυτοκράτωρ των βυζαντινών χρόνων περιβάλλεται την αίγλη της θείας χάριτος και του σωτήρος, γεγονός που τον οριοθετεί ως μοναδικό και απόλυτο νομοθέτη του βυζαντινού κράτους[3], αιτιολογώντας παράλληλα την έλλειψη διακριτής δικαστικής εξουσίας[4] σε μια κοινωνία αρχόντων και αρχομένων[5].
Έχει κατατεθεί η άποψη πως ο μοναδικός φραγμός στην απόλυτη εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα είναι ο ίδιος ο Νόμος, ως αρχετυπική ύψιστη παρουσία σε κάθε οργανωμένη κοινωνία[6]. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα ή ο αυτοκράτωρ απλά δεσμευμένος από την consensus omnium (γενική συναίνεση) για τη σταθεροποίηση της θέσης του, αναγκάζεται να υποταχθεί στο νόμο; Δε θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει η γενική συναίνεση ή θεωρείται πως ο αυτοκράτορας δεν υπηρετεί την ευημερία της πολιτείας, παρατηρούνται βίαιες ανατροπές και στάσεις ή έκπτωση από το αυτοκρατορικό αξίωμα[7].
Φαίνεται, λοιπόν, πως η συμμόρφωση του αυτοκράτορα στα θέσμια της βυζαντινής κοινωνίας είναι αναγκαστική και όχι προϊόν ταπεινότητας που προκύπτει από τη χριστιανική ιδεολογία. Κατά τον Πέτρο Πατρίκιο[8] (6ος αι.) το κράτος πρέπει να υπακούει σε νόμους ακόμα και για την εκλογή του αυτοκράτορα, ενώ το θέμα θέτει πιο καθαρά ο Μανουήλ Μοσχόπουλος πολύ αργότερα, κατά τον 14ο αι., εκφράζοντας την άποψη ότι το κοινόν ανάμεσα στον μονάρχη και το κράτος είναι ένα συμβόλαιο που στηρίζεται σε πρακτικούς και όχι μεταφυσικούς συλλογισμούς[9].

[Επεξεργασία]Διοικητικά πλαίσια

Ο αυτοκράτορας, λοιπόν, στο Βυζάντιο βρισκόταν στην κορυφή ως υπέρτατος δικαστής και η δικαιοσύνη απονέμετο είτε από τον ίδιο προσωπικά[10], είτε δια μέσου κρατικών λειτουργών που αντιπροσώπευαν την ανώτατη εξουσία και είχαν δικαστικές αρμοδιότητες, όπως ο έπαρχος της πόλεως, ο πραίτωρ των δήμων ή ο κοιαίστωρ. Επειδή όμως οι κρατικοί λειτουργοί δε γνώριζαν με ακρίβεια τους νόμους, χρησιμοποιούσαν ως βοηθούς για την έκδοση των αποφάσεων νομομαθείς. Η συμμετοχή του αυτοκράτορα και η εποπτεία του στη δεύτερη περίπτωση απονομής δικαιοσύνης εξασφαλιζόταν είτε μέσω του κονσιστώριου, ένα είδος εφετείου για όλα τα δικαστήρια της αυτοκρατορικής επικράτειας ή μέσω απαντήσεων σε αιτήσεις δικαστών και ιδιωτών[11].
Μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 6ου και 7ου αι. τη δημόσια δικαιοσύνη απένεμαν οι επαρχιακοί διοικητές (έξαρχοι), στους οποίους οφειλόταν εν μέρει και η φθορά του δικαστικού μηχανισμού εξαιτίας του συχνού χρηματισμού των κρατικών λειτουργών. Η ουσιαστική αναδιοργάνωση του δικαστικού συστήματος έγινε από τονΒασίλειο Α΄, τον Λέοντα ΣΤ΄ και τον γιο του. Με τη χορήγηση μισθών, τις υποχρεωτικές σπουδές δικαίου και τον όρκο να υπηρετούν την αλήθεια, οι δικαστές απέκτησαν σημαντική ανεξαρτησία από τους εκάστοτε τοπικούς άρχοντες. Βοηθητικό ρόλο στη δικαιοσύνη είχαν οι συνήγοροι και οι νοτάριοι ή ταβουλάριοι, οργανωμένοι σε συντεχνίες.
Παρόλα αυτά η αταξία στη διαχείριση της δικαιοσύνης στις επαρχίες, οι περίπλοκες διαδικασίες, η απελευθέρωση του επαγγέλματος του δικηγόρου και οι παρεμβάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων οδήγησαν για άλλη μια φορά την αστική δικαιοσύνη σε παρακμή και συνεπώς σε προσπάθεια αναδιοργάνωσης. Επί βασιλείας Ανδρόνικου Β΄ διορίστηκε δωδεκαμελές δικαστήριο κριτών που έπαιρνε ομόφωνα τις αποφάσεις του και τα διατάγματά του εκτελούνταν αμέσως, ακόμη και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Γρήγορα το δωδεκαμελές δικαστήριο διαλύθηκε εξαιτίας του εμφυλίου του Ανδρόνικου Β΄ με τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄ και μετά τη νίκη του τελευταίου ιδρύθηκε νέο τετραμελές αποτελούμενο από δύο λαϊκούς και δύο κληρικούς νομομαθείς, γεγονός που προσέδωσε σημαντική δύναμη στην εκκλησία, όσον αφορούσε στην εκδίκαση αστικών υποθέσεων.
Παρόλο που έγιναν σημαντικές καταχρήσεις και οι ένοχοι εξορίστηκαν, αυτός ο θεσμός διατηρήθηκε ως το τέλος της αυτοκρατορίας με διάφορες προσαρμογές που στόχευαν στην κατά περίπτωση αντιμετώπιση πρακτικών αλλαγών. Επί της ουσίας βέβαια η διαχείριση και ο έλεγχος της δικαιοσύνης πέρασε οριστικά στα χέρια της εκκλησίας.

[Επεξεργασία]Ρωμαϊκό Δίκαιο και Χριστιανισμός

Ο Χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη θρησκεία κατά τη βασιλεία του Θεοδοσίου, (380). Ήδη επί Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Α΄, όμως, πολιτικοί κυρίως λόγοι που σχετίζονταν με το ομόθρησκον της αυτοκρατορίας ώθησαν σε απεριόριστη σχεδόν εξέλιξη τον Χριστιανισμό. Η διαμόρφωση του Πιστεύω στη Σύνοδο της Νίκαιας (325), και οι πολύ καλές σχέσεις του Κωνσταντίνου με την Εκκλησία -θεωρούσε εαυτόν pontifex maximus, δηλαδή μέγα αρχιερέα της νέας θρησκείας- σχηματοποίησαν την ιδέα της ένωσης Εκκλησίας και Κράτους, γεγονός που προφανώς επηρέασε και το Δίκαιο.
Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η εκκλησία απέκτησε το δικαίωμα να τιμωρεί με ποινές αστικού δικαίου τους αιρετικούς, αντιμετωπίζοντας το αδίκημα της αίρεσης ως έγκλημα. Πριν από το κλείσιμο του 4ου αιώνα τουλάχιστον δεκαεπτά έδικτα κατηύθυναν τους δικαστές να τιμωρούν τους αποστάτες του Χριστιανισμού. Οι ποινές περιελάμβαναν συνήθως δήμευση της περιουσίας και αποκλεισμό από δημόσιες θέσεις, ενώ οι κατηγορούμενοι απειλούνταν με διαπόμπευση και εξορία. Την ίδια πολιτική φυσικά ακολούθησε και ο Ιουστινιανός[12], ο οποίος μάλιστα έδωσε ισχύ νόμου στους κανόνες των τεσσάρων οικουμενικών συνόδων[13]. ΣτηνΚωνσταντινούπολη, για παράδειγμα, αρκετοί Μανιχαίοι μετά από ανάκριση θανατώθηκαν με τις μεθόδους της πυράς και του πνιγμού ενώπιον του αυτοκράτορα, κατόπιν εξαντλητικής ανάκρισης με τη δικαιολογία του σφετερισμού της αυτοκρατορικής εξουσίας[14].
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα οι αξιώσεις της χριστιανικής ιεραρχίας στην κοσμική δύναμη αυξήθηκαν πολύ και η πρωτόγονη απλότητα της συμπεριφοράς των Χριστιανών χάθηκε ανεπίστρεπτα.. Χάρη στις δωρεές η εκκλησία απέκτησε τεράστια περιουσία και ο κλήρος εισέβαλε στις λόγιες τάξεις, αναλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στην αυτοκρατορική αυλή. Η χριστιανική αγαθοεργία όχι μόνον αναγνωρίστηκε ως καθήκον, αλλά έγινε και συρμός, ένα πάθος των ανώτερων τάξεων που κατασπαταλούσαν τον πλούτο σε δωρεές στην εκκλησία. Οι magistrates των πόλεων συνεργάζονταν εν γένει αρμονικά με τους επίσκοπους, που έγιναν σταδιακά υπολογίσιμοι λειτουργοί της municipia.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι οφείλουμε να αναζητήσουμε επιδράσεις του Χριστιανισμού στην εξέλιξη του ρωμαϊκού δίκαιου στις ανατολικές επικράτειες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός ότι ο βυζαντινός νομοθέτης είναι περισσότερο ανθρώπινος στο νομοθετικό του έργο και είναι τόσο έντονες οι διαφορές σε σχέση με ορισμένες αρχαίες ρωμαϊκές περί δικαίου αντιλήψεις, ώστε δεν μπορεί κανείς παρά να στραφεί στην ιδεολογική επίδραση του χριστιανικού ηθικού παραδείγματος, ή στις επιδράσεις του Στωικισμού, προκειμένου να ερμηνεύσει τις αντιθέσεις[15]. Για παράδειγμα τα έδικτα που απαγόρευαν την έκθεση νεογνών και περιόριζαν τη σκληρότητα προς τους σκλάβους, όπως και εκείνα που αφορούσαν στη μοιχεία, το διαζύγιο και τα αφύσικα εγκλήματα φέρουν έντονη τη σφραγίδα μιας διαφορετικής αντίληψης για την ηθική. Ένα άλλο παράδειγμα επίδρασης της χριστιανικής ιδεολογίας είναι το νομοθετικό έργο του Κωνσταντίνου, θεμέλιο ουσιαστικά τουΘεοδοσιανού Κώδικα, στο οποίο ανατρέπονται οι περίφημες ποινές του Αυγούστου για την αγαμία, καθορίζονται ποινές για το αδίκημα της απαγωγής και διαμορφώνονται τα νομικά πλαίσια που καθιστούν δύσκολη την υπόθεση του διαζυγίου χωρίς τη συναίνεση και των δύο ενδιαφερομένων[16].
Η εκκλησία υποστήριζε επίσης την πολιτική δύναμη εκείνων που θεωρούσε φίλους της[17] και επεδίωξε τη συμμετοχή της στο διοικητικό σύστημα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τη συμπερίληψη του κλήρου στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης και τη σταδιακή εξύψωση της πολιτικής του δύναμης. Η καταγραφή της Εισαγωγήςστα τέλη του 9ου αιώνα ως αποτέλεσμα της νομοθετικής δραστηριότητας της μακεδονικής δυναστείας[18] καθορίζει τα καθήκοντα και δικαιώματα του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, θεωρώντας τους ισοδύναμους φορείς στο ύψιστο ιεραρχικά επίπεδο του πολιτικού οικοδομήματος. Αν και η συγκεκριμένη διάταξη απαλείφθηκε σύντομα από τον Λέοντα ΣΤ΄ στην αναθεώρηση του συγκεκριμένου έργου, εντούτοις δείχνει σε ποιο βαθμό μπορούσε να επηρεάσει η εκκλησία τα πολιτικά πράγματα -οι νομοθετικοί νεωτερισμοί οφείλονται μάλλον στον πατριάρχη Φώτιο, σύμφωνα με τον Hunger[19]. Επί της ουσίας οι επίσκοποι μετά τον 6ο αιώνα κρίνουν υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου, στις οποίες ενέχονται κληρικοί -και λαϊκοί αργότερα- ενώ παρεμβαίνουν στην πορεία της πολιτικής δικαιοσύνης μέσω του θεσμού του ασύλου. Αναμφίβολα η χριστιανική ιδεολογία –θεολογικά, φιλοσοφικά ή κοσμικά θεωρούμενη- επηρέασε σε σημαντικό βαθμό το ρωμαϊκό δίκαιο κατά τη βυζαντινή περίοδο, χωρίς ωστόσο να αντισταθεί ιδιαίτερα στον ανταποδοτικό χαρακτήρα του.

[Επεξεργασία]Έγκλημα και τιμωρία

Η ποινή στο ρωμαϊκό δίκαιο της βυζαντινής περιόδου είναι κυρίως πράξη ανταποδοτική για την αποκατάσταση της έννομης τάξης[20] και έτσι παρέμεινε ως το τέλος της αυτοκρατορίας, παρά τις παρεμβάσεις της εκκλησίας δια στόματος Βασιλείου Καισαρείας και την προβολή του σκοπού της ποινής στην Εκλογή των Ισαύρων. Στη βάση της ποινικής δίωξης βρισκόταν η αρχή της υπαιτιότητας, δηλαδή της ψυχικής σχέσης του δράστη με την πράξη του, ως αποτέλεσμα νοητικής και συναισθηματικής ωρίμανσης. Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο τα παιδιά κρινόμενα κατά περίπτωσιν –και εδώ αναδεικνύεται ίσως ο περιπτωσιολογικός χαρακτήρας του βυζαντινού δίκαιου- ετύγχαναν ιδιαίτερης μεταχείρισης, όπως και οι ψυχικά ασθενείς μετά τον 9ο αιώνα[21].
Οι ποινές που εφήρμοζε το βυζαντινό δίκαιο ως φυσική συνέχεια των ποινών του ρωμαϊκού δικαίου περιελάμβαναν τη θανάτωση, τον εξανδραποδισμό, τον ακρωτηριασμό, το σωματικό κολασμό, την κουρά, τη διαπόμπευση, την εξορία, τη δήμευση. Εκτός από την ηθική απαξία και την οικονομική εξαθλίωση που συνεπάγονταν ποινές όπως αυτή της κουράς, της εξορίας και της δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων, παρατηρείται μια καταφανής αγριότητα στις περιπτώσεις της θανατικής ποινής, της διαπόμπευσης και του ακρωτηριασμού και του σωματικού κολασμού. Ακόμα και ο Γεωργικός Νόμος του 7ου-8ου αι. προέβλεπε ακρωτηριασμό στην περίπτωση που έκοβε κανείς σταφύλια ή καρπούς σε ξένη ιδιοκτησία, και φραγγελισμό στην περίπτωση που τα ζώα κάποιου διέφευγαν της προσοχής του και έμπαιναν σε ξένη γη[22].
Εξανδραποδισμός προβλεπόταν για τους μάγους και τους μάντεις με μια σειρά νόμων[23]. Ο Κωνστάντιος Β' καταδίκασε αδιάκριτα όλους τους οιωνοσκόπους και τους προφήτες που γνώρισε ο αρχαίος ρωμαϊκός κόσμος και τους χαρακτήρισε εχθρούς της ανθρώπινης φυλής, (humani generis inimici). Ο θάνατος ως ποινή και μάλιστα δια πυράς προβλεπόταν για τους παραχαράκτες του βυζαντινού νομίσματος, καθώς η παραχάραξη χρυσού νομίσματος σύμφωνα με τον ιουστινιάνειο κώδικα αποτελεί πράξη εσχάτης προδοσίας. Για τα χάλκινα νομίσματα η ποινή ήταν δήμευση περιουσίας, εξορία ή καταναγκαστικά έργα[24].
Η μαστίγωση, η κουρά, η ρινότμηση και η διαπόμπευση των δύο μοιχών, ή η θανάτωση του μοιχού από τον απατημένο σύζυγο ήταν αναμενόμενη σε περίπτωση μοιχείας, ενώ για τη μοιχαλίδα συνήθης τιμωρία ήταν ο εγκλεισμός σε μοναστήρι[25]. Εδώ θα περίμενε κανείς πως θα ήταν γενικώς αξιόποινη και η πορνεία, αλλά τούτο φαίνεται πως συνέβαινε μόνο αν οι εξωσυζυγικές –σχέσεις συνάπτονταν με γυναίκα ελεύθερη. Αν η γυναίκα ήταν δούλη ή κατ’ επάγγελμα εταίρα, το βυζαντινό κράτος περί άλλων ετύρβαζεν.
Ο λόγος για τον οποίο πιθανώς το χριστιανικό βυζαντινό κράτος έκανε τα στραβά μάτια, ήταν το γεγονός ότι η πορνεία μπορούσε να είναι πολύ προσοδοφόρα περιστασιακά και ως εκ τούτου ευεργετική για το κρατικό θησαυροφυλάκιο μέσω της φορολογίας. Ήδη από την εποχή της ρωμαϊκής δημοκρατίας υπήρχε αυτή η αντίληψη. Σύμφωνα με τον Τάκιτο[26], οι άνδρες και οι γυναίκες πόρνες καταγράφονταν ονομαστικά σε καταλόγους υπό την εποπτεία του aediles, ενώ από την εποχή του Καλιγούλα οι πόρνες φορολογούνταν[27].
Η χριστιανική καταδίκη κάθε είδους μη-αναπαραγωγικής σεξουαλικής επαφής έθεσε εκτός νόμου την ομοφυλοφιλία στη δυτική αυτοκρατορία τον 3ο αιώνα και κατά συνέπεια και την ανδρική πορνεία. Το 390 ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ προέβλεπε τη θανατική ποινή για τον πειθαναγκασμό ή το εμπόριο ανδρών για πορνεία[28]. Πίσω απ’ αυτό το διάταγμα δεν κρυβόταν πιθανώς η βδελυγμία για την πορνεία, αλλά το γεγονός ότι το σώμα ενός άνδρα χρησιμοποιείτο στην ομοφυλοφιλική επαφή όπως και το γυναικείο. Και αυτό ήταν απαράδεκτο, αφού όπως είχε δηλώσει και ο Άγ. Αυγουστίνος «το σώμα ενός άνδρα είναι τόσο ανώτερο από αυτό μιας γυναίκας, όσο η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα»[29].
Κατά την εφαρμογή του διατάγματος του Θεοδοσίου στη Ρώμη, οι εκδιδόμενοι αρσενικοί σύρονταν έξω από τους ανδρικούς οίκους ανοχής και καίγονταν ζωντανοί μπροστά στα μάτια του όχλου που χειροκροτούσε. Παρ’ όλα αυτά η ανδρική πορνεία παρέμεινε νόμιμη στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Από την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄ επιβλήθηκε αυτοκρατορικός φόρος στην ομοφυλόφιλη πορνεία, εξασφαλίζοντας εμμέσως ατιμωρησία και νομιμότητα σε όσους ασχολούνταν με τούτη την επικερδή επιχείρηση του σωματικού εμπορίου. Ο Ευάγριος τονίζει ότι κανένας αυτοκράτορας δεν παρέλειψε ποτέ να συλλέξει αυτόν το φόρο[30]. Η καταστολή του στις αρχές του έκτου αιώνα αφαίρεσε την αυτοκρατορική προστασία από την ανδρική πορνεία. Το 533 ο Ιουστινιανός έθεσε όλες τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις κάτω από την ίδια κατηγορία με τη μοιχεία προέβλεψε και για τα δύο αδικήματα τη θανατική ποινή[31].
Ήδη το 529 ο Ιουστινιανός είχε επιχειρήσει να χαλιναγωγήσει τη γυναικεία παιδική πορνεία επιβάλλοντας τιμωρία σε όσους εμπλέκονταν, ιδιαίτερα τους ιδιοκτήτες των οίκων ανοχής[32]. Το 535 ακύρωσε τα συμβόλαια με τα οποία οι προαγωγοί της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιούσαν νεαρές γυναίκες από την επαρχία, τις οποίες αγόραζαν από τους γονείς τους[33]. Η πορνεία ενήλικων γυναικών, ωστόσο, δε φαίνεται να ανησυχούσε ιδιαίτερα τον αυτοκρατορικό νομοθέτη, καθώς η τιμωρία που επιβλήθηκε στους προαγωγούς που διηύθυναν το δίκτυο της παιδικής πορνείας ποίκιλλε ανάλογα με την περιουσία και το κύρος τους. Τα παραπάνω αναλύθηκαν εκτενέστερα με μοναδικό στόχο την ανάδειξη του οικονομικού παράγοντα στο νομοθετικό έργο, στον οποίο δε δίνεται ενίοτε ιδιαίτερη προσοχή, με αποτέλεσμα η μελέτη του ρωμαϊκού δικαίου στη βυζαντινή περίοδο να κινείται μόνον στα ιστορικά, φιλοσοφικά και ανθρωπιστικά της πλαίσια.
Παραδειγματικό χαρακτήρα στο βυζαντινό ρωμαϊκό δίκαιο είχε η πρόσθετη ποινή της διαπόμπευσης (πομπεία), η οποία επιβαλλόταν σε οποιοδήποτε άτομο ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης ή φύλου[34]. Συνήθως διαπομπεύονταν κλέφτες, κοττιστές, παιδεραστές, εμπρηστές (πριν θανατωθούν), στρατιώτες και αξιωματικοί για διάφορα πλημμελήματα, καθώς και μοναχοί ή ιερείς. Οι κλέφτες ειδικότερα σφραγίζονταν στο μέτωπο με πυρακτωμένη σφραγίδα, αν είχαν συλληφθεί για πρώτη φορά. Σε περίπτωση υποτροπής, η συνήθης κατάληξη ήταν ο ακρωτηριασμός[35].

[Επεξεργασία]Επίλογος

Παρόλο που πιθανώς ο κρατικός μηχανισμός του Βυζαντίου θεωρείται ιδιαίτερα οργανωμένος για την εποχή του, είναι δυνατόν από τα λιγοστά παραδείγματα που αναφέρθηκαν να αναδειχθούν αρκετές αντιφάσεις και παλινδρομήσεις στις διάφορες κωδικοποιήσεις και αναθεωρήσεις του νομικού corpus που καθόριζε το κοινωνικό πλαίσιο της έννομης τάξης στο βυζαντινό κράτος. Οπωσδήποτε, η όποια γενική περιγραφή δεν είναι δυνατόν να αναδείξει τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιομορφίες ή τις ιδιάζουσες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες υπό την πίεση των οποίων έγιναν αυτές οι αλλαγές. Το Βυζάντιο επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις στον ερευνητή και χρειάζεται να είναι κανείς επιφυλακτικός ως προς τα συμπεράσματά του. Σε γενικές γραμμές, όμως, θα μπορούσαμε να πούμε πως το ευκταίο του παραδειγματικού και εξαγνιστικού χαρακτήρα του βυζαντινού δικαίου σε ελάχιστες των περιπτώσεων έγινε πραγματικότητα. Επί της ουσίας η απονομή της δικαιοσύνης στη βυζαντινή περίοδο διατήρησε τον ανταποδοτικό χαρακτήρα του αρχαιότερου ρωμαϊκού δικαίου, προβαίνοντας ωστόσο σε θεσμικές αλλαγές άμεσα συνδεδεμένες με κοινωνικές απαιτήσεις της εποχής..